×

Ми використовуємо файли cookie, щоб зробити LingQ кращим. Відвідавши сайт, Ви погоджуєтесь з нашими правилами обробки файлів «cookie».

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 10. Ι'. Ο πάτερ Παφνούτιος

10. Ι'. Ο πάτερ Παφνούτιος

Ξύπνησαν το απόγεμα ζωηροί και ξεκουρασμένοι και πήγαν στο εστιατόριο όπου βρήκαν τον ηγούμενο μοναχό. Τους είπε να καθίσουν και αντάλλαξαν μερικά λόγια.

Μα η κουβέντα όλο σκόνταφτε. Ο ηγούμενος δεν έπαυε να κοιτάζει τον Αλέξιο, κι αυτός ένιωθε δυσπιστία σε κάθε λέξη, σε κάθε βλέμμα του καλόγερου.

Στενοχωρέθηκε κι ανησύχησε συνάμα.

Ζήτησε να μάθει με τρόπο τι ήταν το μοναστήρι.

Μ' από τα πρώτα λόγια τον σταμάτησε ο ηγούμενος μ' ένα ανοιχτόκαρδο ξεκάρδισμα.

— Έννοια σου, γιε μου, είπε. Είμαστε όλοι ορθόδοξοι κι Έλληνες.

Τότε ο Αλέξιος του έδωσε εγκάρδια το χέρι.

— Κι εγώ είμαι Έλληνας, είπε. Εννοείς τώρα γιατί δεν πήρα το μεγάλο δρόμο.

Ο ηγούμενος χαμογέλασε.

— Ναι, είπε. Μα το είχα καταλάβει από την αρχή πως δε θα ‘σουν ο Γαβριήλ Νικολίτσης που λεν τα χαρτιά σου. Και από την περπατησιά σου μονάχα θα καταλάβαινα πως ξέρεις να βαστάς το σπαθί καλύτερα από το καλάμι και πως είσαι αρχοντόπουλο. Δε σε ρωτώ πού πηγαίνεις, ούτε ποιος είναι ο σύντροφος σου που έχει τόσο λεπτά χέρια. Νιώθω μερικά πράματα χωρίς να μου τα πεις, και στις μέρες που ζούμε για να ‘ρχεται από δω Έλληνας θα έχει το σκοπό του.

Ο Αλέξιος φίλησε μ' ευλάβεια το χέρι του καλόγερου.

— Ευχαριστώ, είπε, προπάντων για όσα δε ρωτάς. Από κείνη την ώρα η κουβέντα έγινε εγκάρδια και ο ηγούμενος τους ζήτησε να καθίσουν να πάρουν το δείπνο μαζί του.

— Νηστεύουμε εδώ, παιδιά μου, σήμερα είναι Παρασκευή, τους είπε προσφέροντας τους μια γαβάθα κουκιά νερόβραστα κι ένα πιάτο μαύρες ελιές. Μα και σεις ορθόδοξοι είστε. Και τα πορτοκάλια μας είναι ζουμερά. Αν διψάσετε θα σας είναι καλοπρόσδεχτα.

Ένας καλόγερος έφερε και ακούμπησε στο τραπέζι κάρδαμα φρεσκοπλυμένα σ' ένα πιάτο κι ένα σταμνί κρασί, και πάλι τραβήχθηκε και τους άφησε μόνους με τον ηγούμενο.

— Έχομε καιρό να φάμε τόσο βασιλικά, είπε η Θέκλα. Χθες βράδυ ο αφέντης μου κι εγώ δεν είχαμε παρά λίγο ξερό ψωμί. Λογαριάζαμε να φάμε στην Πρέσπα μα χάσαμε το δρόμο μας…

— Μην πάτε στην Πρέσπα, διέκοψε ο ηγούμενος. Καλύτερα ν' αποφύγετε τις πόλεις όπου είναι τόσοι στρατιώτες μαζεμένοι.

— Γιατί; Τι κάνουν; ρώτησε η Θέκλα.

— Αν σας νιώσουν πως έχετε χρήματα μαζί σας, όσο και αν δείχνεστε Βούλγαροι, θα σας σκοτώσουν για να σας τα πάρουν.

— Σεις οι καλόγεροι πηγαίνετε συχνά στην Πρέσπα; ρώτησε ο Αλέξιος.

— Όχι, ποτέ.

— Λοιπόν πώς τα ξέρετε όλα αυτά;

— Περνούν κάποτε από δω Χριστιανοί και μας τα λένε. Τις προάλλες πέρασε από δω ένας πολύ άγιος καλόγερος από την Άγια Λαύρα…

— Από πού; φώναξε η Θέκλα ξαφνισμένη.

— Από τη μονή της Λαύρας, στον Άγιον Όρος.

— Πώς τον έλεγαν; ρώτησε ο Αλέξιος.

— Πάτερ-Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Μα γιατί σας ενδιαφέρει τόσο ο καλός αυτός μοναχός;

— Τον απαντήσαμε προχθές, είπε ο Αλέξιος.

— Μπα; Πώς χαίρομαι να τ' ακούω! Είχα κάποια ανησυχία, γιατί τα βουλγαρικά στρατεύματα πήγαιναν κι έρχονταν αδιάκοπα κείνες τις μέρες, και είχαν γίνει διάφορα κακουργήματα. Τόσο φοβόμουν μην είχε πάθει τίποτα! Ήθελα να τον κρατήσω ακόμα, μα ήταν βιαστικός να φύγει. Ακούραστος στην αγαθοεργία! Και τι καλός! Το βλέμμα του και το χαμόγελο του δείχνουν την αγαθότητα της ψυχής του. Μόνο να βλέπεις εκείνα του τα ωραία μακριά του άσπρα γένια…

— Άσπρα! φώναξε η Θέκλα όρθια από τη συγκίνηση.

— Ναι. Είναι γέρος πια και… Μ' αφού τον είδατε έκαμε ο ηγούμενος κόβοντας τη διήγηση του.

— Μα δεν είναι γέρος! αναφώνησε ο Αλέξιος. Απεναντίας, είναι πολύ νέος, ως τριάντα χρόνων άνθρωπος, με κατάμαυρα γένια και μικρά μαύρα μάτια.

— Ε, μα λοιπόν δεν είδατε τον πάτερ-Παφνούτιο, είπε ήσυχα ο ηγούμενος.

— Και όμως! επέμεινε ο Αλέξιος. Είδα ένα γράμμα που βαστούσε, και που είχε την υπογραφή και τη βούλα του ηγούμενου της Άγιας Λαύρας.

— Και τι έλεγε αυτό το γράμμα; ρώτησε ο ηγούμενος αρχίζοντας και κείνος ν' ανησυχεί.

Ο Αλέξιος του διηγήθηκε όσα του είχε πει ο εκατόνταρχος.

— Ωιμέ! αναφώνησε ο ηγούμενος τραβώντας τα μαλλιά του με τα δυο του χέρια. Το γράμμα είναι το ίδιο μα ο καλόγερος είναι άλλος! Του κλέψανε το γράμμα! Αχ, τον κακομοίρη! Τον κακομοίρη! Τι να έγινε!

— Πότε πέρασε από δω; ρώτησε ο Αλέξιος.

— Τον περασμένο μήνα.

— Και πού πήγαινε;

— Στην Ελλάδα. Ήταν βιαστικός, είχε ιερά μηνύματα να πάει σε διάφορα μοναστήρια, και τελευταία πήγαινε στη μονή του Όσιου Λουκά, στον Παρνασσό.

— Βέβαια λοιπόν κάτι θα έπαθε, είπε ο Αλέξιος. Ο καλόγερος που είδαμε ‘μείς είχε πάει, λέει, να πάρει τον ανεψιό του που ήθελε να γίνει παπάς.

— Ψέματα! Ψέματα! Αχ, το δύστυχο! έλεγε και ξανάλεγε ο ηγούμενος με μάτια δακρυσμένα.

— Μα πώς του ήλθε να ταξιδέψει μονάχος σ' αυτά τα άγρια μέρη; ρώτησε ο Αλέξιος.

— Δεν ήταν μονάχος! Ταξίδευε μ' ένα καλογεράκι της ίδιας μονής για συντροφιά.

— Δεν είχε σύντροφο αυτός που είδαμε, είπε ο Αλέξιος.

— Θα τον ξεπάστρεψαν κι αυτόν, ένα νέο παιδί, μουρμούρισε ο ηγούμενος αργοκουνώντας θλιμμένα το κεφάλι.

— Αλλά θα υποφέρετε λοιπόν πολύ, και ο κίνδυνος για σας θα είναι μεγάλος εδώ, είπε η Θέκλα.

— Όχι και τόσο. Οι χωρικοί μας σέβονται, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Είναι άνθρωποι χωρίς γνώμη δική τους που γυρνούν όπως φυσήξει ο άνεμος. Μια γίνονται Βούλγαροι και μια Έλληνες, αναλόγως που τους κατακτούν οι δικοί μας ή οι εχθροί. Μα δεν έχουν κακία και σέβονται το ράσο μας.

— Και οι Βούλγαροι; ρώτησε ο Αλέξιος.

— Στην αρχή είχαμε κάμποσο καιρό να υποφέρομε από τα χέρια τους. Μα λίγο-λίγο είδαν πως ζούμε μακριά από κάθε πολεμική ή πολιτική ενέργεια, αφιερωμένοι στα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Και τώρα δεν μας πειράζουν πια ούτε αυτοί.

— Να όμως που πήραν το γράμμα του πάτερ-Παφνούτιου, είπε η Θέκλα. Και ποιος ξέρει τι τον έκαμαν αυτόν!

Ο ηγούμενος έμεινε λίγη ώρα συλλογισμένος.

— Το γράμμα του βέβαια δεν του το έκλεψαν οι χωρικοί, είπε. «Κύριος οίδε» σε τι κακούργου χέρια έπεσε, και για ποιο σκοπό να του το πήραν!

Κάθισαν αργά κουβεντιάζοντας, και ο Αλέξιος άκουε με προσοχή τις πληροφορίες που του έδινε ο ηγούμενος για τους κατοίκους.

Όταν σηκώθηκαν για να πάνε να κοιμηθούν ο ηγούμενος είπε του Αλέξιου:

— Αύριο ξημερώματα θα είναι έτοιμα τ' άλογα σας και θα κατέβει ένας καλόγερος μαζί σας ως τη λίμνη.

Εκεί θα σας συστήσει σ' ένα δικό μας παιδί που θα σας περάσει στην άλλη όχθη της Πρέσπας και θα σας οδηγήσει ίσια στη λίμνη της Αχρίδας και στη μονή του Όσιου Ναούμ. Από κει πάλι θα σας οδηγήσουν οι καλόγεροι. Θα σου δώσω ένα γράμμα για τον ηγούμενο.

— Είναι κι εκείνοι οι καλόγεροι Έλληνες; ρώτησε ο Αλέξιος.

— Βέβαια! Η μονή αυτή χτίστηκε τον καιρό του Ιουστινιανού. Είναι παλιά, βλέπεις, από τον ΣΤ' αιώνα, κι έμεινε πάντα ελληνική. Εκεί θα φροντίσουν να σε παν με ασφάλεια στην αντικρινή όχθη χωρίς να σε μυριστούν από την Αχρίδα.

Με πολλή συγκίνηση ευχαρίστησε ο Αλέξιος τον ηγούμενο και του ζήτησε τ' όνομα του για να τον θυμάται.

— Με λεν Ευθύμιο, αποκρίθηκε ο ηγούμενος, και η μονή είναι του Αγίου Γρηγορίου.

Την άλλη μέρα, πολύ πρωί, οι καλόγεροι όλοι μαζεύτηκαν ν' αποχαιρετήσουν τους ξένους.

