Surpassing comfort zone | Stylianos Papardelas | TEDxHeraklion - YouTube
Μεταγραφή: Nikoleta Dimitriou Επιμέλεια: Dimitra Papageorgiou
Γειά σας.
Καταρχήν, να σας πω ότι υπάρχει τεράστια περίπτωση να ξεχάσω τα μισά,
οπότε, γι' αυτό έφερα το σημειωματάριό μου μαζί.
(Γέλια)
Λέγομαι Στυλιανός Παπαρδέλας
και ήρθα σήμερα εδώ να σας πω μια ιστορία
η οποία αποτελείται από πολλές άλλες μικρότερες.
Είχα και έχω την τύχη να έχω δύο υπέροχους γονείς
που με μεγάλωσαν με τον καλύτερο τρόπο
όμως, για κακή τους τύχη, δεν τους άκουγα ποτέ.
Έκανα πάντα το αντίθετο απ' ό,τι μου έλεγαν,
πήγαινα σε γειτονιές που δεν έπρεπε,
πίεζα τα όρια τα δικά μου και τα δικά τους.
Ήταν ένα παιχνίδι το οποίο για κάποιο λόγο τότε
δεν καταλάβαινα γιατί το έκανα,
αλλά με γοήτευε και μου άρεσε.
Στα δεκαπέντε μου χρόνια διαγνώστηκα με καρκίνο.
Και ήταν ένα γεγονός το οποίο μου άλλαξε τη ζωή.
Όχι όμως με τον τρόπο που νομίζετε.
Ήταν το γεγονός που με οδήγησε σε ένα υπέροχο μέρος.
Στα δεκαεφτά μου, λοιπόν, πήγα στην κατασκήνωση που λέγεται Barretstown.
Εδώ.
Είναι μια κατασκήνωση που ίδρυσε ο Πολ Νιούμαν
και εκεί για πρώτη φορά γνώρισα τη διαφορετικότητα.
Έτσι λοιπόν αποφάσισα
μετά από ένα χρόνο, είχα ενηλικιωθεί,
να γυρίσω πίσω σαν εθελοντής.
Και έτσι έκανα το πρώτο μου ταξίδι.
Βρέθηκα για μία μέρα στο Δουβλίνο με πάρα πολλά πράγματα,
σαν άπειρος ταξιδιώτης τότε,
νομίζω μόνο το κομοδίνο μου δεν είχα πάρει για να νιώθω άνετα,
και βρέθηκα σε μια πόλη η οποία είναι αρχιτεκτονικά και πολιτισμικά
πολύ διαφορετική απ' ό,τι ήξερα μέχρι τότε.
Έτσι λοιπόν ήμουν σαν χαμένος.
Και ψάχνοντας κάπου να μείνω,
συνειδητοποίησα ότι υπήρχε μια συναυλία.
Μάλλον λόγω της συναυλίας
δεν υπήρχε ούτε ένα κρεβάτι για να μείνεις στο Δουβλίνο, σε κανένα ξενοδοχείο.
Είχα ψάξει όλη την πόλη.
Όμως, όντας κοινωνικό ον,
είχα πιάσει κουβέντα με ένα παιδί το οποίο δούλευε
σε ένα ίντερνετ καφέ όπου πήγαινα κάθε λίγο
για να μιλάω με τους γονείς μου και τους φίλους μου και να νιώθω άνετα.
Κάποια στιγμή έφτασε εντεκάμισι η ώρα,
δεν είχα πού να μείνω, αποφάσισα ότι θα κοιμηθώ έξω.
Του το είπα, και μου είπε «Έλα στο σπίτι μου».
Έτσι λοιπόν κατάφερα να κοιμηθώ κάπου,
πήγα στην κατασκήνωση,
και εκεί γνώρισα άτομα πολύ διαφορετικά απ' ό,τι είχα γνωρίσει μέχρι τώρα.
