1.2 Η επιστήμη της αναγωγής (2)
Επρόκειτο για την 4η του Μαρτίου, καθώς έχω καλό λόγο να θυμάμαι, που σηκώθηκα νωρίτερα από ότι συνήθως, και βρήκα πως ο Σέρλοκ Χολμς δεν είχε ακόμη τελειώσει το πρωινό του. Η σπιτονοικοκυρά ήταν τόσο μαθημένη στην συνήθεια μου να ξυπνώ αργά ώστε η θέση μου δεν είχε στρωθεί ούτε ο καφές μου ετοιμασθεί. Με την παράλογη ανυπομονησία της ανθρωπότητας χτύπησα το κουδούνι και ειδοποίησα ευγενικά πως ήμουν έτοιμος. Κατόπιν διάλεξα ένα περιοδικό από το τραπέζι και επιχείρησα να σκοτώσω την ώρα μαζί του, ενώ ο σύντροφος μου μασουλούσε σιωπηλός την φρυγανιά του. Ένα από τα άρθρα είχε μια μολυβιά στον τίτλο, και φυσικά το μάτι μου παρασύρθηκε εντός του.
Ο σχετικά φιλόδοξος τίτλος του ήταν «Το Βιβλίο της Ζωής», και επιχειρούσε να παρουσιάσει πόσα ήταν δυνατόν να μάθει, ένας παρατηρητικός άνθρωπος, από μια ακριβής και συστηματική εξέταση όλων όσων συναντούσε. Μου έδωσε την εντύπωση ενός ιδιόμορφου κράματος διορατικότητας και παραλογισμού. Η συλλογιστική ήταν ενδελεχής και σφοδρή, όμως τα συμπεράσματα μου φάνταζαν παρατραβηγμένα και υπερβολικά. Ο συγγραφέας αξίωνε πως από μια στιγμιαία έκφραση, μια σύσπαση ενός μύ ή μια ματιά, κατανοούσε τις βαθύτερες σκέψεις ενός ανθρώπου. Η παραπλάνηση, σύμφωνα με εκείνον, απέβαινε ανέφικτη στην περίπτωση κάποιου εκπαιδευμένου στην παρατήρηση και την ανάλυση. Τα συμπεράσματα του ήταν αλάνθαστα όπως τόσα πολλά θεωρήματα του Ευκλείδη. Τόσο εκπληκτικά θα παρουσιάζονταν τα ευρήματα του στους αμύητους ώστε μέχρι να μάθουν τις διεργασίες υπό τις οποίες είχε καταλήξει σε εκείνα θα μπορούσαν κάλλιστα να τον θεωρούν νεκρομάντη.
«Από μια σταγόνα νερού», έλεγε ο συγγραφέας, «ένας κάτοχος της επιστήμης της λογικής θα ήταν σε θέση να συμπεράνει την πιθανότητα ύπαρξη ενός Ατλαντικού ή ενός Νιαγάρα δίχως να έχει δει ή ακούσει κανέναν εκ των δυο. Καθ' αυτόν τον τρόπο όλη η ζωή αποτελεί μια μεγάλη αλυσίδα, η φύση της οποίας γίνεται γνωστή όποτε παρατεθεί ενώπιον μας ένας και μόνο κρίκος της. Όπως όλες οι υπόλοιπες τέχνες, η Επιστήμη της Αναγωγής και της Ανάλυσης είναι δυνατόν να αποκτηθεί μόνον κατόπιν μακράς και υπομονετικής μελέτης αλλά ούτε η διάρκεια της ζωής είναι αρκετά μεγάλη για να επιτρέψει σε κάποιον θνητό να επιτύχει τον μέγιστο βαθμό τελειότητας της. Πριν στραφεί στις ηθικές και διανοητικές προοπτικές του ζητήματος οι οποίες προβάλλουν τις σημαντικότερες δυσκολίες, ο ερευνητής ας ξεκινήσει κυριαρχώντας σε περισσότερο στοιχειώδη προβλήματα. Ας αρχίσει, συναντώντας έναν συνάνθρωπο του, μαθαίνοντας με μια ματιά να ξεχωρίζει το ιστορικό του ανθρώπου, και το επάγγελμα στο οποίο ανήκει. Παιδαριώδης όσο είναι δυνατόν να φαίνεται μια τέτοια άσκηση, ακονίζει τις ικανότητες παρατήρησης, και διδάσκει καθέναν που να ψάχνει και τι να ψάχνει. Από τα νύχια ενός ανθρώπου, από το μανίκι του σακακιού του, από τις μπότες του, από τα γόνατα του παντελονιού του, από τους ρόζους του δείκτη και του αντίχειρα του, από την έκφραση του, από τα μανίκια του πουκάμισου του —από καθένα εξ αυτών των πραγμάτων αποκαλύπτεται η απασχόληση του ανθρώπου με ευχέρεια. Η πιθανότητα όλων αυτών συνδυασμένων να αποτύχουν να διαφωτίσουν τον ικανό ερευνητή σε κάθε περίπτωση είναι σχεδόν αδιανόητη.»
