ΙΕ'. Πουλουδίας θράσος
|Pouloudias courage|bravery
IE'. What an audacity
Τη νύχτα κακοκοιμήθηκε ο Αντώνης.
||slept poorly||
Antonis had a bad night's sleep.
Είδε όνειρα με καράβια, φουρτούνες, κανάτια τρυπημένα απ' όπου έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν νερά αστέρευτα, που πλημμύριζαν την τραπεζαρία και καταπόντιζαν τη σκάλα και γέμιζαν την κάμαρα της θείας κι έπαιρναν τη ραφτομηχανή της, και μες στο μεγάλο κακό βρίσκουνταν μπροστά του η θεία με τα θυμωμένα μάτια του πατέρα και τα σουρωμένα του φρύδια κι έλεγε αγριεμένη: «Έσπασες τη βελόνα της μηχανής!»
|||ships|storms|pitchers|pierced|||were flowing||||endless||were flooding||dining room||sinking||||filled||||||were taking||sewing machine|||||||were located|||||||angry||||||furrowed||eyebrows|||angrily|You broke||sewing machine needle||sewing machine
He saw dreams of ships, storms, jugs pierced from which they ran, ran, ran starsless waters, flooding the dining room and flooding the staircase and filling the aunt's chamber and taking her sewing machine, and in the great evil before him was the aunt with his father's angry eyes and furrowed brows and said fiercely: "You broke the needle of the machine!"
Και φώναξε ο Αντώνης: «Όχι!» Και τον ξύπνησε η φωνή του.
|||||||woke him up|||
And Antonis shouted: "No!" And his voice woke him up.
Και σαν είδε τον ήλιο που χύνουνταν από την μπαλκονόπορτα και είδε πως ήταν στεγνή η κάμαρα και ήσυχη και πως κοιμούνταν τ' αδέλφια του, ήλθε πάλι η καρδιά του στη θέση της και πήδηξε κάτω από το κρεβάτι του, χαρούμενος κι έτοιμος για μεγάλα καταπιάσματα.
||||||was pouring out|||balcony door|||||dry||||quiet|||were sleeping||||came|||||||||jumped|||||||||||great endeavors
And when he saw the sun pouring in from the balcony door and saw that the chamber was dry and quiet and that his brothers were sleeping, his heart came back to its place and he jumped under his bed, happy and ready for great struggles.
— Κακό όνειρο!
- Bad dream!
είπε δυνατά.
|loudly
— Τι; ρώτησε η Αλεξάνδρα από μέσα από την κουνουπιέρα της, τεντώνοντας χέρια και ράχη.
||||||||mosquito net||stretching arms|||back
- What; Alexandra asked from inside her mosquito net, stretching her arms and back.
— Τίποτα, αποκρίθηκε ο Αντώνης, είδα ένα άσχημο όνειρο!
||||||bad|
— Nothing, answered Antonis, I had a bad dream!
Η Πουλουδιά είχε σηκώσει την κουνουπιέρα της και κατέβαινε κατσουφιασμένη από το κρεβάτι της.
|||lifted||mosquito net||||sullenly||||
Pouloudia had lifted her mosquito net and was getting down from her bed, frowning.
— Κι εγώ είδα άσχημο όνειρο, είπε.
|||bad||
— I also had a bad dream, he said.
— Για πες το!
έκανε πάλι η Αλεξάνδρα.
Τίποτα δεν την ενδιέφερε τόσο, όσο τα όνειρα των αδελφών της, που τα εξηγούσε ύστερα η κερα-Ρήνη.
|||cared||||||||||explained later||||
Nothing interested her so much as the dreams of her brothers, which were then explained by the candle-Rini.
Γιατί αυτή δεν έβλεπε ποτέ κανένα κι έτσι δεν πρόλεγε τίποτα για κείνην ο Ονειροκρίτης.
|||||anyone||||predicted|||it||Dream interpreter
Because she never saw anyone, so the Dreamer did not predict anything about her.
Και κάθισε στο κρεβάτι και αγκάλιασε τα γόνατα της, όλη προσοχή.
|||||hugged||her knees|||attention
And sat on the bed and hugged her knees, all attention.
— Για πες το!
επανέλαβε.
repeat
Μα η Πουλουδιά δε θέλησε τίποτα να πει, ούτε στην κρεβατοκάμαρα ούτε στη θάλασσα ούτε στο δρόμο.
||||wanted||||||bedroom||||||
But Pouloudia didn't want to say anything, neither in the bedroom nor at the sea nor on the street.
Μόνο σα μαζεύθηκαν τ' αδέλφια στην ταπεζαρία για τον πρωινό καφέ και κατάφερε να ξεμοναχιάσει τον Αντώνη, του ξεμολογήθηκε:
||gathered||||dining room||||||managed to||to isolate||||confided
It wasn't until the brothers gathered at the tapestry for morning coffee and managed to get Antonis to feel lonely that he confided in him:
— Είδα στ' όνειρο μου πως πέθανε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς.
|||||died|||
— I saw in my dream that Barbayannis Kanatas died.
Και πέθανε, λέει, από πείνα, γιατί δεν είχε πια δραχμές, αφού σπάσαμε όλα του τα κανάτια!
||||hunger|||||drachmas||we broke||||jars
And he died, he says, of hunger, because he had no more drachmas, since we broke all his jugs!
Και χάλασαν πάλι τα κέφια του Αντώνη τόσο, που στο τραπέζι ξέχασε να ζητήσει δεύτερη φορά σύκα.
|spoiled|||mood|||||||forgot||ask|||figs
And Antonis' spirits were again spoiled so much that at the table he forgot to ask for figs a second time.
Κακόκεφα, γρινιάρικα άφησε την Αφροδίτη να του βάλει φρέσκο επίδεσμο στο κεφάλι και κατέβηκε στην αυλή με το θείο, που έκανε κάθε πρωί το γύρο του, πότιζε τους βασιλικούς κι έχυνε το κατακάθι του πρωινού καφέ, ως δυναμωτικό, στη ρίζα της αγαπημένης εκατόφυλλης τριανταφυλλιάς του.
Bad-tempered|whiny|let|||||||bandage|||||||||||||||round||was watering||basil plants||poured out||coffee grounds||morning|||tonic||root||beloved|hundred-petaled|rose bush|
Headless, he sullenly let Aphrodite put a fresh bandage on his head and went down to the yard with the uncle, who made his rounds every morning, watering the basil and pouring the grounds of the morning coffee, as a tonic, at the root of his beloved hundred-leaf rose .
Μα ο Αντώνης δεν τον παρακολούθησε, όπως το συνήθιζε, στη δουλειά του, ούτε κοίταξε την τριανταφυλλιά ούτε ζήτησε να γεμίσει το ποτιστήρι ούτε πρόσεξε τις παρατηρήσεις του θείου, ούτε άκουσε τ' αγανακτισμένα επιφωνήματα του.
|||||followed|||he usually|||||||||asked||fill||watering can||paid attention to||notes||||listened to||exasperated|exclamations|
But Antonis did not follow him, as he was wont to do, at his work, nor did he look at the rose bush, nor did he ask for the watering can to be filled, nor did he pay attention to the uncle's remarks, nor did he listen to his indignant exclamations.
