Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (2)
- Δεν το αγόραζα εγώ. Το παλάτι μου το προμήθευε.
- Και το παλάτι από πού το έπαιρνε;
- Αχ, παιδί μου, ήταν τον καιρό που όλα πρόκοβαν εδώ! Τόσα παλικάρια και φαμελίτες άνθρωποι ζούσαν από τα μεταλλεία του Κράτους. Τους έβλεπες σα μερμήγκια και κατέβαιναν κάθε μέρα στα πηγάδια κι έβγαζαν τις πέτρες, και άλλοι τόσοι δούλευαν στα συνεργεία όπου χώριζαν το μέταλλο από την πέτρα. Εγώ τότε διεύθυνα εκατό δουλευτάδες τεχνίτες, κερδίζαμε μπόλικα το ψωμί μας, δεν ήταν ένας από μας που να μην είχε το βραστό του ή την κότα του την Κυριακή. Παν και παν αυτοί οι καιροί! στέναξε ο Κακομοιρίδης.
- Και γιατί άραγε να μην ξανάρθουν οι καλές μέρες; είπε μ' ενθουσιασμό το Βασιλόπουλο. Γιατί να μην ξαναρχίσει η δουλειά, να βγάζουν πάλι σίδερο και να φτιάνεις εσύ σπαθιά και σαΐτες και λόγχες;
Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε:
- Και ποιος θα πληρώσει τους δουλευτάδες; Ο Βασιλιάς μουφλούζεψε. Ούτε να φάγει πια δεν έχει.
Το Βασιλόπουλο έσκυψε το κεφάλι, καταθλιμμένο Φλουριά του χρειάζουνταν! Πού να βρει φλουριά;
Θυμήθηκε το χαμένο θησαυρό και σφίχθηκε η καρδιά του. Ση- κώθηκε και αποχαιρέτησε τον Κακομοιρίδη και την κόρη του.
- Έλα, είπε της Ειρηνούλας. Πάμε ευθύς στου δασκάλου. Μα δεν πρόφθασαν να πάνε ως το σπίτι του, τον αντάμωσαν στο δρόμο.
- Ώρες καλές, παιδί μου, είπε ο δάσκαλος αναγνωρίζοντας τ' αδέλφια. Για πού;
- Εσένα γύρευα, είπε το Βασιλόπουλο. Μια χάρη έχω να σου ζητήσω κι έρχουμουν στο σπίτι σου.
- Κρίμα! Ίσα-ίσα πηγαίνω στου αδελφού μου που κάθεται στη χώρα. Δεν κάνει άραγε να μου τα πεις στο δρόμο;
- Γιατί όχι; Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στη χώρα με την αδελφή μου, ώστε πηγαίνοντας τα λέμε Έχω μια πρόταση να σου κάνω. Θέλω να μάθω γράμματα. Με μαθαίνεις εσύ;
- Μπράβο! Μα πόσα μου πληρώνεις; Ξέρεις πως είμαι φτωχός άνθρωπος. Δεν μπορώ χάρισμα να διδάσκω…
- Φλουριά δεν έχω, ούτε τίποτε άλλο, διέκοψε το Βασιλόπουλο, μα θα σου προτείνω μια συμφωνία. Εσύ δεν έχεις για να ζήσεις παρά λίγα χορταρικά που σου καλλιεργούν τα παιδιά…
- Όχι χορταρικά, μόνο ρίζες, διέκοψε ο δάσκαλος. Δε φυτεύω πια παρά καρότα, κρεμμύδια και τέτοια πράματα, που ο καρπός τους δε φαίνεται. Ειδεμή μου τα κλέβουν.
- Καλά. Σου προτείνω λοιπόν εγώ να σου φέρνω κανένα πουλί ή λαγό ή κουνέλι, ή ό,τι άλλο κυνήγι σκοτώσω, για κάθε μάθημα που θα μου κάνεις. Δέχεσαι;
- Ακούς λέει! είπε καταχαρούμενος ο δάσκαλος Τόσα χρόνια έχω να φάγω κρέας, που ξέχασα και τη γεύση του.
Περνούσαν από το δάσος.
