×

Nós usamos os cookies para ajudar a melhorar o LingQ. Ao visitar o site, você concorda com a nossa política de cookies.

image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 3.1 Το μεγάλο νέο...

3.1 Το μεγάλο νέο... Φεύγομε στην εξοχή. Πύργοι, αποθήκες και Τσαρδάκια.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και κόντευε ο καιρός που θα φεύγαμε στην εξοχή. Εμείς περιμέναμε ανυπόμονα, πότε θ' αρχίσουν τα ξεσκονίσματα στη σάλα, για ν' ανοίξει η Σταματίνα τη βιτρίνα και να δούμε το καπλάνι. Είχε αρχίσει ζέστη για τα καλά. Η θάλασσα γέμισε βάρκες και βενζινάκατους. Τώρα πια δεν ήτανε καθόλου βαρετό, έστω κι αν καθόμασταν ολόκληρη την Κυριακή στην τζαμωτή.

Μπορούσαμε να βλέπουμε τις βάρκες να πηγαινοέρχονται —άλλες με τα κουπιά, άλλες μ' ολάνοιχτα πανιά - και να παρακολουθούμε τις βενζινάκατους που παράβγαιναν η μια την άλλη, σηκώνοντας πίσω τους αφρό. Βέβαια, στην εξοχή ήτανε άλλο πράγμα: μπορούσαμε να μπούμε κι εμείς στις βάρκες και να καθόμαστε στην πλώρη, με τα πόδια κρεμασμένα στο νερό. Μετρούσα, πως είχαμε ακόμα δέκα μέρες για να φύγουμε (γιατί κάθε χρόνο φεύγαμε την ίδια ημερομηνία), όταν άκουσα τη μαμά να λέει της θείας Δέσποινας:

- Δεν τις παίρνεις να φύγετε; Φέτος άρχισε πολύ νωρίς το καλοκαίρι.

Πέταξα από τη χαρά μου κι έτρεξα να το πω στη Μυρτώ.

- Σαχλαμάρες, λέει εκείνη. Κάθε χρόνο, φεύγουμε στις δέκα του Ιούνη.

- Η μαμά είπε, πως έχει ζέστη και...

- Σαχλαμάρες, ξανάπε η Μυρτώ.

Έτρεξε, όμως, να ρωτήσει τη θεία Δέσποινα, αν είναι αλήθεια.

Γύρισε φουριόζα και λαχανιασμένη από την τρεχάλα.

- Έχω να σου πω ένα νέο, να σε κάνω να πηδήσεις! Όχι αυτό, που είπες εσύ: Θα πάμε σχολείο! τσιρίζει τώρα η Μυρτώ και χοροπηδά στο ένα πόδι. Σε αληθινό σχολείο. Τώρα ήρθε ο μπαμπάς από τη δουλειά και το είπε. Ο κύριος Περικλής μίλησε στον κύριο Καρανάση και θα μας πάρει στο σχολείο του με έκπτωση.

- Πως με έκπτωση; τρόμαξα εγώ, γιατί δεν είχα πολυκαταλάβει τι θα πει.

- Να, θα πληρώνουμε πιο λίγο, εξηγεί η Μυρτώ. Κι έτσι θα φτάνει το βαλάντιό μας. Εσένα όμως δε θα σε πάρουνε, γιατί δεν ξέρεις ούτε πόσους στήμονες έχει η μηλέα.

Κατάλαβα πως με πείραζε, μα δεν είχα όρεξη για καβγά. Πήγαμε να βρούμε τους μεγάλους, που κάθονταν όλοι την τραπεζαρία γύρω στο μεγάλο τραπέζι. Θέλαμε να τους ρωτήσουμε λεπτομέρειες για το σχολείο, μα κανένας δε μας απάντησε, γιατί η μαμά είχε βγάλει χαρτί και μολύβι και λογάριαζε: Τόσο για τα δίδαχτρα (με την έκπτωση βέβαια), τόσο για τα εκπαιδευτικά τέλη (χωρίς έκπτωση) τόσο για ποδιές, τόσο για σάκες κι ένα σωρό άλλα βαρετά πράγματα.

- Πάμε να πούμε τα νέα στο καπλάνι, λέω σιγά στη Μυρτώ.

Όταν μπήκαμε στη σάλα, στην αρχή δε βλέπαμε καθόλου, γιατί οι βυσσινιές βελούδινες κουρτίνες ήτανε κλειστές. Σε λίγο τα μάτια μας συνήθισαν στο σκοτάδι και τότε... τρομάξαμε κι οι δυο τόσο πολύ, που πιαστήκαμε από τα χέρια και σταθήκαμε σαν μαρμαρωμένες. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΕΙΧΕ ΓΥΡΙΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ! Δε στεκότανε πια, όπως πρώτα, με το κεφάλι προς τον τοίχο, αλλά έτσι που να κοιτάζει το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα.

Δε λέγαμε τίποτα η μια στην άλλη. Μια στιγμή, σκέφτηκα, πως ίσως εμένα να μου φάνηκε έτσι, μα η Μυρτώ μου έσφιγγε δυνατά το χέρι και κατάλαβα πως φοβότανε.

- Είδες; κατάφερα να πω.

- Ναι, ψιθυρίζει εκείνη.

Βγήκαμε τρεχάτες από τη σάλα και πήγαμε στην κουζίνα να βρούμε τη Σταματίνα.

- Ξεσκόνισες τη βιτρίνα; φωνάζουμε κι οι δυο μαζί.

- Τι ξεφωνίζετε; λέει εκείνη. Αν ήτανε, θα σας το έλεγα. Μα η θεία σας δε δίνει το κλειδί. Θέλει να την ξεσκονίσει μόνη της.

Βέβαια, τη θεία Δέσποινα δεν είχαμε σκοπό να τη ρωτήσουμε, γιατί σίγουρα θα μας έλεγε:

- Ναι, εγώ το γύρισα.

Ενώ, αν ρωτούσαμε το Νίκο, μπορεί να μας άρχιζε καμιά καινούρια ιστορία του καπλανιού, καμιά περιπέτεια - πως τάχατες γύρισε προς το παράθυρο, για να βλέπει το μαγικό καράβι που θα 'φτανε να το πάρει σε μακρινές χώρες.

*

Η εξοχή που πηγαίνουμε είναι απέναντι στη χώρα, στην άλλη μεριά της θάλασσας. Τη νύχτα μπορούμε να βλέπουμε από κει όλα τα φώτα της χώρας κι άμα έχει γαλήνη ακούγονται απόμακρα οι φωνές. Η εξοχή μας λεγόταν Λαμαγάρι, δεν είναι όμως καθαυτό χωριό. Εκεί ζούνε μονάχα όσοι δουλεύουνε σε κάτι στενόμακρα κτίρια, που τα λένε «αποθήκες», και φυλάγουν εκεί μέσα τα βαρέλια με τα κρασιά. Μένουνε σε κάτι μικρά χαμηλοτάβανα σπιτάκια, άλλα φτιαγμένα από πλίνθες κι άλλα από πέτρα, που τα λένε τσαρδάκια.

Είναι και μερικά πέτρινα δίπατα σπίτια, με βεράντες και αυλές, που τα λένε «Πύργους» κι ας έχουνε τρία δωμάτια μονάχα, όπως το δικό μας. Εκεί παραθερίζουνε όσοι έχουνε δικές τους τις αποθήκες. Εκτός από μας, που δεν έχουμε μήτε ένα βαρέλι, που να μπορούμε σαν παλιώσει να το βάλουμε στη θάλασσα και να πλέμε μέσα σ' αυτό, σαν σε αληθινή βάρκα. Έχουμε όμως τον Πύργο μας στο Λαμαγάρι, γιατί κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ο μπαμπάς του παππού είχε αποθήκες, μα τις πούλησε για να σπουδάσει ο παππούς και ν' αγοράσει τους Αρχαίους του.

Μισή ώρα με τη βάρκα από τη χώρα και φτάναμε στο Λαμαγάρι. Κάθε χρόνο μηνούμε του κυρ Αντώνη, του βαρκάρη, κι έρχεται να μας πάρει με την «Κρυσταλλία» του. Έτσι λένε τη βάρκα του - μ' αυτό το παράξενο όνομα. Σαν τη γυναίκα του που πνίγηκε στη θάλασσα. Πολλές φορές, ο κυρ Αντώνης σαν ερχότανε να μας πάρει έφερνε μαζί και την κόρη του την Άρτεμη, που είναι η καλύτερη φιλενάδα μας στο Λαμαγάρι.

