×

Мы используем cookie-файлы, чтобы сделать работу LingQ лучше. Находясь на нашем сайте, вы соглашаетесь на наши правила обработки файлов «cookie».

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), III. Τρεις θάνατοι

III. Τρεις θάνατοι

Ήρθε η άνοιξη. Στους μουσκεμένους δρόμους της πολιτείας ανάμεσα στα κρυσταλλάκια του πάγου, κελάρυζαν γοργοκίνητα ρυάκια. Ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήτανε ντυμένος με ρούχα ανοιχτόχρωμα και μιλούσε με φωνές ζωηρές. Μέσα στα περιβόλια πίσω από τους φράχτες, τα κλαριά των δέντρων με τα φουσκωμένα μπουμπούκια, αργοκουνιόταν στο σιγανό αεράκι. Παντού έτρεχαν κι έσταζαν διάφανες νεροσταλίδες... Τα σπουργίτια τιτίβιζαν παράφωνα και πετούσαν πέρα-δώθε με τις μικρές φτερούγες τους. Στην ηλιακή πλευρά των δρόμων πάνω στους φράχτες, πάνω στα σπίτια, πάνω στα δέντρα, όλα κουνιόνταν, κι όλα άστραφταν. Χαρά και νιάτα ανάδιναν κι ο ουρανός, κι η γης, κι οι ψυχές των ανθρώπων.

Σ' έναν από τους κεντρικούς δρόμους μπροστά σ' ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι, ήτανε απλωμένο παχύ στρώμα από φρέσκο άχυρο. Μέσα στο σπίτι αυτό βρισκότανε εκείνη, η ίδια άρρωστη, που βιαζόταν να πάει στην Ευρώπη.

Στο δωμάτιο το συνεχόμενο με κείνο της άρρωστης, ήτανε συγκεντρωμένοι ο άντρας της, μια ξαδέρφη της, η μητέρα της κι ο παπάς. Ο άντρας της μαζί με την ηλικιωμένη ξαδέρφη της στεκόταν μπροστά στην κλεισμένη πόρτα που έφερνε στο δωμάτιό της. Στον καναπέ καθόταν ο παπάς, με τα μάτια χαμηλωμένα και κρατώντας κάτι τυλιγμένο μέσα στο πετραχήλι του. Στη γωνία κειτόταν χωμένη μέσα σε μια βαθιά πολυθρόνα μια γριούλα, η μητέρα της κι έκλαιγε με σπαραγμό. Δίπλα της η καμαριέρα κρατούσε το μαντιλάκι για να της το δώσει όταν θα της το ζητούσε. Μια άλλη καμαριέρα της έτριβε με κάποιο φάρμακο τα μελίγγια και της φυσούσε το κεφάλι, ανασηκώνοντας το μπονέ της.

- Ας σας βοηθήσει ο Χριστός, φιλτάτη - έλεγε ο άντρας της άρρωστης στη μεσόκοπη ξαδέρφη που στεκόταν μαζί του κοντά στην κλειστή πόρτα - έχει εμπιστοσύνη σε σας, ξέρετε τόσο όμορφα να μιλάτε μαζί της. Κοιτάξτε λοιπόν να την πείσετε με το καλό. Περάστε μέσα, κι έκανε να της ανοίξει την πόρτα, μα εκείνη τον εμπόδισε μια στιγμή, έφερε κάμποσες φορές το μαντίλι στα μάτια της και τίναξε το κεφάλι.

- Να, τώρα θαρρώ πως δε φαίνομαι πια κλαμένη, είπε, άνοιξε η ίδια την πόρτα και πέρασε μέσα.

Ο άντρας ήτανε τρομερά ταραγμένος και φαινόταν σαν είχε σαστίσει ολότελα. Έκανε να πάει στην πεθερά του, μα στο μισό άλλαξε γνώμη, σταμάτησε κι αφού έκανε μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο, πλησίασε τον παπά. Ο παπάς τον κοίταξε, σήκωσε τα φρύδια του κι αναστέναξε. Το πυκνό ψαρό γενάκι του ανασηκώθηκε και κείνο και ξανάπεσε.

- Θεέ μου! Θεέ μου! είπε ο άντρας της άρρωστης.

- Τι να γίνει; - έκανε αναστενάζοντας ο παπάς και πάλι τα φρύδια και το γενάκι του ανασηκώθηκαν και ξαναχαμήλωσαν.

- Κι η μητέρα είναι εδώ! - σχεδόν με απόγνωση πρόσθεσε ο άλλος. Δε θα το αντέξει. Την αγαπάει τόσο, την αγαπάει τόσο που... και εγώ δεν ξέρω. Αν μπορούσατε, πάτερ εσείς να την καθησυχάσετε λιγάκι και να την πείσετε να φύγει από δω. Ο παπάς σηκώθηκε και πλησίασε τη γριούλα.

