Η Μάχη του Μαραθώνα
Η περίοδος της ελληνικής ιστορίας μεταξύ 492-479 π.Χ. χαρακτηρίζεται από τους "Περσικούς πολέμους".
Αυτή ήταν μια περίοδος εχθροπραξιών μεταξύ των πόλεων-κρατών της Ελλάδας και της ισχυρής Περσικής Αυτοκρατορίας.
Οι Περσικοί πόλεμοι είχαν τις ρίζες τους στην επεκτατική πολιτική των Περσών.
Ήταν αδύνατο για αυτούς να επεκτείνουν την αυτοκρατορία προς τα ανατολικά (προς την Ινδία) ή νότια
της Αιγύπτου (λόγω της ερήμου της Λιβύης) ή προς την αφιλόξενη γη των Σκυθών (Βόρεια);
ως εκ τούτου, η μόνη επιλογή τους ήταν να προχωρήσουν δυτικά.
Η Ελλάδα αποτελούσε το κύριο εμπόδιο το οποίο οι Πέρσες έπρεπε να ξεπεράσουν για να επιτύχουν τους
στόχους τους, με την Αθήνα να είναι η πιο αποφασιστική τους αντίπαλος στην Ελλάδα.
Οι Πέρσες χρειάζονταν μόνο ένα πρόσχημα και η Αθήνα το παρείχε το 500 π.Χ. όταν oi
Ελληνικές πόλεις-κράτη της Ιωνίας στη Μικρά Ασία, όντας μέρος της Περσικής Αυτοκρατορίας, εξεγέρθηκαν
ενάντια στην περσική κυριαρχία.
Η Αθήνα έστειλε είκοσι πλοία για βοήθεια ενώ η μικρή πόλη της Ερέτριας της Εύβοιας
συνέβαλε με πέντε πλοία.
Αρχικά, οι προσπάθειές τους στέφθηκαν με επιτυχία και οι επαναστάτες κατάφεραν να κάψουν τις Σάρδεις,
την πρωτεύουσα της περσικής σατραπείας της Ιωνίας, αλλά σύντομα νικήθηκαν από τους Πέρσες.
Η είδηση ότι κάποιες πόλεις-κράτη της ηπειρωτικής χώρας της Ελλάδας παρείχαν βοήθεια στους αντάρτες
έκανε τον Πέρση βασιλιά Δαρείο να αναρωτιέται, "Τί είδους πόλη είναι αυτή η Αθήνα!".
Όταν ενημερώθηκε για τους θρασύς Αθηναίους, θύμωσε τόσο που έριξε ένα βέλος προς τον ουρανό
και ορκίστηκε να τους τιμωρήσει.
Ο θυμός του ήταν τέτοιος που κάθε βράδυ, έβαζε έναν υπηρέτη να του επαναλαμβάνει " Αφέντη, μην ξεχνάς
τους Αθηναίους!"
Έτσι, οι Αθηναίοι έδωσαν στον μεγάλο βασιλιά το πρόσχημα που χρειαζόταν για να εισβάλει στην Ελλάδα
και να ανοίξει το δρόμο προς την Ευρώπη.
Για να εισβάλει στην Ελλάδα, Ο Δαρείος έπρεπε να επιλέξει μεταξύ δύο διαδρομών: μία δια θαλάσσης και μία δια ξηράς, η κάθε μία
με πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Επέλεξε τη θαλάσσια διαδρομή που αποδείχθηκε καταστροφική.
Η πρώτη του αποστολή το 492 π.Χ. απέτυχε εξαιτίας μιας καταιγίδας.
Δύο χρόνια αργότερα, ξεκίνησε τη δεύτερη επίθεση του, και πάλι δια θαλάσσης, αλλά μέσω μιας πιο νότιας διαδρομής.
Αυτή η αποστολή είχε ως αποτέλεσμα τη μάχη του Μαραθώνα.
Μετά την αποτυχία της αποστολής του το 492 π.Χ., ο Δαρείος διέταξε νέες προετοιμασίες και
σύμφωνα με τις πρακτικές της εποχής, έστειλε αγγελιοφόρους στις ελληνικές πόλεις και ζήτησε
"γη και ύδωρ" ως ένδειξη υποταγής.
