3. ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΟΙ ΦΙΛΗΔΟΝΟΙ Ι. Οι Υπηρέτες
Ι. Οι Υπηρέτες
ΤΟ ΣΠΙΤΙ του Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ ήταν αρκετά μακριά απ' το κέντρο της πολιτείας, όχι όμως κι εντελώς στο προάστιο. Ήταν αρκετά παλιό μα με εμφάνιση ευχάριστη: μονώροφο, με σοφίτα, βαμμένο γκρίζο, η σκεπή από λαμαρίνα, βαμμένη κόκκινη. Όπως και να 'ναι κρατιόταν καλά ακόμα, ήταν ευρύχωρο κι άνετο. Είχε πολλά κελάρια, πολλές μικρές αποθήκες και πολλές αναπάντεχες σκαλίτσες. Είχε και ποντικούς, μα ο Φιόντορ Παύλοβιτς δε θύμωνε και πολύ μ' αυτούς, «όσο και να 'ναι θα 'χεις μια συντροφιά τα βράδια όταν μένεις μονάχος». Γιατί πραγματικά είχε, το συνήθειο ν' αφήνει τους υπηρέτες να πηγαίνουν στην πτέρυγα και κλειδωνόταν στο σπίτι μονάχος όλη νύχτα. Αυτή η πτέρυγα ήταν στην αυλή. Ένα κτίριο μεγάλο και καλοφτιαγμένο. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς διέταξε να γίνει εκεί και η κουζίνα αν και υπήρχε κουζίνα στο σπίτι. Δεν του άρεσε η μυρουδιά της κουζίνας. Έτσι τα φαγητά τα κουβαλούσαν απ' την αυλή χειμώνα-καλοκαίρι. Γενικά το σπίτι ήταν χτισμένο για μεγάλη οικογένεια και θα μπορούσε να χωρέσει πέντε φορές περισσότερους αφεντάδες και υπηρέτες. Μα τον καιρό της ιστορίας μας στο σπίτι ζούσαν μονάχα ο Φιόντορ Παύλοβιτς με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και στην πτέρυγα τρεις όλοι κι όλοι υπηρέτες. Ο γερο-Γρηγόρης, η γρια-Μάρθα, η γυναίκα του, κι ο λακές Σμερντιακόβ που ήταν νέος ακόμα. Είναι ανάγκη να μιλήσουμε κάπως πιο λεπτομερειακά γι' αυτούς τους τρεις. Βέβαια για το γερο-Γρηγόρη Βασίλιεβιτς Κουτούζοβ έχουμε πει κιόλας αρκετά. Ήταν ένας άνθρωπος σταθερός, που τράβαγε ίσα στο σκοπό του, φτάνει μονάχα, για κάποια αιτία (πολλές φορές εκπληχτικά παράλογη), ο σκοπός αυτός να του φαντάζει σαν μια αναμφισβήτητη αλήθεια. Γενικά μπορούσε να πει κανείς πως ήταν τίμιος κι αδιάφθορος. Η γυναίκα του, η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, παρ' όλο που υποταζόταν πάντοτε απεριόριστα στη θέληση του άντρα της, του 'γινε τσιμπούρι αμέσως μετά την απελευθέρωση των χωρικών και του 'λεγε να φύγουν απ' του Φιόντορ Παύλοβιτς, να πάνε στη Μόσχα και κει ν' αρχίσουν κάνα μικρεμπόριο— είχαν ένα μικρό κομπόδεμα. Μα ο Γρηγόρης αποφάσισε τότε μια για πάντα πως η γυναίκα του έχει άδικο «γιατί όλες οι γυναίκες είναι άτιμες». Και πως δεν είναι καθόλου πρέπον να παρατήσουν τον πρώην αφέντη του, κι ας είναι αυτός ό,τι θέλει «γιατί τούτο είναι το χρέος μας τη σήμερον ημέρα».
