×

Мы используем cookie-файлы, чтобы сделать работу LingQ лучше. Находясь на нашем сайте, вы соглашаетесь на наши правила обработки файлов «cookie».

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), VI. Αφέντης και Δούλος

VI. Αφέντης και Δούλος

Ο Βασίλη Αντρέιτς, καθώς ήτανε τυλιγμένος στις δυο γούνες του αισθανόταν πολύ ζεστά, προπάντων ύστερ' από την απασχόλησή του για ξεπέρασμα της χιονοστιβάδας. Όμως ένα παγερό ρίγος πέρασε την πλάτη του, όταν κατάλαβε πως πραγματικά εκεί πέρα έπρεπε να περάσουν τη νύχτα τους. Για να ηρεμήσει κάθισε στο έλκηθρο κι έβγαλε τα τσιγάρα του και τα σπίρτα του.

Ο Νικήτα στο αναμεταξύ ξέζευε το άλογο και κάνοντας μεθοδικά αυτή τη δουλειά δεν έπαυε να μιλάει στο ζώο, σάμπως για να το ενθαρρύνει.

- Έλα, έλα έβγα, του έλεγε, βγάζοντας το από τα δυο ξύλα του ρυμού. Να, θα σε δέσω εδώ, θα σου βάλω αχεράκι μπόλικο και θα σου βγάλω το καπίστρι, συνέχισε, κάνοντας ταυτόχρονα εκείνο που έλεγε. Άμα φας λιγάκι θα νιώσεις κάπως πιο καλά.

Μα ο Μουχόρτη, ήτανε φανερό, πως δεν καθησύχαζε με τα λόγια του Νικήτα κι έμενε ταραγμένος. Κινούσε αδιάκοπα τα πόδια του, κολλούσε στο έλκηθρο, με τη ράχη γυρισμένη στον αέρα κι έτριβε το κεφάλι το πάνω στο μανίκι του Νικήτα.

Σάμπως μονάχα για μη χαλάσει το χατίρι του Νικήτα, που του σέρβιρε το άχυρο, άρπαξε με μια ορμητική κίνηση λιγάκι στο στόμα, μα την ίδια στιγμή σκέφτηκε πως εκείνη η ώρα δεν ήτανε για λιχουδιές και το πέταξε αμέσως κι ο αέρας το άδραξε το σκόρπισε, το πέταξε μακριά και το σκέπασε με το χιόνι.

- Και τώρα θα στήσουμε το σημάδι, είπε ο Νικήτα, έστρεψε το έλκηθρο φάτσα στον αέρα, ανασήκωσε κι έστησε ολόρθα τα δυο μακριά ξύλα του ρυμού και τα στερέωσε όσο μπορούσε πιο γερά στη βάση τους. Και τώρα, σαν μας καταπλακώσει το χιόνι, οι καλοί χριστιανοί απ' αυτό το σημάδι θα οδηγηθούν να μας ξεθάψουν, πρόσθεσε, χαϊδεύοντας τα γάντια του και περνώντας τα στα ξεπαγιασμένα χέρια του. Έτσι δα, μας μαθαίνανε οι γέροι.

Ο Βασίλη Αντρέιτς στο αναμεταξύ, μάταια προσπαθούσε ν' ανάψει το τσιγάρο του. Πολλά σπίρτα χάλασε ώσπου να το καταφέρει, γιατί ο αέρας ή του τα έσβηνε ή τα άρπαζε μεσ' από τα χέρια και τα πετούσε μακριά. Επιτέλους μπόρεσε ν' ανάψει και να κρατήσει αναμμένο ένα σπίρτο που με τη φλογίτσα του φώτισε για μια στιγμούλα τη γούνα του, το χέρι του με το χρυσό δαχτυλίδι στο δείχτη που τον κρατούσε γυρισμένο προς τα μέσα και το καταχιονισμένο άχυρο που πρόβαλε κάτω από την κάπα, και το τσιγάρο άναψε. Τράβηξε με απληστία μια δυο ρουφηξιές τον καπνό, τον αμόλησε από τα ρουθούνια του, θέλησε να συνεχίσει, μα ο αέρα πέταξε και το τσιγάρο μακριά, όπως και τ' άχυρο.

Όμως κι αυτό το λιγοστό κάπνισμα διασκέδασε κάπως τον Βασίλη Αντρέιτς.

- Ας ξενυχτίσουμε λοιπόν, μια και δε γίνεται αλλιώς, είπε. Και τώρα στάσου να στήσω και μια σημαία, πρόσθεσε. Πήρε το μαντίλι που πρωτύτερα το είχε λύσει από το λαιμό του, έβγαλε τα γάντια του, ορθώθηκε, τεντώθηκε όσο μπορούσε και το έδεσε με διπλό κόμπο σφιχτά-σφιχτά πάνω σε ένα από τα στημένα κοντάρια.

Το μαντίλι κυμάτισε απελπισμένα και πότε κολλούσε πάνω στο κοντάρι, πότε ξεπετούσε με ορμητικά ξετινάγματα στον αέρα, τεντωνόταν κι έτριζε.

- Το πέτυχα μια χαρά! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς καμαρώνοντας το έργο του και ξαναχώθηκε στο έλκηθρο. Θα ζεσταινόμαστε καλύτερα αν καθόμαστε μαζί οι δυο μας, όμως δε χωράμε, πρόσθεσε.

- Εγώ θα βρω κάπου να βολευτώ, αποκρίθηκε ο Νικήτα. Μονάχα το κακόμοιρο το ζωντανό ξεπάγιασε ολότελα και πρέπει να του ρίξω την κάπα στη ράχη του. Για στάσου, και πλησιάζοντας το έλκηθρο τράβηξε έξω την κάπα, που μ' αυτήν είχε σκεπάσει το στρωμένο άχυρο, αψηφώντας που ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε καθισμένος πάνω.

Δίπλωσε την κάπα στα δύο και την έριξε στη ράχη του Μουχόρτη.

- Έτσι δα, όλο και κάπως πιο ζεστά θα νοιώθεις, μικρέ μου μπουνταλά, έλεγε ο Νικήτα περνώντας πάνω από την κάπα το σέλμα και το κουλάνι και σφίγγοντας τα λουριά καλά έτσι που να μη κινδυνεύει να την συνεπάρει η ορμή της θύελλας. Δώστε μου τώρα κείνο το κομμάτι το καναβάτσο και λίγο άχερο, πρόσθεσε ξαναγυρίζοντας κοντά στο Βασίλη Αντρέιτς αφού βόλεψε όσο πιο καλά μπορούσε το άλογο, και παίρνοντας και το 'να και τ' άλλο, αποσύρθηκε πίσω από το έλκηθρο άνοιξε με τα χέρια του μια γούβα μέσα στο χιόνι, έστρωσε το άχυρο, έχωσε το σκούφο του όσο πιο βαθιά μπορούσε, σφιχτοτυλίχτηκε με το πανωφόρι του, κουκουλώθηκε με το καναβάτσο και χώθηκε στη γούβα με τ' άχυρο ακουμπώντας στο πίσω μέρος του έλκηθρου που τον προφύλαγε κι από τον αέρα κι από το χιόνι.

Ο Βασίλη Αντρέιτς κουνούσε περιφρονητικά το κεφάλι για ολ' αυτά που έκανε ο Νικήτα, όπως γενικά ποτέ δεν εύρισκε σωστά τα καμώματα των μουζίκων που ήτανε αγράμματοι και κουτοί και στο αναμεταξύ προσπάθησε να βολευτεί κι ο ίδιος μέσα στο έλκηθρο. Ταχτοποίησε όσο μπορούσε το άχυρο που έμεινε, σωριάζοντάς το πιότερο κάτω από τα πλευρά του, έχωσε τα χέρια του στα μανίκια της γούνας του κι ακούμπησε το κεφάλι του στη μια γωνία του έλκηθρου όσο πιο χαμηλά μπορούσε, για να είναι προφυλαγμένος κάπως από τη μανία του αέρα.

Δεν του ερχόταν ύπνος. Κειτόταν και σκεφτόταν πάντα εκείνο το ίδιο, που αποτελούσε το μοναδικό σκοπό, τη σημασία, τη χαρά και την περηφάνια της ζωής του. Πόσα δηλαδή λεφτά κατόρθωσε να κερδίσει και πόσα μπορεί να κερδίσει ακόμα. Πόσα λεφτά κέρδισαν κι έχουν διάφοροι άλλοι γνώριμοι του, πώς τα κέρδισαν και πώς τα κερδίζουν και πώς εκείνος, όμοια μ' αυτούς μπορεί πολλά να κερδίσει ακόμα. Η αγορά του μικρού δάσους του Γοριάτσκινο ήτανε γι' αυτόν ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας. Έλπιζε από το δασάκι αυτό να κερδίσει με το πρώτο δέκα χιλιαδούλες το λιγότερο. Κι άρχισε νοερά να κάνει τη διατίμησή του, καθώς το είχε δει το φθινόπωρο τότε που πρόφτασε να μετρήσει όλα τα δέντρα που σκέπαζαν την περιοχή από δυο ντεσιατίνες.

- Οι βαλανιδιές θα πάνε για βάσεις αμαξιών. Τα κουτσουράκια χώρια. Και καυσόξυλα ίσαμε τριάντα οργιές θα δώσει η κάθε ντεσιατίνα, στοχαζόταν. Η κάθε ντεσιατίνα θ' αφήσει κέρδος διακόσια είκοσι πέντε ρουβλάκια το πιο λίγο. Πενήντα έξι ντεσιατίνες και πενήντα έξι κατοστάρικα κι άλλα πενήντα έξι κατοστάρικα κι ακόμα πενήντα έξι δεκάρικα, κι άλλα πενήντα έξι δεκάρικα, κι ακόμα πενήντα έξι πεντάρικα. Έβλεπε πως έβγαιναν πάνω από δώδεκα χιλιάδες όμως δίχως το αριθμητήρι δε μπορούσε να βρει πόσο θα ήταν όλο το ποσό.

- Όμως δε θα το δώσω δέκα χιλιάδες, μα θα σταθώ στις οχτώ και ν' αφαιρεθούν τα ξέφωτα. Άμα βάλω στο χέρι του γεωμέτρη ένα ή κι ενάμιση κατοστάρικο, αυτός θα καταφέρει να υπολογίσει τα ξέφωτα ίσαμε πέντε ντεσιατίνες. Και τότε θα μου τ' αφήσει οχτώ. Και τρεις χιλιαδούλες καπάρο, θα τον καταφέρω σκεφτόταν και με την ανάστροφη του χεριού, χάιδευε το πορτοφόλι του που το είχε χωμένο βαθιά στην εσωτερική τσέπη. Πώς τα καταφέραμε ωστόσο να χάσουμε το δρόμο από τη στροφή και πέρα ένας θεός το ξέρει! Εδώ κάπου θα έπρεπε να είναι το δάσος κι η καλύβα του δασοφύλακα, θα έπρεπε ν' ακούγονται σκυλιά ν' αλυχτάνε. Μα θαρρείς και βουβαίνονται τα καταραμένα, τότε ακριβώς που πρέπει να αλυχτήσουν. Απομάκρυνε το γιακά της γούνας από τ' αυτί κι αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα, από τη φασαρία που έκανε το δεμένο μαντίλι καθώς το τρέλαινε η ορμή της θύελλας και εκείνη του παγωμένου χιονιού που χτύπαγε πάνω στην ράχη του έλκηθρου πέφτοντας άφθονο. Ο Βασίλη Αντρέιτς κουκουλώθηκε πάλι με το γιακά.