Ο ηγούμενος έβαλε ψωμί και τυρί μέσα σ' ένα πανεράκι με μερικά πορτοκάλια και τα έδωσε της Θέκλας.

— Στο καλό, παιδί μου, και η Παναγία η Οδηγήτρια να σας φυλάγει σένα και τον αφέντη σου.

Η Θέκλα και ο Αλέξιος φίλησαν το χέρι του ηγούμενου, αποχαιρέτησαν τους καλόγερους που τους ξεπροβόδισαν με χίλιες ευχές κι ευλογίες, καβαλίκεψαν τ' άλογα τους κι έφυγαν.

Ένα καλογεράκι καθισμένο σ' ένα μουλάρι, τους συνόδευε. Ήταν πολύ νέος κι είχε ζωηρό κι έξυπνο πρόσωπο.

Πήραν τα μονοπάτια μέσ' από τα δέντρα και κουβέντιαζαν πηγαίνοντας.

— Πάτε στη Σκάμπα, άκουσα; ρώτησε το καλογεράκι.

— Ναι, πάω για τις δουλειές μου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.

— Θα ήθελα μια χάρη να σου ζητήσω… άρχισε το καλογεράκι και σταμάτησε.

— Λέγε, τι μπορώ να κάνω για σένα; Θα το κάμω με μεγάλη ευχαρίστηση.

— Ένα γράμμα θα ήθελα να σου έδινα για τη μητέρα μου. Το παίρνεις;

— Ακούς λέει! Βέβαια το παίρνω. Πού είναι η μητέρα σου;

— Στη Σκάμπα.

— Πού θα τη ζητήσω;

— Είναι πολύ εύκολο να τη βρεις. Ο πατέρας μου είναι δεσμοφύλακας εκεί.

Ο Αλέξιος ξαφνίστηκε.

— Σας νόμιζα όλους Έλληνες στη μονή του Αγίου Γρηγορίου, είπε.

— Και είμαστε. Ο πατέρας μου είναι Αρμένης, μα εγώ γεννήθηκα στο Δυρράχιο και η μητέρα μου είναι Ελληνίδα. Άμα πήραν οι Βούλγαροι το Δυρράχιο ο πατέρας μου σαν όλους τους άλλους παραδέχθηκε τα πράματα όπως έρχονταν. Ήταν ήσυχος άνθρωπος. Τον ήξεραν όλοι τίμιο και πως δεν ανακατώνονταν στις διαμάχες. Τον διόρισαν φύλακα στη φυλακή της Σκάμπας και πήγε κει. Μένει όμως στην καρδιά Έλληνας σαν τους περισσότερους Δυρραχιώτες, όσο και να μη μιλά. Αν τους δώσεις το γράμμα μου, θα σε δεχθούν σα συγγενή τους οι γονείς μου, και δε θα ξέρουν με τι τρόπο να σ' ευχαριστήσουν. Τόσο σπάνια έχουν νέα μου. Και είμαι το μόνο τους παιδί.

Ο Αλέξιος πήρε το γράμμα που του έδινε το καλογεράκι και το φύλαξε στον κόρφο του.

— Πώς σε λένε; ρώτησε.

— Γρηγόρη.

— Ελπίζω να βρω τη μητέρα σου και να της το δώσω, είπε ο Αλέξιος. Μα ίσως δεν μπορέσω αμέσως.

— Δεν πειράζει, αποκρίθηκε το καλογεράκι. Όποταν σου τύχει της το δίνεις. Τη λένε Άννα και τον πατέρα μου τον λένε Παγράτη. Αν τους ζητήσεις στη φυλακή θα τους βρεις αμέσως.

Κατέβηκαν στη λίμνη σ' ένα μοναχικό μέρος όπου χωριό δε φαίνουνταν. Εκεί τους περίμενε ένας νέος με τη βάρκα του.

Αποχαιρέτησαν το καλογεράκι και χωρίστηκαν.

— Κρίμα που δε θα μπορέσω να βαστάξω την υπόσχεση που του έκανα, είπε σιγά ο Αλέξιος της Θέκλας. Και θα νομίζει για βέβαιο ο κακόμοιρος πως η μητέρα του θα πάρει το γράμμα του. Μα δεν μπορούσα να του πω πως δεν πηγαίνουμε στη Σκάμπα.

— Φύλαξε το γράμμα του, αποκρίθηκε ο Θέκλα. Ίσως από το Δυρράχιο βρούμε κανέναν ταξιδιώτη και του το δώσομε να το πάει.

Γοργά και σιωπηλά απομακρύνουνταν η βάρκα από την όχθη. Η Θέκλα κοίταζε μαγεμένη τη θέα που απλώνουνταν γύρω της, τη λίμνη, τα χωράφια, το ψηλό κατάφυτο βουνό και πίσω-πίσω το χιονοσκέπαστο Περιστέρι.

— Τι όμορφος τόπος… είπε συλλογισμένα. Τι κρίμα που τον κρατούν οι βάρβαροι… Κοίταξε, Αλέξιε, πώς φαίνονται οι πέτρες μέσα στο νερό. Κι εκεί πίσω μας, το σκοτεινό δάσος που λες και… Μα τι είναι αυτό το μαύρο πράμα που σαλεύει ανάμεσα στα δέντρα;

Ο Αλέξιος κοίταξε πίσω του με προσοχή.

— Είναι ράσο… είπε. Θα είναι το καλογεράκι που γύρισε να μας χαιρετήσει.

Και σήκωσε το χέρι του να κάμει νόημα του καλόγερου.

Μα κανένας δεν του αποκρίθηκε. Απεναντίας του φάνηκε πως, καθώς χαιρέτησε με το χέρι, το μαύρο ράσο κρύφθηκε πίσω από τα δέντρα και χάθηκε.

— Περίεργο… μουρμούρισε ο Αλέξιος.

Η Θέκλα ίσκιωσε τα μάτια της με το χέρι για να δει καλύτερα.

— Δεν ήταν το καλογεράκι, είπε. Τον βλέπω που γυρίζει τον ανήφορο, στις κορδέλες που παν στο μοναστήρι, και είναι καβάλα στο μουλάρι του. Ποιος λοιπόν θα βρισκόταν κάτω στην όχθη;

— Κανένας άλλος καλόγερος θα ήταν, αποκρίθηκε ξένοιαστα ο Αλέξιος. Άλλωστε μπορεί να είναι και από άλλο μοναστήρι. Έχει πολλά εδώ γύρω.

Κι εξακολούθησαν να κουβεντιάζουν χωρίς να δώσουν περισσότερη προσοχή στο περιστατικό αυτό.

Ο βαρκάρης τούς πέρασε στην απέναντι όχθη της Πρέσπας, κι εκεί έκρυψε τη βάρκα του μέσα σ' έναν καλαμιώνα.

Θα σας συνοδέψω ως το μονοπάτι του Όσιου Ναούμ τους είπε. Ξέρω ένα μονοπάτι που ανεβαίνει από το Πέτρινο και κόβει πολύ δρόμο περνώντας μακριά από την Αχρίδα.

Ο Αλέξιος γύρισε και τον κοίταξε. Άραγε ήξερε τίποτα ο νέος αυτός οδηγός απ' όσα είχε νιώσει ο ηγούμενος του Αγίου Γρηγορίου; Και ο νέος κοίταξε τον Αλέξιο και χαμογέλασε.

— Έννοια σου, του είπε σιγά. Έλληνας είμαι κι εγώ. Και σαν εμένα είναι πολλοί ακόμα εδώ, που θυμούμαστε άλλους καιρούς… Μα δε μιλούμε ώσπου να έλθει η ώρα.

— Πώς σε λένε; ρώτησε ο Αλέξιος.

Η έντονη όσο και συλλογισμένη έκφραση του νέου τον τάραξε.

— Με λεν Νικήτα, αποκρίθηκε ο νέος.

— Και το παράνομα σου;

— Όλοι με λεν ο Νικήτας ο Βαρκάρης. Πες πως αυτό είναι το παράνομα μου, δεν ξέρω να έχω άλλο.

Ο Αλέξιος δεν επέμεινε. Και πήραν από τα βουνά.

Κατά το μεσημέρι έφθασαν στη μονή του Όσιου Ναούμ κι εκεί, αφού τους σύστησε στους καλόγερους και τους εξήγησε πως πήγαιναν στη Σκάμπα, ο νέος βαρκάρης τους αποχαιρέτησε.

Ο Αλέξιος θέλησε να του προσφέρει ένα νόμισμα, μα ο Νικήτας αρνήθηκε.

Είσαι Έλληνας, είπε, κι εγώ είμαι Έλληνας. Τιμή μου αν μπορώ να σου φανώ χρήσιμος.

Ο Αλέξιος έσφιξε το χέρι του.

— Δε θα σε ξεχάσω, Νικήτα, είπε.

— Ούτ' εγώ άρχοντα μου, αποκρίθηκε ο Νικήτας.

Και αν ποτέ χρειαστείς κανέναν που να το λέει η καρδιά του, θυμήσου με. Θα με βρεις εδώ.

Στη μονή του Όσιου Ναούμ δε θέλησε ο Αλέξιος να μείνει με τη Θέκλα. Οι καλόγεροι τους έδωσαν μόνο να φαν, και πάλι τους έστειλαν μ' ένα δικό τους ως την απέναντι όχθη της Αχρίδας, στη μονή του Προφήτη Ηλία, χτισμένη στο βουνό απάνω.

Εκεί τους φιλοξένησαν οι καλόγεροι, τους έδωσαν να φαν και τους σύστησαν να μείνουν τη νύχτα και να ξεκινήσουν μόνο την άλλη μέρα το πρωί.

Όσο έτρωγαν, ο Αλέξιος ρώτησε τον ηγούμενο αν είχε περάσει από τη μονή του κανένας καλόγερος που λέγουνταν Παφνούτιος και που ήρχουνταν από την Άγια Λαύρα.

— Βέβαια, πέρασε από δω, κοντεύει μήνας, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Τι άγιος άνθρωπος! Τον γνωρίζεις;

— Όχι προσωπικά, είπε ο Αλέξιος. Άκουσα όμως γι' αυτόν. Ήταν γέρος;

— Ναι! Κι έχει μια μεγάλη άσπρη γενειάδα που κάνει εντύπωση, του σκεπάζει όλο το στήθος. Του είχε δώσει ένα γράμμα ο ηγούμενος της Λαύρας που τον εσύστηνε σε όλες τις μονές όπου θα πήγαινε, και γενικά σε όλους τους ορθοδόξους.

— Πού πήγαινε τώρα τελευταία; ρώτησε πάλι ο Αλέξιος.

— Στη μονή του Όσιου Λουκά, στη Φωκίδα.

Ο Αλέξιος βεβαιώθηκε πια πως ο καλόγερος που είχαν απαντήσει δεν ήταν ό,τι φαίνουνταν.

Και θυμήθηκε ο Αλέξιος τα λόγια του εκατόνταρχου.

Γυρεύουμε έναν κατάσκοπο Βούλγαρο, μα κρύβεται τόσο καλά…

— Άραγε να ‘ταν αυτός;

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, όταν ο Αλέξιος και η Θέκλα θέλησαν να φύγουν, ο ηγούμενος τους ρώτησε αν ξέρουν το δρόμο από πάνω από το βουνό.

