Η ώρα που στην σκηνή εμφανίζεται ένας τρίτος παίκτης
[31:00]
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ έχει εμφανιστεί ένας τρίτος, απροσδόκητος μέχρι πρότινος, παίκτης, έτοιμος να υποδεχτεί τους απογοητευμένους ψηφοφόρους από δεξιά κι αριστερά, ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάνουν ό,τι μπορούν για να τον βοηθήσουν.
Η εμφάνιση και των δύο το Σάββατο στη Βουλή ήταν μάλλον από τις χειρότερες τους. Επιθετικός λόγος, αλαζονεία, ανούσιοι επιδεικτικοί διαξιφισμοί, λίγα επιχειρήματα και ακόμα λιγότερος διάλογος για την ουσία.
Η συζήτηση για την κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού του 2022 έγινε –όπως κάθε άλλο γεγονός– στη σκιά της πανδημίας και το ενδιαφέρον μονοπώλησε για άλλη μια φορά η μελέτη Τσιόδρα, όχι άδικα, αφού το Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε δώσει επαρκείς εξηγήσεις, αφήνοντας το θέμα που δημιουργήθηκε να σέρνεται για μέρες.
Πολύ πιθανόν η «μελέτη Τσιόδρα» μαζί με όσα σχετικά προηγήθηκαν και ακολούθησαν το διάστημα αυτό να αποτελέσει σημείο καμπής για την κυβέρνηση. Κι αυτό επειδή σηματοδοτεί την αλλαγή στάσης της σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν στην πανδημία, αλλά όχι μόνο, και η οποία ενδεχομένως να έχει συνέπειες που αδυνατεί να προβλέψει, όπως φάνηκε και από την ατυχή επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ.
Η κυβέρνηση μετά τη δεύτερη φάση της πανδημίας και την έλευση των εμβολίων, ακολουθεί μία πολιτική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «κυνική», ωστόσο είναι αποδεκτή από πολλούς και ανεκτή από ακόμα περισσότερους.
Η πολιτική αυτή λέει ότι α) η κυβέρνηση αύξησε τις ΜΕΘ όσο μπορούσε, β) δεν είναι στις προθέσεις της να πάρει περιοριστικά μέτρα τύπου λοκντάουν γιατί αυτά βλάπτουν την οικονομία και περιορίζουν τις ελευθερίες, οπότε γ) η μόνη λύση είναι τα εμβόλια, τα οποία προσφέρονται δωρεάν σε όλους.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την κυβερνητική αφήγηση, για τις απώλειες και την πίεση του ΕΣΥ ευθύνονται όσοι δεν εμβολιάζονται και όσοι δεν στηρίζουν τον εμβολιασμό ή ενθαρρύνουν τους λεγόμενους αντιεμβολιαστές.
Με τη σημερινή πολιτική κάποιοι συμφωνούν και κάποιοι διαφωνούν. Οι δημοσκοπήσεις κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας, όταν η κυβέρνηση ακολουθούσε τη γραμμή Τσιόδρα, ο οποίος είχε οριστεί και εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον κορωνοϊό, έδειχναν ότι η κυβερνητική διαχείριση τότε είχε την αποδοχή της απόλυτης πλειοψηφίας, αγγίζοντας ακόμα και ποσοστά κοντά στο 80%.
Σήμερα η αποδοχή αυτή έχει υποχωρήσει σημαντικά. Ωστόσο, πολλοί εξακολουθούν να συμφωνούν με την κυβέρνηση –και μετά την αλλαγή πλεύσης– ότι η οικονομία δεν πρέπει να κλείσει, ούτε να υπάρξουν ξανά περιοριστικά μέτρα για όλους.