Πολλές πόλεις υποτάχθηκαν, αλλά κάποιες όχι, μεταξύ αυτών η Αθήνα και η Σπάρτη.
Οι Αθηναίοι θεώρησαν το αίτημα του Δαρείου σαν προσβολή οπότε και κατακρήμνισαν
τους αγγελιοφόρους από την Ακρόπολη και μάλιστα καταδίκασαν τους άτυχους Πέρσες διερμηνείς σε θάνατο επειδή
μετέφρασαν στην Ελληνική γλώσσα την περσική απαίτηση.
Οι Σπαρτιάτες έριξαν τους αγγελιοφόρους στο πλησιέστερο πηγάδι όπου θα μπορούσαν να βρουν " γη και ύδωρ"
σε μεγάλη αφθονία!
Μετά από αυτό, ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος.
Την άνοιξη του 490 π.Χ., ο περσικός στρατός και ο στόλος ήταν έτοιμος.
Οι ηγέτες τους ήταν ο Δάτης, από τη Μηδία και ο Αρταφέρνης.
Η αποστολή τους ήταν να αναγκάσουν όλες τις άλλες Ελληνικές πόλεις που είχαν αρνηθεί να προσφέρουν " γη και
ύδωρ" να υποταχθούν στον μεγάλο βασιλιά, αλλά και να καταστρέψουν την Ερέτρια και την Αθήνα και
να πάρουν όλους τους κατοίκους τους σαν σκλάβους.
Ο περσικός στόλος, μεταφέροντας πεζικό και δύναμη ιππικού, διέσχισε το Αιγαίο
στα τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ.
Οι Πέρσες αποβιβάστηκαν 35 χλμ. βορειοανατολικά της Αθήνας.
Η δύναμη του περσικού στρατού ήταν περίπου 48.000 άνδρες, αν και ο αριθμός αυτός ποικίλλει
σύμφωνα με διάφορους ιστορικούς που έχουν περιγράψει τη μάχη.
Αλλά γιατί επέλεξαν τον Μαραθώνα;
Υπάρχει μια ιστορία πίσω από αυτή την απόφαση.
Οι Αθηναίοι εκείνη την εποχή είχαν μόλις εξορίσει τον Ιππία, γιο του τελευταίου τυράννου τους, Πεισίστρατου.
Ο Ιππίας, ο οποίος επιθυμούσε να ανακτήσει την εξουσία, ήταν εκείνη την εποχή σύμβουλος του περσικού στρατού.
Ήταν αυτός που είπε στον Δάτη και τον Αρταφέρνη να αποβιβαστούν στον Μαραθώνα.
Θα μπορούσαν να ελπίζουν, υποστήριξε, στην απομάκρυνση των Αθηναίων μακριά από την πόλη της Αθήνας, διευκολύνοντας
έτσι, την κατάληψη της εξουσίας από τους οπαδούς του.
Αν αυτός ήταν ο λόγος για την αποβίβαση στον Μαραθώνα, τότε αυτός στέφθηκε με επιτυχία,
επειδή οι Αθηναίοι αποφάσισαν τελικά να τρέξουν στον Μαραθώνα για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
Αλλά ήταν αυτή η απόφαση η σωστή;
Φαίνεται ότι ο Ιππίας δεν γνώριζε τους συμπατριώτες του πολύ καλά.
Οι Αθηναίοι θα είχαν πάει εκεί ούτως ή άλλως.
Μόλις ενημερώθηκαν για τον Περσική αποβίβαση, έστειλαν έναν αγγελιοφόρο στη Σπάρτη
για να ζητήσουν βοήθεια και ταυτόχρονα, εξέτασαν τρεις πιθανές επιλογές
δράσης κατά της περσικής απειλής:
Να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στο Μαραθώνα (η πιο τολμηρή από τις τρεις), να περιμένουν τους Πέρσες
στο πέρασμα της Παλλήνης (15 χλμ ανατολικά της Αθήνας) ή να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες μέσα από τα τείχη της πόλης (το χειρότερο από τα τρία).
