1. Η επιστήμη της Επαγωγής (2)
«Η ευφυΐα σου όσον αφορά την λεπτομέρεια είναι αξιοθαύμαστη», σχολίασα.
«Εκτιμώ την σημασία τους. Ορίστε η μονογραφία μου επί της ιχνηλασίας, με ορισμένα σχόλια επί των χρήσεων του Παρισινού γύψου ως μέσο διατήρησης των αποτυπωμάτων. Ορίστε, επίσης, ένα ιδιόρρυθμο εργάκι επί της επιρροής ενός επαγγέλματος στο σχήμα του χεριού, με λιθοτυπίες χεριών κεραμιδάδων, ναυτικών, εμφιαλωτών, συνθετών, υφαντών, και αδαμαντουργών. Πρόκειται περί ζητήματος ιδιάζοντος πρακτικού ενδιαφέροντος προς τον επιστήμονα ντετέκτιβ — ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αγνώστων σωμάτων, είτε στην ανακάλυψη του περίγυρου εγκληματιών. Όμως μη σε κουράζω με το χόμπι μου.»
«Καθόλου», απάντησα ειλικρινά. «Μου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, ιδιαίτερα αφότου μου εδόθη η ευκαιρία να παρακολουθήσω την πρακτική εφαρμογή του. Εντούτοις μίλησες μόλις τώρα για παρατήρηση και επαγωγή. Σίγουρα το ένα έως κάποιου σημείου αφήνει να εννοηθεί το άλλο.»
«Μπα, ελάχιστα», απάντησε, γέρνοντας πίσω νωχελικά στην πολυθρόνα του και στέλνοντας παχιά γαλάζια δαχτυλίδια από την πίπα του. «Παραδείγματος χάριν, η παρατήρηση μου υποδηλώνει πως ήσουν στο ταχυδρομείο της Οδού Γουίγκμορ σήμερα το πρωί, αλλά η επαγωγή μου δίνει να καταλάβω πως ενώ βρισκόσουν εκεί έστειλες ένα τηλεγράφημα.»
«Σωστά!» είπα. «Σωστά και στα δυο! Μα ομολογώ πως δεν κατανοώ το πώς κατέληξες εκεί. Επρόκειτο περί μιας ξαφνικής παρόρμησης εκ μέρους μου και δεν το ανέφερα σε κανέναν.»
«Αποτελεί το άκρον άωτον της απλότητας», σχολίασε, γελώντας με την έκπληξη μου— «τόσο αφάνταστα απλό ώστε μια εξήγηση περιττεύει, παραταύτα ίσως να εξυπηρετήσει στην διευθέτηση των ορίων μεταξύ παρατήρησης και επαγωγής. Η παρατήρηση μου δηλώνει πως έχεις ένα μικρό κοκκινωπό σβώλο στο εσωτερικό του παπουτσιού σου. Ακριβώς απέναντι από το ταχυδρομείο της Οδού Γουίγκμορ έχουν ξηλώσει το οδόστρωμα κι έχουν ρίξει χώμα, το οποίο βρίσκεται σε σημείο που είναι δύσκολο να μην διασχίσεις μπαίνοντας. Το χώμα είναι αυτής της ξεχωριστής κοκκινωπής απόχρωσης η οποία δεν βρίσκεται, από όσο γνωρίζω, πουθενά αλλού στην γειτονιά. Αυτά με την παρατήρηση. Τα υπόλοιπα είναι επαγωγή.»
«Πως, τότε, συμπέρανες το τηλεγράφημα;»
«Μα, φυσικά γνώριζα πως δεν είχες γράψει κάποιο γράμμα, αφού καθόμουν απέναντι σου όλο το πρωί. Βλέπω επίσης στο ανοικτό γραφείο σου πως έχεις ένα φύλλο γραμματοσήμων κι έναν παχύ σωρό από ταχυδρομικές κάρτες. Γιατί λοιπόν τότε θα πήγαινες στο ταχυδρομείο, αν όχι για να στείλεις κάποιο τηλεγράφημα; Απέκλεισε όλους τους άλλους παράγοντες, κι ο μόνος που απομένει οφείλει απλά να αποτελεί την αλήθεια.»
«Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει όντως», απάντησα κατόπιν κάποιας σκέψης. «Το θέμα, ωστόσο, είναι, όπως λες, από τα απλούστερα. Θα με θεωρούσες απρεπή αν έθετα τις θεωρίες σου σε μια περισσότερο αυστηρή δοκιμασία;»
«Αντιθέτως», απάντησε, «θα με απέτρεπε εκ του πάρω μια δεύτερη δόση κοκαΐνης. Θα με ευχαριστούσε να διερευνήσω κάθε πρόβλημα το οποίο είσαι σε θέση να μου υποβάλεις.»
«Σε έχω ακούσει να λες πως είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο να έχει κάποιο αντικείμενο καθημερινής χρήσης δίχως να αφήσει το αποτύπωμα της ιδιοσυγκρασίας του έπ' αυτού κατά τρόπο τέτοιο ώστε ένας εξασκημένος παρατηρητής να είναι σε θέση να το εντοπίσει. Τώρα, έχω εδώ ένα ρολόι το όποιο ήρθε προσφάτως στην κατοχή μου. Θα είχες την καλοσύνη να μου αναφέρεις κάποια γνώμη σχετικά με τον χαρακτήρα ή τις συνήθειες του μακαρίτη του ιδιοκτήτη του;»
Του έδωσα το ρολόι με ένα ελαφρό συναίσθημα θυμηδίας στην καρδιά μου, διότι η δοκιμασία ήταν, όπως το συλλογιόμουν, αδύνατη, και την προόριζα ως ένα μάθημα ενάντια στον κάπως δογματικό τόνο τον οποίο περιστασιακά ελάμβανε. Ζύγισε το ρολόι στο χέρι του, κοίταξε επίμονα το καντράν, άνοιξε το πίσω μέρος, κι εξέτασε τα γρανάζια, πρώτα δια γυμνού οφθαλμού και κατόπιν με έναν ισχυρό κυρτό φακό. Μετά δυσκολίας κρατιόμουν από το χαμογελάσω στο αποκαρδιωμένο του πρόσωπο όταν τελικά έκλεισε το καπάκι και μου το έδωσε πίσω.
«Ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν», σχολίασε. «Το ρολόι έχει προσφάτως καθαρισθεί, γεγονός που μου αποστερεί τα πλέον υποδηλωτικά στοιχεία που θέλω.»
«Έχεις δίκιο», απάντησα. «Καθαρίστηκε πριν μου αποσταλεί.»
Στην καρδιά μου κατηγορούσα τον σύντροφο που μου παρέθεσε μια πλέον αστεία και αδύναμη δικαιολογία για να καλύψει την αποτυχία του. Τι στοιχεία θα μπορούσε να προσμένει από ένα ρολόι που δεν είχε καθαριστεί;
«Μολονότι απογοητευτική, η έρευνα δεν υπήρξε εντελώς άκαρπη», παρατήρησε, κοιτώντας το ταβάνι με ονειροπόλα μουντά μάτια. «Υποκείμενος στην διόρθωση σου, θα έλεγα πως το ρολόι άνηκε στον μεγαλύτερο αδελφό σου, ο οποίος το κληρονόμησε από τον πατέρα σου.»
«Αυτό το συμπεραίνεις, αναμφίβολα, από τα Χ. Γ. πάνω στο καπάκι του;»
«Ακριβώς. Το Γ υποδηλώνει το όνομα σου. Η ημερομηνία του ρολογιού πάει πίσω σχεδόν πενήντα χρόνια, και τα αρχικά είναι τόσο παλιά όσο το ρολόι: οπότε και κατασκευάστηκε για την προηγούμενη γενιά. Τα κοσμήματα συνήθως καταλήγουν στο μεγαλύτερο γιο, κι είναι πολύ πιθανό να έχει το ίδιο όνομα με τον πατέρα. Ο πατέρας σου έχει, αν θυμάμαι καλά, πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Βρισκόταν, συνεπώς, στα χέρια του μεγαλύτερου αδελφού σου.»
