The challenge of talking with children about life and death | Danai Papadatou | TEDxThessaloniki
Μετάφραση: Eleni Tziafa Επιμέλεια: Maria Pericleous
Θέλω να ξεκινήσω λέγοντάς σας ένα παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα κοριτσάκι που το λέγανε Ιλεάνα,
ξαφνιάστηκε όταν ένα πρωί που ξύπνησε
βρήκε στην άκρη του κρεβατιού της έναν δράκο,
τόσο μικρό όσο ένα γατάκι.
Τον πλησίασε, τον χάιδεψε
και ο δράκος χαρούμενα κούνησε την ουρά του.
Τότε η Ιλεάνα αμέσως έτρεξε στη μαμά της, φωνάζοντας:
«Μαμά, μαμά! Υπάρχει ένας δράκος στο δωμάτιό μου!»
«Μα, τι είναι αυτά που λες τώρα, Ιλέανα. Αφού δεν υπάρχουν δράκοι»
της απάντησε εκείνη.
Όταν γύρισε στο δωμάτιό της η Ιλεάνα να ντυθεί,
ο δράκος την πλησίασε και πάλι κουνώντας χαρούμενα την ουρά του
αλλά η Ιλεάνα αυτή τη φορά δεν τον χάιδεψε.
Εφόσον η μαμά της έλεγε ότι δεν υπάρχουν δράκοι,
θα ήταν πολύ χαζό να χαϊδεύει έναν ανύπαρκτο δράκο.
Όταν κάθισε στο τραπέζι να πάρει πρωινό...
πάνω στο τραπέζι κάθισε και ο δράκος!
Και άντε τώρα πώς να πεις σ' έναν δράκο που δεν υπάρχει:
«Κατέβα από το τραπέζι και μη μου τρως το πρωινό»;
Όσο αγνοούσε η Ιλέανα τον δράκο,
εκείνος μεγάλωνε, μεγάλωνε κι όλο μεγάλωνε
ώσπου κατέλαβε όλο τον χώρο του σπιτιού
και κάποια στιγμή το σήκωσε στην πλάτη του και άρχισε να τρέχει.
Επιστρέφοντας από τη δουλειά ο πατέρας της Ιλεάνας ξαφνιάστηκε
όταν διαπίστωσε ότι το σπίτι του έλειπε.
Ευτυχώς μια γειτόνισσα του έδειξε
την κατεύθυνση προς την οποία το είδε να φεύγει,
κι όταν βρέθηκε με τη γυναίκα και την κόρη του, τις ρώτησε:
«Καλά πώς έγινε όλο αυτό;»
«Υπάρχει ένα δράκος...» ξεκίνησε να λέει η Ιλεάνα,
και τη διέκοψε η μαμά της:
«Ιλεάνα, αφού δεν υπάρχουν δράκοι.»
«Όχι, όχι» επέμεινε η Ιλεάνα,
«υπάρχει ένας δράκος, ένας πολύ μεγάλος δράκος»
και τον χάιδεψε στο κεφάλι.
Και όσο τον χάιδευε, τόσο ο δράκος μίκραινε κι άλλο μίκραινε κι άλλο μίκραινε
μέχρι που απέκτησε και πάλι το μέγεθος ενός μικρού γατιού.
Παίρνοντας τον δράκο αγκαλιά, η μαμά της Ιλέανας αναρωτήθηκε:
«Καλά, γιατί έπρεπε να μεγαλώσει τόσο;»
Κι η Ιλεάνα της απάντησε:
«Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι απλά ήθελε να τον προσέξουμε».
Ο δράκος αυτού του παραμυθιού που έγραψε ο Τζακ Κεντ και διασκεύασα εγώ,
μπορεί να είναι οι φόβοι που έχει ένα παιδί και μια οικογένεια.
Κι ένας φόβος είναι και ο θάνατος
που είναι μέσα στις σκέψεις και τις απορίες των παιδιών,
όπως ήταν και της μικρής Ιλεάνας.
Ιλέανα υπήρξα κι εγώ.
