×

Ми використовуємо файли cookie, щоб зробити LingQ кращим. Відвідавши сайт, Ви погоджуєтесь з нашими правилами обробки файлів «cookie».


image

Εγκλημα και τιμωρία (Μερος 1ο), ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ο Ρασκόλνικωφ δεν ήτανε συνηθισμένος να βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος και, καθώς είπαμε, απέφευγε να κάνει παρέα με τους ανθρώπους, - ιδίως τον τελευταίο καιρό.

Τώρα όμως κάτι τον τραβούσε ξαφνικά προς τους ανθρώπους. Κάποια αλλαγή φαινότανε να 'γίνε μέσα του. Ταυτόχρονα ένιωθε μια πυρετώδη λαχτάρα να ξανασυνδεθεί με τους άλλους. Τούτος ο οδυνηρός μήνας, που τον πέρασε απομονωμένος μέσα σε μια νοσηρή υπερδιέγερση, τον κατέβαλε τόσο πολύ, ώστε αποζητούσε τώρα ν' αναπνεύσει σ' έναν καινούργιο κόσμο, οποιονδήποτε, έστω και για μια μόνο στιγμή. Γι' αυτό μ' αληθινή ευχαρίστηση καθυστερούσε τώρα σε τούτο το βρωμομάγαζο, μ' όλη τη βρωμιά που είχε αυτό το περιβάλλον. Ο καταστηματάρχης βρισκότανε στο διπλανό δωμάτιο, παρουσιαζότανε όμως πολύ συχνά στην κύρια αίθουσα.

Για να 'ρθει εδώ μέσα, έπρεπε να κατεβεί κάμποσα σκαλιά. Έβλεπες πρώτα-πρώτα τις καλογυαλισμένες μπότες του με τα πλατειά, κόκκινα, ρεβέρια. Φορούσε ένα σακάκι χωριάτικο, χωρίς μανίκια, γιλέκο μαύρο από σατέν, φοβερά λιγδιασμένο, χωρίς γραβάτα, κι όλο του το μούτρο γυάλιζε σα λαδωμένος συρτής. Πίσω απ' τον πάγκο, στεκότανε ένα παιδί που θα 'τανε δεκατεσσάρων χρονών. Ένα άλλο, μικρότερο, σερβίριζε τους πελάτες. Στη μόστρα, υπήρχαν στρογγυλά κομματάκια αγγούρι, παξιμάδια και ψάρι κομμένο σε μικρές-μικρές φέτες. Όλα αυτά βρωμοκοπάγανε φριχτά. Ήτανε τόσο αποπνιχτική η ατμόσφαιρα, κι είχανε τόσο ποτιστεί τα πάντα απ' τη μυρουδιά του κρασιού, που είχες την εντύπωση ότι τον αέρα μόνο ν' ανάσαινες, θα γινόσουν τύφλα στο μεθύσι μέσα σε πέντε λεφτά. Μερικές φορές, τυχαίνει να συναντήσουμε ανθρώπους, ολότελα άγνωστους μας, που αρχίζουν, έτσι άξαφνα, να μας ενδιαφέρουν, αμέσως μόλις τους πρωτοδούμε και μάλιστα πριν ακόμα ανταλλάξουμε λέξη μαζί τους.

Αυτήν ακριβώς την εντύπωση έκανε στον Ρασκόλνικωφ εκείνος που καθότανε παράμερα κι έμοιαζε με συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο. Αργότερα, θυμήθηκε πολλές φορές αυτή την πρώτη συνάντηση που την απέδιδε σ' ένα είδος προαισθήματος. Δεν άφηνε από τα μάτια του τον υπάλληλο - σίγουρα γιατί και κείνος τον κοίταζε επίμονα και φαινότανε πως το 'θελε πάρα πολύ ν' ανοίξει κουβέντα μαζί του.

Τους άλλους, όμως, που βρίσκονταν στην ταβέρνα, όπως επίσης και τον ταβερνιάρη, ο υπάλληλος τους κοίταζε με το συνηθισμένο του τρόπο με κάποια πλήξη και μ' ένα είδος περιφρονητικής ακαταδεξίας, σαν ανθρώπους που βρίσκονται πολύ πιο κάτω απ' αυτόν, τόσο στην κοινωνική θέση, όσο και στη μόρφωση. Έτσι, δε νόμιζε πως είχε καμμιά υποχρέωση να τους απευθύνει το λόγο. Ήτανε ένας άνθρωπος που θα είχε περάσει τα πενήντα, με ανάστημα μέτριο, γεροδεμένος, με αραιά γκρίζα μαλλιά στο γυμνό του κεφάλι.

Το αλκοολικό, φουσκωμένο πρόσωπο του ήτανε κίτρινο ή μάλλον πρασινωπό, και τα μικρά ματάκια του γυάλιζαν, κοκκινωπά, αλλά γεμάτα ζωηρότητα, κάτω απ' τα πρησμένα βλέφαρα του. Ωστόσο, εντελώς ιδιαίτερη εντύπωση σου 'κάνε το βλέμμα του, που φλογιζότανε από ένα είδος ενθουσιασμού. Ίσως να 'χε και μυαλό και εξυπνάδα, αλλά από μερικές απότομες εκλάμψεις, διέκρινες στα μάτια του κάτι που μπορούσε μια χαρά να είναι και τρέλλα. Φορούσε μια παλιά μαύρη ρεντικότα, ξεκουρελιασμένη, με τα κουμπιά κομμένα.

Μονάχα ένα κουμπί ψευτοστεκότανε ακόμα. Είχε κουμπωθεί μ' αυτό σίγουρα, γιατί ήθελε να είναι μέσα στα όρια της ευπρέπειας. Κάτω απ' το γιλέκο του, φαινόταν μια χιλιοτσαλακωμένη κολλαρίνα, λιγδιασμένη και μουσκεμένη απ' το πιοτό. Ξυριζότανε σαν καλός δημόσιος υπάλληλος, αλλά, κατά πως φαίνεται, είχε ξυριστεί για τελευταία φορά πριν από πολύν καιρό, γιατί τα μάγουλα και το σαγόνι του ήτανε σκεπασμένα τώρα από γκρίζα και σκληρά γένια.

Οι κινήσεις του και οι τρόποι του είχανε τη σφραγίδα της γραφειοκρατικής επισημότητας. Ωστόσο, φαινότανε ανήσυχος. Ανασκάλευε τα μαλλιά του και από καιρό σε καιρό έσφιγγε με απελπισία το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια, ακουμπώντας τους τρύπιους αγκώνες του πάνω στο λιγδιασμένο και μουσκεμένο τραπεζάκι. Στο τέλος, κοιτάζοντας επίμονα τον Ρασκόλνικωφ, του είπε δυνατά και σταθερά: "Θα ήμην, κύριε, πολύ τολμηρός αν σας απηύθυναν τον λόγον δια μίαν αξιοπρεπή συζήτησιν; Διότι, μολονότι η εμφάνιση σας είναι απέριττος, εγώ, λόγω της πείρας μου, βλέπω σε σας έναν άνθρωπον με καλήν μόρφωσιν, όχι συνηθισμένον να πίνει. Εγώ πάντοτε σέβομαι την μόρφωσιν, όταν αύτη συνοδεύεται από αισθήματα καλά.

«Άλλωστε, φέρω τον τίτλον του συμβούλου.

Μαρμελάντωφ - αυτό είναι τ' όνομα μου- επίτιμος σύμβουλος. Μου επιτρέπετε να σας ερωτήσω αν είσαστε υπάλληλος;». "Όχι, σπουδάζω...", απάντησε ο Ρασκόλνικωφ, που τα 'χασέ κάπως μ' αυτόν τον παράξενα πομπώδη τόνο, που είχε η ομιλία του, κι απ' το γεγονός ότι ένας ξένος του απηύθυνε το λόγο, έτσι ξαφνικά κι απότομα.

Παρ' όλη τη λαχτάρα που ένιωθε τώρα δα να βρει μια οποιαδήποτε παρέα, με την πρώτη κουβέντα που του είπε αυτός ο άγνωστος, ένιωσε και πάλι μέσα του εκείνη τη δυσάρεστη αίσθηση αποστροφής, που την ένιωθε πάντοτε, κάθε φορά που ένας ξένος πλησίαζε ή έκανε πως ήθελε να τον πλησιάσει.

"Φοιτητής, λοιπόν, ή πρώην φοιτητής", φώναξε ο υπάλληλος.

"Το σκέφτηκα! Η πείρα, αγαπητέ μου κύριε, η μακρά και αδιάλειπτος πείρα! Και, σα να 'θελε να παινέψει τα πνευματικά του χαρίσματα, έφερε το δάχτυλο στο μέτωπο του.

"Υπήρξατε φοιτητής, ή μάλλον παρακολουθήσατε μερικά μαθήματα.

Επιτρέψατε μου όμως...". Σηκώθηκε τρεκλίζοντας, πήρε το πιατελάκι και το ποτήρι του, κι ήρθε και κάθισε δίπλα στον Ρασκόλνικωφ.

Ήτανε μεθυσμένος, μιλούσε όμως καθαρά και ζωηρά. Πού και πού μονάχα κόμπιαζε, ώσπου να βρεί τα λόγια του.

Έπεσε πάνω στον Ρασκόλνικωφ με τέτοια λαιμαργία, ώστε θα 'λέγε κανείς πως κι αυτός επίσης δεν είχε μιλήσει μ' άνθρωπο εδώ κι ένα μήνα. "Αγαπητέ κύριε", άρχισε να λέει σε τόνο επίσημο σχεδόν, "η φτώχεια δεν είναι κακό ελάττωμα - αυτό είναι αλήθεια.

Γνωρίζω επίσης ότι και η μέθη δεν είναι αρετή. Αλλά, η εξαθλίωσις, κύριε, η εξαθλίωσις είναι ένα κακό ελάττωμα. Στη φτώχεια διατηρείτε ακόμα την ευγένεια των εμφύτων αισθημάτων σας! Στην εξαθλίωση, όμως, ουδείς κατόρθωσε να την διατηρήσει. Τον άνθρωπο, που πέφτει στην εξαθλίωση, δεν τον κυνηγάνε πια με το ραβδί, αλλά με τη σκούπα, για να γίνει το πράγμα ακόμη πιο ταπεινωτικό. Κι έχουν δίκιο, γιατί στην εξαθλίωση εμείς οι ίδιοι πρώτα-πρώτα είμαστε έτοιμοι ν' ατιμάσωμεν τον εαυτόν, μας. Εντεύθεν πηγάζει και η κρασοκατάνυξις.

Κύριε, προ μηνός, ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ, έσπασε στο ξύλο την σύζυγόν μου. Και η σύζυγος μου, είναι πολύ διαφορετική από μένα. Καταλαβαίνετε; Επιτρέψατε μου να σας κάνω ακόμα μίαν ερώτησιν κι ας πούμε πως είναι από απλή περιέργεια. Ξενυχτήσατε καμμιά φορά στο Νέβα, μέσα στις μαούνες που κουβαλάνε άχυρο;". "Όχι, δε μου 'τύχε ποτέ", απάντησε ο Ρασκόλνικωφ.

"Πού θέλετε να καταλήξετε μ' αυτό;". "'Ε, λοιπόν, εγώ κοιμάμαι εκεί μέσα πέντε μέρες τώρα...".

Γέμισε το ποτήρι του, το ήπιε κι άρχισε να σκέφτεται.

Πραγματικά, έβλεπες ακόμα άχυρα, κολλημένα δω και κει πάνω στα ρούχα του και στα μαλλιά του. Ήτανε ολοφάνερο πως εδώ και πέντε μέρες ούτε τα ρούχα του έβγαλε, ούτε είχε πλυθεί:

Τα χέρια του, προ πάντων, ήτανε πολύ βρώμικα, κοκκινωπά, με κατάμαυρα νύχια.

Όλοι εκεί μέσα φάνηκαν σα να προσέχουν, κάπως βαριεστημένα όμως, την κουβέντα του.

Τα παιδιά χασκογελούσαν πίσω απ' τον πάγκο. Ο καταστηματάρχης κατέβηκε επίτηδες, καθώς φαίνεται, απ' το πάνω πάτωμα, για ν' ακούσει αυτό το "ψώνιο". Καθότανε λίγο πιο πέρα και χασμουριότανε τεμπέλικα, με ύφος όμως βαρυσήμαντο.

Σίγουρα, ο Μαρμελάντωφ, ήτανε από πολύν καιρό γνωστός εδώ μέσα.

Καθώς φαίνεται μάλιστα, η αδυναμία του για τα παχιά λόγια τον έσπρωχνε να στήνει κουβέντα στην ταβέρνα με χίλιους δυο αγνώστους. Η συνήθεια αυτή γίνεται ανάγκη σε μερικούς μπεκρήδες, ιδίως σ' αυτούς που τους κακομεταχειρίζονται στα σπίτια τους και τραβάνε εκεί το διάβολο τους. Έτσι προσπαθούν πάντοτε να δικαιωθούν στα μάτια των μπεκρήδων συντρόφων τους και είναι δυνατό να κερδίσουν την εκτίμηση τους. "Τί αστείος τύπος!

είπε τ' αφεντικό δυνατά. "Αλλά γιατί δε δουλεύεις; Γιατί δεν πας στην υπηρεσία σου, αφού είσαι υπάλληλος;". "Γιατί δεν πηγαίνω στην υπηρεσία μου, είπατε κύριε;", απάντησε ο Μαρμελάντωφ, απευθυνόμενος στον Ρασκόλνικωφ, σα να τον είχε αυτός ρωτήσει.

"Γιατί δεν πηγαίνω στην υπηρεσία μου; Λέτε πως δε ματώνει η καρδιά μου βλέποντας το άσκοπον μπεκρολόγημά μου; Όταν ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ χτύπησε την σύζυγόν μου, με τα ίδια του τα χέρια, πριν από ένα μήνα, και σωριάστηκα κάτω, στουπί στο μεθύσι, λέτε πως δεν πονούσα; Επιτρέψατε μου, νέε μου... Σας έτυχε να ζητήσατε ποτέ δανεικά λεπτά, δίχως να 'χετε καμμιά ελπίδα;". "Μου 'τυχε... δηλαδή, τί θέλετε να πείτε μ' αυτό το "δίχως καμμιά ελπίδα;"".

"Θέλω να πω, χωρίς να 'χετε την παραμικρή ελπίδα, ξέροντας πολύ καλά και εκ των προτέρων, ότι το διάβημα που κάνετε δεν πρόκειται να 'χει κανένα αποτέλεσμα.

