×

LingQ'yu daha iyi hale getirmek için çerezleri kullanıyoruz. Siteyi ziyaret ederek, bunu kabul edersiniz: çerez politikası.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΑ’. ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ Η’ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ; (1)

ΙΑ’. ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ Η’ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ; (1)

΄ Εκεί τον βρήκε η Ειρηνούλα, πρωί-πρωί, καθώς πήγαινε στο δάσος.

Τον ξύπνησε και μαζί κατέβηκαν.

Την ρώτησε αν είχε άλλα νέα.

— Όχι, του αποκρίθηκε. Οι εχθροί δε φάνηκαν ακόμα στον ποταμό.

— Ο Θεός να δώσει! είπε το Βασιλόπουλο από μέσα από την καρδιά του. Για μας, κάθε ώρα είναι κέρδος.

Σκότωσε με τη σφενδόνα του κουνέλια και αγριόπουλα, και τα μοίρασε σε δυο μάτσα. Μοίρασε και τ' αυγά, και πήρε τα μισά στο μαντίλι του.

— Κάτω εκεί, στου Κακομοιρίδη το σπίτι, θα στρωθεί σήμερα μεγάλο τραπέζι, και πρέπει κι εκεί να πάγω φαγί, είπε της αδελφής του.

Και της διηγήθηκε πως πήγε και βρήκε τον αδελφό του Κακομοιρίδη, που δούλευε τώρα και αυτός να φτιάσει όπλα, και πως μερικά αλητόπαιδα ήταν να έλθουν να δουλέψουν στο μεταλλείο και να πληρωθούν με το φαγί που θα τους έφερνε.

— Τι ωραία! είπε η Ειρηνούλα συγκινημένη. Έτσι τρέφεις ένα πλήθος πεινασμένους και συνάμα τους μαθαίνεις να δουλεύουν για να μη ζητιανεύουν.

— Μα αυτό γυρεύω ίσα-ίσα, αποκρίθηκε απλά το Βασιλόπουλο, να ξαναμάθει ο κόσμος να δουλεύει.

Αποχαιρέτησε την αδελφή του και κατέβηκε τρεχάτος στη χώρα.

Πήγε στου δασκάλου, έκανε το μάθημα του και άφησε δυο πουλιά για πληρωμή. Ύστερα τράβηξε στου Κακομοιρίδη.

Τους βρήκε όλους στη δουλειά. Γύρω στους τοίχους της κάμαρας κρέμουνταν διάφορα νεόφτιαστα όπλα.

— Καλή αρχή! είπε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ο εχθρός δε φαίνεται ακόμα να πλησιάζει. Θάρρος! Θα γίνουν τα όπλα.

Και αφού παρέδωσε το κυνήγι στην κόρη του Κακομοιρίδη, σήκωσε τα μανίκια του κι έπιασε το σφυρί και την τσιμπίδα.

Έξαφνα όμως ακούστηκαν έξω φωνές.

Το Βασιλόπουλο παράτησε τα εργαλεία του, βγήκε τρεχάτος και είδε ένα από τα παιδιά του μεταλλείου, που πάλευε γενναία να σώσει τη φορτωμένη χειράμαξα του από δυο κλέφτες.

Το Βασιλόπουλο αναγνώρισε τον αφιλόξενο άνθρωπο που τους είχε διώξει, με την Ειρηνούλα, από το κατώφλι του, και το παιδί του, που είχε κλέψει τ' ωρολόγι του Κακομοιρίδη.

— Παλιάνθρωπε! φώναξε και ρίχθηκε πάνω του, τον άρπαξε από το λαιμό και τον έστρωσε στο χώμα.

Ο Κακομοιρίδης, ακούοντας τις φωνές, βγήκε και αυτός κι έφθασε την ώρα που το παιδί του κλέφτη ξέκοβε στο δάσος. Το κυνήγησε, το έπιασε και το έφερε πίσω με τις σπρωξιές.

— Δώστε μου ένα σκοινί! φώναξε το Βασιλόπουλο.

Και με τη βοήθεια του Κακομοιρίδη, τους έδεσε πισθάγκωνα, και μαζί γύρισαν στο σιδηρουργείο σπρώχνοντας μπροστά τους δυο κλέφτες.

Το Βασιλόπουλο άφησε απ' έξω το κλεφτόπαιδο, με το γερο- Κακομοιρίδη να το φυλάγει.

— Είναι αμαρτία αυτό που κάνετε! φώναξε ο κλέφτης. Τι μας δέσατε τα χέρια σαν κακούργους, αντί να δείρετε αυτό το παλιόπαιδο που γύρευε να ζημιώσει καλούς και ήσυχους νοικοκυρέους;

— Αυτό θα το δούμε αργότερα, είπε το Βασιλόπουλο. Τώρα πες μου πώς σε λένε.

Έξαφνα ο κλέφτης θυμήθηκε το πρόσωπο του Βασιλόπουλου και αναστέναξε με ανακούφιση. Από ένα τέτοιο παιδί τι είχε να φοβηθεί;

— Μπα! είπε χαρούμενος. Εσύ είσαι, παλικάρι, που ήλθες προχθές και χτύπησες την πόρτα μου; Και τι γίνεται η κοπελίτσα που ήταν μαζί σου; Αδελφή σου δεν είναι;

— Και αυτό θα μείνει για αργότερα. Τώρα πες μου τ' όνομα σου.

— Με λένε Κατεργαρίσκο. Μα δε βλέπω γιατί με ρωτάς εμένα εκείνα που θα έπρεπε να ζητήσεις αυτουνού που γύρευε να μας ζημιώσει…

— Θα τον ρωτήσω και αυτόν ύστερα. Τώρα πες μου εσύ, γιατί προσπάθησες να πάρεις τη φορτωμένη χειράμαξα;

— Μα δεν είναι έτσι τα πράματα, παλικάρι μου, είπε ο άνθρωπος, με αλεπουδίσιο χαμόγελο. Άφησε με να σου πω τι έγινε. Εγώ δούλευα στο δάσος, έσκαβα κι έβγαζα… αυτά, πώς τα λένε… πέτρες. Και το παιδί μου ήταν εκεί και με βοηθούσε. Σα γέμισα λοιπόν το αμαξάκι, είπα στο παιδί μου να το πάγει στο σπίτι…

— Τι τις ήθελες τις πέτρες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Να χτίσω ένα κοταριό, να σε χαρώ, γιατί το δικό μου γκρέμισε. Λοιπόν άκουσα φωνές, βγήκα έξω και είδα το παιδί αυτό που γύρευε να κλέψει τις πέτρες από το γιο μου, και το έριξα κάτω για να γλιτώσω το πράμα μου. Να, παλικάρι μου, η ιστορία πώς είναι, να σε χαρώ! Λύσε μου τα χέρια μου, γιατί μούδιασαν έτσι δεμένα.

— Στάσου εκεί τώρα, έχομε και άλλον ν' ακούσομε πριν σε λύσομε, είπε το Βασιλόπουλο.

Και φώναξε το γερο-Κακομοιρίδη, που για να μη χάνει καιρό γυάλιζε ένα σπαθί φυλάγοντας το κλεφτόπαιδο.

— Φερ' τον μέσα, γέρο, είπε.

Και ρώτησε το αγόρι:

— Πώς σε λένε και τι συνέβηκε;

— Με λένε Μήτσο, αποκρίθηκε τρέμοντας το παιδί, και μυστικά έκανε νόημα του πατέρα του πως δεν ήξερε τι να πει.

Το Βασιλόπουλο το αντιλήφθηκε, και ανάγκασε τον Κατεργαρίσκο να γυρίσει την πλάτη.

— Πες, παιδί μου, δεν πήγαινες… άρχισε ο κλέφτης.

— Εσύ να σωπάσεις ή σου στουμπώνω το στόμα! φώναξε το Βασιλόπουλο.