«Τι ανεκδιήγητη ανοησία!» αναφώνησα, χτυπώντας το περιοδικό πάνω στο τραπέζι, «ποτέ στην ζωή μου δεν διάβασα τέτοια σκουπίδια.»
«Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε ο Σέρλοκ Χολμς.
«Μα, τούτο το άρθρο», είπε, δείχνοντας με το κουτάλι του αυγού μου καθώς κάθισα να πάρω το πρωινό μου. «Βλέπω πως το έχεις διαβάσει αφού το σημείωσες. Δεν αρνούμαι πως είναι έξυπνα γραμμένο. Ωστόσο με εξοργίζει. Αποτελεί εμφανώς την θεωρία κάποιου θρονιασμένου σε κάποια πολυθρόνα αργόσχολου ο οποίος αναπτύσσει όλα αυτά τα τακτικά μικρά παράδοξα στην απομόνωση του γραφείου του. Δεν είναι πρακτικό. Θα ήθελα να τον τσακώσω και να τον βάλω σε ένα βαγόνι της χαμηλής τάξης του Υπόγειου, και να τον ρωτήσω να μου παραθέσει τα επαγγέλματα όλων των συνταξιδιωτών του. Θα έβαζα χίλια προς ένα ενάντια του.»
«Θα έχανες τα λεφτά σου», σχολίασε ήρεμα ο Σέρλοκ Χολμς. «Όσο για το άρθρο το έγραψα ο ίδιος.»
«Εσύ!»
«Ναι, έχω κλήση τόσο στην παρατήρηση όσο και στην αναγωγή. Οι θεωρίες που εξέφρασα εκεί, και οι οποίες σου φαίνονται τόσο χιμαιρικές είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά πρακτικές —τόσο πρακτικές ώστε εξαρτώμαι από αυτές για τα προς το ζην μου.»
«Και πως;» ρώτησα απρόθυμα.
«Λοιπόν, έχω το δικό μου επάγγελμα. Υποθέτω πως είμαι ο μοναδικός στον κόσμο. Είμαι ένας συμβουλευτικός ντετέκτιβ, αν μπορείς να κατανοήσεις τι μπορεί να σημαίνει. Εδώ στο Λονδίνο έχουμε αρκετούς κυβερνητικούς ντετέκτιβ και πολλούς ιδιωτικούς επίσης. Όταν όλοι τους τα έχουν χαμένα έρχονται σε εμένα, και εγώ καταφέρνω να τους υποδείξω που να ψάξουν. Παραθέτουν όλα τα στοιχεία ενώπιον μου, και σε γενικές γραμμές είμαι σε θέση, με την βοήθεια της γνώσης μου σχετικά με την ιστορία του εγκλήματος, να τους υποδείξω την σωστή κατεύθυνση. Υπάρχει μια ισχυρή ομοιογένεια όσον αφορά τις εγκληματικές ενέργειες, και αν έχεις όλες τις λεπτομέρειες μιας χιλιάδας τους στα ακροδάχτυλα σου, θα είναι περίεργο να μην ξεδιαλύνεις την χιλιοστή πρώτη. Ο Λεστρέιντ είναι ένας ιδιαίτερα γνωστός ντετέκτιβ. Βρέθηκε στην ομίχλη προσφάτως σχετικά με μια υπόθεση παραχάραξης, και αυτό ήταν που τον έφερε εδώ.»
«Και όλοι οι άλλοι;»
«Κυρίως στέλνονται από ιδιωτικές υπηρεσίες ερευνών. Είναι όλοι τους άνθρωποι που έχουν κάποιο πρόβλημα με κάτι, και έχουν ανάγκη λίγης διαφώτισης. Ακούω την ιστορία τους, ακούν τα σχόλια μου, και κατόπιν τσεπώνω την αμοιβή.»