Νέα παιδιά, οι εθελοντές, οι εργαζόμενοι,
πολύ δημιουργικά, ταξιδιώτες, με πολλή ενέργεια,
βρισκόμουν σε συζητήσεις στις οποίες έλεγαν
ότι ο ένας έμενε τους τελευταίους τρεις μήνες στην Κούβα,
ο άλλος είχε πουλήσει όλα του τα πράγματα για να ταξιδέψει στον κόσμο
και αναρωτιόμουν, πώς το κάνετε αυτό;
Πώς γίνεται; Με τι λεφτά το κάνετε;
Δεν φοβάστε;
Έτσι λοιπόν γύρισα στην Ελλάδα μετά από αρκετή ταλαιπωρία,
και σκέφτηκα το ταξίδι και αυτό που μόλις είχα περάσει.
Μεγάλωσα στην Ελλάδα
και αν θα μπορούσα να το εξηγήσω σχηματικά
θα ήταν ότι νιώθω ότι εδώ λειτουργούμε σε μια ευθεία γραμμή,
δηλαδή ξεκινάμε το σχολείο, περνάμε σε ένα καλό πανεπιστήμιο,
προσπαθούμε να βρούμε μια καλή δουλειά,
να κάνουμε οικογένεια, κλπ. κλπ.
Μια ευθεία γραμμή και ένας τρόπος ο οποίος δεν μου ταίριαζε προσωπικά.
Έτσι λοιπόν βρέθηκα στο πρώτο σταυροδρόμι της ζωής μου.
Είπα στον εαυτό μου ότι γνώρισες κάτι πολύ διαφορετικό
και έχεις και τον γνώριμό σου τρόπο για να ζήσεις.
Αποφάσισα λοιπόν να πάω κόντρα σε αυτήν την ευθεία γραμμή
και όχι μόνο να παρεκκλίνω,
αλλά να μην έχω καμία επαφή με κανένα σημείο της.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησα να κάνω ταξίδια στην Ευρώπη,
σιγά-σιγά,
και κάπου εκεί ανάμεσα στα ταξίδια μπήκε στη ζωή μου και η φωτογραφία.
Πήγα στη φωτογραφική ομάδα του Πανεπιστημίου Κρήτης
και άρχισα να βλέπω τον κόσμο διαφορετικά, με άλλο μάτι.
Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ στα ταξίδια μου στην Ευρώπη,
γιατί βρέθηκα σε μέρη και καταστάσεις
στις οποίες δε θα βρισκόμουν πριν, για να τραβήξω φωτογραφίες.
Όμως, και πάλι σ' αυτά τα ταξίδια ένιωθα ότι πρέπει να είμαι πολύ οργανωμένος,
να έχω αρκετά λεφτά μαζί μου, γιατί ένιωθα μια άλφα ανασφάλεια.
Έτσι λοιπόν έβαλα ένα στοίχημα κάποια στιγμή με τον εαυτό μου,
όταν συνειδητοποίησα ότι μου αρέσουν πάρα πολύ τα ταξίδια,
και είπα ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να είμαι άνετος
να ταξιδεύω σε όλον τον κόσμο,
όπως θα ήμουν άνετος να πάω μια βόλτα στη γειτονιά μου
-- χωρίς λεφτά, χωρίς να σκέφτομαι το τι ώρα θα γυρίσω και με ποιον τρόπο.
Με τη βοήθεια του καλού μου φίλου Στέλιου Βαρουζάκη, έγινα φωτογράφος.
Μου έμαθε να δέχομαι τη σκληρή κριτική,
να τη χρησιμοποιώ δημιουργικά,
και να κάνω αυτοκριτική.
Και έτσι λοιπόν οι ανάγκες για τη φωτογραφία μεγάλωσαν.
Έψαχνα άλλα θέματα
και αυτό ήρθε και κόλλησε σε συνδυασμό με το όνειρό μου για τα ταξίδια.
Περί τα είκοσί μου χρόνια, ένιωθα ότι αυτό το όνειρο έκαιγε μέσα μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια, το σκεφτόμουν συνέχεια.