— Μα, παλικάρι μου, θέλω μόνο την αλήθεια να πει το παιδί μου, να πιστέψετε πως πήγαινε…

Μα πριν προφθάσει να πει περισσότερα, ο Κακομοιρίδης του είχε δέσει το στόμα μ' ένα πεσκίρι 1.

— Ναι, είπε ο Μήτσος νομίζοντας πως κατάλαβε την έννοια του πατέρα του, πήγαινα να βοηθήσω το παιδί που έσερνε το φορτωμένο αμαξάκι…

Με μια κλωτσιά στο πάτωμα ο πατέρας του τον σταμάτησε.

— Θέλω να πω, πως πήγαινα τις πέτρες στη χώρα για να τις πουλήσω του πρωτομάστ…

Άλλη μια κλωτσιά στο πάτωμα, και το παιδί τα έχασε ολότελα και άρχισε τα κλάματα.

— Φθάνει, είπε το Βασιλόπουλο.

Και φώναξε το παιδί του μεταλλείου: 1

Πεσκίρι: πετσέτα

— Λέγε, Θάνο, τι έτρεξε;

— Γύριζα από τα πηγάδια με το σίδερο, είπε ο Θάνος, και βγήκε αυτός από το δάσος και μου άρπαξε τη χειράμαξα. Φώναξα πως ήταν ξένο πράμα, μα την ίδια ώρα έφθασε ο άλλος, μ' έριξε χάμω και θα έπαιρνε το αμαξάκι αν δεν έφθανες εσύ.

— Τ' άκουσες, κυρ-Κατεργαρίσκο; είπε το Βασιλόπουλο. Δεν ήξερες βέβαια πως η χειράμαξα είναι δική μας, και πως το παιδί αυτό δουλεύει στο συνεργείο μας, ειδεμή θα έβρισκες άλλην εξήγηση να μας δώσεις. Και συ, Μήτσο, εξακολούθησε γυρνώντας στο κλεφτόπαιδο, τώρα που έχεις την καλή τύχη να ξανανταμώσεις τον κυρ- Κακομοιρίδη, δεν του δίνεις πίσω τ' ωρολόγι του, που το φυλάγεις τώρα τόσες μέρες στον κόρφο σου;

Όλοι παραξενεύθηκαν με τα λόγια του Βασιλόπουλου. Μόνος ο Κατεργαρίσκος κατάλαβε, του λύθηκαν τα γόνατα κι έπεσε σε μια καρέγλα.

Το Βασιλόπουλο πήρε από την τσέπη του κλέφτη το ασημένιο ωρολόγι με την αλυσίδα του και τα έδωσε του Κακομοιρίδη.

— Τ' ωρολόγι μου! αναφώνησε χαρούμενος ο σιδεράς. Πώς βρέθηκε σ' αυτουνού την τσέπη;

Με δυο λόγια το Βασιλόπουλο του διηγήθηκε τι είχε ακούσει και δει από μέσα από τα ερείπια, πίσω από το σπίτι του κλέφτη.

— Και τώρα, είπε, εμπρός! Περπατάτε!

Τους πήγε πισθάγκωνα δεμένους στη φυλακή, και βρήκε το δεσμοφύλακα που κουβέντιαζε στην πόρτα ενός καφενείου μ' ένα παλικάρι.

Με δυσαρέσκεια αναγνώρισε το Βασιλόπουλο τον πιωμένο νέο με τα γυαλιστερά μάτια, που στην ταβέρνα είχε πει τόσο υβριστικά λόγια εναντίον του Βασιλιά.

Και αυτός τον αναγνώρισε, και ρώτησε ειρωνικά:

— Ε, πατριώτη, βγήκε ο γιος του Βασιλιά;

Το Βασιλόπουλο δεν αποκρίθηκε. Ζήτησε τα κλειδιά, και ο δεσμοφύλακας του τα έδωσε και τον χαιρέτησε ως κάτω.

Ύστερα πήγε στο αντικρινό μέρος της πλατείας όπου ήταν οι φυλακές, άνοιξε την πόρτα κι έβαλε μέσα τους κλέφτες.

Ο νέος και ο δεσμοφύλακας το κοίταζαν που πήγαινε.

— Δε μου λες, γιατί υποκλίθηκες τόσο βαθιά, σαν του έδωσες τα κλειδιά; ρώτησε ο νέος. Ποιος είναι;

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας. Μα αυτός υποχρέωσε τον κυρ-Λαγόκαρδο να βγάλει τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, ενώ ο ίδιος ο Λαγόκαρδος τον είχε καταδικάσει.

— Τι λες, καλέ! είπε ο νέος.

Κι εξακολούθησε περιφρονητικά:

— Κανένας παλατιανός και αυτός… σαν όλους…

— Όχι, βέβαια! είπε ο δεσμοφύλακας. Παλατιανός ήταν εκείνος που ζήτησε την καταδίκη του Κακομοιρίδη. Πουλημένος στους παλατιανούς ήταν ο κυρ-Λαγόκαρδος που καταδίκασε τον αθώο άνθρωπο. Μα τούτος!… Να τον έβλεπες! Με το καμτσίκι οδηγούσε τον κυρ-Λαγόκαρδο, και τον υποχρέωσε να βγάλει τον καταδικασμένο από τη φυλακή.

— Με τι, είπες;

— Με το καμτσίκι! επανέλαβε ο δεσμοφύλακας.

Το Βασιλόπουλο κλείδωσε την πόρτα της φυλακής, έφερε πίσω τα κλειδιά και γύρισε να φύγει.

— Μα ποιος λοιπόν είναι αυτός; μουρμούρισε ο νέος.

Και από μακριά τον ακολούθησε.

Περνώντας από του Αμοιράκου του πρωτομάστορη, θέλησε το Βασιλόπουλο ν' ανέβει να τον ρωτήσει αν είχε πιάσει δουλειά.

— Δεν είναι απάνω ο πρωτομάστορης, του φώναξε ο κουντουράς της γωνιάς. Βρίσκεται στο ποτάμι.

«Καλά!», σκέφθηκε χαρούμενο το Βασιλόπουλο. «Λοιπόν άρχισε δουλειά!»

Γύρισε κατά το ποτάμι, μα περνώντας από το δάσος άκουσε ομιλίες.

Μπήκε μέσα, και, ανάμεσα στα δέντρα, είδε δύο νέους που γύρευαν να σύρουν ένα μεγάλον κορμό, δεμένο με σκοινιά. Μα ήταν πολύ βαρύς και δεν μπορούσαν να τον κουνήσουν.

— Πού θέλετε να το πάτε αυτό; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Στο ποτάμι, όπου το θέλει ο παραφέντης, αποκρίθηκαν.

— Είναι αδύνατο να το σύρετε έτσι. Είναι πολύ μεγάλο.

— Τι να κάνομε; Το θέλει ο παραφέντης. Θα φτύσομε αίμα μα θα το σύρομε.

— Θα σπάσετε τα σκοινιά σας και δε θα κάνετε τίποτα. Άλλο τρόπο να βρούμε. Χρειάζονται ρόδες…

Οι ξυλοκόποι γέλασαν.

— Μα έλα δα που δεν έχομε! είπαν.

Το Βασιλόπουλο σκέφθηκε λίγο.

— Δώσ' μου το τσεκούρι σου, είπε.

Και βγάζοντας το ρούχο του, το Βασιλόπουλο έφτιασε τρία κατρακύλια. Ύστερα τα τοποθέτησαν κάτω από τον κορμό, ζεύθηκαν και οι τρεις στα σκοινιά, και μαζί τον έσυραν. Ο κορμός κατρακύλησε σαν να ήταν σε τροχούς.

— Και όταν κυλήσει ο κορμός και βγει από το τελευταίο κατρακύλι, πάρτε το αυτό και βάλτε το πάλι μπροστά, τους είπε το Βασιλόπουλο. Έτσι θα τον πάτε ως το ποτάμι.

