9. Μέρος δεύτερο
ΟΤΑΝ Ο ΗΛΙΟΣ είχε δύσει τελείως και τα πρώτα αστέρια είχαν αρχίσει να εμφανίζονται (όχι πολύ λαμπρά, γιατί ήταν ακόμη πανσέληνος), το αγόρι προχώρησε νότια. Εκεί υπήρχε μόνο μια σκηνή και σύμφωνα με μερικούς Άραβες ο τόπος ήταν γεμάτος τζίνι. Το αγόρι όμως κάθισε και περίμενε πολλή ώρα.
Όταν το φεγγάρι ήταν πια ψηλά στον ουρανό, εμφανίστηκε ο αλχημιστής. Κουβαλούσε στον ώμο του δυο ψόφια γεράκια.
- Εδώ είμαι, είπε το αγόρι.
- Δεν έπρεπε, απάντησε ο αλχημιστής. Εκτός εάν ο Προσωπικός Μύθος σου ήταν να φτάσεις μέχρι εδώ.
- Γίνεται πόλεμος μεταξύ των φυλών. Αδύνατο να διασχίσω την έρημο.
Ο αλχημιστής κατέβηκε από το άλογό του κι έκανε νόημα στο αγόρι να τον ακολουθήσει μέσα στη σκηνή. Ήταν μια σκηνή σαν όλες τις άλλες που είχε γνωρίσει στην έρημο, με εξαίρεση τη μεγάλη κεντρική σκηνή, που είχε την πολυτέλεια των παραμυθιών. Κοίταξε για εργαλεία και φούρνους αλχημείας, δεν είδε όμως τίποτε τέτοιο. Υπήρχε μόνο ένας σωρός από βιβλία, μια εστία και χαλιά με παράξενα σχέδια.
- Κάθισε, θα ετοιμάσω τσάι, είπε ο αλχημιστής. Και θα φάμε μαζί αυτά τα γεράκια.
Το αγόρι υποψιάστηκε ότι επρόκειτο για τα ίδια πουλιά που είχε δει την προηγουμένη μέρα, δεν είπε όμως τίποτε. Ο αλχημιστής άναψε τη φωτιά και σε λίγο μια ευχάριστη μυρωδιά κρέατος είχε γεμίσει τη σκηνή. Ήταν καλύτερη κι από τη μυρωδιά των ναργιλέδων.
- Γιατί θέλατε να με δείτε; είπε το αγόρι.
- Εξαιτίας των σημαδιών, απάντησε ο αλχημιστής.
Ο άνεμος μου εκμυστηρεύτηκε πότε θα 'ρχόσουν. Και ότι θα είχες ανάγκη από βοήθεια.
- Δεν πρόκειται για μένα. Πρόκειται για τον άλλο ξένο, τον Άγγλο. Εκείνος σας έψαχνε.
- Εκείνος πρέπει να βρει άλλα πράγματα πριν βρει εμένα. Είναι όμως στο σωστό δρόμο. Άρχισε να αγναντεύει την έρημο.
- Κι εγώ;
- Όταν θέλουμε πάρα πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε το όνειρό μας, είπε ο αλχημιστής, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του γέρου βασιλιά. Το αγόρι κατάλαβε. Ένας ακόμα άνθρωπος είχε βρεθεί στο δρόμο του για να τον οδηγήσει στον Προσωπικό Μύθο του.
- Κι εσείς θα μου τον μάθετε;
- Όχι. Ήδη ξέρεις ό,τι χρειάζεσαι. Απλώς θα σε ωθήσω προς το θησαυρό σου.
- Υπάρχει πόλεμος μεταξύ των φυλών, επέμεινε το αγόρι.
- Την ξέρω την έρημο.
- Ήδη βρήκα το θησαυρό μου. Έχω μια καμήλα, τα λεφτά από το μαγαζί των κρυστάλλων και πενήντα χρυσά νομίσματα. Στη χώρα μου θα είμαι πλούσιος.
