×

Nós usamos os cookies para ajudar a melhorar o LingQ. Ao visitar o site, você concorda com a nossa política de cookies.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 22. Όλα αλλάζουν

22. Όλα αλλάζουν

Με καθυστέρηση τριών ημερών πληροφορήθηκαν οι κρατούμενοι τη συνταρακτική είδηση: Πέθανε ο Πρώτος- ο Στάλιν.

Το έμαθαν από τους φύλακες. Η διοίκηση δεν το ανακοίνωσε επίσημα, άγνωστο γιατί. Μάρτιος μήνας, χιονοθύελλες, παγωνιά… Πάγωσαν οι καρδιές στο άκουσμα του θανάτου. Ένα πέπλο αγωνίας και φόβου έπεσε βαρύ πάνω στο στρατόπεδο.

Τι θα γινόταν τώρα; Τα πράγματα θα καλυτέρευαν ή θα χειροτέρευαν; Όλοι καταλάβαιναν ότι θα ακολουθούσαν εξελίξεις, κι αυτές τις εξελίξεις περίμεναν με αδημονία.

Στους δύο πρώτους μήνες, ως τα τέλη Μαίου, η ζωή στο στρατόπεδο κυλούσε όπως πρώτα. Από τις αρχές του Ιουνίου όμως κάτι άλλαξε. Βέβαια, το πρόγραμμα ήταν πάντα το ίδιο, η δουλειά πάντα σκληρή, το φαγητό πάντα λίγο και άθλιο, οι θάνατοι πάντα συχνοί. Σαν να φύσηξε όμως ένας νέος άνεμος, σαν να μαλάκωσε κάπως η συμπεριφορά των εποπτών και των φυλάκων, σαν να έγινε αμήχανη και απολογητική η στάση της διοικήσεως. Και το κυριότερο: Δεν έφερναν νέους κρατούμενους.

Πέρασε έτσι ένας χρόνος περίπου. Και ήρθαν αλλαγές πιο ουσιαστικές, πιο αισθητές. Η διατροφή έγινε πολύ καλύτερη, οι βρισιές και οι απειλές σταμάτησαν εντελώς, οι ανακρίσεις δεν συνοδεύονταν πια από ξυλοδαρμούς, οι αριθμοί ξηλώθηκαν από τα ρούχα και οι κρατούμενοι προσδιορίζονταν από τα ονοματεπώνυμά τους.

Κατέφθασε μια εξεταστική επιτροπή από τη Γενική Εισαγγελία. Κατέβασαν φακέλους, έκαναν έρευνες, πήραν καταθέσεις. Κάποιοι φάκελοι είχαν εξαφανιστεί, η επιτροπή έψαχνε στα τυφλά.

Μετά από κάμποσο καιρό έστειλαν αρκετούς κρατουμένους σε φυλακές των τόπων καταγωγής τους. Όσοι έμειναν, μπορούσαν να έχουν αλληλογραφία και να δέχονται δέματα. Για την εργασία που έκαναν έπαιρναν έναν μικρό μισθό, από τον οποίο όμως πλήρωναν τα έξοδα ενδύσεως και διατροφής τους.

Η επιτροπή έφυγε, αφού εξέτασε μερικές εκατοντάδες κρατουμένων. Δύο μήνες αργότερα ήρθε άλλη επιτροπή, που καταπιάστηκε με νέα έρευνα. Σε λίγο ελευθερώθηκαν πολλοί: πρώην στρατιωτικοί, παλαιά στελέχη του Κόμματος, τεχνοκράτες, οικονομολόγοι.

Πέρασε πάλι ένα μικρό χρονικό διάστημα, και ανακοινώθηκε γενική αμνηστία. Το Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος έγινε απλή φυλακή, αλλά «αυστηρής πειθαρχίας». Οι πολιτικοί κρατούμενοι απολύθηκαν εκτός από ελάχιστους, των οποίων η φυλάκιση παρατάθηκε για άγνωστους λόγους, ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο π. Αρσένιος. Από την αμνηστία εξαιρέθηκαν όλοι οι οπαδοί του Βλάσσωφ, οι απότακτοι αστυνομικοί και οι βαρυποινίτες εγκληματίες.

Μέσα σε δύο χρόνια το στρατόπεδο σχεδόν άδειασε. Το προσωπικό μειώθηκε στο μισό. Πολλές παράγκες ερημώθηκαν, για αυτό η διοίκηση αποφάσισε να περιορίσει την έκταση του καταυλισμού. Μεταφέρθηκαν οι πύργοι των φυλάκων καθώς και τα συρματοπλέγματα. Τις παράγκες που έμειναν έξω από τη νέα περίφραξη τις έκαψαν.

Τον π. Αρσένιο τον έστελναν από θάλαμο σε θάλαμο. Από τους παλιούς του φίλους κανένας δεν είχε απομείνει. Ωστόσο εκείνος συνέχισε να συντρέχει όσους ήταν γύρω του, να εργάζεται, να προσεύχεται και να απαντάει σε γράμματα, πάρα πολλά γράμματα, που του έστελναν τα πνευματικά του παιδιά.