Αναζητώντας να δώσω απαντήσεις,
προσέγγισα το δικό μου δράκο,
μέσα από την επαγγελματική μου ενασχόληση
με παιδιά που έρχονται, νωρίς στη ζωή,
αντιμέτωπα με το δικό τους θάνατο
ή την απώλεια αγαπημένου τους προσώπου.
Παιδί και θάνατος:
είναι δυο λέξεις που μοιάζουν ασύμβατες.
Κι όμως, ο θάνατος υπάρχει στη ζωή των παιδιών,
μες στα παραμύθια, τα παιχνίδια, τις ταινίες, τις ειδήσεις που βλέπουν,
τις απώλειες που βιώνουν στο άμεσο περιβάλλον τους.
Είναι απόλυτα φυσιολογικό να έχουν απορίες,
να θέλουν να καταλάβουν τι γίνεται αυτός που πεθαίνει, θα ξαναγυρίσει;
Αυτές οι απορίες τους είναι απόλυτα φυσιολογικές,
δεν έχουν τίποτα το παθολογικό και τίποτα το μακάβριο.
Αποτελούν ένδειξη ότι ωριμάζουν συναισθηματικά και γνωστικά
και γι' αυτό προσπαθούν να κατανοήσουν τα μυστήρια της ζωής,
όπως είναι η γέννηση και ο θάνατος.
Το πρόβλημά τους είμαστε συνήθως εμείς οι ενήλικες,
οι οποίοι στεκόμαστε αμήχανοι
και πολλές φορές αναρωτιόμαστε τι πρέπει να πούμε.
Αντί να βιαζόμαστε να δώσουμε απαντήσεις
είναι πολύ προτιμότερο να διευκολύνουμε το παιδί να ξεδιπλώσει τη σκέψη του,
και να καταλάβουμε τι είναι αυτό που το απασχολεί τη συγκεκριμένη στιγμή.
Αφορά ένα γεγονός που κέντρισε την περιέργειά του,
ένα νεκρό πουλί στο σχολείο;
Αναστατώθηκε από το θάνατο ενός ανθρώπου;
Το γονιό ενός συμμαθητή;
Αγωνιά για το δυνητικό θάνατο του γονιού του που καπνίζει πολύ
και μας ρωτάει έμμεσα αν όλοι όσοι καπνίζουν πάντα πεθαίνουν;
Η πορεία της συζήτησης θα εξαρτηθεί πολύ
απ' αυτό που απασχολεί το παιδί τη συγκεκριμένη στιγμή,
και πρέπει πάντα να είναι προσαρμοσμένη στο εξελικτικό στάδιο του κάθε παιδιού.
Με τα μικρά παιδιά χρησιμοποιούμε απλές λέξεις, ξεκάθαρες.
Εξηγούμε, για παράδειγμα, ότι όταν κάποιος πεθαίνει,
σταματάει να λειτουργεί το σώμα του,
παύει να χτυπάει η καρδιά του,
δεν αναπνέει, δεν αισθάνεται, δεν σκέφτεται, και τότε εμείς βάζουμε το σώμα του μέσα σε ένα κουτί το οποίο λέγεται φέρετρο
και το τοποθετούμε μέσα στη γη σε ένα χώρο που λέγεται νεκροταφείο.
Κι ενώ με τα μικρά παιδιά πρέπει να αποφεύγουμε
εκφράσεις του τύπου ψυχή και μετά θάνατον ζωή,
καθώς είναι πολύ δυσνόητες για εκείνα,
με τους εφήβους μπορούμε να έχουμε πολύ γόνιμες συζητήσεις
για μεταφυσικά, για θρησκευτικά θέματα που αφορούν το θάνατο,
γιατί διαθέτουν τις γνωστικές εκείνες ικανότητες που τους επιτρέπουν
να κάνουν αφηρημένες σκέψεις και υποθετικούς συλλογισμούς.
Σε κάθε περίπτωση πάντως,
αναγνωρίζουμε ότι κανείς μας δεν ξέρει τι είναι θάνατος
και τι συμβαίνει σε αυτόν που πεθαίνει.
