×

LingQ'yu daha iyi hale getirmek için çerezleri kullanıyoruz. Siteyi ziyaret ederek, bunu kabul edersiniz: çerez politikası.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΘ’. Ο ΘΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ΙΘ’. Ο ΘΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Στο μεταξύ, ο θείος Βασιλιάς είχε κατορθώσει, ύστερα από

τρία χρόνια που βασανίζουνταν, να μαζέψει στρατό αρκετό

και να εκστρατεύσει εναντίον του ανεψιού του, του Βασιλιά των Μοιρολάτρων.

Καβαλίκεψε το καλύτερο του άλογο, έζωσε το μεγάλο του σπαθί, κι έβαλε τους σαλπιγκτές του να περπατούν μπροστά και να σημαίνουν το θριαμβευτικό εμβατήριο.

— Τραβάτε ίσια, παιδιά, φώναξε στους στρατιώτες του, και θα μπούμε ανεμπόδιστοι ως μέσα στο παλάτι του Ρήγα. Περπάτησαν κάμποσες ώρες.

Κοιτάζοντας τους κάμπους του, όπου τρία χρόνια πρωτύτερα είχε επιστρέψει νικημένος και ντροπιασμένος, ο θείος Βασιλιάς λογάριαζε πως στο γυρισμό, αυτή τη φορά, θα σέρνει πίσω του τον Αστόχαστο και το Βασιλόπουλο, δεμένους από το λαιμό στη σέλα του αλόγου του. Και γελούσε με γέλιο σατανικό, και μέσα του χαίρουνταν από πριν τη ντροπή και τα δάκρυα των ανεψιών του.

— Αχ! Πόσο ακριβά θα μου ξεπληρώσετε τη νίκη σας εκείνη! μούγκρισε φοβερίζοντας τον ορίζοντα με το γρόθο του.

Αλλά έξαφνα σταμάτησε κι έτριψε τα μάτια του. Ύστερα κοίταξε πάλι μπροστά του, δεξιά, αριστερά, τσίμπησε δυνατά το μπράτσο του να δει αν κοιμάται, και πάλι έτριψε τα μάτια του.

— Μα τι έπαθα λοιπόν; είπε ανήσυχα. Ξυπνητός ονειρεύομαι; Και φώναξε:

— Στρατηγέ!

Ο στρατηγός ζύγωσε και υποκλίθηκε ως κάτω.

— Άρχοντα μου;

— Κοίταξε μπροστά σου, εκεί, και πες μου, τι βλέπεις;

— Κάστρο, Άρχοντα μου.

— Είσαι στραβός! Φώναξε τον υποστράτηγο! είπε με θυμό ο θείος Βασιλιάς.

Και ήλθε ο υποστράτηγος και υποκλίθηκε ως κάτω.

— Άρχοντα μου;

— Ρίξε μια ματιά γύρω σου, εκεί, κατά τα σύνορα, και πες μου τι βλέπεις;

— Κάστρα, Άρχοντα μου.

— Είσαι βλάκας! ξεφώνισε άγρια ο θείος Βασιλιάς, βλάκας και προδότης! Πες αμέσως στον εκατόνταρχο να έλθει, κι εξαφανίσου από μπρος μου!

Και ήλθε ο εκατόνταρχος και υποκλίθηκε ως κάτω.

— Βλέπεις εκείνο το πέρα βουνό; ρώτησε απότομα ο θείος Βασιλιάς.

— Ναι, Άρχοντα μου.

— Τι έχει απάνω εκεί, σαν κάτι πέτρες στοιβαγμένες!

— Δεν είναι πέτρες στοιβαγμένες, είπε ο εκατόνταρχος σκιάζοντας τα μάτια του με το χέρι, είναι τρανό κάστρο…

Δεν πρόφθασε να τελειώσει. Με μια σπαθιά ο θείος Βασιλιάς του είχε κόψει το κεφάλι.

Τότε γύρισε στους στρατιώτες του και φώναξε αφρισμένος:

— Τι στέκει εκεί απάνω, παιδιά, θα μου το πείτε επιτέλους;

Και όλος μαζί ο στρατός φώναξε:

— Κάστρο, και παρακάτω άλλο κάστρο, και πέρα άλλο κάστρο, και, όσο πάει το μάτι, κάστρα και πάλι κάστρα!

Τότε ο θείος Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι κι έκλαψε με λύσσα.

Έστειλε ένα σώμα προσκόπους να δουν τι ήταν αυτά τα κάστρα. Μόλις όμως έκαναν να πλησιάσουν, βροχή από βέλη τους έτρεψε σε φυγή.

Πήγαν παρακάτω, το ίδιο.