— Καταλαβαίνεις τι θα πει χρέος; είπε στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα.
— Το χρέος το καταλαβαίνω, Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, μα τι σόι χρέος έχουμε να μείνουμε σώνει και καλά δω πέρα, αυτό ποτέ μου δεν θα το καταλάβω, απάντησε σταθερά η Μάρθα Ιγνάτιεβνα.
— Δεν πα να μην το καταλάβεις. Θα γίνει αυτό που σου λέω. Από δω και πέρα λοιπόν, τσιμουδιά.
Έτσι κι έγινε: δε φύγανε, κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς τους όρισε ένα μικρό μισθό, μα τους το πλήρωνε ταχτικά. Ο Γρηγόρης ήξερε εξάλλου πως έχει μιαν αναμφισβήτητη επιρροή στ' αφεντικό του. Το αισθανόταν αυτό και ήταν σωστό: ο πονηρός και πεισματάρης μασκαράς, ο Φιόντορ Παύλοβιτς, που 'χε έναν πολύ δυνατό χαρακτήρα «σε μερικά πράματα της ζωής» — όπως εκφραζόταν ο ίδιος — συνέβαινε καμιά φορά — κι αυτό τον έκανε και τον ίδιον ν' απορεί — να δείχνει αδυναμία σε μερικά άλλα «πράματα της ζωής». Και ήξερε και μόνος του ποια ήταν αυτά, τα 'ξερε και τα φοβόταν. Σε μερικά πράματα της ζωής έπρεπε να 'ναι πολύ ανοιχτομάτης κι αυτό δύσκολα γίνεται δίχως τη βοήθεια ενός πιστού ανθρώπου. Κι ο Γρηγόρης ήταν πιστότατος. Πολλές φορές στη διάρκεια της καριέρας του θα τις έτρωγε ο Φιόντορ Παύλοβιτς και θα τις έτρωγε στα γεμάτα, αν δεν τον γλύτωνε ο Γρηγόρης. Μονάχα που ύστερα, κάθε φορά, του διάβαζε κι έναν εξάψαλμο. Μα το ξύλο μονάχα δε θα τρόμαζε τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Υπήρχαν κάποιες περιπτώσεις πιο σημαντικές γι' αυτόν, πολύ λεπτές και πολύπλοκες, που κι ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς δε θα μπορούσε ίσως να καθορίσει κείνη την εξαιρετική ανάγκη που αισθανόταν να 'χει δίπλα του έναν πιστό και δικό του άνθρωπο και που την ένιωθε καμιά φορά ξαφνικά κι ακατανίκητα. Αυτές οι κρίσεις ήταν σχεδόν νοσηρές: ο ακόλαστος και μέσα στη φιληδονία του άκαρδος, πολλές φορές σαν αιμοβόρο έντομο, Φιόντορ Παύλοβιτς, αισθανόταν καμιά φορά, τις ώρες που ήταν μεθυσμένος, ένα φόβο κι έναν ηθικό κλονισμό που 'χε, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, κι έναν υλικό αντίχτυπο στην ψυχή του. «Λες και η ψυχή μου φτεροκοπάει στο λαρύγγι μου τούτες τις φορές», έλεγε πού και πού ο ίδιος. Κάτι τέτοιες ακριβώς στιγμές ένιωθε την ανάγκη να 'χει δίπλα του, κοντά κάπου κει, έστω κι όχι στο σπίτι μα στην πτέρυγα, έναν άνθρωπο αφοσιωμένο, σταθερό, εντελώς αντίθετον απ' αυτόν, καθόλου διεφθαρμένο που, αν κι έβλεπε όλες αυτές τις ακολασίες που γίνονταν κει πέρα και ήξερε όλα