«Σωστά, ως στιγμής», είπα. «Κάτι άλλο;»
«Ήταν άνθρωπος με άστατες συνήθειες —πολύ ακατάστατος κι απρόσεκτος. Αφέθηκε με καλές προοπτικές, όμως πέταξε τις ευκαιρίες, έζησε για κάποιο διάστημα στην ανέχεια με περιστασιακά σύντομα διαστήματα ευημερίας, και τελικά, εθισμένος στο ποτό, πέθανε. Αυτά είναι όλα όσα μπορώ να συμπεράνω.»
Πετάχτηκα από την καρέκλα μου και βημάτισα κουτσαίνοντας στο δωμάτιο νευρικά με εξαιρετική πίκρα στην καρδιά μου.
«Είναι ποταπό εκ μέρους σου, Χολμς», είπα. «Δεν θα πίστευα πως θα μπορούσες να ξεπέσεις μέχρι εκεί. Ερεύνησες το ιστορικό του δύστυχου του αδελφού μου, και τώρα προσποιείσαι πως συμπεραίνεις την γνώση αυτή με κάποιο ευφάνταστο τρόπο. Δεν μπορείς να μου ζητάς να πιστέψω πως τα ανακάλυψες όλα από το παλιό του ρολόι! Είναι αγενές και, για να μιλήσω ξεκάθαρα, έχει μια δόση τσαρλατανισμού.»
«Καλέ μου γιατρέ», είπε ευγενικά, «σε παρακαλώ δέξου την συγνώμη μου. Εκλαμβάνοντας το ζήτημα ως ένα θεωρητικό πρόβλημα, λησμόνησα πόσο προσωπικό κι οδυνηρό θα είναι για σένα. Σε διαβεβαιώνω, ωστόσο, πως ούτε καν γνώριζα πως είχες αδελφό μέχρι που μου έδωσες το ρολόι.»
«Τότε πως στο καλό ανακάλυψες όλα αυτά τα στοιχεία; Είναι απολύτως σωστά από κάθε άποψης.»
«Αχ, είναι καλή τύχη. Μπορούσα μόνο να αναφέρω όσα αποτελούσαν τα πλέον πιθανά. Δεν ανέμενα πως όλα θα ήταν τόσο ακριβή.»
«Μα δεν επρόκειτο περί μιας απλής εικασίας;»
«Όχι, όχι: ποτέ δεν εικάζω. Πρόκειται για απαράδεκτη συνήθεια —καταστροφική προς τις λειτουργίες του μυαλού. Ότι σου φαίνεται παράξενο είναι μόνο επειδή δεν ακολουθείς τον ειρμό της σκέψης μου είτε δεν παρατηρείς τα μικρά στοιχεία επί των οποίων μεγάλα συμπεράσματα ίσως να εξαρτηθούν. Για παράδειγμα, ξεκίνησα δηλώνοντας πως ο αδελφός σου ήταν απρόσεκτος. Όταν παρατηρείς το κάτω μέρος της θήκης του ρολογιού προσέχεις πως δεν είναι μόνο βαθουλωμένο σε δυο σημεία αλλά πως είναι χαραγμένο και σημαδεμένο παντού από την συνήθεια να τοποθετούνται διάφορα σκληρά αντικείμενα, όπως νομίσματα ή κλειδιά, στην ίδια τσέπη. Σίγουρα δεν αποτελεί κατόρθωμα να υποθέσεις πως ένας άνθρωπος ο οποίος μεταχειρίζεται ένα ρολόι αξίας πενήντα γκινέων τόσο υπεροπτικά πρέπει να είναι κάποιος απρόσεκτος. Ούτε κι είναι τόσο παρατραβηγμένο το συμπέρασμα πως ένας άντρας ο οποίος κληρονομεί ένα αντικείμενο τέτοιας αξίας έχει αρκετά καλές προϋποθέσεις κι από άλλες απόψεις.»
