2.4 Αγώνας ζωής (2)
Έξω όλα ήταν ήρεμα και σιωπηλά. Η νύχτα ήταν όμορφη, και τα άστρα έλαμπαν ψηλά στον ουρανό. Ο μικρός μπροστινός κήπος απλωνόταν μπροστά στα μάτια του αγρότη περιτριγυρισμένος από τον φράχτη και την πόρτα, αλλά ούτε εκεί ούτε και στον δρόμο φαινόταν ψυχή. Με έναν αναστεναγμό ανακούφισης, ο Φερριέρ κοίταξε δεξιά και αριστερά, μέχρι που έτυχε να κοιτάξει κάτω στα πόδια του βλέποντας προς έκπληξη του έναν άντρα να κείτεται μπρούμυτα στο έδαφος, με χέρια και πόδια απλωμένα.
Τα έχασε τόσο από το θέαμα που ακούμπησε πάνω στον τοίχο με το ένα του χέρι στο λαιμό για να καταπνίξει την τάση του να φωνάξει. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως η πεσμένη μορφή ήταν κάποιος πληγωμένος ή ετοιμοθάνατος άντρας, μα μόλις τον κοίταξε τον είδε να σέρνεται πάνω στο έδαφος και να μπαίνει μέσα στο σπίτι σαν ερπετό. Μόλις βρέθηκε μέσα ο άντρας τινάχτηκε όρθιος, κλείνοντας την πόρτα, και αποκαλύπτοντας στον έκπληκτο αγρότη το αγριωπό πρόσωπο και την αποφασιστική έκφραση του Τζέφερσον Χόουπ.
«Θεούλη μου!» είπε πνιγμένα ο Τζων Φερριέρ. «Με κατατρόμαξες! Τι σε έκανε να μπεις μέσα έτσι;»
«Δώσε μου φαγητό», είπε ο άλλος τραχιά. «Έχω να βάλω κάτι στο στόμα μου εδώ και σαράντα-οχτώ ώρες.» Έπεσε πάνω στο κρύο κρέας και το ψωμί που ήταν απλωμένα ακόμη πάνω στο τραπέζι από το δείπνο του οικοδεσπότη του, και το καταβρόχθισε με βουλιμία. «Η Λούσυ βαστάει καλά;» ρώτησε, μόλις είχε ικανοποιήσει την πείνα του.
«Ναι. Δεν γνωρίζει τον κίνδυνο», απάντησε ο πατέρας της.
«Καλό αυτό. Το σπίτι παρακολουθείται από όλες τις μεριές. Για αυτό και σύρθηκα μέχρι εδώ. Μπορεί να είναι καλοί, αλλά δεν είναι τόσο καλοί όσο ένας κυνηγός των Washoe.»
Ο Τζων Φερριέρ ένοιωθε άλλος άνθρωπος τώρα που συνειδητοποιούσε πως είχε έναν αφοσιωμένο σύμμαχο. Άρπαξε το γεροδεμένο χέρι του νεαρού και το έσφιξε εγκάρδια. «Πρέπει να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου», είπε. «Δεν υπάρχουν πολλοί που θα έρχονταν να μοιραστούν τον κίνδυνο και τα βάσανα μας.»
«Έπεσες διάνα, σύντροφε», απάντησε ο νεαρός κυνηγός. «Σε σέβομαι αφάνταστα, αλλά αν ήσουν μόνος σε ετούτη την ιστορία θα το σκεφτόμουν διπλά πριν βάλω το κεφάλι μου σε μια τέτοια σφηκοφωλιά. Για την Λούσυ ήρθα, και κακό δεν θα την βρει θαρρώ αν η οικογένεια των Χόουπ στην Γιούτα δεν λιγοστέψει κατά έναν.
«Τι θα κάνουμε;»
«Η αυριανή είναι η τελευταία σου μέρα, και αν δεν δράσεις απόψε χάθηκες. Έχω αφήσει ένα μουλάρι και δυο άλογα δεμένα κάτω στην Ρεματιά του Αετού. Πόσα λεφτά έχεις;»
«Δυο χιλιάδες δολάρια σε χρυσό, και πέντε σε χαρτονομίσματα.»