- Κι όμως, τίποτε απ' αυτά δεν είναι κοντά στις πυραμίδες, είπε ο αλχημιστής.
- Έχω τη Φατιμά. Είναι ένας θησαυρός μεγαλύτερος από αυτόν που κατάφερα να μαζέψω.
- Ούτε κι αυτή είναι κοντά στις πυραμίδες. Έφαγαν τα γεράκια σιωπηλά. Ο αλχημιστής άνοιξε ένα μπουκάλι και γέμισε το ποτήρι του αγοριού μ' ένα κόκκινο υγρό. Ήταν κρασί, και μάλιστα ένα από τα καλύτερα κρασιά που το αγόρι είχε πιει ποτέ. Το κρασί όμως απαγορευόταν από το νόμο.
- Το κακό δεν περιέχεται σ' αυτό που μπαίνει από το στόμα του ανθρώπου, είπε ο αλχημιστής. Το κακό περιέχεται σ' αυτό που βγαίνει από κει.
Το αγόρι αισθανόταν όλο και πιο χαρούμενο εξαιτίας του κρασιού, αν και φοβόταν τον αλχημιστή. Κάθισαν έξω από τη σκηνή, κοιτάζοντας το φεγγαρόφωτο που θάμπωνε τ' αστέρια.
- Πιες και διασκέδασε λιγάκι, είπε ο αλχημιστής, διαπιστώνοντας ότι το αγόρι γινόταν όλο και πιο χαρούμενο. Ν' αναπαυτείς, όπως συνήθως αναπαύεται ο πολεμιστής πριν από τη μάχη. Μην ξεχάσεις όμως ότι όπου είναι η καρδιά σου, εκεί και ο θησαυρός σου. Και πρέπει οπωσδήποτε να βρεις το θησαυρό σου, για να έχουν νόημα όσα έχεις ανακαλύψει στο δρόμο σου.
»Αύριο να πουλήσεις την καμήλα σου και ν' αγοράσεις ένα άλογο. Δεν μπορείς να βασίζεσαι στις καμήλες: κάνουν χιλιάδες βήματα χωρίς κανένα σημάδι κούρασης. Ξαφνικά όμως γονατίζουν και πεθαίνουν. Τα άλογα κουράζονται σιγά σιγά. Και μπορείς να ξέρεις πάντα τι μπορείς να απαιτείς απ' αυτά ή πότε θα πεθάνουν.
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΝΥΧΤΑ το αγόρι εμφανίστηκε στη σκηνή του αλχημιστή με ένα άλογο. Περίμενε λίγο κι εκείνος εμφανίστηκε καβάλα στο ζώο και με το γεράκι στον αριστερό ώμο του.
- Δείξε μου τη ζωή στην έρημο, είπε ο αλχημιστής. Μόνο όποιος βρίσκει τη ζωή μπορεί να βρει θησαυρούς.
Ξεκίνησαν την πορεία πάνω στην άμμο, ενώ το φεγγάρι έλαμπε ακόμη από πάνω τους. «Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να βρω τη ζωή στην έρημο», σκέφτηκε το αγόρι. «Ακόμη δεν ξέρω την έρημο».
Ήθελε να γυρίσει για να πει τις σκέψεις του στον αλχημιστή, τον φοβόταν όμως. Έφτασαν στο σημείο με τις πέτρες, όπου το αγόρι είχε δει τα γεράκια στον ουρανό· το μόνο που διέκοπτε τη σιωπή της ερήμου ήταν ο άνεμος.
- Δε θα καταφέρω να βρω ζωή στην έρημο, είπε το αγόρι. Ξέρω ότι υπάρχει, δε θα καταφέρω όμως να τη βρω.
- Η ζωή έλκει τη ζωή, απάντησε ο αλχημιστής.