Η πρώτη λύση επικράτησε λόγω της επιμονής του Μιλτιάδη,
ενός από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς.
Ο Μιλτιάδης έπεισε τους Αθηναίους, υπογραμμίζοντας ότι η άφιξή τους στον Μαραθώνα θα
αποτελούσε έκπληξη για τους Πέρσες.
Φαίνεται ότι το σύστημα επιτήρησης των Αθηναίων ήταν τόσο αποτελεσματικό που αμέσως
εντόπισε την αποβίβαση του εχθρού.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εκείνη την εποχή ο αθηναϊκός στρατός θα μπορούσε να φτάσει στον Μαραθώνα σε 8 ώρες
μέσω του περάσματος της Παλλήνης.
Ο Αθηναίος αγγελιοφόρος έφτασε στη Σπάρτη 48 ώρες αργότερα.
Οι Σπαρτιάτες, που τότε γιόρταζαν μία θρησκευτική γιορτή, ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν,
αλλά χωρίς να παραβιάσουν το νόμο τους που απαγόρευε κατά τη διάρκεια εορτών να φύγουν από τη Σπάρτη πριν την πανσέληνο.
Έτσι, περίμεναν την πανσέληνο πριν στείλουν βοήθεια στους Αθηναίους
η οποία έφτασε μετά τη μάχη του Μαραθώνα.
Αλλά οι Αθηναίοι βρέθηκαν μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη όταν έφτασαν στον Μαραθώνα. Μια δύναμη
1.000 Πλαταιών ενώθηκε μαζί τους για να πολεμήσουν ενάντια στον κοινό εχθρό.
Η Αθήνα δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτή τη γενναία πράξη εκ μέρους των Πλαταιών.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούν τα θέματα οργάνωσης, διοίκησης, δόγματος και του τρόπου
μάχης του Αθηναϊκού και του Περσικού στρατού.
Ο περσικός στρατός αποτελούνταν από πεζικό και εξαιρετικές δυνάμεις Ιππικού.
Το δόγμα τους ήταν αμυντικής φύσης λόγω του ότι το κύριο όπλο τους ήταν το τόξο.
Η συνήθης τακτική τους συνίστατο στην αναμονή του εχθρού να πλησιάσει και στη συνέχεια τον "έθαβαν"
κάτω από ένα σύννεφο βέλη.
Για του λόγου το αληθές, το 480 π.Χ., ο βασιλιάς Ξέρξης απείλησε τον Βασιλιά Λεωνίδα στις Θερμοπύλες
αναφέροντας ότι τα περσικά βέλη "θα κρύψουν τον ήλιο" λαμβάνοντας την απάντηση " αυτό είναι καλό,
γιατί θα πολεμήσουμε στη σκιά!".
Ο οπλισμός του Περσικού πεζικού δεν τους καθιστούσε ικανούς για μάχη σώμα με σώμα,
ιδιαίτερα εναντίον των βαριά οπλισμένων Ελλήνων Οπλιτών.
Το Περσικό ιππικό αναπτυσσόταν στις πλευρές ούτως ώστε να καλύπτουν τις πτέρυγες και να περικλείουν
τον εχθρό, όταν αυτό ήταν απαραίτητο.
Το δόγμα του Ελληνικού στρατού από την άλλη πλευρά ήταν επιθετικού χαρακτήρα.
Ο κύριος οπλισμός τους, δηλαδή το μακρύ, βαρύ δόρυ, η βαριά πανοπλία τους, καθώς και ο
σχηματισμός μάχης, η Φάλαγγα, ευνοούσαν τη μάχη σώμα με σώμα.
Η φάλαγγα αναπτυσσόταν ομοιόμορφα, με χαρακτηριστικό της το βάθος οκτώ στήλες.
Εκείνη την εποχή, ο Αθηναϊκός στρατός δεν είχε ούτε ιππικό ούτε τοξότες.