- Είναι αλήθεια πως τη μητρική καρδιά κανένας δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει, είπε ο παπάς, ωστόσο ο Θεός είναι μεγάλος.

Ένας νευρικός σπασμός παραμόρφωσε την ίδια στιγμή το πρόσωπο της γριούλας και την έπιασε υστερικός λόξιγκας.

- Ο Θεός είναι μεγάλος, συνέχισε ο παπάς, όταν ησύχασε κάπως η γριούλα. Έχω να σας πω, πως στην ενορία μου ήτανε ένας άρρωστος πολύ χειρότερα από τη Μαρία Ντμήτριεβνα και τι νομίζετε; Ένας απλός άνθρωπος τον γιάτρεψε με κάτι βοτάνια σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Και μάλιστα ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται τώρα στη Μόσχα. Του έχω πει του Βασίλη Ντμήτριβιτς. Θα μπορούσε να δοκιμάσει. Θα ήτανε τουλάχιστο κάποια παρηγοριά για την άρρωστη. Για το Θεό τίποτα δεν είναι αδύνατο.

- Το ξέρω καλά. Δεν έχει πια ζωή, είπε η μητέρα. Αντίς να πάρει εμένα ο Θεός, παίρνει αυτήν, κι ο υστερικός λόξιγκας την ξανάπιασε τόσο έντονος, που λιποθύμησε.

Ο γαμπρός της, έφερε και τα δυο χέρια στο πρόσωπο κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.

Στο διάδρομο τρακάρισε με το εξάχρονο αγοράκι του, που έπαιζε κυνηγητό με τη μικρή αδελφούλα του.

- Δε θα πρέπει να τα πάμε τα παιδιά στη μαμά τους, για τελευταία φορά; - ρώτησε με σεβασμό η νταντά.

- Όχι. Εκείνη δε θέλει να τα δει. Θα συγκινηθεί πολύ και δεν κάνει.

Στο αναμεταξύ η ξαδέρφη καθόταν κοντά στο κρεβάτι της άρρωστης και, φέρνοντας με τρόπο την κουβέντα, προσπαθούσε να την προετοιμάσει στη σκέψη του θανάτου. Ο γιατρός κοντά στο παράθυρο ανακάτωνε κάποιο φάρμακο.

- Αχ, φιλτάτη μου, είπε η άρρωστη διακόπτοντας την κάποια στιγμή, μη με προετοιμάζετε. Μη με θεωρείτε για κανένα παιδί. Είμαι χριστιανή. Τα ξέρω όλα. Ξέρω πως δε μου μένει πολύ να ζήσω. Ξέρω πως αν μ' άκουγε πρωτύτερα ο άντρας μου, θα ήμουνα τώρα στην Ιταλία κι ίσως-ίσως, όχι ίσως, σίγουρα θα ήμουνα καλά. Του το έλεγα πάντα από τότε, μα εκείνος δε μ' άκουσε. Τι να γίνει τώρα! Έτσι φαίνεται το ήθελε ο Θεός. Έχουμε όλοι μας πολλές αμαρτίες, όμως ελπίζω στην ευσπλαχνία του Θεού, πως θα τις συγχωρέσει σ' όλους μας. Σίγουρα θα τις συγχωρέσει. Προσπαθώ να νιώσω τον εαυτό μου. Και εγώ είχα πολλές αμαρτίες, φιλτάτη μου. Και για τούτο, πόσο υπέφερα! Και φρόντισα πάντα με υπομονή να περνώ τα βάσανα μου...

- Να καλέσω λοιπόν τον παπά αγάπη μου; Θα σε ξαλαφρώσει άμα μεταλάβεις, είπε η ξαδέρφη.

Η άρρωστη με μια αδύναμη κίνηση έδειξε πως δέχεται.

- Θεέ μου, συγχώρεσε με την αμαρτωλή, μουρμούρισε.

Η ξαδέρφη βγήκε κι έγνεψε του παπά.

- Η καημενούλα είναι άγγελος, είπε στον άντρα της άρρωστης, με τα μάτια της πλημμυρισμένα δάκρυα.

Εκείνον τον πήραν τα δάκρυα. Ο παπάς πέρασε στο διπλανό δωμάτιο. Η γριούλα εξακολούθησε να μένει λιπόθυμη κι έτσι απλώθηκε μια απόλυτη σιγαλιά γύρω. Μετά από πέντε λεπτά ο παπάς ξαναγύρισε και βγάνοντας το επιτραχήλι του, έσιαξε τα μαλλιά του.