Έκαναν να περάσουν μεταξύ σε δυο κάστρα, και από τις δυο μεριές τόσα βέλη πέταξαν, που οι μισοί στρατιώτες έμειναν στον τόπο.

Σαν είδε ο θείος Βασιλιάς πως δεν μπορούσε πια να περάσει, δάγκωσε με μανία τα χέρια του και χόλιασε τόσο, που αρρώστησε πάλι και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στο παλάτι του.

Κάμποσες μέρες έμεινε κακιωμένος και κλεισμένος στα δωμάτιά του. Ύστερα φώναξε τον αρχικαγκελάριό του και του είπε:

— Πάρε αμέσως δέκα από τους καλύτερους στρατιώτες της σωματοφυλακής μου, πήγαινε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων και πες του Βασιλόπουλου να έλθει αμέσως εδώ, μαζί σου, γιατί θέλω να τον στεφανώσω με την κόρη μου τη Βασιλοπούλα. Πήγαινε!

Κι έφυγε ο αρχικαγκελάριος με τους δέκα σωματοφύλακες και πήγε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων, όπου ζήτησε να δει το Βασιλόπουλο.

Τον οδήγησαν σε μια σκηνή. Καθισμένο σε ξύλινο σκαμνί, εμπρός σε χοντροπελεκημένο σανιδένιο τραπέζι, ένα νέο παλικάρι διάβαζε κάτι χαρτιά. Και με την άκρη του ματιού του είδε με απορία ο αρχικαγκελάριος πως τα χαρτιά αυτά είχαν τη χρυσή βούλα του εξαδέλφου Βασιλιά.

Το παλικάρι φορούσε άσπρα μάλλινα ρούχα, και δεν ξεχώριζε καθόλου από τους άλλους στρατιώτες που τον περιτριγύριζαν, μόνο που στη μέση είχε μια πολυφορεμένη πέτσινη ζώνη όπου διακρίνουνταν ένας μαύρος λεκές.

Και όμως μπροστά του, γονατισμένος, ήταν ένας ηλικιωμένος αρχοντάνθρωπος, πλουσιοντυμένος, με χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα, και στο χέρι βαστούσε ένα πολύτιμο ασημένιο κουτί. Με σεβασμό περίμενε να τελειώσει ο νέος το διάβασμα του για να του το προσφέρει.

Το παλικάρι σήκωσε το κεφάλι και είδε τον απεσταλμένο του θείου Βασιλιά.

— Ποιος είσαι και τι θέλεις; ρώτησε.

— Ζητώ το Βασιλόπουλο, το γιο του Βασιλιά των Μοιρολάτρων, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος.

— Εγώ είμαι, είπε το Βασιλόπουλο. Λέγε, τι θέλεις;

Αν και τόσο απλά ντυμένος, το ύφος και η στάση του είχαν τέτοια αρχοντιά, που ο απεσταλμένος του θείου Βασιλιά έπεσε στα γόνατα.

— Αφέντη! είπε. Ο Βασιλιάς ο θείος σου και Άρχοντας μου μ' έστειλε να σου πω να έλθεις αμέσως μαζί μου στο βασίλειο του, γιατί θέλει, λέει, να σε στεφανώσει με την κόρη του τη Βασιλοπούλα.

Τα μάτια του Βασιλόπουλου άστραψαν, μα κρατήθηκε.

— Πες του Άρχοντα σου πως προσταγές δε δέχομαι, είπε. Εγώ δε θα έλθω. Δε θέλω όμως να φύγεις έτσι, με αδειανά χέρια. Μια φορά ο Άρχοντας σου έκανε ένα δώρο στον πατέρα μου, το Βασιλιά. Τότε δεν ήμασταν σε κατάσταση να του ανταποδώσομε την ευγένεια. Μα τώρα θα σου δώσω να πας στον Άρχοντα σου δώρο άξιο της τιμής που μου κάνει, διαλέγοντας εμένα μεταξύ όλων, για να γίνω γαμπρός του και άντρας της κόρης του της Βασιλοπούλας.

Κι έκαμε νόημα του Πολύκαρπου, που βγήκε ευθύς, πήδηξε στο άλογο του και πηλάλα ανέβηκε στο παλάτι, όπου ξεκαβαλίκεψε, και τρεχάτος μπήκε στην τραπεζαρία.

Ο Βασιλιάς έπαιζε σκάκι με την κυρα-Φρόνηση.

Καθισμένη πλάγι στο παράθυρο, η Ζήλιω τραγουδούσε γυρνώντας το ροδάνι της, ενώ κοντά της, σιωπηλή και γελαστή, η Πικρόχολη φάδωνε ένα μαξιλάρι.

Η Γνώση, σκυμμένη στο τραπέζι, εξέταζε με την Ειρηνούλα το λογαριασμό του μάγειρα, και η Βασίλισσα Παλάβω έπλεκε σκούφια για τη φαλάκρα του γερο-Βασιλιά.