Και το αγόρι κατάλαβε. Αμέσως χαλάρωσε τα ηνία του αλόγου του, που προχώρησε ελευθέρα πάνω στις πέτρες και την άμμο. Ο αλχημιστής προχωρούσε σιωπηλός και το άλογο του αγοριού βάδισε για μισή σχεδόν ώρα. Δε φαίνονταν πια οι φοινικιές της όασης, μόνο το τεράστιο φεγγάρι στον ουρανό και οι βράχοι που έλαμπαν με μια ασημένια λάμψη. Ξαφνικά, σ' ένα σημείο όπου δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν, το αγόρι παρατήρησε ότι το άλογό του σταμάτησε απότομα.
- Εδώ υπάρχει ζωή, απάντησε το αγόρι στον αλχημιστή. Δε γνωρίζω τη γλώσσα της ερήμου, αλλά το άλογό μου γνωρίζει τη γλώσσα της ζωής.
Κατέβηκαν από τα άλογα. Ο αλχημιστής δεν είπε τίποτε. Κοιτούσε τις πέτρες, βαδίζοντας σιγά. Ξαφνικά σταμάτησε κι έσκυψε όλο προσοχή. Στο έδαφος υπήρχε μια τρύπα ανάμεσα στις πέτρες· ο αλχημιστής έχωσε το χέρι του στην τρύπα και συνέχισε χώνοντας το μπράτσο μέχρι τον ώμο. Κάτι σάλεψε εκεί μέσα και τα μάτια του αλχημιστή -το αγόρι μόνο τα μάτια του μπορούσε να δει- μισόκλεισαν από την προσπάθεια και την ένταση. Το χέρι φαινόταν να παλεύει μ' αυτό που ήταν μέσα στην τρύπα. Μ' ένα πήδημα που τρόμαξε το αγόρι, ο αλχημιστής τράβηξε το χέρι του και σηκώθηκε αμέσως όρθιος. Στο χέρι του κρατούσε ένα φίδι από την ουρά.
Και το αγόρι πήδηξε, προς τα πίσω όμως. Το φίδι σπαρταρούσε ασταμάτητα, βγάζοντας θορύβους και σφυρίγματα που έσπαζαν τη σιωπή της ερήμου. Ήταν μια νάγια, που το δηλητήριο της θα μπορούσε να σκοτώσει έναν άνθρωπο σε λίγα λεπτά.
«Προσοχή στο δηλητήριο», πρόλαβε και σκέφτηκε το αγόρι. Αλλά ο αλχημιστής είχε χώσει το χέρι του στην τρύπα και μάλλον είδε ήδη δαγκωθεί. Το πρόσωπό του όμως ήταν ήρεμο. «Ο αλχημιστής είναι διακοσίων χρόνων», είχε πει ο Άγγλος. Σίγουρα θα ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τα φίδια της ερήμου.
Το αγόρι είδε πως ο σύντροφός του πήγε προς το άλογο και τράβηξε το γιαταγάνι του. Χαράζοντας μ' αυτό έναν κύκλο στο έδαφος, έβαλε το φίδι στη μέση. Το ζώο ακινητοποιήθηκε αμέσως.
- Μην ανησυχείς, είπε ο αλχημιστής. Δε θα φύγει από κει. Κι εσύ ανακάλυψες τη ζωή στην έρημο, το σημάδι που χρειαζόμουνα.
- Γιατί ήταν αυτό τόσο σημαντικό;
- Γιατί οι πυραμίδες είναι περικυκλωμένες από έρημο.
Το αγόρι δεν ήθελε ν' ακούσει για τις πυραμίδες. Από την προηγούμενη νύχτα αισθανόταν ένα βάρος και μια στενοχώρια στην καρδιά. Γιατί το να πάει να ψάξει για το θησαυρό του σήμαινε ότι έπρεπε να αφήσει τη Φατιμά.
- Θα σε οδηγήσω στην έρημο, είπε ο αλχημιστής.
- Θέλω να μείνω στην όαση, απάντησε το αγόρι. Έχω ήδη βρει τη Φατιμά. Και αυτή για μένα αξίζει πιο πολύ κι από το θησαυρό.