Μιλώντας με τους φίλους μου, τους υποσχόμουν
και τους ανακοίνωνα ότι σε ένα χρόνο θα φύγω, θα κάνω τον γύρο της Ινδίας,
θα ταξιδέψω, θα τα παρατήσω όλα,
αλλά και εγώ είχα τις δικές μου αμφιβολίες και τους δικούς μου φόβους,
και είναι πάρα πολύ δύσκολο.
Για να καταφέρεις κάτι τέτοιο πρέπει να πας πρώτα κόντρα στον εαυτό σου
και μετά και στον κοινωνικό σου περίγυρο.
Όμως αποφάσισα ότι για να ξεπεράσεις τους φόβους σου
πρέπει να τους κοιτάξεις όσο πιο πολλή ώρα μπορείς στα μάτια.
Έτσι λοιπόν, το 2010 αποφάσισα να κάνω το πρώτο μου ταξίδι εκτός Ευρώπης.
Σκεπτόμενος το πού θα πάω,
μου ήρθε μια ιδέα στο μυαλό ότι μέχρι τώρα έβλεπα εικόνες από την Αφρική
οι οποίες ήταν μόνο στενάχωρες,
θλιβερές εικόνες για τους ανθρώπους εκεί
και αναρωτιόμουν «Είναι δυνατόν να υπάρχει μόνο αυτό;»
Έτσι λοιπόν, αποφάσισα να πάρω τη φωτογραφική μου μηχανή
και να πάω να δω με τα μάτια μου.
Επέλεξα, εντελώς τυχαία, την Ουγκάντα.
Ένα δύσκολο πρώτο ταξίδι και μια δύσκολη πρώτη απόφαση.
Και έτσι, βρισκόμενος σε μια συζήτηση με τη φίλη μου την Πέτρα,
κάποια στιγμή, ήμουν αναποφάσιστος για να κλείσω τα εισιτήρια,
κάποια στιγμή με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
«Κάν' το. Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί;»
Αυτή η φράση ρίζωσε μέσα μου.
Ήταν σαν να περίμενα χρόνια να την ακούσω.
Και έτσι λοιπόν, την επόμενη μέρα, έκλεισα εισιτήρια για Ουγκάντα
χωρίς να έχω κανονίσει τίποτα, χωρίς να έχω επικοινωνήσει με κανέναν,
χωρίς κανένα πλάνο, χωρίς τίποτα.
Σκέφτηκα ότι θα προσγειωθώ εκεί
και τι είναι το χειρότερο που μπορεί να μου συμβεί;
Έτσι λοιπόν έφτασα στην Ουγκάντα και οι πρώτες μου εικόνες απ' αυτή τη χώρα
ήταν πολύ διαφορετικές απ' ό,τι είχα συνηθίσει μέχρι τώρα.
Εντυπωσιάστηκα, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο από όλα,
ήταν ότι οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί ήταν ίδιοι με μας.
Κατάλαβα ότι είμαστε όλοι ίδιοι, σε όλον τον κόσμο.
Όλοι θέλουμε να αγαπάμε, όλοι θέλουμε να έχουμε ανθρώπους δίπλα μας,
όλοι θέλουμε να κάνουμε πράγματα που μας κάνουν ευτυχισμένους,
και αυτό με έκανε να νιώθω άνετα.
Έτσι λοιπόν άρχισα να ξεπερνάω και άλλες προκαταλήψεις που είχα,
και με τη βοήθεια της φωτογραφίας.
Σταμάτησα να κρίνω με τη δική μου κουλτούρα.
Είδα τη ζωή αυτών των ανθρώπων από τα δικά τους μάτια.
Και τελικά --για να σας δείξω και σε εικόνα--
κάποια στιγμή έβγαλα μια φωτογραφία η οποία
και περιέγραψε για μένα την άλλη πλευρά του νομίσματος
αλλά και όλα αυτά τα συναισθήματα που είχα περάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Αυτή εδώ η φωτογραφία τραβήχτηκε σε ένα «σπίτι», στην Ουγκάντα.