Ο Πολύκαρπος έτρεξε ίσια στην Ειρηνούλα.

— Βασιλοπούλα μου, το γαϊδουρίσιο κεφάλι! Ήλθε η ώρα! φώναξε με κομμένη φωνή.

Κανένας δεν κατάλαβε.

— Ποια ώρα; Τι λες; ρώτησαν όλοι μαζί.

Μόνο η Ειρηνούλα εννόησε. Σηκώθηκε κατακόκκινη από τη χαρά της.

— Ήλθε μήνυμα από το θείο Βασιλιά; ρώτησε.

— Ναι, Βασιλοπούλα μου, αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος. Γυρεύει το Βασιλόπουλο για γαμπρό.

— Τι; φώναξε ο Βασιλιάς.

Η Γνώση είχε σηκωθεί και ταραγμένη ρώτησε:

— Τι αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο;

— Να η απάντηση του! φώναξε χαρούμενη η Ειρηνούλα.

Και ανεβαίνοντας σ' ένα σκαμνί, άρπαξε από πάνω από τη χρυσή κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι με την τενεκεδένια κορώνα, τα τύλιξε στο μεταξωτό κόκκινο μαντίλι που είχε φυλαγμένο στο συρτάρι της, και όλα μαζί τα έβαλε σ' ένα πανέρι, έραψε από πάνω ένα γερό πανί και τα έδωσε του Πολύκαρπου.

Ο υπασπιστής καβαλίκεψε πάλι το άλογο του και κατέβηκε στο στρατόπεδο.

Το Βασιλόπουλο πήρε το πανέρι και το έδωσε του απεσταλμένου του θείου Βασιλιά.

— Πάρε αυτό, είπε, και δώσε το στον Άρχοντά σου. Μην ξεχάσεις να του επαναλάβεις τα λόγια που σου είπα. Πήγαινε.

Και γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο του εξαδέλφου Βασιλιά είπε:

— Πες του Άρχοντα σου πως τον ευχαριστώ. Δώρα δεν του στέλνει ο Βασιλιάς ο πατέρας μου, γιατί το Κράτος μας είναι ακόμα φτωχό και χρειάζεται όλα μας τα φλουριά. Μα τη φιλία μας θα την έχει, και με χαρά δεχόμαστε τη συμμαχία που μας τιμά. Στο καλό.

Χαιρέτησαν βαθιά οι δυο απεσταλμένοι, και πήρε ο καθένας το δρόμο του.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ΙΘ’. Ο ΘΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ 19|The|| IX'. BOSKI KRÓL XV. The Uncle King

Στο μεταξύ, ο θείος Βασιλιάς είχε κατορθώσει, ύστερα από In|the meantime|the|uncle|King|had|succeeded|after|from Meanwhile, the Uncle King had managed, after

τρία χρόνια που βασανίζουνταν, να μαζέψει στρατό αρκετό three|years|that||to|gather|army|sufficient three years of torment, to gather enough troops

και να εκστρατεύσει εναντίον του ανεψιού του, του Βασιλιά των Μοιρολάτρων. and|to|campaign|against|his|nephew|the||King|of the|Fatalists and to campaign against his nephew, the King of the Fatalists.

Καβαλίκεψε το καλύτερο του άλογο, έζωσε το μεγάλο του σπαθί, κι έβαλε τους σαλπιγκτές του να περπατούν μπροστά και να σημαίνουν το θριαμβευτικό εμβατήριο. He mounted|the|best|his|horse|he strapped|the|large|his|sword|and|he put|the|trumpeters|his|to|walk|ahead|and|to|signal|the|triumphant|march He mounted his best horse, strapped on his great sword, and had his trumpeters walk ahead playing the triumphant march.

— Τραβάτε ίσια, παιδιά, φώναξε στους στρατιώτες του, και θα μπούμε ανεμπόδιστοι ως μέσα στο παλάτι του Ρήγα. Pull|straight|children|shouted|to the|soldiers|his|and|will|we will enter|unhindered|as|inside|into the|palace|of|Rigas — Keep going straight, boys, he shouted to his soldiers, and we will enter unhindered into the palace of the Prince. Περπάτησαν κάμποσες ώρες. They walked|several|hours They walked for several hours.