- Δόξα τω Θεώ, τώρα είναι πιο ήσυχη, είπε, και θέλει να σας δει.

Η ξαδέρφη κι ο άντρας της έτρεξαν κοντά της. Η άρρωστη έκλαιγε σιγανά κοιτάζοντας το εικόνισμα, που κρεμόταν στην αντικρινή γωνιά.

- Βοήθειά σου, και να γίνεις γρήγορα καλά, της είπε ο άντρας της.

- Ευχαριστώ. Αισθάνομαι τώρα τόσο καλά. Νιώθω μια ακατανόητη ανακούφιση, πολύ-πολύ γλυκιά, του αποκρίθηκε κι ένα αχνό χαμόγελο τρεμόπαιζε πάνω στα αχνά χείλη της. Πόσο σπλαχνικός είναι ο Θεός! Ναι, ναι, είναι σπλαχνικός και παντοδύναμος.

Και ξανακάρφωσε τα μάτια της, με θερμή έντονη ικεσία, στο εικόνισμα.

Ύστερα ξαφνικά, σαν κάτι να θυμήθηκε πάλι, κάλεσε κοντά της τον άντρα της, με διάφορα γνεψίματα.

- Ποτέ σου δεν θέλεις να κάνεις εκείνο που σε παρακαλώ, του είπε με φανερή δυσαρέσκεια στην αδύναμη φωνή της, που μόλις ακουγόταν.

Κείνος την άκουγε με τεντωμένο το λαιμό και ύφος υποταγμένο.

- Τι τρέχει, αγάπη μου;

- Πόσες φορές στο έχω πει πως αυτοί οι γιατροί δεν ξέρουν τίποτα και πως κάποιοι απλοί εμπειρικοί γιατρεύουν μια χαρά τον κόσμο...Να, κι ο παπάς λέει., είναι ένας αστός... Στείλε να τον καλέσεις.

- Ποιον αγάπη μου;

- Αχ, Θεέ μου! Τίποτα δεν θέλει να καταλάβει!., και ζάρωσε σ' ένα μορφασμό το πρόσωπό της κι έκλεισε τα μάτια. Ο γιατρός πήγε κοντά της, της έπιασε το χέρι. Ο σφυγμός όσο πήγαινε γινόταν και πιο άτονος. Η άρρωστη αντιλήφτηκε πως ο γιατρός κάποια στιγμή έγνεψε του άντρα της κι αμέσως γύρισε περίτρομα τα μάτια της από δω κι από κει. Η ξαδέρφη γύρισε από την άλλη μεριά κλαίγοντας.

- Μην κλαις, μη βασανίζεσαι και μη βασανίζεις και μένα, της είπε η άρρωστη. Τα κλάματα σου μου αφαιρούν την τελευταία γαλήνη.

- Είσαι ένας άγγελος! - είπε η ξαδέρφη και της φίλησε το χέρι.

- Όχι, όχι! Φίλησε με εδώ. Μονάχα των νεκρών φιλούν το χέρι. Θεέ μου! Θεέ μου!

Το ίδιο κείνο βράδυ η άρρωστη ήτανε πια νεκρή και το σώμα της ταχτοποιημένο στο φέρετρο, ήτανε στημένο στο σαλόνι του μεγάλου σπιτιού. Μέσα στο ευρύχωρο σαλόνι με τις κλειστές πόρτες καθόταν ένας κανονάρχης της γειτονικής εκκλησίας και διάβαζε με ένρινη φωνή τους ψαλμούς του Δαβίδ. Το ζωηρό φως από τις αναμμένες λαμπάδες, που έκαιγαν μέσα στα ψηλά ασημένια μανουάλια, έπεφτε πάνω στο χλομό μέτωπο της νεκρής, στα βαριά και κίτρινα, σαν κέρινα, χέρια της και στο πτυχωμένο βαρύ σκέπασμα που κάπως ανατριχιαστικά διέγραφε ολόκληρη τη σιλουέτα που κάλυπτε. Ο κανονάρχης, δίχως να καταλαβαίνει τα λόγια που πρόφερε, διάβαζε μονότονα και σιγανά, κι αυτά παράξενα αντηχούσαν κι έσβηναν μέσα σε κείνη τη σιγαλιά. Κάπου-κάπου έφταναν ίσαμε κει μέσα φωνούλες παιδιών και ποδοβολητά από τα τρεξίματά τους μέσα στο δωμάτιό τους, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του μεγάλου σπιτιού.