Με αυτή την κοπέλα και την οικογένειά της έκατσα, έφαγα, παίξαμε με τα παιδιά
περάσαμε πάρα πολλές ώρες μαζί,
και εκεί ανακάλυψα έναν καινούργιο κόσμο.
Έναν κόσμο από χαμόγελα,
έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι αγαπάνε τους ανθρώπους
και είναι φιλόξενοι.
Ανακάλυψα τον άνθρωπο.
Έτσι χαλαρός λοιπόν, ξεκίνησα να κοιτάω τους ανθρώπους στα μάτια.
Να μένω με ανθρώπους που είχα γνωρίσει μόλις πέντε λεπτά πριν.
Χαμογελούσα και μου χαμογελούσαν πίσω.
Και ξαφνικά άρχισα να βγάζω φωτογραφίες
και να προσεγγίζω τους ανθρώπους
οι οποίες έμοιαζαν κάπως έτσι.
Αυτές είναι φωτογραφίες από πολλά μέρη από τον κόσμο.
Κάπου εκεί έφτιαξα έναν δικό μου κόσμο, στο κεφάλι μου.
Είπα στον εαυτό μου ότι θα εμπιστεύομαι τους ανθρώπους.
Δεν με νοιάζει πόσες φορές θα με κλέψουν, πόσα κακά θα μου τύχουν.
Eγώ εμπιστεύομαι τους ανθρώπους.
Γιατί σκέφτηκα ότι τα χρήματα και τα αντικείμενα χάνονται
έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή.
Η ηρεμία μέσα στο μυαλό μας και η ασφάλεια που νιώθουμε
όταν έχουμε εμπιστοσύνη προς τον συνάνθρωπο, δεν χάνεται ποτέ.
Και ήθελα να το κρατήσω μαζί μου.
Κάποια στιγμή, πριν ενάμιση χρόνο, βρέθηκα στην Καμπότζη.
Εκεί γνώρισα ένα παιδί από την Ολλανδία
και αποφασίσαμε να πάρουμε δύο ποδήλατα
και να πάμε μια βόλτα στα γειτονικά χωριά.
Κάποια στιγμή λοιπόν σε αυτόν εδώ τον δρόμο,
πέρασε ένα μηχανάκι το οποίο προσπάθησε να με κλέψει.
Είχα τη μηχανή μου περασμένη στον ώμο,
μου την τράβηξε, παλέψαμε λίγο εν κινήσει
και κάποια στιγμή έπεσα, έσπασα τον φακό μου,
έγδαρα τα πόδια μου και γέμισα αίματα.
Σηκώθηκα βέβαια, του φώναξα για να τον φοβίσω εκείνη την ώρα,
μου βγήκε σαν αντίδραση, και έφυγαν.
Συζητώντας λοιπόν με τον φίλο μου, αν θα γυρίζαμε πίσω ή όχι,
του είπα ότι όχι, δεν θα γυρίσουμε πίσω.
Γιατί αν γυρίσουμε πίσω ο φόβος θα έχει κερδίσει.
Έτσι λοιπόν πήραμε τα ποδήλατά μας
και πεντακόσια μέτρα παρακάτω σταματήσαμε σε ένα σπίτι
και βρήκαμε μια οικογένεια η οποία με το που με είδε
στην κατάσταση που ήμουν, μου φρόντισαν τις πληγές,
μου έβαλαν να φάω, παίξαμε για ώρες με τα παιδιά τους και κάναμε αστεία
και μάλιστα χωρίς να μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Αυτή εδώ ήταν η οικογένεια.
Και λίγο παρακάτω, ενώ φύγαμε,
έβγαλα αυτήν εδώ τη φωτογραφία
η οποία είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου.
Έτσι λοιπόν σκέφτηκα ότι αν εκείνη την στιγμή
είχα κάνει πίσω και είχα υποκύψει στον φόβο,
θα είχα χάσει όλες αυτές τις εμπειρίες που κέρδισα.
Ξέρω ότι είναι δύσκολο
και στην καθημερινότητά μας
πολλές φορές χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στον άνθρωπο.