«Αρκούν. Έχω άλλα τόσα να βάλω και εγώ. Πρέπει να πάμε προς την πόλη του Κάρσον μέσα από τα βουνά. Καλά θα κάνεις να ξυπνήσεις την Λούσυ. Καλύτερα που οι υπηρέτες δεν κοιμούνται στο σπίτι.»
Για όσο ο Φερριέρ έλειπε, προετοιμάζοντας την κόρη του για το επικείμενο ταξίδι, ο Τζέφερσον Χόουπ πακετάρισε ότι φαγώσιμο μπορούσε να βρει σε ένα μικρό πακέτο, και γέμιζε μια πήλινη κανάτα με νερό, γνωρίζοντας εκ πείρας πως οι βουνίσιες πηγές ήταν λιγοστές και απείχαν αρκετά μεταξύ τους. Μόλις που είχε προλάβει τις ετοιμασίες του πριν ο αγρότης επιστρέψει με την κόρη του ντυμένη και έτοιμη για να ξεκινήσουν. Ο χαιρετισμός μεταξύ των εραστών ήταν θερμός, αλλά σύντομος, γιατί οι στιγμές ήταν πολύτιμες, και υπήρχαν πολλά να γίνουν.
«Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως», είπε ο Τζέφερσον Χόουπ με μια χαμηλή αλλά αποφασισμένη φωνή, σαν κάποιου που αντιλαμβάνεται το μέγεθος του κινδύνου, μα έχει κάνει πέτρα την καρδιά του για να τον αντιμετωπίσει. «Η μπροστινή και η πίσω είσοδος παρακολουθούνται, αλλά με προσοχή ίσως να ξεφύγουμε από το πλαϊνό παράθυρο και μέσα από τα χωράφια. Μόλις φτάσουμε στον δρόμο θα μας μένουν μόνο δυο μίλια από την Ρεματιά όπου τα άλογα μας περιμένουν. Μέχρι το χάραμα θα πρέπει να έχουμε φτάσει στα βουνά.»
«Και αν μας σταματήσουν», ρώτησε ο Φερριέρ.
Ο Χόουπ χτύπησε την λαβή του όπλου που προεξείχε από το χιτώνιο του. «Αν είναι πάρα πολλοί για να τους κάνουμε καλά θα πάρουμε δυο-τρεις από δαύτους μαζί μας», είπε με ένα κακόβουλο χαμόγελο.
Τα φώτα μέσα στο σπίτι είχαν όλα σβηστεί, και από το σκοτεινιασμένο παράθυρο ο Φερριέρ κοίταξε πάνω από τα χωράφια που του άνηκαν, και τα οποία έπρεπε τώρα να εγκαταλείψει για πάντα. Είχε εδώ και καιρό προετοιμαστεί για την θυσία, εντούτοις, και η σκέψη της τιμής και της ευτυχίας της κόρης του υπερίσχυαν κάθε θλίψης για την χαμένη του περιουσία. Όλα έδειχναν τόσο γαλήνια και τόσο ευτυχισμένα, τα δέντρα που θρόιζαν και η πλατιά σιωπηλή έκταση του σιτοβολώνα, ώστε ήταν δύσκολο να συλλάβει με το μυαλό του πως το πνεύμα του δολοφόνου ενέδρευε μέσα σε όλα τους. Και όμως το ωχρό πρόσωπο και η αποφασισμένη έκφραση του νεαρού κυνηγού φανέρωνε πως κατά την προσέγγιση του στο σπίτι είχε δει αρκετά για να τον ικανοποιήσουν όσον αφορά το θέμα.