Με τους ισχυρισμούς, όμως, ότι οι διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ έχουν την ίδια θνησιμότητα με τους εντός δεν μπορεί να συμφωνήσει κανένας, είτε έχει γνώση των επιστημονικών μελετών είτε όχι. Ο πρωθυπουργός κέρδισε τις εκλογές παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως εκφραστή ενός «μετώπου λογικής», καταγγέλλοντας τις επικοινωνιακές τακτικές που έκαναν το μαύρο-άσπρο και καταφέρνοντας έτσι να κερδίσει ψηφοφόρους που δεν ανήκαν απαραίτητα στη δεξιά ή την κεντροδεξιά. Οπότε η υιοθέτηση πρακτικών που ο ίδιος κατήγγειλε δεν μπορεί παρά να προκαλέσει δυσαρέσκεια στους ψηφοφόρους που δεν είναι οπαδοί.
Γιατί ενόχλησε η μελέτη Τσιόδρα
Η ενόχληση για τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, ο οποίος εκτός από διακεκριμένος επιστήμονας, παραμένει και ο πιο αγαπητός στον ελληνικό λαό, έρχεται σε αντίθεση με μερικά ακόμα χαρακτηριστικά τα οποία είχε προβάλει η κυβέρνηση αυτή ως στοιχεία της ταυτότητας της: τον σεβασμό και την ανάδειξη της αριστείας, την αποδοχή των τεχνοκρατών και όσων κατέχουν την ειδική γνώση.
Ο πρωθυπουργός το Σάββατο στη Βουλή, με μια αναφορά που έμοιαζε σχεδόν απαξιωτική, δίχως να τον κατονομάσει, είπε ότι δεν περίμενε τη μελέτη κανενός καθηγητή για να ενισχύσει το ΕΣΥ, αλλά δεν κατάφερε να κρύψει την ενόχλησή του για έναν επιστήμονα που ήταν και στενός του συνεργάτης, ο οποίος δεν έκανε τίποτα άλλο από το να χρησιμοποιεί τις έρευνες ως επιστημονικά εργαλεία, χωρίς καμία διάθεση να ασκήσει πολιτική κριτική.
Το Μαξίμου ενοχλήθηκε από τη δημοσιοποίηση της μελέτης Τσιόδρα-Λύτρα επειδή αυτή θέτει εκ των πραγμάτων (και όχι από πρόθεση) σε αμφισβήτηση την κυβερνητική πολιτική και καταδεικνύει ότι το τρίπτυχο «διπλασιάσαμε τις ΜΕΘ - όχι στο λοκντάουν - ναι στα εμβόλια» δεν αρκεί, ειδικά όταν υπάρχουν εκατό νεκροί ή και παραπάνω την ημέρα.
Άλλωστε η κυβέρνηση από την αρχή (της δεύτερης φάσης) είχε πει ότι η κόκκινη γραμμή για τη λήψη αυστηρών μέτρων θα ήταν η αντοχή του συστήματος υγείας, η οποία, όπως κατέδειξε η μελέτη Τσιόδρα, είναι οι 400 διασωληνωμένοι. Από αυτόν τον αριθμό και πέρα, χτυπάνε οι καμπάνες.
Όπως φαίνεται όμως στην πράξη, εκείνη η κόκκινη γραμμή έχει ξεθωριάσει και η κυβέρνηση δεν εκτίμησε ιδιαίτερα την έμμεση αυτή υπενθύμιση, μέσω της επιστημονικής έρευνας.
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή ο πρωθυπουργός παραδέχθηκε τελικά (πολύ βιαστικά και όχι με απόλυτη σαφήνεια) ότι είχε συζητήσει τη μελέτη Τσιόδρα, αν και εξακολούθησε να επιμένει ότι δεν την πήρε στα χέρια του. Η ακριβής διατύπωση του ήταν: «Ουδέποτε την πήραμε εμείς στα χέρια μας, όμως είχαμε συζητήσει».
Στην προσπάθειά του να βάλει ένα τέλος στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, παραδέχθηκε όχι ακριβώς ότι είχε κάνει λάθος την 1η Δεκεμβρίου, όταν ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για μεγαλύτερη θνησιμότητα στους διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ, αλλά ότι δεν χρησιμοποίησε την καλύτερη δυνατή διατύπωση. Δεν υπήρξε δηλαδή παραδοχή του λάθους, σε αντίθεση με άλλους χειρισμούς στο παρελθόν για την πανδημία και για τις πυρκαγιές, για τους οποίους ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ζητήσει συγγνώμη από το βήμα της Βουλής.
