Επικούρειοι και Στωικοί (4)
Κατ' αυτόν, η ειμαρμένη ορίζει εκ των προτέρων τις δυνατότητες που ενδέχεται ν' ακολουθήσει ένα γεγονός. Αν, παραδείγματος χάριν, είμαι τώρα άρρωστος, υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν καλό γιατρό, ο οποίος θα με βοηθήσει να συνέλθω, όπως υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν κακό γιατρό, υπάρχει η δυνατότητα να πάρω ένα αποτελεσματικό φάρμακο, όπως υπάρχει η δυνατότητα να πάρω ένα φάρμακο που θα επιδεινώσει την κατάσταση μου, και ούτω καθεξής. Όλες οι δυνατότητες αυτές είναι δεδομένες στο πλαίσιο της ειμαρμένης του κόσμου, και είναι γνωστό εκ των προτέρων τι θα συμβεί, αν επιλέξω μια από τις δυνατότητες αυτές. Το ποια, όμως, από τις δυνατότητες αυτές θα επιλέξω εναπόκειται σε μένα· εγώ θ' αποφασίσω, παραδείγματος χάριν, ποιον γιατρό θα καλέσω. Οι στωικοί φιλόσοφοι διέκριναν στις πράξεις του ανθρώπου δυο αιτίες: τις απώτερες, οι οποίες αναφέρονται στις δυνατότητες που υπαγορεύονται από την ειμαρμένη προκειμένου να τελεστεί μια πράξη, και τις προσεχείς αιτίες, που αφορούν στις αποφάσεις τις οποίες παίρνει τελικώς το πρόσωπο που πράττει. Η ειμαρμένη, ως ορίζουσα τις δυνατότητες των πράξεων του ανθρώπου, όχι μόνο δεν αντιβαίνει στην ελευθερία της βούλησης του, αλλά, απεναντίας, την υπηρετεί.
Γιατί, για να είναι κανείς ελεύθερος στις επιλογές του, θα πρέπει να υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες· είναι αστείο, λόγου χάριν, να προτείνω σε κάποιον ένα κουτί με μια μόνο κάρτα μέσα, λέγοντας του «ιδού, είσαι ελεύθερος να επιλέξεις όποια κάρτα θέλεις» —θα πρέπει να έχει τουλάχιστον δυο κάρτες μέσα το κουτί, για να έχει νόημα η προτροπή μου αυτή. Προκειμένου, λοιπόν, να εκτελεστεί ελεύθερα από τον άνθρωπο μια πράξη, απαιτείται αφ' ενός μεν να υπάρχουν περισσότερες της μιας δυνατότητες, όπως ορίζει η ειμαρμένη, αφ' ετέρου δε η συγκατάθεση του σε μιαν από τις δυνατότητες αυτές. Η ευθύνη του ανθρώπου που πράττει είναι καίρια, καθώς από την απόφαση του εξαρτάται με ποιον, τελικώς, από τους τρόπους, που έχουν προκαθοριστεί από την ειμαρμένη, θα εξελιχθούν τα πράγματα. Εν τοιαύτη περιπτώσει, προκειμένου να προβεί κανείς στην καλύτερη επιλογή, θα πρέπει να είναι σε θέση να κρίνει σωστά.
Προς τούτο, απαιτείται να μελετήσει ο άνθρωπος την φύση. να μάθει τις δυνατότητες σύμφωνα προς τις οποίες έχει προκαθοριστεί από τον θεό ή τον κοσμικό λόγο να εξελιχθούν τα γεγονότα και τα πράγματα, και να εναρμονιστεί, έτσι μαζί της. Γιατί, αν αποφασίσει να δράσει ενάντια στην φύση και τους νόμους της ειμαρμένης, είναι βέβαιο ότι η πράξη του δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα. Το «ομολογουμένως τη φύσει ζην», έλεγαν οι στωικοί φιλόσοφοι, δηλαδή το να ζει κανείς σε αρμονία με την φύση, είναι πρωταρχικός όρος για να εξασφαλίσει την ευτυχία.