Οι Αθηναίοι ήταν χωρισμένοι σε δέκα "φυλές".
Κάθε φυλή έπρεπε να επιστρατεύσει 1.000 οπλίτες και να διορίσει έναν στρατηγό ως ηγέτη τους.
Έτσι, ο αθηναϊκός στρατός αποτελούνταν από 10.000 οπλίτες και 10 στρατηγούς.
Σε αυτή τη δύναμη προστέθηκαν και κάποιοι υπηρέτες και μια ελαφριά δύναμη πεζικού, οπλισμένη με μικρά δόρατα.
Ο Μιλτιάδης, ένας από τους δέκα στρατηγούς, άνηκε σε μια από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Αθήνας.
Οι Πέρσες μετέφεραν τα πλοία τους στην ξηρά και κατασκήνωσαν σε επίπεδο έδαφος.
Έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν τον Αθηναϊκό στρατό να φτάνει στον Μαραθώνα και να κατασκηνώνει στην κοιλάδα.
Η θέση των Αθηναίων ήταν απόρθητη, προσφέροντας πλήρη θέα στο περσικό στρατόπεδο.
Οι Αθηναίοι σύντομα συνειδητοποίησαν ότι ο εχθρός δεν είχε την πρόθεση να κινηθεί προς την Αθήνα μέσω ξηράς
αφού δεν είχαν καταλάβει τα δύο περάσματα που οδηγούσαν στην Αθήνα.
Έτσι, ο φόβος της προδοσίας αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα για τη διεξαγωγή της μάχης.
Στο πολεμικό συμβούλιο που διεξήχθη, υπήρχε μια ισοπαλία ψήφων. Πέντε στρατηγοί, με τον Μιλτιάδη
πρώτο και κύριο, τάσσονταν υπέρ μιας άμεσης επίθεσης ενώ οι άλλοι πέντε ψήφισαν να επιτεθούν
μετά την άφιξη των Σπαρτιατών.
Τότε ο Μιλτιάδης στράφηκε στον Καλλίμαχο, τον άνθρωπο του οποίου η ψήφος θα ήταν καθοριστική και είπε,
σύμφωνα με τα λόγια του Ηρόδοτου: "Σε εσένα εναπόκειται, Καλλίμαχε, είτε να οδηγήσεις την Αθήνα στη σκλαβιά,
ή, εξασφαλίζοντας την ελευθερία της, να αφήσεις σε όλες τις μελλοντικές γενιές μια ανάμνηση μεγαλύτερη
ακόμα και από του Αρμόδιου και του Αριστογείτων.
Γιατί ποτέ από την εποχή που οι Αθηναίοι έγιναν ένας λαός, δεν βρέθηκαν σε τόσο μεγάλο κίνδυνο όπως τώρα".
Μετά από αυτή τη δήλωση, ο Καλλίμαχος ψήφισε για άμεση μάχη.
Για οκτώ ημέρες οι δύο στρατοί στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλον.
Κατά τη διάρκεια της ένατης ημέρας, οι Πέρσες άρχισαν επιβιβάζονται στα πλοία τους και έγινε φανερό
ότι μια δύναμη θα κρατούσε τον Αθηναϊκό στρατό στο Μαραθώνα ενώ ο υπόλοιπος στρατός
θα έπλεε στην Αθήνα για να καταλάβει την ανυπεράσπιστη πόλη.
Η κατάσταση απαιτούσε άμεση δράση και Μιλτιάδης που είχε έρθει η σειρά του να γίνει
επικεφαλής, διέταξε το στρατό των 10.000 Αθηναίων και 1.000 Πλαταιών να παραταχθούν για μάχη.
Ο Μιλτιάδης αντιμετώπιζε δύο δύσκολα προβλήματα και για να τα λύσει εφάρμοσε
νέες τακτικές, αποκλίνουσες εντελώς από αυτές που οι Έλληνες συνήθιζαν να εφαρμόζουν μέχρι τότε.
