70. Ένα μήνυμα
Απόψε ‘νειρευόμουνα,
–μητέρα, μητερίτσα μου–, ψηλόν πύργον ανέβαινα, σε περιβόλι έμπαινα
και δυο ποτάμια με νερό,
–'ξήγα, μητέρα μ', τ' όνειρο.
Ο πύργος είν' ο άντρας μου, το περιβόλι ο γάμος μου.
Τα δυο ποτάμια με νερό είναι το συμπεθερικό.
Η Αφρόδω ακούστηκε να τελειώνει το τραγούδι που είχε αρχίσει μια φορά.
Η φωνή της ήταν λυγερή και παραπονιάρικη, σαν το λάλημα της φλογέρας.
Το 'λεγε λυπημένα, το 'λεγε και χαρούμενα, ώσπου το τραγούδι έσβησε μέσα στον λόγγο.
---
—Άκου, η Αφρόδω! είπε ο Δημητράκης στον Λάμπρο καθώς έκαναν το μάθημα.
—Την παντρεύουμε, είπε ο Λάμπρος.
—Αλήθεια; ρώτησε ο Δημητράκης, σαν να μην το πίστεψε.
—Τη δίνουμε πέρα σ' ένα χωριό, που το λένε Περιστέρι, σ' άλλο βουνό.
—Πότε;
—Την άλλη Κυριακή.
Ο Δημητράκης πήγε να το πει αμέσως στ' άλλα παιδιά. Καλύτερα να μην το είχαν μάθει. Είναι συλλογισμένα, είναι πολύ λυπημένα.
---
Μόνο ο Λάμπρος δεν είναι λυπημένος. Τον νου του τον έχει στο βιβλίο. Σφίγγει το καλαμάρι που του χάρισαν τα παιδιά, κρατάει καλά την πένα και γράφει.
Μόνος του γράφει. Κάθεται, συλλογίζεται και κείνα που έχει μέσα στο κεφάλι του τα λέει στο χαρτί.
Η βροχή πήρε κάμποσα πράγματα, πήρε και τη ζάχαρη· δεν πήρε όμως το τετράδιο του Λάμπρου.
---
Να τι έγραψε προχτές στο τετράδιό του:
«Είμαι ο Λάμπρος Πέλεκας του Αντωνίου από Γρανίτσα, του δήμου Απεραντίων.
Έχω και την Αφρόδω αδερφή και σκύλο τον Μούργο. Και παππούλη τον Γεροθανάση. Και δάσκαλο τον Δημητράκη. Κι έναν σουγιά.
Τα γίδια είναι άταχτα ζωντανά. Τα καλά παιδιά πηγαίνουν στο σκολειό και μαθαίνουν να γράφουν. Το πουρνάρι έχει τον καλύτερο ίσκιο. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά, δέκα. Έχω και καλαμάρι.
Άγιος ο Θεός, Αμήν.
Λάμπρος Πέλεκας του Αντωνίου από Γρανίτσα.»
Αυτά τα είχε γράψει ο Λάμπρος. Όλοι οι τσοπάνηδες που είναι στα Τρίκορφα και στ' άλλα βουνά, κι ο Γεροθανάσης μαζί, δεν ξέρουν τόσα γράμματα!