— Όχι, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Αν όμως τραβήξω ίσια κατά τη δύση δεν θα φτάσω στη Σκάμπα;

— Όχι, δεν πρέπει να τραβήξεις ίσια κατά τη δύση, και το βουνό είναι δύσκολο. Καλύτερα να πάρεις έναν οδηγό μαζί σου. Και είσαι τυχερός. Τη νύχτα ίσα-ίσα παρουσιάστηκε δω ένας τσοπάνης που πηγαίνει και αυτός στη Σκάμπα και που ξέρει, λέει, κάθε μονοπάτι του βουνού. Του πρότεινα να σας οδηγήσει και δέχθηκε μ' ευχαρίστηση, με την ελπίδα πως θα του δώσεις κανένα μιλιαρέσι. Νομίζω καλό να τον πάρεις.

Ο Αλέξιος δέχθηκε την πρόταση του ηγούμενου. Η ιδέα να χάσει πάλι το δρόμο του πάνω στα βουνά τον φόβιζε. Δεν είχε ξεχάσει τους λύκους που είχαν φάει τ' άλογα τους, και ο ηγούμενος του είχε πει πως δε θ' απαντήσει πια άλλο μοναστήρι στο δρόμο του.

Έφυγαν λοιπόν οι τρεις μαζί, ο Αλέξιος και η Θέκλα στ' άλογα τους και ο τσοπάνης σ' ένα γαϊδούρι που του έδωσαν οι καλόγεροι του Προφήτη Ηλία.

Πηγαίνοντας κοίταζε η Θέκλα με περιέργεια τον τσοπάνη. Φορούσε μια μεγάλη προβιά που σκέπαζε το σώμα του ως τα γόνατα. Το πρόσωπο του ήταν τόσο βρώμικο που σχεδόν δε διακρίνουνταν τα χαρακτηριστικά του. Τα μαλλιά του ήταν κατακόκκινα, βρώμικα και ακατάστατα, και είχε δέσει ένα μαντήλι γύρω στο κεφάλι του, με τρόπο που το ένα του μάτι ήταν κρυμμένο.

— Τι περίεργος άνθρωπος! είπε η Θέκλα σιγά-σιγά στον άντρα της. Και όμως γυρεύω να θυμηθώ πού τον ξαναείδα.

Ο Αλέξιος τον κοίταξε με προσοχή εκεί που πήγαινε μπροστά τους.

— Δε μου φαίνεται να τον απαντήσαμε ποτέ, της αποκρίθηκε. Θα θυμόμαστε τα κόκκινα μαλλιά του, που είναι αρκετά περίεργα ώστε να μην τα ξεχάσομε. Κοίταξε, θαρρείς πως είναι προβιά αρνίσια.

Η Θέκλα γέλασε.

— Καλά λες! Δύσκολα βρίσκει κανείς άλλον τόσο άσχημο άνθρωπο! Και τι βρώμικος που είναι!

— Ναι!… θα έλεγες πως πασαλείφτηκε επίτηδες, είπε συλλογισμένος ο Αλέξιος.

— Επίτηδες;

— Ναι!… δε μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος, πρόσεχε τον… Θα τον ξεφορτωθώ όσο μπορώ γρηγορότερα.

Κατά το μεσημέρι, είδαν από μακριά ένα χωριό στη ρίζα του βουνού.

Ο Αλέξιος γύρευε τρόπο να διώξει τον οδηγό του. Σκέφθηκε να κατέβει ως το χωριό και να πει του τσοπάνη πως θα περνούσ' εκεί τη νύχτα. Μα ο τσοπάνης τον πρόλαβε.

— Άλλαξα γνώμη, είπε, δε θα πάω ως τη Σκάμπα. Το χωριό μου είναι δω και θα κατέβω. Πλήρωσε μου τον κόπο μου. Δεν πάω παραπέρα.

Σ' άλλη περίσταση ο Αλέξιος θα σπούσε το ραβδί του στην πλάτη του χωριάτη. Επειδή όμως ήθελε να τον ξεφορτωθεί, τον πλήρωσε και τον έστειλε στο καλό.

— Και τώρα; ρώτησε η Θέκλα, σαν τον είδε να χάνεται μες στα δέντρα. Τι θα κάνομε ‘μείς;

— Θα προσέξομε να μη χωθούμε πολύ βαθιά στο δάσος, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Ακολουθώντας τούτο το μονοπάτι βλέπομε από μακριά το μεγάλο δρόμο και το ποτάμι, κι αυτά θα μας οδηγήσουν ως τη Σκάμπα. Προτιμώ όμως να κοιμηθούμε σε κανένα χωριουδάκι και να μην πάμε στη Σκάμπα, όπως το είχαμε πει του οδηγού. Τον υποψιάζομαι το βρώμικο αυτόν τσοπάνη πως είχε λόγους να δείχνεται άλλος από κείνο που είναι.

— Τι υποψιάζεσαι;

— Τίποτα ορισμένο. Μα η βρώμα του δεν ήταν φυσική, ούτε το χρώμα των μαλλιών του. Και προπάντων το μαντίλι που του έκρυβε το μισό πρόσωπο μου δίνει υποψίες… Και συλλογίζομαι αυτό που μου είπες εσύ, πως σου φαίνεται σα να τον ξαναείδες. Δεν μπορείς να θυμηθείς πού τον είδες;

Η Θέκλα έμεινε λίγη ώρα συλλογισμένη.

— Όχι! αποκρίθηκε, δε θυμούμαι. Μα οι κινήσεις του μου φαίνουνταν γνωστές.

— Γι' αυτό καλύτερα να μην πάμε στη Σκάμπα, όπως το αναγγείλαμε. Κοιμόμαστε απόψε όπου μας τύχει και αύριο ξεκινούμε για το Δυρράχιο. Αχ! Πώς θα ήθελα να ήμαστε φτασμένοι…

Κάθισαν στα χόρτα κι έφαγαν όσο ξεκουράζουνταν τα άλογα τους. Ύστερα καβαλίκεψαν πάλι κι εξακολούθησαν το δρόμο τους χωρίς ν' αφήσουν το σκεπό μονοπάτι που ακολουθούσε την πλαγιά του βουνού.

Νωρίς το απόγεμα φάνηκε από μακριά η Σκάμπα.

Την άφησαν δεξιά κι εξακολούθησαν το δρόμο τους.

Όταν σκοτείνιασε, ο Αλέξιος πρότεινε της γυναίκας του να περάσουν τη νύχτα εκεί που ήταν, γιατί κανένα χωριό δε φαίνουνταν στη γειτονιά, και ο Αλέξιος δεν ήθελε να κατέβουν στο στρατιωτικό δρόμο.

Έδεσαν τ' άλογα τους σ' ένα μέρος όπου τα δέντρα ήταν πολύ πυκνά, για να μην τα βρει κανένας περαστικός. Ύστερα ζήτησαν για τον εαυτό τους κανένα σκεπό μέρος, είτε σε καμιά κουφάλα δέντρου είτε σε κανένα βράχο.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

10. Ι'. Ο πάτερ Παφνούτιος |||Paphnutius text10

Ξύπνησαν το απόγεμα ζωηροί και ξεκουρασμένοι και πήγαν στο εστιατόριο όπου βρήκαν τον ηγούμενο μοναχό. They woke up|the|afternoon|lively|and|rested|and|they went|to the|restaurant|where|they found|the|abbot|monk They woke up in the afternoon lively and rested and went to the restaurant where they found the abbot monk. Τους είπε να καθίσουν και αντάλλαξαν μερικά λόγια. They|told|to|sit|and|exchanged|a few|words He told them to sit down and they exchanged a few words.

Μα η κουβέντα όλο σκόνταφτε. But|the|conversation|always|stumbled But the conversation kept stumbling. Ο ηγούμενος δεν έπαυε να κοιτάζει τον Αλέξιο, κι αυτός ένιωθε δυσπιστία σε κάθε λέξη, σε κάθε βλέμμα του καλόγερου. The|abbot|not|ceased|to|look at|the|Alexios|and|he|felt|distrust|in|every|word|in|every|glance|of the|monk The abbot did not stop looking at Alexios, and he felt distrust in every word, in every glance of the monk.

Στενοχωρέθηκε κι ανησύχησε συνάμα. He became sad|and|he worried|at the same time He became upset and worried at the same time.

Ζήτησε να μάθει με τρόπο τι ήταν το μοναστήρι. He asked|to|learn|in|a way|what|was|the|monastery He asked to learn in a way what the monastery was.

Μ' από τα πρώτα λόγια τον σταμάτησε ο ηγούμενος μ' ένα ανοιχτόκαρδο ξεκάρδισμα. |from|the|first|words|him|stopped|the|abbot||a|open-hearted|laughter From the first words, the abbot stopped him with a hearty laugh.

— Έννοια σου, γιε μου, είπε. meaning|your|son|my|said "— I mean it, my son," he said. Είμαστε όλοι ορθόδοξοι κι Έλληνες. We are|all|Orthodox|and|Greeks "We are all Orthodox and Greeks."

Τότε ο Αλέξιος του έδωσε εγκάρδια το χέρι. Then|the|Alexios|to him|gave|warmly|the|hand Then Alexios warmly shook his hand.

— Κι εγώ είμαι Έλληνας, είπε. And|I|am|Greek|he said "— And I am Greek," he said. Εννοείς τώρα γιατί δεν πήρα το μεγάλο δρόμο. You mean|now|why|not|took|the|big|road "Now you understand why I didn't take the big road."

Ο ηγούμενος χαμογέλασε. The|abbot|smiled The abbot smiled.

— Ναι, είπε. Yes|he said — Yes, he said. Μα το είχα καταλάβει από την αρχή πως δε θα ‘σουν ο Γαβριήλ Νικολίτσης που λεν τα χαρτιά σου. But|it|I had|understood|from|the|beginning|that|not|would||the|Gabriel|Nikolitssis|who|say|the|cards|your But I had understood from the beginning that you wouldn't be Gabriel Nikolitcis as your papers say. Και από την περπατησιά σου μονάχα θα καταλάβαινα πως ξέρεις να βαστάς το σπαθί καλύτερα από το καλάμι και πως είσαι αρχοντόπουλο. And|from|the|gait|your|only|would|understand|that|you know|to|hold|the|sword|better|than|the|cane|and|that|you are|nobleman And just from your walk, I would understand that you know how to wield a sword better than a cane and that you are a nobleman. Δε σε ρωτώ πού πηγαίνεις, ούτε ποιος είναι ο σύντροφος σου που έχει τόσο λεπτά χέρια. I don't|you|ask|where|you go|nor|who|is|the|partner|your|who|has|such|thin|hands I do not ask you where you are going, nor who your companion is with such delicate hands. Νιώθω μερικά πράματα χωρίς να μου τα πεις, και στις μέρες που ζούμε για να ‘ρχεται από δω Έλληνας θα έχει το σκοπό του. I feel|some|things|without|to|to me|them|tell|and|in the|days|that|we live|for|to||from|here|Greek|will|have|the|purpose|his I feel some things without you telling me, and in the days we live in, for a Greek to come here, he must have his purpose.

Ο Αλέξιος φίλησε μ' ευλάβεια το χέρι του καλόγερου. The|Alexios|kissed||reverence|the|hand|his|monk Alexios reverently kissed the monk's hand.

— Ευχαριστώ, είπε, προπάντων για όσα δε ρωτάς. Thank you|he said|above all|for|all that|not|you ask — Thank you, he said, especially for what you do not ask. Από κείνη την ώρα η κουβέντα έγινε εγκάρδια και ο ηγούμενος τους ζήτησε να καθίσουν να πάρουν το δείπνο μαζί του. From|that|the|hour|the|conversation|became|heartfelt|and|the|abbot|them|asked|to|sit|to|take|the|dinner|together|with him From that moment, the conversation became heartfelt, and the abbot asked them to sit down and have dinner with him.