Αλλά θα σας παρακαλέσω να μην τη χάνετε.
Και πάλι πριν από ενάμιση χρόνο περίπου, ήμουν στο Βιετνάμ, και κάπου εκεί,
έχασα και εγώ την εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο για κάποιες ώρες.
Όμως μια γυναίκα ήρθε για να μου αποδείξει το εντελώς αντίθετο.
Βρισκόμενος και πάλι με μια φίλη,
με την οποία δουλεύαμε στην κατασκήνωση που σας είπα στην αρχή,
πήραμε δύο μηχανάκια
και θέλαμε πάλι να κάνουμε μια βόλτα στα γειτονικά χωριά.
Η φίλη μου η Ντάρια λοιπόν, δεν είχε οδηγήσει ποτέ της μηχανή, ποτέ.
Όμως και αυτή δεν το έβαλε κάτω, είπε «Θα το προσπαθήσω»,
πήρε μια μηχανή, αυτήν εδώ,
και προσπάθησε να οδηγήσει σε αυτούς εδώ τους δρόμους.
Και τα κατάφερε.
Περάσαμε δυο-τρεις μέρες μαζί
και κάποια στιγμή αποφάσισα να φύγω, να πάω στο βόρειο Βιετνάμ.
Έτσι λοιπόν έκλεισα ένα εισιτήριο
και έπρεπε να φύγω από τη διπλανή πόλη, που ήταν πέντε χιλιόμετρα μακριά.
Ήταν η στάση του λεωφορείου εκεί.
Έτσι λοιπόν της είπα να με οδηγήσει η ίδια με το μηχανάκι στην επόμενη πόλη,
να πιούμε έναν καφέ, και μετά να φύγει για να γυρίσει πίσω με ασφάλεια
και να φύγω και εγώ.
Δέχτηκε, ξεκινήσαμε τέσσερις ώρες πριν και φτάσαμε σε μια πόλη
όπου συνειδητοποιήσαμε ότι κανένας, μα κανένας δεν μιλάει Αγγλικά.
Και μάλιστα η γλώσσα του σώματος είναι εντελώς διαφορετική.
Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με κανέναν τρόπο.
Εκεί λοιπόν άρχισα να εκνευρίζομαι.
Είχαν περάσει τρεις ώρες, δεν έβρισκα τη στάση του λεωφορείου,
και έπιασε καταρρακτώδης βροχή.
Και όταν βρέχει στο Βιετνάμ, οι δρόμοι είναι ποτάμια.
Τα πράγματα γινόταν χειρότερα από λεπτό σε λεπτό για μένα,
και μάλιστα ξεκίνησα να έχω και τύψεις
γιατί φεύγοντας θα άφηνα τη φίλη μου την Ντάρια,
η οποία μόλις είχε μάθει να οδηγάει μηχανή,
να γυρίσει πίσω σε τέτοιους δρόμους μέσα στη νύχτα και με ποτάμια από βροχή.
Ένιωθα ότι μπορεί κάτι να πάθει, ότι δεν θα είναι ασφαλής.
Κάποια στιγμή, κοιτώντας το εισιτήριο,
βρήκα ένα παρόμοιο όνομα σε μια επιγραφή,
μπήκα μέσα και νόμιζα ότι το βρήκα.
Έδωσα το εισιτήριο στην κοπέλα,
με κοίταξε και μου είπε ότι αυτό δεν είναι δικό μας.
Εκεί τα έχασα.
Εκεί έχασα εντελώς την εμπιστοσύνη μου, εκνευρίστηκα, άρχισα και φώναζα,
χτυπούσα τα τραπέζια, νόμιζα ότι με κορόιδεψαν,
ότι μου πούλησαν ψεύτικο εισιτήριο.
Η κοπέλα είχε σαστίσει.
Κάποια στιγμή κάπως, με κάποιο τρόπο, πήρε ένα τηλέφωνο
και βρήκε την κοπέλα που μου είχε πουλήσει το εισιτήριο,
η οποία μου είπε ότι θα είναι εκεί σε είκοσι λεπτά.