- Η Φατιμά είναι γυναίκα της ερήμου, είπε ο αλχημιστής. Ξέρει ότι οι άντρες πρέπει να φεύγουν για να μπορούν να επιστρέψουν. Εκείνη έχει ήδη βρει το θησαυρό της: εσένα. Περιμένει τώρα να βρεις κι εσύ αυτό που ψάχνεις.
- Κι αν αποφασίσω να μείνω;
- Θα είσαι ο σύμβουλος της όασης. Έχεις αρκετό χρυσάφι για ν' αγοράσεις πολλά πρόβατα και πολλές καμήλες. Θα παντρευτείς τη Φατιμά και θα ζήσετε ευτυχισμένοι τον πρώτο χρόνο. Θα μάθεις να αγαπάς την έρημο και θα γνωρίσεις μία μία τις πενήντα χιλιάδες φοινικιές, θα καταλάβεις πώς αναπτύσσονται και θα σου φανερώσουν έναν κόσμο που αλλάζει ασταμάτητα. Και θα καταλάβεις τα σημάδια όλο και καλύτερα, γιατί η έρημος είναι ένας δάσκαλος ανώτερος από τους άλλους δασκάλους.
»Το δεύτερο χρόνο να θυμηθείς ότι υπάρχει ένας θησαυρός. Τα σημάδια θ' αρχίσουν να μιλάνε επίμονα γι' αυτόν κι εσύ θα προσπαθήσεις να τα αγνοήσεις. Θα κάνεις χρήση της γνώσης σου μόνο για το καλό της όασης και των κατοίκων της. Οι αρχηγοί των φυλών θα σου είναι ευγνώμονες γι' αυτό. Οι καμήλες σου θα σου χαρίσουν πλούτο και εξουσία.
»Τον τρίτο χρόνο τα σημάδια θα συνεχίσουν να μιλάνε για το θησαυρό σου και τον Προσωπικό Μύθο σου. Θα τριγυρίζεις στην όαση τη μια νύχτα πίσω από την άλλη και η Φατιμά θα γίνει μια θλιμμένη γυναίκα, γιατί υπήρξε η αιτία να διακόψεις το δρόμο σου. Εσύ όμως θα συνεχίσεις να την αγαπάς και θα βρεις ανταπόκριση. Θα θυμηθείς ότι εκείνη ποτέ δε σου ζήτησε να μείνεις, γιατί μια γυναίκα της ερήμου ξέρει να περιμένει τον άντρα της. Γι' αυτό δε θα της καταλογίσεις ευθύνες. Θα τριγυρίσεις όμως πολλές νύχτες στην άμμο της όασης κι ανάμεσα στις φοινικιές, σκεπτόμενος ότι ίσως θα μπορούσες να είχες προχωρήσει, αν είχες περισσότερη εμπιστοσύνη στην αγάπη σου για τη Φατιμά. Γιατί αυτό που σε κράτησε στην όαση ήταν ο δικός σου φόβος μήπως δεν ξαναγυρίσεις ποτέ. Κι εκείνη τη στιγμή τα σημάδια θα σου δείξουν ότι ο θησαυρός σου θάφτηκε για πάντα.
»Τον τέταρτο χρόνο τα σημάδια θα σε εγκαταλείψουν γιατί αρνήθηκες να τα ακούσεις. Οι αρχηγοί των φυλών θα το καταλάβουν και θα καθαιρεθείς από το συμβούλιο. Θα είσαι μεν ένας πλούσιος έμπορος, με πολλές καμήλες και πολλά εμπορεύματα, αλλά θα περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου τριγυρίζοντας μεταξύ των φοινικιών και της ερήμου, ξέροντας ότι δεν πραγματοποίησες τον Προσωπικό Μύθο σου και ότι τώρα είναι πια πολύ αργά.
»Χωρίς να έχεις καταλάβει ότι η Αγάπη ποτέ δεν εμποδίζει έναν άνθρωπο ν' ακολουθήσει τον Προσωπικό Μύθο του. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πει ότι δεν πρόκειται για την αληθινή Αγάπη, εκείνη που μιλά τη Γλώσσα του Κόσμου.