— Νηστεύουμε εδώ, παιδιά μου, σήμερα είναι Παρασκευή, τους είπε προσφέροντας τους μια γαβάθα κουκιά νερόβραστα κι ένα πιάτο μαύρες ελιές. We fast|here|children|my|today|is|Friday|them|he said|offering|them|a|bowl|broad beans|boiled in water|and|a|plate|black|olives — We are fasting here, my children, today is Friday, he said, offering them a bowl of boiled broad beans and a plate of black olives. Μα και σεις ορθόδοξοι είστε. But|and|you|Orthodox|are But you are Orthodox too. Και τα πορτοκάλια μας είναι ζουμερά. And|the|oranges|our|are|juicy And our oranges are juicy. Αν διψάσετε θα σας είναι καλοπρόσδεχτα. If|you are thirsty|will|you|are|welcome If you are thirsty, they will be welcome.

Ένας καλόγερος έφερε και ακούμπησε στο τραπέζι κάρδαμα φρεσκοπλυμένα σ' ένα πιάτο κι ένα σταμνί κρασί, και πάλι τραβήχθηκε και τους άφησε μόνους με τον ηγούμενο. A|monk|brought|and|placed|on the|table|cardamom|freshly washed||a|plate|and|a|jug|wine|and|again|withdrew|and|them|left|alone|with|the|abbot A monk brought and placed freshly washed cardamom on a plate and a jug of wine on the table, and then he withdrew, leaving them alone with the abbot.

— Έχομε καιρό να φάμε τόσο βασιλικά, είπε η Θέκλα. We have|time|to|eat|so|royally|said|the|Thekla — We haven't eaten so royally in a long time, said Thekla. Χθες βράδυ ο αφέντης μου κι εγώ δεν είχαμε παρά λίγο ξερό ψωμί. Yesterday|evening|the|master|my|and|I|not|we had|only|a little|dry|bread Last night my master and I had nothing but a little dry bread. Λογαριάζαμε να φάμε στην Πρέσπα μα χάσαμε το δρόμο μας… We were planning|to|eat|in|Prespa|but|we lost|the|way|our We were planning to eat in Prespa but we lost our way…

— Μην πάτε στην Πρέσπα, διέκοψε ο ηγούμενος. Do not|go|to|Prespa|interrupted|the|abbot — Don't go to Prespa, interrupted the abbot. Καλύτερα ν' αποφύγετε τις πόλεις όπου είναι τόσοι στρατιώτες μαζεμένοι. Better||avoid|the|cities|where|are|so many|soldiers|gathered It's better to avoid the cities where so many soldiers are gathered.

— Γιατί; Τι κάνουν; ρώτησε η Θέκλα. Why|What|are they doing|asked|the|Thekla — Why? What are they doing? asked Thekla.

— Αν σας νιώσουν πως έχετε χρήματα μαζί σας, όσο και αν δείχνεστε Βούλγαροι, θα σας σκοτώσουν για να σας τα πάρουν. If|you|feel|that|you have|money|with|you|as much|and|if|you appear|Bulgarians|will|you|||||them|take — If they sense that you have money with you, no matter how much you pretend to be Bulgarians, they will kill you to take it.

— Σεις οι καλόγεροι πηγαίνετε συχνά στην Πρέσπα; ρώτησε ο Αλέξιος. you||monks||||||| Do you monks often go to Prespa? asked Alexios.

— Όχι, ποτέ. No|ever — No, never.

— Λοιπόν πώς τα ξέρετε όλα αυτά; well|how|them|do you know|all|these — Well, how do you know all this?

— Περνούν κάποτε από δω Χριστιανοί και μας τα λένε. They pass|sometimes|by|here|Christians|and|us|the|tell — Sometimes Christians pass by here and tell us. Τις προάλλες πέρασε από δω ένας πολύ άγιος καλόγερος από την Άγια Λαύρα… A few days ago|a few days ago|passed|from|here|a|very|holy|monk|from|the|Holy|Laura The other day, a very holy monk from the Holy Lavra passed by here...

— Από πού; φώναξε η Θέκλα ξαφνισμένη. From|where|shouted|the|Thekla|surprised — Where from? shouted Thekla, surprised.

— Από τη μονή της Λαύρας, στον Άγιον Όρος. From|the|monastery|of|Laura|to the|Holy|Mountain — From the monastery of Lavra, on Mount Athos.

— Πώς τον έλεγαν; ρώτησε ο Αλέξιος. How|him|called|asked|the|Alexios — What was his name? asked Alexios.

— Πάτερ-Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. ||answered|the|abbot — Father-Paphnutius, the abbot replied. Μα γιατί σας ενδιαφέρει τόσο ο καλός αυτός μοναχός; But|why|you|interests|so much|the|good|this|monk But why are you so interested in this good monk?

— Τον απαντήσαμε προχθές, είπε ο Αλέξιος. Him|we answered|the day before yesterday|said|the|Alexios — We answered him the day before yesterday, said Alexios.

— Μπα; Πώς χαίρομαι να τ' ακούω! Hmm|How|I am glad|to||hear — Oh? How glad I am to hear that! Είχα κάποια ανησυχία, γιατί τα βουλγαρικά στρατεύματα πήγαιναν κι έρχονταν αδιάκοπα κείνες τις μέρες, και είχαν γίνει διάφορα κακουργήματα. I had|some|anxiety|because|the|Bulgarian|troops|were going|and|were coming|incessantly|those|the|days|and|had|happened|various|crimes I had some concern because the Bulgarian troops were coming and going constantly those days, and various crimes had been committed. Τόσο φοβόμουν μην είχε πάθει τίποτα! So|I was afraid|that|he/she/it had|suffered|anything I was so afraid that something might have happened to him! Ήθελα να τον κρατήσω ακόμα, μα ήταν βιαστικός να φύγει. I wanted|to|him|keep|still|but|he was|in a hurry|to|leave I wanted to keep him longer, but he was in a hurry to leave. Ακούραστος στην αγαθοεργία! Tireless|in|charity Tireless in charity! Και τι καλός! And|how|good And how kind! Το βλέμμα του και το χαμόγελο του δείχνουν την αγαθότητα της ψυχής του. The|gaze|his|and|the|smile|his|show|the|goodness|of the|soul|his His gaze and his smile show the goodness of his soul. Μόνο να βλέπεις εκείνα του τα ωραία μακριά του άσπρα γένια… Only|to|see|those|his|the|beautiful|far|his|white|beard Just to see those beautiful long white beards of his...

— Άσπρα! White — White! φώναξε η Θέκλα όρθια από τη συγκίνηση. shouted|the|Thekla|standing|from|the|emotion Thekla shouted, standing up from the emotion.

— Ναι. Yes. Είναι γέρος πια και… Μ' αφού τον είδατε έκαμε ο ηγούμενος κόβοντας τη διήγηση του. He is|old|now|and||since|him|you saw|made|the|abbot|cutting|the|narration|his He is old now and... But since you saw him, the abbot interrupted his story.

— Μα δεν είναι γέρος! But|not|is|old man — But he is not old! αναφώνησε ο Αλέξιος. exclaimed|the|Alexios Alexios exclaimed. Απεναντίας, είναι πολύ νέος, ως τριάντα χρόνων άνθρωπος, με κατάμαυρα γένια και μικρά μαύρα μάτια. On the contrary|he is|very|young|about|thirty|year|man|with|jet black|beard|and|small|black|eyes On the contrary, he is very young, a man of about thirty years, with jet-black beard and small black eyes.

— Ε, μα λοιπόν δεν είδατε τον πάτερ-Παφνούτιο, είπε ήσυχα ο ηγούμενος. Well|but|then|not|you saw|the|||said|quietly|the|abbot — Well, you didn't see Father Paphnutius, the abbot said quietly.

— Και όμως! And|yet — And yet! επέμεινε ο Αλέξιος. insisted|the|Alexios Alexios insisted. Είδα ένα γράμμα που βαστούσε, και που είχε την υπογραφή και τη βούλα του ηγούμενου της Άγιας Λαύρας. I saw|a|letter|that|was holding|and|that|had|the|signature|and|the|seal|of the|abbot|of the|Holy|Lavra I saw a letter that he was holding, and it had the signature and seal of the abbot of the Holy Lavra.

— Και τι έλεγε αυτό το γράμμα; ρώτησε ο ηγούμενος αρχίζοντας και κείνος ν' ανησυχεί. And|what|did it say|this|the|letter|asked|the|abbot|starting|and|he||worry — And what did this letter say? asked the abbot, starting to feel anxious.

Ο Αλέξιος του διηγήθηκε όσα του είχε πει ο εκατόνταρχος. The|Alexios|to him|narrated|whatever|to him|had||the|centurion Alexios recounted to him what the centurion had told him.

— Ωιμέ! Alas! — Oh no! αναφώνησε ο ηγούμενος τραβώντας τα μαλλιά του με τα δυο του χέρια. exclaimed|the|abbot||the|hair|his|with|the|two|his|hands exclaimed the abbot, pulling his hair with both hands. Το γράμμα είναι το ίδιο μα ο καλόγερος είναι άλλος! The|letter|is|the|same|but|the|monk|is|another The letter is the same but the monk is different! Του κλέψανε το γράμμα! They|stole|the|letter They stole his letter! Αχ, τον κακομοίρη! Oh|the|poor thing Oh, the poor thing! Τον κακομοίρη! The poor thing! Τι να έγινε! What|to|happened What could have happened!

— Πότε πέρασε από δω; ρώτησε ο Αλέξιος. When|passed|from|here|asked|the|Alexios — When did he pass by here? asked Alexios.

— Τον περασμένο μήνα. The|past|month — Last month.

— Και πού πήγαινε; And|where|was going — And where was he going?

— Στην Ελλάδα. In the|Greece — To Greece. Ήταν βιαστικός, είχε ιερά μηνύματα να πάει σε διάφορα μοναστήρια, και τελευταία πήγαινε στη μονή του Όσιου Λουκά, στον Παρνασσό. He was|hurried|he had|sacred|messages|to|go|to|various|monasteries|and|lately|he was going|to the|monastery|of the|Saint|Luke|in the|Parnassus He was in a hurry, he had sacred messages to deliver to various monasteries, and lately he was heading to the monastery of Saint Luke, on Parnassus.

— Βέβαια λοιπόν κάτι θα έπαθε, είπε ο Αλέξιος. Of course, something must have happened, said Alexios. Ο καλόγερος που είδαμε ‘μείς είχε πάει, λέει, να πάρει τον ανεψιό του που ήθελε να γίνει παπάς. The|monk|who|we saw||had|gone|he says|to|take|the|nephew|his|who|wanted|to|become|priest The monk we saw had gone, they say, to fetch his nephew who wanted to become a priest.

— Ψέματα! Lies — Lies! Ψέματα! Lies! Αχ, το δύστυχο! Oh|the|unfortunate Oh, the poor thing! έλεγε και ξανάλεγε ο ηγούμενος με μάτια δακρυσμένα. said|and|repeated|the|abbot|with|eyes|tearful the abbot said over and over with tearful eyes.

— Μα πώς του ήλθε να ταξιδέψει μονάχος σ' αυτά τα άγρια μέρη; ρώτησε ο Αλέξιος. But|how|to him|came|to|travel|alone||these|the|wild|places|asked|the|Alexios — But how did he come to travel alone to these wild places? asked Alexios.

— Δεν ήταν μονάχος! Not|was|alone — He wasn't alone! Ταξίδευε μ' ένα καλογεράκι της ίδιας μονής για συντροφιά. He was traveling||a|little monk|of|same|monastery|for|company He was traveling with a little monk from the same monastery for company.