Στα μέσα του 1957 [...] και μετά από αλλεπάλληλους περιορισμούς της εκτάσεώς του, το στρατόπεδο είχε γίνει αγνώριστο. Οι περισσότερες παράγκες είχαν πιά καεί. Και τώρα έβλεπε κανείς σκόρπια πάνω στη γη τα απομεινάρια, μαυρισμένες σόμπες, σκουριασμένα σίδερα, σύρματα, γυαλιά…

Ο π. Αρσένιος, πήρε γράμματα από τη Βέρα, την Ειρήνη, τον Αλέξιο, τον Σαζίκωφ, τον Αφσένκωφ. Με τρόπο περιπετειώδη έφτασε στα χέρια του κι ένα σημείωμα από το στρατηγό Αμπρόσιμωφ. «Σας θυμάμαι», έγραφε. «Κάνουμε ο,τι μπορούμε, αλλά υπάρχουν δυσκολίες. Πιστεύω ότι σύντομα θα συναντηθούμε σε διαφορετικό περιβάλλον. Υπομονή!».

Χρειαζόταν πράγματι υπομονή ο παππούλης, γιατί είχε μείνει χωρίς ανθρώπινο στήριγμα. Πριν από ένα χρόνο είχε φύγει και ο τελευταίος φίλος του, ο επόπτης Σπραβεντλίβιι. Από το άλλο μέρος, έστειλαν πάλι στο στρατόπεδο αρκετούς εγκληματίες, που είχαν καταδικαστεί για νέα κακουργήματα. Ηταν όπως πάντα, καβγατζήδες και απείθαρχοι. Φέρονταν προκλητικά στο προσωπικό, απειλούσαν ακόμα και τους φρουρούς. Το κλίμα έγινε βαρύ.

Ξαφνικά, όμως, αντικαταστάθηκε ο διοικητής. Και τότε όλα άλλαξαν. Επιβλήθηκε αυστηρή πειθαρχία, απαιτήθηκε συνέπεια στην εργασία, τιμωρήθηκε κάθε διασάλευση της τάξης. Συνάμα βελτιώθηκαν και οι όροι διαβιώσεως- πιο πλούσιο φαγητό, πιο ανθρώπινη μεταχείριση, ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων σε εκείνους που δεν δημιουργούσαν προβλήματα.

Και η ζωή συνεχιζόταν.

22. Όλα αλλάζουν 22. Todo cambia

Με καθυστέρηση τριών ημερών πληροφορήθηκαν οι κρατούμενοι τη συνταρακτική είδηση: Πέθανε ο Πρώτος- ο Στάλιν.

Το έμαθαν από τους φύλακες. Η διοίκηση δεν το ανακοίνωσε επίσημα, άγνωστο γιατί. Μάρτιος μήνας, χιονοθύελλες, παγωνιά… Πάγωσαν οι καρδιές στο άκουσμα του θανάτου. Ένα πέπλο αγωνίας και φόβου έπεσε βαρύ πάνω στο στρατόπεδο.

Τι θα γινόταν τώρα; Τα πράγματα θα καλυτέρευαν ή θα χειροτέρευαν; Όλοι καταλάβαιναν ότι θα ακολουθούσαν εξελίξεις, κι αυτές τις εξελίξεις περίμεναν με αδημονία.

Στους δύο πρώτους μήνες, ως τα τέλη Μαίου, η ζωή στο στρατόπεδο κυλούσε όπως πρώτα. Από τις αρχές του Ιουνίου όμως κάτι άλλαξε. Βέβαια, το πρόγραμμα ήταν πάντα το ίδιο, η δουλειά πάντα σκληρή, το φαγητό πάντα λίγο και άθλιο, οι θάνατοι πάντα συχνοί. Σαν να φύσηξε όμως ένας νέος άνεμος, σαν να μαλάκωσε κάπως η συμπεριφορά των εποπτών και των φυλάκων, σαν να έγινε αμήχανη και απολογητική η στάση της διοικήσεως. Και το κυριότερο: Δεν έφερναν νέους κρατούμενους.

Πέρασε έτσι ένας χρόνος περίπου. Και ήρθαν αλλαγές πιο ουσιαστικές, πιο αισθητές. Η διατροφή έγινε πολύ καλύτερη, οι βρισιές και οι απειλές σταμάτησαν εντελώς, οι ανακρίσεις δεν συνοδεύονταν πια από ξυλοδαρμούς, οι αριθμοί ξηλώθηκαν από τα ρούχα και οι κρατούμενοι προσδιορίζονταν από τα ονοματεπώνυμά τους.