Κοιτάζοντας τους κάμπους του, όπου τρία χρόνια πρωτύτερα είχε επιστρέψει νικημένος και ντροπιασμένος, ο θείος Βασιλιάς λογάριαζε πως στο γυρισμό, αυτή τη φορά, θα σέρνει πίσω του τον Αστόχαστο και το Βασιλόπουλο, δεμένους από το λαιμό στη σέλα του αλόγου του. Looking|the|fields|his|where|three|years|earlier|had|returned|defeated|and|humiliated|the|uncle|King|was calculating|that|on the|return|this|the|time|would|drag|behind|him|the|Aimless|and|the|Prince|tied|by|the|neck|in the|saddle|his|horse|his Looking at his fields, where three years earlier he had returned defeated and humiliated, Uncle King calculated that on the way back, this time, he would drag behind him the Unlucky and the Prince, tied by the neck to the saddle of his horse. Και γελούσε με γέλιο σατανικό, και μέσα του χαίρουνταν από πριν τη ντροπή και τα δάκρυα των ανεψιών του. And|laughed|with|laughter|satanic|and|inside|him|rejoiced|from|before|the|shame|and|the|tears|of the|nephews|his And he laughed with a satanic laugh, and inside he rejoiced in advance at the shame and tears of his nephews.

— Αχ! Ah — Oh! Πόσο ακριβά θα μου ξεπληρώσετε τη νίκη σας εκείνη! How|dearly|will|to me|repay|the|victory|your|that How dearly will you pay me back for that victory! μούγκρισε φοβερίζοντας τον ορίζοντα με το γρόθο του. bellowed|threatening|the|horizon|with|the|fist|his he bellowed, threatening the horizon with his fist.

Αλλά έξαφνα σταμάτησε κι έτριψε τα μάτια του. But|suddenly|he stopped|and|he rubbed|the|eyes|his But suddenly he stopped and rubbed his eyes. Ύστερα κοίταξε πάλι μπροστά του, δεξιά, αριστερά, τσίμπησε δυνατά το μπράτσο του να δει αν κοιμάται, και πάλι έτριψε τα μάτια του. Then|he looked|again|in front of|him|right|left|he pinched|hard|the|arm|his|to|see|if|he sleeps|and|again|he rubbed|the|eyes|his Then he looked again in front of him, to the right, to the left, pinched his arm hard to see if he was dreaming, and rubbed his eyes again.

— Μα τι έπαθα λοιπόν; είπε ανήσυχα. But|what|happened|then|he said|anxiously — But what has happened to me then? he said anxiously. Ξυπνητός ονειρεύομαι; Και φώναξε: awake|I dream|And|he shouted Am I dreaming while awake? And he shouted:

— Στρατηγέ! General — General!

Ο στρατηγός ζύγωσε και υποκλίθηκε ως κάτω. The|general|approached|and|bowed|as|low The general approached and bowed down.

— Άρχοντα μου; Lord|my — My lord?

— Κοίταξε μπροστά σου, εκεί, και πες μου, τι βλέπεις; Look|ahead|to you|there|and|tell|me|what|do you see — Look ahead of you, there, and tell me, what do you see?

— Κάστρο, Άρχοντα μου. Castle|Lord|my — Castle, my Lord.

— Είσαι στραβός! You are|blind — You are blind! Φώναξε τον υποστράτηγο! Call|the|brigadier general Call the brigadier! είπε με θυμό ο θείος Βασιλιάς. said|with|anger|the|uncle|King said Uncle King angrily.

Και ήλθε ο υποστράτηγος και υποκλίθηκε ως κάτω. And|came|the|brigadier|and|bowed|as|down And the brigadier came and bowed down.

— Άρχοντα μου; Lord|my — My lord?

— Ρίξε μια ματιά γύρω σου, εκεί, κατά τα σύνορα, και πες μου τι βλέπεις; Take|a|look|around|you|there|near|the|borders|and|tell|me|what|you see — Take a look around you, there, at the borders, and tell me what you see?

— Κάστρα, Άρχοντα μου. Castles|Lord|my — Castles, my lord.

— Είσαι βλάκας! You are|idiot — You are a fool! ξεφώνισε άγρια ο θείος Βασιλιάς, βλάκας και προδότης! shouted|fiercely|the|uncle|King|fool|and|traitor the uncle King shouted fiercely, fool and traitor! Πες αμέσως στον εκατόνταρχο να έλθει, κι εξαφανίσου από μπρος μου! Tell|immediately|to the|centurion|to|come|and|disappear|from|in front of|me Tell the centurion to come immediately, and disappear from before me!

Και ήλθε ο εκατόνταρχος και υποκλίθηκε ως κάτω. And|came|the|centurion|and|bowed|as|down And the centurion came and bowed down.

— Βλέπεις εκείνο το πέρα βουνό; ρώτησε απότομα ο θείος Βασιλιάς. Do you see|that|the|far|mountain|asked|abruptly|the|uncle|King — Do you see that mountain over there? the uncle King asked abruptly.

— Ναι, Άρχοντα μου. Yes|my Lord|my — Yes, my Lord.