— Δεν είχε σύντροφο αυτός που είδαμε, είπε ο Αλέξιος. Not|had|partner|he|who|we saw|said|the|Alexios — The one we saw didn't have a companion, said Alexios.

— Θα τον ξεπάστρεψαν κι αυτόν, ένα νέο παιδί, μουρμούρισε ο ηγούμενος αργοκουνώντας θλιμμένα το κεφάλι. will|him|eliminate|and|him|one|young|child|murmured|the|abbot|slowly shaking|sadly|the|head — They will get rid of him too, a young boy, the abbot murmured, slowly shaking his head sadly.

— Αλλά θα υποφέρετε λοιπόν πολύ, και ο κίνδυνος για σας θα είναι μεγάλος εδώ, είπε η Θέκλα. But|will|suffer|therefore|a lot|and|the|danger|for|you|will|be|great|here|said|the|Thekla — But you will suffer a lot, and the danger for you will be great here, Thekla said.

— Όχι και τόσο. No|and|so much — Not so much. Οι χωρικοί μας σέβονται, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. The|villagers|us|respect|replied|the|abbot The villagers respect us, the abbot replied. Είναι άνθρωποι χωρίς γνώμη δική τους που γυρνούν όπως φυσήξει ο άνεμος. They are|people|without|opinion|their|own|who|turn|as|blows|the|wind They are people without their own opinion who turn as the wind blows. Μια γίνονται Βούλγαροι και μια Έλληνες, αναλόγως που τους κατακτούν οι δικοί μας ή οι εχθροί. Sometimes|they become|Bulgarians|and|sometimes|Greeks|depending on|where|them|conquer|the|our|people|or|the|enemies Sometimes they become Bulgarians and sometimes Greeks, depending on whether our own or the enemies conquer them. Μα δεν έχουν κακία και σέβονται το ράσο μας. But|not|have|malice|and|respect|the|robe|our But they have no malice and respect our robes.

— Και οι Βούλγαροι; ρώτησε ο Αλέξιος. And|the|Bulgarians|asked|the|Alexios — And the Bulgarians? asked Alexios.

— Στην αρχή είχαμε κάμποσο καιρό να υποφέρομε από τα χέρια τους. In the|beginning|we had|quite a bit of|time|to|suffer|from|the|hands|their — At first, we had quite a while to suffer at their hands. Μα λίγο-λίγο είδαν πως ζούμε μακριά από κάθε πολεμική ή πολιτική ενέργεια, αφιερωμένοι στα θρησκευτικά μας καθήκοντα. But|||they saw|that|we live|far|from|every|warlike|or|political|action|devoted|to the|religious|our|duties But little by little they saw that we live far from any military or political action, dedicated to our religious duties. Και τώρα δεν μας πειράζουν πια ούτε αυτοί. And|now|not|us|bother|anymore|nor|they And now they no longer bother us either.

— Να όμως που πήραν το γράμμα του πάτερ-Παφνούτιου, είπε η Θέκλα. Here|but|that|they took|the|letter|of|||said|the|Thekla — But look, they took Father Paphnutius's letter, said Thekla. Και ποιος ξέρει τι τον έκαμαν αυτόν! And|who|knows|what|him|did|this one And who knows what they did to him!

Ο ηγούμενος έμεινε λίγη ώρα συλλογισμένος. The|abbot|remained|little|hour|thoughtful The abbot remained thoughtful for a while.

— Το γράμμα του βέβαια δεν του το έκλεψαν οι χωρικοί, είπε. The|letter|his|of course|not|his|it|stole|the|villagers|he said — Of course, the villagers did not steal his letter, he said. «Κύριος οίδε» σε τι κακούργου χέρια έπεσε, και για ποιο σκοπό να του το πήραν! Lord|knows|in|what|wicked|hands|fell|and|for|what|purpose|to|him|it|took "The Lord knows" into what villainous hands it has fallen, and for what purpose they took it!

Κάθισαν αργά κουβεντιάζοντας, και ο Αλέξιος άκουε με προσοχή τις πληροφορίες που του έδινε ο ηγούμενος για τους κατοίκους. They sat|late|chatting|and|the|Alexios|listened|with|attention|the|information|that|to him|was giving|the|abbot|about|the|inhabitants They sat down slowly chatting, and Alexios listened attentively to the information the abbot was giving him about the inhabitants.

Όταν σηκώθηκαν για να πάνε να κοιμηθούν ο ηγούμενος είπε του Αλέξιου: When|they got up|to|to|go|to|sleep|the|abbot|said|to|Alexios When they got up to go to sleep, the abbot said to Alexios:

— Αύριο ξημερώματα θα είναι έτοιμα τ' άλογα σας και θα κατέβει ένας καλόγερος μαζί σας ως τη λίμνη. Tomorrow|morning|will|are|ready||horses|your|and|will|descend|a|monk|together|with you|to|the|lake — Tomorrow morning your horses will be ready and a monk will come down with you to the lake.

Εκεί θα σας συστήσει σ' ένα δικό μας παιδί που θα σας περάσει στην άλλη όχθη της Πρέσπας και θα σας οδηγήσει ίσια στη λίμνη της Αχρίδας και στη μονή του Όσιου Ναούμ. There|will|you|will introduce||one|our|us|child|who|will|you|will pass|to the|other|bank|of the|Prespa|and|will|you|will lead|straight|to the|lake|of the|Ohrid|and|to the|monastery|of the|Saint|Naum There he will introduce you to one of our boys who will take you across to the other side of Prespa and will lead you straight to the lake of Ohrid and to the monastery of Saint Naum. Από κει πάλι θα σας οδηγήσουν οι καλόγεροι. From|there|again|will|you|lead|the|monks From there, the monks will guide you. Θα σου δώσω ένα γράμμα για τον ηγούμενο. I will|to you|give|a|letter|for|the|abbot I will give you a letter for the abbot.

— Είναι κι εκείνοι οι καλόγεροι Έλληνες; ρώτησε ο Αλέξιος. Are|and|those|the|monks|Greeks|asked|the|Alexios — Are those monks Greeks too? Alexios asked.

— Βέβαια! — Of course! Η μονή αυτή χτίστηκε τον καιρό του Ιουστινιανού. The|monastery|this|was built|in the|time|of|Justinian This monastery was built during the time of Justinian. Είναι παλιά, βλέπεις, από τον ΣΤ' αιώνα, κι έμεινε πάντα ελληνική. It is|old|you see|from|the|16th|century|and|remained|always|Greek It is old, you see, from the 6th century, and it has always remained Greek. Εκεί θα φροντίσουν να σε παν με ασφάλεια στην αντικρινή όχθη χωρίς να σε μυριστούν από την Αχρίδα. There|will|take care|to|you|take|with|safety|to the|opposite|bank|without|to|you|smell|from|the|Ohrid There they will make sure to take you safely to the opposite bank without being detected from Ahrida.

Με πολλή συγκίνηση ευχαρίστησε ο Αλέξιος τον ηγούμενο και του ζήτησε τ' όνομα του για να τον θυμάται. With|much|emotion|thanked|the|Alexios|the|abbot|and|him|asked||name|his|in order to|to|him|remember With great emotion, Alexios thanked the abbot and asked for his name so he could remember him.

— Με λεν Ευθύμιο, αποκρίθηκε ο ηγούμενος, και η μονή είναι του Αγίου Γρηγορίου. My|name|Euthymios|replied|the|abbot|and|the|monastery|is|of|Saint|Gregory — They call me Euthymios, replied the abbot, and the monastery is of Saint Gregory.

Την άλλη μέρα, πολύ πρωί, οι καλόγεροι όλοι μαζεύτηκαν ν' αποχαιρετήσουν τους ξένους. The|next|day|very|morning|the|monks|all|gathered||bid farewell to|the|strangers The next day, very early, all the monks gathered to bid farewell to the strangers.

Ο ηγούμενος έβαλε ψωμί και τυρί μέσα σ' ένα πανεράκι με μερικά πορτοκάλια και τα έδωσε της Θέκλας. The|abbot|put|bread|and|cheese|inside||a|small basket|with|a few|oranges|and|them|gave|to|Thekla The abbot put bread and cheese in a small basket with some oranges and gave it to Thekla.

— Στο καλό, παιδί μου, και η Παναγία η Οδηγήτρια να σας φυλάγει σένα και τον αφέντη σου. to|well|child|my|and|the|Virgin Mary|the|Guide|to|you|protect|you|and|the|master|your — Safe travels, my child, and may the Virgin Mary the Guide protect you and your master.

Η Θέκλα και ο Αλέξιος φίλησαν το χέρι του ηγούμενου, αποχαιρέτησαν τους καλόγερους που τους ξεπροβόδισαν με χίλιες ευχές κι ευλογίες, καβαλίκεψαν τ' άλογα τους κι έφυγαν. The|Thekla|and|the|Alexios|kissed|the|hand|of the|abbot|said goodbye to|the|monks|who|them|saw off|with|a thousand|wishes|and|blessings|mounted||horses|them|and|left Thekla and Alexios kissed the abbot's hand, bid farewell to the monks who sent them off with a thousand wishes and blessings, mounted their horses, and left.

Ένα καλογεράκι καθισμένο σ' ένα μουλάρι, τους συνόδευε. A|little monk|sitting||a|mule|them|accompanied A little monk sitting on a mule accompanied them. Ήταν πολύ νέος κι είχε ζωηρό κι έξυπνο πρόσωπο. He was|very|young|and|he had|lively|and|smart|face He was very young and had a lively and intelligent face.

Πήραν τα μονοπάτια μέσ' από τα δέντρα και κουβέντιαζαν πηγαίνοντας. They took|the|paths||from|the|trees|and|they chatted|while walking They took the paths through the trees and chatted as they went.

— Πάτε στη Σκάμπα, άκουσα; ρώτησε το καλογεράκι. You go|to|Skamba|I heard|asked|the|little monk — Are you going to Skamba, I heard? asked the little monk.

— Ναι, πάω για τις δουλειές μου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Yes|I go|for|the|errands|my|replied|the|Alexios — Yes, I'm going for my errands, replied Alexios.

— Θα ήθελα μια χάρη να σου ζητήσω… άρχισε το καλογεράκι και σταμάτησε. I would|like|one|favor|to|you|ask|started|the|little monk|and|stopped — I would like to ask you a favor… began the little monk and stopped.

— Λέγε, τι μπορώ να κάνω για σένα; Θα το κάμω με μεγάλη ευχαρίστηση. Say, what can I do for you? I will do it with great pleasure.

— Ένα γράμμα θα ήθελα να σου έδινα για τη μητέρα μου. A|letter|would|like|to|you|I gave|for|the|mother|my — I would like to give you a letter for my mother. Το παίρνεις; |do you take Are you taking it?

— Ακούς λέει! You hear|it says — You hear what he says! Βέβαια το παίρνω. Of course|it|I take Of course I'm taking it. Πού είναι η μητέρα σου; Where|is|the|mother|your Where is your mother?

— Στη Σκάμπα. In the|Skamba — In Skamba.

— Πού θα τη ζητήσω; Where|will|her|ask — Where will I ask for it?

— Είναι πολύ εύκολο να τη βρεις. It is|very|easy|to|her|find — It's very easy to find. Ο πατέρας μου είναι δεσμοφύλακας εκεί. The|father|my|is|prison guard|there My father is a prison guard there.

Ο Αλέξιος ξαφνίστηκε. The|Alexios|was surprised Alexios was surprised.

— Σας νόμιζα όλους Έλληνες στη μονή του Αγίου Γρηγορίου, είπε. I|thought|all|Greeks|in the|monastery|of|Saint|Gregory|he said — I thought you were all Greeks at the Monastery of Saint Gregory, he said.