Η μορφή της νεκρής ήτανε αυστηρή, ατάραχη και μεγαλόπρεπη. Τίποτα, καμιά κίνηση, δεν τάραζε το επίσημο ύφος που είχε το καθαρό και παγωμένο μέτωπο και τα σφιχτοκλεισμένα χείλη. Ήτανε όλη μια πλέρια προσοχή και ανάταση. Μα να καταλάβαινε τάχα τώρα όλα κείνα τα μεγάλα λόγια του ψαλμού;

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

III. Τρεις θάνατοι III. Three deaths

Ήρθε η άνοιξη. Spring has come. Στους μουσκεμένους δρόμους της πολιτείας ανάμεσα στα κρυσταλλάκια του πάγου, κελάρυζαν γοργοκίνητα ρυάκια. ||||||||||gurgled|| In the wet streets of the city, amidst the little ice crystals, swift streams were babbling. Ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήτανε ντυμένος με ρούχα ανοιχτόχρωμα και μιλούσε με φωνές ζωηρές. The people who were out and about were dressed in light-colored clothes and spoke in lively voices. Μέσα στα περιβόλια πίσω από τους φράχτες, τα κλαριά των δέντρων με τα φουσκωμένα μπουμπούκια, αργοκουνιόταν στο σιγανό αεράκι. |||||||||||||||were swaying||| In the orchards behind the fences, the branches of the trees with their swollen buds gently swayed in the soft breeze. Παντού έτρεχαν κι έσταζαν διάφανες νεροσταλίδες... Τα σπουργίτια τιτίβιζαν παράφωνα και πετούσαν πέρα-δώθε με τις μικρές φτερούγες τους. |||||water droplets||||||were flying||||their||| Everywhere, transparent drops of water were rushing and dripping... The sparrows chirped cacophonously and flew back and forth with their small wings. Στην ηλιακή πλευρά των δρόμων πάνω στους φράχτες, πάνω στα σπίτια, πάνω στα δέντρα, όλα κουνιόνταν, κι όλα άστραφταν. |sunny||||||||||||||were moving||| On the sunny side of the streets, on the fences, on the houses, on the trees, everything was swaying, and everything sparkled. Χαρά και νιάτα ανάδιναν κι ο ουρανός, κι η γης, κι οι ψυχές των ανθρώπων. Joy and youth were radiating, both the sky and the earth, and the souls of people.

Σ' έναν από τους κεντρικούς δρόμους μπροστά σ' ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι, ήτανε απλωμένο παχύ στρώμα από φρέσκο άχυρο. ||||central|||||||house||||||| On one of the main streets in front of a large mansion, there was a thick layer of fresh straw spread out. Μέσα στο σπίτι αυτό βρισκότανε εκείνη, η ίδια άρρωστη, που βιαζόταν να πάει στην Ευρώπη. Inside this house was she, the same sick woman, who was in a hurry to go to Europe.

Στο δωμάτιο το συνεχόμενο με κείνο της άρρωστης, ήτανε συγκεντρωμένοι ο άντρας της, μια ξαδέρφη της, η μητέρα της κι ο παπάς. |||adjoining||||sick woman’s||gathered together|||||||||||| In the room adjacent to that of the sick woman, her husband, a cousin, her mother, and the priest were gathered. Ο άντρας της μαζί με την ηλικιωμένη ξαδέρφη της στεκόταν μπροστά στην κλεισμένη πόρτα που έφερνε στο δωμάτιό της. Her husband, along with the elderly cousin, was standing in front of the closed door leading to her room. Στον καναπέ καθόταν ο παπάς, με τα μάτια χαμηλωμένα και κρατώντας κάτι τυλιγμένο μέσα στο πετραχήλι του. |||||||||||||||stole| The priest was sitting on the couch, with his eyes lowered and holding something wrapped in his stole. Στη γωνία κειτόταν χωμένη μέσα σε μια βαθιά πολυθρόνα μια γριούλα, η μητέρα της κι έκλαιγε με σπαραγμό. |||"buried"||||||||||||||anguish In the corner sat an old woman, buried in a deep armchair, her mother, and she was weeping with anguish. Δίπλα της η καμαριέρα κρατούσε το μαντιλάκι για να της το δώσει όταν θα της το ζητούσε. ||||||handkerchief|||||||||| Next to her, the maid was holding the handkerchief to give it to her when she would ask for it. Μια άλλη καμαριέρα της έτριβε με κάποιο φάρμακο τα μελίγγια και της φυσούσε το κεφάλι, ανασηκώνοντας το μπονέ της. |||||||||temples||||||||bonnet| Another maid was rubbing her temples with some medicine and blowing on her head, lifting up her bonnet.

