XVIII. Ο Θάνατος του Τούριν (2)
“Γρήγορα ήρθες, αλλά όχι τόσο όσο χρειαζόταν”, είπε ο Τούριν. “ο Γκλάουρουνγκ είναι νεκρός”.
Τότε τα Ξωτικά τον κοίταξαν με δέος και είπαν:
“Σκότωσες το Μεγάλο Σκουλήκι! Δοξασμένο θα είναι για πάντα το όνομά σου ανάμεσα σε Ξωτικά και Ανθρώπους!”
“Δεν με νοιάζει”, είπε ο Τούριν. “Γιατί η καρδιά μου είναι κι αυτή νεκρή. Όμως, αφού έρχεσαι από το Ντόριαθ, πες μου τα νέα από τους δικούς μου. Γιατί μου είπαν στο Ντορ-λόμιν ότι είχαν καταφύγει στο Κρυμμένο Βασίλειο”.
Τα Ξωτικά δεν απάντησαν, αλλά τελικά ο Μάμπλουνγκ μίλησε:
“Αυτό έκαναν όντως τη χρονιά πριν απ' τον ερχομό του Δράκοντα. Αλλά, αλίμονο, τώρα δεν είναι πια εκεί!” Τότε η καρδιά του Τούριν πάγωσε ακούγοντας τα βήματα της κατάρας του να τον καταδιώκουν μέχρι τέλους.
“Συνέχισε!” φώναξε. “Και μίλα γρήγορα!”
“Βγήκαν στις ερημιές να σε αναζητήσουν”, είπε ο Μάμπλουνγκ, “Το έκαναν αψηφώντας κάθε συμβουλή. Αλλά ήθελαν να πάνε στο Νάργκοθροντ, όταν έγινε γνωστό ότι εσύ ήσουν το Μαύρο Σπαθί, και τότε ξεπρόβαλε ο Γκλάουρουνγκ και όλη η φρουρά τους σκόρπισε. Τη Μόργουεν κανείς δεν την ξανάδε από κείνη την ημέρα. Η Νίενορ όμως ήταν μαγεμένη και άλαλη και το 'σκασε βόρεια μέσα στα δάση τρέχοντας σαν άγριο ελάφι και χάθηκε”. Τότε τα Ξωτικά απόρησαν καθώς ο Τούριν γέλασε δυνατά και στριγκά.
“Δεν είναι αστείο αυτό;” φώναξε. “Ω, η όμορφη Νίενορ! Ώστε έτρεξε από το Ντόριαθ στον Δράκο και απ' τον Δράκο σ' εμένα. Τι γλυκιά χάρη της μοίρας! Μελαψή σαν βατόμουρο ήταν, καστανά ήταν τα μαλλιά της μικρόσωμη και λεπτή σαν παιδί των Ξωτικών, κανείς δεν θα μπορούσε να μην την αναγνωρίσει! “ Τότε ο Μάμπλουνγκ έκπληκτος είπε: “Μα κάποιο λάθος έχει γίνει εδώ. Δεν ήταν έτσι η αδελφή σου. Ήταν ψηλή και τα μάτια της γαλάζια, το μαλλιά της λεπτό χρυσάφι, ίδια στην όψη με τον Χούριν τον πατέρα σου σε γυναικεία μορφή. Δεν είναι δυνατόν να την έχεις δει!”
“Δεν είναι, δεν είναι, Μάμπλουνγκ;” φώναξε ο Τούριν. “Μα γιατί δεν είναι; Γιατί, βλέπεις, είμαι τυφλός! Δεν το ήξερες; Τυφλός, και παραπαίω από παιδί μέσα στη σκοτεινή ομίχλη του Μόργκοθ! Γι' αυτό αφήστε με! Φύγετε, φύγετε! Γυρίστε πίσω στο Ντόριαθ και είθε ο χειμώνας να το μαράνει! Κατάρα στο Μένεγκροθ! Και κατάρα στην αποστολή σας! Μόνο αυτό έλειπε ως τώρα. Τώρα έρχεται η νύχτα!”
Ύστερα έφυγε από κοντά τους σαν τον άνεμο και τα Ξωτικά γέμισαν απορία και φόβο. Αλλά ο Μάμπλουνγκ είπε:
“Κάτι παράξενο και τρομερό έχει συμβεί που δεν το γνωρίζουμε. Ας τον ακολουθήσουμε και ας τον βοηθήσουμε αν μπορούμε: γιατί τώρα είναι αστάθμητος και άμυαλος”.