— Και είμαστε. And|we are — And we are. Ο πατέρας μου είναι Αρμένης, μα εγώ γεννήθηκα στο Δυρράχιο και η μητέρα μου είναι Ελληνίδα. The|father|my|is|Armenian|but|I|was born|in|Durrës|and|the|mother|my|is|Greek My father is Armenian, but I was born in Durrës and my mother is Greek. Άμα πήραν οι Βούλγαροι το Δυρράχιο ο πατέρας μου σαν όλους τους άλλους παραδέχθηκε τα πράματα όπως έρχονταν. When|took|the|Bulgarians|the|Durrës|my|father|my|like|all|the|others|accepted|the|things|as|they came When the Bulgarians took Durrës, my father, like everyone else, accepted things as they came. Ήταν ήσυχος άνθρωπος. He was|quiet|man He was a quiet man. Τον ήξεραν όλοι τίμιο και πως δεν ανακατώνονταν στις διαμάχες. Him|knew|everyone|honest|and|that|not|got involved|in the|disputes Everyone knew him as honest and that he did not get involved in disputes. Τον διόρισαν φύλακα στη φυλακή της Σκάμπας και πήγε κει. Him|appointed|guard|in the|prison|of|Skampas|and|he went|there He was appointed as a guard at the Skampas prison and went there. Μένει όμως στην καρδιά Έλληνας σαν τους περισσότερους Δυρραχιώτες, όσο και να μη μιλά. It remains|however|in the|heart|Greek|like|the|most|people from Durrës|as much|and|to|not|speaks However, he remains in the heart of Greeks like most of the Dyrrachians, no matter how little he speaks. Αν τους δώσεις το γράμμα μου, θα σε δεχθούν σα συγγενή τους οι γονείς μου, και δε θα ξέρουν με τι τρόπο να σ' ευχαριστήσουν. If|to them|you give|the|letter|my|will|you|accept|as|relative|their|the|parents|my|and|not|will|know|with|what|way|to||thank If you give them my letter, my parents will accept you as their relative, and they won't know how to thank you. Τόσο σπάνια έχουν νέα μου. So|rarely|they have|news|from me They have news from me so rarely. Και είμαι το μόνο τους παιδί. And|I am|the|only|their|child And I am their only child.

Ο Αλέξιος πήρε το γράμμα που του έδινε το καλογεράκι και το φύλαξε στον κόρφο του. The|Alexios|took|the|letter|that|to him|was giving|the|little monk|and|it|kept|in his|bosom|his Alexios took the letter that the little monk was giving him and kept it close to his chest.

— Πώς σε λένε; ρώτησε. How|you|call|asked — What is your name? he asked.

— Γρηγόρη. Gregory — Grigoris.

— Ελπίζω να βρω τη μητέρα σου και να της το δώσω, είπε ο Αλέξιος. I hope|to|find|the|mother|your|and|to|her|it|give|said|the|Alexios — I hope to find your mother and give it to her, said Alexios. Μα ίσως δεν μπορέσω αμέσως. But|maybe|not|I can|immediately But maybe I won't be able to right away.

— Δεν πειράζει, αποκρίθηκε το καλογεράκι. Not|bothers|replied|the|little monk — It's okay, replied the little monk. Όποταν σου τύχει της το δίνεις. Whenever it happens to you, you give it to her. Τη λένε Άννα και τον πατέρα μου τον λένε Παγράτη. Her|they call|Anna|and|the|father|my|him|they call|Pagratis Her name is Anna and my father's name is Pagratios. Αν τους ζητήσεις στη φυλακή θα τους βρεις αμέσως. If|them|ask|in the|prison|will|them|find|immediately If you ask for them in prison, you will find them immediately.

Κατέβηκαν στη λίμνη σ' ένα μοναχικό μέρος όπου χωριό δε φαίνουνταν. They descended|to the|lake||a|lonely|place|where|village|not|was seen They descended to the lake in a lonely place where no village could be seen. Εκεί τους περίμενε ένας νέος με τη βάρκα του. There|them|was waiting|a|young man|with|the|boat|his There, a young man was waiting for them with his boat.

Αποχαιρέτησαν το καλογεράκι και χωρίστηκαν. They said goodbye to|the|little monk|and|they parted They said goodbye to the little monk and parted ways.

— Κρίμα που δε θα μπορέσω να βαστάξω την υπόσχεση που του έκανα, είπε σιγά ο Αλέξιος της Θέκλας. It's a pity|that|not|will|I will be able|to|keep|the|promise|that|to him|I made|he said|quietly|the|Alexios|of|Thekla — It's a pity that I won't be able to keep the promise I made to him, said Alexios to Thekla softly. Και θα νομίζει για βέβαιο ο κακόμοιρος πως η μητέρα του θα πάρει το γράμμα του. And|will|thinks|for|certain|the|poor fellow|that|the|mother|his|will|take|the|letter|his And the poor man will surely think that his mother will receive his letter. Μα δεν μπορούσα να του πω πως δεν πηγαίνουμε στη Σκάμπα. But|not|could|to|to him|tell|that|not|we go|to|Skamba But I couldn't tell him that we are not going to Skampa.

— Φύλαξε το γράμμα του, αποκρίθηκε ο Θέκλα. He kept|the|letter|his|replied|the|Thekla — Keep his letter, Thekla replied. Ίσως από το Δυρράχιο βρούμε κανέναν ταξιδιώτη και του το δώσομε να το πάει. Perhaps|from|the|Durrës|we find|any|traveler|and|to him|it|we give|to|it|take it Maybe we will find a traveler from Durrës and give it to him to take.

Γοργά και σιωπηλά απομακρύνουνταν η βάρκα από την όχθη. Quickly|and|silently|were moving away|the|boat|from|the|shore Quickly and silently, the boat was moving away from the shore. Η Θέκλα κοίταζε μαγεμένη τη θέα που απλώνουνταν γύρω της, τη λίμνη, τα χωράφια, το ψηλό κατάφυτο βουνό και πίσω-πίσω το χιονοσκέπαστο Περιστέρι. The|Thekla|was looking|enchanted|the|view|that|was spreading|around|her|the|lake|the|fields|the|tall|lush|mountain|and|||the|snow-covered|Peristeri Thekla was gazing enchanted at the view that spread around her, the lake, the fields, the tall lush mountain, and far behind, the snow-covered Peristeri.

— Τι όμορφος τόπος… είπε συλλογισμένα. What a beautiful place... he said thoughtfully. Τι κρίμα που τον κρατούν οι βάρβαροι… Κοίταξε, Αλέξιε, πώς φαίνονται οι πέτρες μέσα στο νερό. What a pity that it is held by the barbarians... Look, Alexios, how the stones look in the water. Κι εκεί πίσω μας, το σκοτεινό δάσος που λες και… Μα τι είναι αυτό το μαύρο πράμα που σαλεύει ανάμεσα στα δέντρα; And|there|behind|us|the|dark|forest|that|you say|and|But|what|is|this|the|black|thing|that|moves|between|in the|trees And back there, the dark forest you mentioned... But what is that black thing moving among the trees?

Ο Αλέξιος κοίταξε πίσω του με προσοχή. The|Alexios|looked|behind|him|with|attention Alexios looked back carefully.

— Είναι ράσο… είπε. It is|robe|he said — It's a robe... he said. Θα είναι το καλογεράκι που γύρισε να μας χαιρετήσει. will|be|the|little priest|who|turned|to|us|greet It will be the monk who turned to greet us.

Και σήκωσε το χέρι του να κάμει νόημα του καλόγερου. And|raised|the|hand|his|to|make|gesture|of the|monk And he raised his hand to signal the monk.

Μα κανένας δεν του αποκρίθηκε. But|nobody|not|to him|answered But no one responded to him. Απεναντίας του φάνηκε πως, καθώς χαιρέτησε με το χέρι, το μαύρο ράσο κρύφθηκε πίσω από τα δέντρα και χάθηκε. On the contrary|to him|seemed|that|as|he waved|with|the|hand|the|black|robe|hid|behind|from|the|trees|and|disappeared On the contrary, it seemed to him that, as he waved with his hand, the black robe disappeared behind the trees and vanished.

— Περίεργο… μουρμούρισε ο Αλέξιος. Strange|murmured|the|Alexios — Strange… murmured Alexios.

Η Θέκλα ίσκιωσε τα μάτια της με το χέρι για να δει καλύτερα. The|Thekla|shaded|her|eyes|her|with|the|hand|to|(particle for subjunctive)|see|better Thekla shaded her eyes with her hand to see better.

— Δεν ήταν το καλογεράκι, είπε. Not|was|the|little monk|he said — It wasn't the little monk, she said. Τον βλέπω που γυρίζει τον ανήφορο, στις κορδέλες που παν στο μοναστήρι, και είναι καβάλα στο μουλάρι του. Him|I see|as|he turns|the|uphill|in the|ribbons|that|go|to the|monastery|and|he is|riding|on the|mule|his I see him turning up the hill, on the ribbons that go to the monastery, and he is riding his mule. Ποιος λοιπόν θα βρισκόταν κάτω στην όχθη; Who|then|would|be found|down|on the|bank So who would be down by the bank?

— Κανένας άλλος καλόγερος θα ήταν, αποκρίθηκε ξένοιαστα ο Αλέξιος. No one|other|monk|would|be|replied|carefreely|the|Alexios — It would be no other monk, Alexios replied carefreely. Άλλωστε μπορεί να είναι και από άλλο μοναστήρι. Besides|it may|to|be|also|from|another|monastery After all, it could be from another monastery. Έχει πολλά εδώ γύρω. It has|many|here|around There are many around here.

Κι εξακολούθησαν να κουβεντιάζουν χωρίς να δώσουν περισσότερη προσοχή στο περιστατικό αυτό. And|continued|to|chat|without|to|give|more|attention|to the|incident|this And they continued to chat without paying more attention to this incident.

Ο βαρκάρης τούς πέρασε στην απέναντι όχθη της Πρέσπας, κι εκεί έκρυψε τη βάρκα του μέσα σ' έναν καλαμιώνα. The|boatman|them|ferried|to the|opposite|bank|of|Prespa|and|there|hid|the|boat|his|inside||a|reed bed The boatman took them to the opposite bank of Prespa, and there he hid his boat in a reed bed.

Θα σας συνοδέψω ως το μονοπάτι του Όσιου Ναούμ τους είπε. I will|you|accompany|to|the|path|of|Saintly|Nahum|them|he said I will accompany you to the path of Saint Naum, he told them. Ξέρω ένα μονοπάτι που ανεβαίνει από το Πέτρινο και κόβει πολύ δρόμο περνώντας μακριά από την Αχρίδα. I know|a|path|that|ascends|from|the|Petrino|and|cuts|a lot|distance|passing|far|from|the|Achrida I know a path that goes up from the Stone and cuts a lot of distance passing far from Lake Ohrid.

Ο Αλέξιος γύρισε και τον κοίταξε. The|Alexios|turned|and|him|looked Alexios turned and looked at him. Άραγε ήξερε τίποτα ο νέος αυτός οδηγός απ' όσα είχε νιώσει ο ηγούμενος του Αγίου Γρηγορίου; Και ο νέος κοίταξε τον Αλέξιο και χαμογέλασε. I wonder|knew|anything|the|young|this|driver||all that|had|felt|the|abbot|of|Saint|Gregory|And|the|young|looked|at the|Alexios|and|smiled Did this young guide know anything about what the abbot of Saint Gregory had felt? And the young man looked at Alexios and smiled.