Σκυμμένος έξω από τη μισάνοιχτη αυλόπορτα, ακροάζουνταν με όλη του τη δύναμη, μήπως και κατά τύχη ακούσει το τσικ τσικ των κανατιών του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, που δεν περνούσε ποτέ το πρωί, μα που τον ήθελε ο Αντώνης να έλθει σήμερα, για να βεβαιωθεί πως ήταν ζωντανός και πως βγήκε ψεύτικο τ' όνειρο της Πουλουδιάς.
Crouched||||half-open|garden gate|he was listening|||||||||chance|he hears||clicking|click||jugs||||||passed|||||||wanted||||||||confirm|||alive|||came out|false||||
Crouching outside the half-open front door, he was listening with all his might, lest by chance he should hear the clinking of the jugs of Barbagiannis Kanatas, who never came by in the morning, but whom Antonis wanted him to come today, to make sure that he was alive and how Pouloudia's dream turned out to be false.
Μα σαν ένιωσε πως του τραβούν το αυτί και ξιπασμένος ανατινάχθηκε και γύρισε, είδε μπροστά του το θείο, κόκκινο και θυμωμένο όπως δεν τον είχε δει ποτέ!
||he felt|||pull||ear||arrogant|exploded in anger||turned around||||||||angry||||||
But when he felt that his ear was being pulled and he exploded and turned around, he saw the uncle in front of him, red and angry as he had never seen him before!
— Γιατί το έκανες αυτό; ρώτησε ο θείος.
|||this|||
- Why did you do that; asked the uncle.
— Τι έκανα, θείε;
— What did I do, uncle?
— Σκότωσες την τριανταφυλλιά μου!
You killed||rose bush|
— You killed my rose!
— Εγώ;
— Me?
— Ναι, εσύ!
Yes|you
- Yes you!
Έλα να τη δεις!
Come see her!
Και πήγε ο Αντώνης και την είδε.
|went|||||
And Antonis went and saw her.
Η καημένη η τριανταφυλλιά, με τρία τέσσερα μαραμένα φυλλαράκια, που κρέμουνταν θλιβερά στα κλωνάρια της, στέκουνταν μισογερμένη μες στο βαρέλι της, σαν έτοιμη να λιγοθυμήσει.
|poor||rosebush||||wilted|leaves||were hanging|sadly||branches||was standing|half-bent|||barrel|||||faint
The poor rose, with three or four withered little leaves, hanging sadly from its branches, stood half-leaning in its barrel, as if ready to faint.
— Ποιος την έσπασε; ρώτησε ο Αντώνης σαστισμένος.
||broke it||||bewildered
— Who broke it? Antonis asked, bewildered.
Όχι εγώ, θείε, αλήθεια σας λέγω!
Not I, uncle, I tell you the truth!
— Εσύ δεν την έσκαψες χθες;
|||dug it|
— Didn't you dig it up yesterday?
— Ναι, εγώ και η Πουλουδιά.
— Yes, me and Pouloudia.
— Με τι τη σκάψατε;
|||dug
— What did you dig it with?
— Εγώ είχα ένα καρφί και η Πουλουδιά ένα κεραμίδι.
|||nail|||||tile
— I had a nail and Pouloudia a tile.
— Ωραία!
Και της κόψατε τις ρίζες της κι έγειρε και τσάκισε.
||you cut|||||it leaned||broke down
And you cut off its roots and it bent and crumpled.
Και τα φύλλα της, γιατί της τα κόψατε;
|||||||you cut
And her leaves, why did you cut them?
— Γιατί ήταν μαύρα στις άκρες, σα μαραμένα, και μερικά είχαν τρύπες από τους σαλιάγκους.
Why||black|||like|wilted|||had|holes|from||snails
— Because they were black at the edges, as if withered, and some had holes from the snails.
— Και δεν ξέρεις πως το φυτό αναπνέει από τα φύλλα; Και πως σαν τους τα κόψεις όλα, πεθαίνει; Και πως, έστω και αν είναι λίγο μαύρα στις άκρες, τα φύλλα τού είναι απαραίτητα;
|||||plant|breathes|||leaves|||||||||||||||||||||||necessary for it
— And don't you know how the plant breathes through the leaves? And if you cut them all off, does it die? And how, even if they are a little black at the edges, are its leaves necessary?
Ο Αντώνης δεν το ήξερε.
Antonis did not know.
Και στέκουνταν τώρα σα φονιάς εμπρός στο θύμα του, ζεματισμένος, ανίκανος να διορθώσει το κακό.
|standing|||murderer|||victim||scalded|unable to fix||correct||
And he now stood like a murderer before his victim, scalded, unable to undo the damage.
Μα ο θυμός του θείου δε βαστούσε ποτέ πολλή ώρα.
||anger||||lasted|||
But the uncle's anger never lasted long.
— Έλα, δεν το ήθελες, το ξέρω, του είπε.
||it|you wanted||||
— Come on, you didn't want to, I know, she told him.
Μα φαντάζομαι πως και τ' άλλα φυτά δε θα καλοπέρασαν με το καρφί και την κεραμίδα.
|I imagine|||||plants|||had a good time|||nail|||
But I imagine that the other plants would not have a good time with the nail and the tile.
Πάμε να δούμε.
Και τα είδαν.
Πεδίο μάχης μετά το μακελειό ήταν οι ως χθες συγυρισμένες και λουλουδοσπαρμένες πρασιές στα ριζότοιχα της αυλής· ανάπηροι ήταν όλοι οι βασιλικοί της θείας, που κουτσοστέκουνταν ακόμα, αποκαμωμένοι, σαν ανεμοδαρμένοι, κρεμνώντας τα μαραζιασμένα φυλλαράκια τους έξω από τις γλάστρες τους.
Field|battle|||slaughter|||||tidy||flower-strewn|green areas||root walls|||crippled||||royal||||were limping||exhausted||wind-tossed|drooping||withered|little leaves|||||pots|
The field of battle after the carnage was the curled and flower-strewn greens on the courtyard's rice walls until yesterday; disabled were all the aunt's basilisks, which were still limping, emaciated, as if wind-blown, hanging their withered leaves outside their pots.
— Βλέπεις, Αντώνη, και η κηπουρική έχει την τέχνη της, είπε ο θείος, και καλό είναι να μην καταπιανόμαστε τέχνες που δεν τις ξέρομε.
||||gardening|||art||||||||||get involved|arts||||
— You see, Antonis, gardening also has its art, said the uncle, and it is good not to take up arts that we do not know.
Φώναξε και την Πουλουδιά να της τα πω κι εκείνης.
Call|||||||||her
Call Pouloudia to tell her too.
Ο Αντώνης κοκκίνισε.
||blushed
— Δε φταίγει εκείνη, είπε, γιατί δεν ήξερε, κι εγώ της είπα να σκάψει το χώμα πολύ βαθιά και πολύ κοντά στα λουλούδια.
||||||||||||dig||soil|very||||||
— It's not her fault, she said, because she didn't know, and I told her to dig the soil very deep and very close to the flowers.
Με τα χέρια κάτω από το βεστόνι του και τα κοντά παχιά του πόδια ανοιχτά, τον κοίταζε ο θείος, τα μάτια του στενεμένα στο αγαθό του χαμόγελο.
||||||belly|||||thick|||||||||||narrowed||good-natured||smile
With his hands under his waistcoat and his short fat legs spread, his uncle looked at him, his eyes narrowed into his kind smile.
