XI. Η Πτώση του Νάργκοθροντ (2)
Λίγο μετά την αναχώρηση των αγγελιαφόρων ο Χάντιρ, ο Κύριος του Μπρέθιλ, σκοτώθηκε, γιατί οι Ορκ εισέβαλαν στη γη του θέλοντας να εξασφαλίσουν τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν για να συνεχίσουν την προέλασή τους. Ο Χάντιρ πολέμησε, αλλά οι Άνθρωποι του Μπρέθιλ ηττήθηκαν και απωθήθηκαν στα δάση τους. Οι Ορκ δεν τους κυνήγησαν γιατί προς το παρόν είχαν πετύχει το σκοπό τους. Και συνέχισαν να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους στο Πέρασμα του Σίριον.
Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, βρίσκοντας την κατάλληλη ευκαιρία, ο Μόργκοθ εξαπέλυσε κατά του λαού του Νάρογκ τη μεγάλη στρατιά που ετοίμαζε από καιρό. Και ο Γκλάουρουνγκ, ο Πατέρας των Δρακόντων, πέρασε το Ανφάουγκλιθ και από κει μπήκε στις βόρειες κοιλάδες του Σίριον και προκάλεσε μεγάλη καταστροφή. Κάτω από τις σκιές των Έρεντ Γουέθριν, επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού από Ορκ, μίανε το Έιθελ Ίβριν και από κει πέρασε στο βασίλειο του Νάργκοθροντ, καίγοντας το Τάλαθ Ντίρνεν, τη Φυλαγμένη Πεδιάδα, ανάμεσα στον Νάρογκ και τον Τέιγκλιν.
Τότε οι πολεμιστές του Νάργκοθροντ βγήκαν για μάχη, κι εκείνη τη μέρα ψηλός και τρομερός ήταν ο Τούριν και το φρόνημα του στρατού αναπτερώθηκε βλέποντάς τον δεξί χέρι του Ορόντρεθ. Αλλά μεγαλύτερη πολύ ήταν η στρατιά του Μόργκοθ από όσο είχαν πει οι ανιχνευτές και κανείς εκτός από τον Τούριν, με την προστασία της μάσκας των Νάνων, δεν μπορούσε να αντέξει την προσέγγιση του Γκλάουρουνγκ.
Τα Ξωτικά απωθήθηκαν και νικήθηκαν στα πεδία του Τουμχάλαντ. Κι εκεί όλο το καύχημα και ο στρατός του Νάργκοθροντ χάθηκε. Και ο Ορόντρεθ, ο βασιλιάς, σκοτώθηκε στο μέτωπο της μάχης και ο Γκουίντορ, ο γιος του Γκουίλιν, τραυματίστηκε θανάσιμα. Αλλά ο Τούριν ήρθε σε βοήθειά του, και όλοι τράπηκαν σε φυγή μπροστά του. Και μετέφερε τον Γκουίντορ έξω από τη μάχη και ξεφεύγοντας σ' ένα δάσος τον ξάπλωσε στη χλόη.
Τότε ο Γκουίντορ είπε στον Τούριν:
«Ας πληρωθεί μεταφορά με μεταφορά! Αλλά κακότυχη ήταν η δική μου και μάταιη η δική σου. Γιατί το σώμα μου έχει λαβωθεί και δεν έχει γιατρειά και πρέπει να εγκαταλείψω τη Μέση-γη. Και παρόλο που σε αγαπώ, γιε του Χούριν, ωστόσο θρηνώ τη μέρα που σε πήρα από τους Ορκ. Αν δεν ήταν η δική σου δύναμη και περηφάνια, θα είχα ακόμη αγάπη και ζωή και το Νάργκοθροντ θα στεκόταν λίγο ακόμη. Τώρα, αν με αγαπάς, άφησέ με! Σπεύσε στο Νάργκοθροντ και σώσε τη Φιντούιλας. Και σου λέω αυτό το τελευταίο: αυτή μόνο στέκει ανάμεσα σ' εσένα και την κατάρα που σε καταδιώκει. Αν εσύ αποτύχεις μαζί της, η κατάρα σου δεν θα αποτύχει να σε βρει. Έχε γεια!». Τότε ο Τούριν έσπευσε να επιστρέψει στο Νάργκοθροντ, συγκεντρώνοντας όποια τμήματα του νικημένου στρατού έβρισκε στο δρόμο του. Και τα φύλλα έπεφταν από τα δέντρα από δυνατό άνεμο καθώς αυτοί περνούσαν, γιατί το φθινόπωρο γινόταν βαρύς χειμώνας. Αλλά ο Γκλάουρουνγκ και ο στρατός των Ορκ έφτασαν εκεί πριν από τον ίδιο, που καθυστέρησε εξαιτίας της διάσωσης του Γκουίντορ, και επιτέθηκαν ξαφνικά πριν εκείνοι που είχαν απομείνει για φρουροί μάθουν τι είχε συμβεί στη μάχη του Τουμχάλαντ. Εκείνη τη μέρα η γέφυρα που τους είχε πείσει ο Τούριν να χτίσουν πάνω από τον Νάρογκ αποδείχτηκε καταστροφή. Γιατί ήταν μεγάλη και γερά φτιαγμένη και δεν μπορούσε να καταστραφεί γρήγορα, κι έτσι ο εχθρός πέρασε εύκολα το βαθύ ποτάμι και ο Γκλάουρουνγκ όρμησε με όλη του τη φωτιά στις Πύλες του Φέλαγκουντ και τις γκρέμισε και πέρασε μέσα.