— Τι έχει απάνω εκεί, σαν κάτι πέτρες στοιβαγμένες! What|is there|up|there|like|some|stones|stacked — What is up there, like some stacked stones!

— Δεν είναι πέτρες στοιβαγμένες, είπε ο εκατόνταρχος σκιάζοντας τα μάτια του με το χέρι, είναι τρανό κάστρο… Not|are|stones|stacked|said|the|centurion|shading|the|eyes|his|with|the|hand|is|grand|castle — They are not stacked stones, said the centurion, shading his eyes with his hand, they are a grand castle…

Δεν πρόφθασε να τελειώσει. Not|managed|to|finish He didn't manage to finish. Με μια σπαθιά ο θείος Βασιλιάς του είχε κόψει το κεφάλι. With|a|sword stroke|the|uncle|King|his|had|cut|the|head With a single stroke, Uncle Basil had cut off his head.

Τότε γύρισε στους στρατιώτες του και φώναξε αφρισμένος: Then|turned|to the|soldiers|his|and|shouted|frothing Then he turned to his soldiers and shouted, frothing:

— Τι στέκει εκεί απάνω, παιδιά, θα μου το πείτε επιτέλους; What|stands|there|up|kids|will|to me|it|tell|finally — What is standing up there, boys, will you finally tell me?

Και όλος μαζί ο στρατός φώναξε: And|all|together|the|army|shouted And the whole army shouted:

— Κάστρο, και παρακάτω άλλο κάστρο, και πέρα άλλο κάστρο, και, όσο πάει το μάτι, κάστρα και πάλι κάστρα! Castle|and|further down|another|castle|and|beyond|another|castle|and|as far as|goes|the|eye|castles|and|again|castles — Castle, and another castle further down, and another castle beyond that, and as far as the eye can see, castles and more castles!

Τότε ο θείος Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι κι έκλαψε με λύσσα. Then|the|uncle|King|bowed|the|head|and|cried|with|rage Then the dear King bowed his head and cried out in despair.

Έστειλε ένα σώμα προσκόπους να δουν τι ήταν αυτά τα κάστρα. He sent|a|group|scouts|to|see|what|were|these|the|castles He sent a group of scouts to see what these castles were. Μόλις όμως έκαναν να πλησιάσουν, βροχή από βέλη τους έτρεψε σε φυγή. As soon as|but|they tried|to|approach|rain|of|arrows|them|drove|into|flight But as soon as they tried to approach, a rain of arrows drove them to flee.

Πήγαν παρακάτω, το ίδιο. They went|further|the|same They went further down, the same.

Έκαναν να περάσουν μεταξύ σε δυο κάστρα, και από τις δυο μεριές τόσα βέλη πέταξαν, που οι μισοί στρατιώτες έμειναν στον τόπο. They tried|to|pass|between|in|two|castles|and|from|the|two|sides|so many|arrows|were shot|that|the|half|soldiers|remained|on the|spot They tried to pass between two castles, and from both sides so many arrows were thrown that half the soldiers fell on the spot.

Σαν είδε ο θείος Βασιλιάς πως δεν μπορούσε πια να περάσει, δάγκωσε με μανία τα χέρια του και χόλιασε τόσο, που αρρώστησε πάλι και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στο παλάτι του. When|saw|the|uncle|King|that|not|could|anymore|to|pass|bit|with|rage|the|hands|his|and|||||||was forced|to|return|back|to the|palace|his When Uncle King saw that he could no longer pass, he bit his hands in fury and cursed so much that he fell ill again and had to return to his palace.

Κάμποσες μέρες έμεινε κακιωμένος και κλεισμένος στα δωμάτιά του. Several|days|remained|upset|and|locked|in the|rooms|his He stayed angry and locked in his rooms for several days. Ύστερα φώναξε τον αρχικαγκελάριό του και του είπε: Then|he called|his|chancellor|his|and|to him|he said Then he called his chancellor and said:

— Πάρε αμέσως δέκα από τους καλύτερους στρατιώτες της σωματοφυλακής μου, πήγαινε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων και πες του Βασιλόπουλου να έλθει αμέσως εδώ, μαζί σου, γιατί θέλω να τον στεφανώσω με την κόρη μου τη Βασιλοπούλα. Take|immediately|ten|from|the|best|soldiers|of|bodyguard|my|go|to the|kingdom|of the|Fatalists|and|tell|to the|Prince|to|come|immediately|here|together|with you|because|I want|to|him|crown|with|the|daughter|my|the|Princess — Take immediately ten of the best soldiers from my bodyguard, go to the kingdom of the Fatalists and tell the Prince to come here with you right away, because I want to crown him with my daughter the Princess. Πήγαινε! Go Go!