Η εναρμόνιση του ανθρώπου με την φύση, ωστόσο, για τους στωικούς φιλοσόφους, δεν πρέπει να εκληφθεί σαν ένας στόχος που τοποθετείται κάπου στο μέλλον και βρίσκεται έξω και μακριά από αυτόν, και, ως εκ τούτου, για να επιτευχθεί σε κάποια στιγμή, χρειάζεται μια χρονική ωρίμανση. Απεναντίας, η εναρμόνιση του ανθρώπου προς την φύση είναι πάντοτε επίκαιρη και μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε στιγμή, αφού είναι κάτι το εγγενές προς την δική του, την ανθρωπινή του φύση.
Ο Χρύσιππος, όπως μας παρεδόθη, υποστήριζε ότι η φύση γύρω μας, προς την οποίαν οφείλαμε να εναρμονίσαμε την συμπεριφορά μας, και η ανθρώπινη φύση μας είναι ένα και το αυτό. Σύμφωνα με την στωική φιλοσοφία, όπως στο σύμπαν ενυπάρχει ο λόγος από τον οποίον δημιουργήθηκε ο κόσμος, κατά τρόπον ανάλογο υπάρχει και μέσα μας ο λόγος. Ο «εν ημίν» λόγος αποτελεί τμήμα του κοσμικού λόγου. Η διατύπωση αυτή δεν είναι απλώς ένα σχήμα λόγου, αλλά εκφράζει μιαν ουσιαστική ταυτότητα. Τόσον ο κοσμικός λόγος, η θεία αρχή που δημιούργησε το σύμπαν και εξακολουθεί να το διαπερνάει, όσον και ο «εν ημίν» λόγος έχουν υλική σύσταση.
Οι Στωικοί φιλόσοφοι ταύτιζαν τον κοσμικό λόγο με το πυρ, για να εκφράσουν, έτσι, την αιθέρια, αέρινη υλική υπόσταση του. Η πύρινη υφή του κοσμικού λόγου, χάρις στην οποία συντηρούνται τα πράγματα και τρέφονται και αυξάνονται τα ζώα και τα φυτά, δεν πρέπει να συγχέεται με το εγκόσμιο πυρ. Ο κοσμικός λόγος αποκαλείται από τους στωικούς φιλοσόφους «πυρ τεχνικόν», για ν' αντιδιασταλεί προς το εγκόσμιο, το «άτεχνο» πυρ, που καίει και καταστρέφει. Η ψυχή μας, επίσης, ο εν «ημίν» λόγος, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, έχει, όπως ο κοσμικός λόγος, λεπτή σωματική σύσταση. Ο Κλεάνθης, για να δικαιολογήσει την περί ψυχής υλική αντίληψη του, υποστήριζε ότι, αν ήταν ασώματη, δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει τις μεταβολές του σώματος, ούτε να επηρεάσει το σώμα. Γεγονός, όμως, είναι ότι υπάρχει μια αμοιβαία επίδραση μεταξύ του σώματος μας και της ψυχής μας· όταν το σώμα νοσεί, συμπάσχει μαζί του και η ψυχή, και, αντιστρόφως, όταν η ψυχή καταλαμβάνεται από ντροπή ή από φόβο, το σώμα γίνεται αντιστοίχως κόκκινο ή ωχρό.
Έτσι, χάρις στην ουσιαστική, την υλική συγγένεια που υφίσταται μεταξύ του κοσμικού και του ανθρώπινου λόγου, εάν εναρμονιστεί κανείς προς τις επιταγές του λόγου που βρίσκεται μέσα του, έρχεται σε πλήρη αρμονία προς τους κανόνες του κοσμικού λόγου και, κατ' επέκτασιν. προς την φύση που διέπεται από τις αρχές του λόγου. Το «ομολογουμένως τη φύσει ζην», λοιπόν, που υπαγορεύει στον άνθρωπο τι πρέπει να πράξει ώστε να εξασφαλίσει την ευτυχία, ισοδυναμεί προς το «ομολογουμένως τω λόγω ζην».
Η αρετή και η ευδαιμονία μας, στην οποία μπορούμε να φτάσομε μέσω της αρετής, εξαρτώνται, σε τελευταία ανάλυση, από εμάς τους ίδιους, από την λογική φύση μας. από την υπακοή μας στις εντολές του «εν ημίν» λόγου. Από την τροχιά μας αυτή προς την αρετή και την ευδαιμονία μας απομακρύνουν τα πάθη μας, τα οποία, αναστατώνοντας την ψυχή μας. δεν μας επιτρέπουν να κρίνομε σωστά, σύμφωνα με τους κανόνες του λόγου. Όθεν, αν θέλει ν' αποκτήσει κανείς την αρετή και, μέσω αυτής, την ευδαιμονία οφείλει, εκριζώνοντας από την ψυχή του τα πάθη του. να φτάσει στην κατάσταση της απάθειας.