- Να το ήξερα θα έμενα να κοιμηθώ στο Γρίσκινο. Μα το ίδιο κάνει, θα φτάσουμε αύριο. Μόνο που έχασα μια ημέρα. Με τέτοιο καιρό οι έμποροι της πολιτείας δεν πρόκειται να ξεμυτίσουν. Και θυμήθηκε πως στις 9 του μήνα θα έπρεπε να του φέρει κάτι λεφτά ο χασάπης. Μου είχε πει πως θα ερχόταν ο ίδιος και εγώ θα λείπω. Κείνη η προκομμένη η γυναίκα μου δε θα νιώσει να παραλάβει τα λεφτά. Είναι ένα ξύλο απελέκητο. Μήτε να φερθεί σαν άνθρωπος δεν είναι ικανή, συνέχισε τη σκέψη του, γιατί αναθυμήθηκε πόσο άσχημα φέρθηκε στο αστυνόμο της περιφέρειας που είχε πάει να τους επισκεφτεί χτες, με την ευκαιρία της γιορτής. Γυναίκα, τι να πεις; Μήπως είδε κόσμο, μήπως έμαθε φέρσιμο; Που να τα δει αυτά; Σαν σκέφτομαι, πως ήτανε το σπιτικό μας όταν ζούσαν οι γέροι μου! Ο σχωρεμένος ο πατέρας μου ήτανε ένας πλούσιος μουζίκος, νοικοκυρεμένος που κρατούσε ένα χάνι στο χωριό. Μα εγώ κοίτα τι κατάφερα ν' αποχτήσω μέσα σε δεκαπέντε χρόνια! Μπακάλικο, δυο καπηλειά, μύλο, σταραποθήκες, δυο χτήματα με νοίκι, και σπίτι με αποθήκη και με σιδερένια σκεπή, αράδιαζε με περηφάνια. Όχι τα παραμικρά του πατέρα μου. Ποιανού όνομα βροντάει σήμερα σ' όλη την περιοχή; Του Μπρεχουνόβ! Και γιατί αυτό; Γιατί, τη δουλειά έχω πάντα στο νου μου, γιατί αδιάκοπα πασχίζω, όχι σαν κάτι άλλους που τεμπελιάζουν ή το ρίχνουν έξω. Μα εγώ περνάω άγρυπνες νύχτες. Θύελλα, ξεθύελλα στο δρόμο βρίσκομαι. Κι έτσι πετυχαίνω πάντα τις δουλειές μου. Να μην φαντάζονται πως τα λεφτά κερδίζονται παίζοντας. Όχι, κύριε. Πρέπει να κοπιάσεις, να σπάσεις το κεφάλι σου. Να έτσι δα, να ξενυχτάς χειμώνα καιρό, με χιονοθύελλα μέσα στον κάμπο και να αγρυπνάς νύχτες ολάκερες. Να στριφογυρίζει το μαξιλάρι σου κατ' από το κεφάλι σου καθώς γυρνάς από δω κι από κει αγρυπνώντας από τις σκέψεις, στοχαζόταν με περίσσεια περηφάνια. Φαντάζονται πως από τυχερό τους πετυχαίνουν στη ζωή. Να οι Μιρόνοβ, τώρα λογαριάζονται εκατομμυριούχοι. Και πώς αυτό; Να δουλέψεις, να κουραστείς. Τότες σου δίνει κι ο Θεός. Φτάνει μοναχά να 'ναι υγεία.

Κι η σκέψη πως μπορούσε κι αυτός να γίνει ένας εκατομμυριούχος σαν τον Μιρόνοβ, που ξεκίνησε με το τίποτα, τον συγκίνησε τόσο πολύ, που αισθάνθηκε έντονη την ανάγκη να κουβεντιάσει με κάποιον. Όμως ο συνομιλητής δεν υπήρχε κείνη τη στιγμή... Αν κατάφερναν τουλάχιστο να έφταναν στο Γοριάτσκινο, θα τα έψελνε καλά του νεαρού κτηματία και θα του έβανε τα γυαλιά.

- Πω! Πω! Τι δυνατός αέρας είναι τούτος; Κατά πως φαίνεται θα το στρώσει τόσο πολύ που δε θα μπορέσουμε να ξεκολλήσουμε από δω χάμω μηδέ το πρωί, στοχάστηκε, καθώς άκουγε τον ψυχρό αέρα να φυσομανάει και το παγωμένο πυκνό χιόνι να πέφτει πάνω στο σανίδωμα του ελκήθρου. Ανασηκώθηκε κι έριξε μια ματιά τριγύρω: μέσα στην κάτασπρη ταλαντευόμενη σκοτεινιά, διακρινόταν να μαυρίζει λιγάκι το κεφάλι του Μουχόρτη, κι η ράχη του σκεπασμένη με την κάπα κι η φουντωτή ουρά του δεμένη κόμπο. Ολούθε, γύρω, μπροστά, πίσω, απλωνόταν η ίδια μονότονη, ταλαντευόμενη, κάτασπρη σκοτεινιά, που κάπου-κάπου σαν να διαλυόταν αδιόρατα για μια στιγμή κι ύστερα πάλι γινόταν ακόμα πιο ζοφερή.

- Έσφαλα που άκουσα το Νικήτα, σκέφτηκε, θα έπρεπε να προχωρήσουμε, όλο και κάπου θα βγαίναμε. Ακόμα μπορούσαμε να πάμε πίσω στο Γρίσκινο και να περάσουμε τη νύχτα μας στου Τάρας. Να τώρα, κάτσε δω και ξεπάγιασε ολονυχτίς. Αλήθεια, τι ήτανε εκείνο το καλό, που σκεφτόμουν πρωτύτερα; Α, θυμήθηκα. Πως ο Θεός ανταμείβει τους ανθρώπους για τους κόπους τους. Μονάχα οι άνθρωποι που κοπιάζουν στη ζωή τους προκόβουν, κι όχι οι αλήτες, οι τεμπελχανάδες κι οι βλάκες. Ας καπνίσω ένα τσιγαράκι τώρα!

Κάθισε, έβγαλε την τσιγαροθήκη του, έπεσε μπρούμυτα, άνοιξε τη γούνα του, προφυλάγοντας έτσι από τον αέρα το σπίρτο που θα άναβε, μα ο αέρας εύρισκε τρόπο να εισχωρήσει κι έσβηνε τα σπίρτα που άναβαν το ένα πίσω από το άλλο. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε ν' ανάψει το τσιγάρο του. Το ότι πέτυχε κείνο που ήθελε του έδωσε μεγάλη χαρά. Παρ' όλο, που το τσιγάρο το κάπνισε πιο πολύ ο αέρας, παρά ο Βασίλη Αντρέιτς, και κείνες οι δυο-τρεις ρουφηξιές, που μπόρεσε να τραβήξει του έκαναν καλό. Ξάπλωσε πάλι σαν και πρώτα, κουκουλώθηκε κι άρχισε να αναθυμιέται και να ονειροπολεί και δίχως κι ο ίδιος να το αντιληφτεί ξαφνικά ξεχάστηκε κι αποκοιμήθηκε.

Μα ολομεμιάς σαν κάτι να τον έσπρωξε δυνατά και ξύπνησε. Να είχε τάχα ανακινήσει το άχυρο κάτωθέ του ο Μουχόρτη ή κάτι μέσα του τον ανατάραξε; Ξύπνησε ωστόσο κι η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα. Άνοιξε τα μάτια του. Γύρω του τα ίδια ήτανε πάλι, μονάχα που φαινόταν κά πως σαν πιο φωτεινά.

- Αρχίζει να φέγγει, στοχάστηκε. Δε θα αργήσει, πρέπει να ξημερώσει. Μα ταυτόχρονα κατάλαβε πως τώρα ήτανε πιο φωτεινά, γιατί είχε ανατείλει το φεγγάρι. Ανασηκώθηκε και παρατήρησε προσεχτικά το άλογο. Κείνο στεκόταν με τη ράχη γυρισμένη στον αέρα και έτρεμε σύγκορμο. Η κάπα καταχιονισμένη είχε ξεφύγει πλάγια και τώρα διακρινόταν πιο καλά το καταχιονισμένο κεφάλι του ζώου κι η αναμαλλιασμένη χαίτη του. Ο Βασίλη Αντρέιτς έσκυψε πάνω από το πίσω μέρος του έλκηθρου και κοίταξε. Ο Νικήτα καθόταν πάντα μέσα στη γούβα που άνοιξε, στην ίδια στάση σαν πρωτοκάθισε. Το καναβάτσο, που μ' αυτό είχε σκεπαστεί και τα πόδια του ήταν πασπαλισμένα με παχύ στρώμα χιονιού.

- Μη ξεπαγιάσει ολότελα ο μουζίκος. Είναι τόσο κακοντυμένος σχεδόν κουρέλια φοράει. Θα έχω να δώσω λόγο για δαύτον. Να τι τραβάει κάποιος μ' αυτούς τους εργάτες. Λαός αμόρφωτος, σκέφτηκε ο Βασίλη Αντρέιτς και κάποια στιγμή είπε μέσα του, να πάρει την κάπα από το άλογο και να σκεπάσει μ' αυτήν το Νικήτα, όμως θα κρύωνε να σηκωθεί και να μετακινηθεί κι εκτός απ' αυτό φοβόταν μη ξεπαγιάσει το άλογο. Και τι ήθελα να τον κουβαλάω μαζί μου; Όλο από την ανοησία εκείνης! Συμπέρανε κι αναθυμήθηκε τη γυναίκα του, που δε τη συμπαθούσε καθόλου. Ξάπλωσε πάλι μέσα στο έλκηθρο. Έτσι δα ο μπάρμπας μου ξενύχτισε κάποτε μέσα στα χιόνια, και δεν έπαθε τίποτα. Ναι, μα το Σεβαστιάν τον ξέθαψαν, του ήρθε αμέσως στο νου κάποια άλλη περίπτωση, κι απόθανε την ίδια στιγμή. Είχε ξυλιάσει όλος, σαν τομάρι παγωμένο είχε γίνει. Αν έμενα να περάσω τη νύχτα μου στο Γρίσκινο θα ήταν πολύ πιο καλά.

Κι αφού τυλίχτηκε πολύ προσεκτικά, έτσι που η ζεστασιά της γούνας να μην πηγαίνει χαμένη, παρά να τον θερμαίνει παντού και στο λαιμό, και στα γόνατα, και στις πατούσες, έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας ν' αποκοιμηθεί πάλι. Όμως όσο κι αν προσπαθούσε τώρα, στάθηκε αδύνατο να ξεχαστεί παρά απεναντίας ένιωθε να 'ναι απόλυτα ξενυσταγμένος και ζωηρεμένος. Άρχισε πάλι να λογαριάζει τα κέρδη και τα λεφτά που του χρωστούσαν οι διάφοροι, να αυτοπαινεύεται με καμάρι για τ' άτομό του και τη ζηλευτή οικονομική του κατάσταση, μα τώρα όλες οι σκέψεις αδιάκοπα κόβονταν από κάποιο φόβο που λάνθανε μέσα του, και διαρκώς μετάνιωνε γιατί δεν έμεινε να περάσει τη νύχτα στο Γρίσκινο.