τα μυστικά του, να τα παραδεχόταν από αφοσίωση, να μην εναντιωνόταν και, το κυριότερο, να μην τον κατηγορούσε και να μην τον απειλούσε με καμιά τιμωρία είτε σε τούτον είτε στον άλλο κόσμο. Κι αν χρειαζόταν, να τον υπεράσπιζε κιόλας. Από ποιόν; Από κάποιον που του ήταν άγνωστος μα φοβερός κι επικίνδυνος. Το σπουδαίο ήταν να υπάρξει ένας άλλος άνθρωπος με παλιές αντιλήψεις, μα φίλος, που να μπορείς να τον φωνάξεις σε μια στιγμή ανάγκης, μόνο και μόνο για να καλοκοιτάξεις το πρόσωπό του, ίσως να του πεις κιόλας καμιά κουβέντα, ας είναι κι εντελώς άσχετη. Κι αν αυτός δε θυμώσει, ξαλαφρώνει η καρδιά σου. Αν όχι, ε, τί να γίνει; Η καρδιά θλίβεται περισσότερο. Πού και πού — πολύ σπάνια είν' αλήθεια — ο Φιόντορ Παύλοβιτς σηκωνόταν τη νύχτα, πήγαινε στην πτέρυγα να ξυπνήσει τον Γρηγόρη και τον φώναζε να του κάνει λίγο συντροφιά. Εκείνος ερχόταν κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς άρχιζε να του μιλάει για τα πιο ασήμαντα πράματα και γρήγορα τον άφηνε να φύγει, μερικές φορές μάλιστα με καμιά κοροϊδία ή κανένα χωρατό. Ύστερα, ξαλαφρωμένος πια, έπεφτε στο κρεβάτι και κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Κάτι τέτοιο συνέβη με τον Φιόντορ Παύλοβιτς κι όταν ήρθε ο Αλιόσα. Ο Αλιόσα «τον σκλάβωσε» γιατί «έμενε κει μαζί του, τα 'βλεπε όλα, κι όμως τίποτα δεν καταδίκασε».
Μα και κάτι άλλο: έφερε μαζί του κάτι πρωτοφανές: μιαν απόλυτη απουσία περιφρόνησης γι' αυτόν το γέρο. Και του φερόταν μάλιστα πάντα στοργικά, με μιαν εντελώς φυσική, ανοιχτόκαρδη φιλία που αυτός τόσο λίγο την άξιζε. Όλ' αυτά ήταν μια μεγάλη έκπληξη γι' αυτόν τον γέρο ακόλαστο μαγκούφη που ως τα τώρα είχε συνηθίσει στις «βρωμιές». Όταν έφυγε ο Αλιόσα, παραδέχτηκε μέσα του πως ένιωσε μερικά πράματα που ως τα τότε δεν ήθελε να τα καταλάβει.
Έχω πει πια στην αρχή της διήγησής μου πως ο Γρηγόρης δε χώνευε την Αδελαΐδα Ιβάνοβνα, την πρώτη γυναίκα του Φιόντορ Παύλοβιτς, τη μητέρα του πρώτου γιου του, του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, και πως αντίθετα υπεράσπιζε τη δεύτερη γυναίκα του, τη σεληνιασμένη, τη Σοφία Ιβάνοβνα, τόσο που αντιμιλούσε στ' αφεντικό του και γινόταν εχθρός μ' όποιον έβαζε στο νου να πει γι' αυτήν μια κακή ή ελαφρόμυαλη κουβέντα. Αυτή η συμπάθεια για κείνη τη δυστυχισμένη κατάντησε να του γίνει κάτι το ιερό, τόσο που και ύστερ ' από είκοσι χρόνια δε θα μπορούσε να υποφέρει ούτε έναν υπαινιγμό γι ' αυτήν, απ' όποιον κι αν προερχόταν και θα τσακωνόταν αμέσως με κείνον που θα την κακολογούσε.