Φεύγουμε με τη θεία Δέσποινα και τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά έρχονται μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί ο μπαμπάς, που δεν έχει γεννηθεί σε νησί, φοβάται τόσο πολύ τη θάλασσα που δε μας αφήνει βήμα να κάνουμε μόνες μας. Και μας νομίζει τόσο κουτές, να πάμε να γλιστρήσουμε από το μουράγιο και να πέσουμε κατευθείαν με το κεφάλι στη θάλασσα, να πνιγούμε.

Η θεία Δέσποινα, πάλι, φτάνει να μη γεμίζουμε άμμους το σπίτι, να πλένουμε κάθε βράδυ τα πόδια μας πριν κοιμηθούμε —κι όσο για θάλασσα... «Καλό κάνει να ψηθεί το πετσί σας στο αλάτι». Κι ο παππούς, το μόνο που ζητάει από μας είναι να θυμόμαστε το βράδυ το αρχαίο ρητό που μας μαθαίνει κάθε πρωί, την ώρα που τρώμε.

Ήμασταν πια έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το Λαμαγάρι και την παραμονή το βράδυ ο μπαμπάς μας φώναξε να μας πει τις δέκα εντολές, όπως λέγαμε με τη Μυρτώ. Κάθε χρόνο μας έλεγε τα ίδια και τα είχαμε μάθει πια απέξω.

Οι δέκα εντολές [του μπαμπά]

1) Να μην κολυμπάμε στα βαθιά.

2) Να μην περπατούμε ξιπόλητες.

3) Να μη μένουμε πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα.

4) Να μην ανεβαίνουμε στα δέντρα.

5) Να μην τρώμε αγουρίδες.

6) Να μην τρώμε άπλυτα σταφύλια.

7) Να μην μπαίνουμε στις βάρκες χωρίς μεγάλους.

8) Να μην σκαρφαλώνουμε στα βράχια.

9) Να μην πηγαίνουμε πιο μακριά απ' όσο ακούγεται η φωνή της θείας Δέσποινας.

10) Να μην τσακωνόμαστε.

Εμείς τις ακούγαμε και λέγαμε: Ναι, μπαμπά.

Μα, σα φτάναμε στο Λαμαγάρι, τα ξεχνούσαμε όλα. Πως να κάνουμε όλα αυτά τα «Μη» που ήθελε ο μπαμπάς! Τότε, γιατί πηγαίναμε εξοχή; Έτσι, οι δέκα εντολές ήτανε μονάχα για τα Σαββατοκύριακα. Αυτές τις μέρες τις έχουμε βγάλει η «απελπισία» μας. Όταν συμφωνούνε τ' άλλα παιδιά να πάνε στα πέρα βραχάκια για καβούρια η πεταλίδες, εμείς τους λέμε: «Δε μπορούμε. Άρχισε η απελπισία μας».

Καθόμασταν στην τζαμωτή και περιμέναμε να φανεί ο κυρ Αντώνης να μας πάρει. Ένα σωρό βάρκες στη θάλασσα, μα την «Κρυσταλλία» την ξεχωρίσαμε αμέσως.

- Έρχεται, έρχεται! βάλαμε τις φωνές και κρεμαστήκαμε να δούμε αν είναι κι η Άρτεμη μαζί.

Σε λίγο, στο πλάι του κυρ Αντώνη, ξεχωρίσαμε μία κόκκινη κουκκίδα, που κουνιότανε πέρα δώθε. Ύστερα ακούστηκαν μακριές φωνές, μέσα από τη θάλασσα.

- Μυρτώωωωω! Μεεεελιά.

- Άρτεμηηηηη, ξελαρυγγιαζόμαστε μεις και τώρα πια τη βλέπουμε ξεκάθαρα τη φιλενάδα μας, με το κόκκινο φουστάνι της, να μας κουνάει χέρια και πόδια.

Μόλις μπήκαμε στη βάρκα, αρχίσαμε τ' αγκαλιάσματα.

- Σιγά θα μου μπατάρετε το σπίτι!

Έτσι λέει ο κυρ Αντώνης τη βάρκα του: «το σπίτι». Ίσως, γιατί, το καλοκαίρι κοιμάται κει μέσα.

Η Άρτεμη είναι ένα χρόνο πιο μεγάλη από μένα κι ένα πιο μικρή από τη Μυρτώ. Έτσι την έχομε κι οι δυο μας φιλενάδα. Δεν έχει πάει ποτέ της σχολείο κι ο κυρ Αντώνης δεν ξέρει γράμματα για να της μάθει. Ξέρει όμως ένα σωρό πράγματα η Άρτεμη: Πως λένε το κάθε ψάρι, με τ' όνομά του, ως και κάτι μικρούτσικα ακόμα! Τι δόλωμα χρειάζεται το καθένα. Σε ποια βραχάκια έχει πεταλίδες και σε ποια κοντά πάνε τα γαριδάκια. Ψαρεύει μόνη της, ως και χταπόδια. Κι αν την άφηνε ο κυρ Αντώνης, θα μπορούσε και βάρκα με πανί να μανουβράρει.

- Τι κάνει το καπλάνι; μας ψιθύρισε η Άρτεμη.

Τότε μείς τα είπαμε πια όλα: πως γύρισε κατά τη θάλασσα!

Στο μουράγιο ήτανε μαζεμένα τα παιδιά και μας περίμεναν. Ο Νώλης, ο Οδυσσέας και η μικρούλα Αυγή. Ξεφώνιζαν όλοι μαζί και, μόλις πατήσαμε το πόδι μας στη στεριά, βγάλανε κάτι σφυρίχτρες από καλάμι κι αρχίσανε να σφυρίζουν. Η θεία Δέσποινα, ο παππούς κι ο κυρ Αντώνης τραβήξανε μπροστά, με τα πράγματα, για τον Πύργο μας και μεις ξοπίσω με τα παιδιά.

Στον πύργο μας περίμενε η Σταματίνα, που είχε έρθει μια μέρα πριν να καθαρίσει το σπίτι. Γρήγορα γρήγορα βγάλαμε τα πέδιλά μας. Η Μυρτώ μάλιστα έδωσε μια στο δικό της, που πήγε και στάθηκε πάνω σ' ένα ράφι.

- Πάνε κι οι δέκα εντολές του μπαμπά, λέει.

Τρέξαμε κάτω «στ' αμπέλι του παππού» (το λέγανε έτσι, γιατί ο παππούς το σκάλιζε και το πότιζε μόνος του), όπου μας περίμεναν τα παιδιά. Δεν μπορούσαμε να τρέξουμε, γιατί τις πρώτες μέρες, ώσπου να σκληραίνουν οι πατούσες, τα πόδια πονούσαν από τις πέτρες και τ' αγκάθια. Δε θέλαμε όμως να φοράμε παπούτσια, για να μοιάζουμε πιότερο με τα παιδιά από τα τσαρδάκια. Πάρα πολύ τ' αγαπούμε τα παιδιά κι ας λένε: «Μαρή Μυρτώ! Μαρή Μέλια!». Όταν βλέπουμε κανέναν ξένο στο δρόμο και μας ρωτάει κάτι, απαντούμε χωριάτικα, για να νομίζει πως είμαστε από τα τσαρδάκια.

Τα παιδιά, κάτω στ' αμπέλι, είχαν θρονιαστεί πάνω σε μια μεγάλη μυγδαλιά και μας περίμεναν. Τ' αμπέλι του παππού δεν έχει ούτε ένα τσαμπί σταφύλι: Είναι σπαρμένο ντοματιές. Στη μέση βρίσκεται μια τεράστια μυγδαλιά. Ο Νίκος μας είχε πει ολόκληρο παραμύθι για τούτο τ' αμπέλι. Μια φορά ήτανε γεμάτο κλήματα, που κάνανε ολόμαυρα σταφύλια. Η μυγδαλιά όμως στεναχωριότανε, που έβλεπε γύρω της όλο μαύρα χρώματα και σκοτεινά. Τότε μια νύχτα το καπλάνι, που είχε κοιμισμένο το μαύρο του μάτι κι έβλεπε με το γαλάζιο, ήρθε, ξερίζωσε τα σταφύλια και φύτεψε στ' αμπέλι κόκκινες, χαρούμενες ντομάτες, για να χαρεί η μυγδαλιά.