— Ώστε ο μαστροχαλαστής είσαι συ!
||master destroyer||
— So the pimp is you!
Και τη μαστοριά σου φρόντισες να τη μάθεις και σ' άλλους!
||craft||you made sure||||||
And you made sure to teach your skills to others too!
έκανε.
Η καλόκαρδη ειρωνεία του θείου γκρέμισε μεμιάς τη συνηθισμένη αυτοπεποίθηση του Αντώνη.
|kind-hearted|ironic kindness|||shattered|at once||usual|self-confidence||
The good-hearted irony of the uncle suddenly shattered Antonis' usual self-confidence.
Στρίβοντας τα χέρια του το ένα μες στο άλλο ομολόγησε:
twisting|||of the|||||another|confessed
Wringing his hands together, he confessed:
— Έκανα και άλλη ζημιά χθες, μεγαλύτερη!
|||damage||
— I did another damage yesterday, bigger!
— Σε καλό σου!
|good|
Τι έκανες;
— Έσπασα όλες τις στάμνες του Μπαρμπαγιάννη Κανατά!
I broke|||jugs|||
— I broke all the pitchers of Barbagiannis Kanatas!
— Μπρε ζημιάρη!
|damn fool
— Damn you!
Πώς το 'κανες;
How did you do it?
Με δυο λόγια, του διηγήθηκε ο Αντώνης πως πέρασε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς με πολλές στάμνες, που τις πήγαινε στο καφενείο, πάνω στο λόφο.
||||told||||||||with||jugs||||||||
In a few words, Antonis told him how Barbagiannis Kanatas passed by with many pitchers, which he was taking to the cafe on the hill.
Και σαν τον άφησε μόνο να φυλάγει το γαϊδούρι του, θέλησε κείνος να μάθει της Πουλουδιάς να δένει κόμπο το σκοινί.
|||he left|||watch||donkey||wanted|he||||||tie a knot|a knot||the rope
And as he left him alone to watch over his donkey, he wanted to teach Pouloudias how to tie a rope.
— Μα τι μανία σ' έπιασε να δασκαλεύεις; αναφώνησε ο θείος.
||fury||got||teach|||
— But what anger got you into teaching? exclaimed the uncle.
Και τι είπε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; Του πλήρωσες τουλάχιστον τις στάμνες του;
|||||||paid|||jugs|
And what did Barbayannis Kanatas say? Did you at least pay him his pitchers?
Ο Αντώνης κρέμασε το κεφάλι.
||hung||
Antonis hung his head.
— Όχι, είπε.
Και πρόσθεσε:
|and added
And he added:
— Δεν έχομε κουμπαρά και λεφτά!
||piggy bank||
— We have no piggy bank and no money!
— Λοιπόν θα ζημιώσει ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; Και πώς θα πάρει ψωμί, που του κατέστρεψες το κεφάλαιο του;
||will be harmed|||||||||||you destroyed|||
— So will Barbagiannis Kanatas suffer? And how will he get bread, since you destroyed his capital?
— Ήθελε η Πουλουδιά να πουλήσει τα σκουλαρίκια της κούκλας της, για να τον πληρώσει, μα δεν τ' αγόρασε η κερα-Ρήνη, είπε ο Αντώνης.
||Little bird||||earrings|||||||||||||||||
"Pouloudia wanted to sell her doll's earrings to pay him, but the candle-Rini didn't buy it," said Antonis.
Ύστερα ήθελε να χαρίσει τ' ωρολόγι της του Μπαρμπαγιάννη Κανατά, μα ούτε κείνος δεν το πήρε.
|||gift||clock||||Kanata|||that one|||
Then she wanted to give away her Barbagiannis Kanatas watch, but no one took it either.
Ήταν, λέει, πολύτιμο.
It was, he says, precious.
Και σπάσανε, λέει, μόνο τρεις στάμνες και μας τις χάριζε.
|they broke||||jugs||||gave us
And they broke, he says, only three pitchers and he gave them to us.
— Και ήταν αλήθεια;
||truth
— Όχι.
Είχαν σπάσει όλες.
They were all broken.
Το είπε έτσι.
|said|
He said it like that.
Το χαμόγελο του θείου είχε φαρδύνει από τη μια φαβορίτα στην άλλη.
|||||widened||||sideburn||
Uncle's smile had widened from one sideburn to the other.
Πήρε από την τσέπη το πορτοφόλι του κι έβγαλε από μέσα ένα χαρτονόμισμα, το δίπλωσε και το έδωσε του Αντώνη.
|||pocket||wallet|||||||banknote||folded it|||||to Antonis
He took his wallet from his pocket and took out a bill, folded it and gave it to Antonis.
— Να το βάλεις σ' ένα φάκελο, είπε, και να γράψεις παστρικά σ' ένα χαρτί: «Ο ζημιάρης Τρελαντώνης ευχαριστεί τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά για τη μεγάλη του ευγένεια, και θα προσπαθήσει άλλη φορά να μη γυρεύει να ξεφυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν!»
||put|||folder|||||neatly|||||troublemaker|Trelantonis|thanks||||||||kindness|||try|||||try||pop up|||||sow
— Put it in an envelope, he said, and write on a piece of paper: "The wretched Trelantonis thanks Barbayannis Kanatas for his great kindness, and he will try another time not to turn and grow where he is not sown!" »
Ο Αντώνης δίπλωνε και ξεδίπλωνε το χαρτονόμισμα.
||was folding||unfolded||banknote
Antonis was folding and unfolding the banknote.
— Θείε... είναι ανάγκη να βάλω ζημιάρης και Τρελαντώνης και ξεφυτρώνει; ρώτησε διστακτικά.
||need|to||damaged or ruined||||pops up||hesitantly
— Uncle... do I need to put in damage and Trelantonis and it sprouts? he asked hesitantly.
— Μήπως προτιμάς να του το πεις προφορικά;
|you prefer||to him|||verbally
— Do you prefer to tell him orally?
Σήκωσε ο Αντώνης το κεφάλι και αντάμωσε τα γελαστά μάτια του θείου.
||||||met the||smiling|||
Antonis raised his head and met his uncle's smiling eyes.
— Διάλεξε ένα από τα δυο, όποιο θέλεις, είπε ο θείος.
Choose|||||||||
— Choose one of the two, whichever you want, said the uncle.
Ο Αντώνης θα διάλεγε το ξύλο της θείας.
|||would choose||||
Antonis would choose his aunt's wood.
Μα ντράπηκε να το πει.
|he was ashamed|||
But he was ashamed to say it.
Τ' ακόλουθα όμως λόγια του θείου μαλάκωσαν λίγο το πληγωμένο του φιλότιμο.
|the following|||||softened|||||pride
But the following words of the uncle softened a little his wounded philotimos.
— Μπορούσα να σε δείρω, του είπε -ο θείος δεν έδερνε ποτέ- μ' αυτό δε θα διόρθωνε τη ζημιά σου, και δεν είναι δίκαιο ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς να ζημιωθεί για τις αταξίες σου.