— Έννοια σου, του είπε σιγά. meaning|your|to him|he said|quietly — Don't worry, he said softly. Έλληνας είμαι κι εγώ. Greek|I am|and|I I am Greek too. Και σαν εμένα είναι πολλοί ακόμα εδώ, που θυμούμαστε άλλους καιρούς… Μα δε μιλούμε ώσπου να έλθει η ώρα. And|like|me|are|many|still|here|who|remember|other|times|But|not|we speak|until|to|comes|the|time And like me, there are many others here who remember other times... But we do not speak until the time comes.

— Πώς σε λένε; ρώτησε ο Αλέξιος. How|you|call|asked|the|Alexios — What is your name? asked Alexios.

Η έντονη όσο και συλλογισμένη έκφραση του νέου τον τάραξε. The|intense|as|well|thoughtful|expression|of|young man|him|disturbed The intense yet thoughtful expression of the young man unsettled him.

— Με λεν Νικήτα, αποκρίθηκε ο νέος. My|name|Nikita|replied|the|young man — They call me Nikitas, replied the young man.

— Και το παράνομα σου; And|the|illegal|your — And your illegal name?

— Όλοι με λεν ο Νικήτας ο Βαρκάρης. Everyone|me|calls|the|Nikitas|the|Barka — Everyone calls me Nikitas the Boatman. Πες πως αυτό είναι το παράνομα μου, δεν ξέρω να έχω άλλο. Say|that|this|is|the|illegal|my|not|I know|to|have|another Say that this is my illegal activity, I don't know how to have another.

Ο Αλέξιος δεν επέμεινε. The|Alexios|did not|insist Alexios did not insist. Και πήραν από τα βουνά. And|they took|from|the|mountains And they took from the mountains.

Κατά το μεσημέρι έφθασαν στη μονή του Όσιου Ναούμ κι εκεί, αφού τους σύστησε στους καλόγερους και τους εξήγησε πως πήγαιναν στη Σκάμπα, ο νέος βαρκάρης τους αποχαιρέτησε. At|the|noon|they arrived|at|monastery|of|Saint|Naum|and|there|after|them|introduced|to the|monks|and|them|explained|that|they were going|to|Skamba|the|young|boatman|them|bid farewell Around noon they arrived at the monastery of Saint Naum and there, after introducing them to the monks and explaining that they were going to Skamba, the young boatman said goodbye to them.

Ο Αλέξιος θέλησε να του προσφέρει ένα νόμισμα, μα ο Νικήτας αρνήθηκε. The|Alexios|wanted|to|him|offer|one|coin|but|The|Nikitas|refused Alexios wanted to offer him a coin, but Nikitas refused.

Είσαι Έλληνας, είπε, κι εγώ είμαι Έλληνας. You are|Greek|he said|and|I|am|Greek You are Greek, he said, and I am Greek. Τιμή μου αν μπορώ να σου φανώ χρήσιμος. Honor|my|if|I can|to|you|appear|useful It is my honor if I can be of help to you.

Ο Αλέξιος έσφιξε το χέρι του. The|Alexios|squeezed|the|hand|his Alexios shook his hand.

— Δε θα σε ξεχάσω, Νικήτα, είπε. Not|will|you|forget|Nikita|said — I will not forget you, Nikitas, he said.

— Ούτ' εγώ άρχοντα μου, αποκρίθηκε ο Νικήτας. |I|my lord|my|replied|the|Nikitas "Not even I, my lord," Nikitas replied.

Και αν ποτέ χρειαστείς κανέναν που να το λέει η καρδιά του, θυμήσου με. And|if|ever|you need|anyone|who|to|it|says|the|heart|his|remember|me "And if you ever need someone who speaks from the heart, remember me." Θα με βρεις εδώ. You will|me|find|here "You will find me here."

Στη μονή του Όσιου Ναούμ δε θέλησε ο Αλέξιος να μείνει με τη Θέκλα. At the|monastery|of|Saint|Nahum|not|wanted|the|Alexios|to|stay|with|the|Thekla Alexios did not want to stay with Thekla at the monastery of Saint Naum. Οι καλόγεροι τους έδωσαν μόνο να φαν, και πάλι τους έστειλαν μ' ένα δικό τους ως την απέναντι όχθη της Αχρίδας, στη μονή του Προφήτη Ηλία, χτισμένη στο βουνό απάνω. The|monks|them|gave|only|to|eat|and|again|them|sent||one|their|own|to|the|opposite|bank|of|Ohrid|at|monastery|of|Prophet|Elijah|built|on the|mountain|above The monks only gave them something to eat, and then sent them off with one of their own to the opposite bank of Lake Ohrid, to the monastery of the Prophet Elijah, built on the mountain above.

Εκεί τους φιλοξένησαν οι καλόγεροι, τους έδωσαν να φαν και τους σύστησαν να μείνουν τη νύχτα και να ξεκινήσουν μόνο την άλλη μέρα το πρωί. There|them|hosted|the|monks|them|gave|to|eat|and|them|suggested|to|stay|the|night|and|to|start|only|the|next|day|the|morning There the monks hosted them, gave them something to eat, and suggested that they stay the night and start only the next morning.

Όσο έτρωγαν, ο Αλέξιος ρώτησε τον ηγούμενο αν είχε περάσει από τη μονή του κανένας καλόγερος που λέγουνταν Παφνούτιος και που ήρχουνταν από την Άγια Λαύρα. As|they were eating|the|Alexios|asked|the|abbot|if|had|passed|from|the|monastery|his|any|monk|who|was called|Paphnutius|and|who|was coming|from|the|Holy|Lavra While they were eating, Alexios asked the abbot if any monk named Paphnutius had passed through his monastery, who was coming from the Holy Lavra.

— Βέβαια, πέρασε από δω, κοντεύει μήνας, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Of course|passed|by|here|is nearing|month|replied|the|abbot — Of course, he passed by here, it's been almost a month, the abbot replied. Τι άγιος άνθρωπος! what|holy|man What a holy man! Τον γνωρίζεις; Him|do you know Do you know him?

— Όχι προσωπικά, είπε ο Αλέξιος. No|personally|said|the|Alexios — Not personally, Alexios said. Άκουσα όμως γι' αυτόν. I heard|but||him But I heard about him. Ήταν γέρος; Was|old man Was he old?

— Ναι! — Yes! Κι έχει μια μεγάλη άσπρη γενειάδα που κάνει εντύπωση, του σκεπάζει όλο το στήθος. And|he has|a|big|white|beard|that|makes|impression|his|covers|all|the|chest And he has a big white beard that is impressive, it covers his whole chest. Του είχε δώσει ένα γράμμα ο ηγούμενος της Λαύρας που τον εσύστηνε σε όλες τις μονές όπου θα πήγαινε, και γενικά σε όλους τους ορθοδόξους. To him|had|given|a|letter|the|abbot|of the|Lavra|that|him|introduced|to|all|the|monasteries|where|would|go|and|generally|to|all|the|Orthodox He had been given a letter by the abbot of Lavra introducing him to all the monasteries he would visit, and generally to all Orthodox.

— Πού πήγαινε τώρα τελευταία; ρώτησε πάλι ο Αλέξιος. Where|was going|lately|recently|asked|again|the|Alexios — Where had he been going lately? Alexios asked again.

— Στη μονή του Όσιου Λουκά, στη Φωκίδα. At the|monastery|of|Saint|Luke|in|Phocis — To the monastery of Saint Luke, in Phocis.

Ο Αλέξιος βεβαιώθηκε πια πως ο καλόγερος που είχαν απαντήσει δεν ήταν ό,τι φαίνουνταν. The|Alexios|was assured|now|that|the|monk|who|they had|answered|not|was|what| Alexios was now convinced that the monk they had encountered was not what he seemed.

Και θυμήθηκε ο Αλέξιος τα λόγια του εκατόνταρχου. And|remembered|the|Alexios|the|words|of the|centurion And Alexios remembered the words of the centurion.

Γυρεύουμε έναν κατάσκοπο Βούλγαρο, μα κρύβεται τόσο καλά… We are looking for|a|spy|Bulgarian|but|he hides|so|well We are looking for a Bulgarian spy, but he hides so well…

— Άραγε να ‘ταν αυτός; I wonder|to||he — Could it be him?

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, όταν ο Αλέξιος και η Θέκλα θέλησαν να φύγουν, ο ηγούμενος τους ρώτησε αν ξέρουν το δρόμο από πάνω από το βουνό. The|next|day|||when|the|Alexios|and|the|Thekla|wanted|to|leave|the|abbot|them|asked|if|they know|the|road|from|over|from|the|mountain The next day early in the morning, when Alexios and Thekla wanted to leave, the abbot asked them if they knew the way over the mountain.

— Όχι, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. No|replied|the|Alexios — No, replied Alexios. Αν όμως τραβήξω ίσια κατά τη δύση δεν θα φτάσω στη Σκάμπα; If|however|I pull|straight|towards|the|west|not|will|I reach|to the|Skampa But if I head straight west, won't I reach Skamba?

— Όχι, δεν πρέπει να τραβήξεις ίσια κατά τη δύση, και το βουνό είναι δύσκολο. No|not|should|to|pull|straight|towards|the|west|and|the|mountain|is|difficult — No, you shouldn't go straight towards the west, and the mountain is difficult. Καλύτερα να πάρεις έναν οδηγό μαζί σου. Better|to|take|a|guide|with|you It's better to take a guide with you. Και είσαι τυχερός. And|you are|lucky And you are lucky. Τη νύχτα ίσα-ίσα παρουσιάστηκε δω ένας τσοπάνης που πηγαίνει και αυτός στη Σκάμπα και που ξέρει, λέει, κάθε μονοπάτι του βουνού. The|night|||appeared|here|a|shepherd|who|goes|and|he|to|Skampa|and|who|knows|he says|every|path|of the|mountain Last night, a shepherd just happened to show up here who is also going to Skampa and who knows, he says, every path of the mountain. Του πρότεινα να σας οδηγήσει και δέχθηκε μ' ευχαρίστηση, με την ελπίδα πως θα του δώσεις κανένα μιλιαρέσι. to him|I suggested|to|you|drive|and|he accepted||pleasure|with|the|hope|that|will|to him|you give|any|tip I suggested that he guide you and he gladly accepted, hoping that you would give him a little tip. Νομίζω καλό να τον πάρεις. I think|good|to|him|take I think it's good to take him.

Ο Αλέξιος δέχθηκε την πρόταση του ηγούμενου. The|Alexios|accepted|the|proposal|of the|abbot Alexios accepted the proposal of the abbot. Η ιδέα να χάσει πάλι το δρόμο του πάνω στα βουνά τον φόβιζε. The|idea|to|lose|again|his|way|him|over|in the|mountains|him|frightened The idea of losing his way again in the mountains frightened him. Δεν είχε ξεχάσει τους λύκους που είχαν φάει τ' άλογα τους, και ο ηγούμενος του είχε πει πως δε θ' απαντήσει πια άλλο μοναστήρι στο δρόμο του. Not|had|forgotten|the|wolves|who|had|eaten||horses|their|and|the|abbot|to him|had|told|that|not||answer|anymore|another|monastery|on the|road|his He had not forgotten the wolves that had eaten their horses, and the abbot had told him that no other monastery would answer him on his way.

Έφυγαν λοιπόν οι τρεις μαζί, ο Αλέξιος και η Θέκλα στ' άλογα τους και ο τσοπάνης σ' ένα γαϊδούρι που του έδωσαν οι καλόγεροι του Προφήτη Ηλία. They left|then|the|three|together|the|Alexios|and|the|Thekla||horses|their|and|the|shepherd||a|donkey|that|to him|gave|the|monks|of the|Prophet|Elias So the three of them left together, Alexios and Thekla on their horses and the shepherd on a donkey given to him by the monks of Prophet Elijah.