Παραδείγματος χάριν, ξέρετε εκ των προτέρων, είσαστε πέρα για πέρα σίγουρος, ότι αυτός ο άνθρωπος, ένας από τους πιο χρήσιμους και τους πιο καλοπροαίρετους πολίτες, με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να σας δανείσει λεφτά.

Και για ποιο λόγο, αλήθεια, θα με δάνειζε; σας ερωτώ.

Ξέρει πάρα πολύ καλά πως δε θα του τα δώσω πίσω. Επειδή θα με λυπότανε; Μα, ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ, που είναι ενημερωμένος πάνω στις σύγχρονες ιδέες, μου εξήγησε την άλλη φορά ότι στην εποχή μας ακόμα και η επιστήμη το απαγορεύει να λυπόμαστε τον άλλο και ότι έτσι γίνεται στην Αγγλία, όπου το λόγο έχει η πολιτική οικονομία.

Γιατί, λοιπόν, θα δεχότανε να με δανείσει; Σας ερωτώ. Και όμως... Ξέροντας εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να σας δανείσει, ξεκινάτε και πηγαίνετε για...". "Και για ποιο λόγο να πάτε;", είπε ο Ρασκόλνικωφ.

"Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος και γιατί δεν ξέρετε πού ν' ακουμπήσετε το κεφάλι σας.

Ο καθένας αναγκάζεται στο τέλος να πάει κάπου! Γιατί έρχεται μια ώρα που, θέλοντας και μη, πρέπει να πάρεις την απόφαση και να πας κάπου, οπουδήποτε! 'Όταν η μοναχοκόρη μου πήγε δια πρώτην φοράν να πάρει την κάρταν της, βγήκα κι εγώ να πάω κάπου... (διότι η κόρη μου έχει κάρτα κοινής γυναικός και ζει απ' αυτή τη δουλειά)...", πρόσθεσε ανοίγοντας μια παρένθεση και κοιτάζοντας το νέο κάπως ανήσυχα.

"Δεν έχει σημασίαν αυτό, κύριε, καμμίαν απολύτως", βιάστηκε να δηλώσει με ψεύτικη αταραξία, ενώ τα δυο παιδιά του μαγαζιού ξέσπασαν σ'ένα συγκρατημένο γέλιο πίσω απ' τον πάγκο και το αφεντικό χαμογελούσε. "Καμμίαν σημασίαν, που λέτε.

Δεν πτοούμαι από εμπαιγμούς, διότι τα γνωρίζουνε οι πάντες και "ουδέν κρυπτόν ό μη φανερόν γενήσεται". Δεν τα βλέπω αυτά με περιφρόνησιν αλλά με ταπεινοφροσύνην. Τέλος πάντων, τέλος πάντων. "Ίδε ο άνθρωπος! Επιτρέψατε μου, νέε μου.

Μπορείτε... Όχι, πρέπει να το πω πιο ζωντανά και πιο πρωτότυπα. Όχι μπορείτε, αλλά τολμάτε να πείτε, βλέποντας με ταύτην την στιγμήν, τολμάτε, λέγω, να το βεβαιώσετε κατηγορηματικώς ότι δεν είμαι ένα γουρούνι;". Ο Ρασκόλνικωφ δεν είπε λέξη.

"Έ, λοιπόν", συνέχισε ο ρήτορας ατάραχα, περιμένοντας με ακόμα μεγαλύτερη αξιοπρέπεια να σταματήσουν τα χάχανα, που ξεσήκωσαν στο μαγαζί τα τελευταία του λόγια, "ας παραδεχτούμε ότι όντως εγώ είμαι γουρούνι.

Εκείνη, όμως, είναι σωστή κυρία. Εγώ είμαι η προσωποποίησις του κτήνους, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, όμως, η σύζυγος μου, είναι καλοαναθρεμμένη, κόρη ανωτέρου αξιωματικού. Ας το παραδεχτούμε, ας παραδεχτούμε ότι είμαι ένα χαμένο κορμί, εκείνη όμως έχει μεγάλη καρδιά και, λόγω της καλής ανατροφής της, έχει ευγενικά αισθήματα. Και όμως... Αχ! Αν με λυπότανε! Κύριε, αγαπητέ μου κύριε, είναι απαραίτητο ο κάθε άνθρωπος να βρίσκει κάπου μια γωνίτσα όπου να τον πονάνε. Αλλά, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, με όλη της τη μεγαλοψυχία είναι άδικη. Και, μ' όλο που κι εγώ ο ίδιος το καταλαβαίνω ότι κατά βάθος με λυπάται, όταν με βουτάει απ' τα μαλλιά και με τραβάει... γιατί όντως με μαλλιοτραβάει, νεαρέ μου", επέμενε με ακόμα μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, καθώς ξανάκουσε να ξεσπάζουν και πάλι τα γέλια. "Αχ, θεέ μου! Αν ήτανε, τουλάχιστο, μόνο για μια φορά!... Αλλά όχι!... Όλα αυτά είναι ανώφελα, τί να τα λέμε τώρα; Για ποιο σκοπό; Γιατί δεν είναι μια και δυο που με λυπήθηκαν, αλλά... αλλά είναι το φυσικό μου, βλέπετε, είμαι από γεννησιμιού μου κτήνος". "Σώπα! ", έκανε τ' αφεντικό μ' ένα χασμουρητό. Ο Μαρμελάντωφ χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. "Έτσι είναι το φυσικό μου.

Το ξέρετε, κύριε, το ξέρετε πως ήπια ακόμα και τις κάλτσες της; Δε λέω τα παπούτσια της, αυτό θα ήτανε τρόπον τινά εις την ιεραρχίαν των πραγμάτων, αλλά τις κάλτσες της... τις κάλτσες της τίς ήπια! Τη μάλλινη πελλερίνα της, την ήπια κι αυτή! Και της την είχαν κάνει δώρο πριν απ' το γάμο μας, ήτανε καταδίκη της και όχι δικιά μου! Κι όμως μένουμε σ' ένα σπίτι πολύ κρύο. Το χειμώνα άρχισε να βήχει και να που τώρα φτύνει αίμα. Έχουμε τρία μικρά παιδιά και η Κατερίνα Ιβάνοβνα δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. Πλένει, σφουγγαρίζει, λούζει τα μικρά, γιατί απ' τα μικρά της χρόνια ήτανε μαθημένη στην καθαριότητα και είναι πολύ αδύνατο το στήθος της κι έχει προδιάθεση για τη φθίση, το καταλαβαίνω καλά! Πώς θα μπορούσα να μην το καταλάβω; Κι όσο περισσότερο πίνω, τόσο περισσότερο τα καταλαβαίνω. Και, ακριβώς, πίνω γιατί βρίσκω στο πιοτό τη δυνατότητα να πονάω και να λυπάμαι... Πίνω για να πονάω διπλά". Κι έγειρε το κεφάλι του με απελπισία πάνω στο τραπέζι. "Νεαρέ", συνέχισε, αναστηλώνοντας το κορμί του, "μου φαίνεται ότι διαβάζω εις το πρόσωπον σας κάτι σα θλίψιν. Το είδα απ' την πρώτη στιγμή που μπήκατε εδώ μέσα και δι' αυτό σας μίλησα αμέσως. Διότι, αν σας διηγούμαι την ιστορίαν της ζωής μου, δεν το κάνω καθόλου δια να εξευτελιστώ μπροστά σ' αυτούς εδώ τους τεμπέληδες που, άλλωστε την ξέρουν, αλλά διότι ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο ευαίσθητον και μορφωμένον. Μάθετε, λοιπόν, ότι η σύζυγος μου σπούδασε σ' ένα πολύ καλό και αριστοκρατικό παρθεναγωγείον της επαρχίας και πως όταν βγήκε από κει χόρεψε με σάλι μπροστά στον κυβερνήτη κι όλους τους άλλους επισήμους και της δώσανε γι' αυτό χρυσούν μετάλλιον με τιμητικόν δίπλωμα. Το μετάλλιο... ε, λοιπόν... και το μετάλλιο το πουλήσαμε... πάει πολύ καιρός, χμ... Το τιμητικόν δίπλωμα, όμως, το 'χει ως τα σήμερα, κλεισμένο σ' ένα μπαούλο και μάλιστα τώρα τελευταία το 'δείξε στη σπιτονοικοκυρά. Παρ' όλο που τρώγεται κάθε μέρα με τη σπιτονοικοκυρά, αισθανότανε την ανάγκη να επιδειχτεί σε κάποιον και να θυμηθεί τις παλιές καλές ημέρες. Δεν την κατακρίνω γι' αυτό, όχι, δεν την κατακρίνω, διότι αϊ αναμνήσεις της είναι το μόνο που της απομένει σήμερα. Όλα τ' άλλα έγιναν καπνός. Ναι, ναι, είναι μια γυναίκα που θυμώνει εύκολα... περήφανη και δυσκολομεταχείριστη, θα σφουγγαρίσει η ίδια το πάτωμα και θα φάει μόνο μαύρο ψωμί, αλλά στο ζήτημα της περηφάνειας δεν κάνει συμβιβασμούς. Έτσι, δεν ανέχθηκε την προστυχιά του Λεμπεζιάντνικωφ, κι όταν ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ την χτύπησε δι' αυτόν τον λόγο, έπεσε στο κρεβάτι περισσότερον διότι πληγώθηκε η περηφάνειά της και πολύ ολιγώτερον ένεκα των κτυπημάτων που της είχε δώσει. "Τήν παντρεύτηκα χήρα με τρία μικρά παιδιά.

Την πρώτην φοράν είχε παντρευτεί από αίσθημα έναν αξιωματικόν του πεζικού, κλέφτηκε μαζί του και έφυγε από το σπίτι των γονέων της. Τον αγαπούσε σαν τρελλή, εκείνος όμως απέκτησε το πάθος της χαρτοπαιξίας, πέρασε από στρατοδικείον και ύστερα πέθανε. Στο τέλος, την έδερνε κιόλας, και παρ' όλον ότι δεν τον άφηνε κι εκείνη απεριποίητον, ως είμαι εις θέσιν να γνωρίζω από δοκουμέντα αδιάσειστα και λεπτομερή, τον θυμάται και σήμερα ακόμα με δάκρυα και όλο με κατηγορεί, κάνοντας την σύγκρισιν μ' εκείνον, πράγμα που μ' ευχαριστεί, διότι αυτό τουλάχιστον της επιτρέπει να βλέπει νοερά τον εαυτό της ευτυχισμένον. Μετά τον θάνατον του συζύγου της, έμεινε ολομόναχη σε μιαν απομακρυσμένην και αγρίαν περιοχήν, όπου την συνήντησα τότε. Ευρίσκετο εις τοιαύτην τρομεράν αθλιότητα που δε μπορώ να σας την περιγράψω, παρ' όλον ότι μέχρι σήμερον έχω γνωρίσει όλας τας αποχρώσεις της αθλιότητας. Οι δικοί της της γύριζαν τις πλάτες. Και ύστερα, ήτανε περήφανη, παρά πολύ περήφανη... Και τότε εγώ, κύριε, εγώ που ήμουν επίσης χήρος και είχον απ' την πρώτην μου σύζυγον ένα κοριτσάκι δεκατεσσάρων χρονών, της πρόσφερα το χέρι μου, μη δυνάμενος να βλέπω τοιαύτην δυστυχίαν. "Μπορείτε να κρίνετε εις ποίον σημείον δυστυχίας είχε φτάσει δια να δεχτεί μία γυναίκα σαν κι αυτή, καλοαναθρεμμένη και από καλό σπίτι, να πάρει εμένα άντρα της.

Ε, λοιπόν, το δέχτηκε! Έκλαψε, βέβαια, άφησε λυγμούς και κτυπούσε τα χέρια της με απελπισίαν, αλλά το δέχτηκε! Δεν ήξερε πού ν' ακουμπήσει το κεφάλι της. Καταλαβαίνετε, κύριε, καταλαβαίνετε τί σημαίνει αυτό; Να μην ξέρεις πού ν' ακουμπήσεις το κεφάλι σου; Όχι, δεν το καταλαβαίνετε ακόμα... Κι ένα χρόνο ολόκληρο, εξεπλήρωσα το καθήκον μου τιμίως και ευσυνειδήτως, χωρίς ν' αγγίξω τούτο δω (άγγιξε τη μπουκάλα).

Διότι είμαι αισθηματικός άνθρωπος εγώ. Ωστόσο, δεν κατόρθωσα να την συγκινήσω. Κι όταν έχασα την θέσιν μου, ύστερα από κάτι διοικητικές αλλαγές που έγιναν, χωρίς να φταίω εγώ καθόλου, τότε... ωχ, τότε, το 'ριξα και γω στο πιοτό... Τώρα, εδώ κι ενάμισυ χρόνο, ύστερα από πολλές συφορές και περιπλανήσεις, ξεπέσαμε σ' αυτή εδώ την μεγαλοπρεπή πρωτεύουσαν, που κοσμείται υπό πλήθους μνημείων. Βρήκα κι εδώ μίαν θέσιν... Τη βρήκα και την έχασα πάλι. Αυτή την φοράν, έφταιγα εγώ που την έχασα, διότι ξύπνησε μέσα μου η αληθινή μου φύσις. Τώρα, ζούμε σε μία τρώγλη, στης σπιτονοικοκυράς μας Αμαλίας Φιοντόροβνα Λιπεβέσχελ και δεν έχω ιδέαν με τί ζούμε και με τί πληρώνουμε. Εκεί μέσα, ζουν και πολλοί άλλοι νοικάρηδες σαν και μας. Χμ... Σόδομα και Γόμορρα, ναι... Και στο μεταξύ, μεγάλωνε το κορίτσι μου, που είχα απ' τον πρώτον μου γάμον. Το τί τράβηξε από την μητριάν της, προτιμώ να το αποσιωπήσω. Διότι, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, αν και έχει καλά αισθήματα, είναι γυναίκα απότομη, οξύθυμη και αρπάζεται γρήγορα... Μάλιστα! Αλλά, γιατί να τα θυμόμαστε τώρα όλα αυτά; Όπως καταλαβαίνετε, η Σόνια δε μορφώθηκε καθόλου.

