×

Nós usamos os cookies para ajudar a melhorar o LingQ. Ao visitar o site, você concorda com a nossa política de cookies.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2)

Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2)

Έφθασαν αργά. Ο ήλιος είχε γείρει πίσω από το βουνό, η δίκη, εκείνη την ώρα, είχε τελειώσει.

Ο δικαστής, τυλιγμένος στο παλιωμένο κόκκινο επανωφόρι του, που από τον καιρό και τη σκόνη είχε χάσει πια το αρχικό του χρώμα, σηκώνουνταν να πάγει στο σπίτι του, ενώ δυο κουρελιασμένοι χωροφύλακες έσερναν στη φυλακή ένα φτωχοντυμένο χλωμό άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. Το κεφάλι του ήταν μαντιλοδεμένο, και θλιμμένος έσφιγγε στην αγκαλιά του την κόρη του που έκλαιγε με λυγμούς.

— Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Ο Κακομοιρίδης ο σιδεράς, του αποκρίθηκε ένας από τους παρόντες.

— Γιατί τον πάνε φυλακή;

— Ξέρω 'γω! Έκλεψε, λένε, κάτι κότες. Δεν κατάλαβα καλά, δεν είπαν και πολλά πράματα, μα τον βάλανε δυο χρόνια φυλακή. Ήταν όμως και κουτός! Ήλθε και παραπονέθηκε πως κάποιος, λέει, παλατιανός του έκλεψε κότες, κρασί, και δεν ξέρω τι άλλο, και τον γκρέμισε, λέει, στο ρίζωμα του βουνού, όπου έσπασε το κεφάλι του. Του κλέψανε, λέει, και τ' ωρολόγι του και δυο ασημένια τάλιρα. Καταλαβαίνεις πως τον αποπήρε η Εξοχότητά του ο κυρ-Λαγόκαρδος ο δικαστής, τον είπε ψεύτη και κλέφτη, μας είπε μας, πως όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια πως του κλέψανε τις κότες του, αλλά πως αυτός τις είχε κλέψει από δεν ξέρω πού, πρόσταξε να τον δείρουν ώσπου να ομολογήσει, λέει, την αλήθεια. Τότε φοβήθηκε ο Κακομοιρίδης και είπε να μην τον δείρουν, παρά πως παραδέχουνταν να πάγει φυλακή, και ας πουν πως αυτός έκλεψε τις κότες. Δεν κάθουνταν στ' αυγά του ο κουτός, μόνο γύρευε δικαστήρια και δικαιοσύνη!

— Μα είναι αμαρτία! Είναι αμαρτία! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο.

— Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! αποκρίθηκε ο άλλος.

— Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! είπε το Βασιλόπουλο. Πού κάθεται ο δικαστής;

Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα.

Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα.

— Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί.

— Άνοιξε! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Έχω να σου πω για τον Κακομοιρίδη.

— Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο.

— Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι!

— Παναγιά μου! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος. Ο Βασιλιάς θα είναι!

Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα. Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός.

— Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησε απότομα. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή.

Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του.

— Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε. Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω.

Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει.

— Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος.

— Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως.

— Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής. Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Θες κανένα;

— Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα.

— Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα;

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια 3.

— Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας.

— Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! πρόσταξε το Βασιλόπουλο.

— Αμέσως, αφέντη!

— Και να στείλεις να συλλάβεις τον αρχικαγκελάριο και να τον χώσεις αυτόν στη φυλακή, γιατί ξέρεις πολύ καλά πως αυτός έκλεψε τις κότες και όχι ο Κακομοιρίδης.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος έπεσε στα γόνατα.

— Αφέντη, λυπήσου με! Μη μου ζητάς τέτοια πράματα. Ποιος σου είπε την αλήθεια δεν ξέρω, μ' αν ξέρεις αυτό, θα ξέρεις και άλλα! Ο Πανουργάκος είναι δυνατός! Πώς μπορώ να τον συλλάβω;

— Είναι κλέφτης!

— Μα έχει φλουριά!

— Πού τα βρήκε; Δεν έχει τίποτα!

Γίνομαι δυο κάτια: έκφραση που σημαίνει ότι διπλώνομαι

— Έχει στα χέρια του το ταμείο του παλατιού. Ό,τι θέλει κάνει!

— Δεν έχει τίποτα, σου λέγω. Αναγκάστηκε, για να θρέψει το παλάτι δυο μέρες, να πουλήσει τη χρυσή του αλυσίδα που δεν ήταν καν δική του, παρά ήταν το σημείο του αξιώματος του. Μα και αν είχε φλουριά, αυτό δεν έπρεπε να σ' εμποδίσει να τον συλλάβεις.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άρχισε τα κλάματα.