«Δηλαδή θέλεις να μου πεις», είπα, «πως δίχως να αφήσεις το δωμάτιο σου είσαι σε θέση να ξεδιαλύνεις κάποιο κόμπο για τον οποίο άλλοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, μολονότι γνωρίζουν κάθε λεπτομέρεια προσωπικά;»
«Πολύ σωστά. Έχω κάποιου είδους διαίσθηση σχετικά. Κατά καιρούς κάνει την εμφάνιση της και κάποια υπόθεση η οποία να είναι ελάχιστα περιπλοκότερη. Τότε αναγκάζομαι να δραστηριοποιηθώ και να δω τα πράγματα με τα ίδια μου τα μάτια. Βλέπεις έχω αρκετή εξειδικευμένη γνώση την οποία εφαρμόζω στο πρόβλημα, και η οποία διευκολύνει τις καταστάσεις περίφημα. Οι κανόνες της αναγωγής που παραθέτονται στο άρθρο εκείνο το οποίο ξεσήκωσε τον χλευασμό σου, μου είναι ανεκτίμητοι στην εξάσκηση της δουλειάς μου. Η παρατήρηση αποτελεί την δεύτερη φύση μου. Έδειξες να εκπλήσσεσαι όταν σου ανέφερα, κατά την πρώτη μας συνάντηση, πως είχες έρθει από το Αφγανιστάν.»
«Θα σου το είχαν πει, αναμφίβολα.»
«Τίποτα τέτοιο. Γνώριζα πως ήρθες από το Αφγανιστάν. Χάριν μακράς συνήθειας ο ειρμός των σκέψεων τρέχει τόσο γοργά μέσα στο μυαλό μου, ώστε κατέληξα στο συμπέρασμα δίχως να έχω συναίσθηση των ενδιάμεσων βημάτων. Υπήρξαν τέτοια βήματα, εντούτοις. Ο ειρμός του συλλογισμού είχε ως εξής: ‘Εδώ έχουμε έναν κύριο ιατρικού τύπου, ωστόσο με τον αέρα ενός στρατιωτικού. Σαφώς ένας στρατιωτικός ιατρός, τότε. Έχει μόλις έρθει από τους τροπικούς, γιατί το πρόσωπο του είναι μαυρισμένο, και δεν αποτελεί τη φυσική απόχρωση του δέρματος του, διότι οι καρποί του είναι λευκοί. Έχει περάσει κακουχίες και ασθένεια όπως το καταβεβλημένο του πρόσωπο υποδηλώνει ξεκάθαρα. Το αριστερό του χέρι έχει πληγωθεί. Το κρατά με έναν άκαμπτο και αφύσικο τρόπο. Που στους τροπικούς θα υπήρχε περίπτωση ένας Άγγλος στρατιωτικός ιατρός να έχει δει τόσες κακουχίες και να τραυμάτισε το χέρι του; Σαφώς στο Αφγανιστάν. ' Ολόκληρος ο συλλογισμός μου δεν διάρκεσε ούτε ένα δευτερόλεπτο. Κατόπιν σχολίασα πως ήρθες από το Αφγανιστάν, και έμεινες κατάπληκτος.»
«Είναι αρκετά απλό όπως το εξηγείς», είπα, χαμογελώντας. «Μου φέρνεις στο μυαλό τον Ντυπέν του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Δεν είχα ιδέα πως τέτοια άτομα υπήρχαν εκτός ιστοριών.»
Ο Σέρλοκ Χολμς σήκωσε και άναψε την πίπα του. «Αναμφίβολα θεωρείς πως μου μιλάς φιλοφρονητικά συγκρίνοντας εμένα με τον Ντυπέν», παρατήρησε. «Τώρα, κατά την γνώμη μου, ο Ντυπέν ήταν ένας εξαιρετικά υποδεέστερος τύπος. Το κολπάκι του να παρέμβει στις σκέψεις των φίλων του· με κάποιο ευκαιριακό σχόλιο κατόπιν ενός τέταρτου της ώρας σιωπής είναι πραγματικά αργό και επιπόλαιο. Είχε κάποια αναλυτική ευφυΐα, δίχως αμφιβολία· ωστόσο δεν επρόκειτο επ' ουδενεί λόγο περί ενός φαινομένου όπως ο Πόε φάνηκε να πιστεύει.