I could|||beat||||||beat||||||correct||damage|||||fair|||||be harmed|||mischief|
— I could spank you, he told him - the uncle never spanked - that would not repair your damage, and it is not fair that Barbayannis Kanatas should be damaged for your misdeeds.
Άιντε, πήγαινε τώρα και κάνε με κουράγιο την τιμωρία σου.
||||give||courage||punishment|
Come, go now and do your punishment with courage.
Να έχεις έννοια, σαν περάσει τ' απόγεμα ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς, να του δώσεις εσύ ο ίδιος το φάκελο σου.
||care||||||||||give|you||||envelope|
Have the sense, if Barbagiannis Kanatas passes by in the afternoon, to give him your envelope yourself.
— Και αν δεν περάσει;
— And if it doesn't pass?
— Θα περάσει, αφού έχει να πάγει στάμνες στο καφενείο.
|||||bring some|jugs||
— He will pass, since he has pitchers to freeze in the coffee-house.
Εκείνη η μέρα έσυρε μακριά σα δέκα μέρες.
|||dragged|away|||
That day dragged on for ten days.
Τα τέσσερα αδέλφια, με την αράδα, είχαν κρεμαστεί στο παράθυρο ή έβγαιναν κάθε λίγο στη βεράντα, μήπως και δουν από μακριά τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά ή μήπως ακούσουν τα κανάτια του να κάνουν το συνηθισμένο τους τσικ τσικ, πριν ακόμα φανεί εκείνος και το γαϊδούρι του.
|four|brothers|||row||hung out||window||were going out||||veranda|||||||Barbagiannis Kan||||||jugs|||||usual||||||appear||||donkey|
The four brothers, with the arada, had hung on the window or went out to the veranda every now and then, in case they might see Barbayannis Kanatas in the distance or hear his jugs doing their usual clucking, before he and his donkey even appeared.
Μα, προς το βράδυ πια, η αγωνία τους είχε φθάσει στο κατακόρυφο.
|||evening|||anxiety|||reached its peak||peak
But, towards evening, their anxiety had reached its peak.
Χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα και βγήκαν όλα στο δρόμο, η Αλεξάνδρα, με τον Αλέξανδρο από το μέρος της βεράντας και της θάλασσας, ο Αντώνης με την Πουλουδιά από το μέρος της αυλής, πίσω από το σπίτι.
They split|||camps|||||||||||||||veranda|||||||||||||||||
They split into two camps and all went out into the street, Alexandra with Alexander from the side of the veranda and the sea, Antonis with Pouloudia from the side of the yard, behind the house.
Μα μόλις έκαναν λίγα βήματα, στάθηκαν μουδιασμένα τα δυο αδέλφια.
||||||numbly|||
But as soon as they took a few steps, the two brothers stood numb.
Παρακάτω, στη σκιά του τοίχου, κάθουνταν η βασιλική παρέα γύρω σ' ένα τραπέζι.
||shadow||wall|||royal|||||
Below, in the shadow of the wall, sat the royal company around a table.
— Και τώρα τι θα κάνομε; ψιθύρισε η Πουλουδιά.
||||do|whispered||
— And now what shall we do? Pouloudia whispered.
Μια στιγμή δίστασε ο Αντώνης.
||hesitated||
Antonis hesitated for a moment.
Αλλά ευθύς πάλι αποφάσισε και μοίρασε τις στρατηγικές θέσεις.
|immediately||he decided||distributed|||positions
But he immediately decided again and divided the strategic positions.
— Εσύ θα σταθείς εκεί, σ' αυτή την πέτρα!
||will stand|||||stone
— You will stand there, on this stone!
πρόσταξε.
commanded
he commanded.
Και, αν δεις τον Μπαρμπαγιάννη Κανατά να έρχεται από την Καστέλα...
|||||||coming|||Kastela
And, if you see Barbagiannis Kanatas coming from Kastela...
— Μα θα με δει ο βασιλέας και η βασίλισσα... Και είναι εκεί και τ' αγόρια, και η βασιλοπούλα Αλεξάνδρα, και...
But|||||king||||||||||||||
— But the king and the queen will see me... And the boys are there, and Princess Alexandra, and...
— Δεν πειράζει, αποφάσισε ο Αντώνης, πρέπει να σταθείς εκεί να παραφυλάγεις, κι εγώ φυλάγω από δω...
||decided|||||stand|||watch|||I watch||
— It doesn't matter, Antonis decided, you have to stand there and keep watch, and I'll keep watch from here...
Τρεχάτος, με πλατείς πήδους, κατάφθασε ένας μεγάλος σκύλος, πήδηξε πάνω στον Αντώνη και του έβαλε τα πόδια στους ώμους κουνώντας χαρούμενα την ουρά του.
running||wide|jumps|arrived||||jumped||||||||paws||shoulders|wagging|||tail|
A large dog came running, with wide leaps, jumped on Antonis and put his paws on his shoulders, happily wagging his tail.
— Ο Ντον!
αναφώνησε η Πουλουδιά.
Την ίδια ώρα, από το παρακάτω τραπέζι, ακούστηκε μια σφυριγματιά και συνάμα η ξενική φωνή του βασιλέα:
|||||||||whistle||at the same time||foreign|||
At the same time, from the table below, a whistle was heard and at the same time the foreign voice of the king:
— Ντον!
Έλα δω!
Και πρόσθεσε:
And he added:
— Μη φοβάσαι, παιδί μου, αυτά είναι χάδια που σου κάνει!
|you fear|||||caresses|||
— Don't be afraid, my child, these are caresses he gives you!
Μα ο Ντον δεν εννοούσε ν' αφήσει τον παλιό του φίλο, μιας και τον ξαναβρήκε.
||||meant||leave||old||||since||found again
But Don was not about to leave his old friend, since he found him again.
Σηκώθηκε ο βασιλέας, ξανασφύριξε του Ντον και φώναξε:
|||whistled again||||
The king arose, blew the Don's whistle again, and cried:
— Ελάτε δω, παιδιά, και θα 'ρθει κι εκείνος!
|||||he will come||he
— Come here, children, and he will come too!
Ο Αντώνης έσπρωξε την Πουλουδιά με τον άγκωνά του.
||pushed|||||elbow|
Antonis pushed Pouloudia with his elbow.
— Πήγαινε!
ψιθύρισε.
whispered
Το είπε ο βασιλέας!
|said||
— Όχι χωρίς εσένα!
Μας φώναξε και τους δυο!
|called|||
αποκρίθηκε φοβισμένη η Πουλουδιά.
answered|scared||Pouloudia replied
Νευρικά έσιαξε ο Αντώνης το ναυτικό κολάρο του, τράβηξε στα ίσια της την πάντα στραβή γραβάτα του και, θέλοντας και μη, με την Πουλουδιά και τον Ντον, που εξακολουθούσε να πηδά γύρω τους, σίμωσε το βασιλικό τραπέζι.
Nervously|adjusted||||naval|collar||pulled||straight||||crooked|tie|||wanting to||||||||||continued||jumping|||approached|||
Antonis nervously straightened his sailor's collar, straightened his always crooked tie and, willingly or not, with Pouloudia and Don, who was still jumping around them, set foot on the royal table.
