2.1 Στην μεγάλη κοιλάδα του Αλκάλι (1)
Στο κεντρικό κομμάτι της μεγάλης Βόρειας Αμερικανικής Ηπείρου απλώνεται μια άνυδρη κι αποτρόπαια έρημος, η οποία για πάρα πολλά χρόνια εξυπηρέτησε ως φράγμα ενάντια στην πρόοδο του πολιτισμού. Από τη Σιέρα Νεβάδα ως τη Νεμπράσκα, και από τον Ποταμό Γιέλλοουστόουν στο βορρά ως το Κολοράντο στο νότο, εκτείνεται μια περιοχή ερήμωσης και σιωπής. Ούτε καν η Φύση δεν έχει πάντοτε την ίδια διάθεση σ' αυτή την καταθλιπτική περιοχή. Αποτελείται από χιονισμένα κι αγέρωχα βουνά, και σκοτεινές και μελαγχολικές κοιλάδες. Υπάρχουν ορμητικά ποτάμια τα οποία ξεχύνονται μέσα από τα τραχιά φαράγγια· αλλά και τεράστιες πεδιάδες, οι οποίες κατά τον χειμώνα είναι λευκές από το χιόνι, και το καλοκαίρι γκρίζες από την αλμυρή αλκαλική άμμο. Όλα τους διατηρούν, ωστόσο, τα κοινά στοιχεία της ερήμου, της αφιλόξενης γης, και της δυστυχίας.
Κανείς δεν κατοικεί σε ετούτη τη γη της απελπισίας. Κάποια ομάδα από Πόουνυ ή από Μαυροπόδαρους ίσως περιστασιακά να την διασχίσει ώστε να φτάσουν σε άλλους κυνηγότοπους, μα οι πλέον σκληροτράχηλοι από τους γενναίους χαίρονται χάνοντας από τα μάτια τους ετούτες τις φοβερές εκτάσεις, και εβρισκόμενοι για μια ακόμη φορά στις στέπες τους. Τα κογιότ παραμονεύουν μέσα στους θάμνους, τα όρνια χτυπούν τα φτερά τους στον αέρα κι η αδέξια αρκούδα γκρίζλη, τριγυρνά μέσα στις σκιερές ρεματιές, και μαζεύει οτιδήποτε υπάρχει ανάμεσα στα βράχια για να τραφεί. Αποτελούν τους αποκλειστικούς κάτοικους της ερημιάς.
Σε ολόκληρο τον κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει τόσο τρομερή θέα από εκείνη της βόρειας πλαγιάς της Σιέρα Μπλάνκο. Για όσο μπορεί να δει το μάτι απλώνεται ένας μεγάλος επίπεδος κάμπος, με αμμώδη μπαλώματα αλκαλίου, τεμνόμενος από συστάδες κοντών θάμνων. Στην άλλη άκρη του ορίζοντα απλώνεται μια μακριά οροσειρά από βουνοκορφές, με τις τραχιές τους κορυφές διάστικτες από χιόνι. Σε ετούτη τη μεγάλη έκταση γης δεν υπάρχει ίχνος ζωής, ούτε οτιδήποτε άλλο το οποίο να σχετίζεται με την ζωή. Δεν πετά πουλί στον ανοιχτογάλανο ουρανό, ούτε μια κίνηση δεν φαίνεται πάνω στη μουντή, γκρίζα γη —πάνω από όλα, επικρατεί απόλυτη σιωπή. Αν αφουγκραστείς όπως θα έκανε καθένας, δεν υπάρχει ούτε μια υποψία ήχου σε όλη αυτήν την τεράστια ερημιά· τίποτα άλλο παρά σιωπή —απόλυτη και αποκαρδιωτική σιωπή.
Έχει ειπωθεί πως δεν υπάρχει τίποτα που να ανήκει την ζωή στον πλατύ κάμπο. Όμως δεν αποτελεί και την πλήρη αλήθεια. Κοιτώντας κάτω από την Σιέρα Μπλάνκο, κάποιος θα διακρίνει ένα μονοπάτι να ξεχωρίζει διασχίζοντας την έρημο, το οποίο ξετυλίγεται και χάνεται σε μεγάλη απόσταση. Είναι αυλακωμένο από ρόδες και περπατημένο από τα πόδια αναρίθμητων εξερευνητών. Κατά τόπους βρίσκονται διάσπαρτα λευκά αντικείμενα τα οποία γυαλίζουν κάτω από τον ήλιο, και ξεχωρίζουν μέσα από τις μουντόχρωμες συγκεντρώσεις αλκαλίου. Πλησιάστε, και εξετάστε τα! Είναι κοκάλα: κάποια μεγάλα και τραχιά, άλλα μικρότερα και πιο λεπτά. Τα πρώτα άνηκαν σε υποζύγια, και τα τελευταία σε ανθρώπους. Για χίλια-πεντακόσια μίλια θα μπορούσε κάποιος να ακολουθήσει αυτόν τον αποτρόπαιο δρόμο καραβανιών από αυτά τα σκόρπια λείψανα εκείνων που κάποτε έπεσαν στο πλάι του δρόμου.