Ο δάσκαλος πήρε ένα χοντρό ξερό κλαδί, το έκοψε σε μικρά τετραγωνάκια και χάραξε από ένα γράμμα στο καθένα. Ύστερα κάθησε στη ρίζα ενός δέντρου και τ' άπλωσε μπροστά του. - Ελάτε, είπε, να σας μάθω τα ψηφία πρώτα-πρώτα.
Τ' αδέλφια κάθησαν κοντά του και το μάθημα άρχισε. Ο δάσκαλος είχε υπομονή και οι μαθητές ζήλο και πόθο να μάθουν. Ώστε ο ήλιος είχε βασιλέψει, και ακόμα κάθουνταν οι τρεις στα πόδια του δέντρου, ανακατώνοντας και ξαναδιαλέγοντας τα ξυλαράκια και σχηματίζοντας συλλαβές και λέξεις.
- Καλά, είπε ο δάσκαλος. Αν τα πηγαίνομε πάντα έτσι, γρήγορα θα μάθετε περισσότερα και από μένα Σε λίγο θα σας δώσω και βιβλία να διαβάζετε μοναχοί σας.
Πήραν πάλι τό δρόμο της χώρας. Πηγαίνοντας κουβέντιαζαν.
- Τον καιρό του Συνετού Α', αν περνούσες από δω, θα έλεγες πως όλη η χώρα ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο, είπε ο δάσκαλος. - Τι δουλειά έκαναν; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Καράβια, αποκρίθηκε ο δάσκαλος. Και πρωτομάστορης ήταν ο αδελφός μου. Έκοβαν τα δέντρα, τα κατέβαζαν στο ποτάμι, χτίζουνταν εκεί τα βασιλικά καράβια κι έμπαιναν στο ναύσταθμο…
- Πού είναι τώρα ο αδελφός σου; ρώτησε με λαχτάρα το Βασιλόπουλο.
- Στη χώρα βρίσκεται, εκεί πηγαίνω απόψε. Μα κουτσοζεί ο κακομοίρης, με το μεροδούλι-μεροφάγι Μια στραβή να του έλθει, μια ν' αρρωστήσει, θα βρεθεί χωρίς ψωμί. - Πώς τον λένε;
- Αμοιράκο-πρωτομάστορη, για να τον διακρίνουν από μένα που είμαι Αμοιράκος-δάσκαλος.
- Ήθελα να τον γνωρίσω, είπε το Βασιλόπουλο.
- Γιατί όχι; Αντί να τρέχεις στο Σχολείο του Κράτους, έλα αύριο στο σπίτι του να κάνεις το μάθημα σου. Αν έλθεις νωρίς θα με βρεις εκεί.
- Καλά, θα έρθω.
Εμπρός στην πόρτα του πρωτομάστορη ο δάσκαλος τους αποχαιρέτησε, και το Βασιλόπουλο με την Ειρηνούλα ανέβηκαν στο βουνό.
Ήταν πια αργά σαν έφθασαν στο παλάτι. Όλοι κοιμούνταν.
Μόνος ο Πολύκαρπος τους περίμενε με ανησυχία, και μια έβγαινε ως έξω να δει αν φθάνουν, και μια γύριζε στον μπάγκο όπου κοιμούνταν ξαπλωμένος ο Πολύδωρος, και του έλεγε τις ανησυχίες του, που ο άλλος ούτε τις άκουε
- Φύλαξα φαγί για σένα και την Αφεντιά του, τον αδελφό σου, είπε χαρούμενα της Ειρηνούλας, μόλις την είδε. Έμπα στην τραπε- ζαρία, κυρα-Βασιλοπούλα, έχω στρωμένο το τραπέζι.
Ο Πολύδωρος, ωστόσο, είχε ξυπνήσει με τις ομιλίες και άναβε δαδί, για να τους φέξει ως την τραπεζαρία. Φανάρι δεν μπορούσε να ανάψει, γιατί ούτε λαμπάδα, ούτε αλειμματοκέρι πια δε βρίσκουνταν στο παλάτι. Ώστε έμπηξε το δαδί σε μια στάμνα και με αυτό το φως κάθησαν τ' αδέλφια να φάγουν. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πήγαν πάλι στο δάσος, όπου το Βασιλόπουλο σκότωσε αγριόπουλα και κουνέλια, ενώ η Ειρηνούλα ξεφώλιαζε αυγά και μάζευε οπωρικά και χόρτα.