Ο Τούριν όμως τώρα έτρεχε μπροστά και έφτασε στο Κάμπεντ-εν-Άρας κι έμεινε ακίνητος και άκουσε το βρυχηθμό του νερού και είδε ότι όλα τα δέντρα, κοντινά και μακρινά, ήταν μαραμένα και τα καψαλισμένα φύλλα τους έπεφταν πένθιμα σαν να είχε έρθει ο χειμώνας τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού.
“Κάμπεντ-εν-Άρας, Κάμπεντ Ναεράμαρθ!” φώναξε. “Δεν θα βεβηλώσω τα νερά σου που τύλιξαν τη Νίνιελ. Γιατί όλες οι πράξεις μου ήταν κακές με χειρότερη την τελευταία”. Τότε τράβηξε το σπαθί του και είπε: “Χαίρε, Γκούρθανγκ, σίδερο του θανάτου, μόνο εσύ απομένεις τώρα! Όμως ποιον κύριο ή αφοσίωση γνωρίζεις πέρα από το χέρι που σε κρατά; Κανένα αίμα δεν αποφεύγεις. Θα πάρεις τον Τούριν Τουράμπαρ; Θα με σκοτώσεις γοργά;”
Και από το σπαθί αντήχησε ν' απαντά μια παγερή φωνή:
“Ναι, θα πιω το αίμα σου για να ξεχάσω το αίμα του Μπέλεγκ του κυρίου μου και το αίμα του Μπράντιρ που σκοτώθηκε άδικα. Θα σε σκοτώσω γοργά”.
Τότε ο Τούριν έστησε τη λαβή στο χώμα κι έπεσε πάνω στη μύτη του Γκούρθανγκ και το μαύρο σπαθί πήρε τη ζωή του.
Μα ο Μάμπλουνγκ ήρθε και ατένισε τη φρικτή μορφή του Γκλάουρουνγκ που κειτόταν νεκρός κι ύστερα κοίταξε τον Τούριν με μεγάλη θλίψη και η σκέψη του πήγε στον Χούριν όπως τον είχε δει στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και την τρομερή μοίρα της γενιάς του. Καθώς τα Ξωτικά στέκονταν εκεί, κατέβηκαν άντρες από το Νεν Γκίριθ για να δουν τον Δράκοντα, και όταν είδαν πώς τέλειωσε η ζωή τού Τούριν Τουράμπαρ θρήνησαν. Και τα Ξωτικά, μαθαίνοντας επιτέλους την αιτία των όσων τους είπε ο Τούριν, φρικίασαν. Τότε ο Μάμπλουνγκ είπε πικρά:
“Αναμείχθηκα κι εγώ στην κατάρα των Παιδιών του Χούριν κι έτσι με λόγια σκότωσα κάποιον που αγαπούσα”.
Τότε σήκωσαν τον Τούριν και είδαν ότι το σπαθί είχε γίνει κομμάτια. Έτσι αφανίστηκαν όλα όσα είχε.
Με μόχθο πολλών χεριών μαζεύτηκαν ξύλα και στοιβάχτηκαν ψηλά και μια μεγάλη φωτιά άναψε και κατέστρεψε το πτώμα του Δράκοντα μέχρι που έμεινε μόνο μαύρη στάχτη και τα κόκαλά του συντρίφτηκαν και έγιναν σκόνη και το μέρος εκείνης της πυράς απόμεινε στο εξής πάντα γυμνό και άγονο. Όμως τον Τούριν τον έθαψαν σ' έναν ψηλό τύμβο, εκεί όπου είχε πέσει, και τα κομμάτια του Γκούρθανγκ τα 'βαλαν δίπλα του. Και όταν όλα τέλειωσαν και οι τροβαδούροι των Ξωτικών και των Ανθρώπων θρήνησαν την ανδρεία του Τουράμπαρ και την ομορφιά της Νίνιελ, έφεραν μια μεγάλη γκρίζα πέτρα και την έστησαν πάνω στον τύμβο, και πάνω τα Ξωτικά σκάλισαν με τους Ρούνους του Ντόριαθ:
ΤΟΥΡΙΝ ΤΟΥΡΑΜΠΑΡ ΝΤΑΓΚΝΙΡ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚΑ
Και από κάτω έγραψαν:
ΝΙΕΝΟΡ ΝΙΝΙΕΛ
Εκείνη όμως δεν ήταν εκεί, ούτε και ποτέ έγινε γνωστό πού την είχαν πάει τα κρύα νερά του Τέιγκλιν.