Αντικρίζοντας την ίδια εικόνα, εκεί στεκόταν, την τέταρτη του Μαΐου, του χίλια οχτακόσια σαράντα επτά, ένας μοναχικός ταξιδιώτης. Η εμφάνιση του ήταν τέτοια ώστε θα μπορούσε να πρόκειται για το ίδιο το πνεύμα ή το δαίμονα της περιοχής. Ένας παρατηρητής θα δυσκολευόταν να πει αν ήταν πλησιέστερα στα σαράντα ή στα εξήντα. Το πρόσωπο του ήταν λιπόσαρκο και καταβεβλημένο, και το καφετί σαν περγαμηνή δέρμα του ήταν τραβηγμένο πάνω από τα προτεταμένα οστά· τα μακριά, καστανά μαλλιά κι η γενειάδα του ήταν διάστικτα και πιτσιλισμένα από λευκό· τα μάτια του ήταν βυθισμένα στο κεφάλι του, και έκαιγαν με μια αφύσικη λάμψη· ενώ το χέρι το οποίο έσφιγγε το τουφέκι του είχε ελάχιστα περισσότερη σάρκα από ενός σκελετού. Καθώς στεκόταν, ακουμπούσε πάνω στο όπλο για υποστήριξη, αλλά και πάλι η ψηλή του φιγούρα και ο ογκώδής σκελετός του υποδείκνυαν μια νευρώδης και ρωμαλέα κράση. Το λιπόσαρκο πρόσωπο του, ωστόσο, και τα ρούχα του τα οποία κρέμονταν τόσο χαλαρά πάνω από τα συρρικνωμένα του μέλη, άφηναν καθαρά να φανεί τι ήταν εκείνο που του προσέδιδε αυτήν την γεροντική και εξασθενημένη όψη. Ο άντρας πέθαινε — πέθαινε από πείνα κι από δίψα.
Είχε ανηφορήσει με κόπο την ρεματιά, έχοντας φτάσει σε ετούτο το μικρό ύψωμα, με τη μάταιη ελπίδα να βρει κάποια ίχνη νερού. Τώρα ο μεγάλος αλμυρός κάμπος απλωνόταν εμπρός στα μάτια του, όπως κι η μακρινή ζώνη από τραχιά βουνά, δίχως δείγμα φυτού ή δέντρου πουθενά, το οποίο ίσως να επισήμαινε την παρουσία υγρασίας. Σε ολόκληρη εκείνη την ανοικτή έκταση δεν υπήρχε το παραμικρός ίχνος ελπίδας. Βόρεια, και ανατολικά, και δυτικά κοίταξε με απεγνωσμένη μάτια, και τότε συνειδητοποίησε πως οι περιπλανήσεις του είχαν φτάσει σε ένα τέρμα, και πως εκεί, σε εκείνο τον γυμνό γκρεμό, επρόκειτο να πεθάνει. «Γιατί όχι εδώ, αντί για ένα πουπουλένιο στρώμα, είκοσι χρόνια αργότερα», μουρμούρισε, καθώς κάθισε στο καταφύγιο του βράχου.
Πριν καθίσει κάτω, είχε αποθέσει κάτω το άχρηστο τουφέκι του, κι ως επίσης ένα μεγάλο δέμα δεμένο σε ένα γκρίζο σάλι, το οποίο κουβαλούσε κάτω από την δεξιά του μασχάλη. Έδειχνε να είναι κάτι πολύ βαρύ για την δύναμη του, γιατί χαμηλώνοντας το, έπεσε στο έδαφος με κάπως περισσότερη ορμή. Στην στιγμή από το δέμα ήρθε ένα μικρό βογκητό, κι από μέσα ξεπρόβαλε ένα μικρό, τρομαγμένο πρόσωπο, με πολύ λαμπερά καστανά μάτια, και δυο μικρές πιτσιλωτές, ζαρωμένες γροθιές.
«Με πόνεσες!» είπε μια παιδική φωνή επικριτικά.
«Το έκανα, όμως», ο άντρας απάντησε μεταμελημένα, «άθελα μου.» Καθώς μίλησε ξετύλιξε το γκρίζο σάλι και ξέμπλεξε από μέσα ένα όμορφο κοριτσάκι περίπου πέντε χρονών, του οποίου τα μικροκαμωμένα παπούτσια και το όμορφο ροζ φόρεμα με τη μικρή λινή ποδιά όλα τους μαρτυρούσαν τη μητρική φροντίδα. Το παιδί ήταν χλωμό και αδύνατο, όμως τα υγιή χέρια και πόδια της έδειχναν πως είχε υποφέρει λιγότερα από όσο ο σύντροφος της.