Ο αλχημιστής έσβησε τον κύκλο που είχε χαράξει στο έδαφος και το φίδι έσπευσε να εξαφανιστεί ανάμεσα στις πέτρες. Το αγόρι σκεφτόταν τον έμπορο κρυστάλλων, που πάντα ήθελε να πάει στη Μέκκα, και τον Άγγλο, που έψαχνε για έναν αλχημιστή. Το αγόρι σκεφτόταν μια γυναίκα που εμπιστεύτηκε την έρημο και η έρημος της έφερε μια μέρα τον άνθρωπο που ήθελε ν' αγαπήσει.
Ανέβηκαν στα άλογά τους κι αυτή τη φορά το αγόρι ήταν εκείνο που ακολούθησε τον αλχημιστή. Ο άνεμος έφερνε τους ήχους της όασης κι εκείνος προσπαθούσε να διακρίνει τη φωνή της Φατιμά. Εκείνη τη μέρα δεν είχε πάει στο πηγάδι εξαιτίας της μάχης.
Την ίδια νύχτα, καθώς κοιτούσε ένα φίδι μέσα σ' έναν κύκλο, ο παράξενος καβαλάρης με το γεράκι στον ώμο του είχε μιλήσει για αγάπη και θησαυρούς, για τις γυναίκες της ερήμου και για τον Προσωπικό Μύθο του.
- Θα έρθω μαζί σας, είπε το αγόρι. Κι αμέσως αισθάνθηκε γαλήνη μέσα στην καρδιά του.
- Θα ξεκινήσουμε αύριο, πριν από την αυγή, ήταν η μοναδική απάντηση του αλχημιστή.
ΤΟ ΑΓΟΡΙ δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Δυο ώρες πριν από την αυγή, ξύπνησε ένα από τα αγόρια που κοιμόνταν στην ίδια σκηνή και το παρακάλεσε να του δείξει που έμενε η Φατιμά. Βγήκαν μαζί και πήραν το δρόμο προς τα εκεί. Σαν αντάλλαγμα, το αγόρι τού χάρισε λεφτά για ν' αγοράσει ένα πρόβατο.
Του ζήτησε κατόπιν να μάθει πού κοιμόταν η Φατιμά, να την ξυπνήσει και να της πει ότι το αγόρι την περίμενε. Ο νεαρός Άραβας έκανε ό,τι του ζήτησε και σαν αντάλλαγμα πήρε λεφτά για ν' αγοράσει κι άλλο ένα πρόβατο.
- Τώρα άφησέ μας μόνους, είπε το αγόρι στο νεαρό Άραβα, ο οποίος επέστρεψε στη σκηνή του για να κοιμηθεί, περήφανος που είχε βοηθήσει το σύμβουλο της όασης και χαρούμενος γιατί είχε λεφτά για ν' αγοράσει πρόβατα.
Η Φατιμά εμφανίστηκε στην είσοδο της σκηνής. Άρχισαν να περπατούν ανάμεσα στις φοινικιές. Το αγόρι ήξερε ότι ήταν ενάντια στην παράδοση, αυτό όμως δεν είχε καμιά σημασία εκείνη τη στιγμή.
- Φεύγω, είπε. Θέλω να ξέρεις ότι θα επιστρέψω. Σ' αγαπώ, γιατί...
- Μην πεις τίποτε, τον διέκοψε η Φατιμά. Αγαπάμε γιατί αγαπάμε. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για ν' αγαπάμε.
Αλλά το αγόρι συνέχισε:
- Σ' αγαπώ, επειδή είδα ένα όνειρο, συνάντησα ένα βασιλιά, πούλησα κρύσταλλα, διέσχισα την έρημο, οι φυλές κήρυξαν πόλεμο και βρέθηκα κοντά σ' ένα πηγάδι για να μάθω που έμενε ένας αλχημιστής. Σ' αγαπώ, γιατί όλο το σύμπαν συνωμότησε για να βρεθώ κοντά σου.
Αγκαλιάστηκαν. Ήταν η πρώτη φορά που τα κορμιά τους αγγίζονταν.