Οι δύο νέοι τον ευχαρίστησαν καταχαρούμενοι.

— Δε φαντάζεσαι πόσο μας ευκόλυνες τη δουλειά μας, είπαν ξελαφρωμένοι, και πόσο θα ευχαριστηθεί ο παραφέντης, που θα προχωρήσει γρηγορώτερα η μεταφορά.

— Ποιος είναι ο παραφέντης σας; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Ο Αμοιράκος ο πρωτομάστορης.

— Και πώς έτυχε να δουλεύετε μαζί του; Ενόμιζα πως δεν έχει πια παραγιούς.

— Και δεν είχε. Μονάχος δούλευε από τον καιρό που πήγαν στραβά οι δουλειές του, αποκρίθηκε ο ένας νέος. Είχε κλείσει μάλιστα το εργαστήρι του. Μα πρέπει να πέτυχε καμιά καλή παραγγελία, γιατί πούλησε το σπίτι του και ό,τι είχε, και μας πήρε όλους, όσοι τεχνίτες μαραγκοί είμαστε στη χώρα, με καλή πληρωμή, για να δουλέψομε μέρα-νύχτα.

— Χαρά στον πατριώτη! φώναξε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. Κι έτρεξε κατά το ποτάμι.

Περνώντας βιαστικά, σκουντούφλησε έναν άνθρωπο που στέκουνταν εκεί απαρατήρητος.

— Χωροφύλακας ή ξυλοκόπος; ρώτησε αυτός.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.

— Και τα δυο, αποκρίθηκε.

— Και τίποτε άλλο; ρώτησε ο νέος.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταξε κατάματα.

— Ναι, είπε, και κάτι άλλο.

Κι έφυγε τρεχάτος.

Σ' ένα γύρισμα του δρόμου, απάντησε χωρικούς που έφευγαν τρομαγμένοι κατά τη χώρα.

— Πού τρέχετε; τους φώναξε.

Αλλά δεν αποκρίθηκαν. Εξακολουθούσαν να φεύγουν. Λίγα βήματα μακρύτερα, είδε άλλους πέντε-έξι άντρες που έτρεχαν και αυτοί.

Το Βασιλόπουλο τους σίμωσε.

— Για πού, πατριώτες; ρώτησε.

— Για τη χώρα, του αποκρίθηκαν. Μην πηγαίνεις από κει, οι εχθροί καταφθάνουν!

— Πού φθάνουν;

Μα δεν αποκρίθηκαν. Τρομαγμένοι και σαστισμένοι έφευγαν.

Το Βασιλόπουλο τους κυνήγησε και τους πρόφθασε.

— Πού φεύγετε! ρώτησε θυμωμένος. Τι φοβάστε και τρέχετε σα λαγοί;

— Οι εχθροί κατεβαίνουν στο ποτάμι από την πέρα μεριά, αποκρίθηκε ένας.

— Ε, καλά! Μένει το ποτάμι. Πώς θα το περάσουν; Ελάτε στα συγκαλά σας, πατριώτες, μη χάνετε έτσι το λογικό σας, για το Θεό! Γυναίκες είστε να φοβάστε; φώναξε το Βασιλόπουλο αναμμένο. Στα όπλα, παιδιά! Θα τους σταματήσομε!

Οι χωρικοί κοντοστάθηκαν.

— Μα δεν έχομε όπλα! είπαν.

— Πιάστε ό,τι κοφτερό έχετε: μαχαίρι, δρεπάνι, τσεκούρι ή σκερπάνι, και ακολουθήστε με!

— Ποιος θα μας οδηγήσει; ρώτησε φοβισμένος ένας.

— Εγώ! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Γυρνάτε πίσω. Για το Θεό, μη φεύγετε!

— Μπα! είπε άλλος. Γιατί να πολεμήσομε; Αν το ποτάμι σταματήσει τους εχθρούς, εμείς από δω είμαστε ήσυχοι. Αν πάλι το ποτάμι δε σταματήσει τους εχθρούς, ουτ' εμείς δε θα τους σταματήσομε. Γιατί να σκοτωθούμε άδικα; Θα κάνομε και ‘μείς εκείνο που κάνει ο Βασιλιάς και το Βασιλόπουλο.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ΙΑ’. ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ Η’ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ; (1) I||or| IA'. ŻANDARM CZY DRWAL? (1) IA’. Gendarme or Woodcutter? (1)

΄ Εκεί τον βρήκε η Ειρηνούλα, πρωί-πρωί, καθώς πήγαινε στο δάσος. there|him|she found|the|Eirini|||as|she was going|to the|forest There, Irinoula found him, early in the morning, as she was going to the forest.

Τον ξύπνησε και μαζί κατέβηκαν. him|she woke up|and|together|they went down She woke him up and they went down together.

Την ρώτησε αν είχε άλλα νέα. her|he asked|if|she had|other|news He asked her if she had any other news.

— Όχι, του αποκρίθηκε. no|to him|he replied — No, he replied. Οι εχθροί δε φάνηκαν ακόμα στον ποταμό. the|enemies|not|they appeared|yet|to the|river The enemies have not yet appeared at the river.

— Ο Θεός να δώσει! the|God|to|give — God willing! είπε το Βασιλόπουλο από μέσα από την καρδιά του. he said|the|prince|from|inside|from|the|heart|his said the Prince from the bottom of his heart. Για μας, κάθε ώρα είναι κέρδος. for|us|every|hour|is|gain For us, every hour is a gain.

Σκότωσε με τη σφενδόνα του κουνέλια και αγριόπουλα, και τα μοίρασε σε δυο μάτσα. he killed|with|the|slingshot|his|rabbits|and|wild boars||them|he distributed|in|two|bunches He killed rabbits and wild boars with his slingshot, and divided them into two bundles. Μοίρασε και τ' αυγά, και πήρε τα μισά στο μαντίλι του. he distributed|and|the|eggs|and|he took|the|half|in|handkerchief|his He also divided the eggs, and took half of them in his handkerchief.

— Κάτω εκεί, στου Κακομοιρίδη το σπίτι, θα στρωθεί σήμερα μεγάλο τραπέζι, και πρέπει κι εκεί να πάγω φαγί, είπε της αδελφής του. down|there|at the|Kakomiridis|the|house|will|be set|today|big|table|and|must|also|there|to|I take|food|he said|to the|sister|his — Down there, at Kakomiridis' house, a big table will be set today, and I must also take food there, he said to his sister.

Και της διηγήθηκε πως πήγε και βρήκε τον αδελφό του Κακομοιρίδη, που δούλευε τώρα και αυτός να φτιάσει όπλα, και πως μερικά αλητόπαιδα ήταν να έλθουν να δουλέψουν στο μεταλλείο και να πληρωθούν με το φαγί που θα τους έφερνε. and|to her|he told|that|he went|and|he found|the|brother|his|Kakomiridis|who|he was working|now|and|he|to|he would make|weapons|and|that|some|street kids|they were|to|they would come|to|they would work|in the|mine|and|to|they would be paid|with|the|food|that|will|to them|he would bring And she told her how she went and found the brother of Kakomiridis, who was now also working to make weapons, and how some street kids were going to come to work in the mine and be paid with the food that would be brought to them.

— Τι ωραία! what|nice — How wonderful! είπε η Ειρηνούλα συγκινημένη. she said|the|Irinoula|moved said Irinoula, moved. Έτσι τρέφεις ένα πλήθος πεινασμένους και συνάμα τους μαθαίνεις να δουλεύουν για να μη ζητιανεύουν. thus|you feed|a|crowd|hungry|and|at the same time|them|you teach|to|they work|to|to|not|they beg This way you feed a multitude of hungry people and at the same time teach them to work so they don't have to beg.