- Αν έμενα εκεί πέρα, τώρα θα ήμουνα ξαπλωμένος μέσα σε ζεστά στρωσίδια, στοχαζόταν, μετανιωμένος πικρά.

Γύρισε και ξαναγύρισε κάμποσες φορές μέσα στο έλκηθρο, πασχίζοντας να βολευτεί πιο καλά και να βρει μια στάση πιο άνετη και πιο προφυλαγμένη από τον αέρα, μα όλα τα έβρισκε στραβά. Ξανασηκώνονταν, άλλαζε θέση, τύλιγε τα πόδια του, έκλεινε τα μάτια κι απόμενε ήσυχος έτσι δα. Μα είτε τα πόδια του, όπως τα κρατούσε διπλωμένα και καθώς ήτανε χωμένα μέσα στα γερά μάλλινα ποδήματα, άρχιζαν να μουδιάζουν, ή από κάπου τον διαπερνούσε ο παγερός αέρας κι αναγκαζόταν πάλι να ξανασηκωθεί για να επιχειρήσει καινούρια ταχτοποίηση, γκρινιάζοντας γιατί δεν έμεινε στο Γρίσκινο να 'ναι εκείνη τη στιγμή ξαπλωμένος άνετα και ζεστά.

Κάποια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε μακρινό λάλημα πετεινού. Χάρηκε τόσο πολύ, που ξεκούμπωσε τη γούνα του κι έστησε την ακοή του προσεχτικά. Όμως μάταια, γιατί δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα, τον παραδαρμό του μαντιλιού πάνω στο στημένο κοντάρι και το μαστίγωμα του παγωμένου χιονιού στο σανίδωμα του έλκηθρου.

Ο Νικήτα εξακολουθούσε να μένει στην ίδια στάση, έτσι που κάθισε αποβραδίς, ακίνητος κι αμίλητος, δίχως να αποκρίνεται στον Βασίλη Αντρέιτς που κάνα δυο φορές του μίλησε.

- Ούτε καν που σκοτίστηκε αυτός. Κοιμάται του καλού καιρού, σκεφτόταν με αδημονία ο Βασίλη Αντρέιτς, κοιτάζοντας από πάνω το Νικήτα που ήτανε όλος σκεπασμένος με παχύτατο στρώμα χιονιού.

Ο Βασίλη Αντρέιτς σηκωνόταν και ξαναπλάγιαζε, κάπου είκοσι φορές. Του φαινόταν πως κείνη η νύχτα δε θα είχε τέλος.

- Τώρα, σίγουρα πια, θα κοντεύει να ξημερώσει, στοχάστηκε κάποτε, καθώς είχε σηκωθεί και κοίταζε γύρω του. Να ρίξω μια ματιά στο ρολόι, θα παγώσω να ξεκουμπωθώ. Όμως άμα πειστώ, πως σύντομα θα ξημερώσει, όλο και πιο καλά θα νιώσω, θα αρχίσουμε να ζεύουμε..

Ήξερε πολύ καλά πως το ξημέρωμα αργούσε ακόμα όμως άρχισε ολοένα και πιο πολύ να δειλιάζει κι ήθελε ταυτόχρονα και να πειστεί και να γελαστεί. Ξεκούμπωσε προσεκτικά τις κόπιτσες του κοντογουνιού του και χώνοντας το χέρι στο κόρφο, έψαξε πολλή ώρα ώσπου να φτάσει το γιλέκο. Με μεγάλο κόπο κατάφερε να βγάλει το ρολόι του, που ήτανε ασημένιο, με διάφορα στολίδια από σμάλτο και κοίταξε. Μα δίχως φως δε μπορούσε τίποτα να ξεχωρίσει. Ξανάπεσε μπρούμυτα όπως τότε που ήθελε να ανάψει το τσιγάρο του κι έβγαλε τα σπίρτα. Μα τώρα τα κατάφερε μεθοδικά, γιατί ψάχνοντας βρήκε ένα σπίρτο με μεγάλο κεφαλάκι κι αυτό άναψε μεμιάς. Με τη φλογίτσα του φώτισε την πλάκα του ρολογιού και δεν πίστευε στα μάτια του... Η ώρα ήτανε μονάχα δώδεκα και δέκα λεπτά. Μπροστά τους απλωνόταν ολάκερη η νύχτα.

- Ωχ, ατέλειωτη που είναι η νύχτα! - στοχάστηκε, νιώθοντας να παγώνει το αίμα του. Κουμπώθηκε πάλι καλά, κουκουλώθηκε και ζάρωσε στη γωνιά του έλκηθρου με την απόφαση να περιμένει υπομονετικά. Ξάφνου ανάμεσ' απ' τη μονότονη βουή του αέρα άκουσε κάποιο καινούριο ζωντανό ήχο. Ο ήχος αυτός εντεινόταν κανονικά και σαν έφτασε στο σημείο να ξεχωρίσει ολότελα, το ίδιο κανονικά άρχισε να ατονεί. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ήτανε κάποιος λύκος. Κι ο λύκος αυτός, ούρλιαζε τόσο κοντά του, που με την πνοή του αέρα ακουγόταν η κίνηση που έκαναν οι μασέλες του αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του. Ο Βασίλη Αντρέιτς ξεκούμπωσε το γιακά του κι άκουγε προσεχτικά. Ο Μουχόρτη το ίδιο εντατικά έστηνε την ακοή του, κινώντας τ' αυτιά του κι όταν ο λύκος έπαψε να ουρλιάζει μετακίνησε τα πόδια του και χλιμίντρισε σαν για προειδοποίηση. Μετά απ' αυτό ήτανε πια ολότελα αδύνατο να μπορέσει να κοιμηθεί ο Βασίλη Αντρέιτς, μα ούτε και να ησυχάσει. Όσο κι αν προσπάθησε να σκεφτεί τους λογαριασμούς του, τις υποθέσεις του, τη φήμη για την αξία και τα πλούτη του, ο φόβος ολοένα και πιο έντονα τον κυρίευε και πάνω απ' όλες τις σκέψεις επικρατούσε κι ανάμεσα τους μπερδευόταν η οδυνηρή μεταμέλεια, γιατί δεν έμεινε να περάσει τη νύχτα το Γρίσκινο.

- Ας λείψει και το δάσος και το καλό του. Και δίχως αυτό τα κέρδη δε θα μου λείψουν, δόξα να 'χει ο Θεός. Αχ, μονάχα τούτη η νύχτα να περάσει! - έλεγε μέσα του. Λένε πως οι μεθυσμένοι δεν αντέχουν στην παγωνιά και τα κακαρώνουν, στοχάστηκε κάποια στιγμή. Και εγώ το έτσουξα αρκετά.

Και προσέχοντας το συναίσθημά του αυτό αισθάνθηκε πως άρχισε να τρέμει, μη ξέροντας κι ο ίδιος γιατί έτρεμε: από το κρύο ή από το φόβο του. Δοκίμασε να κουκουλωθεί και να ξαπλώσει σαν πρωτύτερα, μα δε μπορούσε πια να το κάνει. Δε μπορούσε να μένει εκεί δα, ήθελε να σηκωθεί, και ν' απασχοληθεί σε κάτι για να καταπνίξει το φόβο που φούντωνε μέσα του και που ένιωθε τον εαυτό του ανίκανο να του αντισταθεί. Ξανάβγαλε τα τσιγάρα και τα σπίρτα του, μα του είχανε μείνει τρία σπίρτα όλα-όλα και τα χειρότερα, κι όλα τρίφτηκαν μοναχά δίχως ν' ανάψουν.

- Άντε στο διάολο, καταραμένο, γκρεμίσου από δω! - έβρισε δίχως κι ο ίδιος να ξέρει ποιον και πέταξε μακριά το τσιγάρο, που το είχε κάνει λιώμα μέσα στο χέρι του. Ήθελε να πετάξει και το κουμπί των σπίρτων μα σταμάτησε έγκαιρα την κίνηση του χεριού και το έχωσε στην τσέπη του. Η ανησυχία που τον κυρίεψε ήτανε τέτοια, που δε μπορούσε πια να μείνει καθισμένος μέσα στο έλκηθρο. Σηκώθηκε και βγήκε από τ' αμάξι. Στάθηκε με τη ράχη κατά τη μεριά του αέρα και τακτοποίησε όσο πιο καλά και πιο σφιχτά μπορούσε τις γούνες και τη ζώνη του.

- Τι να κάθομαι ακίνητος και να περιμένω το θάνατο; Θα καβαλήσω το άλογο και μαρς, του ήρθε μια ξαφνική ιδέα. Καβάλα τ' άλογο δεν κουράζεται πολύ. Κείνος κει, στοχάστηκε κάποια στιγμή για το Νικήτα, και να πεθάνει δε χάθηκε ο κόσμος. Και τάχατες που ζει τι καταλαβαίνει; Μήτε που θ' αφήσει κανένα βιος πίσω του, για να πικραίνεται. Μα εγώ, δόξα τω Θεώ κάτι έχω και πρέπει να το χαρώ...

Και αφού έλυσε τ' άλογο, ταχτοποίησε τα γκέμια γύρω στο λαιμό του κι έκανε να καβαλήσει μα οι γούνες και τα ποδήματά του ήτανε τόσο βαριά, που δεν τα κατάφερε. Τότε στάθηκε μέσα στο έλκηθρο για να καβαλήσει από κει. Όμως το αμάξι ταλαντεύτηκε κάτω από το βάρος του και πάλι δε μπόρεσε. Τέλος, την τρίτη φορά, τράβηξε το άλογο δίπλα στο έλκηθρο, πάτησε με πολλή προσοχή στην άκρη και πέτυχε να πέσει με την κοιλιά του κάθετα στην πλάτη του Μουχόρτη. Έμεινε για λίγο σ' αυτήν τη στάση, ύστερα σύρθηκε μια-δυο φορές πιο πέρα, πέρασε το ένα πόδι του πάνω από τη ράχη του αλόγου και καλοκάθισε στηρίζοντας τα πόδια του στο λουρί του κουλανιού. Η απότομη κίνηση που έκανε το έλκηθρο καθώς ξεκουνήθηκε μ' όλες αυτές τις προσπάθειες του Βασίλη Αντρέιτς, ξύπνησε το Νικήτα, και κάτι είπε, φαίνεται.