- Θα επιστρέψω, επανέλαβε το αγόρι.
- Μέχρι τώρα κοιτούσα την έρημο με λαχτάρα, είπε η Φατιμά. Από δω και πέρα, θα την κοιτάζω με ελπίδα. Ο πατέρας μου έφυγε μια μέρα, αλλά ξαναγύρισε στη μητέρα μου και εξακολουθεί να γυρίζει.
Και δεν είπαν τίποτε άλλο. Περπάτησαν λίγο ανάμεσα στις φοινικιές και το αγόρι την άφησε μπροστά στη σκηνή.
- Θα επιστρέψω, όπως επέστρεψε κι ο πατέρας σου στη μητέρα σου, είπε.
Παρατήρησε ότι τα μάτια της Φατιμά ήταν βουρκωμένα.
- Κλαις;
- Είμαι μια γυναίκα της ερήμου, είπε κρύβοντας το πρόσωπό της. Αλλά πάνω απ' όλα είμαι γυναίκα.
Η Φατιμά μπήκε στη σκηνή. Σε λίγο θα εμφανιζόταν ο ήλιος. Με το ξημέρωμα θα έβγαινε για να κάνει όσα έκανε εδώ και τόσα χρόνια· τώρα όμως όλα είχαν αλλάξει. Το αγόρι δε βρισκόταν πια στην όαση και η όαση δε θα είχε γι' αυτή το νόημα που είχε μέχρι τότε. Δε θα ήταν πια ο τόπος με τις πενήντα χιλιάδες φοινικιές και τα τριακόσια πηγάδια, όπου κατέφταναν οι προσκυνητές, χαρούμενοι ύστερα από μακρινό ταξίδι. Η όαση, από δω και πέρα, θα ήταν γι' αυτή κενός τόπος.
Από κείνη τη μέρα, η έρημος θα ήταν πιο σημαντική. Πάντα θα την κοιτούσε, προσπαθώντας να μάθει ποιο αστέρι ακολουθούσε το αγόρι σε αναζήτηση του θησαυρού του. Θα έστελνε τα φιλιά της με τον άνεμο, με την ελπίδα ότι αυτός θα άγγιζε το πρόσωπο του αγοριού και θα του έλεγε πως αυτή ζούσε και τον περίμενε, όπως μια γυναίκα περιμένει ένα γενναίο άντρα, που αναζητάει όνειρα και θησαυρούς. Από εκείνη τη μέρα και στο εξής, η έρημος θα ήταν ένα και μόνο πράγμα: η ελπίδα της επιστροφής του.
- Μη σκέφτεσαι αυτά που άφησες πίσω σου, είπε ο αλχημιστής, όταν άρχισαν να καλπάζουν πάνω στην άμμο της ερήμου. Τα πάντα είναι χαραγμένα στην Ψυχή του Κόσμου και θα παραμείνουν εκεί για πάντα.
- Οι άνθρωποι ονειρεύονται πιο πολύ την επιστροφή παρά το χωρισμό, είπε το αγόρι, που σιγά σιγά εξοικειωνόταν με τη σιωπή της ερήμου.
- Αν αυτό που βρήκες αποτελείται από ύλη στην καθαρή μορφή της, ποτέ δε θα σαπίσει. Και θα μπορέσεις μια μέρα να επιστρέψεις. Αν επρόκειτο μόνο για μια στιγμιαία λάμψη φωτός, σαν την έκρηξη ενός αστεριού, τότε δε θα βρεις τίποτε όταν επιστρέψεις. Θα έχεις όμως δει μια έκρηξη φωτός. Και μόνο γι' αυτό, άξιζε τον κόπο.
Ο άντρας μιλούσε με τη γλώσσα της αλχημείας. Το αγόρι όμως ήξερε ότι εννοούσε τη Φατιμά.