Σκαρφαλώσαμε κι εμείς στο δέντρο κι όλοι ρώταγαν για το καπλάνι, που τους το 'χε κιόλας προλάβει η Άρτεμη, πως γύρισε μέσα στη βιτρίνα, να κοιτάζει κατά τη θάλασσα.

— Ύστερα; ρωτά ο Νώλης.

— Τι ύστερα; λέμε μείς.

— Αχ, ας το 'βλεπα μια φορά το καπλάνι! στενάζει ο Νώλης. Κι ας ήτανε μέσα από τη βιτρίνα.

Μα για το καπλάνι δε μιλήσαμε άλλο. Γιατί ποιος, έκτος από το Νίκο, μπορούσε να διηγηθεί τις ιστορίες του; Κι ο Νίκος σε λίγες μέρες θα έφτανε στο Λαμαγάρι.

Αρχίσαμε τα χοροπηδήματα και τα κλαδιά της μυγδαλιάς ανεβοκατέβαιναν σαν κούνια. Αν μας έβλεπε κανείς θα ξεχώριζε, πως η Μυρτώ κι εγώ δεν είμαστε από τα τσαρδάκια. Τ' άλλα παιδιά είχανε κιόλας μαυρίσει. Τα χέρια τους και τα πόδια τους ξάσπριζαν από την αλμύρα της θάλασσας. Τα κατάμαυρα μαλλιά της Άρτεμης, εκεί κοντά στις ρίζες, είχανε γίνει σχεδόν ξανθά από τους ήλιους. Σε λίγες, όμως, μέρες θα 'μασταν και μείς έτσι, σαν «μαυροτσούκαλα», που λέει κι ο μπαμπάς, και θα μιλούσαμε όπως μιλάνε στο Λαμαγάρι. Θα λέγαμε: Προύν', κταλ', σαπάν', σακατ'...

- Έρχεται, έρχεται ξεφώνισε ο Νώλης, στ' άξαφνα, κι όλοι γυρίσαμε το κεφάλι.

Ήτανε η Πιπίτσα! Ένα άλλο κοριτσάκι από τη χώρα, που μένει κι αυτή σε Πύργο. Πιπίτσα! Μα μπορεί να υπάρξει πιο γελοίο όνομα; Δεν τη χωνεύουμε καθόλου. Ο μπαμπάς της έχει σχεδόν όλες τις αποθήκες του κρασιού δικές του κι η Πιπίτσα φουσκώνει σαν διάνος όταν λέει τη λέξη: αποθήκες. Είναι σαν και μένα στα χρόνια, μα ούτε κολύμπι δεν ξέρει. Την έχουμε βγάλει «μεγάλο μπελά», γιατί, όπου πάμε, η μαμά της μας τη φορτώνει. Φάνηκε από πέρα, σειστή και λυγιστή. Είναι χοντρή χοντρή σαν βαρελάκι κι έχει μια ψιλή ψιλή, κλαψιάρικη φωνή.

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; παραπονέθηκε στη Μυρτώ και σε μένα, σαν έφτασε κοντά.

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; κορόιδεψε ο Οδυσσέας και κάνει τη φωνή του ολόιδια σαν της Πιπίτσας.

- Καλά, τσιρίζει εκείνη. Κοροϊδεύετε σείς κι εγώ δε θα σας βάλω στη βαρέλα.

Στη βαρέλα! Μεμιάς πηδήξαμε όλοι από το δέντρο κάτω. Από πέρυσι την παρακάλαγε ο Νώλης να ζητήσει από τον μπαμπά της μια παλιά βαρέλα του κρασιού. Ο Νώλης μας είχε πει, πως μπορούσε η βαρέλα να πλέει, σαν αληθινή βάρκα. Γι' αυτό και μεις λέγαμε, πως ήτανε κρίμα, που ο πατέρας του παππού πούλησε τις αποθήκες του. Δεν κράταγε μια βαρέλα τουλάχιστον!

- Μαρή, δε λες ψέματα; αγρίεψε ο Νώλης.

- Να νεκροφιλήσω τη μαμά και τον μπαμπά, θέλω και δε θέλω, λέει η Πιπίτσα και φιλάει σταυρό τα χέρια.

Γι' αυτό δεν τη χωνεύουμε! Δε λέει σαν όλα τα παιδιά: «Λόγω τιμής» Μα: «Να νεκροφιλήσω τη μαμά». «Να με μαζέψουν κομματάκια στο ζεμπίλι», κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες.

Αρχίσαμε να τη ρωτάμε για τη βαρέλα, πόσο μεγάλη είναι, που βρίσκεται, πότε μπορούμε να την πάρουμε... Εκείνη μας κοίταζε αμίλητη, για να μας κάνει να σκάσουμε κι αφού έφαγε τα νύχια της από το ένα χέρι, είπε:

- Είναι, στην αποθήκη μας. Ο μπαμπάς είπε πως και τώρα, αν θέμε, μπορούμε να την πάρουμε.

Μόλις όμως κάναμε να ξεκινήσουμε, μας σταμάτησε:

- Θα με ξανακοροϊδέψετε; Αλλιώς δεν πάμε πουθενά!

- Όοοχι. Όοοοχι! φωνάζουμε όλο μαζί.

- Ορκιστείτε.

- Ορκιζόμαστε!

- Όχι, όχι, διαμαρτύρεται κείνη. Να πείτε: Να μας δεις με τη γλώσσα κρεμασμένη και τ' άντερα χυμένα έξω!

- Τέτοιες σαχλαμάρες δε λέμε, θύμωσε για καλά ο Νώλης. Μη μας δώσεις την ψωροβαρέλα σου.

- Κι όλο το καλοκαίρι μην έρθεις, ούτε μια φορά, να παρακαλέσεις να σε παίξουμε, απειλεί η Μυρτώ.

- Θα σου βάλουμε και τσούχτρα στην πλάτη, της φωνάζει ο Οδυσσέας.

- Καλέ, δεν την παρατάτε! λέει η Άρτεμη.

- Καλά, υποχωρεί κλαψουρίζοντας η Πιπίτσα. Πείτε μόνο: «Λόγω τιμής».

Έτσι είπαμε «Λόγω τιμής», μας έβαλε όμως να το πούμε από τρεις φορές ο καθένας.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

3.1 Το μεγάλο νέο... 3.1 Die große Neuigkeit... 3.1 The great new... 3.1 Le grand nouveau... 3.1 A grande novidade... 3.1 大新闻... Φεύγομε στην εξοχή. we leave||countryside Wir fahren aufs Land. Πύργοι, αποθήκες και Τσαρδάκια. Towers|sheds||small huts Türme, Lagerhäuser und Chardakia. Towers, warehouses and Chardakia.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και κόντευε ο καιρός που θα φεύγαμε στην εξοχή. |||days||was nearing||time|||we would leave|| So vergingen die Tage und die Zeit nahte, wo wir aufs Land gehen würden. Thus the days passed and the time was approaching when we would leave for the countryside. Εμείς περιμέναμε ανυπόμονα, πότε θ' αρχίσουν τα ξεσκονίσματα στη σάλα, για ν' ανοίξει η Σταματίνα τη βιτρίνα και να δούμε το καπλάνι. ||impatiently|||would start||dusting off|||||open||||||||| Wir warteten ungeduldig, als das Abstauben der Halle beginnen würde, damit Stamatina das Fenster öffnen und den Kaplan sehen würde. We waited impatiently, when the dusting in the hall would start, so that Stamatina would open the window and see the chaplain. Είχε αρχίσει ζέστη για τα καλά. ||heat|||for good It was getting really hot. Η θάλασσα γέμισε βάρκες και βενζινάκατους. |||boats||motorboats The sea was filled with boats and petrol trucks. Τώρα πια δεν ήτανε καθόλου βαρετό, έστω κι αν καθόμασταν ολόκληρη την Κυριακή στην τζαμωτή. ||||at all||even|||we were sitting|||||jamboree Now it wasn't boring at all, even if we sat all Sunday in the glass window.

