×

Ми використовуємо файли cookie, щоб зробити LingQ кращим. Відвідавши сайт, Ви погоджуєтесь з нашими правилами обробки файлів «cookie».


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 18. Αρκετά!

18. Αρκετά!

Ένα δεύτερο περιστατικό, όμως, συγκλόνισε ακόμα περισσότερο τον Αφσένκωφ. Να τι έγινε:

Κάθε βράδυ, πριν κλειδωθεί η παράγκα, γινόταν έλεγχος. Οι κρατούμενοι, μόλις άκουγαν το σχετικό σύνθημα, έπρεπε να πεταχτούν έξω και να μπούν στη γραμμή. Εκεί τους μετρούσαν και, αν χρειαζόταν, έκαναν ονομαστικό προσκλητήριο. Ο έλεγχος αυτός γινόταν πάντα, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Μόνο οι βαρειά άρρωστοι έμεναν μέσα, εφόσον, εννοείται, είχαν σχετικό δικαιολογητικό από το νοσοκομείο.

Μια φορά λοιπόν οι κρατούμενοι, μόλις τους φώναξαν, έτρεξαν και μπήκαν, όπως πάντα στη σειρά. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, τουρτούριζαν τόσο εκείνοι όσο και οι επόπτες.

Τους μέτρησαν. Έλειπε ένας.

Τους ξαναμέτρησαν. Το ίδιο αποτέλεσμα.

Οι επόπτες οργίστηκαν.άρχισαν να βρίζουν και να βλαστημάνε, καθώς τους μετρούσαν για τρίτη φορά.

Ξάφνου πετάχτηκε από την παράγκα ένας νεαρός, εικοσιπέντε χρονών πάνω-κάτω, κι έτρεξε στη σειρά. Μα δεν πρόλαβε να σταθεί. Οι επόπτες έπεσαν πάνω του σαν τα τσακάλια. Άρχισαν να τον χτυπάνε άγρια, αλύπητα, μανιασμένα. Να τον χτυπάνε με χέρια και με πόδια. Να τον χτυπάνε στο κεφάλι, στο στήθος, στην κοιλιά.

Το παλληκάρι προσπαθούσε να φυλαχτεί, αλλά μάταια. Κάτι πήγε να πει, να εξηγήσει, ν' απολογηθεί ίσως για την καθυστέρησή του, αλλά δεν τον άκουγαν. Είχαν λυσσάξει.

Οι κρατούμενοι στέκονταν ακίνητοι, σιωπηλοί, σκυθρωποί, ταραγμένοι. Τι μπορούσαν να πουν? Και τι μπορούσαν να κάνουν?

Ο Αφσένκωφ ήταν δίπλα στον π. Αρσένιο. Τον βλέπει, λοιπόν, κατάπληκτος να κάνει τον σταυρό του και να βγαίνει από τη γραμμή. Πλησίασε και σταύρωσε με το χέρι του τους επόπτες πού χτυπούσαν τον νεαρό.

Στο όνομα του Κυρίου, σταματείστε! Αρκετά!

Αυτό μόνο είπε. Σχημάτισε για τρίτη φορά το σημείο του σταυρού, τώρα πάνω απ' όλους τους συγκεντρωμένους, και γύρισε στη θέση του.

Οι επόπτες ηρέμησαν. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σταμάτησαν να χτυπάνε τον νέο, πού σηκώθηκε τρεκλίζοντας, και καταπιάστηκαν πάλι με το μέτρημα.

Ο Αφσένκωφ ρώτησε τον διπλανό του:

Είδες τι έκανε ο Πέτρος Αντρέγιεβιτς?

Τι έκανε? Ρώτησε ο άλλος απορημένος.

Δεν είχε δει στ' αλήθεια? Τον είχε τυφλώσει μήπως ο Θεός, όπως και τους άλλους, γιατί δεν έπρεπε να δουν ή δεν μπορούσαν να δεχτούν ένα τέτοιο θαύμα λόγω ‘'της απιστίας αυτών και σκληροκαρδίας''? (πρβλ. Μάρκ. 16:14). Άγνωστο.

Για τον Αφσένκωφ, πάντως, πού τόσο τον ελέησε ο Κύριος, όσα θαυμαστά επιτελούσε ο π. Αρσένιος ήταν κατορθώματα φοβερά, πρωτοφανή, σχεδόν απίστευτα. Απεναντίας, για τον ίδιο τον παππούλη, πού ζούσε τόσο φυσικά μέσα στο χώρο της παντοδύναμης θείας χάριτος, ήταν γεγονότα απλά, συνηθισμένα, χωρίς ιδιαίτερη σημασία.