Ο Φερριέρ κουβαλούσε την τσάντα με τον χρυσό και τα χαρτονομίσματα, ο Τζέφερσον Χόουπ είχε τις φτωχικές προμήθειες και το νερό, ενώ η Λούσυ είχε ένα μικρό δέμα το οποίο περιείχε μερικά από τα πιο αγαπημένα της υπάρχοντα. Ανοίγοντας το παράθυρο πολύ αργά και προσεκτικά, περίμεναν έως ότου ένα σκοτεινό σύννεφο κάλυψε κάπως την νύχτα, και κατόπιν ο ένας μετά τον άλλο πέρασαν από μέσα του στον μικρό κήπο. Με κομμένη ανάσα και σκυφτοί τον διέσχισαν παραπατώντας, και έφτασαν το καταφύγιο ενός φράχτη, τον οποίο και ακολούθησαν μέχρι που έφτασαν στο άνοιγμα που έβγαζε στα χωράφια του καλαμποκιού. Είχαν φτάσει ως εκεί όταν ο νεαρός έπιασε τους δυο συντρόφους του και τους τράβηξε κάτω μέσα στην σκιά, όπου απέμειναν σιωπηλοί και τρέμοντας.
Αποτελούσε ευτύχημα πως η εξάσκηση στην στέπα είχε δώσει στον Τζέφερσον Χόουπ τα αυτιά ενός λύγκα ((Σ.τ.Μ. ) Λυγξ). Εκείνος και οι φίλοι του μόλις που πρόλαβαν να σκύψουν πριν το μελαγχολικό χουχούτισμα μιας βουνίσιας κουκουβάγιας ακουστεί μερικές γυάρδες μακρύτερα τους, και το οποίο απαντήθηκε αμέσως από ένα άλλο χουχούτισμα σε μικρή απόσταση. Την ίδια στιγμή μια αμυδρή σκιώδη μορφή ξεπρόβαλε από το άνοιγμα για το οποίο κατευθύνονταν, και να βγάλει τη μελαγχολική κραυγή του σινιάλου, στην οποία ένας δεύτερος άντρας εμφανίστηκε από εκεί που βρισκόταν κρυμμένος.
«Αύριο τα μεσάνυχτα», είπε ο πρώτος που φάνηκε να είναι ο αρχηγός. «Όταν ο κούκος (Whip-poor-Will) φωνάξει τρεις φορές.»
«Έχει καλώς», αποκρίθηκε ο άλλος. «Να το πω στον Αδελφό Ντρέμπερ;»
«Πες του το, κι από εκείνον στους υπόλοιπους. Εννέα με επτά!»
«Επτά με πέντε!» επανέλαβε ο άλλος, και οι μορφές απομακρύνθηκαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι τελευταία κουβέντα τους ήταν προφανώς κάποιου είδους σύνθημα και παρασύνθημα. Την στιγμή που τα βήματα τους είχαν χαθεί στην απόσταση, ο Τζέφερσον Χόουπ τινάχτηκε πάνω, και βοηθώντας τους συντρόφους του να περάσουν μέσα από το άνοιγμα, άνοιξε τον δρόμο μέσα από τα χωράφια όσο πιο γρήγορα μπορούσε, στηρίζοντας και σχεδόν κουβαλώντας το κορίτσι όταν είχε φανεί πως τα πόδια της δεν την κρατούσαν.
«Βιαστείτε! Βιαστείτε!» έλεγε πνιχτά κατά καιρούς. «Είμαστε μέσα στις γραμμές των φρουρών. Τα πάντα εξαρτιούνται από την ταχύτητα. Βιαστείτε!»
Μόλις βρέθηκαν στον κεντρικό δρόμο άρχισαν να κινούνται ταχύτατα. Μόνο μια φορά συνάντησαν κάποιον, και τότε κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν σε ένα χωράφι, και να γλιτώσουν την αναγνώριση. Πριν να φτάσουν στην πόλη ο κυνηγός έστριψε σε ένα τραχύ και στενό μονοπάτι το οποίο οδηγούσε στα βουνά. Δυο σκοτεινές τραχιές κορυφές υψώνοντας από πάνω τους μέσα στο σκοτάδι, και η στενωπός που περνούσε ανάμεσα τους ήταν το Φαράγγι του Αετού στο οποίο τα άλογα τους περίμεναν. Με αλάθητο ένστικτο ο Τζέφερσον Χόουπ διάλεγε τον δρόμο μέσα από τους μεγάλους βράχους και κατά μήκους της ξεραμένης κοίτης, μέχρι που έφτασε μια απόμερη στροφή, καλυμμένη από βράχια, όπου τα πιστά ζώα είχαν δεθεί. Το κορίτσι τοποθετήθηκε πάνω στο μουλάρι, και ο γέρο Φερριέρ πάνω σε ένα από τα άλογα, μαζί με το σακούλι με τα χρήματα, ενώ ο Τζέφερσον Χόουπ τους οδηγούσε μέσα από ένα απόκρημνο και επικίνδυνο μονοπάτι.