Πηγαίνοντας κοίταζε η Θέκλα με περιέργεια τον τσοπάνη. Going|was looking|the|Thekla|with|curiosity|the|shepherd As she walked, Thekla looked at the shepherd with curiosity. Φορούσε μια μεγάλη προβιά που σκέπαζε το σώμα του ως τα γόνατα. He wore|a|large|cloak|that|covered|the|body|his|up to|the|knees He wore a large cloak that covered his body down to his knees. Το πρόσωπο του ήταν τόσο βρώμικο που σχεδόν δε διακρίνουνταν τα χαρακτηριστικά του. The|face|his|was|so|dirty|that|almost|not|could be distinguished|the|features|his His face was so dirty that his features were almost indistinguishable. Τα μαλλιά του ήταν κατακόκκινα, βρώμικα και ακατάστατα, και είχε δέσει ένα μαντήλι γύρω στο κεφάλι του, με τρόπο που το ένα του μάτι ήταν κρυμμένο. The|hair|his|were|bright red|dirty|and|messy|and|he had|tied|a|scarf|around|his|head|his|in|a way|that|the|one|his|eye|was|hidden His hair was bright red, dirty, and messy, and he had tied a scarf around his head in such a way that one of his eyes was hidden.

— Τι περίεργος άνθρωπος! what|strange|man — What a strange man! είπε η Θέκλα σιγά-σιγά στον άντρα της. said|the|Thekla|||to the|husband|her Thekla said slowly to her husband. Και όμως γυρεύω να θυμηθώ πού τον ξαναείδα. And|yet|I try|to|remember|where|him|I saw again And yet I am trying to remember where I saw him again.

Ο Αλέξιος τον κοίταξε με προσοχή εκεί που πήγαινε μπροστά τους. The|Alexios|him|looked|with|attention|there|where|was going|in front|them Alexios looked at him carefully as he walked in front of them.

— Δε μου φαίνεται να τον απαντήσαμε ποτέ, της αποκρίθηκε. Not|to me|seems|to|him|we answered|ever|to her|he replied "I don't think we ever met him," he replied to her. Θα θυμόμαστε τα κόκκινα μαλλιά του, που είναι αρκετά περίεργα ώστε να μην τα ξεχάσομε. We will|remember|the|red|hair|his|that|are|quite|strange|so that|to|not|them|forget We will remember his red hair, which is strange enough that we won't forget it. Κοίταξε, θαρρείς πως είναι προβιά αρνίσια. Look|you think|that|it is|fleece|lamb Look, you would think it's a lamb's fleece.

Η Θέκλα γέλασε. The|Thekla|laughed Thekla laughed.

— Καλά λες! Good|you say — You're right! Δύσκολα βρίσκει κανείς άλλον τόσο άσχημο άνθρωπο! Hardly|finds|anyone|another|so|ugly|person It's hard to find anyone else so ugly! Και τι βρώμικος που είναι! And|how|dirty|that|he is And how dirty he is!

— Ναι!… θα έλεγες πως πασαλείφτηκε επίτηδες, είπε συλλογισμένος ο Αλέξιος. Yes|will|you would say|that|was smeared|intentionally|he said|thoughtful|the|Alexios — Yes!… you would say he was smeared on purpose, said Alexios thoughtfully.

— Επίτηδες; On purpose — On purpose?

— Ναι!… δε μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος, πρόσεχε τον… Θα τον ξεφορτωθώ όσο μπορώ γρηγορότερα. Yes|not||like|this|the|man|be careful of|him|I will|him|get rid of|as much as|I can|faster — Yes!… I don't like this man, watch him… I will get rid of him as quickly as I can.

Κατά το μεσημέρι, είδαν από μακριά ένα χωριό στη ρίζα του βουνού. At|the|noon|they saw|from|afar|a|village|at the|base|of the|mountain Around noon, they saw a village from afar at the foot of the mountain.

Ο Αλέξιος γύρευε τρόπο να διώξει τον οδηγό του. The|Alexios|was seeking|way|to|drive away|the|driver|his Alexios was looking for a way to get rid of his guide. Σκέφθηκε να κατέβει ως το χωριό και να πει του τσοπάνη πως θα περνούσ' εκεί τη νύχτα. He thought|to|descend|to|the|village|and|to||the|shepherd|that|would|would pass|there|the|night He thought to go down to the village and tell the shepherd that he would spend the night there. Μα ο τσοπάνης τον πρόλαβε. But|the|shepherd|him|caught up But the shepherd caught him first.

— Άλλαξα γνώμη, είπε, δε θα πάω ως τη Σκάμπα. I changed|mind|he said|not|will|I go|as far as|to|Skamba — I changed my mind, he said, I will not go to Skamba. Το χωριό μου είναι δω και θα κατέβω. The|village|my|is|here|and|will|descend My village is here and I will go down. Πλήρωσε μου τον κόπο μου. Pay|me|the|effort|my Pay me for my trouble. Δεν πάω παραπέρα. I do not|go|further I won't go any further.

Σ' άλλη περίσταση ο Αλέξιος θα σπούσε το ραβδί του στην πλάτη του χωριάτη. |another|circumstance|the|Alexios|would|hit|the|stick|his|on the|back|of the|villager On another occasion, Alexios would have broken his staff on the peasant's back. Επειδή όμως ήθελε να τον ξεφορτωθεί, τον πλήρωσε και τον έστειλε στο καλό. Because|however|wanted|to|him|get rid of|him|paid|and|him|sent|to the|good But since he wanted to get rid of him, he paid him off and sent him on his way.

— Και τώρα; ρώτησε η Θέκλα, σαν τον είδε να χάνεται μες στα δέντρα. And|now|asked|the|Thekla|as|him|saw|to|disappear|within|in the|trees — And now? Thekla asked, as she saw him disappearing among the trees. Τι θα κάνομε ‘μείς; What|will|| What will we do?

— Θα προσέξομε να μη χωθούμε πολύ βαθιά στο δάσος, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. We will|pay attention|to|not|get lost|too|deep|in the|forest|replied|the|Alexios — We will be careful not to go too deep into the forest, replied Alexios. Ακολουθώντας τούτο το μονοπάτι βλέπομε από μακριά το μεγάλο δρόμο και το ποτάμι, κι αυτά θα μας οδηγήσουν ως τη Σκάμπα. Following|this|the|path|we see|from|far|the|big|road|and|the|river|and|these|will|us|lead|to|the|Skampa Following this path, we can see the main road and the river from afar, and these will lead us to Skampa. Προτιμώ όμως να κοιμηθούμε σε κανένα χωριουδάκι και να μην πάμε στη Σκάμπα, όπως το είχαμε πει του οδηγού. I prefer|however|to|sleep|in|any|little village|and|to|not|we go|to the|Skampa|as|it|we had|told|to the|driver However, I prefer to sleep in a small village and not go to Skampa, as we had told the guide. Τον υποψιάζομαι το βρώμικο αυτόν τσοπάνη πως είχε λόγους να δείχνεται άλλος από κείνο που είναι. I|suspect|the|dirty|this|shepherd|that|had|reasons|to|appear|different|from|that|who|is I suspect this dirty shepherd has reasons to appear different from what he is.

— Τι υποψιάζεσαι; What|do you suspect — What do you suspect?

— Τίποτα ορισμένο. Nothing|defined — Nothing definite. Μα η βρώμα του δεν ήταν φυσική, ούτε το χρώμα των μαλλιών του. But|the|smell|his|not|was|natural|nor|the|color|of the|hair|his But his smell was not natural, nor was the color of his hair. Και προπάντων το μαντίλι που του έκρυβε το μισό πρόσωπο μου δίνει υποψίες… Και συλλογίζομαι αυτό που μου είπες εσύ, πως σου φαίνεται σα να τον ξαναείδες. And|above all|the|scarf|that|him|was hiding|the|half|face|to me|gives|suspicions|And|I reflect|this|that|to me|you told|you|that|to you|seems|as|to|him|saw again And above all, the scarf that covered half of his face gives me suspicions... And I reflect on what you told me, that it seems to you like you saw him again. Δεν μπορείς να θυμηθείς πού τον είδες; Not|you can|to|remember|where|him|you saw Can't you remember where you saw him?

Η Θέκλα έμεινε λίγη ώρα συλλογισμένη. The|Thekla|remained|little|hour|thoughtful Thekla remained thoughtful for a while.

— Όχι! No — No! αποκρίθηκε, δε θυμούμαι. he/she answered|not|I remember he replied, I don't remember. Μα οι κινήσεις του μου φαίνουνταν γνωστές. But|the|movements|his|to me||familiar But his movements seemed familiar to me.

— Γι' αυτό καλύτερα να μην πάμε στη Σκάμπα, όπως το αναγγείλαμε. |this|better|to|not|we go|to the|Skamba|as|it|we announced — That's why it's better not to go to Skamba, as we announced. Κοιμόμαστε απόψε όπου μας τύχει και αύριο ξεκινούμε για το Δυρράχιο. We sleep|tonight|wherever|us|happens|and|tomorrow|we start|for|the|Durrës We'll sleep wherever we end up tonight and tomorrow we start for Durrës. Αχ! Ah! Πώς θα ήθελα να ήμαστε φτασμένοι… How|would|like|to|we were|successful How I wish we were there...

Κάθισαν στα χόρτα κι έφαγαν όσο ξεκουράζουνταν τα άλογα τους. They sat|on the|grass|and|they ate|as long as|rested|the|horses|their They sat in the grass and ate while their horses rested. Ύστερα καβαλίκεψαν πάλι κι εξακολούθησαν το δρόμο τους χωρίς ν' αφήσουν το σκεπό μονοπάτι που ακολουθούσε την πλαγιά του βουνού. Then|they mounted|again|and|they continued|the|road|their|without||leave|the|shadow|path|that|followed|the|slope|of|mountain Then they mounted again and continued on their way without leaving the narrow path that followed the slope of the mountain.

Νωρίς το απόγεμα φάνηκε από μακριά η Σκάμπα. Early|the|afternoon|appeared|from|afar|the|Skamba Early in the afternoon, Skampa appeared from afar.

Την άφησαν δεξιά κι εξακολούθησαν το δρόμο τους. They|left|right|and|continued|the|road|their They left her on the right and continued on their way.

Όταν σκοτείνιασε, ο Αλέξιος πρότεινε της γυναίκας του να περάσουν τη νύχτα εκεί που ήταν, γιατί κανένα χωριό δε φαίνουνταν στη γειτονιά, και ο Αλέξιος δεν ήθελε να κατέβουν στο στρατιωτικό δρόμο. When|darkened|the|Alexios|suggested|to the|wife|his|to|spend|the|night|there|where|they were|because|no|village|not||in the|neighborhood|and|the|Alexios|not|wanted|to|descend|on the|military|road When it got dark, Alexios suggested to his wife that they spend the night where they were, because no village was visible in the vicinity, and Alexios did not want to go down to the military road.

Έδεσαν τ' άλογα τους σ' ένα μέρος όπου τα δέντρα ήταν πολύ πυκνά, για να μην τα βρει κανένας περαστικός. They tied||horses|their||one|place|where|the|trees|were|very|dense|so that|to|not|them|find|any|passerby They tied their horses in a place where the trees were very dense, so that no passerby would find them. Ύστερα ζήτησαν για τον εαυτό τους κανένα σκεπό μέρος, είτε σε καμιά κουφάλα δέντρου είτε σε κανένα βράχο. Then|they asked|for|the|themselves|their|no|sheltered|place|either|in|no|hollow|of tree|either|in|no|rock Then they looked for a sheltered place for themselves, either in a hollow of a tree or under a rock.