Κι έφυγε ο αρχικαγκελάριος με τους δέκα σωματοφύλακες και πήγε στο βασίλειο των Μοιρολάτρων, όπου ζήτησε να δει το Βασιλόπουλο. And|he left|the|chancellor|with|the|ten|bodyguards|and|he went|to the|kingdom|of the|Fatalists|where|he asked|to|see|the|Prince And the chancellor left with the ten bodyguards and went to the kingdom of the Fatalists, where he requested to see the Prince.

Τον οδήγησαν σε μια σκηνή. They|led|to|a|tent They led him to a tent. Καθισμένο σε ξύλινο σκαμνί, εμπρός σε χοντροπελεκημένο σανιδένιο τραπέζι, ένα νέο παλικάρι διάβαζε κάτι χαρτιά. Sitting|on|wooden|stool|in front of|on|roughly hewn|made of planks|table|a|young|man|was reading|some|papers Sitting on a wooden stool, in front of a rough-hewn wooden table, a young man was reading some papers. Και με την άκρη του ματιού του είδε με απορία ο αρχικαγκελάριος πως τα χαρτιά αυτά είχαν τη χρυσή βούλα του εξαδέλφου Βασιλιά. And|with|the|corner|of|eye|his|saw|with|curiosity|the|chancellor|that|the|papers|these|had|the|golden|seal|of|cousin|King And with the corner of his eye, the chancellor saw with surprise that these papers had the golden seal of his cousin the King.

Το παλικάρι φορούσε άσπρα μάλλινα ρούχα, και δεν ξεχώριζε καθόλου από τους άλλους στρατιώτες που τον περιτριγύριζαν, μόνο που στη μέση είχε μια πολυφορεμένη πέτσινη ζώνη όπου διακρίνουνταν ένας μαύρος λεκές. The|young man|wore|white|woolen|clothes|and|not|distinguished|at all|from|the|other|soldiers|who|him|surrounded|only|that|at the|waist|had|a|well-worn|leather|belt|where||a|black|stain The young man wore white woolen clothes, and he did not stand out at all from the other soldiers surrounding him, except that he had a worn leather belt around his waist where a black stain was visible.

Και όμως μπροστά του, γονατισμένος, ήταν ένας ηλικιωμένος αρχοντάνθρωπος, πλουσιοντυμένος, με χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα, και στο χέρι βαστούσε ένα πολύτιμο ασημένιο κουτί. And|yet|in front of|him|kneeling|was|a|elderly|nobleman|richly dressed|with|gold-embroidered|velvet|clothes|and|in the|hand|held|a|precious|silver|box And yet before him, kneeling, was an elderly nobleman, richly dressed, in gold-embroidered velvet clothes, and in his hand, he held a precious silver box. Με σεβασμό περίμενε να τελειώσει ο νέος το διάβασμα του για να του το προσφέρει. With|respect|he waited|to|finish|the|young man|the|study|his|in order to|to|him|it|offer He waited respectfully for the young man to finish his reading in order to offer it to him.

Το παλικάρι σήκωσε το κεφάλι και είδε τον απεσταλμένο του θείου Βασιλιά. The|young man|raised|the|head|and|saw|the|messenger|of|uncle|King The young man lifted his head and saw the envoy of his uncle the King.

— Ποιος είσαι και τι θέλεις; ρώτησε. Who|are you|and|what|do you want|asked — Who are you and what do you want? he asked.

— Ζητώ το Βασιλόπουλο, το γιο του Βασιλιά των Μοιρολάτρων, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος. I seek|the|Prince|the|son|of|King|of|Fatalists|replied|the|chancellor — I seek the Prince, the son of the King of the Fatalists, replied the chancellor.

— Εγώ είμαι, είπε το Βασιλόπουλο. I|am|said|the|Prince — I am he, said the Prince. Λέγε, τι θέλεις; Say|what|you want Speak, what do you want?

Αν και τόσο απλά ντυμένος, το ύφος και η στάση του είχαν τέτοια αρχοντιά, που ο απεσταλμένος του θείου Βασιλιά έπεσε στα γόνατα. Although|and|so|simply|dressed|the|demeanor|and|the|posture|his|had|such|nobility|that|the|messenger|of the|uncle|King|fell|to the|knees Although so simply dressed, his demeanor and posture had such nobility that the envoy of the uncle King fell to his knees.

— Αφέντη! Master — My lord! είπε. he said he said. Ο Βασιλιάς ο θείος σου και Άρχοντας μου μ' έστειλε να σου πω να έλθεις αμέσως μαζί μου στο βασίλειο του, γιατί θέλει, λέει, να σε στεφανώσει με την κόρη του τη Βασιλοπούλα. The|King|the|uncle|your|and|Lord|my|me|sent|to|you|tell|to|come|immediately|with|me|to the|kingdom|his|because|wants|he says|to|you|crown|with|the|daughter|his|the|Princess Your uncle the King and my Lord sent me to tell you to come immediately with me to his kingdom, because he wants, he says, to crown you with his daughter the Princess.