Ήταν δύσκολο να μη σκέφτεσαι ό,τι έχεις αφήσει πίσω. Η έρημος, με το σχεδόν πάντα ίδιο τοπίο της, συνήθως γέμιζε όνειρα. Το αγόρι έβλεπε ακόμη τις φοινικιές, τα πηγάδια και το πρόσωπο της αγαπημένης γυναίκας. Έβλεπε τον Άγγλο με το εργαστήριό του και τον καμηλιέρη, που ήταν δάσκαλος και δεν το ήξερε. «Ίσως ο αλχημιστής να μην έχει αγαπήσει ποτέ», σκέφτηκε το αγόρι.
Ο αλχημιστής κάλπαζε μπροστά του, με το γεράκι στον ώμο. Το γεράκι ήξερε καλά τη γλώσσα της ερήμου και, όταν σταματούσαν, άφηνε τον ώμο του αλχημιστή και πετούσε ψάχνοντας τροφή. Την πρώτη μέρα έφερε ένα λαγό. Τη δεύτερη έφερε δυο πουλιά.
Τη νύχτα άπλωναν τις κουβέρτες τους και δεν άναβαν φωτιά. Οι νύχτες της ερήμου είναι ψυχρές και, καθώς το φεγγάρι λιγόστευε στον ουρανό, γίνονταν όλο και πιο σκοτεινές. Για μια ολόκληρη εβδομάδα βάδιζαν σιωπηλοί, μιλώντας μόνο για τις αναγκαίες προφυλάξεις για να αποφύγουν τις μάχες μεταξύ των φυλών. Ο πόλεμος συνεχιζόταν και καμιά φορά ο άνεμος έφερνε τη γλυκανάλατη οσμή του αίματος. Κάποια μάχη είχε γίνει εκεί κοντά και ο άνεμος υπενθύμιζε στο αγόρι ότι υπήρχε η γλώσσα των σημαδιών, πάντα πρόθυμη να δείξει αυτά που τα μάτια του δεν μπορούσαν να διακρίνουν.
Όταν συμπληρώθηκαν εφτά μέρες ταξιδιού, ο αλχημιστής αποφάσισε να κατασκηνώσουν νωρίτερα από το συνηθισμένο. Το γεράκι έφυγε σε αναζήτηση λείας και ο αλχημιστής έβγαλε το παγούρι με το νερό και πρόσφερε στο αγόρι.
- Πλησιάζεις στο τέλος του ταξιδιού σου, είπε ο αλχημιστής. Τα συγχαρητήριά μου, γιατί ακολούθησες τον Προσωπικό Μύθο σου.
- Με οδηγείτε σιωπηλός, είπε το αγόρι. Νόμιζα ότι θα μου μαθαίνατε αυτά που ξέρετε. Πριν από αρκετό καιρό βρέθηκα στην έρημο μ' έναν άνθρωπο που κουβαλούσε βιβλία αλχημείας. Δεν κατάφερα όμως να μάθω τίποτε.
- Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μάθεις, απάντησε ο αλχημιστής. Μέσα από τη δράση. Ό,τι χρειαζόταν να μάθεις σου το έμαθε το ταξίδι. Μόνο ένα πράγμα έμεινε ακόμη.
Το αγόρι ήθελε να μάθει τι ήταν, αλλά ο αλχημιστής κάρφωσε τα μάτια του στον ορίζοντα περιμένοντας να επιστρέψει το γεράκι. - Γιατί σας λένε αλχημιστή; - Γιατί είμαι.
- Και τι δεν πήγαινε καλά με τους άλλους αλχημιστές, που αναζητούσαν χρυσάφι και δεν το βρήκαν;
- Έψαχναν μόνο χρυσάφι, απάντησε ο σύντροφός του. Έψαχναν το θησαυρό του Προσωπικού Μύθου τους, χωρίς να θέλουν να ζήσουν τον ίδιο το Μύθο.
- Τι μου έμεινε ακόμη να μάθω;
Αλλά ο αλχημιστής κοιτούσε συνέχεια τον ορίζοντα. Σε λίγο το γεράκι γύρισε με την τροφή. Έσκαψαν ένα λάκκο κι άναψαν μέσα φωτιά, για να μη φαίνεται η λάμψη της φλόγας.