- Ας σας βοηθήσει ο Χριστός, φιλτάτη - έλεγε ο άντρας της άρρωστης στη μεσόκοπη ξαδέρφη που στεκόταν μαζί του κοντά στην κλειστή πόρτα - έχει εμπιστοσύνη σε σας, ξέρετε τόσο όμορφα να μιλάτε μαζί της. |||||dearest one|||||||middle-aged|||||||||||||||||||| - May Christ help you, dear - said the husband of the sick woman to the middle-aged cousin who stood with him near the closed door - she trusts you, you know how beautifully to speak with her. Κοιτάξτε λοιπόν να την πείσετε με το καλό. ||||convince her gently||| So look to convince her kindly. Περάστε μέσα, κι έκανε να της ανοίξει την πόρτα, μα εκείνη τον εμπόδισε μια στιγμή, έφερε κάμποσες φορές το μαντίλι στα μάτια της και τίναξε το κεφάλι. Come inside, and he reached to open the door for her, but she stopped him for a moment, brought the handkerchief to her eyes several times and shook her head.

- Να, τώρα θαρρώ πως δε φαίνομαι πια κλαμένη, είπε, άνοιξε η ίδια την πόρτα και πέρασε μέσα. |||||||tear-stained||||||||| - Now, I think I no longer look like I'm crying, she said, and opened the door and went inside.

Ο άντρας ήτανε τρομερά ταραγμένος και φαινόταν σαν είχε σαστίσει ολότελα. The man was terribly agitated and seemed completely stunned. Έκανε να πάει στην πεθερά του, μα στο μισό άλλαξε γνώμη, σταμάτησε κι αφού έκανε μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο, πλησίασε τον παπά. ||||mother-in-law|||||||||||||||||| He meant to go to his mother-in-law, but halfway changed his mind, stopped, and after making a round in the room, approached the priest. Ο παπάς τον κοίταξε, σήκωσε τα φρύδια του κι αναστέναξε. The priest looked at him, raised his eyebrows, and sighed. Το πυκνό ψαρό γενάκι του ανασηκώθηκε και κείνο και ξανάπεσε. ||fish-like|little beard||||||fell again His thick fish-like beard lifted and then fell again.

- Θεέ μου! Θεέ μου! είπε ο άντρας της άρρωστης. - My God! My God! said the husband of the sick woman.

- Τι να γίνει; - έκανε αναστενάζοντας ο παπάς και πάλι τα φρύδια και το γενάκι του ανασηκώθηκαν και ξαναχαμήλωσαν. |||||||||||||||were raised||lowered again - What can be done? - sighed the priest as his eyebrows and beard lifted and then lowered again.

- Κι η μητέρα είναι εδώ! - And the mother is here! - σχεδόν με απόγνωση πρόσθεσε ο άλλος. ||"desperation"||| - the other added almost in despair. Δε θα το αντέξει. He won't be able to stand it. Την αγαπάει τόσο, την αγαπάει τόσο που... και εγώ δεν ξέρω. He loves her so much, he loves her so much that... I don't know either. Αν μπορούσατε, πάτερ εσείς να την καθησυχάσετε λιγάκι και να την πείσετε να φύγει από δω. ||father||||calm her down||||||||| If you could, father, you could calm her down a bit and convince her to leave this place. Ο παπάς σηκώθηκε και πλησίασε τη γριούλα. The priest got up and approached the old woman.

- Είναι αλήθεια πως τη μητρική καρδιά κανένας δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει, είπε ο παπάς, ωστόσο ο Θεός είναι μεγάλος. ||||||||||||appreciate|||||||| - It is true that no one is able to appreciate a mother's heart, said the priest, yet God is great.

Ένας νευρικός σπασμός παραμόρφωσε την ίδια στιγμή το πρόσωπο της γριούλας και την έπιασε υστερικός λόξιγκας. ||spasm|distorted|||||||old lady||||hysterical|hiccup A nervous spasm distorted the old woman's face at the same moment and she was seized by a hysterical hiccup.

- Ο Θεός είναι μεγάλος, συνέχισε ο παπάς, όταν ησύχασε κάπως η γριούλα. - God is great, the priest continued, when the old woman quieted down a bit. Έχω να σας πω, πως στην ενορία μου ήτανε ένας άρρωστος πολύ χειρότερα από τη Μαρία Ντμήτριεβνα και τι νομίζετε; Ένας απλός άνθρωπος τον γιάτρεψε με κάτι βοτάνια σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. ||||||||||||||||Dmitrievna||||||||healed|||herbs||||| I have to tell you that in my parish there was a patient much worse than Maria Dmitrievna, and what do you think? A simple man healed him with some herbs in a very short period of time. Και μάλιστα ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται τώρα στη Μόσχα. And moreover, this man is now in Moscow. Του έχω πει του Βασίλη Ντμήτριβιτς. |||||Dmitrievich I have told Vasilis Dmitrivits. Θα μπορούσε να δοκιμάσει. He could give it a try. Θα ήτανε τουλάχιστο κάποια παρηγοριά για την άρρωστη. It would at least be some comfort for the sick. Για το Θεό τίποτα δεν είναι αδύνατο. For God, nothing is impossible.