Εξωτερικά ο Γρηγόρης ήταν άνθρωπος ψυχρός και ποζάτος, λιγομίλητος, και τα λόγια του ήταν πάντα επίσημα και καλοζυγιασμένα. Γι' αυτό ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς με την πρώτη ματιά αν αγαπούσε ή όχι την αφοσιωμένη και υπάκουη γυναίκα του. Όμως αυτός την αγαπούσε πραγματικά και κείνη φυσικά το καταλάβαινε. Αυτή η Μάρθα Ιγνάτιεβνα όχι μονάχα δεν ήταν ανόητη γυναίκα, μα ίσως να 'ταν και πιο έξυπνη απ' τον άντρα της· τουλάχιστον στα πραχτικά ζητήματα σκεφτόταν πιο σωστά, κι όμως υποταζόταν σ' αυτόν αγόγγυστα και απεριόριστα, απ' την πρώτη μέρα του γάμου τους, και τον σεβόταν χωρίς συζήτηση για την ψυχική του ανωτερότητα. Είναι αξιοπαρατήρητο πως και οι δυό, όλη τους τη ζωή, πολύ λίγο μίλαγαν κι αυτό μονάχα για τις πιο απαραίτητες και τις τρέχουσες δουλειές. Ο περήφανος και μεγαλοπρεπής
Γρηγόρης σκεφτόταν τις δουλειές του και τις φροντίδες του πάντα μονάχος, έτσι που η Μάρθα Ιγνάτιεβνα είχε καταλάβει από καιρό πως οι συμβουλές της δεν του χρειάζονταν καθόλου. Ένιωθε πως ο άντρας της εχτιμάει τούτη τη σιωπή της και παραδέχεται πως έτσι δείχνει ότι είναι μυαλωμένη. Ποτέ δεν την είχε χτυπήσει, εκτός μονάχα μια φορά, μα και τότε πολύ ελαφριά. Τον πρώτο χρόνο του γάμου τους μάζεψαν μια φορά τις κοπέλες του χωριού και τις γυναίκες, που ήταν ακόμα τότε δουλοπάροικες, στην αυλή του αφέντη για να χορέψουν και να τραγουδήσουν. Άρχισαν με το τραγούδι Στα χωράφια και ξαφνικά η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, που ήταν νέα τότε, βγήκε μπροστά απ' τη χορωδία και χόρεψε «ρούσικο» μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, όχι σαν τις χωριάτισσες, μα όπως το χόρευε όταν ήταν υπηρέτρια στους Μιούσοβ, που 'χαν στο σπίτι τους θέατρο κι όπου ένας χοροδιδάσκαλος φερμένος απ' τη Μόσχα μάθαινε τους ηθοποιούς χορό. Ο Γρηγόρης είδε τούτο το χορό της γυναίκας του κι ύστερ ' από μιαν ώρα, σαν γυρίσανε σπίτι τους, της τράβηξε λίγο τα μαλλιά για να της δώσει ένα μάθημα. Όμως από δω και πέρα, σ ' όλη του τη ζωή, δεν την ξανάδειρε και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ορκίστηκε να μην ξαναχορέψει.
Παιδιά δεν τους έδωσε ο Θεός, εκτός από ένα που πέθανε κι αυτό. Ο Γρηγόρης αγαπούσε πολύ τα παιδιά, κι ούτε το 'κρύβε μάλιστα, και δε ντρεπότανε να το λέει και να το ξαναλέει. Τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τον πήρε όταν ήταν τριών χρονών ακόμα —τότε που το ' σκάσε η Αδελαΐδα Ιβάνοβνα— και τον ντάντευε ένα χρόνο, τον χτένιζε μάλιστα και τον έλουζε ο ίδιος σε μια σκάφη. Ύστερα φρόντιζε και τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και τον Αλιόσα και για το ευχαριστώ έφαγε κι ένα χαστούκι. Μα όλ' αυτά τα 'χω πια ιστορήσει. Όσο για το δικό του το παιδί, χάρηκε μονάχα όσο το περίμενε, όσο η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ήταν έγκυος.