— Δεν μπορώ, θα με καταστρέψει, είναι αρχικαγκελάριος κι έχει όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά. Άκουσε και λυπήσου με, γιατί αλήθεια κι εγώ δεν ξέρω πώς να φερθώ! Σαν ήλθε ο Κακομοιρίδης και μου είπε τα παράπονα του, και μου περίγραψε τον παλατιανό που τον γκρέμισε και του έκλεψε το σακούλι του, αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν, γιατί, λέει, φορούσε αλυσίδα. Με στενοχώρεσε πολύ αυτή η δουλειά, γιατί δεν ήθελα να τα βάλω με τον αρχικαγκελάριο, και θέλησα να πείσω τον Κακομοιρίδη να σωπάσει. Μα πού αυτός! Γύρευε το δίκαιο του και δεν ησύχαζε!

— Καλά έκανε! είπε το Βασιλόπουλο. Και θα ήταν ανανδρία αν σώπαινε!

— Λοιπόν, εξακολούθησε ο κυρ-Λαγόκαρδος, εμήνυσα αμέσως μυστικά του Πανουργάκου, να επιστρέψει τον κλεμμένο σάκο, για να σωπάσει ο Κακομοιρίδης. Μ' αυτός ήλθε ευθύς και μου είπε πως αν δε βρω τρόπο να χώσω τον Κακομοιρίδη στη φυλακή, θα με καταγγείλει πως έκλεψα εγώ την αλυσίδα του και θα μου κόψουν το κεφάλι.

— Φοβιτσιάρη! Γιατί να τον ειδοποιήσεις μυστικά;

— Τον εφοβήθηκα!

— Δεν έπρεπε να φοβηθείς! Ούτε θα πίστευε κανένας πως έκλεψες την αλυσίδα του, αφού ο ίδιος την πούλησε για να θρέψει το παλάτι.

— Δεν την πούλησε για το παλάτι, είπε ο δικαστής με χαμηλή φωνή. Και θα πίστευαν πως την έκλεψα εγώ.

— Πώς αυτό;

— Γιατί… την αλυσίδα μού την είχε δώσει εμένα να την πουλήσω για λογαριασμό του… και του έκανα ένα χαρτί… και την αλυσίδα την είχα ακόμα στο σπίτι μου.

— Και από την πούληση αυτή εσύ δεν είχες κανένα κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές.

Ο δικαστής δεν αποκρίθηκε, μόνο έσκυψε το κεφάλι λίγο χαμηλότερα.

Με σταυρωμένα τα χέρια το Βασιλόπουλο τον κοίταζε, γονατισμένον μπροστά του, ελεεινό και ταπεινωμένο.

— Είχες δίκαιο να φοβάσαι, είπε στο τέλος, βάζοντας στη φωνή του όλη την αηδία που φούσκωνε την καρδιά του. Ένας μπερμπάντης δεν μπορεί να δικάσει άλλον μπερμπάντη. Είστε της ίδιας φάρας!

Και αρπάζοντας ένα καμτσίκι που κρέμουνταν στον τοίχο:

— Περπατά μπροστά μου, πρόσταξε με θυμό. Πάρε τα κλειδιά σου και άνοιξε ευθύς την πόρτα της φυλακής, ειδεμή οι ώμοι σου θα νιώσουν αν τσούζει το λουρί!

Τρέμοντας όλος βγήκε έξω ο δικαστής και πήγε στου δεσμοφύλακα, πήρε τα κλειδιά, και από κει τράβηξε για τη φυλακή.

Το Βασιλόπουλο και η Ειρηνούλα τον είχαν συνοδεύσει.

Στην πόρτα απ' έξω, πεσμένο στα χώματα, ένα κορίτσι έκλαιγε απαρηγόρητα.

Το Βασιλόπουλο την αναγνώρισε.

— Μην κλαις, της είπε με συμπάθεια. Ο πατέρας σου θα γυρίσει στο σπίτι σας απόψε. Έμπα μέσα και πάρε τον.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άνοιξε την πόρτα, και η κόρη ρίχθηκε στο λαιμό του πατέρα της και τον τράβηξε έξω.

— Σε ποιον χρεωστώ την ελευθερία μου; ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή ο Κακομοιρίδης, αφού συνήλθε από την πρώτη συγκίνηση.

— Σ' αυτό το αγόρι, αποκρίθηκε η κόρη δείχνοντας το Βασιλόπουλο.