- Το ξέρω καλά. - I know it well. Δεν έχει πια ζωή, είπε η μητέρα. She has no life anymore, said the mother. Αντίς να πάρει εμένα ο Θεός, παίρνει αυτήν, κι ο υστερικός λόξιγκας την ξανάπιασε τόσο έντονος, που λιποθύμησε. Instead of|||||||||||||caught her again||intense||fainted Instead of taking me, God takes her, and the hysterical hiccup caught her again so intensely that she fainted.

Ο γαμπρός της, έφερε και τα δυο χέρια στο πρόσωπο κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο. Her son-in-law brought both hands to his face and ran out of the room.

Στο διάδρομο τρακάρισε με το εξάχρονο αγοράκι του, που έπαιζε κυνηγητό με τη μικρή αδελφούλα του. |||||six-year-old|||||||||| In the hallway, he ran into his six-year-old boy, who was playing tag with his little sister.

- Δε θα πρέπει να τα πάμε τα παιδιά στη μαμά τους, για τελευταία φορά; - ρώτησε με σεβασμό η νταντά. - Shouldn't we take the kids to their mom, for the last time? - asked the nanny respectfully.

- Όχι. - No. Εκείνη δε θέλει να τα δει. She doesn't want to see them. Θα συγκινηθεί πολύ και δεν κάνει. |will be moved|||| She will be very moved and it won't do.

Στο αναμεταξύ η ξαδέρφη καθόταν κοντά στο κρεβάτι της άρρωστης και, φέρνοντας με τρόπο την κουβέντα, προσπαθούσε να την προετοιμάσει στη σκέψη του θανάτου. |||||||||||||||||||prepare for|||| In the meantime, the cousin was sitting near the sick woman's bed and, by subtly bringing up the subject, was trying to prepare her for the thought of death. Ο γιατρός κοντά στο παράθυρο ανακάτωνε κάποιο φάρμακο. |||||stirred|| The doctor near the window was mixing some medicine.

- Αχ, φιλτάτη μου, είπε η άρρωστη διακόπτοντας την κάποια στιγμή, μη με προετοιμάζετε. ||||||||||||prepare me - Ah, my dearest, the sick one said at some point interrupting her, don't prepare me. Μη με θεωρείτε για κανένα παιδί. Don't consider me a child. Είμαι χριστιανή. |Christian I am a Christian. Τα ξέρω όλα. I know everything. Ξέρω πως δε μου μένει πολύ να ζήσω. I know that I don't have much time left to live. Ξέρω πως αν μ' άκουγε πρωτύτερα ο άντρας μου, θα ήμουνα τώρα στην Ιταλία κι ίσως-ίσως, όχι ίσως, σίγουρα θα ήμουνα καλά. I know that if my husband had listened to me earlier, I would be in Italy now and maybe—maybe not maybe, definitely I would be okay. Του το έλεγα πάντα από τότε, μα εκείνος δε μ' άκουσε. I always told him that since then, but he didn't listen to me. Τι να γίνει τώρα! What can be done now! Έτσι φαίνεται το ήθελε ο Θεός. It seems that this is what God wanted. Έχουμε όλοι μας πολλές αμαρτίες, όμως ελπίζω στην ευσπλαχνία του Θεού, πως θα τις συγχωρέσει σ' όλους μας. ||||||||mercy||||||||| We all have many sins, but I hope in God's mercy that He will forgive them for all of us. Σίγουρα θα τις συγχωρέσει. Surely He will forgive them. Προσπαθώ να νιώσω τον εαυτό μου. I try to feel myself. Και εγώ είχα πολλές αμαρτίες, φιλτάτη μου. And I had many sins, my dearest. Και για τούτο, πόσο υπέφερα! ||||"suffered greatly" And for this reason, how much I suffered! Και φρόντισα πάντα με υπομονή να περνώ τα βάσανα μου... And I always took care to endure my sufferings with patience...

- Να καλέσω λοιπόν τον παπά αγάπη μου; Θα σε ξαλαφρώσει άμα μεταλάβεις, είπε η ξαδέρφη. |||||||||"relieve you"||take communion||| - Should I call the priest then, my love? It will lighten you if you take communion, said the cousin.

Η άρρωστη με μια αδύναμη κίνηση έδειξε πως δέχεται. The sick woman with a weak gesture indicated that she accepts.