Εδώ τελειώνει η Ιστορία των Παιδιών του Χούριν, η μεγαλύτερη από όλες τις μπαλάντες του Μπελέριαντ.
--
Μετά το θάνατο του Τούριν και της Νίνιελ ο Μόργκοθ ελευθέρωσε τον Χούριν από τη δουλεία για να προωθήσει το μοχθηρό σκοπό του. Περιπλανώμενος ο Χούριν έφτασε στο Δάσος του Μπρέθιλ και ένα βράδυ ανέβηκε από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν στο σημείο της καύσης του Γκλάουρουνγκ και στη μεγάλη πέτρα που υψωνόταν στο χείλος του Κάμπεντ Ναεράμαρθ. Για όσα έγιναν εκεί μιλούν τα παρακάτω.
--
Ο Χούριν δεν κοίταξε την πέτρα γιατί ήξερε τι ήταν γραμμένο εκεί, και τα μάτια του είχαν δει ότι δεν ήταν μόνος. Στη σκιά της πέτρας βρισκόταν μια φιγούρα γονατισμένη. Κάποιος περιπλανώμενος άστεγος, τσακισμένος από τα γηρατειά όπως φαίνεται, πολύ κουρασμένος για να δώσει σημασία στον ερχομό του. Όμως τα κουρέλια που φορούσε ήταν τα υπολείμματα γυναικείων ενδυμάτων. Τελικά, καθώς ο Χούριν στεκόταν εκεί σιωπηλός, η γυναίκα έριξε πίσω την κουρελιασμένη κουκούλα της και σήκωσε αργά το πρόσωπό της, τσακισμένο και πεινασμένο σαν του λύκου που τον κυνηγούν καιρό. Τα μαλλιά της ήταν γκρίζα, με μύτη γαμψή και σπασμένα δόντια, και με αποσκελετωμένο χέρι έσφιξε το μανδύα στο στήθος της. Αλλά ξαφνικά τα μάτια της κοίταξαν μέσα στα δικά του και τότε ο Χούριν τη γνώρισε, γιατί, αν και ήταν αγριεμένα τώρα και γεμάτα φόβο, άστραφτε ακόμη μέσα τους ένα φως δύσκολο να το αντέξεις: το φως των Ξωτικών, που πριν από πολύν καιρό της είχε δώσει το όνομά της. Έλεδγουεν, η πιο περήφανη από τις θνητές γυναίκες των παλαιών ημερών.
“Έλεδγουεν! Έλεδγουεν!” φώναξε ο Χούριν κι αυτή σηκώθηκε και προχώρησε σκοντάφτοντας και την έπιασε στην αγκαλιά του.
“Ήρθες επιτέλους”, του είπε. “Περίμενα πολύν καιρό”.
“Ήταν σκοτεινός ο δρόμος. Ήρθα όπως μπορούσα”, απάντησε.
“Άργησες όμως”, του είπε, “και είναι πολύ αργά. Χάθηκαν”.
“Το ξέρω”, της είπε. “Εσύ όμως όχι”.
“Κοντεύω κι εγώ”, του απάντησε, “Δε μου 'χει μείνει ίχνος αντοχής. Θα φύγω μαζί με τον ήλιο. Εκείνοι χάθηκαν”. Έσφιξε το μανδύα του. “Λίγος χρόνος μένει”, είπε. “Αν ξέρεις, πες μου! Πώς τον βρήκε εκείνη;”
Αλλά ο Χούριν δεν απάντησε και κάθισε δίπλα στην πέτρα με τη Μόργουεν στην αγκαλιά του. Και δεν ξαναμίλησαν. Ο ήλιος έδυσε και η Μόργουεν αναστέναξε κι έσφιξε το χέρι του κι ύστερα έμεινε ακούνητη. Και ο Χούριν κατάλαβε πως είχε πεθάνει.