Τα μάτια του Βασιλόπουλου άστραψαν, μα κρατήθηκε. The|eyes|of|Vasilopoulos|sparkled|but|held back The eyes of the Prince sparkled, but he held back.

— Πες του Άρχοντα σου πως προσταγές δε δέχομαι, είπε. Tell|him|Lord|your|that|orders|not|I accept|he said — Tell your Lord that I do not accept commands, he said. Εγώ δε θα έλθω. I|not|will|come I will not come. Δε θέλω όμως να φύγεις έτσι, με αδειανά χέρια. I don't|want|but|to|leave|like this|with|empty|hands But I do not want you to leave like this, with empty hands. Μια φορά ο Άρχοντας σου έκανε ένα δώρο στον πατέρα μου, το Βασιλιά. Once|time|the|Lord|your|made|a|gift|to the|father|my|the|King Once the Lord gave a gift to my father, the King. Τότε δεν ήμασταν σε κατάσταση να του ανταποδώσομε την ευγένεια. Then|not|we were|in|condition|to|to him|repay|the|kindness At that time we were not in a position to reciprocate his kindness. Μα τώρα θα σου δώσω να πας στον Άρχοντα σου δώρο άξιο της τιμής που μου κάνει, διαλέγοντας εμένα μεταξύ όλων, για να γίνω γαμπρός του και άντρας της κόρης του της Βασιλοπούλας. But|now|will|to you|I will give|to|go|to the|Lord|your|gift|worthy|of the|honor|that|to me|does|choosing|me|among|all|to|to|become|groom|of him|and|husband|of the|daughter|of him|the|Princess But now I will give you a gift to take to your Lord, worthy of the honor he does me by choosing me among all, to become his son-in-law and the husband of his daughter, the Princess.

Κι έκαμε νόημα του Πολύκαρπου, που βγήκε ευθύς, πήδηξε στο άλογο του και πηλάλα ανέβηκε στο παλάτι, όπου ξεκαβαλίκεψε, και τρεχάτος μπήκε στην τραπεζαρία. And|made|signal|to him|Polycarpus|who|exited|immediately|jumped|on the|horse|his|and|galloping|rode up|to the|palace|where|dismounted|and|running|entered|in the|dining room And he signaled to Polycarp, who immediately came out, jumped on his horse, and galloped up to the palace, where he dismounted and hurried into the dining room.

Ο Βασιλιάς έπαιζε σκάκι με την κυρα-Φρόνηση. The|King|played|chess|with|the|| The King was playing chess with Lady Frosini.

Καθισμένη πλάγι στο παράθυρο, η Ζήλιω τραγουδούσε γυρνώντας το ροδάνι της, ενώ κοντά της, σιωπηλή και γελαστή, η Πικρόχολη φάδωνε ένα μαξιλάρι. Sitting|sideways|at the|window|the|Ziliou|sang|turning|the|spinning wheel|her|while|near|her|silent|and|smiling|the|Pikroholi|was sewing|a|pillow Sitting by the window, Zili sang while turning her spindle, while nearby, silent and smiling, Pikroholi was stuffing a pillow.

Η Γνώση, σκυμμένη στο τραπέζι, εξέταζε με την Ειρηνούλα το λογαριασμό του μάγειρα, και η Βασίλισσα Παλάβω έπλεκε σκούφια για τη φαλάκρα του γερο-Βασιλιά. The|Knowledge|bent|at the|table|was examining|with|the|little Irini|the|bill|of the|cook|and|the|Queen|Palavo|was knitting|hats|for|the|baldness|of the|| Knowledge, bent over the table, was examining the cook's bill with Irinoula, and Queen Palavo was knitting a cap for the bald old King.

Ο Πολύκαρπος έτρεξε ίσια στην Ειρηνούλα. The|Polycarp|ran|straight|to the|Irinoula Polycarp ran straight to Irinoula.

— Βασιλοπούλα μου, το γαϊδουρίσιο κεφάλι! Princess|my|the|donkey|head — My princess, the donkey's head! Ήλθε η ώρα! The time has come|the|hour The time has come! φώναξε με κομμένη φωνή. shouted|with|cut|voice she shouted with a choked voice.

Κανένας δεν κατάλαβε. No one|not|understood No one understood.

— Ποια ώρα; Τι λες; ρώτησαν όλοι μαζί. What|time|What|you say|asked|everyone|together — What time? What are you saying? they all asked together.