- Θεέ μου, συγχώρεσε με την αμαρτωλή, μουρμούρισε. |||||"sinner"| - My God, forgive me, the sinner, she murmured.

Η ξαδέρφη βγήκε κι έγνεψε του παπά. The cousin went out and waved to the priest.

- Η καημενούλα είναι άγγελος, είπε στον άντρα της άρρωστης, με τα μάτια της πλημμυρισμένα δάκρυα. |||||||||||||flooded with| - The poor thing is an angel, she said to the husband of the sick woman, with her eyes filled with tears.

Εκείνον τον πήραν τα δάκρυα. He was taken by the tears. Ο παπάς πέρασε στο διπλανό δωμάτιο. The priest passed into the next room. Η γριούλα εξακολούθησε να μένει λιπόθυμη κι έτσι απλώθηκε μια απόλυτη σιγαλιά γύρω. |||||unconscious||||||silence| The old lady continued to remain unconscious, and thus an absolute silence spread around. Μετά από πέντε λεπτά ο παπάς ξαναγύρισε και βγάνοντας το επιτραχήλι του, έσιαξε τα μαλλιά του. ||||||||||stole||fixed||| After five minutes the priest returned and, taking off his stole, arranged his hair.

- Δόξα τω Θεώ, τώρα είναι πιο ήσυχη, είπε, και θέλει να σας δει. Thank God, she is calmer now, she said, and she wants to see you.

Η ξαδέρφη κι ο άντρας της έτρεξαν κοντά της. The cousin and her husband ran up to her. Η άρρωστη έκλαιγε σιγανά κοιτάζοντας το εικόνισμα, που κρεμόταν στην αντικρινή γωνιά. ||||||icon||||| The sick woman was crying quietly, looking at the holy icon that hung in the opposite corner.

- Βοήθειά σου, και να γίνεις γρήγορα καλά, της είπε ο άντρας της. - Your help, and may you get well soon, her husband said to her.

- Ευχαριστώ. - Thank you. Αισθάνομαι τώρα τόσο καλά. I feel so good now. Νιώθω μια ακατανόητη ανακούφιση, πολύ-πολύ γλυκιά, του αποκρίθηκε κι ένα αχνό χαμόγελο τρεμόπαιζε πάνω στα αχνά χείλη της. ||incomprehensible|||||||||||flickered||||| I feel an incomprehensible relief, very, very sweet, she replied and a faint smile flickered on her pale lips. Πόσο σπλαχνικός είναι ο Θεός! |compassionate||| How compassionate God is! Ναι, ναι, είναι σπλαχνικός και παντοδύναμος. |||||all-powerful Yes, yes, He is compassionate and omnipotent.

Και ξανακάρφωσε τα μάτια της, με θερμή έντονη ικεσία, στο εικόνισμα. |nailed again|||||fervent||fervent plea|| And she fixed her gaze, with warm intense pleading, on the icon.

Ύστερα ξαφνικά, σαν κάτι να θυμήθηκε πάλι, κάλεσε κοντά της τον άντρα της, με διάφορα γνεψίματα. |||||||||||||||gestures Then suddenly, as if she remembered something again, she beckoned her husband to her with various gestures.

- Ποτέ σου δεν θέλεις να κάνεις εκείνο που σε παρακαλώ, του είπε με φανερή δυσαρέσκεια στην αδύναμη φωνή της, που μόλις ακουγόταν. ||||||||||||||displeasure||||||| - You never want to do what I ask you, she said with obvious displeasure in her faint voice, barely audible.

Κείνος την άκουγε με τεντωμένο το λαιμό και ύφος υποταγμένο. |||||||||submissive He was listening to her with his neck stretched and a submissive expression.

- Τι τρέχει, αγάπη μου; - What's wrong, my love?

- Πόσες φορές στο έχω πει πως αυτοί οι γιατροί δεν ξέρουν τίποτα και πως κάποιοι απλοί εμπειρικοί γιατρεύουν μια χαρά τον κόσμο...Να, κι ο παπάς λέει., είναι ένας αστός... Στείλε να τον καλέσεις. ||||||||||||||||empirical practitioners|heal||||||||||||city dweller|Send for him||| - How many times have I told you that these doctors know nothing and that some simple folk heal the world just fine... Look, even the priest says he's a bourgeois... Send someone to invite him.

- Ποιον αγάπη μου; - Whom, my love?