Ο Κακομοιρίδης έσκυψε και φίλησε το λιωμένο χρυσοκέντητο ρούχο του.

— Η Παναγία να σου το πληρώσει! είπε με την καρδιά του. Αν χρειαστείς ποτέ αληθινό φίλο, θυμήσου με.

Και, στηριγμένος στο μπράτσο της κόρης του, τράβηξε κατά το σπίτι του.

— Τώρα πήγαινε να φας τους τσίρους σου, είπε το Βασιλόπουλο περιφρονητικά στο δικαστή, και μην ξαναπαρουσιαστείς πια μπροστά μου, γιατί να ξέρεις πως δεύτερη φορά δε θα γλιτώσεις από το καμτσίκι μου.

Δεν περίμενε άλλο λόγο ο κυρ-Λαγόκαρδος, και το έβαλε στα πόδια.

Είχε νυχτώσει πια. Τα δυο αδέλφια, πεινασμένα, κουρασμένα, τραβούσαν μπροστά τους.

— Πού πάμε τώρα; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Στο παλάτι, αποκρίθηκε ο αδελφός της. Έχω να κανονίσω τις δουλειές του κυρ-Πανουργάκου.

Και πήραν τον ανήφορο και σκαρφάλωσαν στο βουνό.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Δ’. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (2) D'|AT|RETURN Δ'. AU TOURNANT (2) D. ON THE WAY BACK (2)

Έφθασαν αργά. They arrived|late They arrived late. Ο ήλιος είχε γείρει πίσω από το βουνό, η δίκη, εκείνη την ώρα, είχε τελειώσει. The|sun|had|set|behind|from|the|mountain|The|trial|that|the|hour|had|finished The sun had set behind the mountain, the trial had finished at that time.

Ο δικαστής, τυλιγμένος στο παλιωμένο κόκκινο επανωφόρι του, που από τον καιρό και τη σκόνη είχε χάσει πια το αρχικό του χρώμα, σηκώνουνταν να πάγει στο σπίτι του, ενώ δυο κουρελιασμένοι χωροφύλακες έσερναν στη φυλακή ένα φτωχοντυμένο χλωμό άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. The|judge|wrapped|in|old|red|overcoat|his|who|by|the|weather|and|the|dust|had|lost|now|the|original|his|color||to|go|to|home|his|while|two|ragged|gendarmes|were dragging|to the|prison|a|poorly dressed|pale|man|with|chains|on the|hands The judge, wrapped in his old red coat, which had lost its original color due to time and dust, was getting up to go home, while two ragged gendarmes were dragging a poorly dressed pale man with chains on his hands to prison. Το κεφάλι του ήταν μαντιλοδεμένο, και θλιμμένος έσφιγγε στην αγκαλιά του την κόρη του που έκλαιγε με λυγμούς. The|head|his|was|bandaged|and|sad|held tightly|in the|arms|his|the|daughter|his|who|cried|with|sobs His head was wrapped in a scarf, and sadly he was holding his daughter, who was crying bitterly, in his arms.

— Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρώτησε το Βασιλόπουλο. Who|is|this|the|man|asked|the|Prince — Who is that man? asked the Prince.

— Ο Κακομοιρίδης ο σιδεράς, του αποκρίθηκε ένας από τους παρόντες. The|Kakomiridis|the|blacksmith|to him|replied|one|from|the|present ones — It's Kakomiridis the blacksmith, one of those present replied.

— Γιατί τον πάνε φυλακή; Why|him|they take|to prison — Why are they taking him to prison?