Προ τεσσάρων ετών προσεπάθησα να της μάθω γεωγραφίαν και παγκοσμίαν ιστορίαν. Αλλά, καθώς κι εγώ ουδέποτε υπήρξα δυνατός σ' αυτά τα μαθήματα κι επειδή δεν είχα καλά διδαχτικά δια να συμπληρώσω τας ελλείψεις μου, έμειναν οι σπουδές μας στη μέση. Διότι, τα ολίγα βιβλία που μπόρεσα ν' αποχτήσω... χμ!... Ε, λοιπόν... δεν υπάρχουν πλέον!... Σταματήσαμεν εις τον Κύρον, τον βασιλέα των Περσών... Αργότερον, όταν μεγάλωσε, διάβασε μερικά ρομαντικά βιβλία και εσχάτως ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ της δάνεισε την "Φυσιολογίαν" του Εεννΐδ, το ξέρετε; Η Σόνια το διάβασε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και μάλιστα ανέγνωσε και εις ημάς μεγαλοφώνως μερικά αποσπάσματα.

Αυτές είναι όλες κι όλες “αι πνευματικαί της αποσκευαί”.

"Και, τώρα, απευθύνομαι προς υμάς κύριε και σας κάνω, έτσι εντελώς εμπιστευτικώς, την εξής ερώτησιν: Μπορεί κατά την γνώμην σας, μια φτωχή αλλά τίμια κοπέλλα, να κερδίσει αρκετά με μιαν εργασίαν τιμίαν; Δεν πρόκειται να βγάλει πάρα πάνω από δεκαπέντε καπίκια την ημέρα, κύριε, αν είναι τιμία κι αν δεν έχει τίποτα ιδιαίτερα προσόντα.

Και πάλι πρέπει να μην αφήνει ούτε στιγμούλα τη δουλειά της. Επί πλέον ο κρατικός σύμβουλος Κλόπστοκ, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς, τον έχετε ακουστά; Όχι μόνο δεν της πλήρωσε ακόμα μισή ντουζίνα πουκάμισα μεταξωτά που του 'ράψε, αλλά και την απέπεμψε σκαιώς, βρίζοντας την και χτυπώντας την με κλωτσιές, επειδή, τάχα, ένας γιακάς δεν ήτανε στα μέτρα του και τον είχε στραβοκόψει. Στο μεταξύ τα μικρά λυσσάνε στην πείνα... Η Κατερίνα Ιβάνοβνα πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο, δαγκώνοντας τα χέρια της κι αρχίζουν να φαίνονται κάτι κοκκινίλες στα μαγουλά της, όπως γίνεται συνήθως με αυτήν την αρρώστια: " Η βρωμοτεμπέλα, έλεγε, τρώει, πίνει κι όλο ξάπλα είναι! Πέστε μου, τί μπορούσε να τρώει και να πίνει τη στιγμή που τα μικρά δεν είχανε βάλει μπουκιά στο στόμα τους τρεις ημέρες; Τότε, ξάπλωσα και γω και... διατί να το κρύψω; Ήμουνα τύφλα στο μεθύσι. Ακούω, λοιπόν, τη Σόνια μου να μιλάει και να λέει (Είναι πολύ υπομονετική και απαντάει με μια φωνή τόσο γλυκιά... είναι ξανθούλα, μ' ένα προσωπάκι πάντοτε χλωμό, ρουφηγμένο): "Μα, Κατερίνα Ιβάνοβνα, πώς είναι δυνατό να κάνω εγώ αυτή τη δουλειά;". Αλλά, η Ντάρια Παύλοβνα, που είναι γυναίκα με κακούς σκοπούς και πολύ γνωστή εις την αστυνομίαν, βρήκε τον τρόπον να τη νουθετήσει τρεις φορές με τη μεσολάβηση της σπιτονοικοκυράς. "Εχ! ", είπε η Κατερίνα Ιβάνοβνα, χλευαστικά. "Μα την πίστη μου είναι πρώτης τάξεως θησαυρός και στ' αλήθεια αξίζει τον κόπο να την κρατήσει κανείς". Αλλά μην την κατηγορείτε κύριε! Δεν ήτανε στα καλά της όταν τα 'λέγε αυτά, είχε καημούς μεγάλους, αρρώσταινε βλέποντας τα μικρά της να κλαίνε απ' την πείνα κι αυτό το είπε πιο πολύ σα βρισιά, παρά στ' αλήθεια... "Έτσι είναι, βλέπετε, ο χαρακτήρας της Κατερίνας Ιβάνοβνα: Μόλις αρχίσουν τα παιδιά της να κλαίνε, έστω κι απ' την πείνα, τα πλακώνει αμέσως στο ξύλο... Ήτανε πέντε η ώρα και περισσότερο.

Βλέπω, λοιπόν, τη Σόνια να σηκώνει την πελλερίνα της, να βάζει ένα μαντήλι στο κεφάλι της και να βγαίνει έξω. Γύρισε μετά τις οχτώ. Μόλις μπήκε μέσα, πήγε ολόισια στην Κατερίνα Ιβάνοβνα κι άφησε αμίλητα μπροστά της πάνω στο τραπέζι τριάντα ρούβλια. Ύστερα, δίχως να πεί λέξη, πήρε το μεγάλο και πράσινο γυναικείο σάλι μας (γιατί έχουμε ένα μάλλινο γυναικείο σάλι που το χρησιμοποιεί όλη η οικογένεια), τύλιξε μ' αυτό το κεφάλι και το πρόσωπο της κι έπεσε στο κρεβάτι με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τον τοίχο. Και μονάχα οι αδύνατοι ώμοι της και το κορμάκι της σιγότρεμαν σπασμωδικά... Εγώ, ήμουνα στην ίδια πάντοτε κατάσταση, ξαπλωμένος.... Και είδα τότε, νεαρέ, είδα την Κατερίνα Ιβάνοβνα να σηκώνεται, σιωπηλή κι αυτή, να πλησιάζει στο κρεβάτι της μικρής μου Σόνιας και να μένει γονατιστή στα πόδια της, όλο το βράδυ, και να τα φιλά και να μην λέει να σηκωθεί.

Ύστερα αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένες... και οι δυο μαζί... και οι δυο μαζί-ναι... και γω ήμουνα σωριασμένος κάτω... και χώνευα το πιοτό". Ο Μαρμελάντωφ σώπασε, σα να κόπηκε η φωνή του.

Ύστερα, γέμισε γρήγορα το ποτήρι του, το ρούφηξε και στο λαρύγγι του ακούστηκε ένα γουργουρητό: "Από τότε, κύριε", συνέχισε, ύστερα από μια παύση, "από κείνον τον καιρό, ύστερα από μερικά λυπηρά περιστατικά και την καταγγελία ορισμένων κακών ανθρώπων (την μεγαλύτερη ζημιά την έκανε αυτή η Ντάρια Φραντσόβνα, διότι, λέει δεν της εφέρθημεν με τον δέοντα σεβασμό) από τότε, λοιπόν, η κόρη μου Σόνια Σεμιόνοβνα αναγκάστηκε να δηλωθεί και δι' αυτόν τον λόγον δεν ήτο πλέον δυνατόν να μένει μαζί μας. Πραγματικά η σπιτονοικοκυρά μας Αμαλία Φεντόροβνα, δεν την ανεχότανε πια στο σπίτι (και αυτή η ίδια χρησιμοποίηοε τη Ντάρια Φραντσόβνα). Κι ύστερα ήρθε η σειρά και του κ. Λεμπεζιάντνικοχρ... χμ... για τη Σόνια έκανε αυτόν τον καυγά με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Στην αρχή αυτός ο ίδιος πήγαινε να καταφέρει τη Σόνια, ξαφνικά όμως, άρχισε να κάνει τον σπουδαίο.

"Πως μπορώ εγώ", έλεγε, "άνθρωπος μορφωμένος να ζω σ' ένα σπίτι που έχει τέτοιες;". Αλλά η Κατερίνα Ιβάνοβνα δε το χώνεψε... του τα 'πε για τα καλά... κι έτσι άρχισε ο καυγάς. Τώρα, η μικρή μου Σόνια έρχεται και μας βλέπει, όταν νυχτώνει συνήθως.

Βοηθά την Κατερίνα Ιβάνοβνα και της δίνει τα απαιτούμενα... Μένει στον ράφτη Καπερναούμωβ που της έχει νοικιάσει ένα δωμάτιο. Αυτός ο Καπερναούμωβ είναι κουτσός και τραυλός, έχει πολυμελή οικογένειαν κι όλα του τα παιδιά τραυλίζουν σαν κι αυτόν. Και η σύζυγος του επίσης τραυλίζει... Όλοι τους μένουν στο ίδιο δωμάτιο, η Σόνια όμως έχει το δικό της δωμάτιο που χωρίζει απ' τ' άλλο μ' ένα μεσότοιχο...

Χμ!...

Ναι!...

Πολύ φτωχοί άνθρωποι, που τραυλίζουν κιόλας!... Εκείνο το πρωί, λοιπόν, σηκώθηκα, πήρα τα κουρέλια μου, ύψωσα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και πήγα στην αυτού εξοχότητα, τον Ιβάν Αθανάσιεβιτς.

Τον ξέρετε τον εξοχώτατο Ιβάν Αθανάσιεβιτς; Όχι;

Μα τότε δεν ξέρετε κανέναν άνθρωπο του θεού... Είναι σωστό κερί... Κηρός που τήκεται ενώπιον του Κυρίου.

Εδάκρυσεν μάλιστα, ευαρεστηθείς να με ακούσει μέχρι τέλους. "Ε, λοιπόν, Μαρμελάντωφ", είπε, "την άλλη φορά μ' απογοήτευσες... θα σε ξαναπάρω στη δουλειά υπ' ευθύνην μου - αυτά ακριβώς ήτανε τα λόγια του - και να το θυμάσαι αυτό. Μπορείς να πηγαίνεις". Φίλησα το μέρος που πατούσαν τα πόδια του, νοερά βεβαίως, διότι δε θα μου το επέτρεπε ποτέ να το κάνω στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι ο αξιωματούχος αυτός πιστεύει εις τας συγχρόνους θεωρίας περί διοικήσεως και αγωγής. Ξαναγύρισα στο σπίτι κι όταν τους είπα πως θα ξανάπιανα υπηρεσία και θα 'παιρνα μισθό... θεέ και Κύριε, πώς έκαναν απ' τον ενθουσιασμό τους!

Ο Μαρμελάντωφ σταμάτησε πάλι.

Φαινότανε πολύ ταραγμένος. Εκείνη τη στιγμή όρμησε μέσα στην ταβέρνα μια παρέα μπεκρήδες, γινόμενοι κιόλας, και μόλις πάτησαν στο κατώφλι άρχισε να παίζει μια λατέρνα που την είχανε νοικιάσει για την περίσταση, ενώ ένα παιδάκι εφτά χρονών τραγουδούσε με τρεμουλιάρικη φωνή το "Μικρό χωριουδάκι". Τ' αφεντικό και τα τσιράκια του έτρεξαν γύρω απ' τους καινούργιους πελάτες. Ο Μαρμελάντωφ, χωρίς να τους δώσει καμμιά προσοχή, εξακολούθησε τη διήγηση του. Τώρα, φαινότανε περισσότερο εξαντλημένος, αλλά όσο πιο πολύ μεθούσε τόσο μεγαλύτερη γινότανε η φλυαρία του. Καθώς έφερε στο νου του, ότι τα είχε καταφέρει να ξαναπάρει τη θέση του, φαινότανε εύθυμος και το πρόσωπο του ήτανε σα ν' άστραφτε.

Ο Ρασκόλνικωφ τον άκουγε με προσοχή. "Από τότε πάνε πέντε βδομάδες, κύριε, ναι... Όταν το 'μαθαν και οι δυο το νέο, και η Κατερίνα Ιβάνοβνα και η μικρή μου Σόνια, ήτανε σα να βρέθηκα ξαφνικά στον παράδεισο.

Όταν μένεις ξαπλωμένος σα σκύλος, καλέ μου κύριε, μόνο βρισιές ακούς. Τώρα, περπατούσαν στα νύχια τους, έλεγαν στα παιδιά να μην κάνουν θόρυβο:

"Σσστ!

Ο Σεμιόν Ζαχάριτς γύρισε απ' τη δουλειά του κουρασμένος κι αναπαύεται! Προτού φύγω για το γραφείο, μου 'φερναν καφέ και μου 'φτιαχναν και κρέμα! Τα κατάφεραν να βρουν αληθινή κρέμα, καταλαβαίνετε; Και από πού τα ξετρύπωσαν εντεκάμισυ ρούβλια, για να με ντύσουν του κουτιού, δε μπόρεσα ποτέ μου να το καταλάβω. Μπότες, υπέροχο πουκάμισο από χασέ, με κολλαρίνα - όλα σε πολύ καλή κατάσταση, μόνο μ' έντεκα και πενήντα!

"Την πρώτη φορά που γύρισα απ' το γραφείο το μεσημέρι, είδα πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα είχε ετοιμάσει δυο λογιών φαγιά, σούπα και κρέας παστό με ραδίκια, πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ.

Προηγουμένως, δεν είχε φουστάνι να βάλει απάνω της, τώρα όμως... ήτανε ντυμένη σα να επρόκειτο να πάει κάπου επίσκεψη. Όχι τίποτα σπουδαία πράγματα, βεβαίως, όμως οι γυναίκες ξέρουν να τα βολεύουν με το τίποτα: Ένα καλό χτενισματάκι, ένα άσπρο γιακαδάκι, μανσέτες και βλέπεις άξαφνα μπροστά σου ένα καινούργιο πρόσωπο - μια γυναίκα νέα πάλι κι όμορφη.

Η μικρή μου Σόνια, το χρυσούλι μου, δεν έκανε τίποτ' άλλο από το να μας κουβαλάει λεφτά. "Για την ώρα", έλεγε, "δεν μπορώ να 'ρχομαι εδώ συχνά, δεν είναι σωστό, θα 'ρχομαι μόλις νυχτώνει για να μη με δει κανείς". Τ ακούτε; Τ ακούτε; Εκείνο το απογευματάκι πήγα και ξάπλωσα αμέσως μετά το φαγητό. Ε, λοιπόν, θα το πιστέψετε; Η Κατερίνα Ιβάνοβνα δεν κρατήθηκε. Μόλις πριν από οχτώ ημέρες είχανε γίνει μαλλιά-κουβάρια με την Αμαλία Φιοντόροβνα και να που την κάλεσε αμέσως για καφέ! Έμειναν δυο ώρες μαζί και τίς άκουγα που έλεγαν σιγανά. "Ναι, ναι ο Σεμιόν Ζαχάριτς ξαναπήγε στη θέση του και παίρνει τώρα μισθό. Παρουσιάστηκε ο ίδιος στον Εξοχώτατο και ο Εξοχώτατος τον δέχτηκε.