— Μα αυτό γυρεύω ίσα-ίσα, αποκρίθηκε απλά το Βασιλόπουλο, να ξαναμάθει ο κόσμος να δουλεύει. but|this|I seek|||he replied|simply|the|Prince|to|he learns again|the|world|to|he works — But that's exactly what I'm looking for, replied the Prince simply, for the world to learn to work again.

Αποχαιρέτησε την αδελφή του και κατέβηκε τρεχάτος στη χώρα. he said goodbye to|the|sister|his|and|he went down|running|to the|town He said goodbye to his sister and hurried down to the town.

Πήγε στου δασκάλου, έκανε το μάθημα του και άφησε δυο πουλιά για πληρωμή. he went|to the|teacher's|he did|the|lesson|his|and|he left|two|birds|for|payment He went to the teacher's, attended his lesson, and left two birds as payment. Ύστερα τράβηξε στου Κακομοιρίδη. then|he headed|to the|Kakomiridis Then he headed towards Kakomiridis.

Τους βρήκε όλους στη δουλειά. them|he found|all|at the|work He found them all at work. Γύρω στους τοίχους της κάμαρας κρέμουνταν διάφορα νεόφτιαστα όπλα. around|the|walls|of the|room|they were hanging|various|newly made|weapons Around the walls of the room, various newly made weapons were hanging.

— Καλή αρχή! good|start — Good start! είπε με χαρά το Βασιλόπουλο. he said|with|joy|the|prince said the Prince happily. Ο εχθρός δε φαίνεται ακόμα να πλησιάζει. the|enemy|not|seems|yet|to|approaches The enemy does not seem to be approaching yet. Θάρρος! Courage Courage! Θα γίνουν τα όπλα. will|become|the|weapons The weapons will be made.

Και αφού παρέδωσε το κυνήγι στην κόρη του Κακομοιρίδη, σήκωσε τα μανίκια του κι έπιασε το σφυρί και την τσιμπίδα. and|after|he delivered|the|hunt|to the|daughter|his|Kakomiridis|he rolled up|the|sleeves|his|and|he grabbed|the|hammer|and|the|pliers And after handing over the hunt to the daughter of Kakomiridis, he rolled up his sleeves and took the hammer and the tongs.

Έξαφνα όμως ακούστηκαν έξω φωνές. suddenly|but|they were heard|outside|voices Suddenly, however, voices were heard outside.

Το Βασιλόπουλο παράτησε τα εργαλεία του, βγήκε τρεχάτος και είδε ένα από τα παιδιά του μεταλλείου, που πάλευε γενναία να σώσει τη φορτωμένη χειράμαξα του από δυο κλέφτες. the|prince|he left|the|tools|his|he went out|running|and|he saw|one|of|the|children|his|mine|that|he was fighting|bravely|to|save|the|loaded|cart|his|from|two|thieves The Prince abandoned his tools, rushed out, and saw one of the children from the mine, bravely struggling to save his loaded cart from two thieves.

Το Βασιλόπουλο αναγνώρισε τον αφιλόξενο άνθρωπο που τους είχε διώξει, με την Ειρηνούλα, από το κατώφλι του, και το παιδί του, που είχε κλέψει τ' ωρολόγι του Κακομοιρίδη. the|prince|he recognized|the|inhospitable|man|that|them|he had|he expelled|with|the|Irinoula|from|the|threshold|his|and|the|child|his|that|he had|he stole|the|watch|his|Kakomiridis The Prince recognized the inhospitable man who had chased them away, along with Irinoula, from his doorstep, and the child who had stolen the watch of Kakomiridis.

— Παλιάνθρωπε! scoundrel — Scoundrel! φώναξε και ρίχθηκε πάνω του, τον άρπαξε από το λαιμό και τον έστρωσε στο χώμα. he shouted|and|he threw himself|on|him|him|he grabbed|by|the|neck|and|him|he threw|on|ground He shouted and threw himself on him, grabbed him by the neck and threw him to the ground.

Ο Κακομοιρίδης, ακούοντας τις φωνές, βγήκε και αυτός κι έφθασε την ώρα που το παιδί του κλέφτη ξέκοβε στο δάσος. the|Kakomiridis|hearing|the|voices|he went out|and|he|and|he arrived|the|time|when|the|child|his|thief|he was cutting off|in|forest Kakomiridis, hearing the shouts, came out as well and arrived just as the thief's child was breaking away into the forest. Το κυνήγησε, το έπιασε και το έφερε πίσω με τις σπρωξιές. it|he chased|it|he caught|and|it|he brought|back|with|the|pushes He chased it, caught it, and brought it back with pushes.

— Δώστε μου ένα σκοινί! give|me|a|rope — Give me a rope! φώναξε το Βασιλόπουλο. he called|the|Prince he called the Prince.

Και με τη βοήθεια του Κακομοιρίδη, τους έδεσε πισθάγκωνα, και μαζί γύρισαν στο σιδηρουργείο σπρώχνοντας μπροστά τους δυο κλέφτες. and|with|the|help|of the|Kakomiridis|them|he tied|hands behind their backs|and|together|they returned|to the|blacksmith shop|pushing|in front|them|two|thieves And with the help of Kakomiridis, he tied them up behind their backs, and together they returned to the blacksmith's shop pushing the two thieves in front of them.

Το Βασιλόπουλο άφησε απ' έξω το κλεφτόπαιδο, με το γερο- Κακομοιρίδη να το φυλάγει. the|Prince|he left|outside|outside|the|thief boy|with|the||Kakomiridis|to|it|he guards The Prince left the thief boy outside, with old Kakomiridis guarding him.

— Είναι αμαρτία αυτό που κάνετε! it is|sin|this|that|you do — It is a sin what you are doing! φώναξε ο κλέφτης. he shouted|the|thief the thief shouted. Τι μας δέσατε τα χέρια σαν κακούργους, αντί να δείρετε αυτό το παλιόπαιδο που γύρευε να ζημιώσει καλούς και ήσυχους νοικοκυρέους; what|to us|you tied|the|hands|like|criminals|instead|to|you beat|this|the|brat|that|he was trying|to|to harm|good|and|quiet|homeowners Why did you tie our hands like criminals, instead of beating that rascal who was trying to harm good and peaceful homeowners?

— Αυτό θα το δούμε αργότερα, είπε το Βασιλόπουλο. this|will|it|we see|later|he said|the|Prince — We will see about that later, said the Prince. Τώρα πες μου πώς σε λένε. now|tell|me|how|you|they call Now tell me your name.

Έξαφνα ο κλέφτης θυμήθηκε το πρόσωπο του Βασιλόπουλου και αναστέναξε με ανακούφιση. suddenly|the|thief|he remembered|the|face|of|Vasilopoulos|and|he sighed|with|relief Suddenly the thief remembered Vasilopoulos's face and sighed with relief. Από ένα τέτοιο παιδί τι είχε να φοβηθεί; from|a|such|child|what|he had|to|to be afraid What could he possibly fear from such a child?

— Μπα! no way — Bah! είπε χαρούμενος. he said|happy he said happily. Εσύ είσαι, παλικάρι, που ήλθες προχθές και χτύπησες την πόρτα μου; Και τι γίνεται η κοπελίτσα που ήταν μαζί σου; Αδελφή σου δεν είναι; you|are|lad|that|you came|the day before yesterday|and|you knocked|the|door|my|and|what|happens|the|girl|that|she was|with|you|sister|your|not|is Are you the young man who came the other day and knocked on my door? And what about the girl who was with you? Isn't she your sister?

— Και αυτό θα μείνει για αργότερα. and|this|will|remain|for|later — And that will be for later. Τώρα πες μου τ' όνομα σου. now|say|to me|the|name|your Now tell me your name.