— Ξέρω 'γω! I know|me — I don't know! Έκλεψε, λένε, κάτι κότες. He stole|they say|some|chickens They say he stole some chickens. Δεν κατάλαβα καλά, δεν είπαν και πολλά πράματα, μα τον βάλανε δυο χρόνια φυλακή. Not|I understood|well|not|they said|and|many|things|but|him|they put|two|years|prison I didn't understand well, they didn't say many things, but they put him in prison for two years. Ήταν όμως και κουτός! It was|however|and|foolish But he was also foolish! Ήλθε και παραπονέθηκε πως κάποιος, λέει, παλατιανός του έκλεψε κότες, κρασί, και δεν ξέρω τι άλλο, και τον γκρέμισε, λέει, στο ρίζωμα του βουνού, όπου έσπασε το κεφάλι του. He came|and|complained|that|someone|he says|palace resident|to him|stole|chickens|wine|and|not|I know|what|else|and|him|threw down|he says|at the|base|of the|mountain|where|he broke|his|head|of him He came and complained that someone, he says, a palace man stole his chickens, wine, and I don't know what else, and he says they threw him down at the foot of the mountain, where he broke his head. Του κλέψανε, λέει, και τ' ωρολόγι του και δυο ασημένια τάλιρα. They|stole|he says|and|his|watch|him|and|two|silver|thalers They stole, he says, his watch and two silver coins. Καταλαβαίνεις πως τον αποπήρε η Εξοχότητά του ο κυρ-Λαγόκαρδος ο δικαστής, τον είπε ψεύτη και κλέφτη, μας είπε μας, πως όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια πως του κλέψανε τις κότες του, αλλά πως αυτός τις είχε κλέψει από δεν ξέρω πού, πρόσταξε να τον δείρουν ώσπου να ομολογήσει, λέει, την αλήθεια. Do you understand|that|him|rejected|the|Excellency|his|Mr|||the|judge|him|said|liar|and|thief|us|told|us|that|not|only|not|was|truth|that|his|stole|the|chickens|his|but|that|he|them|had|stolen|from|not|I know|where|ordered|to|him|beat|until|to|confess|he says|the|truth You understand that his Excellency, Mr. Lagokardos the judge, dismissed him, called him a liar and a thief, told us that it was not only untrue that his chickens were stolen, but that he had stolen them from I don't know where, and ordered him to be beaten until he confessed, he says, the truth. Τότε φοβήθηκε ο Κακομοιρίδης και είπε να μην τον δείρουν, παρά πως παραδέχουνταν να πάγει φυλακή, και ας πουν πως αυτός έκλεψε τις κότες. Then|was afraid|the|Kakomiridis|and|said|to|not|him|beat|but|that|admitted|to|go|to prison|and|let them||that|he|stole|the|chickens Then the poor man got scared and said not to beat him, but that he would admit to going to prison, and let them say that he stole the chickens. Δεν κάθουνταν στ' αυγά του ο κουτός, μόνο γύρευε δικαστήρια και δικαιοσύνη! Not|sat|in his|eggs|his||fool|only|sought|courts|and|justice The fool wasn't sitting on his eggs, he was only looking for courts and justice!

— Μα είναι αμαρτία! but|it is|sin — But it's a sin! Είναι αμαρτία! It is|sin It's a sin! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο. shouted|outside|of the mind|the|Prince the Prince shouted out of his mind.

— Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! Sin|forgiveness|these|have|the|courts — Sin, forgiveness, that's what the courts are for! αποκρίθηκε ο άλλος. answered|the|other the other replied.

— Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! No|they|not|should|to|have|the|courts — No, the courts shouldn't have those! είπε το Βασιλόπουλο. said|the|Prince said the Prince. Πού κάθεται ο δικαστής; Where|does the judge sit|the|judge Where does the judge sit?

Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα. To him|they showed|the|house|and|pulling|the|Irinoula|by|the|hand|he ran|and|knocked|the|door They showed him the house, and pulling Irinoula by the hand, he ran and knocked on the door.

Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα. The|judge|that|the|hour|had|returned|to the|home|his|and|seated|at the|table|with|pleasure|ate|small fish|and|drank|mastic liquor The judge at that moment had returned home, and sitting at the table, he was sweetly eating sweets and drinking mastic.

— Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί. Who|is|his|shouted|with|full|mouth|without|to|rise — Who is it? he shouted with a full mouth, without getting up.

— Άνοιξε! Open — Open up! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. commanded|the|Prince commanded the Prince. Έχω να σου πω για τον Κακομοιρίδη. I have|to|to you||about|the|Kakomiridis I have something to tell you about Kakomiridis.

— Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! but|not|me|leave|alone — But you won't leave me alone! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο. replied|the|judge|and|crushed|another|one|well-done|cheese the judge replied, and crushed another well-baked cheese pie.

— Άνοιξε! Open — Open up! φώναξε το Βασιλόπουλο. shouted|the|Prince shouted Vasilopoulos. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι! otherwise|to you|it|I swear|before|rises|the|sun|will|to you|I have|cut|the|head Otherwise, I swear to you, before the sun rises, I will have cut off your head!

— Παναγιά μου! Holy Mother|my — My God! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος. exclaimed|the|| exclaimed Mr. Lagokardos. Ο Βασιλιάς θα είναι! The|King|will|be It must be the King!

Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα. Trembling|like|the|leaf|he ran|and|opened|the|door Trembling like a leaf, he ran and opened the door. Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός. But|when|he saw|in front|of him|two|children|the|fear|of him|became|anger But when he saw two children in front of him, his fear turned into anger.

— Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησε απότομα. To|(particle)|to you|tell|me|are you mocking|asked|abruptly — Let me ask you, are you mocking me? he asked abruptly. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή. Out|from|here|otherwise|you|I put|and|both|two|in the|prison Get out of here, otherwise I will put both of you in jail.

Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του. Quietly|but|decisively|the|Prince|him|pushed aside|and|entered|inside|with|the|sister|his Calmly, but decisively, the Prince pushed him aside and entered with his sister.

— Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε. The|good|that|to you|want|||to|me|hear|he said — The good I want for you, Mr. Rabbitheart, is for you to listen to me, he said. Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω. Close|the|door|your|and|come|here Close your door and come here.

Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει. The|imperative|manner|of|boy|made|the|Lagokardo|to|shrink The boy's imperative tone made Lagokardo shrink.

— Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος. What|do you want|asked|confused — What do you want? he asked, stunned.

— Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως. I want|to|take out|the|Kakomiridis|from|the|prison|immediately — I want you to get Kakomiridis out of prison, immediately.

— Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής. Okay|okay|we have|time|for this|this|said|lightly|the|judge — Alright, alright, we have time for that, the judge said lightly. Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Now|are|warm|and|appetizing|the|cheeses Now the chitons are warm and appetizing. Θες κανένα; Do you want|any Do you want one?

— Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. not|joking|||said|sternly|the|Prince — I'm not joking, Mr. Lagokarde, the Prince said sternly. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα. Either|will|release|immediately|the|Kakomoiridis|from|the|prison|or|will|reckon|with|me Either you release Kakomiridis from prison immediately or you will deal with me.

— Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! Ah|but|to|(subjunctive particle)|to you||me|you confused|finally — Ah, but to tell you the truth, you have finally annoyed me! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. said|the|judge|who|started again|to|get angry said the judge who started to get angry again. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα; not|to me|you tell|who|is|the|authority|your|that|you intimidate|at all Don't tell me who you are, that you are threatening me?

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! I am|the|son|of the|King|and|you|command — I am the son of the King and I command you! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο. replied|angrily|the|Prince the Prince replied angrily.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. The|||them|lost Mr. Rabbitheart was taken aback. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια 3. He tried|to|bow|and|remained|folded|two|knees He was about to bow and remained bent over for two moments.

— Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας. Order|order|the|slave|your|murmured|trembling — Order... order your servant... he murmured trembling.

— Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! To|free|immediately|the|Kakomiridis — Free the Poor Man immediately! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. commanded|the|Prince commanded the Prince.

— Αμέσως, αφέντη! Immediately|master — Right away, master!

— Και να στείλεις να συλλάβεις τον αρχικαγκελάριο και να τον χώσεις αυτόν στη φυλακή, γιατί ξέρεις πολύ καλά πως αυτός έκλεψε τις κότες και όχι ο Κακομοιρίδης. And|to|send|to|arrest|the|chancellor|and|to|him|put|him|in the|prison|because|you know|very|well|that|he|stole|the|chickens|and|not|the|Kakomiridis — And send someone to arrest the chancellor and throw him in jail, because you know very well that he stole the chickens and not Kakomiridis.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος έπεσε στα γόνατα. The|||fell|to the|knees Mr. Lagokardos fell to his knees.

— Αφέντη, λυπήσου με! Master|have mercy|on me — Master, have mercy on me! Μη μου ζητάς τέτοια πράματα. Don't|me|ask|such|things Don't ask me for such things. Ποιος σου είπε την αλήθεια δεν ξέρω, μ' αν ξέρεις αυτό, θα ξέρεις και άλλα! Who|to you|told|the|truth|not|I know|me|if|you know|this|will|know|and|other things I don't know who told you the truth, but if you know this, you will know other things too! Ο Πανουργάκος είναι δυνατός! The|Panourgakos|is|strong Panourgakos is strong! Πώς μπορώ να τον συλλάβω; How|can|to|him|catch How can I catch him?

— Είναι κλέφτης! He is|a thief — He is a thief!

— Μα έχει φλουριά! But|has|coins — But he has coins!

— Πού τα βρήκε; Δεν έχει τίποτα! Where|them|found|Not|has|anything — Where did he find them? He has nothing!

Γίνομαι δυο κάτια: έκφραση που σημαίνει ότι διπλώνομαι I become|two|pieces|expression|that|means|that|I fold I become two pieces: an expression that means I fold.

— Έχει στα χέρια του το ταμείο του παλατιού. He has|in|hands|his|the|treasury|of|palace — He has the palace's treasury in his hands. Ό,τι θέλει κάνει! |wants|does He does whatever he wants!