- Αμ' δε θα σ' ακούσω δα, κουτομόγια! Τι, θα κάτσω έτσι δα να χάσω τη ζωή μου για το τίποτα; - του φώναξε ο Βασίλη Αντρέιτς και σιάχνοντας κάτω από τα γόνατα του τις ποδιές της γούνας του που ανεμίζονταν, έστρεψε το άλογο και το οδήγησε πέρα από το έλκηθρο κατά το σημείο κείνο, που υπολόγισε πως έπρεπε να βρίσκεται το δάσος κι η καλύβα του δασοφύλακα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

VI. Αφέντης και Δούλος VI. Master and Servant VI. Amo y criado

Ο Βασίλη Αντρέιτς, καθώς ήτανε τυλιγμένος στις δυο γούνες του αισθανόταν πολύ ζεστά, προπάντων ύστερ' από την απασχόλησή του για ξεπέρασμα της χιονοστιβάδας. |||||||||||||||||occupation|||overcoming||Avalanche. Vasily Andreits, as he was wrapped in his two furs, felt very warm, especially after his engagement in overcoming the avalanche. Όμως ένα παγερό ρίγος πέρασε την πλάτη του, όταν κατάλαβε πως πραγματικά εκεί πέρα έπρεπε να περάσουν τη νύχτα τους. ||chilling||||||||||||||||| However, a cold shiver ran down his back when he realized that they really had to spend the night over there. Για να ηρεμήσει κάθισε στο έλκηθρο κι έβγαλε τα τσιγάρα του και τα σπίρτα του. To calm down, he sat on the sled and took out his cigarettes and matches.

Ο Νικήτα στο αναμεταξύ ξέζευε το άλογο και κάνοντας μεθοδικά αυτή τη δουλειά δεν έπαυε να μιλάει στο ζώο, σάμπως για να το ενθαρρύνει. ||||unharnessed|||||methodically|||||||||||||| Nikitas, in the meantime, was unhooking the horse and, methodically doing this work, he kept talking to the animal, as if to encourage it.

- Έλα, έλα έβγα, του έλεγε, βγάζοντας το από τα δυο ξύλα του ρυμού. ||||||||||||drawbar - Come on, come on out, he said, taking it out from the two wooden shafts of the cart. Να, θα σε δέσω εδώ, θα σου βάλω αχεράκι μπόλικο και θα σου βγάλω το καπίστρι, συνέχισε, κάνοντας ταυτόχρονα εκείνο που έλεγε. |||"tie you up"|||||straw||||||||||||| Look, I will tie you here, I will put plenty of hay for you, and I will take off the halter, he continued, simultaneously doing what he was saying. Άμα φας λιγάκι θα νιώσεις κάπως πιο καλά. If you eat a little, you will feel a bit better.

Μα ο Μουχόρτη, ήτανε φανερό, πως δεν καθησύχαζε με τα λόγια του Νικήτα κι έμενε ταραγμένος. |||||||calm down|||||||| But it was obvious that Mouhorti was not calmed by Nikitas' words and remained agitated. Κινούσε αδιάκοπα τα πόδια του, κολλούσε στο έλκηθρο, με τη ράχη γυρισμένη στον αέρα κι έτριβε το κεφάλι το πάνω στο μανίκι του Νικήτα. |||||"stuck to"|||||||||||||||||| He kept moving his legs constantly, sticking to the sled, with his back turned to the air, and rubbed his head against Nikitas' sleeve.

Σάμπως μονάχα για μη χαλάσει το χατίρι του Νικήτα, που του σέρβιρε το άχυρο, άρπαξε με μια ορμητική κίνηση λιγάκι στο στόμα, μα την ίδια στιγμή σκέφτηκε πως εκείνη η ώρα δεν ήτανε για λιχουδιές και το πέταξε αμέσως κι ο αέρας το άδραξε το σκόρπισε, το πέταξε μακριά και το σκέπασε με το χιόνι. |||||||||||served||||||||||||||||||||||||||||||||||scattered it||||||||| Just because he didn't want to disappoint Nikita, who was serving him the straw, he grabbed it with a sudden motion a bit in his mouth, but at the same time he thought that this moment was not for delicacies and immediately threw it away, and the wind caught it, scattered it, threw it far away and covered it with snow.

- Και τώρα θα στήσουμε το σημάδι, είπε ο Νικήτα, έστρεψε το έλκηθρο φάτσα στον αέρα, ανασήκωσε κι έστησε ολόρθα τα δυο μακριά ξύλα του ρυμού και τα στερέωσε όσο μπορούσε πιο γερά στη βάση τους. |||||||||turned|||||||||upright|||||||||||||||| - And now we will set the sign, said Nikita, he turned the sled facing the air, lifted and stood upright the two long wooden poles of the marker and secured them as tightly as he could to their base. Και τώρα, σαν μας καταπλακώσει το χιόνι, οι καλοί χριστιανοί απ' αυτό το σημάδι θα οδηγηθούν να μας ξεθάψουν, πρόσθεσε, χαϊδεύοντας τα γάντια του και περνώντας τα στα ξεπαγιασμένα χέρια του. ||||"crush"|||||||||||will be led|||dig up||stroking|||||||||| And now, if the snow buries us, good Christians will be led by this sign to dig us out, he added, stroking his gloves and passing them over his frostbitten hands. Έτσι δα, μας μαθαίνανε οι γέροι. |||"taught us"|| This is how the elders taught us.

Ο Βασίλη Αντρέιτς στο αναμεταξύ, μάταια προσπαθούσε ν' ανάψει το τσιγάρο του. Vasilis Andreits was in the meantime trying in vain to light his cigarette. Πολλά σπίρτα χάλασε ώσπου να το καταφέρει, γιατί ο αέρας ή του τα έσβηνε ή τα άρπαζε μεσ' από τα χέρια και τα πετούσε μακριά. ||||||||||||||||snatched away|||||||| He ruined many matches before he succeeded, because the wind either extinguished them or snatched them from his hands and threw them far away. Επιτέλους μπόρεσε ν' ανάψει και να κρατήσει αναμμένο ένα σπίρτο που με τη φλογίτσα του φώτισε για μια στιγμούλα τη γούνα του, το χέρι του με το χρυσό δαχτυλίδι στο δείχτη που τον κρατούσε γυρισμένο προς τα μέσα και το καταχιονισμένο άχυρο που πρόβαλε κάτω από την κάπα, και το τσιγάρο άναψε. ||||||||a|||||little flame|it||||moment||||||||||||||||||||||||||||||||| Finally, he managed to light and keep a match burning, which with its little flame illuminated for a moment his fur, his hand with the gold ring on his index finger that held it turned inward, and the snow-covered straw that protruded under the cape, and he lit the cigarette. Τράβηξε με απληστία μια δυο ρουφηξιές τον καπνό, τον αμόλησε από τα ρουθούνια του, θέλησε να συνεχίσει, μα ο αέρα πέταξε και το τσιγάρο μακριά, όπως και τ' άχυρο. ||greedily|||||||released||||||||||||||||||| He greedily took a couple of puffs of the smoke, exhaled it from his nostrils, wanted to continue, but the wind blew the cigarette away, just like the straw.

Όμως κι αυτό το λιγοστό κάπνισμα διασκέδασε κάπως τον Βασίλη Αντρέιτς. However, even this little bit of smoking somewhat amused Vasilis Andreits.

- Ας ξενυχτίσουμε λοιπόν, μια και δε γίνεται αλλιώς, είπε. |stay up late||||||| - Let's stay up all night then, since there's no other way, he said. Και τώρα στάσου να στήσω και μια σημαία, πρόσθεσε. ||||set up|||| And now hold on, let me set up a flag too, he added. Πήρε το μαντίλι που πρωτύτερα το είχε λύσει από το λαιμό του, έβγαλε τα γάντια του, ορθώθηκε, τεντώθηκε όσο μπορούσε και το έδεσε με διπλό κόμπο σφιχτά-σφιχτά πάνω σε ένα από τα στημένα κοντάρια. ||||||||||||||||stood up|stretched as much|||||||||||||||||poles He took the scarf that he had earlier untied from his neck, took off his gloves, stood up, stretched as much as he could, and tied it with a double knot tightly on one of the erected poles.

Το μαντίλι κυμάτισε απελπισμένα και πότε κολλούσε πάνω στο κοντάρι, πότε ξεπετούσε με ορμητικά ξετινάγματα στον αέρα, τεντωνόταν κι έτριζε. ||waved desperately|||||||pole|||||violent shakes|||was stretching taut||creaked The flag waved desperately, sometimes sticking to the pole, sometimes fluttering with vigorous bursts in the air, stretching and creaking.

- Το πέτυχα μια χαρά! - I did it perfectly! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς καμαρώνοντας το έργο του και ξαναχώθηκε στο έλκηθρο. |||||||||"got back into"|| - said Vassilis Andreits, proudly admiring his work and burrowed back into the sleigh. Θα ζεσταινόμαστε καλύτερα αν καθόμαστε μαζί οι δυο μας, όμως δε χωράμε, πρόσθεσε. |"keep warm"||||||||||fit| We will keep warm better if we sit together, the two of us, but we don't fit, he added.

- Εγώ θα βρω κάπου να βολευτώ, αποκρίθηκε ο Νικήτα. |||||settle in||| - I will find somewhere to settle, replied Nikita. Μονάχα το κακόμοιρο το ζωντανό ξεπάγιασε ολότελα και πρέπει να του ρίξω την κάπα στη ράχη του. ||poor thing|||froze completely||||||||||| Only the poor living creature completely froze, and I have to throw my cape over its back. Για στάσου, και πλησιάζοντας το έλκηθρο τράβηξε έξω την κάπα, που μ' αυτήν είχε σκεπάσει το στρωμένο άχυρο, αψηφώντας που ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε καθισμένος πάνω. |||approaching|||||||||||||||disregarding||||||| Wait a moment, and approaching the sleigh, he pulled out the cloak with which he had covered the hay, defying the fact that Vasily Andreyevich was sitting on top of it.

Δίπλωσε την κάπα στα δύο και την έριξε στη ράχη του Μουχόρτη. Folded||||||||||| He folded the cloak in half and threw it on the back of Muchorty.

- Έτσι δα, όλο και κάπως πιο ζεστά θα νοιώθεις, μικρέ μου μπουνταλά, έλεγε ο Νικήτα περνώντας πάνω από την κάπα το σέλμα και το κουλάνι και σφίγγοντας τα λουριά καλά έτσι που να μη κινδυνεύει να την συνεπάρει η ορμή της θύελλας. |||||||||||||||||||||saddle blanket|||The word "κουλάνι" in this context translates to "girth strap."||||||||||||||||| - That way, you will feel a bit warmer, my little fool, said Nikita as he passed over the cloak with the saddle and the bridle, tightening the straps well so that it wouldn’t be swept away by the force of the storm. Δώστε μου τώρα κείνο το κομμάτι το καναβάτσο και λίγο άχερο, πρόσθεσε ξαναγυρίζοντας κοντά στο Βασίλη Αντρέιτς αφού βόλεψε όσο πιο καλά μπορούσε το άλογο, και παίρνοντας και το 'να και τ' άλλο, αποσύρθηκε πίσω από το έλκηθρο άνοιξε με τα χέρια του μια γούβα μέσα στο χιόνι, έστρωσε το άχυρο, έχωσε το σκούφο του όσο πιο βαθιά μπορούσε, σφιχτοτυλίχτηκε με το πανωφόρι του, κουκουλώθηκε με το καναβάτσο και χώθηκε στη γούβα με τ' άχυρο ακουμπώντας στο πίσω μέρος του έλκηθρου που τον προφύλαγε κι από τον αέρα κι από το χιόνι. ||||||||||straw||returning||||||settled|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||wrapped tightly|||||it covered itself|||||||||||leaning against||||||||protected him|||||||| Give me that piece of canvas and some straw now, added Nikitas as he returned close to Vasilis Andreits, after he had arranged the horse as well as he could, and taking both the one and the other, he withdrew behind the sled, opened a hollow in the snow with his hands, spread the straw, buried his hat as deep as he could, wrapped himself tightly in his coat, covered himself with the canvas and buried himself in the hollow with the straw leaning against the back of the sled that protected him from the wind and the snow.