— Με λένε Κατεργαρίσκο. me|they call|Katergarisko — They call me Katergarisko. Μα δε βλέπω γιατί με ρωτάς εμένα εκείνα που θα έπρεπε να ζητήσεις αυτουνού που γύρευε να μας ζημιώσει… but|not|I see|why|me|you ask|me|those|that|will|should|to|you ask|him|that|he was trying|to|us|he would harm But I don't see why you're asking me those things that you should be asking the one who was trying to harm us...

— Θα τον ρωτήσω και αυτόν ύστερα. will|him|I will ask|and|him|later — I will ask him too later. Τώρα πες μου εσύ, γιατί προσπάθησες να πάρεις τη φορτωμένη χειράμαξα; now|say|to me|you|why|you tried|to|you take|the|loaded|handcart Now tell me, why did you try to take the loaded cart?

— Μα δεν είναι έτσι τα πράματα, παλικάρι μου, είπε ο άνθρωπος, με αλεπουδίσιο χαμόγελο. but|not|it is|like this|the|things|lad|my|he said|the|man|with|sly|smile — But things are not like that, my boy, said the man, with a sly smile. Άφησε με να σου πω τι έγινε. let|me|to|you|I say|what|happened Let me tell you what happened. Εγώ δούλευα στο δάσος, έσκαβα κι έβγαζα… αυτά, πώς τα λένε… πέτρες. I|I was working|in the|forest|I was digging|and|I was pulling out|these|how|the|they call|stones I was working in the forest, digging and pulling out... what do you call them... stones. Και το παιδί μου ήταν εκεί και με βοηθούσε. and|the|child|my|it was|there|and|me|he was helping And my child was there helping me. Σα γέμισα λοιπόν το αμαξάκι, είπα στο παιδί μου να το πάγει στο σπίτι… as|I filled|therefore|the|little cart|I said|to the|child|my|to|it|he takes|to the|house So when I filled the little cart, I told my child to take it home...

— Τι τις ήθελες τις πέτρες; ρώτησε το Βασιλόπουλο. what|the|you wanted|the|stones|he asked|the|Prince — What did you want the stones for? asked the Prince.

— Να χτίσω ένα κοταριό, να σε χαρώ, γιατί το δικό μου γκρέμισε. to|I build|a|chicken coop|to|you|I enjoy|because|the|own|my|it collapsed — To build a chicken coop, to please you, because mine collapsed. Λοιπόν άκουσα φωνές, βγήκα έξω και είδα το παιδί αυτό που γύρευε να κλέψει τις πέτρες από το γιο μου, και το έριξα κάτω για να γλιτώσω το πράμα μου. well|I heard|voices|I went out|outside|and|I saw|the|child|this|that|he was trying|to|he steals|the|stones|from|the|son|my|and|it|I threw|down|to|to|I save|the|thing|my Well, I heard voices, I went outside and saw this child trying to steal the stones from my son, and I threw him down to save my stuff. Να, παλικάρι μου, η ιστορία πώς είναι, να σε χαρώ! to|lad|my|the|story|how|it is|to|you|I enjoy Here, my boy, that's how the story goes, to please you! Λύσε μου τα χέρια μου, γιατί μούδιασαν έτσι δεμένα. untie|to me|the|hands|my|because|they went numb|so|tied Unbind my hands, because they have gone numb like this.

— Στάσου εκεί τώρα, έχομε και άλλον ν' ακούσομε πριν σε λύσομε, είπε το Βασιλόπουλο. stand|there|now|we have|and|another|to|we will listen|before|you|we will untie|he said|the|Prince — Stay there now, we have another one to listen to before we unbind you, said the Prince.

Και φώναξε το γερο-Κακομοιρίδη, που για να μη χάνει καιρό γυάλιζε ένα σπαθί φυλάγοντας το κλεφτόπαιδο. and|he called|the|||who|for|to|not|he loses|time|he was polishing|a|sword|guarding|the|thief boy And he called the old Kakomiridis, who was polishing a sword to not waste time while guarding the thief.

— Φερ' τον μέσα, γέρο, είπε. bring|him|inside|old man|he said — Bring him in, old man, he said.

Και ρώτησε το αγόρι: and|he asked|the|boy And the boy asked:

— Πώς σε λένε και τι συνέβηκε; how|you|they call|and|what|happened — What is your name and what happened?

— Με λένε Μήτσο, αποκρίθηκε τρέμοντας το παιδί, και μυστικά έκανε νόημα του πατέρα του πως δεν ήξερε τι να πει. me|they call|Mitso|he replied|trembling|the|child|and|secretly|he made|sign|to the|father|his|that|not|he knew|what|to|say — My name is Mitsos, the child replied trembling, and secretly signaled to his father that he didn't know what to say.

Το Βασιλόπουλο το αντιλήφθηκε, και ανάγκασε τον Κατεργαρίσκο να γυρίσει την πλάτη. the|prince|it|he noticed|and|he forced|the|Katergarisko|to|turn|the|back The Prince noticed this, and forced the Trickster to turn his back.

— Πες, παιδί μου, δεν πήγαινες… άρχισε ο κλέφτης. say|child|my|not|you were going|he started|the|thief — Tell me, my child, weren't you going... the thief began.

— Εσύ να σωπάσεις ή σου στουμπώνω το στόμα! you|to|be quiet|or|your|I will stuff|the|mouth — You shut up or I'll stuff your mouth! φώναξε το Βασιλόπουλο. he shouted|the|prince the Prince shouted.

— Μα, παλικάρι μου, θέλω μόνο την αλήθεια να πει το παιδί μου, να πιστέψετε πως πήγαινε… but|young man|my|I want|only|the|truth|to|he says|the|child|my|to|you believe|that|he was going — But, my boy, I just want my child to tell the truth, so you believe that he was going...

Μα πριν προφθάσει να πει περισσότερα, ο Κακομοιρίδης του είχε δέσει το στόμα μ' ένα πεσκίρι 1. but|before|he managed to|to|he said|more|the|Kakomoiridis|to him|he had|he tied|the|mouth|with|a|cloth But before he could say more, Kakomiridis had tied his mouth with a rag.

— Ναι, είπε ο Μήτσος νομίζοντας πως κατάλαβε την έννοια του πατέρα του, πήγαινα να βοηθήσω το παιδί που έσερνε το φορτωμένο αμαξάκι… yes|he said|the|Mitsos|thinking|that|he understood|the|meaning|of the|father|his|I was going|to|I help|the|child|that|he was dragging|the|loaded|cart — Yes, said Mitsos thinking he understood his father's meaning, I was going to help the child who was dragging the loaded cart…

Με μια κλωτσιά στο πάτωμα ο πατέρας του τον σταμάτησε. with|a|kick|on the|floor|the|father|his|him|he stopped With a kick on the floor, his father stopped him.

— Θέλω να πω, πως πήγαινα τις πέτρες στη χώρα για να τις πουλήσω του πρωτομάστ… I want|to|I say|that|I was going|the|stones|to the|country|to|to|them|I sell|to the|master — I want to say, that I was taking the stones to the country to sell them to the master…

Άλλη μια κλωτσιά στο πάτωμα, και το παιδί τα έχασε ολότελα και άρχισε τα κλάματα. another|a|kick|on the|floor|and|the|child|them|lost|completely|and|started|the|crying Another kick on the floor, and the child completely lost it and started crying.

— Φθάνει, είπε το Βασιλόπουλο. it arrives|he said|the|Prince — Enough, said the Prince.

Και φώναξε το παιδί του μεταλλείου: 1 and|he called|the|child|his|mine And he called his child from the mine: 1

Πεσκίρι: πετσέτα towel|towel Peskyri: towel

— Λέγε, Θάνο, τι έτρεξε; say|Thano|what|happened — Tell me, Thanos, what happened?