Μαγεμένη κοίταζε η Πουλουδιά τη βασίλισσα, ολόασπρη στο μουσελινένιο, όλο κανονέδες φόρεμα της, με φρίλια στον ανοιχτό της λαιμό και στα κοντά μανίκια, χωρίς καπέλο, με μόνο μια βελουδένια μαύρη κορδέλα γύρω στα ξανθά της μαλλιά.
Enchanted|||||queen|all-white||muslin||ruffles|dress|||frills||||neck||||sleeves||||||velvet||velvet ribbon|||blonde||
Poulodia gazed mesmerized at the queen, all white in her muslin, full cannon dress, with frills at her open neck and short sleeves, without a hat, with only a black velvet ribbon around her blond hair.
Κοντά της κάθουνταν η μεγάλη βασιλοπούλα, σοβαρή, λίγο απόμακρη, και πλάγι της η Ρωσίδα κυρία της Τιμής, και παρακάτω ένα δυο αξιωματικοί.
|||||princess|serious||distant||beside||||||of honor|||||officers
Near her sat the great princess, serious, a little distant, and by her side the Russian lady of honor, and below a couple of officers.
Μα ο Αντώνης είχε κολλήσει τα μάτια του στα τρία βασιλόπουλα, όρθια στην αράδα, με τη ράχη στον τοίχο, σα σκάλα, ο διάδοχος πρώτος, ύστερα ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος, και οι τρεις στα άσπρα, με σκούρα μπλου ναυτικά κολάρα και πλατιά ναυτικά ψάθινα καπέλα.
||||stuck||||||prince|standing||row|||back||wall||ladder||heir||||||||||||white||dark||navy|collars||wide nautical||straw hats|
But Antonis had fixed his eyes on the three royal children, standing in the arada, with their backs against the wall, like a ladder, the crown prince first, then the second, then the third, all three in white, with dark blue navy collars and wide nautical straw hats.
Και τόσο ήταν απορροφημένος με τη θέα αυτή, που ξιπάστηκε σαν τον ρώτησε ο βασιλέας:
|||absorbed||||||snapped back|||||
And he was so engrossed with this sight, that he was undressed when the king asked him:
— Τι έπαθες κι έχεις δεμένο το κεφάλι;
|happened to you|||bandaged||
Το είχε ξεχάσει ο Αντώνης το κεφάλι του.
||forgot|||||
Antonis had forgotten his head.
Αυθόρμητα σήκωσε το χέρι να βγάλει το μαντίλι.
spontaneously|||||take out||the handkerchief
He spontaneously raised his hand to remove the scarf.
Μα του το έπιασε η βασίλισσα.
|||caught||
But the queen caught him.
— Δεν πρέπει!
του είπε γλυκά.
she told him sweetly.
Μην το αγγίζεις!
||touch it
— Μα γιατί είναι δεμένο το κεφάλι σου; επανέλαβε ο βασιλέας.
|||||||repeated||
— But why is your head tied? repeated the king.
Αποκρίθηκε ο Αντώνης κοκκινίζοντας:
|||blushing
— Έπεσα χθες.
I fell|
Η μικρή βασιλοπούλα, που κυνηγούσε το τόπι της, πλησίασε ν' ακούσει.
||little princess||was chasing||ball||approached to||
The little princess, who was chasing her topi, came closer to listen.
— Χτύπησες; ρώτησε περίεργη.
you hit||curiously
— Did you hit? she asked curiously.
Γύρισε ο Αντώνης και την είδε, μα δεν αποκρίθηκε.
Antonis turned and saw her, but did not respond.
Όλη αυτή η συντροφιά τον στενοχωρούσε, τον έκανε δειλό, ντροπαλό, προπάντων τα τρία μεγάλα αγόρια αραδιασμένα στον τοίχο, που κοίταζαν και άκουαν ακατάδεχτα.
|||company||upset him|||timid|shy|above all|||||lined up||||||listened|disdainfully
All this company distressed him, made him timid, shy, above all the three big boys lined up against the wall, who looked and listened unacceptingly.
Και του μιλούσε ο βασιλέας κι έπρεπε ν' απαντήσει, και τ' αγόρια όλο τον κοίταζαν και όλο άκουαν.
||was speaking||||||he answer|||||||||
And the king was talking to him and he had to answer, and the boys kept looking at him and kept listening.
— Χτύπησε; ρώτησε η μικρή βασιλοπούλα γυρνώντας στην Πουλουδιά.
knocked|||||turning to||
- Knocked; asked the little princess, returning to Pouloudia.
Αυτή ήταν μικρή, καθόλου σπουδαία σαν την όμορφη αδελφή της, και μπορούσε κανείς να της μιλήσει.
||||important|||||||||||
She was small, not big like her beautiful sister, and one could talk to her.
— Ναι, είπε η Πουλουδιά, ξαναβρίσκοντας τη συνηθισμένη της πολυλογία, πήγε στη θάλασσα και κατέβηκε στους βράχους να μου πιάσει έναν κάβουρα, και...
||||finding again||usual||talkativeness||||||to the||||||crab|
— Yes, said Pouloudia, regaining her usual verbosity, she went to the sea and went down to the rocks to catch me a crab, and...
— Και τον έπιασε; ρώτησε με λαχτάρα η μικρή βασιλοπούλα.
|||||longing|||little princess
— And did he catch him? asked the little princess longingly.
Μα την τράβηξε η βασίλισσα πλάγι της και μαζεύθηκε ντροπαλή πάλι η Πουλουδιά.
|||||to the side|||gathered shyly|shyly|||
But the queen pulled her to her side and Pouloudia gathered shyly again.
Κι έλεγε του Αντώνη ο βασιλέας:
And the king said to Antonis:
— Τι θέλεις να του πεις του Μπαρμπαγιάννη Κανατά;
— What do you want to say to Barbagiannis Kanatas?
— Θέλω... ο θείος μου μου έδωσε... έχω κάτι να του δώσω... έκανε ο Αντώνης και σώπασε.
|||||||||||||||he fell silent
— I want... my uncle gave me... I have something to give him... Antonis said and fell silent.
— Να του δώσεις; Τι, χρήματα; Μα δεν είναι φτωχός ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς.
||||||||poor|||
— Give it to him? What, money? But Barbagiannis Kanatas is not poor.
Ο Αντώνης σήκωσε το κεφάλι ξαφνισμένος.
|||||surprised
Antonis raised his head in surprise.
— Είναι πολύ φτωχός, είπε, δεν έχει ούτε παπούτσια.
— He is very poor, he said, he has not even shoes.
Ο βασιλέας γέλασε.
The king laughed.
— Όταν πουλά στάμνες, δε φορεί παπούτσια, είπε, και φορεί ρούχα παλιά και μπαλωμένα.
|sells|jugs||||||||||patched
— When he sells pitchers, he doesn't wear shoes, he said, and wears old and patched clothes.
Μα σαν πάγει στο Ζάππειο... Ξέρεις το τραγούδι του; ρώτησε.
||it freezes||Zappeion|||song||
But if he freezes in Zappeion... Do you know his song? asked.
— Μάλιστα, είπε ο Αντώνης δειλά.
||||timidly
— Yes, said Antonis timidly.
— Πες το λοιπόν!
— So say it!
Ο Αντώνης γύρισε στην Πουλουδιά.
Antonis returned to Pouloudia.
— Και συ το ξέρεις.
— And you know it.