Μπορούσαμε να βλέπουμε τις βάρκες να πηγαινοέρχονται —άλλες με τα κουπιά, άλλες μ' ολάνοιχτα πανιά - και να παρακολουθούμε τις βενζινάκατους που παράβγαιναν η μια την άλλη, σηκώνοντας πίσω τους αφρό. ||||||come and go||||oars|||wide open|sails|||watching||||race|||||lifting|||foam or spray We could see the boats coming and going—some with oars, others with sails wide open—and we could watch the petrol boats as they passed each other, foaming up behind them. Βέβαια, στην εξοχή ήτανε άλλο πράγμα: μπορούσαμε να μπούμε κι εμείς στις βάρκες και να καθόμαστε στην πλώρη, με τα πόδια κρεμασμένα στο νερό. ||||||||get in|||||||sit||bow||||hanging|| Of course, in the countryside it was a different matter: we could also get into the boats and sit in the bow, with our feet dangling in the water. Μετρούσα, πως είχαμε ακόμα δέκα μέρες για να φύγουμε (γιατί κάθε χρόνο φεύγαμε την ίδια ημερομηνία), όταν άκουσα τη μαμά να λέει της θείας Δέσποινας: counting|||||||||||||||date||||||||| I was counting that we still had ten days to leave (because every year we left on the same date), when I heard mom say to Aunt Despina:

- Δεν τις παίρνεις να φύγετε; Φέτος άρχισε πολύ νωρίς το καλοκαίρι. ||you take||leave|||||| - Don't you take them to leave? Summer started very early this year.

Πέταξα από τη χαρά μου κι έτρεξα να το πω στη Μυρτώ. I jumped|||joy|||||||| I jumped for joy and ran to tell Myrto.

- Σαχλαμάρες, λέει εκείνη. nonsense|| Κάθε χρόνο, φεύγουμε στις δέκα του Ιούνη. ||||||June

- Η μαμά είπε, πως έχει ζέστη και... - Mama sagte, dass es heiß ist und ...

- Σαχλαμάρες, ξανάπε η Μυρτώ.

Έτρεξε, όμως, να ρωτήσει τη θεία Δέσποινα, αν είναι αλήθεια. However, she ran to ask Aunt Despina if it was true.

Γύρισε φουριόζα και λαχανιασμένη από την τρεχάλα. |frenzied||breathless|||running She returned flustered and breathless from the running.

- Έχω να σου πω ένα νέο, να σε κάνω να πηδήσεις! |||||||||to|jump for joy - I have news to tell you, to make you jump! Όχι αυτό, που είπες εσύ: Θα πάμε σχολείο! Not what you said: We're going to school! τσιρίζει τώρα η Μυρτώ και χοροπηδά στο ένα πόδι. squealing|||||jumps|||leg Myrto squeals now and hops on one leg. Σε αληθινό σχολείο. In a real school. Τώρα ήρθε ο μπαμπάς από τη δουλειά και το είπε. Now dad came from work and said it. Ο κύριος Περικλής μίλησε στον κύριο Καρανάση και θα μας πάρει στο σχολείο του με έκπτωση. ||Pericles|||||||||||||discount Mr. Pericles spoke to Mr. Karanasis and he will take us to his school with a discount.

- Πως με έκπτωση; τρόμαξα εγώ, γιατί δεν είχα πολυκαταλάβει τι θα πει. |||I was scared|||||understood||| - How with a discount? I was startled, because I didn't quite understand what it meant.

- Να, θα πληρώνουμε πιο λίγο, εξηγεί η Μυρτώ. ||we will pay||||| - Well, we will be paying less, Myrto explains. Κι έτσι θα φτάνει το βαλάντιό μας. |||reaches||our budget| And this is how our valantio will arrive. Εσένα όμως δε θα σε πάρουνε, γιατί δεν ξέρεις ούτε πόσους στήμονες έχει η μηλέα. |||||take||||||stamens||| But they won't take you, because you don't even know how many stamens the apple tree has.

Κατάλαβα πως με πείραζε, μα δεν είχα όρεξη για καβγά. |||was teasing||||appetite||fight I understood that she was annoying me, but I didn't feel like arguing. Πήγαμε να βρούμε τους μεγάλους, που κάθονταν όλοι την τραπεζαρία γύρω στο μεγάλο τραπέζι. ||||||sitting||||||| We went to find the adults, who were all sitting in the dining room around the big table. Θέλαμε να τους ρωτήσουμε λεπτομέρειες για το σχολείο, μα κανένας δε μας απάντησε, γιατί η μαμά είχε βγάλει χαρτί και μολύβι και λογάριαζε: Τόσο για τα δίδαχτρα (με την έκπτωση βέβαια), τόσο για τα εκπαιδευτικά τέλη (χωρίς έκπτωση) τόσο για ποδιές, τόσο για σάκες κι ένα σωρό άλλα βαρετά πράγματα. |||ask|||||||||answered||||||||pencil||was calculating||||tuition fees||||||||educational|fees|||||aprons|||bags|||pile||| We wanted to ask them details about the school, but no one answered us because mom had taken out paper and pencil and was calculating: So much for the tuition fees (with the discount of course), so much for the educational fees (without discount), so much for aprons, so much for bags, and a bunch of other boring things.

- Πάμε να πούμε τα νέα στο καπλάνι, λέω σιγά στη Μυρτώ. - Let's go tell the news to the catfish, I said quietly to Myrto.

Όταν μπήκαμε στη σάλα, στην αρχή δε βλέπαμε καθόλου, γιατί οι βυσσινιές βελούδινες κουρτίνες ήτανε κλειστές. |||||||||||crimson velvet curtains|velvet|curtains||closed When we entered the hall, at first we could not see at all, because the crimson velvet curtains were closed. Σε λίγο τα μάτια μας συνήθισαν στο σκοτάδι και τότε... τρομάξαμε κι οι δυο τόσο πολύ, που πιαστήκαμε από τα χέρια και σταθήκαμε σαν μαρμαρωμένες. |||||got used|||||we were terrified|||||||we grabbed|||hands||we stood||frozen Nach einer Weile gewöhnten sich unsere Augen an die Dunkelheit und dann ... wir waren beide so erschrocken, dass wir unsere Hände ergriffen und wie Murmeln dastanden. After a while our eyes got used to the darkness and then... we were both so frightened that we grabbed each other's hands and stood there like marble. Bir süre sonra gözlerimiz karanlığa alıştı ve sonra... ikimiz de o kadar korkmuştuk ki birbirimizin ellerini tuttuk ve orada misket gibi durduk. ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΕΙΧΕ ΓΥΡΙΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ! |KAPLANI|had|had turned|inside||showcase THE KAPLANI HAD TURNED INSIDE THE DISPLAY! Δε στεκότανε πια, όπως πρώτα, με το κεφάλι προς τον τοίχο, αλλά έτσι που να κοιτάζει το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. |was standing|||before||||||||||||||||| Er stand nicht mehr wie früher mit dem Kopf an der Wand, sondern so, dass er aus dem Fenster aufs Meer blickte. It no longer stood, as before, with its head towards the wall, but turned to look at the window that faced the sea.

Δε λέγαμε τίποτα η μια στην άλλη. We said nothing to each other. Μια στιγμή, σκέφτηκα, πως ίσως εμένα να μου φάνηκε έτσι, μα η Μυρτώ μου έσφιγγε δυνατά το χέρι και κατάλαβα πως φοβότανε. ||I thought||||||seemed||||||was squeezing|||||||was afraid For a moment, I thought that maybe it seemed that way to me, but Myrto was squeezing my hand tightly and I understood that she was afraid.

- Είδες; κατάφερα να πω. - Saw; I managed to say.

- Ναι, ψιθυρίζει εκείνη. |whispers| - Yes, she whispers.

Βγήκαμε τρεχάτες από τη σάλα και πήγαμε στην κουζίνα να βρούμε τη Σταματίνα. |running|||||"we went"|||||| We ran out of the hall and went to the kitchen to find Stamatina.

- Ξεσκόνισες τη βιτρίνα; φωνάζουμε κι οι δυο μαζί. dusted|||we shout|||| - Did you dust the window? we both shout together.

- Τι ξεφωνίζετε; λέει εκείνη. |screaming|| - What are you shouting? she says. Αν ήτανε, θα σας το έλεγα. |was||||I would tell If it were, I would tell you. Μα η θεία σας δε δίνει το κλειδί. But your aunt doesn't give the key. Θέλει να την ξεσκονίσει μόνη της. Sie will sie alleine abstauben. She wants to dust it herself.

Βέβαια, τη θεία Δέσποινα δεν είχαμε σκοπό να τη ρωτήσουμε, γιατί σίγουρα θα μας έλεγε: ||||||intention|||ask||||| Of course, we didn't intend to ask Aunt Despina, because she would surely tell us:

- Ναι, εγώ το γύρισα. - Yes, I turned it.