— Γύριζα από τα πηγάδια με το σίδερο, είπε ο Θάνος, και βγήκε αυτός από το δάσος και μου άρπαξε τη χειράμαξα. I was returning|from|the|wells|with|the|iron|he said|the|Thanos|and|he came out|he|from|the|forest|and|to me|he grabbed|the|wheelbarrow — I was coming back from the wells with the iron, Thanos said, and he came out of the forest and grabbed my cart. Φώναξα πως ήταν ξένο πράμα, μα την ίδια ώρα έφθασε ο άλλος, μ' έριξε χάμω και θα έπαιρνε το αμαξάκι αν δεν έφθανες εσύ. I shouted|that|it was|foreign|thing|but|the|same|time|he arrived|the|other|to me|he threw|down|and|will|he would take|the|small cart|if|not|you arrived|you I shouted that it was a foreign thing, but at the same time the other one arrived, threw me down, and would have taken the little cart if you hadn't arrived.

— Τ' άκουσες, κυρ-Κατεργαρίσκο; είπε το Βασιλόπουλο. |you heard|||he said|the|Prince — Did you hear that, Mr. Katergaris? said the Prince. Δεν ήξερες βέβαια πως η χειράμαξα είναι δική μας, και πως το παιδί αυτό δουλεύει στο συνεργείο μας, ειδεμή θα έβρισκες άλλην εξήγηση να μας δώσεις. not|you knew|of course|that|the|handcart|is|own|our|and|that|the|child|this|works|in the|workshop|our|otherwise|will|you would find|another|explanation|to|us|you give You didn't know, of course, that the cart is ours, and that this child works in our workshop; otherwise, you would have found another explanation to give us. Και συ, Μήτσο, εξακολούθησε γυρνώντας στο κλεφτόπαιδο, τώρα που έχεις την καλή τύχη να ξανανταμώσεις τον κυρ- Κακομοιρίδη, δεν του δίνεις πίσω τ' ωρολόγι του, που το φυλάγεις τώρα τόσες μέρες στον κόρφο σου; and|you|Mitsos|continued|turning|to the|street urchin|now|that|you have|the|good|luck|to|meet again|the||Kakomiridis|not|to him|you give|back|the|watch|his|that|it|you keep|now|so many|days|in the|bosom|your And you, Mitsos, continued turning to the little thief, now that you have the good fortune to meet Mr. Kakomoiridis again, aren't you going to give him back his watch, which you've been keeping in your bosom for so many days?

Όλοι παραξενεύθηκαν με τα λόγια του Βασιλόπουλου. everyone|they were puzzled|with|the|words|of|Vasilopoulos Everyone was surprised by Vasilopoulos's words. Μόνος ο Κατεργαρίσκος κατάλαβε, του λύθηκαν τα γόνατα κι έπεσε σε μια καρέγλα. alone|the|Katergariskos|he understood|to him|they were loosened|the|knees|and|he fell|in|a|chair Only Katergariskos understood; his knees gave way and he fell into a chair.

Το Βασιλόπουλο πήρε από την τσέπη του κλέφτη το ασημένιο ωρολόγι με την αλυσίδα του και τα έδωσε του Κακομοιρίδη. the|prince|he took|from|the|pocket|his|thief|the|silver|watch|with|the|chain|his|and|the|he gave|to the|Kakomiridis The Prince took the silver watch with its chain from the thief's pocket and gave it to Kakomiridis.

— Τ' ωρολόγι μου! my|watch|my — My watch! αναφώνησε χαρούμενος ο σιδεράς. he exclaimed|happy|the|blacksmith the blacksmith exclaimed happily. Πώς βρέθηκε σ' αυτουνού την τσέπη; how|it ended up|in|his|the|pocket How did it end up in his pocket?

Με δυο λόγια το Βασιλόπουλο του διηγήθηκε τι είχε ακούσει και δει από μέσα από τα ερείπια, πίσω από το σπίτι του κλέφτη. with|two|words|the|Prince|to him|he narrated|what|he had|heard|and|seen|from|inside|from|the|ruins|behind|from|the|house|of the|thief In short, the Vasilopoulos told him what he had heard and seen from inside the ruins, behind the thief's house.

— Και τώρα, είπε, εμπρός! and|now|he said|forward — And now, he said, forward! Περπατάτε! you walk You walk!

Τους πήγε πισθάγκωνα δεμένους στη φυλακή, και βρήκε το δεσμοφύλακα που κουβέντιαζε στην πόρτα ενός καφενείου μ' ένα παλικάρι. them|he took|handcuffed|tied|to the|prison|and|he found|the|jailer|who|he was chatting|at the|door|of a|café|with a|a|young man He took them handcuffed to the prison, and found the jailer chatting at the door of a café with a young man.

Με δυσαρέσκεια αναγνώρισε το Βασιλόπουλο τον πιωμένο νέο με τα γυαλιστερά μάτια, που στην ταβέρνα είχε πει τόσο υβριστικά λόγια εναντίον του Βασιλιά. with|displeasure|he recognized|the|prince|the|drunk|young man|with|the|shiny|eyes|who|in the|tavern|he had|said|so|insulting|words|against|the|King The Prince recognized with displeasure the drunken young man with the shiny eyes, who had said such insulting words against the King at the tavern.

Και αυτός τον αναγνώρισε, και ρώτησε ειρωνικά: and|he|him|he recognized|and|he asked|ironically And he recognized him too, and asked ironically:

— Ε, πατριώτη, βγήκε ο γιος του Βασιλιά; well|patriot|he came out|the|son|of the|King — Well, patriot, has the King's son come out?

Το Βασιλόπουλο δεν αποκρίθηκε. the|prince|not|he replied The Prince did not respond. Ζήτησε τα κλειδιά, και ο δεσμοφύλακας του τα έδωσε και τον χαιρέτησε ως κάτω. he asked|the|keys|and|the|jailer|to him|the|he gave|and|him|he greeted|as|down He asked for the keys, and the jailer gave them to him and greeted him as he left.

Ύστερα πήγε στο αντικρινό μέρος της πλατείας όπου ήταν οι φυλακές, άνοιξε την πόρτα κι έβαλε μέσα τους κλέφτες. then|he went|to the|opposite|place|of the|square|where|they were|the|prisons|he opened|the|door|and|he put|inside|the|thieves Then he went to the opposite side of the square where the prisons were, opened the door, and put the thieves inside.

Ο νέος και ο δεσμοφύλακας το κοίταζαν που πήγαινε. the|young man|and|the|jailer|it|they were looking|that|he was going The young man and the jailer watched him go.

— Δε μου λες, γιατί υποκλίθηκες τόσο βαθιά, σαν του έδωσες τα κλειδιά; ρώτησε ο νέος. not|to me|you say|why|you bowed|so|deeply|when|to him|you gave|the|keys|he asked|the|young man — Tell me, why did you bow so deeply when you gave him the keys? asked the young man. Ποιος είναι; who|is Who is it?

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας. not|I know|he replied|the|jailer — I don't know, replied the jailer. Μα αυτός υποχρέωσε τον κυρ-Λαγόκαρδο να βγάλει τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, ενώ ο ίδιος ο Λαγόκαρδος τον είχε καταδικάσει. but|he|he forced|the|||to|he let out|the|Kakomiridis|from|the|prison|while|the|same||Lagokardos|him|he had|he condemned But he forced Mr. Lagokardos to release Kakomiridis from prison, while Lagokardos himself had condemned him.

— Τι λες, καλέ! what|you say|dear — What are you saying, dear! είπε ο νέος. he said|the|young man the young man said.