- Είμαι αλχημιστής γιατί είμαι αλχημιστής, είπε ετοιμάζοντας το φαγητό. Έμαθα την επιστήμη από τους παππούδες μου, οι οποίοι την έμαθαν από τους παππούδες τους, κι ούτω καθεξής, μέχρι τη δημιουργία του κόσμου. Εκείνη την εποχή, όλη η γνώση του μεγάλου έργου μπορούσε να γραφτεί σ' ένα απλό σμαράγδι. Αλλά οι άνθρωποι δεν έδωσαν σημασία στα απλά πράγματα κι άρχισαν να γράφουν πραγματείες, ερμηνείες και φιλοσοφικές μελέτες. Άρχισαν επίσης να λένε ότι ήξεραν το δρόμο καλύτερα απ' τους άλλους.
»Αλλά ο Σμαραγδένιος Πίνακας παραμένει ζωντανός μέχρι σήμερα.
- Τι ήταν γραμμένο στο Σμαραγδένιο Πίνακα; ήθελε να μάθει το αγόρι.
Ο αλχημιστής βάλθηκε να κάνει σχέδια στην άμμο· αυτό δεν κράτησε πάνω από πέντε λεπτά. Ενώ εκείνος χάραζε τα σχέδια, το αγόρι θυμήθηκε το γέρο βασιλιά και την πλατεία όπου κάποτε είχαν συναντηθεί· του φάνηκε σαν να είχαν περάσει πολλά χρόνια.
- Αυτό ήταν γραμμένο στο Σμαραγδένιο Πίνακα, είπε ο αλχημιστής όταν σταμάτησε να γράφει.
Το αγόρι πλησίασε και διάβασε τις λέξεις πάνω στην άμμο.
- Είναι ένας κώδικας, είπε το αγόρι, κάπως απογοητευμένο από το Σμαραγδένιο Πίνακα. Μοιάζει με τα βιβλία του Άγγλου.
- Όχι, απάντησε ο αλχημιστής. Είναι σαν το πέταγμα των γερακιών δεν πρέπει να προσπαθεί να το καταλάβει κανείς μόνο με τη λογική. Ο Σμαραγδένιος Πίνακας είναι ένα άμεσο πέρασμα στην Ψυχή του Κόσμου.
»Οι σοφοί κατάλαβαν ότι αυτός ο φυσικός κόσμος δεν είναι παρά μια εικόνα και μια αντιγραφή του παραδείσου. Η ύπαρξη αυτού του κόσμου αποτελεί την εγγύηση ότι υπάρχει ένας κόσμος πιο τέλειος απ' αυτόν. Ο Θεός τον δημιούργησε ώστε να μπορέσουν οι άνθρωποι, μέσω των όσων φαίνονται, να καταλάβουν τα πνευματικά του διδάγματα και τα θαύματα της σοφίας του. Αυτό είναι που εγώ ονομάζω δράση.
- Πρέπει να καταλάβω το Σμαραγδένιο Πίνακα; ρώτησε το αγόρι.
- Ίσως, αν βρισκόσουν σ' ένα εργαστήριο αλχημείας, να ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή να καταλάβεις το Σμαραγδένιο Πίνακα. Τώρα όμως βρίσκεσαι στην έρημο. Να βυθιστείς, λοιπόν, στην έρημο. Αυτή είναι τόσο χρήσιμη για να καταλάβεις τον κόσμο, όσο οποιοδήποτε άλλο πράγμα πάνω στη γη. Ούτε καν χρειάζεται να καταλάβεις την έρημο: αρκεί να θαυμάσεις έναν απλό κόκκο άμμου· εκεί θ' ανακαλύψεις όλα τα θαύματα της δημιουργίας.
- Τι να κάνω για να βυθιστώ στην έρημο;
- Ν' ακούσεις την καρδιά σου. Αυτή γνωρίζει όλα τα πράγματα, επειδή κατάγεται από την Ψυχή του Κόσμου, στην οποία και θα επιστρέψει μια μέρα.