Άφησε τους άλλους να περιμένουν και μπροστά σ' όλον τον κόσμο έπιασε τον Σεμιόν Ζαχάριτς απ' το χέρι και τον έμπασε στο γραφείο του". Τ' ακούτε; Τ' ακούτε; Και η γυναίκα μου πρόσθεσε: "Βέβαια, Σεμιόν Ζαχάριτς", είπε ο Εξοχώτατος, "δε ξεχνάω τις υπηρεσίες που μου προσφέρατε ως τώρα. Παρ' όλο που έχετε αυτό το μικροελαττωματάκι να πίνετε, μια και μου δίνετε το λόγο σας πως δε θα το ξανακάνετε και αφού δεν πάει καθόλου καλά η υπηρεσία μας δίχως εσάς, (τ' ακούτε; τ' ακούτε;) σας ξαναπαίρνω κι ελπίζω τώρα να κρατήσετε το λόγο σας". Στην πραγματικότητα όλα αυτά ήτανε ψέματα, τα 'βγάλε απ' το μυαλό της, σας το λέω εγώ. Και μη φανταστείτε πως το 'κάνε μόνο για να κάνει τον καμπόσο. Όχι! Παρασερνότανε και η ίδια απ' τις φαντασιοπληξίες της, παρηγοριότανε μ' αυτά, μάρτυς μου ο θεός! Και δεν την κατακρίνω εγώ γι' αυτό που έκανε, δεν την κατακρίνω καθόλου! 'Όταν της πήγα τον πρώτο μου μισθό, πριν από έξη μέρες, -είκοσι τρία ρούβλια και σαράντα καπι'κια, όλα εντάξει- με είπε χρυσό της. "Χρυσούλι μου", μου λέει! Κι είμαστε οι δυο μας, ολομόναχοι, καταλαβαίνετε; Τώρα, τί ομορφιά μπορεί να έχω εγώ και τί σόι σύζυγος μπορεί να είμαι; Κι όμως, μου κοπάνησε και μια τσιμπιά στο μάγουλο. "Χρυσούλι μου εσύ! ", μου λέει". Ο Μαρμελάντωφ σταμάτησε, σα να γύρευε να χαμογελάσει, αλλά το σαγόνι του έτρεμε.

Ωστόσο κρατήθηκε.

Τούτη δω η ταβέρνα, τα χάλια του Μαρμελάντωφ, με τις πέντε νύχτες που πέρασε μέσα σε μαούνες, το πιοτό που είχε μπροστά του και μαζί με όλα αυτά η άρρωστη αγάπη του για τη γυναίκα του και την οικογένεια του, έκαναν εκείνον που τον άκουγε να τα χάνει. Ο Ρασκόλνικωφ ήτανε όλος αυτιά, ένιωθε όμως κάτι σαν αδιαθεσία. Τα 'βάζε με τον εαυτό του, που μπήκε σε τούτη δω την ταβέρνα. "Αγαπητέ κύριε, αγαπητέ κύριε", φώναξε ο Μαρμελάντωφ, αναστηλώνοντας το κορμί του, "ίσως όλα αυτά να είναι για γέλια, όπως νομίζουν και οι άλλοι, και να σας σκοτίζω λέγοντας σας όλες μου τις οικογενειακές αθλιότητες.

Για μένα, όμως δεν είναι καθόλου για γέλια. Γιατί τα νιώθω όλα αυτά πολύ βαθιά. Κι όσο κράτησε εκείνη η ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου, όλη αυτή τη νύχτα, έκανα του κόσμου τα όνειρα: Έλεγα πως θα ξανάχτιζα το σπιτικό μου, πως θα 'ντυνα τα παιδιά μου, πως θα έκανα τη γυναίκα μου να βρεί τη γαλήνη της, πως θα τραβούσα το κορίτσι μου απ' την ατίμωση και θα το ξανάφερνα στην οικογενειακή θαλπωρή... Και πολλά άλλα ακόμη... Στο χέρι μου ήτανε, κύριε... (Ο Μαρμελάντωφ τινάχτηκε, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε επίμονα το συνομιλητή του). Ε, λοιπόν, βλέπετε, κύριε, την άλλη μέρα κιόλας, ύστερα απ' όλα αυτά τα όμορφα όνειρα, δηλαδή πριν από πέντε μέρες ακριβώς, με άτιμη πονηριά, σα νυχτερινός κλέφτης, έκλεψα απ' τη γυναίκα μου, Κατερίνα Ιβάνοβνα, το κλειδί του μπαούλου της, ξάφρισα όλο το υπόλοιπο του μισθού που της έδωσα και να πού έφτασα τώρα!... Κοιτάξετε με όλοι σας! Πέντε μέρες τώρα έχω παρατήσει το σπίτι μου, ψάχνουν να με βρουν, έχασα τη θέση μου, άφησα ενέχυρο τη στολή μου σε μια ταβέρνα, κοντά στη γέφυρα της Αιγύπτου, για να πιω, και να τί παλιοκούρελα μου 'δωσαν εις αντάλλαγμα... Τέλειωσαν όλα πια!... Ο Μαρμελάντωφ χτύπησε το μέτωπο με τη γροθιά του, έσφιξε τα δόντια του, έκλεισε τα μάτια του κι ακούμπησε βαριά τον αγκώνα του πάνω στο τραπέζι.

Ύστερα όμως από πέντε λεφτά η έκφραση του προσώπου του άλλαξε, κοίταξε τον Ρασκόλνικωφ με προσποιημένη πονηριά κι αναίδεια και έβαλε τα γέλια. "Και σήμερα", του είπε, "πήγα στη Σόνια και της ζήτησα λεφτά για να μεθύσω! Χα! Χα! Χα! "Σου 'δώσε;", φώναξε κάποιος απ' την παρέα που είχε μπει πριν από λίγο.

Κι αμέσως ξεκαρδίστηκε στα γέλια. "Να, τούτη η μπουκάλα με δικά της λεφτά αγοράστηκε", είπε ο Μαρμελάντωφ, απευθυνόμενος αποκλειστικά στον Ρασκόλνικωφ.

"Έψαξε και βρήκε τριάντα καπίκια, αυτά είχε όλα κι όλα, το είδα με τα μάτια μου... Δεν είπε τίποτα, μόνο που με κοίταξε... Έτσι όπως δεν κοιτάζουνε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλά εκεί ψηλά... Όπου μόνο λύπηση αισθάνονται για τους ανθρώπους, όπου κλαίνε γι' αυτούς, μα δεν τους καταδικάζουν ποτέ!

Και τότε είναι ο πόνος σου ακόμα πιο μεγάλος, όταν δε σε μαλώνουν καθόλου! Ναι, τριάντα καπίκια. Και, όμως, της χρειάζονται, δεν είναι έτσι αγαπητέ κύριε; Της χρειάζονται, τώρα, που είναι υποχρεωμένη να κρατά όλους τους κανόνες της καθαριότητας. Στοιχίζει αυτή η καθαριότητα. Με καταλαβαίνετε; Πρέπει ν' αγοράσει πομάδες, δε γίνεται αλλιώς... Πρέπει ν' αγοράσει φούστες κολλαριστές, μποτινάκια σικ, που σου προστατεύουν το πόδι, όταν είναι να περάσεις μια λακκουβίτσα νερά.

Το καταλαβαίνετε, κύριε, καταλαβαίνετε τί πάει να πεί να είναι καθαρή; Κι όμως, εγώ, ο πατέρας της, της ξάφρισα αυτά τα τριάντα καπίκια για να μεθύσω. Και μεθάω! Είμαι κιόλας μεθυσμένος! Ποιος λοιπόν θα λυπηθεί έναν άνθρωπο σαν και μένα: Σεις, με λυπόσαστε τώρα; Ναι ή όχι; Πείτε το μου, λυπόσαστε ή όχι; Ε; Χε! Χε! Χε! Θέλησε να ξαναγεμίσει το ποτήρι του, αλλά δεν υπήρχε άλλο. Η μπουκάλα ήταν άδεια. "Και γιατί να σε λυπηθούν εσένα;", φώναξε ο ταβερνιάρης, που ξαναγύρισε κοντά τους.

Ακούστηκε ένα δυνατό γέλιο, μαζί με βλαστήμιες.

Ακόμα κι εκείνοι, που δεν είχανε ακούσει όλον το μονόλογο του, γελούσαν σαν τους άλλους, βλέποντας μόνο το σουλούπι του άλλοτε υπαλλήλου. "Λύπηση!

Γιατί η λύπηση;", φώναξε άξαφνα ο Μαρμελάντωφ. Κοκκίνισε, σηκώθηκε όρθιος με τα χέρια υψωμένα και μέσα σε αληθινή έκσταση είπε, σάμπως να 'χε ακούσει μόνο αυτές τις λέξεις απ' τον ταβερνιάρη. "Γιατί να με λυπηθούνε, λες; Αλήθεια, δεν εμπνέω σε κανέναν οίκτο!

Πρέπει να σταυρωθώ, να καρφωθώ σ' ένα σταυρό κι όχι να παραπονιέμαι. Σταυρώστε με, όμως λυπηθείτε με και λίγο, καθώς θα με σταυρώνετε! Τότε θα πορευθώ εγώ ο ίδιο: προς το μαρτύριο μου, γιατί δε διψάω για χαρά, αλλά για λύπη και για δάκρυα... Νομίζεις λοιπόν ταβερνιάρη, πως η μπουκάλα μου 'φέρε καμμιά ανακούφιση; Τον πόνο γύρευα εγώ να βρω στον πάτο της, τον πόνο και τα δάκρυα. Και φέρνοντας τα χείλη μου στο πιοτό τα βρήκα και τα δυο. θα μας λυπηθεί όμως Εκείνος που λυπάται όλους. Αυτός που όλα τα καταλαβαίνει! Αυτός είναι ο Μόνος. Είναι ο Κριτής, θα παρουσιαστεί εκείνη την ημέρα και θα πει': "Πού είναι, λοιπόν, εκείνη η φτωχή κοπέλλα, που θυσιάστηκε για την κακιά και φθισικιά μητριά της, που θυσιάστηκε για να βοηθήσει μικρά παιδάκια, παιδάκια που δεν ήτανε δικά της; Πού είναι κείνη η κόρη που λυπήθηκε τον επίγειο πατέρα τηζ, ένα σιχαμένο μπεκρή, και δεν απέστρεψε απ' αυτόν το πρόσωπο της με φρίκη;". Και θα της πει: "Έλα. Σε συχώρεσα την πρώτη φορά... σ' έχω συχωρέσει για πρώτη φορά... Συχωρούνται και τώρα οι αμαρτίες σου, γιατί αγάπησες πολύ;..". Και θα τη συγχωρήσει τη Σόνια μου, θα τη συγχωρέσει, το ξέρω πάρα πολύ καλά πως θα τη συγχωρέσει... Το 'νιώσε η καρδιά μου πριν από λίγο, όταν πήγα και την είδα. Κι όλους, όλους θα τους κρίνει, όλους θα τους συχωρέσει, καλούς και κακούς, σοφούς και ασήμαντους. Κι όταν θα ξεμπερδέψει με όλους, θα μας καλέσει και μας! "Εμπρός, πλησιάστε και σεις! Ελάτε μπεκρήδες, ελάτε αισχροί! Και θα προχωρήσουμε εμείς, χωρίς καμμιά ντροπή... Και θα μας πει: "Είσαστε γουρούνια, είσαστε κατ' εικόνα και ομοίωσιν του κτήνους... Μ' όλον τούτο, πλησιάστε! Και τότε οι φρόνιμοι άνθρωποι, οι λογικοί, θα φωνάξουν: "Μα, Κύριε! Δέχεσαι κι αυτούς εδώ;". Και θα τους απαντήσει: "Τους δέχομαι, φρόνιμοι άνθρωποι, τους δέχομαι, λογικοί άνθρωποι, μόνο και μόνο γιατί κανένας απ' αυτούς δεν πίστευε πως είναι άξιος για τη βασιλεία των Ουρανών...". Και θα μας ανοίξει την αγκαλιά του... και μεις θα πέσουμε στα πόδια του... και θα κλαίμε... και θα τα καταλαβαίνουμε όλα... Και η Κατερίνα Ιβάνοβνα ακόμα θα καταλαβαίνει... Κύριε, ελθέτω η βασιλεία σου! Άφησε το κορμί του να πέσει σ' ένα πάγκο, κατάκοπος, εξαντλημένος, χωρίς να κοιτάζει κανέναν, βυθισμένος σε μια βαθιά ονειροπόληση, σα να είχε ξεχάσει όλα όσα υπήρχαν γύρω του.

Τα λόγια του έκαναν κάποια εντύπωση. Για μια στιγμή έγινε σιωπή, αμέσως ύστερα όμως, ξέσπασαν σα βροχή τα γέλια και οι βρισιές. "Για δες μούτρο! "Το παρακάνει! "Αεί χάσου μωρέ παλιογραφιά! Κι όλο τέτοια. "Πάμε, κύριε", είπε ξαφνικά ο Μαρμελάντωφ στον Ρασκόλνικωφ, σηκώνοντας το κεφάλι του, "συνοδεύσατε με.

Διαμένω εις την οικίαν Κόζελ, στο βάθος της αυλής... Καιρός είναι πια... Πάμε στην Κατερίνα Ιβάνοβνα".

Ο Ρασκόλνικωφ από πολλή ώρα τώρα αισθανότανε την επιθυμία να φύγει και μάλιστα το 'χε σκεφτεί κι ο ίδιος να προσφέρει τη βοήθεια του στον Μαρμελάντωφ, που ήτανε πολύ πιο αδύνατος στα πόδια παρά στη γλώσσα κι έπεφτε με όλο του το βάρος πάνω στον Ρασκόλνικωφ.