Κι εξακολούθησε περιφρονητικά: and|he continued|contemptuously And he continued disdainfully:

— Κανένας παλατιανός και αυτός… σαν όλους… no|palace dweller|and|he|like|all — No palace dweller, just like all the others…

— Όχι, βέβαια! no|of course — No, of course not! είπε ο δεσμοφύλακας. he said|the|jailer said the jailer. Παλατιανός ήταν εκείνος που ζήτησε την καταδίκη του Κακομοιρίδη. palace guard|he was|that one|who|he asked for|the|condemnation|of|Kakomiridis It was a courtier who requested the condemnation of Kakomiridis. Πουλημένος στους παλατιανούς ήταν ο κυρ-Λαγόκαρδος που καταδίκασε τον αθώο άνθρωπο. sold|to the|palace guards|he was|the|||who|he condemned|the|innocent|man Sold out to the courtiers was Mr. Lagokardos who condemned the innocent man. Μα τούτος!… Να τον έβλεπες! but|this one|to|him|you would see But this one!… You should have seen him! Με το καμτσίκι οδηγούσε τον κυρ-Λαγόκαρδο, και τον υποχρέωσε να βγάλει τον καταδικασμένο από τη φυλακή. with|the|whip|he was driving|the|||and|him|he forced|to|he take out|the|convicted|from|the|prison With the whip, he drove Mr. Lagokardo and forced him to release the condemned from prison.

— Με τι, είπες; with|what|you said — With what, you said?

— Με το καμτσίκι! with|the|whip — With the whip! επανέλαβε ο δεσμοφύλακας. he repeated|the|jailer the jailer repeated.

Το Βασιλόπουλο κλείδωσε την πόρτα της φυλακής, έφερε πίσω τα κλειδιά και γύρισε να φύγει. the|prince|locked|the|door|of the|prison|he brought|back|the|keys|and|he turned|to|leave The Prince locked the prison door, brought back the keys, and turned to leave.

— Μα ποιος λοιπόν είναι αυτός; μουρμούρισε ο νέος. but|who|then|is|this|he murmured|the|young man — But who is this then? murmured the young man.

Και από μακριά τον ακολούθησε. and|from|afar|him|he followed And from afar, he followed him.

Περνώντας από του Αμοιράκου του πρωτομάστορη, θέλησε το Βασιλόπουλο ν' ανέβει να τον ρωτήσει αν είχε πιάσει δουλειά. passing|from|the|Amirakos|the|master craftsman|he wanted|the|prince|to|he go up|to|him|ask|if|he had|caught|job Passing by the master craftsman Amirakos, the Prince wanted to go up and ask him if he had found work.

— Δεν είναι απάνω ο πρωτομάστορης, του φώναξε ο κουντουράς της γωνιάς. not|is|above|the|master craftsman|to him|he shouted|the|tailor|of the|corner "The master builder is not up there," shouted the corner tailor. Βρίσκεται στο ποτάμι. he is located|at the|river "He is by the river."

«Καλά!», σκέφθηκε χαρούμενο το Βασιλόπουλο. good|he thought|happy|the|prince "Good!" thought the happy Prince. «Λοιπόν άρχισε δουλειά!» well|he started|work "Well then, let's get to work!"

Γύρισε κατά το ποτάμι, μα περνώντας από το δάσος άκουσε ομιλίες. he turned|towards|the|river|but|passing|through|the|forest|he heard|conversations He turned towards the river, but while passing through the forest, he heard voices.

Μπήκε μέσα, και, ανάμεσα στα δέντρα, είδε δύο νέους που γύρευαν να σύρουν ένα μεγάλον κορμό, δεμένο με σκοινιά. he entered|inside|and|among|the|trees|he saw|two|young men|who|they were trying|to|pull|a|large|trunk|tied|with|ropes He went inside, and among the trees, he saw two young men trying to drag a large trunk, tied with ropes. Μα ήταν πολύ βαρύς και δεν μπορούσαν να τον κουνήσουν. but|it was|very|heavy|and|not|they could|to|it|move But it was very heavy and they could not move it.

— Πού θέλετε να το πάτε αυτό; ρώτησε το Βασιλόπουλο. where|you want|to|it|you take|this|he asked|the|Prince — Where do you want to take this? asked the Prince.

— Στο ποτάμι, όπου το θέλει ο παραφέντης, αποκρίθηκαν. in the|river|where|the|wants|the|stepfather|they answered — At the river, where the paraphent wants it, they replied.

— Είναι αδύνατο να το σύρετε έτσι. it is|impossible|to|it|you pull|like this — It is impossible to drag it like this. Είναι πολύ μεγάλο. it is|very|big It is too big.

— Τι να κάνομε; Το θέλει ο παραφέντης. what|to|we do|it|wants|the|stepfather — What shall we do? The paraphent wants it. Θα φτύσομε αίμα μα θα το σύρομε. will|we will spit|blood|but|will|it|we will drag We will bleed but we will drag it.

— Θα σπάσετε τα σκοινιά σας και δε θα κάνετε τίποτα. will|you will break|the|ropes|your|and|not|will|you will do|nothing — You will break your ropes and do nothing. Άλλο τρόπο να βρούμε. another|way|to|we find We need to find another way. Χρειάζονται ρόδες… they need|wheels Wheels are needed...

Οι ξυλοκόποι γέλασαν. the|woodcutters|laughed The woodcutters laughed.

— Μα έλα δα που δεν έχομε! but|come|now|that|not|we have — But come on, we don't have any! είπαν. they said they said.

Το Βασιλόπουλο σκέφθηκε λίγο. the|prince|he thought|a little The Prince thought for a moment.

— Δώσ' μου το τσεκούρι σου, είπε. give|to me|the|axe|your|he said "Give me your axe," he said.

Και βγάζοντας το ρούχο του, το Βασιλόπουλο έφτιασε τρία κατρακύλια. and|taking off|the|clothing|his|the|Prince|he made|three|sleds And taking off his clothes, the Prince made three sleds. Ύστερα τα τοποθέτησαν κάτω από τον κορμό, ζεύθηκαν και οι τρεις στα σκοινιά, και μαζί τον έσυραν. then|them|they placed|under|from|the|trunk|they tied|and|the|three|to the|ropes|and|together|him|they dragged Then they placed them under the trunk, tied all three with ropes, and together they dragged it. Ο κορμός κατρακύλησε σαν να ήταν σε τροχούς. the|trunk|it rolled|as|to|it was|in|wheels The trunk slid down as if it were on wheels.

— Και όταν κυλήσει ο κορμός και βγει από το τελευταίο κατρακύλι, πάρτε το αυτό και βάλτε το πάλι μπροστά, τους είπε το Βασιλόπουλο. and|when|it rolls|the|trunk|and|it comes out|from|the|last|tumble|take|it|this|and|put|it|again|in front|to them|he told|the|Prince — And when the trunk rolls and comes out of the last tumble, take this and put it back in front, the Prince told them. Έτσι θα τον πάτε ως το ποτάμι. thus|will|him|you take|to|the|river This way you will take it to the river.

Οι δύο νέοι τον ευχαρίστησαν καταχαρούμενοι. the|two|young men|him|they thanked|overjoyed The two young men thanked him joyfully.

— Δε φαντάζεσαι πόσο μας ευκόλυνες τη δουλειά μας, είπαν ξελαφρωμένοι, και πόσο θα ευχαριστηθεί ο παραφέντης, που θα προχωρήσει γρηγορώτερα η μεταφορά. not|you imagine|how|to us|you made easier|the|work|our|they said|relieved|and|how|will|he will enjoy|the|one who is carrying|that|will|he will proceed|faster|the|transport — You can't imagine how much you have made our work easier, they said relieved, and how pleased the transporter will be, as the transfer will proceed faster.

— Ποιος είναι ο παραφέντης σας; ρώτησε το Βασιλόπουλο. who|is|the|apprentice|your|he asked|the|Prince — Who is your godfather? asked the Prince.

— Ο Αμοιράκος ο πρωτομάστορης. the|Amirakos|the|master craftsman — The master craftsman Amirakos.

— Και πώς έτυχε να δουλεύετε μαζί του; Ενόμιζα πως δεν έχει πια παραγιούς. and|how|it happened|to|you work|together|with him|I thought|that|not|he has|anymore|apprentices — And how did you happen to work with him? I thought he no longer had apprentices.

