×

Nós usamos os cookies para ajudar a melhorar o LingQ. Ao visitar o site, você concorda com a nossa política de cookies.


image

Ανώμαλα Ρήματα, ακούω

ακούω

Ενεστώτας

aκούω, aκούς, aκούει, aκούμε, aκούτε, aκούνε

Παρατατικός

άκουγα, άκουγες, άκουγε, ακούγαμε, ακούγατε, άκουγαν/ ακούγανε.

Στιγμιαίος μέλλοντας

θα ακούσω, θα ακούσεις, θα ακούσει, θα ακούσουμε, θα ακούσετε, θα ακούσουν / θα ακούσουνε.

Αόριστος

aκούσα, ακούσες, άκουσε, ακούσαμε, ακούσατε, άκουσαν/ ακούσανε

Αόριστος προστακτική

άκου, ακούστε.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ακούω I hear I'm listening Estou a ouvir

**Ενεστώτας** Present tense

aκούω, aκούς, aκούει, aκούμε, aκούτε, aκούνε I hear|you hear|he/she/it hears|we hear|you (plural/formal|they hear

**Παρατατικός** Imperfect tense

άκουγα, άκουγες, άκουγε, ακούγαμε, ακούγατε, άκουγαν/ ακούγανε. |you were listening||we were listening||they were listening|they were listening

**Στιγμιαίος μέλλοντας** instantaneous future|future tense Simple future tense

θα ακούσω, θα ακούσεις, θα ακούσει, θα ακούσουμε, θα ακούσετε, θα ακούσουν / θα ακούσουνε. |||||||||||they will listen||they will listen I will hear, you will hear, he/she/it will hear, we will hear, you (plural) will hear, they will hear.

**Αόριστος** Aorist

aκούσα, ακούσες, άκουσε, ακούσαμε, ακούσατε, άκουσαν/ ακούσανε I heard|you heard|||||they heard

**Αόριστος προστακτική**

άκου, ακούστε.