Πες το συ, έκανε όλο και πιο στενοχωρεμένος.
|||||||upset
Say it, he was getting more and more upset.
— Όχι, εσύ, είπε τρομαγμένη η Πουλουδιά.
— No, you, said Poloudia, frightened.
— Πείτε το μαζί, είπε η βασίλισσα.
— Say it together, said the queen.
Και, χαδιάρικα, βόλεψε τα πάντα ξεβολεμένα μαλλιά της Πουλουδιάς.
|playfully|arranged|||unruly|||
And, caressingly, he stroked Pouloudia's always disheveled hair.
Δεν ήταν τρόπος να το ξεφύγουν.
||way|||escape it
There was no way to escape it.
Και με φωνές που έτρεμαν, σαν κατσικάκια, άρχισαν τα δυο αδέλφια μαζί:
||||trembled||little goats|||||
And with trembling voices, like little goats, the two brothers began together:
«Μπάρμπαγιάννη με τις στά-α-μνες και με τα κανάτια σου, και με τα κανάτια σου, να χαρώ τα μάτια σου.
Barbagianni|||the||jars|||||||||||||||
"Barbagianni with your sta-a-mnes and with your jugs, and with your jugs, let me delight your eyes.
Πρό-σεξε μη σε γελά-α-σει κα-μιά όμορφη κυρά και σου φάει το γαϊδούρι και σ' αφήσει την ουρά.
before|to seduce|||deceive||you||||||||||||||
Be careful not to be laughed at by some pretty lady and eat your ass and leave your tail.
Μπάρ-μπαγιάννη σε λατρέ-ε-βω και θα σ' αγαπώ πιστά, Μπαρμπαγιάννη Κανατά, Μπαρμπαγιάννη Κανατά, που φορείς ψηλό καπέ- ε-λο και παπούτσια γυαλιστά...»
Bar|Barbagiannis||I adore|||||||faithfully||||Kanata||||hat||with|||shiny
Bar-bayiannis I adore you and I will love you faithfully, Barbayannis Kanata, Barbayannis Kanata, who wears a tall hat and shiny shoes..."
— Βλέπεις λοιπόν που δεν είναι φτωχός, αφού φορεί παπούτσια γυαλιστά και ψηλό καπέλο; διέκοψε ο βασιλέας.
|||||poor||||shiny||||||
— So you see that he is not poor, since he wears polished shoes and a tall hat? interrupted the king.
Ο Αντώνης κοντοστάθηκε.
||stopped briefly
Antonis stopped short.
Μπερδεμένος είπε:
confused he said|
Confused he said:
— Μα δεν είναι αλήθεια, είναι μόνο τραγούδι.
— But it's not true, it's just a song.
Κοροϊδευτικά τον ρώτησε ο βασιλέας:
mockingly||||
The king mockingly asked him:
— Εσύ δεν πας ποτέ στο Ζάππειο, στας Αθήνας;
||||||in Athens|
— You never go to Zappeion, in Athens?
— Όχι, ποτέ.
— Ναι, πάμε στας Αθήνας, αντίκοψε η Πουλουδιά, πήγαμε μια φορά σ' ένα μαγαζί για να δοκιμάσομε όλοι παπούτσια, δε θυμάσαι;...
||||cut in line|||we went||||||||we try||||
— Yes, we're going to Athens, Pouloudia interrupted, we once went to a shop to try on shoes, don't you remember?
— Λες ανοησίες, της είπε χαμηλόφωνα ο Αντώνης.
|nonsense|||in a low voice||
— You are talking nonsense, Antonis told her in a low voice.
— Και ξέρεις και άλλα τραγούδια; ρώτησε η βασίλισσα.
— And do you know other songs? asked the queen.
Μα ο Αντώνης ήταν αποφασισμένος να μην πει άλλο.
||||determined||||
But Antonis was determined not to say any more.
— Δεν ξέρω κανένα καλά, αποκρίθηκε.
||||he replied
— I don't know anyone well, he answered.
Η Πουλουδιά όμως, που είχε πάρει θάρρος στο μεταξύ, σαν είδε πως γελούσαν οι αξιωματικοί, είπε:
||||||courage||||||||officers|
However, Pouloudia, who had gathered courage in the meantime, as if she saw how the officers were laughing, said:
— Εγώ ξέρω πολλά.
Ξέρω κι ελληνικά, ξέρω και αγγλικά.
I also know Greek, I also know English.
— Κες κ' ελ ντι; ρώτησε η Ρωσίδα κυρία της Τιμής.
you|||||||||
— Kes k'el di? asked the Russian lady of honor.
Κάτι αποκρίθηκε η βασίλισσα σε ξένη γλώσσα και, μαζεμένη πάλι, κοίταζε η Πουλουδιά μια τη μια και μια την άλλη, χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγαν.
||||||||gathered||||||||||||||||
The queen answered something in a foreign language and, gathered together again, Pouloudia looked at one and the other, not understanding what they were saying.
Και της είπε η βασίλισσα:
And the queen said to her:
— Ρωτά η κυρία αν ξέρεις κανένα γαλλικό τραγούδι.
asks||||||French|
— The lady asks if you know any French songs.
— Όχι, αποκρίθηκε η Πουλουδιά, μα ξέρω ένα φράγκικο.
|||||||French
— No, answered Pouloudia, but I know a Frankish one.
— Τι φράγκικο;
— Έτσι, φράγκικο.
Δεν είναι ούτε ελληνικό ούτε αγγλικό.
It is neither Greek nor English.
— Για πες το!
έκανε ο βασιλέας.
Και το είπε η Πουλουδιά:
«Πι-πον-ντο, αλαρέ-βε-ράνσε
|I|do|to the|I|ranse
“Pi-pon-do, alare-ve-ranche
Λια-κεν-ντιε κιγκουβέρν λα Φράνσε.
|and|in|governor||France
Αλό μεζαμί,
Alo|mosque
Λα γκερ ντελαφινί,
|the|delafini
Πι-πον-ντο, αλαρί-βε-ζό».
|||alright||zo
Όλοι γύρω στο τραπέζι, αξιωματικοί και κυρίες, γελούσαν τώρα ξεκαρδισμένοι, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Αντώνη που υποψιάζουνταν ότι περιγελούσαν την Πουλουδιά, ενώ εκείνη τίποτα δε σκάμπαζε.
||||officers|||||hysterically laughing|||displeasure||||suspected||were mocking|||||||understood
Everyone around the table, officers and ladies, were now laughing hysterically, to the great displeasure of Antonis who suspected that they were making fun of Pouloudia, while she did nothing.
— Και τι θα πει αυτό; ρώτησε ο βασιλέας που φαινόταν να διασκεδάζει πολύ.
|||||||||seemed||having fun|
— And what will that mean? asked the king who seemed to be very amused.
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε η Πουλουδιά, το λέμε για να δούμε ποιος θα βγει έξω στο κυνηγητό.
||||||||||||go out|||tag
— I don't know, answered Pouloudia, we say it to see who will go out on the chase.
Και είναι φράγκικο.
Έτσι λέγει η Αλίς.
— Και ποια είναι η Αλίς;
Με το κεφάλι έδειξε η Πουλουδιά κατά τα παρακάτω σπίτια.
|||pointed||||||
Pouloudia nodded towards the houses below.