Ενώ, αν ρωτούσαμε το Νίκο, μπορεί να μας άρχιζε καμιά καινούρια ιστορία του καπλανιού, καμιά περιπέτεια - πως τάχατες γύρισε προς το παράθυρο, για να βλέπει το μαγικό καράβι που θα 'φτανε να το πάρει σε μακρινές χώρες. |||||||||||||||adventure||perhaps|||||||||||||would arrive|||||distant| Whereas, if we asked Nikos, he might start telling us some new story of the shipmaster, some adventure - how he supposedly turned towards the window to see the magic ship that would come to take him to distant lands.

***

Η εξοχή που πηγαίνουμε είναι απέναντι στη χώρα, στην άλλη μεριά της θάλασσας. |||we go|||||||||sea The countryside we are going to is opposite the country, on the other side of the sea. Τη νύχτα μπορούμε να  βλέπουμε από κει όλα τα φώτα της χώρας κι άμα έχει γαλήνη ακούγονται απόμακρα οι φωνές. |||||||||||||if|it has|calm|are heard|distant|| At night, we can see all the lights of the country from here, and if it's calm, voices can be heard in the distance. Η εξοχή μας λεγόταν Λαμαγάρι, δεν είναι όμως καθαυτό χωριό. |||was called|Lamagari area||||in itself|village Our countryside was called Lamagari, but it is not a village per se. Εκεί ζούνε μονάχα όσοι δουλεύουνε σε κάτι στενόμακρα κτίρια, που τα λένε «αποθήκες», και φυλάγουν εκεί μέσα τα βαρέλια με τα κρασιά. |live|only||work|||narrow long|buildings||||warehouses||they guard||||barrels||| Dort wohnen nur diejenigen, die in engen Gebäuden, den sogenannten Lagerhäusern, arbeiten und die Weinfässer darin aufbewahren. The only people who live there are those who work in these narrow buildings, which they call "warehouses", and keep the barrels of wine there. Orada yaşayanlar sadece "depo" dedikleri bu dar binalarda çalışanlar ve şarap fıçılarını orada tutanlar. Μένουνε σε κάτι μικρά χαμηλοτάβανα σπιτάκια, άλλα φτιαγμένα από πλίνθες κι άλλα από πέτρα, που τα λένε τσαρδάκια. They live||||low-ceiling|||made||bricks||||||||shacks Sie leben in einigen kleinen Häusern mit niedrigen Decken, einige aus Ziegeln und andere aus Stein, die Zelte genannt werden. They live in some small low-ceilinged houses, some made of bricks and others of stone, which they call tsardaki.

Είναι και μερικά πέτρινα δίπατα σπίτια, με βεράντες και αυλές, που τα λένε «Πύργους» κι ας έχουνε τρία δωμάτια μονάχα, όπως το δικό μας. |||stone|two-story|houses||verandas||yards||||Towers|||||||||| There are also some stone two-story houses, with terraces and courtyards, which are called "Towers" even if they only have three rooms, like ours. Εκεί παραθερίζουνε όσοι έχουνε δικές τους τις αποθήκες. |"spend the summer"|||||| Those who have their own warehouses vacation there. Εκτός από μας, που δεν έχουμε μήτε ένα βαρέλι, που να μπορούμε σαν παλιώσει να το βάλουμε στη θάλασσα και να πλέμε μέσα σ' αυτό, σαν σε αληθινή βάρκα. ||||||nor||barrel|||||old||||||||sail||||||| Except for us, who don't even have a barrel that we can put into the sea when it gets old and sail in it, like in a real boat. Έχουμε όμως τον Πύργο μας στο Λαμαγάρι, γιατί κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ο μπαμπάς του παππού είχε αποθήκες, μα τις πούλησε για να σπουδάσει ο παππούς και ν' αγοράσει τους Αρχαίους του. |||Tower|||||once||||||||||||sold|||study|||||||| Aber wir haben unseren Turm in Lamagari, weil der Vater meines Großvaters vor vielen Jahren Lagerhäuser hatte, aber er hat sie verkauft, damit sein Großvater studieren und seine Antiker kaufen konnte. But we have our Tower in Lamagari, because once, many years ago, the grandfather's father had warehouses, but he sold them so that the grandfather could study and buy his Ancients.

Μισή ώρα με τη βάρκα από τη χώρα και φτάναμε στο Λαμαγάρι. |||||||||reached|| Half an hour by boat from the country and we arrived at Lamagari. Κάθε χρόνο μηνούμε του κυρ Αντώνη, του βαρκάρη, κι έρχεται να μας πάρει με την «Κρυσταλλία» του. ||we notify||Mr.|Antonis||boatman|||||take|||Krystallia| Every year we ask Mr. Antonis, the boatman, and he comes to pick us up with his "Krystallia". Έτσι λένε τη βάρκα του - μ' αυτό το παράξενο όνομα. That's what they call his boat - with that strange name. Σαν τη γυναίκα του που πνίγηκε στη θάλασσα. |||||drowned||sea Like his wife who drowned in the sea. Πολλές φορές, ο κυρ Αντώνης σαν ερχότανε να μας πάρει έφερνε μαζί και την κόρη του την Άρτεμη, που είναι η καλύτερη φιλενάδα μας στο Λαμαγάρι. |||Mr.|Antonis||was coming||||brought|||||||Artemis|||||girlfriend|our|| Many times, when Mr. Antonis came to pick us up, he also brought his daughter Artemis, who is our best friend in Lamagari.

Φεύγουμε με τη θεία Δέσποινα και τον παππού. We leave with Aunt Despina and Grandpa. Ο μπαμπάς κι η μαμά έρχονται μόνο τα Σαββατοκύριακα. |dad||||||| Dad and mom only come on weekends. Ευτυχώς, δηλαδή. fortunately| Fortunately, that is to say. Γιατί ο μπαμπάς, που δεν έχει γεννηθεί σε νησί, φοβάται τόσο πολύ τη θάλασσα που δε μας αφήνει βήμα να κάνουμε μόνες μας. |||||||||||so||||||||||by ourselves| Because dad, who was not born on an island, is so afraid of the sea that he doesn't let us take a step on our own. Και μας νομίζει τόσο κουτές, να πάμε να γλιστρήσουμε από το μουράγιο και να πέσουμε κατευθείαν με το κεφάλι στη θάλασσα, να πνιγούμε. |"us"|||foolish||||slip|||pier|||we fall|straight|||||||drown And it seems so silly to us, to go and slip off the moor and fall straight headfirst into the sea, to drown.

Η θεία Δέσποινα, πάλι, φτάνει να μη γεμίζουμε άμμους το σπίτι, να πλένουμε κάθε βράδυ τα πόδια μας πριν κοιμηθούμε —κι όσο για θάλασσα... «Καλό κάνει να ψηθεί το πετσί σας στο αλάτι». |||||||we fill|sand||||wash|||||||||||||||to be salted||skin||| Aunt Despina, again, is enough not to fill the house with sand, to wash our feet every night before going to sleep - and as for the sea... "It's good to bake your skin in salt". Κι ο παππούς, το μόνο που ζητάει από μας είναι να θυμόμαστε το βράδυ το αρχαίο ρητό που μας μαθαίνει κάθε πρωί, την ώρα που τρώμε. |||||||||||||||ancient|saying|||||||||we eat Und Großvater, alles, was er von uns verlangt, ist, sich nachts an den alten Spruch zu erinnern, den er uns jeden Morgen beim Essen beibringt. And grandpa, the only thing he asks of us is to remember at night the ancient saying he teaches us every morning, while we eat.

Ήμασταν πια έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το Λαμαγάρι και την παραμονή το βράδυ ο μπαμπάς μας φώναξε να μας πει τις δέκα εντολές, όπως λέγαμε με τη Μυρτώ. ||ready||||||||eve||night|||||||tell|||commandments||||| Wir waren bereit, nach Lamagari aufzubrechen, und am Vorabend der Nacht rief uns unser Vater an, um uns die zehn Gebote zu sagen, wie wir es mit Myrto gesagt hatten. We were ready to leave for Lamagari and on the eve of the evening, dad called us to tell us the ten commandments, as Myrto and I used to say. Κάθε χρόνο μας έλεγε τα ίδια και τα είχαμε μάθει πια απέξω. |||||||||||by heart Every year he told us the same things and we had already learned them by heart.