18. Αρκετά! 18. ¡Suficiente!

Ένα δεύτερο περιστατικό, όμως, συγκλόνισε ακόμα περισσότερο τον Αφσένκωφ. Να τι έγινε:

Κάθε βράδυ, πριν κλειδωθεί η παράγκα, γινόταν έλεγχος. Οι κρατούμενοι, μόλις άκουγαν το σχετικό σύνθημα, έπρεπε να πεταχτούν έξω και να μπούν στη γραμμή. Εκεί τους μετρούσαν και, αν χρειαζόταν, έκαναν ονομαστικό προσκλητήριο. Ο έλεγχος αυτός γινόταν πάντα, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Μόνο οι βαρειά άρρωστοι έμεναν μέσα, εφόσον, εννοείται, είχαν σχετικό δικαιολογητικό από το νοσοκομείο.

Μια φορά λοιπόν οι κρατούμενοι, μόλις τους φώναξαν, έτρεξαν και μπήκαν, όπως πάντα στη σειρά. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, τουρτούριζαν τόσο εκείνοι όσο και οι επόπτες.

Τους μέτρησαν. Έλειπε ένας.

Τους ξαναμέτρησαν. Το ίδιο αποτέλεσμα.

Οι επόπτες οργίστηκαν.άρχισαν να βρίζουν και να βλαστημάνε, καθώς τους μετρούσαν για τρίτη φορά.

Ξάφνου πετάχτηκε από την παράγκα ένας νεαρός, εικοσιπέντε χρονών πάνω-κάτω, κι έτρεξε στη σειρά. Μα δεν πρόλαβε να σταθεί. Οι επόπτες έπεσαν πάνω του σαν τα τσακάλια. Άρχισαν να τον χτυπάνε άγρια, αλύπητα, μανιασμένα. Να τον χτυπάνε με χέρια και με πόδια. Να τον χτυπάνε στο κεφάλι, στο στήθος, στην κοιλιά.

Το παλληκάρι προσπαθούσε να φυλαχτεί, αλλά μάταια. Κάτι πήγε να πει, να εξηγήσει, ν' απολογηθεί ίσως για την καθυστέρησή του, αλλά δεν τον άκουγαν. Είχαν λυσσάξει.

Οι κρατούμενοι στέκονταν ακίνητοι, σιωπηλοί, σκυθρωποί, ταραγμένοι. Τι μπορούσαν να πουν? Και τι μπορούσαν να κάνουν?

Ο Αφσένκωφ ήταν δίπλα στον π. Αρσένιο. Τον βλέπει, λοιπόν, κατάπληκτος να κάνει τον σταυρό του και να βγαίνει από τη γραμμή. Πλησίασε και σταύρωσε με το χέρι του τους επόπτες πού χτυπούσαν τον νεαρό.

Στο όνομα του Κυρίου, σταματείστε! Αρκετά!

Αυτό μόνο είπε. Σχημάτισε για τρίτη φορά το σημείο του σταυρού, τώρα πάνω απ' όλους τους συγκεντρωμένους, και γύρισε στη θέση του.

Οι επόπτες ηρέμησαν. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σταμάτησαν να χτυπάνε τον νέο, πού σηκώθηκε τρεκλίζοντας, και καταπιάστηκαν πάλι με το μέτρημα.

Ο Αφσένκωφ ρώτησε τον διπλανό του:

Είδες τι έκανε ο Πέτρος Αντρέγιεβιτς?

Τι έκανε? Ρώτησε ο άλλος απορημένος.

Δεν είχε δει στ' αλήθεια? Τον είχε τυφλώσει μήπως ο Θεός, όπως και τους άλλους, γιατί δεν έπρεπε να δουν ή δεν μπορούσαν να δεχτούν ένα τέτοιο θαύμα λόγω ‘'της απιστίας αυτών και σκληροκαρδίας''? (πρβλ. Μάρκ. 16:14). Άγνωστο.

Για τον Αφσένκωφ, πάντως, πού τόσο τον ελέησε ο Κύριος, όσα θαυμαστά επιτελούσε ο π. Αρσένιος ήταν κατορθώματα φοβερά, πρωτοφανή, σχεδόν απίστευτα. Απεναντίας, για τον ίδιο τον παππούλη, πού ζούσε τόσο φυσικά μέσα στο χώρο της παντοδύναμης θείας χάριτος, ήταν γεγονότα απλά, συνηθισμένα, χωρίς ιδιαίτερη σημασία.