— Και δεν είχε. and|not|he had — And he didn't. Μονάχος δούλευε από τον καιρό που πήγαν στραβά οι δουλειές του, αποκρίθηκε ο ένας νέος. alone|he was working|since|the|time|that|they went|wrong|the|jobs|his|he replied|the|one|young man He worked alone since the time his business went wrong, replied one young man. Είχε κλείσει μάλιστα το εργαστήρι του. he had|closed|indeed|the|workshop|his He had even closed his workshop. Μα πρέπει να πέτυχε καμιά καλή παραγγελία, γιατί πούλησε το σπίτι του και ό,τι είχε, και μας πήρε όλους, όσοι τεχνίτες μαραγκοί είμαστε στη χώρα, με καλή πληρωμή, για να δουλέψομε μέρα-νύχτα. but|must|to|he succeeded|some|good|order|because|he sold|the|house|his|and||he had|and|us|he took|all|those who|craftsmen|carpenters|we are|in the|country|with|good|payment|to|to|we will work|| But he must have landed some good order, because he sold his house and everything he had, and hired all of us, the skilled carpenters in the country, with good pay, to work day and night.

— Χαρά στον πατριώτη! joy|to the|compatriot — Cheers to the patriot! φώναξε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. he shouted|excited|the|Prince he called out excitedly to the Prince. Κι έτρεξε κατά το ποτάμι. and|he ran|towards|the|river And he ran towards the river.

Περνώντας βιαστικά, σκουντούφλησε έναν άνθρωπο που στέκουνταν εκεί απαρατήρητος. passing|hurriedly|he stumbled upon|a|man|who|was standing|there|unnoticed Hastily passing by, he bumped into a man who was standing there unnoticed.

— Χωροφύλακας ή ξυλοκόπος; ρώτησε αυτός. policeman|or|woodcutter|he asked|he — Policeman or woodcutter? asked the man.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας. the|prince|he turned|and|he recognized|the|new|of the|tavern The Prince turned around and recognized the new tavern.

— Και τα δυο, αποκρίθηκε. and|the|two|he replied — Both, he replied.

— Και τίποτε άλλο; ρώτησε ο νέος. and|nothing|else|he asked|the|young man — And nothing else? asked the young man.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταξε κατάματα. the|prince|him|he looked|straight in the eyes The Prince looked him in the eye.

— Ναι, είπε, και κάτι άλλο. yes|he said|and|something|else — Yes, he said, and something else.

Κι έφυγε τρεχάτος. and|he left|running And he ran off.

Σ' ένα γύρισμα του δρόμου, απάντησε χωρικούς που έφευγαν τρομαγμένοι κατά τη χώρα. at a|a|turn|of the|road|he answered|peasants|who|they were leaving|scared|towards|the|country At a turn in the road, he answered villagers who were fleeing in fear towards the countryside.

— Πού τρέχετε; τους φώναξε. where|you are running|them|he shouted — Where are you running to? he shouted at them.

Αλλά δεν αποκρίθηκαν. but|not|they answered But they did not respond. Εξακολουθούσαν να φεύγουν. they continued|to|they were leaving They continued to leave. Λίγα βήματα μακρύτερα, είδε άλλους πέντε-έξι άντρες που έτρεχαν και αυτοί. few|steps|further|he saw|other|||men|who|they were running|and|they A few steps further, he saw another five or six men who were also running.

Το Βασιλόπουλο τους σίμωσε. the|prince|to them|he approached The Prince approached them.

— Για πού, πατριώτες; ρώτησε. for|where|patriots|he asked — Where to, patriots? he asked.

— Για τη χώρα, του αποκρίθηκαν. for|the|country|to him|they replied — To the country, they replied. Μην πηγαίνεις από κει, οι εχθροί καταφθάνουν! not|you go|from|there|the|enemies|they are arriving Don't go that way, the enemies are approaching!

— Πού φθάνουν; where|they are arriving — Where are they approaching?

Μα δεν αποκρίθηκαν. but|not|they answered But they did not respond. Τρομαγμένοι και σαστισμένοι έφευγαν. frightened|and|confused|they were leaving Frightened and bewildered, they were leaving.

Το Βασιλόπουλο τους κυνήγησε και τους πρόφθασε. the|prince|them|he chased|and|them|he caught up with The Prince chased them and caught up with them.

— Πού φεύγετε! where|you are leaving — Where are you going! ρώτησε θυμωμένος. he asked|angry he asked angrily. Τι φοβάστε και τρέχετε σα λαγοί; what|you fear|and|you run|like|hares What are you afraid of that you run like rabbits?

— Οι εχθροί κατεβαίνουν στο ποτάμι από την πέρα μεριά, αποκρίθηκε ένας. the|enemies|they are descending|to the|river|from|the|far|side|he replied|one — The enemies are coming down to the river from the other side, one replied.

— Ε, καλά! well|okay — Well, alright! Μένει το ποτάμι. it stays|the|river The river remains. Πώς θα το περάσουν; Ελάτε στα συγκαλά σας, πατριώτες, μη χάνετε έτσι το λογικό σας, για το Θεό! how|will|it|they will cross|come|to the|senses|your|patriots|not|you lose|like this|the|reason|your|for|the|God How will they cross it? Come to your senses, patriots, don't lose your reason like this, for God's sake! Γυναίκες είστε να φοβάστε; φώναξε το Βασιλόπουλο αναμμένο. women|you are|to|you fear|he shouted|the|prince|lit Are you women to be afraid? shouted the Prince, fired up. Στα όπλα, παιδιά! to the|weapons|children To arms, children! Θα τους σταματήσομε! will|them|we will stop We will stop them!

Οι χωρικοί κοντοστάθηκαν. the|villagers|they stopped The villagers hesitated.

— Μα δεν έχομε όπλα! but|not|we have|weapons — But we have no weapons! είπαν. they said they said.

— Πιάστε ό,τι κοφτερό έχετε: μαχαίρι, δρεπάνι, τσεκούρι ή σκερπάνι, και ακολουθήστε με! grab||sharp|you have|knife|sickle|axe|or|scythe|and|follow|me — Grab whatever sharp object you have: knife, sickle, axe, or scythe, and follow me!

— Ποιος θα μας οδηγήσει; ρώτησε φοβισμένος ένας. who|will|us|lead|he asked|scared|one — Who will lead us? asked one fearfully.

— Εγώ! I — I will! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. he said|with|strength|the|Prince said the Prince with strength. Γυρνάτε πίσω. you turn|back Turn back. Για το Θεό, μη φεύγετε! for|the|God|not|you leave For God's sake, don't leave!

— Μπα! oh no — Bah! είπε άλλος. he said|another said another. Γιατί να πολεμήσομε; Αν το ποτάμι σταματήσει τους εχθρούς, εμείς από δω είμαστε ήσυχοι. why|to|we should fight|if|the|river|stops|the|enemies|we|from|here|we are|calm Why should we fight? If the river stops the enemies, we are safe from here. Αν πάλι το ποτάμι δε σταματήσει τους εχθρούς, ουτ' εμείς δε θα τους σταματήσομε. if|again|the|river|not|stops|the|enemies|neither|we|not|will|them|we will stop If the river does not stop the enemies, we will not stop them either. Γιατί να σκοτωθούμε άδικα; Θα κάνομε και ‘μείς εκείνο που κάνει ο Βασιλιάς και το Βασιλόπουλο. why|to|we should be killed|unjustly|will|we will do|and|we|that|that|does|the|King|and|the|Prince Why should we die unjustly? We will do what the King and the Prince do.

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=13.32 PAR_CWT:AvJ9dfk5=12.22 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=106 err=0.00%) translation(all=211 err=0.00%) cwt(all=1921 err=1.41%)