Επρόκειτο για ένα δυσπρόσιτο δρόμο για όποιον δεν ήταν συνηθισμένος να αντικρίζει την Φύση στις πλέον άγριες διαθέσεις της. Από τη μια πλευρά ένας μεγάλος γκρεμός υψωνόταν για καμιά τριανταριά μέτρα ή και περισσότερο, μαύρος, βλοσυρός, και απειλητικός, με μακριές βασαλτικές στήλες πάνω στην τραχιά του επιφάνεια σαν να ήταν τα πλευρά κάποιου πετρωμένου τέρατος. Από την άλλη πλευρά ένα συνονθύλευμα από ογκόλιθους και πεσμένα βράχια έκανε κάθε προσπάθεια ανάβασης αδύνατη. Μεταξύ των δυο περνούσε ένα ακανόνιστο μονοπάτι, τόσο στενό σε κάποια σημεία που χρειαζόταν να ταξιδεύουν σε Ινδιάνικη σειρά, και τόσο τραχύ που μόνο εξασκημένοι ιππείς θα μπορούσαν να το διασχίσουν. Ωστόσο παρά όλους τους κινδύνους και τις δυσκολίες, οι καρδιές των φυγάδων ήταν ανάλαφρες, γιατί κάθε βήμα μεγάλωνε την απόσταση μεταξύ αυτών και του τρομερού δεσποτισμού από τον οποίον είχαν τραπεί σε φυγή.
Σύντομα είχαν αποδείξεις, ωστόσο, πως βρίσκονταν ακόμη εντός της δικαιοδοσίας των Αγίων. Είχαν φτάσει το πλέον άγριο και πιο απομονωμένο κομμάτι του περάσματος όταν το κορίτσι άφησε μια ξαφνιασμένη κραυγή, και έδειξε προς τα πάνω. Πάνω σε έναν βράχο που επέβλεπε το μονοπάτι, σκοτεινός και ξεκάθαρος ενάντια στον ουρανό, στεκόταν ένας μοναχικός φρουρός. Τους είδε μόλις τον αντιλήφθηκαν και εκείνοι, και η στρατιωτική πρόκληση του «Αλτ τις ει?» αντήχησε μέσα στην σιωπηλή ρεματιά.
«Ταξιδιώτες από την Νεβάδα», είπε ο Τζέφερσον Χόουπ, με το χέρι του πάνω στο τουφέκι το οποίο κρεμόταν από την σέλλα του.
Διέκριναν τον μοναχικό παρατηρητή να πιάνει το όπλο του και να προσπαθεί να κοιτάξει κάτω σαν να μην είχε ικανοποιηθεί από την απάντηση τους.
«Με ποιανού την άδεια;» ρώτησε.
«Των Ιερών Τεσσάρων», απάντησε ο Φερριέρ. Οι εμπειρίες τους από τους Μορμόνους τον είχαν διδάξει πως αυτή αποτελούσε την ανώτερη εξουσία την οποία μπορούσε να επικαλεστεί.
«Εννέα με επτά», φώναξε ο φρουρός.
«Επτά με πέντε», αποκρίθηκε ο Τζέφερσον Χόουπ αμέσως, ενθυμούμενος το παρασύνθημα το οποίο είχε ακούσει στον κήπο.
«Περάστε, και ο Κύριος μαζί σας», είπε η φωνή από πάνω τους. Πέρα από το σημείο εκείνο το μονοπάτι φάρδαινε, και τα άλογα μπορούσαν να κινηθούν με ελαφρύ καλπασμό. Κοιτώντας πίσω, έβλεπαν τον μοναχικό σκοπό να γέρνει πάνω στο όπλο του, και ήξεραν πως είχαν περάσει το πλέον προκεχωρημένο φυλάκιο των διαλεχτών, και πως η ελευθερία απλωνόταν μπροστά τους.