- Αχ, Θεέ μου! - Oh, my God! Τίποτα δεν θέλει να καταλάβει!., και ζάρωσε σ' ένα μορφασμό το πρόσωπό της κι έκλεισε τα μάτια. |||||||||grimace||||||| She doesn't want to understand anything!., and she crumpled her face in a grimace and closed her eyes. Ο γιατρός πήγε κοντά της, της έπιασε το χέρι. The doctor went close to her, took her hand. Ο σφυγμός όσο πήγαινε γινόταν και πιο άτονος. |pulse||||||weak The pulse was becoming weaker. Η άρρωστη αντιλήφτηκε πως ο γιατρός κάποια στιγμή έγνεψε του άντρα της κι αμέσως γύρισε περίτρομα τα μάτια της από δω κι από κει. ||realized|||||||||||||fearfully|||||||| The sick woman realized that at one point the doctor nodded to her husband and immediately glanced around anxiously. Η ξαδέρφη γύρισε από την άλλη μεριά κλαίγοντας. The cousin turned over to the other side crying.

- Μην κλαις, μη βασανίζεσαι και μη βασανίζεις και μένα, της είπε η άρρωστη. |||"torment yourself"|||"torture"|||||| - Don't cry, don't torture yourself and don't torture me either, the sick woman told her. Τα κλάματα σου μου αφαιρούν την τελευταία γαλήνη. ||||take away||| Your cries take away my last peace.

- Είσαι ένας άγγελος! - You are an angel! - είπε η ξαδέρφη και της φίλησε το χέρι. - said the cousin and kissed her hand.

- Όχι, όχι! - No, no! Φίλησε με εδώ. Μονάχα των νεκρών φιλούν το χέρι. |||kiss|| Only the dead kiss the hand. Θεέ μου! Θεέ μου! My God! My God!

Το ίδιο κείνο βράδυ η άρρωστη ήτανε πια νεκρή και το σώμα της ταχτοποιημένο στο φέρετρο, ήτανε στημένο στο σαλόνι του μεγάλου σπιτιού. |||||||||||||arranged||||||||| That very night the sick woman was already dead and her body was arranged in the coffin, it was set up in the parlor of the large house. Μέσα στο ευρύχωρο σαλόνι με τις κλειστές πόρτες καθόταν ένας κανονάρχης της γειτονικής εκκλησίας και διάβαζε με ένρινη φωνή τους ψαλμούς του Δαβίδ. ||||||||||Precentor|||||||nasal|||psalms of David|| Inside the spacious living room with the closed doors sat a chanter from the neighboring church reading aloud in a hoarse voice the psalms of David. Το ζωηρό φως από τις αναμμένες λαμπάδες, που έκαιγαν μέσα στα ψηλά ασημένια μανουάλια, έπεφτε πάνω στο χλομό μέτωπο της νεκρής, στα βαριά και κίτρινα, σαν κέρινα, χέρια της και στο πτυχωμένο βαρύ σκέπασμα που κάπως ανατριχιαστικά διέγραφε ολόκληρη τη σιλουέτα που κάλυπτε. |||||lit|candles||were burning|||||candle holders|||||||dead woman's||||||wax-like|||||pleated|||||eerie manner|outlined||||| The bright light from the lit candles, which burned inside the tall silver candle holders, fell upon the pale forehead of the deceased, on her heavy and yellowish, wax-like hands, and on the heavy pleated covering that somewhat eerily outlined the entire silhouette it covered. Ο κανονάρχης, δίχως να καταλαβαίνει τα λόγια που πρόφερε, διάβαζε μονότονα και σιγανά, κι αυτά παράξενα αντηχούσαν κι έσβηναν μέσα σε κείνη τη σιγαλιά. ||||||||"was uttering"||monotonously||||||echoed||||||| The chanter, without understanding the words he was uttering, read monotonously and softly, and these strangely echoed and faded away in that silence. Κάπου-κάπου έφταναν ίσαμε κει μέσα φωνούλες παιδιών και ποδοβολητά από τα τρεξίματά τους μέσα στο δωμάτιό τους, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του μεγάλου σπιτιού. ||"reached"||||voices||||||running||||||||||||| Every now and then, the voices of children and their footfalls from their running in their room, which was at the other end of the large house, could be heard.

Η μορφή της νεκρής ήτανε αυστηρή, ατάραχη και μεγαλόπρεπη. The appearance of the dead was strict, serene, and majestic. Τίποτα, καμιά κίνηση, δεν τάραζε το επίσημο ύφος που είχε το καθαρό και παγωμένο μέτωπο και τα σφιχτοκλεισμένα χείλη. ||||disturbed|||||||||||||tight-closed| Nothing, no movement, disturbed the official demeanor of the clean and cold forehead and the tightly closed lips. Ήτανε όλη μια πλέρια προσοχή και ανάταση. ||||||uplift It was all a complete attention and uplift. Μα να καταλάβαινε τάχα τώρα όλα κείνα τα μεγάλα λόγια του ψαλμού; |||||||||||psalm But could it really understand all those great words of the psalm now?