Ο Βασίλη Αντρέιτς κουνούσε περιφρονητικά το κεφάλι για ολ' αυτά που έκανε ο Νικήτα, όπως γενικά ποτέ δεν εύρισκε σωστά τα καμώματα των μουζίκων που ήτανε αγράμματοι και κουτοί και στο αναμεταξύ προσπάθησε να βολευτεί κι ο ίδιος μέσα στο έλκηθρο. ||||Contemptuously||||||||||||||"found" or "considered correct"|||antics|||||illiterate||foolish|||||||||||| Vasilis Andreits shook his head dismissively at all that Nikitas was doing, as he generally never found the antics of the peasants, who were illiterate and foolish, to be proper, and in the meantime, he also tried to settle himself into the sled. Ταχτοποίησε όσο μπορούσε το άχυρο που έμεινε, σωριάζοντάς το πιότερο κάτω από τα πλευρά του, έχωσε τα χέρια του στα μανίκια της γούνας του κι ακούμπησε το κεφάλι του στη μια γωνία του έλκηθρου όσο πιο χαμηλά μπορούσε, για να είναι προφυλαγμένος κάπως από τη μανία του αέρα. |||||||piling it up||||||||||||||||||||||||||||||||||protected from|||||| He arranged the remaining straw as best he could, piling it mostly under his sides, stuffed his hands into the sleeves of his fur coat, and leaned his head into one corner of the sled as low as he could, to be somewhat protected from the fury of the wind.

Δεν του ερχόταν ύπνος. He couldn't fall asleep. Κειτόταν και σκεφτόταν πάντα εκείνο το ίδιο, που αποτελούσε το μοναδικό σκοπό, τη σημασία, τη χαρά και την περηφάνια της ζωής του. He lay there thinking always about that same thing, which was the sole purpose, the meaning, the joy, and the pride of his life. Πόσα δηλαδή λεφτά κατόρθωσε να κερδίσει και πόσα μπορεί να κερδίσει ακόμα. How much money he had managed to earn and how much he could still earn. Πόσα λεφτά κέρδισαν κι έχουν διάφοροι άλλοι γνώριμοι του, πώς τα κέρδισαν και πώς τα κερδίζουν και πώς εκείνος, όμοια μ' αυτούς μπορεί πολλά να κερδίσει ακόμα. |||||||acquaintances||||||||"earn"||||||||||| How much money various acquaintances of his have won, how they won it and how they are earning money, and how he, like them, can still win a lot. Η αγορά του μικρού δάσους του Γοριάτσκινο ήτανε γι' αυτόν ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας. The purchase of the small forest of Goriatskino was a matter of great importance for him. Έλπιζε από το δασάκι αυτό να κερδίσει με το πρώτο δέκα χιλιαδούλες το λιγότερο. Hoped|||||||||||ten thousand drachmas|| He hoped to earn at least ten thousand from this little forest at the outset. Κι άρχισε νοερά να κάνει τη διατίμησή του, καθώς το είχε δει το φθινόπωρο τότε που πρόφτασε να μετρήσει όλα τα δέντρα που σκέπαζαν την περιοχή από δυο ντεσιατίνες. ||||||valuation|||||||||||||||||covered|||||desyatins And he began mentally to calculate its assessment, as he had seen it in the autumn when he managed to count all the trees that covered the area from two dessiatines.

- Οι βαλανιδιές θα πάνε για βάσεις αμαξιών. |Oak trees|||||carriages - The oaks will go for cart bases. Τα κουτσουράκια χώρια. |The logs separately.| The small branches separately. Και καυσόξυλα ίσαμε τριάντα οργιές θα δώσει η κάθε ντεσιατίνα, στοχαζόταν. |firewood||||||||desyatina|was thinking And each desiatina will provide firewood up to thirty orgies, he was contemplating. Η κάθε ντεσιατίνα θ' αφήσει κέρδος διακόσια είκοσι πέντε ρουβλάκια το πιο λίγο. ||desiatina|||||||||| Each desiatina will yield a profit of at least two hundred twenty-five rubles. Πενήντα έξι ντεσιατίνες και πενήντα έξι κατοστάρικα κι άλλα πενήντα έξι κατοστάρικα κι ακόμα πενήντα έξι δεκάρικα, κι άλλα πενήντα έξι δεκάρικα, κι ακόμα πενήντα έξι πεντάρικα. ||||||hundred-ruble notes||||||||||dimes||||||||||five-kopeck coins Fifty-six desiatinas and fifty-six hundred rubles and another fifty-six hundred rubles and also fifty-six ten rubles, and another fifty-six ten rubles, and also fifty-six five rubles. Έβλεπε πως έβγαιναν πάνω από δώδεκα χιλιάδες όμως δίχως το αριθμητήρι δε μπορούσε να βρει πόσο θα ήταν όλο το ποσό. ||||||||||abacus|||||||||| He could see that there were more than twelve thousand but without the tally he couldn't find out what the total amount would be.

- Όμως δε θα το δώσω δέκα χιλιάδες, μα θα σταθώ στις οχτώ και ν' αφαιρεθούν τα ξέφωτα. ||||||||||||||"be deducted"||clearings - But I won't give it ten thousand, rather I will stick to eight and subtract the clearings. Άμα βάλω στο χέρι του γεωμέτρη ένα ή κι ενάμιση κατοστάρικο, αυτός θα καταφέρει να υπολογίσει τα ξέφωτα ίσαμε πέντε ντεσιατίνες. |||||surveyor|||||hundred-drachma note|||||||||| If I give the surveyor one or one and a half hundred, he will manage to calculate the clearings up to five desyatins. Και τότε θα μου τ' αφήσει οχτώ. And then it will leave me eight. Και τρεις χιλιαδούλες καπάρο, θα τον καταφέρω σκεφτόταν και με την ανάστροφη του χεριού, χάιδευε το πορτοφόλι του που το είχε χωμένο βαθιά στην εσωτερική τσέπη. |||Deposit or advance payment||||||||back of hand|||||||||||||| And three thousand bucks, I will manage, he thought, and with the back of his hand, he caressed his wallet that he had stuffed deep in his inner pocket. Πώς τα καταφέραμε ωστόσο να χάσουμε το δρόμο από τη στροφή και πέρα ένας θεός το ξέρει! How we managed to lose the way from the turn and beyond, only God knows! Εδώ κάπου θα έπρεπε να είναι το δάσος κι η καλύβα του δασοφύλακα, θα έπρεπε ν' ακούγονται σκυλιά ν' αλυχτάνε. ||||||||||||forest ranger's|||||||howling Here somewhere there should be the forest and the gamekeeper's cabin, there should be sounds of dogs howling. Μα θαρρείς και βουβαίνονται τα καταραμένα, τότε ακριβώς που πρέπει να αλυχτήσουν. |||fall silent||damned things||||||howl But do you think they are silent at the very moment they should be howling? Απομάκρυνε το γιακά της γούνας από τ' αυτί κι αφουγκράστηκε. "Moved away"||||||||| She moved the collar of her fur away from her ear and listened. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα, από τη φασαρία που έκανε το δεμένο μαντίλι καθώς το τρέλαινε η ορμή της θύελλας και εκείνη του παγωμένου χιονιού που χτύπαγε πάνω στην ράχη του έλκηθρου πέφτοντας άφθονο. ||||||||||||||||||||drove crazy||||||||frozen|||was hitting|||||||abundantly Nothing could be heard except for the whistling of the wind, the noise made by the tied scarf as the rush of the storm drove it mad, and that of the frozen snow hitting the back of the sled in abundance. Ο Βασίλη Αντρέιτς κουκουλώθηκε πάλι με το γιακά. Vasilis Andreits wrapped himself up again with the collar.

- Να το ήξερα θα έμενα να κοιμηθώ στο Γρίσκινο. - If I had known, I would have stayed to sleep in Griskino. Μα το ίδιο κάνει, θα φτάσουμε αύριο. But it does the same thing, we will arrive tomorrow. Μόνο που έχασα μια ημέρα. Only I lost a day. Με τέτοιο καιρό οι έμποροι της πολιτείας δεν πρόκειται να ξεμυτίσουν. ||||||||||venture out In such weather, the merchants of the state are not going to venture out. Και θυμήθηκε πως στις 9 του μήνα θα έπρεπε να του φέρει κάτι λεφτά ο χασάπης. ||||||||||||||butcher And he remembered that on the 9th of the month the butcher was supposed to bring him some money. Μου είχε πει πως θα ερχόταν ο ίδιος και εγώ θα λείπω. He had told me that he would come himself and I would be away. Κείνη η προκομμένη η γυναίκα μου δε θα νιώσει να παραλάβει τα λεφτά. ||That capable wife|||||||||| That capable woman of mine will not feel like taking the money. Είναι ένα ξύλο απελέκητο. It is a rough wood. Μήτε να φερθεί σαν άνθρωπος δεν είναι ικανή, συνέχισε τη σκέψη του, γιατί αναθυμήθηκε πόσο άσχημα φέρθηκε στο αστυνόμο της περιφέρειας που είχε πάει να τους επισκεφτεί χτες, με την ευκαιρία της γιορτής. |||||||capable||||||remembered|||"behaved"||police officer||district's|||||||||||| She is not even capable of behaving like a person, he continued his thought, because he recalled how badly he had treated the district police officer who had come to visit them yesterday on the occasion of the celebration. Γυναίκα, τι να πεις; Μήπως είδε κόσμο, μήπως έμαθε φέρσιμο; Που να τα δει αυτά; Σαν σκέφτομαι, πως ήτανε το σπιτικό μας όταν ζούσαν οι γέροι μου! |||||||||behavior||||||||||||||||| Woman, what can you say? Perhaps she saw the world, perhaps she learned how to behave? Where could she have seen that? As I think about how our household was when my elders were alive! Ο σχωρεμένος ο πατέρας μου ήτανε ένας πλούσιος μουζίκος, νοικοκυρεμένος που κρατούσε ένα χάνι στο χωριό. |The late||||||||well-organized|||||| My late father was a wealthy peasant, a tidy man who ran an inn in the village. Μα εγώ κοίτα τι κατάφερα ν' αποχτήσω μέσα σε δεκαπέντε χρόνια! ||||||acquire|||| But look what I have managed to acquire in fifteen years! Μπακάλικο, δυο καπηλειά, μύλο, σταραποθήκες, δυο χτήματα με νοίκι, και σπίτι με αποθήκη και με σιδερένια σκεπή, αράδιαζε με περηφάνια. ||||grain warehouses||plots of land||renting out|||||||||listed proudly|| A grocery store, two taverns, a mill, granaries, two rented plots, and a house with a storage room and an iron roof, he proudly listed. Όχι τα παραμικρά του πατέρα μου. ||"small things"||| Not a bit like my father. Ποιανού όνομα βροντάει σήμερα σ' όλη την περιοχή; Του Μπρεχουνόβ! ||"thunders"||||||| Whose name echoes today throughout the area? Brechounov's! Και γιατί αυτό; Γιατί, τη δουλειά έχω πάντα στο νου μου, γιατί αδιάκοπα πασχίζω, όχι σαν κάτι άλλους που τεμπελιάζουν ή το ρίχνουν έξω. |||||||||||||strive||||||laze around|||"throw" or "let loose"| And why is that? Because I always have work on my mind, because I tirelessly strive, not like some others who laze around or go out. Μα εγώ περνάω άγρυπνες νύχτες. |||sleepless| But I spend sleepless nights. Θύελλα, ξεθύελλα στο δρόμο βρίσκομαι. |calm after storm||| Storm, calmness, I find myself on the road. Κι έτσι πετυχαίνω πάντα τις δουλειές μου. ||I succeed|||| And so I always manage to get my work done. Να μην φαντάζονται πως τα λεφτά κερδίζονται παίζοντας. ||||||are earned| They should not imagine that money is earned by playing. Όχι, κύριε. No, sir. Πρέπει να κοπιάσεις, να σπάσεις το κεφάλι σου. ||work hard||break||| You have to struggle, to break your head. Να έτσι δα, να ξενυχτάς χειμώνα καιρό, με χιονοθύελλα μέσα στον κάμπο και να αγρυπνάς νύχτες ολάκερες. ||||stay up all night||||||||||stay awake||whole nights Like this, to stay awake through the winter, with a snowstorm in the valley and to stay alert through entire nights. Να στριφογυρίζει το μαξιλάρι σου κατ' από το κεφάλι σου καθώς γυρνάς από δω κι από κει αγρυπνώντας από τις σκέψεις, στοχαζόταν με περίσσεια περηφάνια. |||||||||||||||||sleepless from thoughts||||||great abundance| To toss and turn your pillow beneath your head as you turn from side to side, awake with thoughts, reflecting with excessive pride. Φαντάζονται πως από τυχερό τους πετυχαίνουν στη ζωή. |||||"succeed"|| They imagine that by luck they succeed in life. Να οι Μιρόνοβ, τώρα λογαριάζονται εκατομμυριούχοι. ||Mironov family||are considered|millionaires Here are the Mironov, now counted as millionaires. Και πώς αυτό; Να δουλέψεις, να κουραστείς. ||||||get tired And how is that? To work, to tire yourself. Τότες σου δίνει κι ο Θεός. Then God gives you too. Φτάνει μοναχά να 'ναι υγεία. It is enough to just have health.