Μπορεί να μοιραστούμε τις προσωπικές μας θρησκευτικές ή φιλοσοφικές απόψεις
κι αντιλήψεις για το θάνατο, αλλά δεν είναι απόλυτες αλήθειες,
και είναι πολύ σημαντικό για ένα παιδί που μεγαλώνει σε έναν πολυπολιτισμικό κόσμο
να καταλάβει ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το θάνατο.
Η δυσκολία μας να κάνουμε τέτοιες συζητήσεις είναι ακόμα μεγαλύτερη
όταν η ζωή του παιδιού επηρεάζεται άμεσα από το θάνατο.
Πώς μιλάμε με ένα παιδί για το θάνατο ενός δικού του προσώπου;
Και πώς συζητάμε με το άρρωστο παιδί που θέλει να μιλήσει για το θάνατό του;
Αυτές οι προκλήσεις, οδήγησαν οκτώ συναδέλφους μου κι εμένα,
να ιδρύσουμε μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, τη «Μέριμνα».
Εδώ και 22 χρόνια, η Μέριμνα προσφέρει ένα επιστημονικό έργο,
παρέχοντας εξειδικευμένες υπηρεσίες σε δύο τομείς:
Υπηρεσίες για τη στήριξη παιδιών, οικογενειών και σχολικών κοινοτήτων
που αντιμετωπίζουν το θάνατο δικού τους ανθρώπου,
και υπηρεσίες ανακουφιστικής φροντίδας
για παιδιά τα οποία είναι σοβαρά άρρωστα, και τις οικογένειές τους.
Βρίσκομαι εδώ γιατί ένα όραμα της Μέριμνας είναι να ευαισθητοποιήσουμε την κοινωνία,
και όλους όσους έρχονται σε επαφή με παιδιά, ώστε να είναι σε θέση να τα στηρίξουν αποτελεσματικά,
προκειμένου να αντιμετωπίσουν με επάρκεια τις μεγάλες προκλήσεις της ζωής τους.
Πώς λοιπόν μιλάμε με ένα παιδί για το θάνατο δικού του ανθρώπου;
Ποτέ δεν του κρύβουμε την αλήθεια.
Μιλάμε άμεσα, με ειλικρίνεια,
και δεν το κατακλύζουμε με πληροφόρηση.
Προσαρμόζουμε την ενημέρωσή μας σ 'αυτό που γνωρίζει, θέλει να μάθει,
και αποφεύγουμε όταν διαπιστώνουμε
ότι δεν θέλει να ακούσει ορισμένα πράγματα τη συγκεκριμένη στιγμή.
Χρησιμοποιούμε λέξεις απλές, όπως «πέθανε», κι αποφεύγουμε εκφράσεις όπως «κοιμήθηκε», «έφυγε ταξίδι», «έσβησε», «χάθηκε»,
γιατί δημιουργούν μεγάλη σύγχυση
κι ένα μικρό παιδί προσχολικής ηλικίας
μπορεί την επόμενη στιγμή να φοβάται να πάει να κοιμηθεί, για να μην πεθάνει,
ή για παράδειγμα, μπορεί να αγωνιά τι έγινε ο αγαπημένος του που έφυγε,
και πότε θα γυρίσει, και γιατί έφυγε χωρίς να το αποχαιρετήσει. Επίσης, αποφεύγουμε διατυπώσεις όπως:
«Ήταν πάρα πολύ καλός γι' αυτό τον πήρε ο Θεός κοντά του»,
γιατί τα παιδιά αρχίζουν και φοβούνται το Θεό
και από φρόνιμα μπορεί να γίνουν άτακτα για να μην τα πάρει ο Θεός κοντά του.
Ακόμα όμως κι αν λέμε τα πράγματα με το όνομά τους,
πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι παιδιά προσχολικής ηλικίας
αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν την οριστικότητα του θανάτου.