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ανάπτυξη του Περσικού στρατού ήταν 30 άνδρες σε βάθος, μια δύναμη
48.000 ανδρών θα σχημάτιζε μια πρώτη γραμμή 1.600 μέτρων.
Για να καλυφθεί αυτή τη διαφορά, ο Μιλτιάδης έπρεπε να παρατάξει τον στρατό του σε μια λεπτή γραμμή.
Αν οι 10.000 Αθηναίοι σχημάτιζαν μια γραμμή βάθους 8 ανδρών, το μέτωπο θα ήταν μόνο 1.250 μέτρα
σε εύρος, και έτσι οι πλευρές θα ήταν επικίνδυνα εκτεθειμένες.
Αλλά η προηγούμενη εμπειρία του Μιλτιάδη τον βοήθησε να αξιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο οι Πέρσες θα ανέπτυσσαν
τον στρατό τους. Τα καλύτερα στρατεύματά τους θα αναπτύσσονταν στο κέντρο, ενώ οι υποτελείς δυνάμεις τους
θα τοποθετούνταν στις πλευρές.
Παρατήρησε επίσης ότι το περσικό ιππικό είχε ήδη επιβιβαστεί στα πλοία, προσφέροντάς του δύο πλεονεκτήματα.
Πρώτον δεν ήταν απειλή για τις πλευρές του Ελληνικού στρατού και δεύτερον, άφηναν έτσι τις περσικές πλευρές ακάλυπτες.
Αυτό τον οδήγησε να εφαρμόσει εντελώς νέες τακτικές.
Εσκεμμένα αποδυνάμωσε το δικό του κέντρο, σχηματίζοντας μια γραμμή δύο φυλών σε βάθος μόνο τεσσάρων
ανδρών. Σε κάθε μία από τις δύο πλευρές ανέπτυξε τέσσερις ακόμη φυλές στο συνηθισμένο βάθος των 8 ανδρών,
σχηματίζοντας έτσι ένα μέτωπο πλάτους 500 μέτρων σε κάθε πλευρά έτσι το συνολικό μέτωπο είχε πλάτος
1.500 μέτρα.
Τέλος, στα αριστερά της αριστερής πλευράς του στρατού των Αθηναίων ανέπτυξε το στρατό των
Πλαταιών με βάθος 8 ανδρών, και έτσι το μέτωπο της παράταξης είχε συνολικό πλάτος 1.625 μέτρων.
Ο Καλλίμαχος κατέλαβε την τιμητική θέση στη δεξιά πλευρά.
Οι δύο φυλές του κέντρου καθοδηγούνταν από δύο άνδρες οι οποίοι θα γινόταν διάσημοι δέκα χρόνια μετά.
Ο πρώτος ήταν ο Αριστείδης ο Δίκαιος, αρχηγός του Αθηναϊκού στρατού κατά τη διάρκεια της μάχης
των Πλαταιών το 479 π.Χ. και ο άλλος ήταν ο Θεμιστοκλής, ο νικητής της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.
Ο περσικός στρατός θα προσπαθούσε να εξοντώσει τον Αθηναϊκό στρατό με τα βέλη.
Το βεληνεκές των τόξων ήταν περίπου 150-200 μέτρα.
Επομένως, αυτή η κρίσιμη απόσταση, πριν οι βαριά οπλισμένοι οπλίτες θα μπορούσαν να εμπλακούν με
τους Πέρσες σε μάχη σώμα με σώμα, έπρεπε να καλυφθεί στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, και αυτό θα μπορούσε
να γίνει μόνο με το τρέξιμο.
Για το σκοπό αυτό, ο Μιλτιάδης εφάρμοσε την τεχνική της εφόδου.
Μόλις η φάλαγγα των οπλιτών του θα έμπαινε εντός της εμβέλειας των περσικών τόξων,
θα έτρεχαν έτσι ώστε να μπορούν να διασχίσουν την επικίνδυνη ζώνη στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα
και να πέσουν πάνω στον εχθρό με τη μεγαλύτερη δυνατή ορμή.