Κι η σκέψη πως μπορούσε κι αυτός να γίνει ένας εκατομμυριούχος σαν τον Μιρόνοβ, που ξεκίνησε με το τίποτα, τον συγκίνησε τόσο πολύ, που αισθάνθηκε έντονη την ανάγκη να κουβεντιάσει με κάποιον. |||||||||||||||||||||||||||||talk with someone|| And the thought that he could also become a millionaire like Mironov, who started with nothing, moved him so much that he felt a strong need to talk to someone. Όμως ο συνομιλητής δεν υπήρχε κείνη τη στιγμή... Αν κατάφερναν τουλάχιστο να έφταναν στο Γοριάτσκινο, θα τα έψελνε καλά του νεαρού κτηματία και θα του έβανε τα γυαλιά. ||interlocutor|||||||"managed to"||||||||||||||||would put|| But the conversation partner was not present at that moment... If they could at least make it to Goriatskino, he would sing praises to the young landowner and would give him a run for his money.

- Πω! - Wow! Πω! Wow! Τι δυνατός αέρας είναι τούτος; Κατά πως φαίνεται θα το στρώσει τόσο πολύ που δε θα μπορέσουμε να ξεκολλήσουμε από δω χάμω μηδέ το πρωί, στοχάστηκε, καθώς άκουγε τον ψυχρό αέρα να φυσομανάει και το παγωμένο πυκνό χιόνι να πέφτει πάνω στο σανίδωμα του ελκήθρου. ||||"this"||||||"cover"||||||||get unstuck||||nor|||||||cold|||"howling"||||||||||planking||sled What a strong wind this is! It seems that it will snow so much that we won't be able to get away from here even in the morning, he thought, as he listened to the cold wind howling and the thick, frozen snow falling onto the sled's wooden floor. Ανασηκώθηκε κι έριξε μια ματιά τριγύρω: μέσα στην κάτασπρη ταλαντευόμενη σκοτεινιά, διακρινόταν να μαυρίζει λιγάκι το κεφάλι του Μουχόρτη, κι η ράχη του σκεπασμένη με την κάπα κι η φουντωτή ουρά του δεμένη κόμπο. ||||||||snow-white|swaying|gloomy darkness|||||||||||||covered with||||||bushy|||| He lifted himself up and glanced around: in the bright white swaying darkness, the head of Muchortis could be seen darkening a bit, and his back was covered with a cloak and his bushy tail tied in a knot. Ολούθε, γύρω, μπροστά, πίσω, απλωνόταν η ίδια μονότονη, ταλαντευόμενη, κάτασπρη σκοτεινιά, που κάπου-κάπου σαν να διαλυόταν αδιόρατα για μια στιγμή κι ύστερα πάλι γινόταν ακόμα πιο ζοφερή. Everywhere||||||||||||||||was dissipating slightly|imperceptibly||||||||||gloomy All around, in front, behind, the same monotonous, swaying, bright white darkness extended, which every now and then seemed to dissolve imperceptibly for a moment and then would become even gloomier.

- Έσφαλα που άκουσα το Νικήτα, σκέφτηκε, θα έπρεπε να προχωρήσουμε, όλο και κάπου θα βγαίναμε. I was wrong|||||||||||||| - I was wrong to hear Nikitas, he thought, we should have moved on, we would eventually come out somewhere. Ακόμα μπορούσαμε να πάμε πίσω στο Γρίσκινο και να περάσουμε τη νύχτα μας στου Τάρας. ||||||||||||||Tara We could still go back to Griskino and spend our night at Taras's. Να τώρα, κάτσε δω και ξεπάγιασε ολονυχτίς. Come on, sit here and freeze all night long. Αλήθεια, τι ήτανε εκείνο το καλό, που σκεφτόμουν πρωτύτερα; Α, θυμήθηκα. Really, what was that good thing I was thinking about earlier? Ah, I remembered. Πως ο Θεός ανταμείβει τους ανθρώπους για τους κόπους τους. How God rewards people for their efforts. Μονάχα οι άνθρωποι που κοπιάζουν στη ζωή τους προκόβουν, κι όχι οι αλήτες, οι τεμπελχανάδες κι οι βλάκες. ||||||||succeed||||||lazy bums||| Only those who toil in their lives prosper, not the scoundrels, the slackers, and the fools. Ας καπνίσω ένα τσιγαράκι τώρα! |smoke||cigarette| Let me have a cigarette now!

Κάθισε, έβγαλε την τσιγαροθήκη του, έπεσε μπρούμυτα, άνοιξε τη γούνα του, προφυλάγοντας έτσι από τον αέρα το σπίρτο που θα άναβε, μα ο αέρας εύρισκε τρόπο να εισχωρήσει κι έσβηνε τα σπίρτα που άναβαν το ένα πίσω από το άλλο. |||Cigarette case||||||||"sheltering"||||||||||||||||"to get in"|||||||||||| He sat down, took out his cigarette case, fell on his stomach, opened his fur coat, thus protecting the match he was about to light from the wind, but the wind found a way to penetrate and blew out the matches that lit one after another. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε ν' ανάψει το τσιγάρο του. After many attempts, he managed to light his cigarette. Το ότι πέτυχε κείνο που ήθελε του έδωσε μεγάλη χαρά. The fact that he accomplished what he wanted gave him great joy. Παρ' όλο, που το τσιγάρο το κάπνισε πιο πολύ ο αέρας, παρά ο Βασίλη Αντρέιτς, και κείνες οι δυο-τρεις ρουφηξιές, που μπόρεσε να τραβήξει του έκαναν καλό. Even though the cigarette was smoked more by the air than by Vasilis Andreits, those two or three puffs he managed to take did him good. Ξάπλωσε πάλι σαν και πρώτα, κουκουλώθηκε κι άρχισε να αναθυμιέται και να ονειροπολεί και δίχως κι ο ίδιος να το αντιληφτεί ξαφνικά ξεχάστηκε κι αποκοιμήθηκε. |||||||||reminisce|||daydream||||||||realize||forgot||fell asleep He lay down again like before, wrapped himself and started to reminisce and daydream, and without even realizing it, he suddenly forgot himself and fell asleep.

Μα ολομεμιάς σαν κάτι να τον έσπρωξε δυνατά και ξύπνησε. |all at once|||||||| But all of a sudden it was as if something had pushed him hard and he woke up. Να είχε τάχα ανακινήσει το άχυρο κάτωθέ του ο Μουχόρτη ή κάτι μέσα του τον ανατάραξε; Ξύπνησε ωστόσο κι η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα. |||stirred up||||||||||||unsettled him|||||||||||| Did the hay beneath him stir somehow by Mochorti or did something inside him agitate him? Yet he woke up and his heart was beating so loudly and so quickly. Άνοιξε τα μάτια του. He opened his eyes. Γύρω του τα ίδια ήτανε πάλι, μονάχα που φαινόταν κά |||||||||a bit Around him it was the same again, only it seemed that… πως σαν πιο φωτεινά. how they shine brighter.

- Αρχίζει να φέγγει, στοχάστηκε. ||begins to shine|thought - It's starting to dawn, he thought. Δε θα αργήσει, πρέπει να ξημερώσει. |||||dawn It won't be long, it has to break dawn. Μα ταυτόχρονα κατάλαβε πως τώρα ήτανε πιο φωτεινά, γιατί είχε ανατείλει το φεγγάρι. ||||||||||had risen|| But at the same time, he realized that it was now brighter because the moon had risen. Ανασηκώθηκε και παρατήρησε προσεχτικά το άλογο. He lifted himself up and carefully observed the horse. Κείνο στεκόταν με τη ράχη γυρισμένη στον αέρα και έτρεμε σύγκορμο. ||||||||||totally trembling It stood with its back turned to the air and was trembling all over. Η κάπα καταχιονισμένη είχε ξεφύγει πλάγια και τώρα διακρινόταν πιο καλά το καταχιονισμένο κεφάλι του ζώου κι η αναμαλλιασμένη χαίτη του. ||||||||||||||||||disheveled|mane| The snow-covered cape had slipped sideways, and now the snow-covered head of the animal and its disheveled mane were more clearly visible. Ο Βασίλη Αντρέιτς έσκυψε πάνω από το πίσω μέρος του έλκηθρου και κοίταξε. Vasilis Andreits leaned over the back of the sled and looked. Ο Νικήτα καθόταν πάντα μέσα στη γούβα που άνοιξε, στην ίδια στάση σαν πρωτοκάθισε. ||||||hole|||||||"first sat" Nikitas always sat inside the hollow he had opened, in the same position as when he first sat down. Το καναβάτσο, που μ' αυτό είχε σκεπαστεί και τα πόδια του ήταν πασπαλισμένα με παχύ στρώμα χιονιού. ||||||||||||dusted with|||| The canvas, with which he had covered himself, and his feet were sprinkled with a thick layer of snow.