Μόνο η Ειρηνούλα εννόησε. Only|the|Eirini|understood Only Irinoula understood. Σηκώθηκε κατακόκκινη από τη χαρά της. She rose|bright red|from|her|joy|her She got up bright red from her joy.

— Ήλθε μήνυμα από το θείο Βασιλιά; ρώτησε. Did come|message|from|the|uncle|King|he asked — Did a message come from Uncle King? she asked.

— Ναι, Βασιλοπούλα μου, αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος. Yes|Princess|my|replied|the|Polykarpos — Yes, my Princess, Polykapos replied. Γυρεύει το Βασιλόπουλο για γαμπρό. He seeks|the|Prince|for|son-in-law He is looking for the Prince for a groom.

— Τι; φώναξε ο Βασιλιάς. What|shouted|the|King — What? shouted the King.

Η Γνώση είχε σηκωθεί και ταραγμένη ρώτησε: The|Knowledge|had|risen|and|disturbed|asked Knowledge had stood up and asked anxiously:

— Τι αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο; What|did the prince|the|prince — What did the Prince reply?

— Να η απάντηση του! Here is|the|answer|his — Here is his answer! φώναξε χαρούμενη η Ειρηνούλα. shouted|happily|the|Eirini shouted little Irinoula happily.

Και ανεβαίνοντας σ' ένα σκαμνί, άρπαξε από πάνω από τη χρυσή κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι με την τενεκεδένια κορώνα, τα τύλιξε στο μεταξωτό κόκκινο μαντίλι που είχε φυλαγμένο στο συρτάρι της, και όλα μαζί τα έβαλε σ' ένα πανέρι, έραψε από πάνω ένα γερό πανί και τα έδωσε του Πολύκαρπου. And|climbing|on|a|stool|grabbed|from|above|from|the|golden|console|the|hanging|donkey|head|with|the|tin|crown|them|wrapped|in the|silk|red|scarf|that|he had|stored|in the|drawer|her|and|all|together|them|put|in|a|basket|sewed|from|above|a|strong|cloth|and|them|gave|to|Polykarpos And climbing onto a stool, he grabbed the hanging donkey head with the tin crown from above the golden console, wrapped it in the silk red scarf he had kept in his drawer, and put everything in a basket, sewed a sturdy cloth on top, and gave it to Polycarp.

Ο υπασπιστής καβαλίκεψε πάλι το άλογο του και κατέβηκε στο στρατόπεδο. The|aide-de-camp|mounted|again|the|horse|his|and|dismounted|to the|camp The aide mounted his horse again and rode down to the camp.

Το Βασιλόπουλο πήρε το πανέρι και το έδωσε του απεσταλμένου του θείου Βασιλιά. The|Prince|took|the|basket|and|the|gave|to the|messenger|of the|uncle|King The Prince took the basket and handed it to the messenger of his uncle the King.

— Πάρε αυτό, είπε, και δώσε το στον Άρχοντά σου. Take|this|he said|and|give|it|to your|Lord|your — Take this, he said, and give it to your Lord. Μην ξεχάσεις να του επαναλάβεις τα λόγια που σου είπα. Don't|forget|to|to him|repeat|the|words|that|to you|I said Don't forget to repeat to him the words I told you. Πήγαινε. Go Go.

Και γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο του εξαδέλφου Βασιλιά είπε: And|turning|to the|chancellor|of the|cousin|King|he said And turning to the Chancellor of his cousin the King, he said:

— Πες του Άρχοντα σου πως τον ευχαριστώ. Tell|him|Lord|your|that|him|I thank — Tell your Lord that I thank him. Δώρα δεν του στέλνει ο Βασιλιάς ο πατέρας μου, γιατί το Κράτος μας είναι ακόμα φτωχό και χρειάζεται όλα μας τα φλουριά. Gifts|not|to him|sends|the|King|the|father|my|because|the|State|our|is|still|poor|and|needs|all|our|the|coins My father the King does not send him gifts, because our State is still poor and needs all our coins. Μα τη φιλία μας θα την έχει, και με χαρά δεχόμαστε τη συμμαχία που μας τιμά. But|our|friendship|us|will|it|have|and|with|joy|we accept|the|alliance|that|us|honors But he will have our friendship, and we gladly accept the alliance that honors us. Στο καλό. to|well Goodbye.

Χαιρέτησαν βαθιά οι δυο απεσταλμένοι, και πήρε ο καθένας το δρόμο του. They greeted|deeply|the|two|messengers|and|took|the|each|the|road|his The two envoys deeply bowed, and each took their own path.

SENT_CWT:AFkKFwvL=4.63 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.58 en:AFkKFwvL openai.2025-01-22 ai_request(all=129 err=0.00%) translation(all=107 err=0.00%) cwt(all=1155 err=1.30%)