— Δεν έχει τίποτα, σου λέγω. Not|has|nothing|to you|I tell — He has nothing, I tell you. Αναγκάστηκε, για να θρέψει το παλάτι δυο μέρες, να πουλήσει τη χρυσή του αλυσίδα που δεν ήταν καν δική του, παρά ήταν το σημείο του αξιώματος του. He was forced|to|to|feed|the|palace|two|days|to|sell|the|golden|his|chain|which|not|was|even|own|his|but|was|the|symbol|of|office|his He was forced, to feed the palace for two days, to sell his golden chain which wasn't even his, but was the symbol of his office. Μα και αν είχε φλουριά, αυτό δεν έπρεπε να σ' εμποδίσει να τον συλλάβεις. But|and|if|had|coins|this|not|should|to|you|prevent|to|him|arrest But even if he had coins, that shouldn't have stopped you from capturing him.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άρχισε τα κλάματα. The|||started|the|crying Mr. Lagokardos started to cry.

— Δεν μπορώ, θα με καταστρέψει, είναι αρχικαγκελάριος κι έχει όλη την εμπιστοσύνη του Βασιλιά. I do not|can|will|me|destroy|is|chancellor|and|has|all|the|trust|of|King — I can't, he will destroy me, he is the chancellor and has the full trust of the King. Άκουσε και λυπήσου με, γιατί αλήθεια κι εγώ δεν ξέρω πώς να φερθώ! Listen|and|pity|me|because|truly|also|I|not|know|how|to|behave Listen and pity me, because honestly, I don't know how to behave! Σαν ήλθε ο Κακομοιρίδης και μου είπε τα παράπονα του, και μου περίγραψε τον παλατιανό που τον γκρέμισε και του έκλεψε το σακούλι του, αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν, γιατί, λέει, φορούσε αλυσίδα. When|he came|the|Kakomiridis|and|to me|he told|the|complaints|his|and|to me|he described|the|palace guard|who|him|knocked down|and|to him|stole|the|bag|his|immediately|I understood|who|he was|because|he says|he was wearing|chain When Kakomiridis came to me and told me his complaints, and described the courtier who knocked him down and stole his bag, I immediately understood who it was, because, he said, he was wearing a chain. Με στενοχώρεσε πολύ αυτή η δουλειά, γιατί δεν ήθελα να τα βάλω με τον αρχικαγκελάριο, και θέλησα να πείσω τον Κακομοιρίδη να σωπάσει. Me|upset|very|this|the|work|because|not|wanted|to|them|put|against|the|chancellor|and|wanted|to|convince|the|Kakomiridis|to|be quiet This job upset me a lot because I didn't want to confront the chancellor, and I wanted to convince Kakomiridis to be quiet. Μα πού αυτός! but|where|he But where was he! Γύρευε το δίκαιο του και δεν ησύχαζε! He sought|the|justice|his|and|not|rested He was seeking his justice and wouldn't calm down!

— Καλά έκανε! well|did — He was right to do so! είπε το Βασιλόπουλο. said|the|Prince said the Prince. Και θα ήταν ανανδρία αν σώπαινε! And|would|be|cowardice|if|remained silent And it would be cowardice if he remained silent!

— Λοιπόν, εξακολούθησε ο κυρ-Λαγόκαρδος, εμήνυσα αμέσως μυστικά του Πανουργάκου, να επιστρέψει τον κλεμμένο σάκο, για να σωπάσει ο Κακομοιρίδης. well|continued|the|||I hinted|immediately|secrets|of|Panourgakos|to|return|the|stolen|bag|in order to|to|silence|the|Kakomiridis — Well, continued Mr. Lagokardos, I immediately hinted secretly to Panourgakos to return the stolen bag, so that Kakomoiridis would be silenced. Μ' αυτός ήλθε ευθύς και μου είπε πως αν δε βρω τρόπο να χώσω τον Κακομοιρίδη στη φυλακή, θα με καταγγείλει πως έκλεψα εγώ την αλυσίδα του και θα μου κόψουν το κεφάλι. with|he|came|immediately|and|to me|said|that|if|not|I find|way|to|put|the|Kakomiridis|in the|prison|will|me|report|that|I stole|I|the|chain|his|and|will|to me|cut|the|head He came right away and told me that if I don't find a way to put Kakomoiridis in prison, he will report that I stole his chain and they will cut off my head.

— Φοβιτσιάρη! Scaredy-cat — Coward! Γιατί να τον ειδοποιήσεις μυστικά; Why|to|him|notify|secretly Why did you notify him secretly?

— Τον εφοβήθηκα! Him|I was afraid of — I was afraid of him!