Και ενώ έφτανε ο Τούριν, η φρικτή λεηλασία του Νάργκοθροντ είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Οι Ορκ είχαν σκοτώσει ή απωθήσει όσους πολεμιστές απέμεναν και εκείνη τη στιγμή είχαν ορμήσει στις μεγάλες αίθουσες και τους θαλάμους, λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Όμως όσες από τις γυναίκες και τις κοπέλες δεν κάηκαν ή δεν σκοτώθηκαν, τις είχαν οδηγήσει στο προαύλιο μπροστά στις πύλες για να τις πάνε στην Άνγκμπαντ για σκλάβες. Σε αυτή την καταστροφή και τη συμφορά έφτασε ο Τούριν και κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί -ή δεν ήθελε να του αντισταθεί, αν και εξόντωνε όσους έβρισκε μπροστά του και πέρασε τη γέφυρα και προχωρούσε πολεμώντας προς το σημείο των αιχμαλώτων.
Και τότε βρέθηκε να αντιστέκεται μόνος, γιατί οι λίγοι που τον είχαν ακολουθήσει είχαν τραπεί σε φυγή για να κρυφτούν. Όμως εκείνη τη στιγμή ο ολέθριος Γκλάουρουνγκ πρόβαλε από τις γκρεμισμένες Πύλες του Φέλαγκουντ και στάθηκε ανάμεσα στον Τούριν και τη γέφυρα. Και ξαφνικά μίλησε με το μοχθηρό πνεύμα που υπήρχε μέσα του λέγοντας: «Χαίρε, γιε του Χούριν. Καλή συνάντηση!». Τότε ο Τούριν όρμησε εναντίον του και φωτιά υπήρχε στα μάτια του και οι κόψεις του Γκούρθανγκ άστραφταν σαν φλόγες. Αλλά ο Γκλάουρουνγκ άντεξε την επίθεση και άνοιξε τα μεγάλα ερπετίσια μάτια του και κοίταξε τον Τούριν. Χωρίς φόβο ο Τούριν κοίταξε μέσα σ' εκείνα τα μάτια καθώς σήκωνε το σπαθί του και αμέσως έπεσε στη μαγεία του δράκοντα και ήταν σαν να έγινε πέτρα. Έτσι στέκονταν ακίνητοι και σιωπηλοί για πολλή ώρα μπροστά στις μεγάλες Πύλες του Φέλαγκουντ. Και μετά ο Γκλάουρουνγκ μίλησε πάλι χλευάζοντας τον Τούριν:
«Κακά ήταν όλα τα έργα σου, γιε του Χούριν», είπε. «Αχάριστος θετός γιος, παράνομος, φονιάς του φίλου σου, κλέφτης του έρωτα, σφετεριστής του Νάργκοθροντ, ανόητος αρχηγός και άκαρδος με τους συγγενείς σου. Υπόδουλες ζουν η μητέρα σου και η αδελφή σου στο Ντορ-λόμιν, σε δυστυχία και ανέχεια. Εσύ είσαι ντυμένος σαν πρίγκιπας, αυτές όμως γυρίζουν με κουρέλια. Για σένα λαχταρούν, αλλά εσένα δεν σε νοιάζει. Θα χαρεί ο πατέρας σου να μάθει ότι έχει έναν τέτοιο γιο, και θα το μάθει».
Και ο Τούριν, όντας κάτω από τη μαγεία του Γκλάουρουνγκ, άκουσε τα λόγια του και είδε τον εαυτό του σαν σε καθρέφτη παραμορφωμένο από μοχθηρία και αποστράφηκε αυτό που είδε.
Και όσο τον κρατούσαν ακόμη τα μάτια του Γκλάουρουνγκ στο μαρτύριο των σκέψεων και δεν μπορούσε να κινηθεί, οι Ορκ με ένα σήμα του Δράκοντα πήραν τους αιχμαλώτους και πέρασαν κοντά από τον Τούριν και τους οδήγησαν στη γέφυρα. Και ανάμεσά τους ήταν η Φιντούιλας και άπλωσε τα χέρια της στον Τούριν και φώναξε το όνομά του. Αλλά μόνο όταν οι κραυγές και οι θρήνοι των αιχμαλώτων χάθηκαν στο βόρειο δρόμο, ελευθέρωσε ο Γκλάουρουνγκ τον Τούριν και αυτός δεν μπορούσε να διώξει από τα αυτιά του εκείνη τη φωνή που θα τον βασάνιζε στο εξής.