Ποιες αδυναμίες ανέδειξε η συζήτηση για τον προϋπολογισμό
Η συζήτηση το Σάββατο στη Βουλή κατέδειξε και τον λόγο για τον οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί να κερδίσει πολιτικά από τα λάθη και τη φθορά της κυβέρνησης.
Ο Αλέξης Τσίπρας με οργισμένο ύφος, επιθετικό λόγο και κουνώντας διαρκώς το δάχτυλο όσο αγόρευε στο βήμα, κατήγγειλε την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό σχεδόν για όλα και όχι πάντα με ακριβή στοιχεία. Το κυριότερο όμως ήταν ότι ενώ χρησιμοποίησε τη μελέτη Τσιόδρα για να κάνει αντιπολίτευση, δεν ασχολήθηκε ούτε εκείνος με την ουσία όσων οι δύο καθηγητές ανέδειξαν.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πέρα από τις καταγγελίες και τις γενικότητες περί ενίσχυσης του ΕΣΥ, δεν απάντησε στη βασική αιτιολογία του πρωθυπουργού, ότι δηλαδή δεν μπορούν να δημιουργηθούν άλλες ΜΕΘ επειδή δεν υπάρχουν οι ειδικότητες των γιατρών που χρειάζονται για να τις στελεχώσουν. Ούτε τον διέψευσε ούτε –στην περίπτωση που συμφωνεί– πρότεινε τρόπους αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είχε καμία συγκεκριμένη πρόταση ούτε για κανένα άλλο ζήτημα που ανέδειξε η μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα, όπως, για παράδειγμα, τι πρέπει να γίνει για να μη φτάνει το ΕΣΥ στα όριά του, ειδικά στο θέμα των διασωληνωμένων με Covid που χρησιμοποίησε για να καταγγείλει την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό.
Η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης όλο αυτό το διάστημα να αντιπολιτευθεί ουσιαστικά, θεσμικά, πείθοντας ότι έχει πραγματικές προτάσεις και ενδιαφέρεται να βρίσκει λύσεις στα προβλήματα, οδήγησε την κυβέρνηση να αισθάνεται παντοδύναμη και να νομίζει ότι δεν απειλείται από κανέναν. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, όταν του ασκούν κριτική ότι δεν κάνει αντιπολίτευση, δεν κατανοεί ότι η κριτική αυτή αφορά τα ποιοτικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της και αντιλαμβάνεται ότι απλώς πρέπει να ανεβάσει τα ντεσιμπέλ και να καταγγείλει με μεγαλύτερη ένταση. Έτσι, αντί για καλύτερη αντιπολίτευση το αποτέλεσμα είναι περισσότερες κραυγές.
Έχει βρει, άλλωστε, κι αυτός μία βολική εξήγηση για να δικαιολογεί την αδυναμία του να συγκροτηθεί πολιτικά και να πείσει: τα «πετσωμένα» ΜΜΕ, τα συμφέροντα, οι «στημένες» δημοσκοπήσεις…
Κι επειδή ήταν βέβαιος ότι είχε κυριαρχήσει στην κεντροαριστερά, του αρκούσε να περιμένει τη φυσική φθορά της κυβέρνησης για να καταψηφιστεί και να ξαναέρθει η σειρά του. Γι' αυτό και δεν πτοήθηκε ποτέ από την κριτική που του ασκείται για τον Παύλο Πολάκη, ούτε ενδιαφέρθηκε να ανοίξει τις κομματικές οργανώσεις και να μετασχηματίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα μιας μεγάλης παρέας σε ένα μαζικό λαϊκό κόμμα.
Αντίστοιχα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχοντας απέναντι του τον ΣΥΡΙΖΑ ως «μπαμπούλα» για τους μετριοπαθείς κεντρώους, τους φιλελεύθερους και τους εκσυγχρονιστές που τον είχαν ψηφίσει, ένιωθε ασφαλής ότι δεν θα φύγουν για να πάνε στο «κόμμα του Τσίπρα και του Πολάκη», ό,τι και να έκανε.