- Μη ξεπαγιάσει ολότελα ο μουζίκος. - Don't let the poor boy freeze completely. Είναι τόσο κακοντυμένος σχεδόν κουρέλια φοράει. ||poorly dressed||| He is so poorly dressed that he is almost wearing rags. Θα έχω να δώσω λόγο για δαύτον. I will have to give an account for him. Να τι τραβάει κάποιος μ' αυτούς τους εργάτες. This is what someone endures with these workers. Λαός αμόρφωτος, σκέφτηκε ο Βασίλη Αντρέιτς και κάποια στιγμή είπε μέσα του, να πάρει την κάπα από το άλογο και να σκεπάσει μ' αυτήν το Νικήτα, όμως θα κρύωνε να σηκωθεί και να μετακινηθεί κι εκτός απ' αυτό φοβόταν μη ξεπαγιάσει το άλογο. |Uneducated||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| An uneducated people, thought Vasilis Andreitch, and at some point he said to himself to take the cloak from the horse and cover Nikitas with it, but he would be cold to get up and move and besides he was afraid that the horse might freeze. Και τι ήθελα να τον κουβαλάω μαζί μου; Όλο από την ανοησία εκείνης! And what did I want to carry him around with me? All from that woman's foolishness! Συμπέρανε κι αναθυμήθηκε τη γυναίκα του, που δε τη συμπαθούσε καθόλου. He concluded|||||||||| He concluded and remembered his wife, whom he disliked very much. Ξάπλωσε πάλι μέσα στο έλκηθρο. He lay down again inside the sled. Έτσι δα ο μπάρμπας μου ξενύχτισε κάποτε μέσα στα χιόνια, και δεν έπαθε τίποτα. |||uncle||stayed up|||||||| That's how my uncle once stayed up all night in the snow, and he didn't suffer anything. Ναι, μα το Σεβαστιάν τον ξέθαψαν, του ήρθε αμέσως στο νου κάποια άλλη περίπτωση, κι απόθανε την ίδια στιγμή. |||Sebastian||dug up||||||||||||| Yes, but they exhumed Sebastian, and immediately another case came to his mind, and he died at that very moment. Είχε ξυλιάσει όλος, σαν τομάρι παγωμένο είχε γίνει. |gone numb|||frozen hide||| He had frozen all over, he had become like a frozen hide. Αν έμενα να περάσω τη νύχτα μου στο Γρίσκινο θα ήταν πολύ πιο καλά. If I stayed to spend my night in Griskino it would be much better.

Κι αφού τυλίχτηκε πολύ προσεκτικά, έτσι που η ζεστασιά της γούνας να μην And after it was wrapped very carefully, so that the warmth of the fur would not πηγαίνει χαμένη, παρά να τον θερμαίνει παντού και στο λαιμό, και στα γόνατα, και στις πατούσες, έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας ν' αποκοιμηθεί πάλι. |||||warms|||||||||||||||||| be wasted, but warm him everywhere, on his neck, on his knees, and on his feet, he closed his eyes, trying to fall asleep again. Όμως όσο κι αν προσπαθούσε τώρα, στάθηκε αδύνατο να ξεχαστεί παρά απεναντίας ένιωθε να 'ναι απόλυτα ξενυσταγμένος και ζωηρεμένος. |||||||||||"on the contrary"|||||wide awake||lively However, no matter how hard he tried now, it became impossible to forget, on the contrary, he felt completely drowsy and invigorated. Άρχισε πάλι να λογαριάζει τα κέρδη και τα λεφτά που του χρωστούσαν οι διάφοροι, να αυτοπαινεύεται με καμάρι για τ' άτομό του και τη ζηλευτή οικονομική του κατάσταση, μα τώρα όλες οι σκέψεις αδιάκοπα κόβονταν από κάποιο φόβο που λάνθανε μέσα του, και διαρκώς μετάνιωνε γιατί δεν έμεινε να περάσει τη νύχτα στο Γρίσκινο. |||"calculate"||||||||owed him||||boast about himself|||||his self||||enviable|||||||||||||||"lay hidden"|||||||||||||| He started again to calculate the profits and the money owed to him by various people, to boast with pride about himself and his enviable financial situation, but now all thoughts were constantly interrupted by a fear that lay hidden within him, and he continuously regretted that he hadn't stayed to spend the night in Griskino.

- Αν έμενα εκεί πέρα, τώρα θα ήμουνα ξαπλωμένος μέσα σε ζεστά στρωσίδια, στοχαζόταν, μετανιωμένος πικρά. |||||||||||||regretting| - If I had stayed there, I would be lying now on warm bedding, he thought, bitterly regretting.

Γύρισε και ξαναγύρισε κάμποσες φορές μέσα στο έλκηθρο, πασχίζοντας να βολευτεί πιο καλά και να βρει μια στάση πιο άνετη και πιο προφυλαγμένη από τον αέρα, μα όλα τα έβρισκε στραβά. ||||||||struggling|||||||||||comfortable|||sheltered|||||||| He turned and turned several times inside the sleigh, struggling to settle in better and find a position that was more comfortable and sheltered from the wind, but everything felt wrong. Ξανασηκώνονταν, άλλαζε θέση, τύλιγε τα πόδια του, έκλεινε τα μάτια κι απόμενε ήσυχος έτσι δα. "Got up again"|||wrapped||||||||||| He would get up again, change position, wrap his legs, close his eyes and remain calm just like that. Μα είτε τα πόδια του, όπως τα κρατούσε διπλωμένα και καθώς ήτανε χωμένα μέσα στα γερά μάλλινα ποδήματα, άρχιζαν να μουδιάζουν, ή από κάπου τον διαπερνούσε ο παγερός αέρας κι αναγκαζόταν πάλι να ξανασηκωθεί για να επιχειρήσει καινούρια ταχτοποίηση, γκρινιάζοντας γιατί δεν έμεινε στο Γρίσκινο να 'ναι εκείνη τη στιγμή ξαπλωμένος άνετα και ζεστά. ||||||||||||||||||||go numb|||||||icy||||||stand up again|||||adjustment|grumbling|||||Griskino||||||||| But either his legs, as he kept them folded and as they were buried in the sturdy wool boots, began to go numb, or suddenly the icy wind would pierce him, forcing him to get up again to try and arrange himself anew, complaining that he should have stayed in Griskino to lie there comfortably and warmly at that moment.

Κάποια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε μακρινό λάλημα πετεινού. |||||||crow of rooster|rooster's crowing At one point, he thought he heard the distant crow of a rooster. Χάρηκε τόσο πολύ, που ξεκούμπωσε τη γούνα του κι έστησε την ακοή του προσεχτικά. ||||unbuttoned|||||||his hearing|| He was so happy that he unbuttoned his fur coat and carefully strained his ears. Όμως μάταια, γιατί δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα, τον παραδαρμό του μαντιλιού πάνω στο στημένο κοντάρι και το μαστίγωμα του παγωμένου χιονιού στο σανίδωμα του έλκηθρου. ||||||||||||||flapping||handkerchief's|||||||||||||| But it was in vain, because nothing else could be heard except for the whistling of the wind, the fluttering of the scarf against the erected pole, and the whipping of the cold snow against the sled's floor.

Ο Νικήτα εξακολουθούσε να μένει στην ίδια στάση, έτσι που κάθισε αποβραδίς, ακίνητος κι αμίλητος, δίχως να αποκρίνεται στον Βασίλη Αντρέιτς που κάνα δυο φορές του μίλησε. |||||||||||the previous night||||||responding to||||||||| Nikitas remained in the same position, just as he had sat the night before, motionless and silent, without responding to Vasilis Andreits who spoke to him a couple of times.

- Ούτε καν που σκοτίστηκε αυτός. |||"bothered"| - He didn't even seem bothered at all. Κοιμάται του καλού καιρού, σκεφτόταν με αδημονία ο Βασίλη Αντρέιτς, κοιτάζοντας από πάνω το Νικήτα που ήτανε όλος σκεπασμένος με παχύτατο στρώμα χιονιού. ||||||||||||||||||||thickest||snow He's sleeping peacefully, Vasilis Andreits thought anxiously, looking down at Nikitas who was completely covered with a thick layer of snow.

Ο Βασίλη Αντρέιτς σηκωνόταν και ξαναπλάγιαζε, κάπου είκοσι φορές. |||||lay back down||| Vasilis Andreits was getting up and lying down again, about twenty times. Του φαινόταν πως κείνη η νύχτα δε θα είχε τέλος. It seemed to him that that night would have no end.

- Τώρα, σίγουρα πια, θα κοντεύει να ξημερώσει, στοχάστηκε κάποτε, καθώς είχε σηκωθεί και κοίταζε γύρω του. - Now, surely, it must be approaching dawn, he thought once, as he had gotten up and was looking around. Να ρίξω μια ματιά στο ρολόι, θα παγώσω να ξεκουμπωθώ. |||||||freeze||unbutton myself I will take a look at the clock, I will freeze to unbutton myself. Όμως άμα πειστώ, πως σύντομα θα ξημερώσει, όλο και πιο καλά θα νιώσω, θα αρχίσουμε να ζεύουμε.. ||be convinced||||||||||||||harness ourselves But if I am convinced that dawn will come soon, I will feel better and better, we will start to pair up..

Ήξερε πολύ καλά πως το ξημέρωμα αργούσε ακόμα όμως άρχισε ολοένα και πιο πολύ να δειλιάζει κι ήθελε ταυτόχρονα και να πειστεί και να γελαστεί. |||||||||||||||hesitate|||||||||be deceived He knew very well that dawn was still far off, yet he began to hesitate more and more, wanting both to be convinced and to be deceived at the same time. Ξεκούμπωσε προσεκτικά τις κόπιτσες του κοντογουνιού του και χώνοντας το χέρι στο κόρφο, έψαξε πολλή ώρα ώσπου να φτάσει το γιλέκο. |||hook-and-eye fasteners||short coat||||||||||||||| He carefully unbuttoned the buttons of his short coat and, reaching into his breast pocket, searched for a long time until he found his vest. Με μεγάλο κόπο κατάφερε να βγάλει το ρολόι του, που ήτανε ασημένιο, με διάφορα στολίδια από σμάλτο και κοίταξε. ||||||||||||||||enamel decorations|| With great difficulty, he managed to take out his watch, which was silver, adorned with various enamel decorations, and he looked. Μα δίχως φως δε μπορούσε τίποτα να ξεχωρίσει. |||||||to distinguish But without light, he couldn't distinguish anything. Ξανάπεσε μπρούμυτα όπως τότε που ήθελε να ανάψει το τσιγάρο του κι έβγαλε τα σπίρτα. fell again|||||||||||||| He fell back down on his stomach just like when he wanted to light his cigarette and took out the matches. Μα τώρα τα κατάφερε μεθοδικά, γιατί ψάχνοντας βρήκε ένα σπίρτο με μεγάλο κεφαλάκι κι αυτό άναψε μεμιάς. But now he managed methodically, because while searching he found a match with a big head and it lit up right away. Με τη φλογίτσα του φώτισε την πλάκα του ρολογιού και δεν πίστευε στα μάτια του... Η ώρα ήτανε μονάχα δώδεκα και δέκα λεπτά. ||little flame|||||||||||||||||||| With its little flame, he illuminated the clock's face and couldn't believe his eyes... The time was only twelve ten. Μπροστά τους απλωνόταν ολάκερη η νύχτα. Before them stretched the whole night.