«Έχεις διαβάσει τα έργα του Γκαμποριό;» ρώτησα. «Μήπως ο Λεκόκ ανταποκρίνεται στην ιδέα σου για έναν ντετέκτιβ;»
Ο Σέρλοκ Χολμς ρουθούνισε σαρδόνια. «Ο Λεκόκ ήταν ένας άθλιος σκιτζής», είπε, με θυμωμένη φωνή· «είχε μόνον ένα πράγμα να τον αναδεικνύει, και επρόκειτο για το κουράγιο του. Εκείνο το βιβλίο με αηδίασε εντελώς. Το ζητούμενο ήταν πώς να αναγνωρίσει έναν άγνωστο κρατούμενο. Θα το είχα επιτύχει σε είκοσι-τέσσερις ώρες. Ο Λεκόκ χρειάστηκε έξι μήνες για να το κατορθώσει. Θα ήταν δυνατόν να αποτελέσει ένα εκπαιδευτικό εγχειρίδιο για ντετέκτιβ το οποίο να τους διδάσκει τι να αποφεύγουν.»
Ένοιωσα σχεδόν αγανάκτηση για την υπεροπτική του στάση απέναντι σε δυο από τους χαρακτήρες τους οποίους είχα θαυμάσει. Περπάτησα μέχρι το παράθυρο, και στάθηκα κοιτώντας τον γεμάτο δρόμο. «Ο τύπος πιθανόν να είναι εξαιρετικά έξυπνος», είπα στον εαυτό μου, «αλλά είναι σίγουρα υπερβολικά ματαιόδοξος.»
«Δεν υπάρχουν εγκλήματα και εγκληματίες στις μέρες μας», είπε με γκρινιάρικη φωνή. «Ποιος ο λόγος να έχουμε μυαλά στο επάγγελμα μας. Γνωρίζω πολύ καλά πως το έχω μέσα μου να κάνω το όνομα μου διάσημο. Δεν ζει ή δεν έζησε ποτέ κανείς ο οποίος να κατείχε αντίστοιχα μεγέθη μελέτης και φυσικού ταλέντου στον εντοπισμό του εγκλήματος από όσα κατέχω. Και ποιο το αποτέλεσμα; Δεν υπάρχει έγκλημα να εξιχνιάσω, είτε, το πολύ, κάποιο τσαπατσούλικο εγληματάκι με ένα κίνητρο τόσο διαφανές ώστε ακόμη και ένας αξιωματικός της Σκότλαντ Γιάρντ να είναι σε θέση να το φέρει εις πέρας.»
Ήμουν ακόμη ενοχλημένος από το αλαζονικό στυλ της συζήτησης του. Θεώρησα σωστό να αλλάξω το θέμα.
«Αναρωτιέμαι για τι να ψάχνει εκείνος ο τύπος;» ρώτησα, δείχνοντας προς ένα γεροδεμένο, απλοντυμένο άτομο το οποίο κατηφόριζε περπατώντας αργά την απέναντι πλευρά του δρόμου, κοιτώντας επίμονα τους αριθμούς. Μετέφερε έναν μεγάλο γαλάζιο φάκελο στο χέρι του, και επρόκειτο εμφανώς για τον κομιστή ενός μηνύματος.
«Εννοείς τον απόστρατο λοχία των Πεζοναυτών», είπε ο Σέρλοκ Χολμς.
«Καυχησιά και έπαρση!» σκέφτηκα από μέσα μου. «Γνωρίζει πως δεν έχω την δυνατότητα να επαληθεύσω την υπόθεση του.»
Η σκέψη δεν είχε σβήσει από το μυαλό μου όταν ο άντρας τον οποίο παρακολουθούσαμε είδε τον αριθμό στην πόρτα μας, και διέσχισε βιαστικά τον δρόμο. Ακούσαμε ένα δυνατό χτύπημα, μια βαθιά φωνή από κάτω, και βαριά βήματα να ανεβαίνουν στις σκάλες.
«Για τον Κο Σέρλοκ Χολμς», είπε, εισερχόμενος στο δωμάτιο και παραδίδοντας στον φίλο μου την επιστολή.
Την στιγμή εκείνη μου δινόταν η ευκαιρία να εξαλείψω την έπαρση του. Ελάχιστα το σκέφτηκα όταν προέβηκα στην τυχαία αναφορά. «Επιτρέπεται να ρωτήσω, παλικάρι μου», είπα, με την πιο ήπια φωνή, «τι επαγγέλλεσαι;»
«Ένστολος, κύριε», είπε, τραχιά. «Η στολή μου έχει πάει για επιδιόρθωση.»
«Και ήσουν;» ρώτησα, με μια ελαφρώς κακεντρεχή ματιά προς τον σύντροφο μου.
«Λοχίας, κύριε, Βασιλικό Σώμα Πεζοναυτών, κύριε. Καμία απάντηση; Καλώς, κύριε.»
Χτύπησε προσοχή, ύψωσε το χέρι του σε χαιρετισμό, και χάθηκε.