Ως εκ τούτου, την αυγή της 17ης Σεπτεμβρίου 490 π.Χ., σε τέλεια χρονική στιγμή, ο Μιλτιάδης έδωσε τη
διαταγή και οι 11.000 Αθηναίοι και Πλαταιείς σχημάτισαν φάλαγγα και βημάτισαν εναντίον του εχθρού.
Η συμπλοκή εξελίχθηκε όπως είχε προγραμματιστεί.
Στο κέντρο, οι φυλές του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή πολέμησαν γενναία, αλλά οι υπεράριθμοι
Πέρσες τους υποχρέωσαν να υποχωρήσουν προς υψηλότερα εδάφη όπου το έδαφος τους έδινε
την ευκαιρία να ανασυνταχθούν και να συνεχίσουν να μάχονται.
Στις πλευρές, οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς αντιμετώπιζαν επιτυχώς τις αντίπαλες δυνάμεις.
Τότε ο Μιλτιάδης έδωσε την εντολή. Οι δυνάμεις των πλευρών έπρεπε να αγνοήσουν την υποχώρηση του εχθρού και να στραφούν εναντίον
των κεντρικών δυνάμεων των Περσών, που επικρατούσαν των Αθηναίων, ως εκείνη τη στιγμή.
Και έτσι έκαναν.
Οι Πέρσες περικυκλωμένοι από τους αντιπάλους τους, με τις κοντές λόγχες τους, τα μικρά σπαθιά και τις
τσαλακωμένες ασπίδες τους στο χέρι, δεν είχαν καμία πιθανότητα ενάντια στα Ελληνικά δόρατα.
Πάλεψαν σκληρά, αλλά τελικά οι μέχρι πρότεινος ανίκητοι Πέρσες γύρισαν την πλάτη τους και
υποχώρησαν ενώ οι Αθηναίοι τους ακολούθησαν στα πλοία.
Τότε διεξήχθη και η σκληρότερη μάχη όπου οι Αθηναίοι υπέστησαν τις βαρύτερες απώλειες.
Μετά από μια σκληρή μάχη, οι Πέρσες κατάφεραν να σώσουν όλα τα πλοία τους εκτός
από επτά τα οποία κατελήφθησαν.
Οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε 192 Αθηναίους και ένας μη καταγεγραμμένος αριθμός
Πλαταιών και υπηρετών.
Ο τάφος των Αθηναίων εξακολουθεί να υπάρχει στην πεδιάδα του Μαραθώνα και αποτελεί την αφετηρία
του Μαραθώνιου αγώνα.
Οι Πέρσες έχασαν 6.400 άνδρες, αλλά σε αυτά τα θύματα πρέπει επίσης να συμπεριληφθεί ένας μεγάλος αριθμός κρατουμένων.
Το ίδιο βράδυ έφτασαν και οι Σπαρτιάτες.
Ζήτησαν άδεια να επιθεωρήσουν το πεδίο της μάχης και όταν τους δόθηκε άδεια, αυτοί
εξέφρασαν τον θαυμασμό τους για το κατόρθωμα των Αθηναίων.
Με αυτόν τον τρόπο τελείωσε η πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Περσίας.
Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, οι Έλληνες είχαν νικήσει τους Πέρσες στο δικό τους στοιχείο,
το οποίο ήταν οι χερσαίες επιχειρήσεις.
Ποια συμπεράσματα λοιπόν προκύπτουν από την μάχη του Μαραθώνα, στην οποία θριάμβευσε το θάρρος
έναντι της υπερ-αριθμίας και η μάχη σώμα με σώμα ενάντια στα βέλη;
Το πιο σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι η μάχη ήταν ένας θρίαμβος του φρονήματος
έναντι του πολυάριθμου στρατεύματος.
Ο Αθηναίος πολίτης στο Μαραθώνα είχε επίγνωση για ποιο λόγο μαχόταν.
Υπερασπιζόταν τη γη του, την οικογένειά του, το σπίτι του.
Από την άλλη πλευρά, τα ασιατικά και αφρικανικά στρατεύματα, εκτός από τους Πέρσες, δεν ήξεραν
για τί πολεμούσαν και πολλοί από αυτούς έπρεπε απλώς να επιλέξουν ποιος θα τους σκοτώσει.