Η απόσταση, που είχανε να διατρέξουν, ήτανε διακόσια με τριακόσια βήματα πάνω-κάτω. Όσο πλησίαζε ο μπεκρής στο σπίτι του, τόσο πιο πολύ πλημμυριζότανε από ανησυχία και φόβο. "Δε φοβάμαι αυτή τη στιγμή την Κατερίνα Ιβάνοβνα", ψέλλισε κατασυγκινημένος, "ούτε και με νοιάζει που θα με μαλλιοτραβήξει. Δεν είναι αυτό..Δε δίνω δεκάρα για τα μαλλιά μου. θα σας πω μάλιστα πως είναι καλύτερα να μου τα τραβήξει. Όχι, δεν το φοβάμαι αυτό, φοβάμαι όμως τα μάτια της... ναι, τα μάτια της... Με φοβίζουν ακόμα και οι κοκκινίλες που έχει στα μάγου λα της... Και με φοβίζει ακόμα... και η ανάσα της... Έχεις ιδεί πώς ανασαίνουνε εκείνοι που έχουνε αυτή την αρρώστια; Φοβάμαι ακόμα που θα κλαίνε τα μικρά.. Γιατί αν η Σόνια δεν τους πήγε τίποτε να φάνε, τότε... δεν ξέρω και γω τι θα κάνουν... δεν έχω ιδέα. Όσο για ξύλο, δεν το φοβάμαι... Μάθετε, κύριε, ότι όχι μόνον δε μου κάνει κακό το ξύλο, αλλά μου προξενεί, ενίοτε, μεγάλην ευχαρίστησιν. Διότι και γω ο ίδιος νιώθω την ανάγκην του. θα 'ναι καλύτερα. Ας μου τίς βρέξει, ας ξαλαφρώσει η καρδιά της... καλύτερα θα 'ναι... Να όμως το σπίτι.. Η οικία Κόζελ! Ο ιδιοκτήτης είναι κλειδαράς, ένας Γερμανός πλούσιος... Οδήγησε με". Αφού πέρασαν την αυλή, άρχισαν να σκαρφαλώνουν τα τέσσερα πατώματα. Η σκάλα, όσο προχωρούσε προς τα πάνω, τόσο γινότανε σκοτεινότερη. θα κόντευε η ώρα έντεκα και παρ' όλο που αυτή την εποχή δεν υπάρχει ουσιαστικά νύχτα στην Πετρούπολη, στο πιο ψηλό μέρος της σκάλας το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Στο πάνω-πάνω πάτωμα, η καπνισμένη πορτούλα που έβλεπε προς τη σκάλα ήτανε ορθάνοιχτη.

Ένα κερί φώτιζε μια καμαρούλα πολύ φτωχικιά, που είχε μήκος δέκα βήματα. Μέσα σ' αυτό το δωμάτιο βασίλευε ακαταστασία κι έβλεπες δώθε-κείθε πεταμένα κάθε λογής πράγματα και ιδίως ρουχαλάκια μικρών παιδιών... Στο βάθος, ήτανε απλωμένο ένα σεντόνι τρύπιο, που χρησίμευε σαν παραβάν. Σίγουρα, πίσω απ' αυτό βρισκόταν το κρεβάτι. Στο δωμάτιο, υπήρχαν δυο καρέκλες όλες κι όλες κι ένα ντιβάνι σκεπασμένο με μουσαμαδένιο ντιβανόπανο, κουρελιασμένο, που είχε μπροστά του ένα τραπέζι ξύλινο, άβαφτο και χωρίς τραπεζομάντηλο.

Στην άκρη του, ήτανε ακουμπισμένο το κερί, σ' ένα σιδερένιο κηροπήγιο. Ο Μαρμελάντωφ, καθώς φαίνεται, είχε δικό του δωμάτιο, μόνο που βρισκότανε στο πέρασμα. Η πόρτα., που έβγαζε στα πάρα μέσα δωμάτια, κλουβιά μπορείς να πεις, που αποτελούσανε το διαμέρισμα της Αμαλίας Λιπεβέσχελ, ήτανε μισάνοιχτη. Από μέσα, ακούγονταν φωνές και φασαρία. Γελούσαν κάτι άντρες δυνατά - έπιναν τσάι κι έπαιζαν, καθώς φαίνεται, χαρτιά. Πού και πού, πέταγαν κι από κάνα βρωμόλογο. Ο Ρασκόλνικωφ αναγνώρισε αμέσως την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Ήτανε μια γυναίκα λεπτή, φοβερά αδυνατισμένη, αρκετά ψηλή και ομορφοκαμωμένη. Είχε ακόμα τα θαυμάσια καστανά μαλλιά της, αλλά τα μαγουλά της έμοιαζαν πραγματικά σα δυο κηλίδες - τόσο πολύ κόκκινα ήτανε. Περπατούσε πέρα-δώθε στη μικρή της καμαρούλα, με τα χέρια σταυρωμένα σφιχτά στο στήθος της, με τα χείλη φρυγανισμένα, ανασαίνοντας κοφτά και ακανόνιστα. Τα μάτια της έλαμπαν σα να 'χε πυρετό, το βλέμμα της όμως ήτανε σκληρό κι επίμονο. Σου έκανε άσχημη εντύπωση το πρόσωπο της με τη χτικιάρικη και αναστατωμένη έκφραση, καθώς σιγότρεμαν επάνω του οι τελευταίες ανταύγειες του σπαρματσέτου που κόντευε να τελειώσει. Ο Ρασκόλνικωφ δεν την έκανε παρά πάνω από τριάντα χρονών και πραγματικά αυτή και ο Μαρμελάντωφ δεν ήτανε και πολύ ταιριασμένο ζευγάρι..Δεν τους πρόσεξε, ούτε τους άκουσε που ήρθανε... Φαινότανε βυθισμένη σε μια αποχαύνωση, χωρίς να βλέπει και χωρίς ν' ακούει τίποτα... Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήτανε αποπνιχτική, αλλά δεν άνοιγε κανένα παράθυρο.

Από τη σκάλα ερχότανε μια μυρουδιά άσχημη, αλλά δεν είχε κλείσει την πόρτα. Από τ' άλλα δωμάτια έρχονταν κύματα καπνού, που της έφερναν βήχα, η πόρτα όμως έμενε ορθάνοιχτη. Το μικρότερο κοριτσάκι, ένα παιδί έξη χρονών, κοιμότανε καθιστό στο πάτωμα, κουβαριασμένο, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο ντιβάνι. Το αγοράκι, ένα χρόνο μεγαλύτερο, έτρεμε σε μια γωνιά κι έκλαιγε! Καθώς φαίνεται το είχανε δείρει. Το μεγαλύτερο απ' όλα, ένα κορίτσι εννέα χρονών, ψηλό και λιγνό σαν κερί, φορούσε όλο κι όλο ένα παλιομεσοφόρι κουρελιασμένο και είχε ρίξει στους ώμους της μια ρόμπα λειωμένη που θα της την έφτιαξαν, σίγουρα, πριν από δυο χρόνια γιατί τώρα δεν έφτανε ούτε ως τα γόνατα της. Στεκότανε όρθιο στη γωνιά και είχε αγκαλιάσει το μικρότερο αδελφάκι της με το αδύνατο και κοκκαλιασμένο της μπράτσο. Φαινότανε να του μιλάει σιγανά, για να το μωρώξει, ενώ ταυτόχρονα κοίταζε έντρομα τη μητέρα της με τα μεγάλα μαύρα μάτια της, που φαίνονταν ακόμα μεγαλύτερα πάνω στο αδύνατο και κατατρομαγμένο πρόσωπο της. Ο Μαρμελάντωφ αντί να μπεί μέσα, γονάτισε στο κατώφλι κι έσπρωξε μπροστά τον Ρασκόλνικωφ.

Η Κατερίνα Ιβάνοβνα, βλέποντας έναν άγνωστο, στάθηκε αφαιρεμένα μπροστά του και παράτησε για μια στιγμή τις σκέψεις, προσπαθώντας να καταλάβει τί ερχότανε να κάμει αυτός εδώ. Σίγουρα, όμως, θα νόμισε πως πήγαινε σε κανέναν απ' τους διπλανούς τους, γιατί το δωμάτιο των Μαρμελάντωφ ήτανε ενδιάμεσο. Μετά τη σκέψη αυτή, χωρίς να του δώσει καμμιά προσοχή, πήγε ν' ανοίξει την πόρτα του διπλανού διαδρόμου και, ξαφνικά, έμπηξε μια φωνή καθώς είδε τον άντρα της γονατισμένον μπροστά στο κατώφλι. "Α-αχ!

", φώναξε τυφλωμένη απ' τη μανία, "μου ξαναγύρισες, ε; Ληστή! Τέρας!... Πού είναι τα λεφτά; πόσα έχεις στην τσέπη σου, δείξε τα μου! Κι αυτά εδώ, δεν είναι τα ρούχα σου! Πού είναι τα ρούχα σου; Πού είναι τα λεφτά; Μίλα! Ρίχτηκε απάνω του για να τον ψάξει. Ο Μαρμελάντωφ άπλωσε αμέσως και τα δυο του χέρια πειθήνια, για να τη διευκολύνει στο ψάξιμο της τσέπης του. Δεν υπήρχε όμως ούτε καπίκι στις τσέπες του. "Τί τα 'κάνες τα λεφτά;", φώναξε εκείνη.

"Ω, θεέ μου! Είναι δυνατό να τα ήπιε όλα; Υπήρχαν ακόμα δώδεκα ρούβλια στο μπαούλο!... Ξαφνικά, την έπιασε λύσσα, τον άρπαξε απ' τα μαλλιά και τον έσυρε μέσα στο δωμάτιο. Ο Μαρμελάντωφ τη διευκόλυνε, μπουσουλώντας πίσω της υπάκουα. "Αυτό μου κάνει καλό, δε με πονάει, κύριε", φώναξε καθώς τον τράβαγε η γυναίκα του απ' τα μαλλιά Μια φορά, μάλιστα, του στούμπισε και το μέτωπο στο πάτωμα.

Η μικρούλα που κοιμότανε ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει. Το αγοράκι που στεκότανε στη γωνιά δεν κρατήθηκε. Το 'πιάσε τρεμούλα κι έβαλε τις φωνές, ορμώντας προς την αδελφούλα του καταταραγμένο. Η μεγαλύτερη έτρεμε σαν καλαμόφυλλο. "Όλα τα ήπιε! Όλα! ", φώναξε η δύστυχη γυναίκα με απελπισία. "Και τούτα δω τα ρούχα δεν είναι τα δικά του. θα πεθάνουμε από την πείνα, από την πείνα! (κι έδειχνε τα παιδιά, δαγκώνοντας τα δάχτυλα της). Α-αχ, η κολασμένη μας ζωή! Και του λόγου σου δεν ντρέπεσαι να βγαίνεις από τις ταβέρνες;", ούρλιαξε γυρίζοντας, ξαφνικά προς τον Ρασκόλνικωφ. "Μαζί τα πίνατε, ε; Μαζί μεθύσατε! Έξω από δω! Ο Ρασκόλνικωφ βγήκε έξω βιαστικά, χωρίς να πεί λέξη.

Στο μεταξύ, η μεσιανή πόρτα είχε ανοίξει διάπλατα και στο άνοιγμα στέκονταν οι περίεργοι και κοίταζαν. Τέντωναν τα κεφάλια τους, κοροϊδευτικά και κυνικά, άλλος με το τσιγάρο στα χείλη κι άλλος με την πίπα.

Έβλεπες μερικούς με ρόμπες του σπιτιού, ξεκούμπωτες, άλλους με εσώρουχα, με μια εμφάνιση ξετσίπωτη σχεδόν, και άλλους με χαρτιά της τράπουλας στα χέρια. Γέλαγαν, προπάντων, βλέποντας τον Μαρμελάντωφ να τον σέρνει η γυναίκα του απ' τα μαλλιά και ακούγοντας τον να φωνάζει πως αυτό του κάνει καλό. Ετοιμάζονταν, μάλιστα, να μπουν μέσα στο δωμάτιο. Τέλος, ακούστηκε ένα γαύγισμα λυσσασμένο: Ήτανε η Αμαλία Λιπεβέσχελ, που μπήκε στη μέση για ν' αποκαταστήσει την τάξη, με τον τρόπο της, περιλούζοντας δηλαδή τη δύστυχη γυναίκα με βρισιές και φοβερίζοντας την, για εκατοστή φορά, με τη διαταγή να της αδειάσει τη γωνιά από αύριο κιόλας.

Ο Ρασκόλνικωφ, προτού βγεί έξω, πρόφτασε να χώσει το χέρι στην τσέπη του και να βγάλει όσα λεφτά μπόρεσε να πιάσει από τα ψιλά που του 'μειναν όταν χάλασε το ρούβλι στην ταβέρνα. Τ' ακούμπησε κρυφά στο περβάζι του παραθύρου, αλλά ύστερα, όταν βρέθηκε στη σκάλα, το μετάνοιωσε και ήθελε να γυρίσει πίσω. "Τί βλακεία ήτανε αυτή που έκανα;", σκέφτηκε. "Αυτοί έχουν τη Σόνια τους, ενώ εγώ έχω ανάγκη από λεφτά". Έκανε όμως τη σκέψη πως ήτανε αδύνατο πια να τα ξαναπάρει. 'Άλλωστε, ακόμα κι αν μπορούσε, δε θα τα ξανάπαιρνε. Έκανε με το χέρι του μια κίνηση αδιαφορίας και τράβηξε για το σπίτι του. "Η Σόνια έχει ανάγκη ν' αγοράσει πομάδες", εξακολούθησε, βαδίζοντας στο δρόμο και χαμογελώντας σαρκαστικά: "Αυτή η καθαριότητα στοιχίζει ακριβά. Χμ! Δίχως τα δικά μου λεφτά θα 'μεναν αύριο όλοι τους νηστικοί!... Αχ, φουκαριάρα Σόνια! Σε τί επάγγελμα σ' έσπρωξαν! Και το κέρδος το 'χουνε αυτοί! Γιατί, όπως και να το κάνεις, έχουν κέρδος! Έχυσαν, βέβαια, μερικά δάκρυα, αλλά το συνήθισαν το πράμα πολύ γρήγορα. Ο άνθρωπος είναι τόσο πρόστυχος, που όλα τα συνηθίζει στο τέλος".

Άρχισε να σκέφτεται. "Κι αν είπα τώρα μια βλακεία;", αναφώνησε ξαφνικά δίχως να το θέλει.

"Αν, στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος δεν είναι πρόστυχος, ο άνθρωπος στο σύνολο του δηλαδή, μ' άλλα λόγια το ανθρώπινο γένος, αυτό θα σήμαινε πως όλα τ' άλλα είναι μόνο προλήψεις, φόβοι ολοκάθαρα φανταστικοί, θα σήμαινε πως δεν υπάρχουν πια φραγμοί και πως έτσι πρέπει να είναι!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 CHAPTER 2 CAPÍTULO 2

Ο Ρασκόλνικωφ δεν ήτανε συνηθισμένος να βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος και, καθώς είπαμε, απέφευγε να κάνει παρέα με τους ανθρώπους, - ιδίως τον τελευταίο καιρό. Raskolnikov was not used to being in the crowd and, as we have said, he avoided hanging out with people - especially lately.