— Είναι ένα κορίτσι που κάθεται πλάγι μας, αποκρίθηκε.
||||sits|next to||
— It's a girl sitting next to us, he answered.
Ένας αξιωματικός, άσπρα ντυμένος και με μακριές καστανές μουστάκες, ρώτησε:
|officer|dressed in white|dressed in white|||long|brown|mustaches|
An officer, dressed in white and with a long brown moustache, asked:
— Ξέρεις και κανένα άλλο ξενικό να μας πεις;
||||foreign language|||
— Do you know any other guesthouses to tell us about?
Ο Αντώνης της έγνεψε: «Όχι!» Μα η Πουλουδιά είχε πάρει φόρα.
|||gestured||||||gained momentum|momentum
Antonis nodded to her: "No!" But Pouloudia had taken a chance.
— Ξέρω, αποκρίθηκε.
— Για πες το, είπε ο βασιλέας.
Είναι φράγκικο σαν το άλλο που είπες;
|Frankish|||||
Is it French like the other one you said?
— Όχι, είναι γοριτσιάνικο.
||girlish
— No, it's girlish.
Τρομάρα τον έπιασε τον Αντώνη.
fear||he caught||
Antonis was terribly taken by him.
Και αυτό θα το πει;
— Και πού τα ξέρεις εσύ τα γοριτσιάνικα; ρώτησε πάλι ο βασιλέας.
||||||girl's language||||
— And where do you know the goritsianika? asked the king again.
— Μου τα έμαθε η Φραντσέσκα, η παραμάνα του Αλέξανδρου.
||||Francesca||nanny||
— Francesca, Alexander's nanny, taught me about it.
— Και ο Αλέξανδρος ποιος είναι;
— And who is Alexander?
— Ο αδελφός μου.
— Αγόρι είναι το πιο μικρό σου αδελφάκι; Που φορεί ένα τόσο όμορφα κεντημένο φουστανάκι; ρώτησε η βασίλισσα.
||||||little brother||||||embroidered|little dress|||
— Is a boy your youngest brother? Where is she wearing such a beautifully embroidered petticoat? asked the queen.
— Μάλιστα.
Του το κέντησε η μαμά μας, προθυμοποιήθηκε να την πληροφορήσει η Πουλουδιά.
||embroidered||||volunteered|||inform||
Our mother embroidered it for him, Pouloudia was willing to inform her.
Ο Αντώνης έφριξε.
||shuddered
Όλα τώρα τα οικογενειακά τους θα τα πει η Πουλουδιά; Έριξε μια ματιά στα τρία αγόρια, ακουμπισμένα στον τοίχο, και πάλι τα είδε ακίνητα και ακατάδεχτα, που μισοχαμογελούσαν με οίκτο.
|||family matters|||||||She cast||||||leaning against|||||||motionless||unapproachable||half-smiling||pity
Will Pouloudia tell all their family matters now? He glanced at the three boys, leaning against the wall, and again saw them motionless and impassive, half-smiling in pity.
Άθελα έκανε ένα βήμα πίσω, να βγει, αυτός τουλάχιστον, από τη βολή των ματιών τους.
unintentionally|||step||||||||line of sight|||
Involuntarily he took a step back, to get, at least he, out of their line of sight.
Θέλησε να παρασύρει και την Πουλουδιά.
wanted||entice|||
He wanted to seduce Pouloudia as well.
Μ' αυτή ούτε τον κοίταζε.
She didn't even look at him.
Κι έλεγε ο βασιλέας:
And the king said:
— Μπράβο!
Μπράβο της μαμάς σου!
Και πες μας λοιπόν το γοριτσιάνικο.
Και άρχισε η Πουλουδιά μ' όλη της τη φωνή:
And Pouloudia began with all her voice:
«Τις Μαρίτσκα μόγια, γιες τερέτιτς μαμ...»
|little Mary|I love you|yes|to you|mom
"Tis Maritska moya, sons Teretic mam..."
Πωπώ, ντροπή!
|shame
Δεν ήξερε ο Αντώνης πού να κρυφθεί.
||||||hide
Antonis did not know where to hide.
Να ξεφωνίζει έτσι η αδελφή του, μπρος στο βασιλέα και τη βασίλισσα, αυτό το τραγούδι που κανένα αδέλφι δεν ήθελε πια να το πει, αφότου η παραμάνα κάποιου άλλου μωρού, Γοριτσιάνα και αυτή, τους είχε περιγελάσει πως τα 'λεγαν όλα στραβά και δε θα πει τίποτα το τραγούδι τους!
|screams||||||||||||||||brother|||||||after||nursemaid|of another||baby|Goritsiana|||||mocked them|||||wrong||||||||
For his sister to shout out in this way, in front of the king and queen, this song that no brother wanted to sing anymore, after the nanny of another baby, Goritsiana herself, had laughed at them that they were saying everything wrong and would not say nothing their song!
Και τώρα γελούσε ο βασιλέας, και γελούσε η βασίλισσα, και γελούσαν οι αξιωματικοί, που ο ένας μάλιστα ακούμπησε στο σπαθί του με τα δυο του χέρια για να γελάσει πιο βολικά, και γελούσε η Ρωσίδα κυρία της Τιμής, όλοι γελούσαν και την περιγελούσαν, ακόμα και η μεγάλη βασιλοπούλα, που είχε σηκώσει ακατάδεχτα το πιγούνι της, και μόνη η Πουλουδιά δεν το έβλεπε, παρά εξακολουθούσε να ξεφωνίζει:
||||||||||||officers|||||leaned||sword|||||||||||comfortably||||||||||||mocked her|||||princess||||disdainfully||chin||||||||||continued to scream||scream
And now the king was laughing, and the queen was laughing, and the officers were laughing, one of whom even leaned on his sword with both hands to laugh more conveniently, and the Russian lady of honor was laughing, everyone was laughing and laughing at her, still and the great princess, who had raised her chin disapprovingly, and only Pouloudia did not see it, but continued exclaiming:
«...Γιες τερέτιτς κούπενζέ, κούπενζέ, κούπενζέ, γιες τερέτιτς γκρίλενζέ...»
||coupé|||||grillenge
"...Sons of teretics kupengze, kupengze, kupengze, sons of teretics grillenze..."
Τόσο ντράπηκε ο Αντώνης, που έκανε δυο βήματα προς το σπίτι του και άλλα δυο.
|was embarrassed|||||||||||||
Antonis was so ashamed that he took two steps towards his house and two more.
Έριξε πίσω του μια ματιά και είδε πως τον κοίταζε ο διάδοχος, ακατάδεχτα και αυτός σαν την αδελφή του.
He threw|||||||||||successor|unapproachable|and|||||
He glanced behind him and saw that the crown prince was looking at him, disapprovingly like his sister.
Και το 'βαλε ο Αντώνης στα πόδια και δε στάθηκε παρά στην αυλή του, κι εκεί πια ανέπνευσε ελεύθερα.
And|the|put|||||||stopped|but|||||||breathed freely|
And Antonis put it on his feet and stood only in his yard, and there he breathed freely.
Ουφ!
Τουλάχιστον εκεί δεν έβλεπε την ανόητη την Πουλουδιά...
|||||silly||
At least there he didn't see the stupid Pouloudia...