Μα όταν γεννήθηκε, του γέμισε την καρδιά με θλίψη και φρίκη. Και τούτο γιατί κείνο τ' αγοράκι γεννήθηκε με έξη δάχτυλα. Βλέποντάς το αυτό ο Γρηγόρης απελπίστηκε τόσο που όχι μονάχα δεν έβγαλε λέξη ίσαμε τη μέρα που 'γιναν τα βαφτίσια, μα πήγαινε ξεπίτηδες στον κήπο για να μένει μονάχος, αμίλητος. Ήταν άνοιξη κι όλες κείνες τις τρεις μέρες σκάλιζε τις αυλακιές στο μποστάνι. Την τρίτη μέρα έπρεπε το μωρό να βαφτιστεί. Μπαίνοντας στην ίζμπα του, όπου είχαν μαζευτεί ο παπάς και οι καλεσμένοι και είχε έρθει κι ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς που θα 'ταν ο νουνός, είπε ξαφνικά πως το παιδί «καλό θα 'ταν να μην το βαφτίζανε καθόλου». Αυτό δεν το 'πε δυνατά κι ούτε έδωσε πολλές εξηγήσεις· έβγαζε τις λέξεις σαν να του τις τράβαγε κανείς με το τσιγκέλι και κοίταζε επίμονα κι ανέκφραστα τον παπά.
— Γιατί αυτό; ρώτησε ο παπάς με μιαν εύθυμη απορία.
— Γιατί αυτός είναι... δράκοντας... πρόφερε με τρεμάμενη φωνή ο Γρηγόρης.
— Τι δράκοντας είναι; Πώς είναι δράκοντας; Ο Γρηγόρης έμεινε για λίγο σιωπηλός.
— Η φύση έπαθε σύγχυση... πρόφερε αυτός και τα λόγια του δεν ακούστηκαν καθαρά. Όμως μίλαγε με σταθερότητα και ήταν φανερό πως δεν ήθελε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις.
Οι άλλοι γελάσανε και φυσικά βαφτίσανε το καημένο το μωρό. Ο Γρηγόρης προσευχήθηκε από καρδιάς μπροστά στην κολυμπήθρα μα δεν άλλαξε τη γνώμη του για το νιογέννητο. Να λέμε την αλήθεια, δεν ανακατεύτηκε σε τίποτα όλες κείνες τις δυό βδομάδες πού 'ζησε το αρρωστιάρικο αγοράκι, ούτε καν το κοίταζε, δεν ήθελε μάλιστα να το ξέρει και τον περισσότερο καιρό του τον πέρναγε έξω απ' την ίζμπα. Μα όταν το μωρό σε δυό βδομάδες πέθανε, από άφτρα, το 'βαλε ο ίδιος στο μικρό του φέρετρο, το κοίταζε βαθιά θλιμμένος κι όταν σκεπάσανε με χώμα το μικρό, ρηχό του μνήμα, έπεσε στα γόνατα και το προσκύνησε. Από τότε, πολλά χρόνια, δεν πρόφερε ούτε μια φορά τ ' όνομά του μα και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα δεν έλεγε λέξη για τ' αγόρι της μπροστά του κι αν τύχαινε να κουβεντιάσει με κανέναν για το «μωρουδάκι» της, μίλαγε ψιθυριστά, έστω κι αν δεν ήταν κει πέρα ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς. Όπως έλεγε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, άρχισε από τότε ν' ασχολείται με τα «θεία», διάβαζε τα Συναξάρια, τις περισσότερες φορές σιωπηλός και μονάχος, φορώντας κάθε φορά τα μεγάλα, στρογγυλά, με τον ασημένιο σκελετό γυαλιά του. Σπάνια διάβαζε δυνατά κι αυτό τη μεγάλη σαρακοστή. Αγαπούσε το βιβλίο του Ιώβ, βρήκε κάπου μια φυλλάδα με τους λόγους και τα κηρύγματα του «θεοφόρου ημών πατρός Ισαάκ του Συρίου», τη διάβαζε επίμονα πολλά χρόνια, χωρίς να καταλαβαίνει σχεδόν τίποτα, μα ίσως γι' αυτό κιόλας εχτιμούσε κι αγαπούσε περισσότερο αυτό το βιβλίο. Τον τελευταίο καιρό άρχισε ν' ακούει διδαχές και να προσηλυτίζεται στην αίρεση των αυτομαστιγούμενων, γιατί έτυχε μερικοί γείτονες να 'ναι μυημένοι φαίνεται πως αυτό του 'κανε μεγάλη εντύπωση, μα δεν το βρήκε σωστό ν' αλλάξει την πίστη του. Φυσικά όλ' αυτά τα «θεία» αναγνώσματα προσδώσανε στην έκφραση του προσώπου του ακόμα πιο επιβλητικό ύφος.