Οι δέκα εντολές [του μπαμπά] ||commandments|| The ten commandments [of dad]

1) Να μην κολυμπάμε στα βαθιά. ||we swim|| 1) Do not swim in the deep.

2) Να μην περπατούμε ξιπόλητες. ||we walk|barefoot 2) Do not walk barefoot.

3) Να μη μένουμε πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα.

4) Να μην ανεβαίνουμε στα δέντρα. ||we climb||

5) Να μην τρώμε αγουρίδες. |||unripe fruits 5) Don't eat cucumbers.

6) Να μην τρώμε άπλυτα σταφύλια. |||unclean|grapes 6) Do not eat unwashed grapes.

7) Να μην μπαίνουμε στις βάρκες χωρίς μεγάλους. ||we get in|||| 7) Do not get into the boats without adults.

8) Να μην σκαρφαλώνουμε στα βράχια. ||we climb||rocks 8) Do not climb on the rocks.

9) Να μην πηγαίνουμε πιο μακριά απ' όσο ακούγεται η φωνή της θείας Δέσποινας. |||||||sounds||||| 9) Let's not go further than Aunt Despina's voice is heard.

10) Να μην τσακωνόμαστε. to||we argue 10) Let's not fight.

Εμείς τις ακούγαμε και λέγαμε: Ναι, μπαμπά.

Μα, σα φτάναμε στο Λαμαγάρι, τα ξεχνούσαμε όλα. ||we were arriving||Lamagari||we forgot|everything Πως να κάνουμε όλα αυτά τα «Μη» που ήθελε ο μπαμπάς! Wie man all dieses "Nein" macht, das Papa wollte! How to do all these "Don'ts" that dad wanted! Τότε, γιατί πηγαίναμε εξοχή; Έτσι, οι δέκα εντολές ήτανε μονάχα για τα Σαββατοκύριακα. |||||||commandments||||| Then why were we going to the countryside? So the ten commandments were only for the weekends. Αυτές τις μέρες τις έχουμε βγάλει η «απελπισία» μας. |||||||despair| Our "desperation" has brought us these days. Όταν συμφωνούνε τ' άλλα παιδιά να πάνε στα πέρα βραχάκια για καβούρια η πεταλίδες, εμείς τους λέμε: «Δε μπορούμε. |agree||||||||boulders||crabs||mussels||||| When the other kids agree to go to the far rocks for crabs or mussels, we tell them: 'We can't.' Άρχισε η απελπισία μας». ||despair|our Our despair began.

Καθόμασταν στην τζαμωτή και περιμέναμε να φανεί ο κυρ Αντώνης να μας πάρει. ||jacket|||||||Antonis||| We were sitting at the corner and waiting for Mr. Antonis to pick us up. Ένα σωρό βάρκες στη θάλασσα, μα την «Κρυσταλλία» την ξεχωρίσαμε αμέσως. |a pile of||||||Krystallia||we recognized|immediately A lot of boats in the sea, but we immediately distinguished "Krystallia".

- Έρχεται, έρχεται! βάλαμε τις φωνές και κρεμαστήκαμε να δούμε αν είναι κι η Άρτεμη μαζί. we put||||we hung|||||||| we raised our voices and hung out to see if Artemis is also with us.

Σε λίγο, στο πλάι του κυρ Αντώνη, ξεχωρίσαμε μία κόκκινη κουκκίδα, που κουνιότανε πέρα δώθε. ||||||||||dot||was moving||back and forth In a little while, at the side of Mr. Antonis, we distinguished a red dot, which was moving back and forth. Ύστερα ακούστηκαν μακριές φωνές, μέσα από τη θάλασσα. ||long||||| Then long voices were heard, through the sea.

- Μυρτώωωωω! Myrtooooooo Μεεεελιά. Melia

- Άρτεμηηηηη, ξελαρυγγιαζόμαστε μεις και τώρα πια τη βλέπουμε ξεκάθαρα τη φιλενάδα μας, με το κόκκινο φουστάνι της, να μας κουνάει χέρια και πόδια. Artemis|we shout|||||||clearly||girlfriend|||||dress||||waving||| - Artemis, we're clearing our throats and now we can see our friend clearly, with her red dress, waving her arms and legs at us.

Μόλις μπήκαμε στη βάρκα, αρχίσαμε τ' αγκαλιάσματα. as soon as|we got in|||we started||hugs As soon as we got into the boat, we started hugging.

- Σιγά θα μου μπατάρετε το σπίτι! |||mess up|| - Slowly you will capsize my house!

Έτσι λέει ο κυρ Αντώνης τη βάρκα του: «το σπίτι». Ίσως, γιατί, το καλοκαίρι κοιμάται κει μέσα. Maybe because, in the summer, it sleeps in there.

Η Άρτεμη είναι ένα χρόνο πιο μεγάλη από μένα κι ένα πιο μικρή από τη Μυρτώ. Artemis is one year older than me and one younger than Myrto. Έτσι την έχομε κι οι δυο μας φιλενάδα. So haben wir beide unsere Freundin. That's how we both have her as a friend. Δεν έχει πάει ποτέ της σχολείο κι ο κυρ Αντώνης δεν ξέρει γράμματα για να της μάθει. She has never been to school and Mr. Antonis doesn't know enough letters to teach her. Hiç okula gitmemiştir ve Bay Antonis ona öğretecek kadar harf bilmemektedir. Ξέρει όμως ένα σωρό πράγματα η Άρτεμη: Πως λένε το κάθε ψάρι, με τ' όνομά του, ως και κάτι μικρούτσικα ακόμα! |||||||||||||||||||tiny little| Τι δόλωμα χρειάζεται το καθένα. |bait||| Welche Köder braucht jeder? What bait each needs. Σε ποια βραχάκια έχει πεταλίδες και σε ποια κοντά πάνε τα γαριδάκια. |||||||||||little shrimp On which rocks there are limpets and on which nearby the little shrimps go. Hangi kayalarda midye var ve hangileri karidese yakın. Ψαρεύει μόνη της, ως και χταπόδια. She fishes|||||octopuses Sie fischt alleine, sowie Tintenfische. She fishes alone, even octopuses. Κι αν την άφηνε ο κυρ Αντώνης, θα μπορούσε και βάρκα με πανί να μανουβράρει. ||||||||||||||maneuver And if Mr. Antonis would let her, she could also maneuver a sailboat.

- Τι κάνει το καπλάνι; μας ψιθύρισε η Άρτεμη. |||||whispered|| - What is the caplan doing? Artemis whispered to us.

Τότε μείς τα είπαμε πια όλα: πως γύρισε κατά τη θάλασσα! ||||||||||sea Dann sagten wir alles: wie er zurück ans Meer kam! Then we had said everything: that it turned towards the sea!

Στο μουράγιο ήτανε μαζεμένα τα παιδιά και μας περίμεναν. |muro (a type of small harbor or dock)||gathered||||| At the dock, the children were gathered and waiting for us. Ο Νώλης, ο Οδυσσέας και η μικρούλα Αυγή. |Nolis|||||little|Dawn Nolis, Odysseus, and little Avgi. Ξεφώνιζαν όλοι μαζί και, μόλις πατήσαμε το πόδι μας στη στεριά, βγάλανε κάτι σφυρίχτρες από καλάμι κι αρχίσανε να σφυρίζουν. they shouted|||||stepped|||||land|they took out||whistles||cane||they started||whistling Sie schrien alle zusammen und sobald wir an Land gingen, holten sie ein paar Pfeifen aus einem Rohr und fingen an zu pfeifen. They all shouted together and, as soon as we set foot on land, they took out some whistles made of reeds and began to whistle. Η θεία Δέσποινα, ο παππούς κι ο κυρ Αντώνης τραβήξανε μπροστά, με τα πράγματα, για τον Πύργο μας και μεις ξοπίσω με τα παιδιά. |||||||||pulled|||||||Tower||||behind||| Aunt Despoina, grandpa, and Mr. Antonis went ahead with the luggage to our Tower, and we followed behind with the children.