«Πως είναι τώρα;» ρώτησε εκείνος ανήσυχα, γιατί εκείνη έτριβε τις μακριές χρυσαφένιες μπούκλες που σκέπαζαν το πίσω μέρος του κεφαλιού της.
«Φίλησε το και κάντο να περάσει», είπε εκείνη, με απόλυτη σοβαρότητα, χώνοντας το τραυματισμένο μέρος προς το μέρος του. «Αυτό έκανε η μητέρα. Που είναι η μητέρα;»
«Η μητέρα έφυγε. Φαντάζομαι πως θα την δεις πολύ σύντομα.»
«Έφυγε, ε!» είπε το μικρό κορίτσι. «Παράξενο, δεν είπε αντίο· το ‘κανε σχεδόν πάντα όταν πήγαινε στην Θεία για τσάι, και τώρα λείπει για τρεις μέρες. Δεν είναι φοβερά στεγνά, έτσι δεν είναι; Δεν υπάρχει καθόλου νερό, ή τίποτα για φαγητό;»
«Όχι, δεν υπάρχει τίποτα, αγαπούλα. Θα πρέπει να κάνεις υπομονή για λίγο ακόμη, και έπειτα θα είσαι εντάξει. Ακούμπησε το κεφάλι σου πάνω μου έτσι, και ύστερα θα νοιώσεις καλύτερα. Δεν είναι εύκολο να μιλάς όταν τα χείλη σου είναι σαν πετσί, όμως θαρρώ πως είναι καλύτερα να σου πω πως έχει η κατάσταση. Τι έχεις εκεί;»
«Όμορφα πράγματα! Φίνα πράγματα!» φώναξε το μικρό κορίτσι με ενθουσιασμό, κρατώντας δυο γυαλιστερά κομμάτια μίκας. «Όταν πάμε πίσω στο σπίτι θα τα δώσω στον αδελφό Μπομπ.»
«Θα δεις ομορφότερα πράγματα από αυτά πολύ σύντομα», είπε ο άντρας με σιγουριά. «Απλά περίμενε λιγάκι. Θα σου το έλεγα όμως—θυμάσαι πότε αφήσαμε το ποτάμι;»
«Ω, ναι.»
«Λοιπόν, φανταζόμασταν πως θα πέσουμε πάνω σε ένα άλλο ποτάμι σύντομα, βλέπεις. Όμως κάτι πήγε στραβά· πυξίδες, χάρτης, ή κάτι, και δεν το βρήκαμε. Το νερό τελείωσε. Εκτός από λιγουλάκι για εσένα και —και—»
«Και δεν μπορούσες να πλυθείς», διέκοψε η σύντροφος του, ανασηκώνοντας τα μάτια της στη σκονισμένη του όψη.
«Όχι, ούτε να πιω. Κι ο Κος Μπέντερ, ήταν ο πρώτος που έφυγε, κι έπειτα ο Ινδιάνος Πήτ, κι ύστερα η Κα ΜκΓκρέγκορ, και μετά ο Τζώνυ Χοουνς, και μετά, αγαπούλα, η μητέρα σου.»
«Τότε είναι πεθαμένη κι η μητέρα», φώναξε το κοριτσάκι βυθίζοντας το πρόσωπο στο φορεματάκι της και κλαίγοντας με λυγμούς.
«Ναι, έφυγαν όλοι εκτός από μένα και σένα. Μετά σκέφτηκα πως ίσως να υπήρχε νερό προς αυτή την μεριά, έτσι σε φόρτωσα στη μασχάλη μου και βαδίσαμε παρέα. Δεν φαίνεται όμως να βελτιώθηκε τίποτα. Οι πιθανότητες είναι ελάχιστες για μας πλέον!»
«Θέλεις να πεις πως θα πεθάνουμε και εμείς;» ρώτησε το παιδί, ελέγχοντας τους λυγμούς, και σηκώνοντας το δακρύβρεχτο πρόσωπο της.
«Θαρρώ πως έτσι έχει.»
«Γιατί δεν το είπες πριν;» είπε εκείνη, γελώντας με ευχαρίστηση. «Μου έδωσες μια τρομάρα. Μα, φυσικά, τώρα μόλις πεθάνουμε θα βρεθούμε με τη μητέρα ξανά.»
«Ναι, θα την συναντήσεις, αγαπούλα.»