Ο αγώνας αυτός μέσα από την απάθεια, που εισηγήθηκαν οι στωικοί φιλόσοφοι για την κατάκτηση της αρετής και την επίτευξη της προσωπικής ευδαιμονίας, όχι μόνο δεν είναι εύκολο να τον φέρει κανείς εις πέρας, αλλά μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μας εμβάλει και σε υποψίες ως προς την ειλικρίνεια των εισηγητών του. Ο Σενέκας συγκεκριμένα, από τους πιο προβεβλημένους απολογητές της στωικής φιλοσοφίας, παρότι, στο πλαίσιο της θεωρίας του για την απάθεια, καταφρονούσε τον πλούτο και συνιστούσε και στους άλλους ν' αγωνίζονται να μην καταστούν υποχείρια του, δεν παρέλειψε, ωστόσο, να συγκεντρώσει τεράστια περιουσία από τους υψηλούς τόκους που έπαιρνε δανείζοντας τα χρήματα του στην Βρετανία. Πέρα δε από τις επιφυλάξεις που θα μπορούσε να έχει κάποιος για την ειλικρίνεια στωικών φιλοσόφων, όπως ο Σενέκας, η στωική απάθεια προσλαμβάνει σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις την αίσθηση της αναλγησίας και την εικόνα της απανθρωπιάς. Γιατί δεν είναι πράγματι σκληρό και παγερό, όταν, σύμφωνα με την στωική φιλοσοφία, θα πρέπει κάποιος που έχασε τα παιδιά του να εκριζώσει από μέσα του κάθε αίσθημα τρυφερότητας και λύπης για τον χαμό τους, καθόσον έτσι θα διαφυλάξει την δική του ηρεμία και ησυχία.
Κατά τους στωικούς, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους μέσω της κοινής λογικής φύσης τους, η αγάπη και προσφορά για την πατρίδα είναι το πρώτο βήμα της αγάπης και της προσφοράς για την μεγάλη πατρίδα όλων μας, την «κοσμόπολι» της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος (που κυβερνάται από αιώνιους και αμετάβλητους φυσικούς νόμους), ένας τεράστιος αριθμός πραγμάτων που οι άνθρωποι αποδέχονται από ένστικτο, μπορεί να αποδειχθεί και με την Λογική, ο συμμερισμός των άλογων συναισθημάτων δεν είναι επιθυμητός, το δίκαιο είναι θέμα όχι άποψης αλλά φύσης, ο βίος καθορίζεται από την Ειμαρμένη και, φυσικά, η Μαντική ευσταθεί.
Οι Θεοί εφορεύουν στην τάξη του Κόσμου και αποτελούν πληθύνσεις μίας αρχικής πολυώνυμης θείας οντότητας, «ζώου λογικού, τελείου και νοερού», που εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου με το οποίο έρχεται σε επαφή. Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, μία ταυτόχρονα φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.
Σε αντίθεση προς τους επικούρειους, οι στωικοί δέχονται σε επίπεδο Θρησκείας την προσευχή και την λατρευτική πράξη, μόνο όμως όταν το περιεχόμενό τους βρίσκεται σε συμφωνία με την Μοίρα (Σενέκας, «Naturales Quaestiones», 2. 37 και 5. 25). Η προσευχή δεν μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα, μπορεί ωστόσο να φέρει στον άνθρωπο την ορθή πνευματική κατάσταση σε σχέση με αυτά (Μάρκος Αυρήλιος, 9. 40), ενώ ως καλύτερη μορφή λατρείας των Θεών ορίζεται η κατανόηση και μίμηση της αγαθότητάς τους (Σενέκας, «Επιστ.» 95. 47 – 50). Όπως και στον Επικουρισμό, η πιθανότητα προσωπικής αθανασίας (με εξαίρεση την θέση του Ποσειδωνίου, της Μέσης Στοάς) απορρίπτεται.