Στον πύργο μας περίμενε η Σταματίνα, που είχε έρθει μια μέρα πριν να καθαρίσει το σπίτι. Am Turm erwartete uns Stamatina, die am Vortag gekommen war, um das Haus zu putzen. At our tower, Stamatina was waiting for us, having come a day earlier to clean the house. Γρήγορα γρήγορα βγάλαμε τα πέδιλά μας. ||we took off||our sandals| Quickly, we took off our sandals. Η Μυρτώ μάλιστα έδωσε μια στο δικό της, που πήγε και στάθηκε πάνω σ' ένα ράφι. |Myrto||||||||||stood|||| Myrto even gave one to hers, who went and stood on a shelf. Hatta Myrto bir tane de onunkine verdi, o da gidip bir rafın üzerinde durdu.

- Πάνε κι οι δέκα εντολές του μπαμπά, λέει. ||||commands||| - "And so go the ten commandments of dad," he says.

Τρέξαμε κάτω «στ' αμπέλι του παππού» (το λέγανε έτσι, γιατί ο παππούς το σκάλιζε και το πότιζε μόνος του), όπου μας περίμεναν τα παιδιά. |||vineyard||grandpa||||||||was cultivating|||watered||||||| We ran down to "grandpa's vineyard" (they called it that because grandpa tended and watered it by himself), where the kids were waiting for us. Δεν μπορούσαμε να τρέξουμε, γιατί τις πρώτες μέρες, ώσπου να σκληραίνουν οι πατούσες, τα πόδια πονούσαν από τις πέτρες και τ' αγκάθια. |||we run|||||until||harden||soles|||hurt||||||thorns We couldn't run because in the first days, until our soles hardened, our feet hurt from the stones and thorns. Δε θέλαμε όμως να φοράμε παπούτσια, για να μοιάζουμε πιότερο με τα παιδιά από τα τσαρδάκια. ||||||||look more like|more||||||shanties However, we didn't want to wear shoes, to resemble the children more from the small huts. Πάρα πολύ τ' αγαπούμε τα παιδιά κι ας λένε: «Μαρή Μυρτώ! |||we love||||||Mary| We love children too much, even if they say: "Mary Myrto! Μαρή Μέλια!». Mary| Mary Melia!". Όταν βλέπουμε κανέναν ξένο στο δρόμο και μας ρωτάει κάτι, απαντούμε χωριάτικα, για να νομίζει πως είμαστε από τα τσαρδάκια. |||foreigner|||||||we answer|like locals||||||||shacks Wenn wir auf der Straße einen Fremden sehen und er uns etwas fragt, antworten wir so rustikal, dass er denkt, wir wären aus den Zelten. When we see a foreigner on the street and they ask us something, we respond in a rustic manner, so they think we are from the little cottages.

Τα παιδιά, κάτω στ' αμπέλι, είχαν θρονιαστεί πάνω σε μια μεγάλη μυγδαλιά και μας περίμεναν. ||||vineyard||perched|||||almond tree||| The children, down by the vineyard, had settled on a big almond tree and were waiting for us. Τ' αμπέλι του παππού δεν έχει ούτε ένα τσαμπί σταφύλι: Είναι σπαρμένο ντοματιές. |vineyard|||||||bunch|grape||planted|tomato plants Opas Weinberg hat keine einzige Weintraube: Er ist mit Tomaten besät. Grandpa’s vineyard doesn’t have a single bunch of grapes: It is planted with tomato plants. Στη μέση βρίσκεται μια τεράστια μυγδαλιά. |||||almond tree Ο Νίκος μας είχε πει ολόκληρο παραμύθι για τούτο τ' αμπέλι. ||||||||||vine Μια φορά ήτανε γεμάτο κλήματα, που κάνανε ολόμαυρα σταφύλια. ||||vines||made|jet-black| Once upon a time it was full of vines that produced completely black grapes. Η μυγδαλιά όμως στεναχωριότανε, που έβλεπε γύρω της όλο μαύρα χρώματα και σκοτεινά. |almond tree||was sad||||||||| Aber der Mandelbaum war traurig, als er ringsum schwarze Farben und Dunkelheit sah. However, the almond tree was sad because it saw all around it only black colors and darkness. Ama sinek üzgündü, çünkü etrafında tüm siyah renkleri ve karanlığı görüyordu. Τότε μια νύχτα το καπλάνι, που είχε κοιμισμένο το μαύρο του μάτι κι έβλεπε με το γαλάζιο, ήρθε, ξερίζωσε τα σταφύλια και φύτεψε στ' αμπέλι κόκκινες, χαρούμενες ντομάτες, για να χαρεί η μυγδαλιά. |||||||sleeping||||||was looking|||||uprooted||||planted||vineyard|red|||||to rejoice|| Then one night, the panther, which had its black eye closed and saw with its blue one, came, uprooted the grapes, and planted red, cheerful tomatoes in the vineyard, so that the almond tree could be happy.

Σκαρφαλώσαμε κι εμείς στο δέντρο κι όλοι ρώταγαν για το καπλάνι, που τους το 'χε κιόλας προλάβει η Άρτεμη, πως γύρισε μέσα στη βιτρίνα, να κοιτάζει κατά τη θάλασσα. we climbed|||||||were asking||||||||already||||||||||||| Wir kletterten auch auf den Baum und alle fragten nach dem Kaplan, den Artemis schon eingefangen hatte, wie er sich im Schaufenster drehte und aufs Meer blickte. We also climbed the tree, and everyone was asking about the caplani, which Artemis had already caught up with them, as it turned around inside the showcase, looking toward the sea.

— Ύστερα; ρωτά ο Νώλης. later||| — What happened next? asks Nolis.

— Τι ύστερα; λέμε μείς. — What next? we say

— Αχ, ας το 'βλεπα μια φορά το καπλάνι! |||saw|||| — Ah, let me see the chaplain once! στενάζει ο Νώλης. sighs|| Κι ας ήτανε μέσα από τη βιτρίνα. Even if it was through the window.

Μα για το καπλάνι δε μιλήσαμε άλλο. Aber wir sprachen nicht mehr über den Kaplan. But we didn't talk about the tiger anymore. Γιατί ποιος, έκτος από το Νίκο, μπορούσε να διηγηθεί τις ιστορίες του; Κι ο Νίκος σε λίγες μέρες θα έφτανε στο Λαμαγάρι. ||except||||||||||||||||||| Because who, besides Niko, could tell his stories? And Niko would arrive at Lamagari in a few days.

Αρχίσαμε τα χοροπηδήματα και τα κλαδιά της μυγδαλιάς ανεβοκατέβαιναν σαν κούνια. ||bouncing|||branches||almond tree|went up and down||swing We started jumping around and the branches of the almond tree went up and down like a swing. Αν μας έβλεπε κανείς θα ξεχώριζε, πως η Μυρτώ κι εγώ δεν είμαστε από τα τσαρδάκια. |||||would distinguish||||||||||shanties If anyone were to see us, they would distinguish that Myrto and I are not from the little huts. Τ' άλλα παιδιά είχανε κιόλας  μαυρίσει. |||||tanned The other kids were already tanned. Τα χέρια τους και τα πόδια τους ξάσπριζαν από την αλμύρα της θάλασσας. |||||||were whitening|||salt||sea Ihre Hände und Füße zitterten vom Salz des Meeres. Their hands and feet were whitening from the sea salt. Τα κατάμαυρα μαλλιά της Άρτεμης, εκεί κοντά στις ρίζες, είχανε γίνει σχεδόν ξανθά από τους ήλιους. |jet-black|||Artemis||||roots|||||||suns Artemis' jet-black hair, there near the roots, had become almost blond from the sun. Σε λίγες, όμως, μέρες θα 'μασταν και μείς έτσι, σαν «μαυροτσούκαλα», που λέει κι ο μπαμπάς, και θα μιλούσαμε όπως μιλάνε στο Λαμαγάρι. |||||we'd be|||||black-eyed|||||||||||| Θα λέγαμε: Προύν', κταλ', σαπάν', σακατ'... ||Prun|to take|sapan|sack We would say: Proun', ktal', sapat', sakat'...

- Έρχεται, έρχεται ξεφώνισε ο Νώλης, στ' άξαφνα, κι όλοι γυρίσαμε το κεφάλι. ||shouted||||suddenly||||| - Es kommt, es kommt, rief Nolis plötzlich, und wir drehten uns alle um. - It's coming, it's coming, Nolis shouted suddenly, and we all turned our heads.