Συγκατένευσα για να δείξω πως είχα ακολουθήσει τον συλλογισμό του.
«Είναι ιδιαίτερα σύνηθες για τους ενεχυροδανειστές της Αγγλίας, όταν παίρνουν ένα ρολόι, να χαράζουν τους αριθμούς της απόδειξης με μια καρφίτσα στο εσωτερικό του καλύμματος του. Είναι πιο εύχρηστο από μια ετικέτα καθώς δεν υπάρχει κίνδυνος να χαθεί ο αριθμός ή να περαστεί αλλού. Δεν υπάρχουν λιγότεροι από τέσσερις τέτοιους αριθμούς ορατοί κάτω από τον φακό μου στο εσωτερικό του συγκεκριμένου. Συμπέρασμα —πως ο αδελφός σου συχνά δυσκολευόταν να τα φέρει βόλτα. Δευτερεύων συμπέρασμα — πως είχε περιστασιακά διαστήματα ευημερίας, ειδάλλως δεν θα είχε εξαγοράσει το ενέχυρο. Τελικά, θέλω να κοιτάξεις την εσωτερική επιφάνεια, η οποία περιέχει το κουρδιστήρι. Κοίταξε τις μυριάδες γρατσουνιές ολόγυρα από την τρύπα — σημάδια πως το κλειδί είχε γλιστρήσει. Ποιανού νηφάλιου ανθρώπου το κλειδί θα είχε χαράξει αυτές τις εγκοπές; Ωστόσο δεν θα βρεις ρολόι μέθυσου δίχως την παρουσία τους. Το κουρδίζει την νύχτα, κι αφήνει τα ίχνη αυτά του ασταθούς χεριού του. Που είναι το μυστήριο σε όλα αυτά;»
«Είναι φως φανάρι», απάντησα. «Λυπάμαι για την αδικία μου απέναντι σου. Θα έπρεπε να είχα περισσότερη πίστη στις θαυμαστές ικανότητες σου. Επιτρέπεται να ρωτήσω αν έχεις κάποια επαγγελματική έρευνα εν εξελίξει επί του παρόντος;»
«Καμία. Εντεύθεν κι η κοκαΐνη. Δεν μπορώ να ζήσω δίχως διανοητική εργασία. Τι άλλο υπάρχει για να ζω; Στάσου εκεί στο παράθυρο. Δες πως η χλωμή κιτρινωπή ομίχλη στροβιλίζεται μέσα στο δρόμο και παρασύρεται κατά μήκους των μουντόχρωμων σπιτιών. Τι θα ήταν δυνατό να είναι περισσότερο αδιάφορο και υλιστικό; Ποια η χρησιμότητα να έχεις ικανότητες, Γιατρέ, όταν δεν υπάρχει ένα πρόβλημα στο οποίο να τις εφαρμόσεις; Το έγκλημα είναι κοινότυπο, η ύπαρξη είναι κοινότυπη, και καμία αρετή παρεκτός των κοινότυπων δεν έχει κάποια λειτουργικότητα επί της γης.»
Είχα ανοίξει το στόμα για να απαντήσω στο οργισμένο λογύδριο του, όταν με ένα κοφτό χτύπημα, εισήλθε η σπιτονοικοκυρά μας, φέρνοντας ένα επισκεπτήριο πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο.
«Μια νεαρή επιθυμεί να σας δει, κύριε», είπε, απευθυνόμενη στον σύντροφο μου.
«Δεσποινίδα Μαίρη Μόρσταν», διάβασε εκείνος. «Χμμ! Δεν μου θυμίζει κάτι το όνομα. Ζητήστε από την νεαρή δεσποινίδα να ανέβει, κα Χάντσον. Μην φεύγεις, Γιατρέ. Θα προτιμούσα να παραμείνεις.»