Τώρα όμως κάτι τον τραβούσε ξαφνικά προς τους ανθρώπους. But now something suddenly drew him to the people. Κάποια αλλαγή φαινότανε να 'γίνε μέσα του. Some change seemed to be happening inside him. Ταυτόχρονα ένιωθε μια πυρετώδη λαχτάρα να ξανασυνδεθεί με τους άλλους. At the same time he felt a feverish longing to reconnect with others. Τούτος ο οδυνηρός μήνας, που τον πέρασε απομονωμένος μέσα σε μια νοσηρή υπερδιέγερση, τον κατέβαλε τόσο πολύ, ώστε αποζητούσε τώρα ν' αναπνεύσει σ' έναν καινούργιο κόσμο, οποιονδήποτε, έστω και για μια μόνο στιγμή. This painful month, spent in isolation in a morbid overstimulation, paid off so much that he now sought to breathe into a new world, anyone, even for a moment. Γι' αυτό μ' αληθινή ευχαρίστηση καθυστερούσε τώρα σε τούτο το βρωμομάγαζο, μ' όλη τη βρωμιά που είχε αυτό το περιβάλλον. So it was with real pleasure that he now lingered in this dirty shop, with all the dirt that this environment had. Ο καταστηματάρχης βρισκότανε στο διπλανό δωμάτιο, παρουσιαζότανε όμως πολύ συχνά στην κύρια αίθουσα. The shopkeeper was in the next room, but he was very often in the main room.

Για να 'ρθει εδώ μέσα, έπρεπε να κατεβεί κάμποσα σκαλιά. To get in here, he had to go down a few steps. Έβλεπες πρώτα-πρώτα τις καλογυαλισμένες μπότες του με τα πλατειά, κόκκινα, ρεβέρια. You first saw his well-polished boots with their wide, red, red backs. Φορούσε ένα σακάκι χωριάτικο, χωρίς μανίκια, γιλέκο μαύρο από σατέν, φοβερά λιγδιασμένο, χωρίς γραβάτα, κι όλο του το μούτρο γυάλιζε σα λαδωμένος συρτής. He wore a peasant jacket, sleeveless, a black satin vest, terribly greasy, no tie, and his whole face shone like a greasy sliding door. Πίσω απ' τον πάγκο, στεκότανε ένα παιδί που θα 'τανε δεκατεσσάρων χρονών. Behind the bench, there was a boy standing who would have been fourteen years old. Ένα άλλο, μικρότερο, σερβίριζε τους πελάτες. Another, smaller one, served the customers. Στη μόστρα, υπήρχαν στρογγυλά κομματάκια αγγούρι, παξιμάδια και ψάρι κομμένο σε μικρές-μικρές φέτες. In the gizzard, there were round pieces of cucumber, nuts and fish cut into small-small slices. Όλα αυτά βρωμοκοπάγανε φριχτά. All of this stunk horribly. Ήτανε τόσο αποπνιχτική η ατμόσφαιρα, κι είχανε τόσο ποτιστεί τα πάντα απ' τη μυρουδιά του κρασιού, που είχες την εντύπωση ότι τον αέρα μόνο ν' ανάσαινες, θα γινόσουν τύφλα στο μεθύσι μέσα σε πέντε λεφτά. The atmosphere was so stifling, and everything was so saturated with the smell of wine, that you had the impression that if you breathed the air, you'd be drunk out of your mind within five minutes. Μερικές φορές, τυχαίνει να συναντήσουμε ανθρώπους, ολότελα άγνωστους μας, που αρχίζουν, έτσι άξαφνα, να μας ενδιαφέρουν, αμέσως μόλις τους πρωτοδούμε και μάλιστα πριν ακόμα ανταλλάξουμε λέξη μαζί τους. Sometimes, we happen to meet people, total strangers to us, who suddenly start to interest us as soon as we first meet them and even before we have exchanged a word with them.

Αυτήν ακριβώς την εντύπωση έκανε στον Ρασκόλνικωφ εκείνος που καθότανε παράμερα κι έμοιαζε με συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο. That was the impression made on Raskolnikov by the man who was sitting on the sidelines and looked like a retired civil servant. Αργότερα, θυμήθηκε πολλές φορές αυτή την πρώτη συνάντηση που την απέδιδε σ' ένα είδος προαισθήματος. Later, he recalled many times that first meeting, which he attributed to a kind of premonition. Δεν άφηνε από τα μάτια του τον υπάλληλο - σίγουρα γιατί και κείνος τον κοίταζε επίμονα και φαινότανε πως το 'θελε πάρα πολύ ν' ανοίξει κουβέντα μαζί του. He didn't take his eyes off the clerk - certainly because he was staring at him too and it seemed that he very much wanted to have a conversation with him.

Τους άλλους, όμως, που βρίσκονταν στην ταβέρνα, όπως επίσης και τον ταβερνιάρη, ο υπάλληλος τους κοίταζε με το συνηθισμένο του τρόπο με κάποια πλήξη και μ' ένα είδος περιφρονητικής ακαταδεξίας, σαν ανθρώπους που βρίσκονται πολύ πιο κάτω απ' αυτόν, τόσο στην κοινωνική θέση, όσο και στη μόρφωση. The others, however, who were in the tavern, as well as the tavern-keeper, the servant looked at them in his usual way with a certain boredom and a kind of contemptuous disdain, as if they were people far below him, both in social position and in education. Έτσι, δε νόμιζε πως είχε καμμιά υποχρέωση να τους απευθύνει το λόγο. So he didn't think he had any obligation to address them. Ήτανε ένας άνθρωπος που θα είχε περάσει τα πενήντα, με ανάστημα μέτριο, γεροδεμένος, με αραιά γκρίζα μαλλιά στο γυμνό του κεφάλι. He was a man who would have been in his fifties, of medium stature, stocky, with sparse grey hair on his bare head.

Το αλκοολικό, φουσκωμένο πρόσωπο του ήτανε κίτρινο ή μάλλον πρασινωπό, και τα μικρά ματάκια του γυάλιζαν, κοκκινωπά, αλλά γεμάτα ζωηρότητα, κάτω απ' τα πρησμένα βλέφαρα του. His alcoholic, bloated face was yellow, or rather greenish, and his little eyes gleamed, reddish but full of vivacity, under his swollen eyelids. Ωστόσο, εντελώς ιδιαίτερη εντύπωση σου 'κάνε το βλέμμα του, που φλογιζότανε από ένα είδος ενθουσιασμού. However, you were particularly struck by his look, which was inflamed with a kind of enthusiasm. Ίσως να 'χε και μυαλό και εξυπνάδα, αλλά από μερικές απότομες εκλάμψεις, διέκρινες στα μάτια του κάτι που μπορούσε μια χαρά να είναι και τρέλλα. Maybe he had brains and intelligence, but from a few sharp flashes, you could see something in his eyes that could very well be madness. Φορούσε μια παλιά μαύρη ρεντικότα, ξεκουρελιασμένη, με τα κουμπιά κομμένα. He was wearing an old black reddish-black dress, untucked, with the buttons cut off.

Μονάχα ένα κουμπί ψευτοστεκότανε ακόμα. Only one button was still false. Είχε κουμπωθεί μ' αυτό σίγουρα, γιατί ήθελε να είναι μέσα στα όρια της ευπρέπειας. He was buttoned up about it for sure, because he wanted to be within the bounds of propriety. Κάτω απ' το γιλέκο του, φαινόταν μια χιλιοτσαλακωμένη κολλαρίνα, λιγδιασμένη και μουσκεμένη απ' το πιοτό. Beneath his vest, a wrinkled collar could be seen, greasy and soaked with drink. Ξυριζότανε σαν καλός δημόσιος υπάλληλος, αλλά, κατά πως φαίνεται, είχε ξυριστεί για τελευταία φορά πριν από πολύν καιρό, γιατί τα μάγουλα και το σαγόνι του ήτανε σκεπασμένα τώρα από γκρίζα και σκληρά γένια. He shaved like a good civil servant, but, it seems, he had last shaved a long time ago, for his cheeks and chin were now covered with a grey and stiff beard.

Οι κινήσεις του και οι τρόποι του είχανε τη σφραγίδα της γραφειοκρατικής επισημότητας. His movements and manners had the stamp of bureaucratic formality. Ωστόσο, φαινότανε ανήσυχος. However, he looked worried. Ανασκάλευε τα μαλλιά του και από καιρό σε καιρό έσφιγγε με απελπισία το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια, ακουμπώντας τους τρύπιους αγκώνες του πάνω στο λιγδιασμένο και μουσκεμένο τραπεζάκι. He ruffled his hair, and from time to time he clasped his head between his hands in despair, resting his holey elbows on the greasy and soaked table. Στο τέλος, κοιτάζοντας επίμονα τον Ρασκόλνικωφ, του είπε δυνατά και σταθερά: "Θα ήμην, κύριε, πολύ τολμηρός αν σας απηύθυναν τον λόγον δια μίαν αξιοπρεπή συζήτησιν; Διότι, μολονότι η εμφάνιση σας είναι απέριττος, εγώ, λόγω της πείρας μου, βλέπω σε σας έναν άνθρωπον με καλήν μόρφωσιν, όχι συνηθισμένον να πίνει. Finally, staring at Raskolnikov, he said loudly and firmly: "Would I be too bold, sir, if I were to address you for a dignified discussion? For, although your appearance is unpretending, I, from my experience, see in you a man of good education, not accustomed to drink. Εγώ πάντοτε σέβομαι την μόρφωσιν, όταν αύτη συνοδεύεται από αισθήματα καλά. I always respect education, when it is accompanied by good feelings. Siempre respeto la educación cuando va acompañada de buenos sentimientos.

«Άλλωστε, φέρω τον τίτλον του συμβούλου. "After all, I carry the title of counsellor. Además, tengo el título de consultor.

Μαρμελάντωφ - αυτό είναι τ' όνομα μου- επίτιμος σύμβουλος. Marmeladov - that's my name - honorary councillor. Marmelandov, ese es mi nombre, asesor honorario. Μου επιτρέπετε να σας ερωτήσω αν είσαστε υπάλληλος;». May I ask you if you are an employee?". "¿Puedo preguntarle si es un empleado?" "Όχι, σπουδάζω...", απάντησε ο Ρασκόλνικωφ, που τα 'χασέ κάπως μ' αυτόν τον παράξενα πομπώδη τόνο, που είχε η ομιλία του, κι απ' το γεγονός ότι ένας ξένος του απηύθυνε το λόγο, έτσι ξαφνικά κι απότομα. "No, I am studying..." replied Raskolnikov, who was somewhat upset by the strange pompous tone of his speech, and by the fact that a stranger had addressed him so suddenly and abruptly. "No, estoy estudiando ...", respondió Raskolnikov, que estaba algo perdido en ese extraño tono pomposo de su discurso, y por el hecho de que un extraño se dirigiera a él, tan repentina y abruptamente.

Παρ' όλη τη λαχτάρα που ένιωθε τώρα δα να βρει μια οποιαδήποτε παρέα, με την πρώτη κουβέντα που του είπε αυτός ο άγνωστος, ένιωσε και πάλι μέσα του εκείνη τη δυσάρεστη αίσθηση αποστροφής, που την ένιωθε πάντοτε, κάθε φορά που ένας ξένος πλησίαζε ή έκανε πως ήθελε να τον πλησιάσει. Despite all the craving he now felt to find any company, with the first conversation that this stranger had told him, he felt again in him that unpleasant sense of aversion, which he always felt, whenever a stranger approached or did how he wanted to approach him. A pesar de todo el anhelo que sentía ahora de encontrar alguna compañía, con la primera conversación que le dijo este extraño, volvió a sentir en él esa desagradable sensación de asco, que siempre sentía, cada vez que un extraño se acercaba o hacía. cómo quería acercarse a él.

"Φοιτητής, λοιπόν, ή πρώην φοιτητής", φώναξε ο υπάλληλος. "So a student, or a former student," the clerk shouted. "Entonces un estudiante, o un ex-estudiante", gritó el empleado.

"Το σκέφτηκα! "I thought about it! "¡He pensado en ello! Η πείρα, αγαπητέ μου κύριε, η μακρά και αδιάλειπτος πείρα! The experience, dear sir, the long and uninterrupted experience! ¡Experimente, mi querido señor, la experiencia larga e ininterrumpida! Και, σα να 'θελε να παινέψει τα πνευματικά του χαρίσματα, έφερε το δάχτυλο στο μέτωπο του. And, as if to glorify his spiritual gifts, he brought his finger to his forehead. Y, como para glorificar sus dones espirituales, se llevó el dedo a la frente.

"Υπήρξατε φοιτητής, ή μάλλον παρακολουθήσατε μερικά μαθήματα. "You were a student, or rather you attended a few classes. "Eras estudiante, o más bien asististe a algunas clases.

Επιτρέψατε μου όμως...". But let me...". Pero me permitiste ... ". Σηκώθηκε τρεκλίζοντας, πήρε το πιατελάκι και το ποτήρι του, κι ήρθε και κάθισε δίπλα στον Ρασκόλνικωφ. He staggered, picked up his plate and glass, and came and sat down next to Raskolnikov. Se tambaleó, recogió su plato y su vaso, se acercó y se sentó junto a Raskolnikov.

Ήτανε μεθυσμένος, μιλούσε όμως καθαρά και ζωηρά. He was drunk, but he spoke clearly and lively. Estaba borracho, pero hablaba clara y vívidamente. Πού και πού μονάχα κόμπιαζε, ώσπου να βρεί τα λόγια του. Where and when he only struggled, until he found his words. Dónde y cuándo solo luchó, hasta que encontró sus palabras.

Έπεσε πάνω στον Ρασκόλνικωφ με τέτοια λαιμαργία, ώστε θα 'λέγε κανείς πως κι αυτός επίσης δεν είχε μιλήσει μ' άνθρωπο εδώ κι ένα μήνα. He fell on Raskolnikov with such greed that one would say that he, too, had not spoken to a man for a month. Cayó sobre Raskolnikov con tanta codicia que uno diría que él tampoco había hablado con un hombre durante un mes. "Αγαπητέ κύριε", άρχισε να λέει σε τόνο επίσημο σχεδόν, "η φτώχεια δεν είναι κακό ελάττωμα - αυτό είναι αλήθεια. "Dear sir," began to say in almost formal tone, "poverty is not a bad flaw - that's true. "Estimado señor", comenzó a decir en un tono casi oficial, "la pobreza no es un defecto grave, es cierto.