— Δεν έπρεπε να φοβηθείς! Not|should|to|be afraid — You shouldn't have been afraid! Ούτε θα πίστευε κανένας πως έκλεψες την αλυσίδα του, αφού ο ίδιος την πούλησε για να θρέψει το παλάτι. Nor|will|would believe|anyone|that|you stole|the|chain|his|since|the|same|it|sold|to|(infinitive marker)|feed|the|palace No one would believe that you stole his chain, since he sold it himself to feed the palace.

— Δεν την πούλησε για το παλάτι, είπε ο δικαστής με χαμηλή φωνή. Not|her|sold|for|the|palace|said|the|judge|with|low|voice — He didn't sell it for the palace, the judge said in a low voice. Και θα πίστευαν πως την έκλεψα εγώ. And|would|believe|that|her|stole|I And they would believe that I stole it.

— Πώς αυτό; How|this — How so?

— Γιατί… την αλυσίδα μού την είχε δώσει εμένα να την πουλήσω για λογαριασμό του… και του έκανα ένα χαρτί… και την αλυσίδα την είχα ακόμα στο σπίτι μου. Why|the|chain|to me|the|had|given|me|to|it|sell|for|account|him|and|to him|I made|a|document|and|the|chain|it|I had|still|in|house|my — Because... he had given me the chain to sell on his behalf... and I made a paper for him... and I still had the chain at my house.

— Και από την πούληση αυτή εσύ δεν είχες κανένα κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές. And|from|the|sale|this|you|not|had|any|profit|asked|the|Prince|emphasizing|||the|syllables — And from this sale, you had no profit? the Prince asked, emphasizing each syllable.

Ο δικαστής δεν αποκρίθηκε, μόνο έσκυψε το κεφάλι λίγο χαμηλότερα. The|judge|not|answered|only|bowed|the|head|a little|lower The judge did not respond, he only lowered his head a little further.

Με σταυρωμένα τα χέρια το Βασιλόπουλο τον κοίταζε, γονατισμένον μπροστά του, ελεεινό και ταπεινωμένο. With|crossed|the|hands|the|Prince|him|was looking|kneeling|in front|of him|pitiful|and|humiliated With his arms crossed, the Prince looked at him, kneeling in front of him, miserable and humiliated.

— Είχες δίκαιο να φοβάσαι, είπε στο τέλος, βάζοντας στη φωνή του όλη την αηδία που φούσκωνε την καρδιά του. You had|reason|to|be afraid|he said|at the|end|putting|in the|voice|his|all|the|disgust|that|swelled|the|heart|his "You were right to be afraid," he said at last, putting all the disgust that swelled in his heart into his voice. Ένας μπερμπάντης δεν μπορεί να δικάσει άλλον μπερμπάντη. A|scoundrel|not|can|to|judge|another|scoundrel A scoundrel cannot judge another scoundrel. Είστε της ίδιας φάρας! You are|of|same|breed You are of the same breed!

Και αρπάζοντας ένα καμτσίκι που κρέμουνταν στον τοίχο: And|grabbing|a|whip|that|was hanging|on the|wall And grabbing a whip that was hanging on the wall:

— Περπατά μπροστά μου, πρόσταξε με θυμό. He walks|in front of|me|ordered|me|anger "Walk in front of me," he commanded angrily. Πάρε τα κλειδιά σου και άνοιξε ευθύς την πόρτα της φυλακής, ειδεμή οι ώμοι σου θα νιώσουν αν τσούζει το λουρί! Take|the|keys|your|and|open|immediately|the|door|of the|prison|otherwise|the|shoulders|your|will|feel|if|stings|the|leash Take your keys and immediately open the prison door, otherwise your shoulders will feel if the strap stings!

Τρέμοντας όλος βγήκε έξω ο δικαστής και πήγε στου δεσμοφύλακα, πήρε τα κλειδιά, και από κει τράβηξε για τη φυλακή. Trembling|completely|he came out|outside|the|judge|and|he went|to the|jailer|he took|the|keys|and|from|there|he headed|to|the|prison Trembling all over, the judge went outside and went to the jailer, took the keys, and then headed for the prison.

Το Βασιλόπουλο και η Ειρηνούλα τον είχαν συνοδεύσει. The|Prince|and|the|Irinoula|him|had|accompanied The Prince and Irinoula had accompanied him.

Στην πόρτα απ' έξω, πεσμένο στα χώματα, ένα κορίτσι έκλαιγε απαρηγόρητα. At the|door|from|outside|fallen|in the|dirt|a|girl|cried|inconsolably At the door outside, lying in the dirt, a girl was crying inconsolably.