Τότε ξαφνικά ο Γκλάουρουνγκ απέσυρε το βλέμμα του και περίμενε. Και ο Τούριν κινήθηκε αργά σαν άνθρωπος που ξυπνά από φρικτό όνειρο. Και ξαναβρήκε τον εαυτό του και με μια δυνατή κραυγή όρμησε στο Δράκοντα. Αλλά ο Γκλάουρουνγκ γέλασε και είπε: «Αν θέλεις να σκοτωθείς, θα σε σκοτώσω ευχαρίστως. Αλλά αυτό δεν θα βοηθήσει τη Μόργουεν και τη Νίενορ. Δεν έδωσες σημασία στις κραυγές της Ξωτικογυναίκας. Θα αρνηθείς και τους δεσμούς του αίματός σου;»
Αλλά ο Τούριν τράβηξε πίσω το σπαθί του και προσπάθησε να τον καρφώσει στα μάτια. Και ο Γκλάουρουνγκ μαζεύτηκε πίσω γρήγορα και υψώθηκε από πάνω του και είπε:
«Όχι! Τουλάχιστον είσαι γενναίος. Περισσότερο από όλους όσους έχω συναντήσει. Και λένε ψέματα εκείνοι που ισχυρίζονται ότι εμείς δεν τιμούμε τη γενναιότητα των εχθρών. Να λοιπόν! Σου προσφέρω την ελευθερία σου. Πήγαινε στους συγγενείς σου, αν μπορείς. Φύγε! Και αν Ξωτικό ή Άνθρωπος απομείνει για να πει την ιστορία των ημερών ετούτων, σίγουρα με περιφρόνηση θα σε κατονομάσει αν απορρίψεις αυτό το δώρο».
Τότε ο Τούριν, όντας ακόμη συγχυσμένος από το βλέμμα του δράκοντα, σαν να είχε να κάνει με εχθρό που γνωρίζει τι θα πει έλεος, πίστεψε τα λόγια του Γκλάουρουνγκ και γυρίζοντας πέρασε τρέχοντας τη γέφυρα. Αλλά καθώς έφευγε, ο Γκλάουρουνγκ μίλησε πίσω του, λέγοντας με ολέθρια φωνή;
«Τρέχα τώρα, γιε του Χούριν, στο Ντορ-λόμιν! Μπορεί γι' άλλη μια φορά οι Ορκ να φτάσουν πριν από σένα. Και αν καθυστερήσεις και δεν σώσεις τη Φιντούιλας, τότε δεν θα ξαναδείς τη Μόργουεν και τη Νίενορ. Και αυτές θα σε καταραστούν».
Αλλά ο Τούριν πέρασε στο βόρειο δρόμο και ο Γκλάουρουνγκ γέλασε άλλη μια φορά, γιατί είχε πετύχει αυτό που ήθελε ο Αφέντης του. Και μετά στράφηκε στη δική του απόλαυση και εξαπέλυσε τη φωτιά του και έκαψε τα πάντα γύρω του. Και όλους τους Ορκ που λεηλατούσαν την πόλη τούς έτρεψε σε φυγή και τους έδιωξε και τους αρνήθηκε τα λάφυρά τους ακόμη και μέχρι το λιγότερο πολύτιμο πράγμα. Μετά έσπασε τη γέφυρα και την έριξε μέσα στον αφρό του Νάρογκ. Και, όντας έτσι ασφαλής, μάζεψε όλους τους θησαυρούς και τα πλούτη του Φέλαγκουντ και τα έκανε σωρό και ξάπλωσε πάνω τους μέσα στην εσωτερική αίθουσα και αναπαύθηκε για λίγο.
Και ο Τούριν έσπευδε προς Βορρά, περνώντας μέσα από περιοχές, κατεστραμμένες τώρα, ανάμεσα στον Νάρογκ και τον Τέιγκλιν, και ο Ολέθριος Χειμώνας ήρθε να τον συναντήσει, γιατί εκείνη τη χρονιά έπεσε χιόνι πριν φύγει το φθινόπωρο και η άνοιξη ήρθε αργά και ήταν ψυχρή. Καθώς ταξίδευε, του φαινόταν συνέχεια ότι ακούει τις κραυγές της Φιντούιλας να φωνάζουν το όνομά του σε δάση και λόφους και μεγάλη ήταν η αγωνία του. Όμως η καρδιά του ήταν φουντωμένη από τα ψέματα του Γκλάουρουνγκ και βλέποντας συνεχώς στο νου του τους Ορκ να καίνε το σπίτι του Χούριν ή να βασανίζουν τη Μόργουεν και τη Νίενορ, συνέχιζε το δρόμο του χωρίς ποτέ να αλλάζει κατεύθυνση.