Οι Αθηναίοι ή οι Πέρσες!
Όσον αφορά τις αρχές του πολέμου, μπορεί να σημειωθεί ότι ο Μιλτιάδης έκανε χρήση για πρώτη φορά
στην καταγεγραμμένη ιστορία και χωρίς να έχει αποφοιτήσει από οποιαδήποτε στρατιωτική Ακαδημία, τα ακόλουθα:
Επίθεση: πήρε την πρωτοβουλία και διέταξε μια άμεση επίθεση εναντίον των Περσών, ακόμη και
αν οι δυνάμεις του ήταν κατώτερες σε αριθμό.
Συγκέντρωση και οικονομία δυνάμεων: ανέπτυξε τη γραμμή μάχης με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί
να επιτεθεί στο πιο αδύναμο τμήμα του Περσικού στρατού με το ισχυρότερο τμήμα του δικού του στρατεύματος.
Με άλλα λόγια, εφάρμοσε ισχυρή δύναμη κρούσης στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή.
Με αυτόν τον τρόπο, έκανε ότι λίγοι στρατηγοί μπορούσαν έχουν κάνει. Έσπασε ένα "ταμπού", αλλάζοντας
την μέχρι πρότινος εφαρμοσμένη τακτική, διακινδυνεύοντας ένα ανάθεμα εναντίον του σε περίπτωση αποτυχίας.
Ενότητα Διοίκησης: ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι οι Αθηναίοι στρατηγοί προσέφεραν τη σειρά τους σαν Διοικητές
στον Μιλτιάδη, αλλά αυτός αποφάσισε να επιτεθεί κατά τη διάρκεια της δικής του σειράς να διοικεί.
Έτσι, εξασφάλισε ότι όλες οι φυλές ήταν κάτω από τις εντολές ενός υπεύθυνου Διοικητή.
Αιφνιδιασμός: αρχικά, έπεισε τους Αθηναίους να πάνε στον Μαραθώνα εκπλήσσοντας τους Πέρσες και αργότερα, στην κρίσιμη
στιγμή, επιτέθηκε στον εχθρό, εφαρμόζοντας τις νέες τακτικές με τέτοιο τρόπο ώστε οι Πέρσες
θεώρησαν τους Αθηναίους "στερημένους λογικής".
Ελιγμός: κατά τη διάρκεια της μάχης του Μαραθώνα, ο Μιλτιάδης εφάρμοσε τον ελιγμό της διπλής περικάλυψης.
Δεν είχε σημασία ότι το μέτωπο δεν ήταν πολύ εκτεταμένο.
Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο γίνονταν οι μάχες εκείνες τις μέρες.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτός ο υπέροχος ελιγμός, που εκτελούνταν από μεγάλους στρατηγούς,
σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε με επιτυχία για πρώτη φορά από τον Μιλτιάδη.
Παρ ' όλα αυτά, ο Μαραθώνας σηματοδότησε την πρώτη από μια σειρά θεαματικών ελληνικών νικών στους
Ελληνο-Περσικούς πολέμους, με αποκορύφωμα τις μάχες της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. και των Πλαταιών
το 479 π.Χ., οι οποίες τερμάτισαν ουσιαστικά την Περσική απειλή.
Τόσο σημαντική ήταν η ανάμνηση του Μαραθώνα για τον Αισχύλο ώστε κατά το θάνατό του στη Σικελία το 456 π.Χ.,
η επιτάφια επιγραφή του δεν κάνει καμία αναφορά στο γεγονός ότι του είχε απονεμηθεί το βραβείο για
τον καλύτερο τραγικό θεατρικό συγγραφέα κατά την Αθηναϊκή εορτή των Διονυσίων και γράφει αντ'αυτού:
Τον γιο του Ευφορίωνα τον Αθηναίο Αισχύλο κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια·
την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα το άλσος κι ο Μήδος ο ακούρευτος οπού καλά την ξέρει.