Έτσι, για να καλύψει και τα δεξιά νώτα του, έκανε υπουργούς τον Άδωνι Γεωργιάδη, το Μάκη Βορίδη και τελευταία τον Θάνο Πλεύρη, τους οποίους οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι του «κατάπιαν» με πολύ βαριά καρδιά και μάλλον δεν κατάφεραν να τους «χωνέψουν» ποτέ.
Είναι ενδεικτικό ότι τον Θάνο Πλεύρη, με την ακροδεξιά καταγωγή και τις ακραίες δηλώσεις για τους παράνομους μετανάστες, τον έκανε υπουργό Υγείας, αναθέτοντας του το υπουργείο που λόγω πανδημίας έχει τον πιο σημαντικό ρόλο όσο αυτή διαρκεί. Δηλαδή σε ένα υπουργείο που χρειάζεται μια προσωπικότητα ευρείας αποδοχής (όχι απαραίτητα μη κομματική), τοποθετήθηκε ένα πρόσωπο που διχάζει και έχει την αποδοχή (σύμφωνα με τις πρόσφατες τάσεις της MRB) μόλις του 19,9% ενώ το 52% των Ελλήνων πολιτών έχει αρνητική γνώμη για τον υπουργό που τους ενημερώνει καθημερινά για την πανδημία.
Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι στην πρώτη φάση της πανδημίας την ενημέρωση είχε αναλάβει ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, του οποίου η αποδοχή τότε ξεπερνούσε το 70%, συμπαρασύροντας προς τα πάνω και την αποδοχή της κυβέρνησης.
Το ξάφνιασμα του ΚΙΝΑΛ
Την αίσθηση παντοδυναμίας των δύο επιτελείων ήρθε να διακόψει η απότομη και δυναμική άνοδος του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον όπως αυτή καταγράφηκε από όλες τις δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν αυτή την εβδομάδα.
Ο νέος πρόεδρος δεν έχει καταφέρει ακόμα να πείσει για τις θέσεις του, οι οποίες άλλωστε δεν είναι και τόσο γνωστές. Το γεγονός όμως ότι εμφανίστηκε στον χώρο του κέντρου ξαφνικά ένας νέος παίκτης, που δεν είναι φθαρμένος και χωρίς πολύ σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, επιτρέπει να προβάλει πάνω του τις προσδοκίες του κάθε μετριοπαθής ψηφοφόρος και να απελευθερώνει τους εγκλωβισμένους από τις δύο πλευρές.
Η Φώφη Γεννηματά, παρότι κατάφερε να συσπειρώσει ότι είχε απομείνει στον χώρο που δεν είχε λεηλατηθεί από τον Μητσοτάκη και τον Τσίπρα, θεωρούνταν από το εκλογικό κοινό κομμάτι του «παλιού», καθώς, μεταξύ άλλων, είχε ταυτιστεί με την περίοδο των μνημονίων και ήταν μέλος της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου.
Παρομοίως, κομμάτια του παλιού θεωρήθηκαν και οι άλλοι δύο υποψήφιοι, ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Ανδρέας Λοβέρδος, γι' αυτό και πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι κανένας από αυτούς δεν θα πετύχαινε και προσελκύσει αμφίπλευρα ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας, όπως φαίνεται ότι πετυχαίνει ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Είναι δικό του επίτευγμα αυτό; Το επίπεδο της συζήτησης για τον προϋπολογισμό στη Βουλή και ο χειρισμός της μελέτης Τσιόδρα συνηγορούν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας κάνουν ό,τι μπορούν για να τον βοηθήσουν.
Θα αποτελέσουν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2021 σημείο καμπής για τις πολιτικές εξελίξεις από εδώ και πέρα; Εάν τα δύο κόμματα εξουσίας δεν αντιληφθούν σύντομα τι συμβαίνει και δεν αντιδράσουν γρήγορα και διορθωτικά, κάτι τέτοιο μοιάζει πολύ πιθανό.