Κατέφθασε μια εξεταστική επιτροπή από τη Γενική Εισαγγελία. Κατέβασαν φακέλους, έκαναν έρευνες, πήραν καταθέσεις. Κάποιοι φάκελοι είχαν εξαφανιστεί, η επιτροπή έψαχνε στα τυφλά.

Μετά από κάμποσο καιρό έστειλαν αρκετούς κρατουμένους σε φυλακές των τόπων καταγωγής τους. Όσοι έμειναν, μπορούσαν να έχουν αλληλογραφία και να δέχονται δέματα. Για την εργασία που έκαναν έπαιρναν έναν μικρό μισθό, από τον οποίο όμως πλήρωναν τα έξοδα ενδύσεως και διατροφής τους.

Η επιτροπή έφυγε, αφού εξέτασε μερικές εκατοντάδες κρατουμένων. Δύο μήνες αργότερα ήρθε άλλη επιτροπή, που καταπιάστηκε με νέα έρευνα. Σε λίγο ελευθερώθηκαν πολλοί: πρώην στρατιωτικοί, παλαιά στελέχη του Κόμματος, τεχνοκράτες, οικονομολόγοι.

Πέρασε πάλι ένα μικρό χρονικό διάστημα, και ανακοινώθηκε γενική αμνηστία. Το Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος έγινε απλή φυλακή, αλλά «αυστηρής πειθαρχίας». Οι πολιτικοί κρατούμενοι απολύθηκαν εκτός από ελάχιστους, των οποίων η φυλάκιση παρατάθηκε για άγνωστους λόγους, ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο π. Αρσένιος. Από την αμνηστία εξαιρέθηκαν όλοι οι οπαδοί του Βλάσσωφ, οι απότακτοι αστυνομικοί και οι βαρυποινίτες εγκληματίες.

Μέσα σε δύο χρόνια το στρατόπεδο σχεδόν άδειασε. Το προσωπικό μειώθηκε στο μισό. Πολλές παράγκες ερημώθηκαν, για αυτό η διοίκηση αποφάσισε να περιορίσει την έκταση του καταυλισμού. Μεταφέρθηκαν οι πύργοι των φυλάκων καθώς και τα συρματοπλέγματα. Τις παράγκες που έμειναν έξω από τη νέα περίφραξη τις έκαψαν.

Τον π. Αρσένιο τον έστελναν από θάλαμο σε θάλαμο. Από τους παλιούς του φίλους κανένας δεν είχε απομείνει. Ωστόσο εκείνος συνέχισε να συντρέχει όσους ήταν γύρω του, να εργάζεται, να προσεύχεται και να απαντάει σε γράμματα, πάρα πολλά γράμματα, που του έστελναν τα πνευματικά του παιδιά.

Στα μέσα του 1957 \[...\] και μετά από αλλεπάλληλους περιορισμούς της εκτάσεώς του, το στρατόπεδο είχε γίνει αγνώριστο. Οι περισσότερες παράγκες είχαν πιά καεί. Και τώρα έβλεπε κανείς σκόρπια πάνω στη γη τα απομεινάρια, μαυρισμένες σόμπες, σκουριασμένα σίδερα, σύρματα, γυαλιά…

Ο π. Αρσένιος, πήρε γράμματα από τη Βέρα, την Ειρήνη, τον Αλέξιο, τον Σαζίκωφ, τον Αφσένκωφ. Με τρόπο περιπετειώδη έφτασε στα χέρια του κι ένα σημείωμα από το στρατηγό Αμπρόσιμωφ. «Σας θυμάμαι», έγραφε. «Κάνουμε ο,τι μπορούμε, αλλά υπάρχουν δυσκολίες. Πιστεύω ότι σύντομα θα συναντηθούμε σε διαφορετικό περιβάλλον. Υπομονή!».

Χρειαζόταν πράγματι υπομονή ο παππούλης, γιατί είχε μείνει χωρίς ανθρώπινο στήριγμα. Πριν από ένα χρόνο είχε φύγει και ο τελευταίος φίλος του, ο επόπτης Σπραβεντλίβιι. Από το άλλο μέρος, έστειλαν πάλι στο στρατόπεδο αρκετούς εγκληματίες, που είχαν καταδικαστεί για νέα κακουργήματα. Ηταν όπως πάντα, καβγατζήδες και απείθαρχοι. Φέρονταν προκλητικά στο προσωπικό, απειλούσαν ακόμα και τους φρουρούς. Το κλίμα έγινε βαρύ.

Ξαφνικά, όμως, αντικαταστάθηκε ο διοικητής. Και τότε όλα άλλαξαν. Επιβλήθηκε αυστηρή πειθαρχία, απαιτήθηκε συνέπεια στην εργασία, τιμωρήθηκε κάθε διασάλευση της τάξης. Συνάμα βελτιώθηκαν και οι όροι διαβιώσεως- πιο πλούσιο φαγητό, πιο ανθρώπινη μεταχείριση, ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων σε εκείνους που δεν δημιουργούσαν προβλήματα.

Και η ζωή συνεχιζόταν.