Κι έτσι πολλές φορές μπορεί να λένε:
«Ναι, εντάξει, πέθανε, πόσο καιρό θα είναι πεθαμένος; Πότε θα γυρίσει;»
Επίσης, μπορεί να έχουν δυσκολία να συνειδητοποιήσουν
και την οριστική παύση των ζωτικών λειτουργιών που έχει κάποιος ο οποίος πεθαίνει,
και ακόμα και εάν παρευρεθούν στην κηδεία του,
μπορεί την επόμενη στιγμή να μας πουν:
«Καλά τώρα που είναι εκεί που είναι
δεν θα πεινάει, δεν θα κρυώνει, δεν θα στεναχωριέται;»
Μονάχα όταν φτάνουν στην εφηβεία,
θα λέγαμε ότι έχουν πια τις γνωστικές ικανότητες
για να αντιληφθούν το θάνατο
ως ένα οριστικό, αμετάκλητο, καθολικό γεγονός
που συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού τους.
Οποιαδήποτε συζήτηση μ' ένα τέτοιο παιδί
πρέπει πάντα να αφήνει το χώρο και τον χρόνο
για να μιλήσει γι' αυτόν που πέθανε,
για να εκφράσει τα συναισθήματά του και για να θρηνήσει.
Εκφράσεις του τύπου:
«Έλα έλα, μη στεναχωριέσαι, πρέπει να φανείς δυνατός»
ή «Μην κλαις γιατί στεναχωριέται η μαμά σου» ή «Τώρα εσύ θα είσαι η γυναίκα ή ο άντρας του σπιτιού»
δεν βοηθάνε και αναστέλλουν το θρήνο
δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα προσαρμογής.
Θα σας πω για τη Λυδία.
Η μητέρα της ήρθε στη Μέριμνα για να μας συμβουλευτεί,
πώς θα βοηθήσει την κόρη της την εννιάχρονη να μάθει ότι ο πατέρας της ήταν στο τελικό στάδιο της ασθένειάς του.
Αφού την ενημέρωσε τη Λυδία η μητέρα της,
της εξήγησε ότι ο πατέρας της θα πέθαινε
και την παρότρυνε να συμμετάσχει στη φροντίδα του
και να τον αποχαιρετήσει με το δικό της τρόπο.
Tην ημέρα που πέθανε ο πατέρας της Λυδίας,
εκείνη ζωγράφισε την καρδιά της σπασμένη στα δύο.
Με τη στήριξη και τη συνεργασία που είχε με την ψυχολόγο της Μέριμνας,
σιγά σιγά μπόρεσε να μιλήσει για τον μπαμπά της,
να θρηνήσει την απώλειά της
και λίγους μήνες αργότερα,
να ζωγραφίσει και πάλι την καρδιά της, αλλά κολλημένη, υπογραμμίζοντας όμως ότι θα μείνει για πάντα ραγισμένη.
Φανταστείτε την απώλεια, το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου
σαν μια κόκκινη μπάλα
που κατακλύζει τον ψυχισμό ενός παιδιού που εδώ απεικονίζεται σαν ένα μπουκάλι.
Πολλές φορές λανθασμένα πιστεύουμε ότι με την πάροδο του χρόνου θα ξεχαστεί,
θα μικρύνει, θα εξαφανιστεί.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει.
Με την κατάλληλη στήριξη, ένα παιδί σαν τη Λυδία, και κάθε Λυδία,
μπορεί να αναπτύξει τα ψυχικά του αποθέματα, ώστε να εμπεριέξει αυτή την απώλεια του αγαπημένου του προσώπου,
που πάντα θα μείνει σημαντική και κεντρική στην ιστορία της ζωής του.
Τι γίνεται όμως με τα παιδιά τα οποία απειλείται η ζωή τους;
Μιλούν για το θάνατο;
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι συνειδητοποιούν την κατάσταση της υγείας τους,
ακόμα κι όταν κανείς δεν τα ενημερώνει.
Είχα την τιμή να συνοδεύσω πολλά παιδιά στο τέλος της ζωής τους,
κι εκείνο που διαπίστωσα είναι ότι επιλέγουν σε ποιον θα εμπιστευτούν
τα συναισθήματα, τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους,
όταν ο θάνατος είναι πλέον αναπόφευκτος.