Ήτανε η Πιπίτσα! ||Pipitsa It was Pipitsa! Ένα άλλο κοριτσάκι από τη χώρα, που μένει κι αυτή σε Πύργο. ||little girl||||||||| Πιπίτσα! Μα μπορεί να υπάρξει πιο γελοίο όνομα; Δεν τη χωνεύουμε καθόλου. |||||ridiculous||||we can't stand| Ο μπαμπάς της έχει σχεδόν όλες τις αποθήκες του κρασιού δικές του κι η Πιπίτσα φουσκώνει σαν διάνος όταν λέει τη λέξη: αποθήκες. |||||||||of wine||||||puffs up||balloon|||||warehouses Ihr Vater hat fast alle Weinläden selbst und Pipitsa schwillt an wie ein Teufel, wenn sie das Wort sagt: Lagerhäuser. Her dad has almost all the wine cellars to himself, and Pipitsa puffs up like a peacock when she says the word: cellars. Είναι σαν και μένα στα χρόνια, μα ούτε κολύμπι δεν ξέρει. ||||||||swimming|| Er ist wie ich im Laufe der Jahre, aber er kann nicht einmal schwimmen. She's about my age, but she doesn't even know how to swim. Yaş olarak bana benziyor ama yüzmeyi bile bilmiyor. Την έχουμε βγάλει «μεγάλο μπελά», γιατί, όπου πάμε, η μαμά της μας τη φορτώνει. ||taken||big trouble|||||||||loads Wir haben ihr "großen Ärger" bereitet, denn wohin wir auch gehen, ihre Mama lädt uns ein. We've nicknamed her 'a big hassle' because, wherever we go, her mom unloads her on us. Başını bir sürü belaya soktuk çünkü nereye gidersek gidelim annesi başımızı belaya sokuyor. Φάνηκε από πέρα, σειστή και λυγιστή. |||swaying||bending It seemed from beyond, straight and bent. Είναι χοντρή χοντρή σαν βαρελάκι κι έχει μια ψιλή ψιλή, κλαψιάρικη φωνή. |fat|||barrel||||||crying|

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; παραπονέθηκε στη Μυρτώ και σε μένα, σαν έφτασε κοντά. ||||||complained|||||||arrived| - Warum bist du nicht zu mir gekommen? beschwerte er sich bei Myrto und mir, als wäre er nahe dran. - Why didn't you come to see me?" he complained to Myrtle and me, as he came near.

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; κορόιδεψε ο Οδυσσέας και κάνει τη φωνή του ολόιδια σαν της Πιπίτσας. ||||||mocked||||||||exactly the same|||Pipitsa - Why didn't you come to see me? Odysseus mocked and imitated Pipitsa's voice exactly.

- Καλά, τσιρίζει εκείνη. |screams| - Well, she shrieked. Κοροϊδεύετε σείς κι εγώ δε θα σας βάλω στη βαρέλα. You mock|you||||||||barrel You are mocking and I will not put you in the barrel.

Στη βαρέλα! |the barrel In the barrel! Μεμιάς πηδήξαμε όλοι από το δέντρο κάτω. all at once|we jumped||||| In one jump, we all jumped down from the tree. Από πέρυσι την παρακάλαγε ο Νώλης να ζητήσει από τον μπαμπά της μια παλιά βαρέλα του κρασιού. |last year||kept begging||||||||||||| Since last year, Nolis had been begging her to ask her dad for an old wine barrel. Ο Νώλης μας είχε πει, πως μπορούσε η βαρέλα  να πλέει, σαν αληθινή βάρκα. ||||||||||float||| Nolis had told us that the barrel could float, like a real boat. Γι' αυτό και μεις λέγαμε, πως ήτανε κρίμα, που ο πατέρας του παππού πούλησε τις αποθήκες του. |||we||||||||||||| Deshalb haben wir früher gesagt, dass es schade ist, dass der Vater meines Großvaters seine Lager verkauft hat. That's why we said it was a pity that grandfather's father sold his warehouses. Δεν κράταγε μια βαρέλα τουλάχιστον! |was holding||| Es hielt zumindest kein Fass! He wasn't holding a barrel at least!

- Μαρή, δε λες ψέματα; αγρίεψε ο Νώλης. |||lies|got angry|| - Mary, you're not lying are you? Nolis has gotten wild.

- Να νεκροφιλήσω τη μαμά και τον μπαμπά, θέλω και δε θέλω, λέει η Πιπίτσα και φιλάει σταυρό τα χέρια. |necrophilia||||||||||||||kisses|cross|| - Mama und Papa zu nekrophilisieren, ich will und ich will nicht, sagt Pipitsa und küsst ihre Hände quer. - I want and don't want to necrophilically kiss mom and dad, says Pipitsa and kisses her hands in a cross.

Γι' αυτό δεν τη χωνεύουμε! ||||digest That's why we can't stand her! Δε λέει σαν όλα τα παιδιά: «Λόγω τιμής» Μα: «Να νεκροφιλήσω τη μαμά». |||||||honor|||necrophilia|| It doesn't say like all the kids: 'For honor' but: 'To necrophilically kiss mom.' «Να με μαζέψουν κομματάκια στο ζεμπίλι», κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. ||gather|pieces||bag||||nonsense 'To be picked up in pieces in a bag,' and other such nonsense.

Αρχίσαμε να τη ρωτάμε για τη βαρέλα, πόσο μεγάλη είναι, που βρίσκεται, πότε μπορούμε να την πάρουμε... Εκείνη μας κοίταζε αμίλητη, για να μας κάνει να σκάσουμε κι αφού έφαγε τα νύχια της από το ένα χέρι, είπε: ||||||||||||||||||||silent||||||burst||||||||||| Wir fingen an, sie nach dem Fass zu fragen, wie groß es ist, wo es ist, wann wir es bekommen können ... Sie sah uns sprachlos an, um uns zum Platzen zu bringen, und nachdem sie mit einer Hand ihre Fingernägel gegessen hatte, sagte sie: We started asking her about the barrel, how big it is, where it is, when we can take it... She looked at us silently, to make us burst, and after she had bitten her nails off one hand, she said:

- Είναι, στην αποθήκη μας. ||warehouse| - It is in our warehouse. Ο μπαμπάς είπε πως και τώρα, αν θέμε, μπορούμε να την πάρουμε. |||||||we want|||| Dad said that even now, if we want, we can take it.

Μόλις όμως κάναμε να ξεκινήσουμε, μας σταμάτησε: Aber sobald wir anfingen, stoppte er uns: But just as we were about to start, he stopped us:

- Θα με ξανακοροϊδέψετε; Αλλιώς δεν πάμε πουθενά! ||mock|||| - Are you going to fool me again? Otherwise, we're not going anywhere!

- Όοοχι. No - No. Όοοοχι! Oh no Noooo! φωνάζουμε όλο μαζί.

- Ορκιστείτε. Swear (to)

- Ορκιζόμαστε! We swear

- Όχι, όχι, διαμαρτύρεται κείνη. ||protests| - No, no, she protests. Να πείτε: Να μας δεις με τη γλώσσα κρεμασμένη και τ' άντερα χυμένα έξω! ||||||||hanging out|||guts|spilled out| Say: To see us with our tongues hanging out and our guts spilled outside!

- Τέτοιες σαχλαμάρες δε λέμε, θύμωσε για καλά ο Νώλης. - We don't say such nonsense, Nolis got really angry. Μη μας δώσεις την ψωροβαρέλα σου. ||||little nonsense| Don't give us your miserable barrel.

- Κι όλο το καλοκαίρι μην έρθεις, ούτε μια φορά, να παρακαλέσεις να σε παίξουμε, απειλεί η Μυρτώ. ||||||||||ask||||threatens|| - And all summer long, don't come, not even once, to beg to be played, Myrto threatens.

- Θα σου βάλουμε και τσούχτρα στην πλάτη, της φωνάζει ο Οδυσσέας. ||||jellyfish|||||| - We'll put a jellyfish on your back too, Odysseus shouts at her.

- Καλέ, δεν την παρατάτε! |||leave her alone - Come on, can't you just leave her alone! λέει η Άρτεμη. says Artemis.

- Καλά, υποχωρεί κλαψουρίζοντας η Πιπίτσα. |withdraws|whining|| - Well, Pipitsa is retreating while whining. Πείτε μόνο: «Λόγω τιμής». Just say: 'For the sake of honor.'

Έτσι είπαμε «Λόγω τιμής», μας έβαλε όμως να το πούμε από τρεις φορές ο καθένας. |||honor||||||||||| So we said 'For the sake of honor', but she made us say it three times each.