Ίσως να 'χε κάποια κλίση στο μυστικισμό. Και τότε, λες και τούτο έγινε ξεπίτηδες, η γέννηση του εξαδάχτυλου παιδιού του κι ο θάνατός του συμπέσανε μ' ένα άλλο εξαιρετικά παράξενο κι απρόσμενο περιστατικό, που άφησε στην ψυχή του —όπως το 'πε στο τέλος ο ίδιος— «μια σφραγίδα». Συνέβη τούτο: την ίδια κείνη μέρα που θάψανε το εξαδάχτυλο μωρό, η Μάρθα Ιγνάτιεβνα καθώς ξύπνησε μια στιγμή τη νύχτα, άκουσε κάτι σαν κλάμα νιογέννητου. Τρόμαξε και ξύπνησε τον άντρα της. Κείνος αφουγκράστηκε και είπε πως είναι μάλλον κάποιος που στενάζει" «σαν να μοιάζει με γυναίκα μού φαίνεται». Σηκώθηκε και ντύθηκε. Ήταν μια αρκετά ζεστή μαγιάτικη νύχτα. Βγαίνοντας στο κατώφλι άκουσε καθαρά πως οι στεναγμοί έρχονταν απ' τον κήπο. Μα τη νύχτα κλειδώνανε με λουκέτο την πόρτα που οδηγούσε απ' τον κήπο στην αυλή και κανείς δεν μπορούσε να μπει κει μέσα γιατί γύρω-γύρω είχε έναν ψηλό και γερό φράχτη. Ο Γρηγόρης γύρισε σπίτι, άναψε ένα φανάρι, πήρε το κλειδί της πόρτας της αυλής και χωρίς να δίνει προσοχή στον υστερικό τρόμο της γυναίκας του, που βεβαίωνε ακόμα πως ακούει κλάματα μωρού και πως αυτό το κλάμα φαίνεται πως είναι του παιδιού της που τη φωνάζει κοντά του, βγήκε σιωπηλός στον κήπο. Τότε κατάλαβε πως οι στεναγμοί έρχονταν απ' το μπάνιο που βρισκότανε στον κήπο, κοντά στην εξώπορτα, και πως πραγματικά στενάζει κάποια γυναίκα. Άνοιξε το μπάνιο και βρέθηκε μπροστά σ' ένα θέαμα που τον έκανε να μείνει καρφωμένος στη θέση του: η παλαβή που αλήτευε στην πολιτεία και που την ήξερε όλος ο κόσμος με το παρατσούκλι Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια* (* Βρωμιάρα. Σ.τ.Μ.) είχε μπει στο μπάνιο τους και κει μόλις είχε γεννήσει ένα μωρό. Το μωρό κοιτόταν δίπλα της κι αυτή ήταν στα τελευταία της. Δεν έλεγε τίποτα, κι αυτό, πρώτα-πρώτα, γιατί δεν ήξερε να μιλήσει. Μα ολ' αυτά πρέπει να τα ιστορήσω ξεχωριστά...