Έξω γινόταν ακόμα χαμός.
Εγώ δεν έδωσα σημασία και κάποια στιγμή
βλέπω τη γυναίκα που μου πούλησε το εισιτήριο,
και φτάνει με το μηχανάκι, 20 με 30 λεπτά δρόμος,
πέντε χιλιόμετρα μακριά,
μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, με το μικρό της κοριτσάκι μπροστά.
Εκεί έμεινα άναυδος.
Ένιωσα άθλια με τον εαυτό μου
και νόμιζα ότι θα κατέβει κάτω και θα με χτυπήσει.
Η γυναίκα κατέβηκε, με ένα τεράστιο χαμόγελο με αγκάλιασε,
βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο
και μου είπε «Έλα να σου δείξω από πού θα φύγεις».
Εκεί για δεύτερη φορά συνειδητοποίησα
ότι ένα πρόβλημα -- το δικό μου πρόβλημα,
το ότι απλά ήθελα να φύγω σήμερα και όχι αύριο,
δημιούργησε έναν τέτοιο πανικό
και όμως αυτή η γυναίκα ήταν εκεί και μου χαμογελούσε.
Ξεκινήσαμε λοιπόν να φτάσουμε στο μέρος στο οποίο ήταν η στάση του λεωφορείου.
Το ένα μηχανάκι μας άφησε από βενζίνη,
πήρα ένα ταξί και έβαλα το κοριτσάκι μέσα για να μην βρέχεται,
κάποια στιγμή πήρα το εισιτήριο μου και είχα χαλαρώσει πλέον.
Γυρνώντας πίσω, κοίταξα και είδα μια σκηνή η οποία μου άλλαξε τη ζωή.
Η φίλη μου η Ντάρια, μαζί με το παιδί και τη γυναίκα
γελούσαν και έπαιζαν σαν να γνωρίζονταν χρόνια.
Συγκινήθηκα πάρα πολύ, και φυσικά πήγα μαζί τους
και παίξαμε για ώρα.
Φεύγοντας με αγκάλιασαν και οι τρεις.
Τελικά η φίλη μου η Ντάρια γύρισε μαζί με την κοπέλα που ήταν ντόπια,
οπότε με ασφάλεια,
και έκατσα σε ένα παγκάκι δίπλα και έβαλα το κλάματα.
Συνειδητοποίησα ότι χωρίς λόγο είχα εκνευριστεί,
είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου,
και με τον καλύτερο τρόπο αυτή η γυναίκα
με βοήθησε να ξανακερδίσω την εμπιστοσύνη μου στον κόσμο.
Και σαν κερασάκι στην τούρτα ένας τύπος από δίπλα
--που δεν τον ήξερα-- με είδε ότι έκλαιγα
και ότι ήμουν αναστατωμένος και μου έφερε ζεστό τσάι.
Γι' αυτό λοιπόν σας λέω,
ελάτε να μην χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στον άνθρωπο.
Σε αυτές τις στιγμές που ζει η χώρα μας αυτή τη στιγμή είναι πολύ εύκολο.
Αλλά θα ήθελα να σκεφτόμαστε
ότι κάθε τέλος του κόσμου είναι μια καινούργια αρχή.
Σταυροδρόμια θα υπάρξουν πολλά στη ζωή μας --
σήμερα είμαι φωτογράφος, αύριο δεν ξέρω.
Το θέμα είναι ό,τι κάνουμε να το κάνουμε με αγάπη,
με πάθος και με σεβασμό προς τον άνθρωπο.
Και υπάρχουν τόσα πράγματα που μπορούμε να βρούμε και να αγαπήσουμε.
Και θα κλείσω με μια συμβουλή που μου έδωσε ένας παππούς,
κάπου στον Λάκκο, στο Ηράκλειο.
Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε «Γιε μου,
πιες τη ζωή σαν ένα παγωμένο ποτήρι νερό το καλοκαίρι».
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)