Το Βασιλόπουλο την αναγνώρισε. The|Prince|her|recognized The Prince recognized her.

— Μην κλαις, της είπε με συμπάθεια. Don't|cry|to her|said|with|sympathy — Don't cry, he said to her sympathetically. Ο πατέρας σου θα γυρίσει στο σπίτι σας απόψε. The|father|your|will|return|to|home|your|tonight Your father will return home tonight. Έμπα μέσα και πάρε τον. Come in|inside|and|take|him Go inside and get him.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος άνοιξε την πόρτα, και η κόρη ρίχθηκε στο λαιμό του πατέρα της και τον τράβηξε έξω. The|||opened|the|door|and|the|daughter|threw herself|around the|neck|of the|father|her|and|him|pulled|outside Mr. Kindhearted opened the door, and the daughter threw herself around her father's neck and pulled him outside.

— Σε ποιον χρεωστώ την ελευθερία μου; ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή ο Κακομοιρίδης, αφού συνήλθε από την πρώτη συγκίνηση. To|whom|do I owe|my|freedom|my|asked|with|trembling|voice|the|Kakomiridis|after|he recovered|from|the|first|emotion — To whom do I owe my freedom? asked the Poor Man, after he recovered from the initial emotion.

— Σ' αυτό το αγόρι, αποκρίθηκε η κόρη δείχνοντας το Βασιλόπουλο. to|this|the|boy|replied|the|girl|pointing|the|Prince — To this boy, the girl replied, pointing to the Prince.

Ο Κακομοιρίδης έσκυψε και φίλησε το λιωμένο χρυσοκέντητο ρούχο του. The|Kakomiridis|bent down|and|kissed|the|melted|gold-embroidered|garment|his The Poor Man bent down and kissed the melted golden-embroidered garment.

— Η Παναγία να σου το πληρώσει! The|Virgin Mary|may|to you|it|repay — May the Virgin Mary repay you! είπε με την καρδιά του. he said|with|the|heart|his he said with all his heart. Αν χρειαστείς ποτέ αληθινό φίλο, θυμήσου με. If|you need|ever|true|friend|remember|me If you ever need a true friend, remember me.

Και, στηριγμένος στο μπράτσο της κόρης του, τράβηξε κατά το σπίτι του. And|leaning|on|arm|of|daughter|his|he pulled|towards|the|house|his And, leaning on his daughter's arm, he headed towards his house.

— Τώρα πήγαινε να φας τους τσίρους σου, είπε το Βασιλόπουλο περιφρονητικά στο δικαστή, και μην ξαναπαρουσιαστείς πια μπροστά μου, γιατί να ξέρεις πως δεύτερη φορά δε θα γλιτώσεις από το καμτσίκι μου. Now|go|to|eat|the|mice|your|said|the|Prince|contemptuously|to the|judge|and|not|reappear|anymore|in front of|me|because|to|know|that|second|time|not|will|escape|from|the|whip|my — Now go eat your crumbs, the Prince said contemptuously to the judge, and don't ever show up in front of me again, because you should know that the second time you won't escape my whip.

Δεν περίμενε άλλο λόγο ο κυρ-Λαγόκαρδος, και το έβαλε στα πόδια. Not|waited|another|reason|the|||and|it|put|on the|feet Mr. Lagokardos didn't wait for another word, and he took to his heels.

Είχε νυχτώσει πια. It had|gotten dark|already It had already gotten dark. Τα δυο αδέλφια, πεινασμένα, κουρασμένα, τραβούσαν μπροστά τους. The|two|brothers|hungry|tired|pulled|forward|them The two brothers, hungry and tired, were moving forward.

— Πού πάμε τώρα; ρώτησε η Ειρηνούλα. Where|do we go|now|asked|the|Irinoula — Where are we going now? asked Irinoula.

— Στο παλάτι, αποκρίθηκε ο αδελφός της. At the|palace|replied|the|brother|her — To the palace, her brother replied. Έχω να κανονίσω τις δουλειές του κυρ-Πανουργάκου. I have|to|arrange|the|errands|of|| I have to take care of Mr. Panourgakos's business.

Και πήραν τον ανήφορο και σκαρφάλωσαν στο βουνό. And|they took|the|uphill road|and|they climbed|on the|mountain And they took the uphill path and climbed the mountain.

SENT_CWT:AFkKFwvL=5.78 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=2.28 en:AFkKFwvL openai.2025-01-22 ai_request(all=161 err=0.00%) translation(all=134 err=0.00%) cwt(all=1318 err=2.28%)