Όταν γύρισαν, κανείς ακόμα δεν είχε σηκωθεί! Μόνος ο Πολύ- καρπος πάλι ετοίμαζε το μαγειριό για την Ειρηνούλα.
Το Βασιλόπουλο πήρε από το μάτσο το μερδικό του δασκάλου και αποχαιρέτησε την Ειρηνούλα.
- Δε θ' αργήσω, είπε. Το σπίτι του πρωτομάστορη είναι σχεδόν στο ρίζωμα του βουνού, και θα γυρίσω μόλις τελειώσει το μάθημα
Βρήκε το δάσκαλο και τον αδελφό του, καθισμένους στο σαχνισί [Σαχνισί: σκεπαστός εξώστης κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια] του σπιτιού, που έτρωγαν ψωμί κι ελιές.
- Καλό στο παλικάρι, είπε ο δάσκαλος, και του σύστησε τον αδελφό του.
Το Βασιλόπουλο αμέσως άρχισε ομιλίες με τον πρωτομάστορη, ρωτώντας χίλιες-δυο λεπτομέρειες για τον τρόπο που έχτιζε άλλοτε τα βασιλικά καράβια, και ο πρωτομάστορης μελαγχολικά ξαναθυμούνταν τα παλιά του χρόνια, και με δάκρυα στα μάτια διηγούνταν τη συγκίνηση που είχε κάθε φορά που έβλεπε στον ποταμό κανένα καινούριο καράβι, που το είχαν φτιάσει τα δικά του χέρια.
- Δε θα είχες όρεξη να ξαναχτίσεις καράβια; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
Ο πρωτομάστορης χαμογέλασε πικρά.
- Μην κάνεις τέτοια χωρατά, είπε, δεν έχουν νοστιμάδα.
- Μ' αν βρίσκουνταν κανένας… ας πούμε πάλι ο Βασιλιάς… και σου ξαναπαράγγελνε καράβια, θα τα έκανες; - Δε θα μου τα παραγγείλει ο Βασιλιάς, κι έννοια σου, είπε ο πρωτομάστορης με περιφρόνηση. Ο Βασιλιάς όλη του τη ζωή δε σκέφθηκε παρά την ησυχία του. Τώρα είναι αργά για να ξυπνήσει. Ούτε να φάγει πια δεν έχει, ας είναι καλά οι αρχικαγκελάριοι, αρχι- στράτηγοι, στόλαρχοι και συντροφιά
- Τι έκανε ο αρχιστράτηγος, ξέρεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Για τον Μασκαρόπουλο ρωτάς; Και ποιος δεν τα ξέρει! Έκανε εκείνα που κάνουν όλοι στο παλάτι. Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε όλες. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νιώσει ο Αφέντης. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέγω. Ο κόσμος τα έχει βούκινο. Μόνος ο Βασιλιάς βρίσκεται να μην τ' ακούει, πρόσθεσε ο πρωτομάστορης. - Τι φταίγει και ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας τάχα να κοιτάξει τι γίνουνταν στο δρόμο, μα περισσότερο για να κρύψει την κοκκινάδα του προσώπου του. Τι φταίγει ο Βασιλιάς, σα δεν έχει παρά κλέφτες και μπερμπάντηδες γύρω του;
- Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του, πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του Κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορης. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε Μα πότε νοιάστηκε τίποτα; Έπειτα μας τρώγει εμάς η πονοψυχιά! Πώς να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη, ή ό,τι άλλο ασυνείδητο; «Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο», σου λένε, «γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!» Και πάει λέγοντας. Και μόνο οι τίμιοι δε βρίσκουν εδώ ψωμί!
Το Βασιλόπουλο τον διέκοψε για να μην ακούσει άλλα εναντίον του πατέρα του.
- Γιατί τρέχει ο κόσμος στο δρόμο; ρώτησε δείχνοντας δυο-τρεις χωρικούς, που με τις γυναίκες τους έφευγαν βιαστικά προς το βουνό.