Πίσω του ξανάνοιξε η πόρτα της αυλής.
||reopened||||
Behind him the courtyard door opened again.
Γύρισε φουρκισμένος να τα ψάλει της Πουλουδιάς.
|furious|||scold||
He went back to singing Pouloudia's songs.
Μα δεν ήταν η Πουλουδιά, παρά μόνο ο ταχυδρόμος, που του έτεινε ένα διπλωμένο και κολλημένο χαρτί.
||||||||postman|||extended||folded||stuck|
But it was not Pouloudia, but only the postman, who handed him a folded and glued paper.
— Τηλεγράφημα, δώσ' το μέσα, είπε του Αντώνη.
Telegram|give it|||||
"Telegram, put it in," he said to Antonis.
Και ξαναβγήκε βιαστικός.
||in a hurry
And he hurried out again.
Την ίδια ώρα, τρεχάτος κατάφθανε ο Αλέξανδρος από μέσα από το σπίτι, κατακόκκινος από τη βία και τη λαχτάρα.
|||running|was arriving||||||||bright red|||violence|||longing
At the same time, Alexander arrived running from inside the house, crimson from violence and longing.
— Έλα, Αντώνη, γρήγορα!
— Come, Antonis, quickly!
Η θεία έφυγε κι έρχεται ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!
||||is coming|||Barbagiannis Kanatas
The aunt is gone and Barbayannis Kanatas is coming!
Στο διάδρομο τους σκουντούφλησε η Αλεξάνδρα, άλλο τόσο αναμμένη, που κατάφθανε να τους βιάσει να προφθάσουν.
|the corridor||stumbled|||another||lit up||was arriving|||hurry to||to catch up
Alexandra stumbled into their hallway, still so fired up, that she managed to rush them to catch up.
— Γρήγορα!
Γρήγορα!
Έρχεται ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς!
Κι έτρεξαν στη βεράντα.
|||veranda
And they ran to the veranda.
Μακριά, στον κατήφορο, φαίνουνταν τωόντι η πλατύγυρη σχισμένη ψάθα του Μπαρμπαγιάννη, πλάγι στο γαϊδούρι του, που, φορτωμένο όσο και χθες, ανέβαινε με τον αφέντη του, χωρίς βία, κατά τα σπίτια του Τσίλερ.
||slope||indeed||wide-brimmed|torn|mat|||beside||donkey|||loaded as||||was climbing|||his master|||force|||||
Far away, on the descent, the broad torn mat of Barbaiannis could be seen, on the side of his donkey, which, loaded as yesterday, was going up with his master, without violence, towards the houses of Chiller.
Νευρικός τον κοίταζε ο Αντώνης, μισοχαρούμενος, μισοντροπιασμένος για το χαρτί που ήταν μέσα στο φάκελο.
|||||half happy|half embarrassed||||||||folder
Antonis looked at him nervously, half happy, half ashamed of the paper inside the envelope.
Και άλλο τόσο νευρική κοίταζε η Αλεξάνδρα, που ήξερε τι ήταν το χαρτί του Αντώνη, και μάλιστα του το είχε ριγώσει, για να το γράψει εκείνος ίσια.
|||nervous|||||||||||||||||to crumple||||||straight
And Alexandra was looking so nervous, because she knew what Antonis's paper was, and had even scratched it for him, so that he could write it straight.
Και πλάγι τους ο Αλέξανδρος, σκαρφαλωμένος στα κάγκελα και σκύβοντας πάνω από την κουπαστή, για να βλέπει πιο καλά, τους έλεγε κάθε κίνηση του Μπαρμπαγιάννη, μήπως και δεν τον προφθάσει ο Αντώνης.
|side||||climbing||railings||leaning over||||railing|||||||was telling them||movement|||in case||||overtake him||
And by their side, Alexander, perched on the railings and leaning over the handrail, so that he could see better, was telling them every movement of Barbagiannis, lest Antonis should catch up with him.
— Τώρα στρίβει ένα τσιγάρο... τώρα το κολλά... πρόσεχε, Αντώνη, μη μας περάσει...
|he's rolling||cigarette|||glues|watch out||||
— Now he twists a cigarette... now he sticks it... be careful, Antonis, don't pass us...
Και σαν έφθασε ο Μπαρμπαγιάννης στη γωνιά των σπιτιών του Τσίλερ, κατέβηκε ο Αντώνης στο δρόμο, έτρεξε στον Μπαρμπαγιάννη, του έδωσε το φάκελο και ξανάφυγε σα σαΐτα.
||||||||||||||||||||||||||like an arrow
And when Barbagiannis arrived at the corner of Tsiler's houses, Antonis went down the street, ran to Barbagiannis, gave him the envelope and ran away again.
Ίσια μες στην τραπεζαρία μπήκε ο Αντώνης γυρεύοντας να κρύψει τη συγκίνηση που τον έκανε να λαχανιάζει.
straight|||dining room||||looking to||hide||emotion|||||gasp
Antonis walked straight into the dining room, trying to hide the emotion that made him pant.
Τρεχάτη και λαχανιασμένη ανέβηκε και η Αλεξάνδρα με τον Αλέξανδρο από το δρόμο και τρύπωσε κι εκείνη στην τραπεζαρία.
breathless||out of breath|climbed up|||||||||||squeezed in||||dining room
Running and panting, Alexandra came up with Alexandros from the street and she too went into the dining room.
— Τι σου είπε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς; ρώτησε.
|||||Jar|
— What did Barbagiannis Kanatas tell you? asked.
Μα ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε.
But Antonis did not answer.
Κρυφά, από το ανοιχτό παράθυρο, παραμόνευε να δει τον Μπαρμπαγιάννη που, ήσυχος, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, ανέβαινε τον ανήφορο.
secretly|||||lay in wait||||||calm|||||happened||was climbing||uphill road
Secretly, through the open window, he waited to see Barbaiannis who, quietly, as if nothing had happened, was climbing the hill.
Σαν έφθασε μπρος στη βεράντα, σήκωσε ο Μπαρμπαγιάννης τα μάτια του στα παράθυρα και, με την άκρη των δαχτύλων του, άγγιξε το γύρο της ψάθας του.
|he arrived|in front of||veranda||||||||||||tip||fingers||touched||edge||the wicker|
When he reached the front porch, Barbagiannis raised his eyes to the windows and, with the tip of his fingers, touched the round of his mat.
— Γεια σου, Αντώνη, Τρελαντώνη, κι ευχαριστώ!
— Hello, Antonis, Trelandonis, and thank you!
φώναξε.
Ο Αντώνης τέντωνε το λαιμό του να δει χωρίς να φαίνεται.
||stretched||||||||
Antonis craned his neck to see without being seen.
Και τον είδε που ανέβαινε ως το παλάτι, τραβούσε ήσυχα το δρόμο του και χάνουνταν στο γύρισμα του δρόμου.
|||||||palace|was taking|quietly|||||disappeared||turn||
And she saw him going up to the palace, quietly making his way, and disappearing at the turn of the road.
Τότε και μόνο τόλμησε να ξαναβγεί στη βεράντα και ν' αναπνεύσει ελεύθερα.
|||he dared||go out again|||||breathe freely|freely
Only then did he dare to go out on the porch again and breathe freely.