Γνωρίζω επίσης ότι και η μέθη δεν είναι αρετή. I also know that drunkenness is not a virtue. También sé que la embriaguez no es una virtud. Αλλά, η εξαθλίωσις, κύριε, η εξαθλίωσις είναι ένα κακό ελάττωμα. But, misery, sir, misery is a bad defect. Pero, la miseria, señor, la miseria es un mal defecto. Στη φτώχεια διατηρείτε ακόμα την ευγένεια των εμφύτων αισθημάτων σας! In poverty, you still have the courtesy of your emotional feelings! ¡En la pobreza aún conservas la bondad de tus sentimientos innatos! Στην εξαθλίωση, όμως, ουδείς κατόρθωσε να την διατηρήσει. In misery, however, no one managed to keep it. En la miseria, sin embargo, nadie logró mantenerlo. Τον άνθρωπο, που πέφτει στην εξαθλίωση, δεν τον κυνηγάνε πια με το ραβδί, αλλά με τη σκούπα, για να γίνει το πράγμα ακόμη πιο ταπεινωτικό. The man, who falls into misery, does not hunt him with the stick, but with the broom, so that the thing becomes even more humiliating. El hombre, que cae en la miseria, ya no es perseguido con el palo, sino con la escoba, para hacer las cosas aún más humillantes. Κι έχουν δίκιο, γιατί στην εξαθλίωση εμείς οι ίδιοι πρώτα-πρώτα είμαστε έτοιμοι ν' ατιμάσωμεν τον εαυτόν, μας. And they are right, because in misery we ourselves are first and foremost ready to dishonor ourselves, ourselves. Y tienen razón, porque en la miseria nosotros mismos estamos ante todo dispuestos a deshonrarnos a nosotros mismos, a nosotros mismos. Εντεύθεν πηγάζει και η κρασοκατάνυξις. Vineyards are also the source of this. Esta es la fuente del vino.

Κύριε, προ μηνός, ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ, έσπασε στο ξύλο την σύζυγόν μου. Mr., A month ago, Mr. Lempeiajannikov, my husband broke the wood. El Sr. Lebeziadnikov, hace un mes, rompió a mi esposa en el bosque. Και η σύζυγος μου, είναι πολύ διαφορετική από μένα. And my wife is very different from me. Y mi esposa es muy diferente a mí. Καταλαβαίνετε; Επιτρέψατε μου να σας κάνω ακόμα μίαν ερώτησιν κι ας πούμε πως είναι από απλή περιέργεια. Do you understand? Allow me to ask you one more question and let's say it is from simple curiosity. Lo entiendes? Déjame hacerte una pregunta más, aunque sea por curiosidad. Ξενυχτήσατε καμμιά φορά στο Νέβα, μέσα στις μαούνες που κουβαλάνε άχυρο;". "Have you ever spent the night in Neva, in the barges carrying straw?" "¿Alguna vez has pasado la noche en Neva, en las barcazas que transportan paja?" "Όχι, δε μου 'τύχε ποτέ", απάντησε ο Ρασκόλνικωφ. "No, it never happened to me," Raskolnikov replied. "No, nunca me pasó a mí", respondió Raskolnikov.

"Πού θέλετε να καταλήξετε μ' αυτό;". "Where do you want to end up with this?" "¿Dónde quieres terminar con esto?" "'Ε, λοιπόν, εγώ κοιμάμαι εκεί μέσα πέντε μέρες τώρα...". "Well, I've been sleeping there for five days now ...". "Bueno, ya llevo cinco días durmiendo allí ...".

Γέμισε το ποτήρι του, το ήπιε κι άρχισε να σκέφτεται. He filled his glass, drank it and began to think. Llenó su vaso, lo bebió y empezó a pensar.

Πραγματικά, έβλεπες ακόμα άχυρα, κολλημένα δω και κει πάνω στα ρούχα του και στα μαλλιά του. Really, you could still see straws stuck here and there on his clothes and hair. Realmente, todavía se podían ver pajitas pegadas aquí y allá en su ropa y cabello. Ήτανε ολοφάνερο πως εδώ και πέντε μέρες ούτε τα ρούχα του έβγαλε, ούτε είχε πλυθεί: It was obvious that for the past five days he had neither taken off his clothes nor had he washed them: Era obvio que durante los últimos cinco días no se había quitado la ropa ni la había lavado:

Τα χέρια του, προ πάντων, ήτανε πολύ βρώμικα, κοκκινωπά, με κατάμαυρα νύχια. His hands, above all, were very dirty, reddish, with dark nails. Sus manos, sobre todo, estaban muy sucias, rojizas, con uñas oscuras.

Όλοι εκεί μέσα φάνηκαν σα να προσέχουν, κάπως βαριεστημένα όμως, την κουβέντα του. Everyone in there seemed to be paying attention, but somewhat bored, to his conversation. Todos allí parecían estar prestando atención, aunque algo aburridos, a su conversación.

Τα παιδιά χασκογελούσαν πίσω απ' τον πάγκο. The children smirked behind the counter. Los niños sonrieron detrás del mostrador. Ο καταστηματάρχης κατέβηκε επίτηδες, καθώς φαίνεται, απ' το πάνω πάτωμα, για ν' ακούσει αυτό το "ψώνιο". The shopkeeper went desperately, apparently from the top floor, to listen to this "shopping." El tendero bajó a propósito, al parecer, desde el piso superior, para escuchar este "shopping". Καθότανε  λίγο  πιο  πέρα  και  χασμουριότανε  τεμπέλικα,  με  ύφος  όμως βαρυσήμαντο. He sat a little further and yawned lazily, but with a weighty style. Se sentó un poco más y bostezó perezosamente, pero con un estilo pesado.

Σίγουρα, ο Μαρμελάντωφ, ήτανε από πολύν καιρό γνωστός εδώ μέσα. Certainly Marmelandov has been known in here for a long time. Ciertamente, Marmelandov se conoce aquí desde hace mucho tiempo.

Καθώς φαίνεται μάλιστα, η αδυναμία του για τα παχιά λόγια τον έσπρωχνε να στήνει κουβέντα στην ταβέρνα με χίλιους δυο αγνώστους. In fact, as it seems, his inability for the bold words pushed him to start a conversation in the tavern with a thousand and two strangers. De hecho, como parece, su incapacidad para las palabras atrevidas lo empujó a iniciar una conversación en la taberna con mil dos desconocidos. Η συνήθεια αυτή γίνεται ανάγκη σε μερικούς μπεκρήδες, ιδίως σ' αυτούς που τους κακομεταχειρίζονται στα σπίτια τους και τραβάνε εκεί το διάβολο τους. This habit becomes a necessity for some crutches, especially those who are mistreated in their homes and cast their devil there. Este hábito se convierte en una necesidad para algunas muletas, especialmente aquellas que son maltratadas en sus hogares y arrojan allí su diablo. Έτσι προσπαθούν πάντοτε να δικαιωθούν στα μάτια των μπεκρήδων συντρόφων τους και είναι δυνατό να κερδίσουν την εκτίμηση τους. Thus they always try to justify themselves in the eyes of their drunken comrades and it is possible to gain their esteem. Por eso siempre intentan justificarse a los ojos de sus compañeros y es posible ganarse su reconocimiento. "Τί αστείος τύπος! "What a funny guy!" "¡Qué tipo más gracioso!"

είπε τ' αφεντικό δυνατά. the boss said loudly. dijo el jefe en voz alta. "Αλλά γιατί δε δουλεύεις; Γιατί δεν πας στην υπηρεσία σου, αφού είσαι υπάλληλος;". "But why aren't you working? Why don't you go to your service if you are an employee?" "¿Pero por qué no trabajas? ¿Por qué no vas a trabajar, ya que eres un empleado?" "Γιατί δεν πηγαίνω στην υπηρεσία μου, είπατε κύριε;", απάντησε ο Μαρμελάντωφ, απευθυνόμενος στον Ρασκόλνικωφ, σα να τον είχε αυτός ρωτήσει. "Why don't I go to my service, did you say, sir?" replied Marmeladov, addressing Raskolnikov, as if he had asked him. "¿Por qué no voy a mi servicio, dijo usted señor?", Respondió Marmelandov, dirigiéndose a Raskolnikov, como si le hubiera preguntado.

"Γιατί δεν πηγαίνω στην υπηρεσία μου; Λέτε πως δε ματώνει η καρδιά μου βλέποντας το άσκοπον μπεκρολόγημά μου; Όταν ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ χτύπησε την σύζυγόν μου, με τα ίδια του τα χέρια, πριν από ένα μήνα, και σωριάστηκα κάτω, στουπί στο μεθύσι, λέτε πως δεν πονούσα; Επιτρέψατε μου, νέε μου... Σας έτυχε να ζητήσατε ποτέ δανεικά λεπτά, δίχως να 'χετε καμμιά ελπίδα;". "Why do not I go to my office? You say that my heart does not bleed at the sight of my pointless mourning? , you say that I was not in pain? You allowed me, my new ... Have you ever asked for loan minutes, without having any hope? ". "¿Por qué no voy a mi oficina? ¿Dices que mi corazón no sangra al ver mi luto sin sentido? Cuando el señor Lebeziadnikov golpeó a mi esposa con sus propias manos, hace un mes, y me caí borracho , ¿dices que no tenía dolor? Me permitiste, mi nuevo ... ¿Alguna vez pediste minutos de préstamo, sin tener ninguna esperanza? ". "Μου 'τυχε... δηλαδή, τί θέλετε να πείτε μ' αυτό το "δίχως καμμιά ελπίδα;"". "It happened to me ... that is, what do you mean by 'without any hope?'". "Me pasó a mí ... es decir, ¿a qué te refieres con 'sin ninguna esperanza'?".

"Θέλω να πω, χωρίς να 'χετε την παραμικρή ελπίδα, ξέροντας πολύ καλά και εκ των προτέρων, ότι το διάβημα που κάνετε δεν πρόκειται να 'χει κανένα αποτέλεσμα. "I want to say, without the slightest hope, knowing full well and in advance, that the step you are taking is not going to have any effect. “Quiero decir, sin la menor esperanza, sabiendo muy bien y de antemano, que el paso que está dando no va a tener ningún efecto.

Παραδείγματος χάριν, ξέρετε εκ των προτέρων, είσαστε πέρα για πέρα σίγουρος, ότι αυτός ο άνθρωπος, ένας από τους πιο χρήσιμους και τους πιο καλοπροαίρετους πολίτες, με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να σας δανείσει λεφτά. For example, you know in advance, you are beyond certainty that this man, one of the most useful and the most well-meaning citizens, will in no way lend you money. Por ejemplo, usted sabe de antemano, está absolutamente seguro, que este hombre, uno de los ciudadanos más útiles y bien intencionados, de ninguna manera le va a prestar dinero.

Και για ποιο λόγο, αλήθεια, θα με δάνειζε; σας ερωτώ. And why, indeed, would he lend me money? I ask you. ¿Y por qué, realmente, me prestaría? Yo te pregunto.

Ξέρει πάρα πολύ καλά πως δε θα του τα δώσω πίσω. He knows perfectly well that I won't give it back to him. Sabe muy bien que no lo devolveré. Επειδή θα με λυπότανε; Because he would feel sorry for me? ¿Porque sentiría lástima por mí? Μα, ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ, που είναι ενημερωμένος πάνω στις σύγχρονες ιδέες, μου εξήγησε την άλλη φορά ότι στην εποχή μας ακόμα και η επιστήμη το απαγορεύει να λυπόμαστε τον άλλο και ότι έτσι γίνεται στην Αγγλία, όπου το λόγο έχει η πολιτική οικονομία. But Mr. Lebzejadinikov, who is up to date on modern ideas, explained to me that even in science, even today, he forbids us to regret the other, and that is how it is done in England where the political economy has the say. Pero el Sr. Lebeziadnikov, que está bien informado sobre las ideas modernas, me explicó una vez más que en nuestro tiempo incluso la ciencia nos prohíbe llorar el uno por el otro y que este es el caso en Inglaterra, donde la economía política tiene algo que decir.

Γιατί, λοιπόν, θα δεχότανε να με δανείσει; Σας ερωτώ. So why would he accept to lend me? I ask you. Entonces, ¿por qué aceptaría prestarme? Yo te pregunto. Και όμως... Ξέροντας εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να σας δανείσει, ξεκινάτε και πηγαίνετε για...". And yet... Knowing beforehand that he's not going to lend you money, you go off and go for...". Y sin embargo ... Sabiendo de antemano que no te va a prestar, empiezas y vas por ... ". "Και για ποιο λόγο να πάτε;", είπε ο Ρασκόλνικωφ. "And why should you go?" said Raskolnikov. "¿Y por qué ir?", Dijo Raskolnikov.

"Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος και γιατί δεν ξέρετε πού ν' ακουμπήσετε το κεφάλι σας. "Because there is no other way and because you don't know where to put your head. “Porque no hay otro camino y porque no sabes dónde descansar la cabeza.

Ο καθένας αναγκάζεται στο τέλος να πάει κάπου! Everyone is forced to go somewhere in the end! ¡Todos se ven obligados a ir a algún lugar al final! Γιατί έρχεται μια ώρα που, θέλοντας και μη, πρέπει να πάρεις την απόφαση και να πας κάπου, οπουδήποτε! Because there comes a time when, willingly or not, you have to make the decision and go somewhere, anywhere! Porque llega un momento en el que, te guste o no, ¡tienes que tomar la decisión e ir a alguna parte, a cualquier parte! 'Όταν η μοναχοκόρη μου πήγε δια πρώτην φοράν να πάρει την κάρταν της, βγήκα κι εγώ να πάω κάπου... (διότι η κόρη μου έχει κάρτα κοινής γυναικός και ζει απ' αυτή τη δουλειά)...", πρόσθεσε ανοίγοντας μια παρένθεση και κοιτάζοντας το νέο κάπως ανήσυχα. "When my only daughter went to get her card for the first time, I also went out somewhere ... (because my daughter has a common woman card and lives from this job) ...", he added, opening a parenthesis. and looking at the new somewhat anxiously. “Cuando mi única hija fue por primera vez a buscar su carnet, yo también salí a alguna parte… (porque mi hija tiene carnet de mujer común y vive de este trabajo)…”, agregó abriendo un paréntesis. y mirando el nuevo algo ansiosamente.

"Δεν έχει σημασίαν αυτό, κύριε, καμμίαν απολύτως", βιάστηκε να δηλώσει με ψεύτικη αταραξία, ενώ τα δυο παιδιά του μαγαζιού ξέσπασαν σ’ένα συγκρατημένο γέλιο πίσω απ' τον πάγκο και το αφεντικό χαμογελούσε. "It does not matter at all, sir, no one at all," he hastened to declare with false agitation, while the two children of the shop burst into a restrained laugh behind the counter and the boss was smiling. "No importa nada señor, nadie", se apresuró a declarar con falsa agitación, mientras los dos niños de la tienda estallaban en una carcajada contenida detrás del mostrador y el patrón sonreía. "Καμμίαν σημασίαν, που λέτε. "No matter what you say. "No importa lo que digas.