- Ωχ, ατέλειωτη που είναι η νύχτα! |endless|||| - Oh, how endless the night is! - στοχάστηκε, νιώθοντας να παγώνει το αίμα του. - he pondered, feeling his blood freeze. Κουμπώθηκε πάλι καλά, κουκουλώθηκε και ζάρωσε στη γωνιά του έλκηθρου με την απόφαση να περιμένει υπομονετικά. Buttoned up||||||||||||||| He settled in well again, wrapped himself up and nestled in the corner of the sled with the decision to wait patiently. Ξάφνου ανάμεσ' απ' τη μονότονη βουή του αέρα άκουσε κάποιο καινούριο ζωντανό ήχο. |among||||hum||||||| Suddenly, amidst the monotonous hum of the wind, he heard a new living sound. Ο ήχος αυτός εντεινόταν κανονικά και σαν έφτασε στο σημείο να ξεχωρίσει ολότελα, το ίδιο κανονικά άρχισε να ατονεί. |||was intensifying||||reached|||||||||||fade away This sound intensified normally and as it reached the point of being completely distinguishable, it started to fade away just as normally. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. There was no room for doubt. Ήτανε κάποιος λύκος. It was some sort of wolf. Κι ο λύκος αυτός, ούρλιαζε τόσο κοντά του, που με την πνοή του αέρα ακουγόταν η κίνηση που έκαναν οι μασέλες του αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του. ||||was howling||||||||||||||||jaws||changing||||| And this wolf, howling so close to him, that with the breath of the air, the movement of his jaws could be heard, changing the tone of his voice. Ο Βασίλη Αντρέιτς ξεκούμπωσε το γιακά του κι άκουγε προσεχτικά. |||||collar|||| Vasili Andreits unbuttoned his collar and listened carefully. Ο Μουχόρτη το ίδιο εντατικά έστηνε την ακοή του, κινώντας τ' αυτιά του κι όταν ο λύκος έπαψε να ουρλιάζει μετακίνησε τα πόδια του και χλιμίντρισε σαν για προειδοποίηση. ||||intently|||||||||||||||||||||neighed||| Mouchorti was listening intently as well, moving his ears, and when the wolf stopped howling, he shifted his feet and whinnied as a warning. Μετά απ' αυτό ήτανε πια ολότελα αδύνατο να μπορέσει να κοιμηθεί ο Βασίλη Αντρέιτς, μα ούτε και να ησυχάσει. After that, it was completely impossible for Vasili Andreits to sleep, nor could he find peace. Όσο κι αν προσπάθησε να σκεφτεί τους λογαριασμούς του, τις υποθέσεις του, τη φήμη για την αξία και τα πλούτη του, ο φόβος ολοένα και πιο έντονα τον κυρίευε και πάνω απ' όλες τις σκέψεις επικρατούσε κι ανάμεσα τους μπερδευόταν η οδυνηρή μεταμέλεια, γιατί δεν έμεινε να περάσει τη νύχτα το Γρίσκινο. |||||||||||||||||||wealth and riches||||||||||||||||prevailed||||got tangled|||regret||||||||| No matter how hard he tried to think about his accounts, his affairs, his reputation for value and wealth, fear increasingly overtook him, and above all his thoughts prevailed, mingling among them was the painful regret, because he did not stay to spend the night at Griskino.

- Ας λείψει και το δάσος και το καλό του. - Let the forest and its goodness be gone. Και δίχως αυτό τα κέρδη δε θα μου λείψουν, δόξα να 'χει ο Θεός. ||||||||"be missing"||||| And without this, the profits will not be lacking, glory be to God. Αχ, μονάχα τούτη η νύχτα να περάσει! Ah, if only this night would pass! - έλεγε μέσα του. - he said to himself. Λένε πως οι μεθυσμένοι δεν αντέχουν στην παγωνιά και τα κακαρώνουν, στοχάστηκε κάποια στιγμή. |||||"withstand"|||||"kick the bucket"||| They say that drunks can't stand the cold and they croak, he thought at some point. Και εγώ το έτσουξα αρκετά. |||I drank heavily| And I felt it quite a bit.

Και προσέχοντας το συναίσθημά του αυτό αισθάνθηκε πως άρχισε να τρέμει, μη ξέροντας κι ο ίδιος γιατί έτρεμε: από το κρύο ή από το φόβο του. |paying attention to||emotion|||||||tremble||||||||||||||| And while paying attention to his feeling, he felt that he began to tremble, not knowing himself why he was trembling: from the cold or from his fear. Δοκίμασε να κουκουλωθεί και να ξαπλώσει σαν πρωτύτερα, μα δε μπορούσε πια να το κάνει. He tried to curl up and lie down like before, but he could no longer do it. Δε μπορούσε να μένει εκεί δα, ήθελε να σηκωθεί, και ν' απασχοληθεί σε κάτι για να καταπνίξει το φόβο που φούντωνε μέσα του και που ένιωθε τον εαυτό του ανίκανο να του αντισταθεί. |||||||||||engage in something|||||suppress||||was growing|||||||||unable to resist||| He couldn't stay there anymore, he wanted to get up and occupy himself with something to suppress the fear that was growing inside him and which he felt he was unable to resist. Ξανάβγαλε τα τσιγάρα και τα σπίρτα του, μα του είχανε μείνει τρία σπίρτα όλα-όλα και τα χειρότερα, κι όλα τρίφτηκαν μοναχά δίχως ν' ανάψουν. Took out again||||||||||||||||||||wore out||||light up He took out his cigarettes and matches again, but he only had three matches left, and the worst of all, and they all struck alone without lighting.

- Άντε στο διάολο, καταραμένο, γκρεμίσου από δω! |||damned|"Get lost"|| - Go to hell, cursed one, crash down from here! - έβρισε δίχως κι ο ίδιος να ξέρει ποιον και πέταξε μακριά το τσιγάρο, που το είχε κάνει λιώμα μέσα στο χέρι του. Ήθελε να πετάξει και το κουμπί των σπίρτων μα σταμάτησε έγκαιρα την κίνηση του χεριού και το έχωσε στην τσέπη του. |||||||||||||||||a pulp||||||||||||matches' box||||||||||||| - he cursed without even knowing whom and threw away the cigarette, which he had crushed in his hand. He wanted to throw away the matchbox too but stopped the motion of his hand in time and stuffed it into his pocket. Η ανησυχία που τον κυρίεψε ήτανε τέτοια, που δε μπορούσε πια να μείνει καθισμένος μέσα στο έλκηθρο. The anxiety that overwhelmed him was such that he could no longer remain seated in the sled. Σηκώθηκε και βγήκε από τ' αμάξι. He stood up and got out of the carriage. Στάθηκε με τη ράχη κατά τη μεριά του αέρα και τακτοποίησε όσο πιο καλά και πιο σφιχτά μπορούσε τις γούνες και τη ζώνη του. He stood with his back to the wind and arranged his furs and belt as well and tight as he could.

- Τι να κάθομαι ακίνητος και να περιμένω το θάνατο; Θα καβαλήσω το άλογο και μαρς, του ήρθε μια ξαφνική ιδέα. ||||||||||ride||||||||| - Why should I sit still and wait for death? I will ride the horse and march, a sudden idea struck him. Καβάλα τ' άλογο δεν κουράζεται πολύ. Riding the horse does not tire one much. Κείνος κει, στοχάστηκε κάποια στιγμή για το Νικήτα, και να πεθάνει δε χάθηκε ο κόσμος. He there, contemplated at some point about Nikita, and if he dies, the world won't end. Και τάχατες που ζει τι καταλαβαίνει; Μήτε που θ' αφήσει κανένα βιος πίσω του, για να πικραίνεται. |||||||||||wealth|||||be saddened And what does it matter that he lives? He won't leave any wealth behind to grieve over. Μα εγώ, δόξα τω Θεώ κάτι έχω και πρέπει να το χαρώ... But I, thank God, have something and I must enjoy it...

Και αφού έλυσε τ' άλογο, ταχτοποίησε τα γκέμια γύρω στο λαιμό του κι έκανε να καβαλήσει μα οι γούνες και τα ποδήματά του ήτανε τόσο βαριά, που δεν τα κατάφερε. And after he untied the horse, he arranged the reins around its neck and tried to mount, but his furs and his boots were so heavy that he couldn't manage it. Τότε στάθηκε μέσα στο έλκηθρο για να καβαλήσει από κει. Then he stood inside the sleigh to mount from there. Όμως το αμάξι ταλαντεύτηκε κάτω από το βάρος του και πάλι δε μπόρεσε. |||"wobbled"||||||||| However, the cart swayed under his weight and again he couldn't manage. Τέλος, την τρίτη φορά, τράβηξε το άλογο δίπλα στο έλκηθρο, πάτησε με πολλή προσοχή στην άκρη και πέτυχε να πέσει με την κοιλιά του κάθετα στην πλάτη του Μουχόρτη. Finally, the third time, he pulled the horse next to the sleigh, carefully stepped on the edge, and managed to fall with his belly vertically on the back of Muchorti. Έμεινε για λίγο σ' αυτήν τη στάση, ύστερα σύρθηκε μια-δυο φορές πιο πέρα, πέρασε το ένα πόδι του πάνω από τη ράχη του αλόγου και καλοκάθισε στηρίζοντας τα πόδια του στο λουρί του κουλανιού. ||||||||crawled||||||||||||||||||sat comfortably||||||||stirrup strap He remained in this position for a while, then crawled a couple of times further, passed one leg over the back of the horse and settled comfortably, resting his feet on the strap of the sled. Η απότομη κίνηση που έκανε το έλκηθρο καθώς ξεκουνήθηκε μ' όλες αυτές τις προσπάθειες του Βασίλη Αντρέιτς, ξύπνησε το Νικήτα, και κάτι είπε, φαίνεται. ||||||||was jolted||||||||||||||| The sudden movement of the sleigh as it jolted with all these efforts of Vasilis Andreits woke Nikitas, and he seemed to say something.

- Αμ' δε θα σ' ακούσω δα, κουτομόγια! ||||||foolish person - I'm not going to listen to you, you fool! Τι, θα κάτσω έτσι δα να χάσω τη ζωή μου για το τίποτα; - του φώναξε ο Βασίλη Αντρέιτς και σιάχνοντας κάτω από τα γόνατα του τις ποδιές της γούνας του που ανεμίζονταν, έστρεψε το άλογο και το οδήγησε πέρα από το έλκηθρο κατά το σημείο κείνο, που υπολόγισε πως έπρεπε να βρίσκεται το δάσος κι η καλύβα του δασοφύλακα. |||||||||||||||||||||||||||||||were fluttering||||||||||||||||||||||||||| What, am I going to sit here and lose my life for nothing? - shouted Vasili Andreits and while adjusting the fur skirts that were fluttering beneath his knees, he turned the horse and led it past the sleigh towards the point he estimated the forest and the ranger's cabin should be.