Επιλέγουν κάποιον που αντέχει την οδύνη του αποχωρισμού,
κάποιον ο οποίος τους δίνει το χώρο να εκφράσουν τα συναισθήματά τους
και κατανοεί αυτά τα οποία μοιράζονται έμμεσα και συμβολικά,
κάποιον ο οποίος θα υπερασπιστεί τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους,
και κάποιον που, όταν θα ‘ρθει η στιγμή, θα τους «επιτρέψει» να φύγουν από τη ζωή,
χωρίς να νιώθουν ένοχα για όσους αφήνουν πίσω τους.
Όταν δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε το θάνατο ενός παιδιού,
τότε του στερούμε τη δυνατότητα να μας αποχαιρετήσει,
αλλά παράλληλα στερούμε και από τον εαυτό μας την ευκαιρία
να το διαβεβαιώσουμε ότι πάντα θα έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας.
ΔΠ: - «Τι έχεις ζωγραφίσει;» (ρωτώ την πεντάχρονη Έλλη)
Έλλη: - Είναι κάτι σκαλιά που πάνε στον ουρανό.
ΔΠ: - «Ποιος ανεβαίνει τα σκαλιά;» Ε: - «Οι άνθρωποι... Εγώ.» ΔΠ: - «Και τι υπάρχει στον ουρανό;» Ε: - «Ο ήλιος, το φεγγάρι, τα άστρα...»
ΔΠ: - «Και τι θα κάνεις εκεί πάνω;» Ε: - «Θα σε κοιτάζω.»
ΔΠ: - «Θα μπορώ να σε δω κι εγώ;»
Ε: - «Όχι, θα με βλέπεις μόνο στην καρδιά σου».
Κοντά σε παιδιά σαν την Έλλη, έμαθα να σκύβω στο ύψος τους,
να τα κοιτάζω στα μάτια
και ν' αφουγκράζομαι αυτό που ήθελαν να μοιραστούν μαζί μου,
δηλαδή τα σημαντικά πράγματα στη ζωή,
το πόσο εύθραυστη και πόσο πολύτιμη είναι.
Κλείνοντας, θέλω να σας προσκαλέσω σε ένα παιχνίδι αναστοχασμού.
Φανταστείτε ότι με κάποιο μαγικό τρόπο
σήμερα μαθαίνετε ότι σε ένα χρόνο από σήμερα θα πεθάνετε,
μ' όποιον τρόπο εσείς διαλέξετε.
Έχετε λοιπόν έναν χρόνο ζωής.
Θέλω να σκεφτείτε τρία πράγματα τα οποία θα αλλάζατε στη ζωή σας:
σχέσεις, επάγγελμα, πτυχές του εαυτού σας, συνθήκες ζωής;
Κάτι που κάνει τη ζωή δύσκολη χωρίς σκοπό και ουσία.
Μετά θέλω να σκεφτείτε τρία πράγματα που θα αφήνατε τα ίδια,
δεν θα τα αλλάζατε καθόλου.
Αυτά συνήθως συνδέονται με τις αξίες και τις προτεραιότητές μας,
οτιδήποτε δίνει στη ζωή μας νόημα κι αξία.
Και τέλος, θέλω να προσδιορίσετε έναν ρεαλιστικό στόχο
που θέλετε να υλοποιήσετε στο διάστημα αυτού του χρόνου,
με τον οποίο θα σφραγίσετε
την ιστορία της ζωής σας και την ύπαρξή σας ως άτομο.
Και όταν τα κάνετε όλα αυτά,
θέλω να σκεφτείτε το πρώτο πράγμα που θα κάνετε σήμερα κιόλας
για να αλλάξετε κάτι από εκείνα τα οποία σας εμποδίζουν να απολαύσετε τη ζωή,
και για να πανηγυρίσετε για όλα όσα συμβάλλουν στην ποιότητά της.
Άλλωστε το είπε και ο Καζαντζάκης:
«Αλάτι ο θάνατος και τη ζωή πολύ τη νοστιμίζει».
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)