«Και εσύ επίσης. Θα της πω πόσο φοβερά καλός ήσουν. Στοιχηματίζω πως θα μας συναντήσει στην πόρτα του Ουρανού με μια μεγάλη καράφα νερό, και πολλά γλυκά, ζεστά, και ψημένα και από τις δυο πλευρές, όπως άρεσαν στον Μπομπ και σε εμένα. Πόσο ακόμη;»
«Δεν ξέρω —όχι πολύ.» Τα μάτια του άντρα ήταν καρφωμένα στον βόρειο ορίζοντα. Στην γαλάζια οροφή του
ουρανού είχαν φανεί τρία μικρά στίγματα που αυξάνονταν σε μέγεθος στιγμή τη στιγμή, τόσο γρήγορα πλησίαζαν. Σύντομα διάκρινε πως επρόκειτο για τρία μεγάλα καφετιά πουλιά, τα οποία περιφέρθηκαν πάνω από τα κεφάλια των δυο περιπλανώμενων, και έπειτα κούρνιασαν σε κάποια βράχια που βρίσκονταν από πάνω τους. Ήταν γύπες, τα όρνια της δύσης, των οποίων ο ερχομός ήταν ο προπομπός του θανάτου.
«Κόκορες και κότες», φώναξε το κοριτσάκι χαρούμενα, δείχνοντας τις δυσοίωνες μορφές, και χτυπώντας τα χέρια της για να τα κάνει να σηκωθούν. «Δεν μου λες, ο Θεός δεν έφτιαξε αυτήν την χώρα;»
«Στην πορεία την έφτιαξε», είπε ο σύντροφος της, μάλλον ξαφνιασμένος από αυτή την απρόσμενη ερώτηση.
«Έφτιαξε την γη κάτω στο Ιλλινόϊς, και δημιούργησε το Μισούρι», συνέχισε το μικρό κορίτσι. «Θαρρώ πως κάποιος άλλος έφτιαξε την γη σε ετούτα τα μέρη. Καθόλου καλά δεν είναι φτιαγμένη. Ξέχασαν το νερό και τα δέντρα.»
«Τι θα έλεγες να κάναμε μια προσευχή;» ρώτησε ο άντρας άτολμα.
«Δεν νύχτωσε ακόμη», απάντησε εκείνη.
«Δεν πειράζει. Δεν είναι ακριβώς κανονικό, αλλά δεν θα Τον πειράξει, βάζω στοίχημα. Πες όσα έλεγες κάθε νύχτα στην άμαξα όταν βρισκόμασταν στις Πεδιάδες.»
«Γιατί δεν λες και εσύ μερικά;» ρώτησε το κορίτσι, με απορημένα μάτια.
«Τα θυμάμαι λάθος», απάντησε εκείνος. «Έχω να τα πω από τότε που είχα το μισό ύψος του όπλου αυτού. Θαρρώ πως ποτέ δεν είναι τόσο αργά. Πες τα δυνατά, και θα σταθώ πλάι σου και θα τα λέω στις επαναλήψεις.»
«Τότε θα πρέπει να γονατίσεις, κι εγώ μαζί», είπε εκείνη, απλώνοντας το σάλι της για αυτό τον σκοπό. «Πρέπει να σηκώσεις τα χέρια σου έτσι. Σε κάνει να νοιώθεις καλύτερα.»
Αποτελούσαν παράδοξο θέαμα, αν υπήρχε κάποιος άλλος εκτός από τους γύπες να το δει. Πλάι-πλάι στο στενό σάλι γονάτιζαν οι δυο οδοιπόροι, το μικρό φλύαρο κορίτσι κι ο παράτολμος, σκληραγωγημένος εξερευνητής. Το παχουλό πρόσωπο της, κι η τσακισμένη, οστεώδης μορφή του ήταν στραμμένα και τα δυο στον ασυννέφιαστο ουρανό σε ειλικρινή ικεσία προς εκείνη την τρομερή οντότητα με την οποία βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο, ενώ οι δυο φωνές—η μια λεπτή και καθαρή, η άλλη βαθιά και τραχιά—ενώθηκαν σε μια ικεσία ελέους και μετάνοιας. Η προσευχή τελείωσε, και ξανακάθισαν στην σκιά του βράχου μέχρι που το παιδί αποκοιμήθηκε, κουρνιασμένο πάνω στο φαρδύ στέρνο του προστάτη της. Εκείνος την παρακολούθησε να κοιμάται γαλήνια για λίγη ώρα, μα η Φύση αποδείχθηκε κατά πολύ δυνατότερη από εκείνον. Για τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του ούτε να κοιμηθεί ούτε να ξαποστάσει. Αργά τα ματόκλαδα του έπεσαν πάνω από τα κουρασμένα του μάτια, και το κεφάλι του βυθίστηκε όλο και χαμηλότερα πάνω στο στήθος του, μέχρι που η ψαρή γενειάδα του μπλέχτηκε με τις χρυσές μπούκλες της συντρόφου του, και οι δυο κοιμήθηκαν τον ίδιο βαθύ δίχως όνειρα ύπνο.