Οι δυο Αμοιράκοι έσκυψαν στο παράθυρο.
- Κανένας καβγάς θα είναι πάλι, είπε ήσυχα ο πρωτομάστορης. Εμείς εδώ είμαστε συνηθισμένι σ' αυτά, δε μας κάνουν πια εντύπωση. - Γίνονται πολλοί καβγάδες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Γίνονται βέβαια, γιατί αφότου χαλάρωσε και χάθηκε η δικαιοσύνη, ο καθένας γυρεύει μόνος του να βρει το δίκαιο του και να εκδικηθεί εκείνον που τον έβλαψε ή που νομίζει πως τον έβλαψε. Κι έτσι κάθε μέρα πέφτει ξύλο στη χώρα και στα χωριά. Πολλές φορές γίνονται και φόνοι Μα πού να το νιώσει η δικαιοσύνη! Ούτε χωροφύλακας πια δεν υπάρχει!
Το Βασιλόπουλο άκουε, και η ψυχή του θλίβουνταν όλο και περισσότερο για τις δυστυχίες του τόπου του. Ό,τι και να έλεγε, πάντα στο παράπονο γύριζε η ομιλία.
- Και το μάθημα; είπε ο δάσκαλος διακόβοντας την κουβέντα. Πώς μου έφερες τόσο ορεκτικό κουνελάκι, αν δεν είναι να μάθεις και τίποτα παρακάτω;
Το Βασιλόπουλο έβγαλε τα ξυλαράκια από την τσέπη του και το μάθημα άρχισε.
- Αν μαθαίνεις τόσο δα κάθε μέρα, είπε ευχαριστημένος ο δά- σκαλος, γρήγορα θα σου δώσω τα βιβλία που σου υποσχέθηκα και που θα διαβάζεις μονάχος σου.
Έξαφνα άνοιξε η πόρτα με ορμή και ο υπασπιστής Πολύδωρος μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος.
- Αφέντη, είπε και η φωνή του έτρεμε, ο Βασιλιάς σε ζητά αμέσως. Έφθασαν κακές ειδήσεις. Η Αφεντιά του τα 'χάσε, κλαίει και σε φωνάζει, και μ' έστειλε η Βασιλοπούλα να σου πω να έλθεις ευθύς. - Αφέντη; αναφώνησε ζαλισμένος ο δάσκαλος
Ο πρωτομάστορης αναπήδησε.
- Αφέντη; επανέλαβε.
Το Βασιλόπουλο είχε σηκωθεί. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο.
- Ο θείος Βασιλιάς… μουρμούρισε.
- Ποιος είσαι! Ποιος είσαι! φώναξε ο πρωτομάστορης, που με τρόμο θυμήθηκε τα λόγια που είχε ξεστομίσει πρωτύτερα.
- Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο τείνοντας του το χέρι. Και τώρα σου το διατάζω εγώ, ν' αφήσεις τη δουλειά σου και να χτίσεις καινούριο στόλο. Και αν δεν έχω φλουριά, και αν περάσουν χρόνια και δέ σε πληρώσω, πάλι να μη σταματήσεις, παρά να δουλέψεις ώσπου να σκεπαστεί πάλι το ποτάμι με καράβια. Ήλθε η ώρα όπου θα κάνομε θυσίες Ξέχασε το άτομο σου και το συμφέρο σου, δούλεψε μόνο για το κοινό καλό του τόπου. Το ζητά η Πατρίδα, και θα σου δώσω το παράδειγμα.
Ο πρωτομάστορης έπεσε στα γόνατα, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε.
- Θα σου ξαναχτίσω στόλο, είπε με δύναμη, και θα δουλέψω ώσπου ν' αποστάσω. Και βγήκε έξω το Βασιλόπουλο με αναστατωμένη την ψυχή.
Ο Πολύδωρος τον ακολούθησε.
Τα τελευταία εκείνα λόγια τον είχαν εξάψει και η καρδιά του φούσκωνε από αγάπη και θαυμασμό για τον νέον Αφέντη του που τα είχε ξεστομίσει.