Δεν πτοούμαι από εμπαιγμούς, διότι τα γνωρίζουνε οι πάντες και "ουδέν κρυπτόν ό μη φανερόν γενήσεται". I do not shy away from jokes, because everyone knows them and "no secret is born that is not obvious". No rehuyo los chistes, porque todos los conocen y "no nace ningún secreto que no sea obvio". Δεν τα βλέπω αυτά με περιφρόνησιν αλλά με ταπεινοφροσύνην. I do not see this with contempt but with humility. No veo esto con desprecio sino con humildad. Τέλος πάντων, τέλος πάντων. Anyway, anyway. De todos modos, de todas maneras. "Ίδε ο άνθρωπος! "No man! "¡Aquí está el hombre! Επιτρέψατε μου, νέε μου. Allow me, young man. Permíteme, mi nuevo.

Μπορείτε... Όχι, πρέπει να το πω πιο ζωντανά και πιο πρωτότυπα. You can ... No, I have to say it more vividly and more original. Puedes ... No, tengo que decirlo de manera más viva y original. Όχι μπορείτε, αλλά τολμάτε να πείτε, βλέποντας με ταύτην την στιγμήν, τολμάτε, λέγω, να το βεβαιώσετε κατηγορηματικώς ότι δεν είμαι ένα γουρούνι;". You can not, but do you dare to say, seeing with this moment, do you dare, I say, to assure you categorically that I am not a pig? " No puedes, pero ¿te atreves a decir, mirando este momento, te atreves, digo, a afirmar categóricamente que no soy un cerdo? ”. Ο Ρασκόλνικωφ δεν είπε λέξη. Raskolnikov did not say a word. Raskolnikov no dijo una palabra.

"Έ, λοιπόν", συνέχισε ο ρήτορας ατάραχα, περιμένοντας με ακόμα μεγαλύτερη αξιοπρέπεια να σταματήσουν τα χάχανα, που ξεσήκωσαν στο μαγαζί τα τελευταία του λόγια, "ας παραδεχτούμε ότι όντως εγώ είμαι γουρούνι. —Bueno —continuó inquieto el orador, esperando con aún mayor dignidad a que el jajaja detuviera sus últimas palabras en la tienda—, admitamos que sí soy un cerdo.

Εκείνη, όμως, είναι σωστή κυρία. But she is the right lady. Pero ella es la dama adecuada. Εγώ είμαι η προσωποποίησις του κτήνους, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, όμως, η σύζυγος μου, είναι καλοαναθρεμμένη, κόρη ανωτέρου αξιωματικού. I am the personification of the beast, Katerina Ivanovna, but my wife is well-bred, the daughter of a senior officer. Soy la personificación de la bestia, Katerina Ivanovna, pero mi esposa es bien educada, hija de un oficial superior. Ας το παραδεχτούμε, ας παραδεχτούμε ότι είμαι ένα χαμένο κορμί, εκείνη όμως έχει μεγάλη καρδιά και, λόγω της καλής ανατροφής της, έχει ευγενικά αισθήματα. Let’s face it, let’s face it I'm a lost body, but she has a big heart and, because of her good upbringing, she has kind feelings. Seamos realistas, seamos realistas. Soy un cuerpo perdido, pero ella tiene un gran corazón y, debido a su buena educación, tiene sentimientos amables. Και όμως... Αχ! Y sin embargo ... ¡Ah! Αν με λυπότανε! If he felt sorry for me! ¡Si sentía lástima por mí! Κύριε, αγαπητέ μου κύριε, είναι απαραίτητο ο κάθε άνθρωπος να βρίσκει κάπου μια γωνίτσα όπου να τον πονάνε. Sir, my dear sir, it is necessary for every person to find somewhere a corner where they can be hurt. Señor, mi querido señor, es necesario que cada persona encuentre un rincón donde pueda lastimarse. Αλλά, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, με όλη της τη μεγαλοψυχία είναι άδικη. But Katerina Ivanovna, with all her magnanimity, is unjust. Pero Katerina Ivanovna, con toda su magnanimidad, es injusta. Και, μ' όλο που κι εγώ ο ίδιος το καταλαβαίνω ότι κατά βάθος με λυπάται, όταν με βουτάει απ' τα μαλλιά και με τραβάει... γιατί όντως με μαλλιοτραβάει, νεαρέ μου", επέμενε με ακόμα μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, καθώς ξανάκουσε να ξεσπάζουν και πάλι τα γέλια. And, although I myself understand that he deeply regrets me, when he dives into my hair and pulls me ... because he really pulls my hair, my young man ", he insisted with even greater dignity, as he heard them erupt again laughs again. Y, aunque yo mismo entiendo que se arrepiente profundamente de mí, cuando se zambulle en mi cabello y me jala ... porque realmente me jala el cabello, mi jovencito ”, insistió con aún mayor dignidad, al escucharlos estallar de nuevo en risas. de nuevo. "Αχ, θεέ μου! "Oh my God! "¡Ay Dios mío! Αν ήτανε, τουλάχιστο, μόνο για μια φορά!... If it was, at least, only for once! ... ¡Si fuera, al menos, solo por una vez! ... Αλλά όχι!... But no!... ¡Pero no!... Όλα αυτά είναι ανώφελα, τί να τα λέμε τώρα; Για ποιο σκοπό; Γιατί δεν είναι μια και δυο που με λυπήθηκαν, αλλά... αλλά είναι το φυσικό μου, βλέπετε, είμαι από γεννησιμιού μου κτήνος". All this is useless, what can we say now? For what purpose? Because it is not one or two that made me sad, but ... but it is my natural, you see, I have been a beast since my birth ". Todo esto es inútil, ¿qué podemos decir ahora? ¿Con qué propósito? Porque no es uno o dos los que me entristecen, pero ... pero es mi natural, ya ves, he sido una fiera desde que nací ”. "Σώπα! "Shut up! ", έκανε τ' αφεντικό μ' ένα χασμουρητό. ", the boss yawned. ", hizo el jefe con un bostezo. Ο Μαρμελάντωφ χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. Marmeladov slapped his fist on the table. Marmeladov golpeó la mesa con el puño. "Έτσι είναι το φυσικό μου. "It's my nature. "Es mi naturaleza.

Το ξέρετε, κύριε, το ξέρετε πως ήπια ακόμα και τις κάλτσες της; Δε λέω τα παπούτσια της, αυτό θα ήτανε τρόπον τινά εις την ιεραρχίαν των πραγμάτων, αλλά τις κάλτσες της... τις κάλτσες της τίς ήπια! Do you know, sir, do you know how soft even her socks are? I'm not saying her shoes, that would be some way in the hierarchy of things, but her socks ... her socks soft! ¿Sabe señor, sabe que hasta ablandó sus calcetines? No digo sus zapatos, eso estaría de alguna manera en la jerarquía de las cosas, pero sus calcetines ... ¡sus calcetines suaves! Τη μάλλινη πελλερίνα της, την ήπια κι αυτή! Her woolen cape, her soft one too! ¡Su capa de lana, su suave también! Και της την είχαν κάνει δώρο πριν απ' το γάμο μας, ήτανε καταδίκη της και όχι δικιά μου! Y le habían dado un regalo antes de nuestra boda, ¡era su condena y no la mía! Κι όμως μένουμε σ' ένα σπίτι πολύ κρύο. And yet we live in a very cold house. Y, sin embargo, vivimos en una casa muy fría. Το χειμώνα άρχισε να βήχει και να που τώρα φτύνει αίμα. In the winter he started coughing and now he is spitting blood. En el invierno empezó a toser y ahora escupe sangre. Έχουμε τρία μικρά παιδιά και η Κατερίνα Ιβάνοβνα δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. Tenemos tres niños pequeños y Katerina Ivanovna trabaja desde la mañana hasta la noche. Πλένει, σφουγγαρίζει, λούζει τα μικρά, γιατί απ' τα μικρά της χρόνια ήτανε μαθημένη στην καθαριότητα και είναι πολύ αδύνατο το στήθος της κι έχει προδιάθεση για τη φθίση, το καταλαβαίνω καλά! She washes, mops, bathes the little ones, because from her young years she was accustomed to cleanliness and her breasts are very weak and she has a predisposition for decay, I understand that well! Ella lava, frega, baña a los pequeños, porque desde muy joven estaba acostumbrada a la limpieza y sus pechos están muy débiles y tiene predisposición a las caries, ¡eso lo entiendo bien! Πώς θα μπορούσα να μην το καταλάβω; Κι όσο περισσότερο πίνω, τόσο περισσότερο τα καταλαβαίνω. ¿Cómo pude no entenderlo? Y cuanto más bebo, más los entiendo. Και, ακριβώς, πίνω γιατί βρίσκω στο πιοτό τη δυνατότητα να πονάω και να λυπάμαι... Πίνω για να πονάω διπλά". And, exactly, I drink because I find in the drink the possibility to be in pain and to be sad ... I drink to be in double pain ". Y, exactamente, bebo porque encuentro en la bebida la posibilidad de tener dolor y estar triste ... Bebo para tener doble dolor ”. Κι έγειρε το κεφάλι του με απελπισία πάνω στο τραπέζι. And he tilted his head in despair on the table. "Νεαρέ", συνέχισε, αναστηλώνοντας το κορμί του, "μου φαίνεται ότι διαβάζω εις το πρόσωπον σας κάτι σα θλίψιν. "Young man," he continued, restoring his body, "it seems to me that I am reading something sad in your face. Το είδα απ' την πρώτη στιγμή που μπήκατε εδώ μέσα και δι' αυτό σας μίλησα αμέσως. Διότι, αν σας διηγούμαι την ιστορίαν της ζωής μου, δεν το κάνω καθόλου δια να εξευτελιστώ μπροστά σ' αυτούς εδώ τους τεμπέληδες που, άλλωστε την ξέρουν, αλλά διότι ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο ευαίσθητον και μορφωμένον. Μάθετε, λοιπόν, ότι η σύζυγος μου σπούδασε σ' ένα πολύ καλό και αριστοκρατικό παρθεναγωγείον της επαρχίας και πως όταν βγήκε από κει χόρεψε με σάλι μπροστά στον κυβερνήτη κι όλους τους άλλους επισήμους και της δώσανε γι' αυτό χρυσούν μετάλλιον με τιμητικόν δίπλωμα. Find out, then, that my wife studied in a very good and aristocratic girls' school in the province and that when she came out she danced in a shawl in front of the governor and all the other officials and for that they gave her a gold medal with an honorary diploma. Το μετάλλιο... ε, λοιπόν... και το μετάλλιο το πουλήσαμε... πάει πολύ καιρός, χμ... Το τιμητικόν δίπλωμα, όμως, το 'χει ως τα σήμερα, κλεισμένο σ' ένα μπαούλο και μάλιστα τώρα τελευταία το 'δείξε στη σπιτονοικοκυρά. The medal ... well ... and we sold the medal ... it takes a long time, hm ... The honorary diploma, however, is still there today, enclosed in a trunk and in fact now the last one he pointed to the landlady. Παρ' όλο που τρώγεται κάθε μέρα με τη σπιτονοικοκυρά, αισθανότανε την ανάγκη να επιδειχτεί σε κάποιον και να θυμηθεί τις παλιές καλές ημέρες. Even though she eats every day with the landlady, she felt the need to show off to someone and remember the good old days. Δεν την κατακρίνω γι' αυτό, όχι, δεν την κατακρίνω, διότι αϊ αναμνήσεις της είναι το μόνο που της απομένει σήμερα. I do not criticize her for that, no, I do not criticize her, because her memories are the only thing left for her today. Όλα τ' άλλα έγιναν καπνός. Everything else became smoke. Ναι, ναι, είναι μια γυναίκα που θυμώνει εύκολα... περήφανη και δυσκολομεταχείριστη, θα σφουγγαρίσει η ίδια το πάτωμα και θα φάει μόνο μαύρο ψωμί, αλλά στο ζήτημα της περηφάνειας δεν κάνει συμβιβασμούς. Yes, yes, she is a woman who gets angry easily ... proud and difficult to handle, she will mop the floor herself and eat only black bread, but in the matter of pride she does not compromise. Έτσι, δεν ανέχθηκε την προστυχιά του Λεμπεζιάντνικωφ, κι όταν ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ την χτύπησε δι' αυτόν τον λόγο, έπεσε στο κρεβάτι περισσότερον διότι πληγώθηκε η περηφάνειά της και πολύ ολιγώτερον ένεκα των κτυπημάτων που της είχε δώσει. Thus, she did not tolerate Lebeziadnikov's misery, and when Mr. Lebeziadnikov hit her for this reason, he fell into bed more because her pride was hurt and much less because of the blows he had given her. "Τήν παντρεύτηκα χήρα με τρία μικρά παιδιά. "I married her to a widow with three small children.

Την πρώτην φοράν είχε παντρευτεί από αίσθημα έναν αξιωματικόν του πεζικού, κλέφτηκε μαζί του και έφυγε από το σπίτι των γονέων της. She had married an infantry officer for the first time out of affection, stole with him and left her parents' house. Τον αγαπούσε σαν τρελλή, εκείνος όμως απέκτησε το πάθος της χαρτοπαιξίας, πέρασε από στρατοδικείον και ύστερα πέθανε. She loved him like crazy, but he acquired a passion for gambling, went through a military court and then died. Στο τέλος, την έδερνε κιόλας, και παρ' όλον ότι δεν τον άφηνε κι εκείνη απεριποίητον, ως είμαι εις θέσιν να γνωρίζω από δοκουμέντα αδιάσειστα και λεπτομερή, τον θυμάται και σήμερα ακόμα με δάκρυα και όλο με κατηγορεί, κάνοντας την σύγκρισιν μ' εκείνον, πράγμα που μ' ευχαριστεί, διότι αυτό τουλάχιστον της επιτρέπει να βλέπει νοερά τον εαυτό της ευτυχισμένον. In the end, he even beat her, and even though she did not leave him unattended, as I am able to know from documents unshakable and detailed, she still remembers him with tears and always accuses me, comparing her to him, which pleases me, because it at least allows her to see herself mentally happy. Μετά τον θάνατον του συζύγου της, έμεινε ολομόναχη σε μιαν απομακρυσμένην και αγρίαν περιοχήν, όπου την συνήντησα τότε. After the death of her husband, she was left alone in a remote and wild area, where I met her then. Ευρίσκετο εις τοιαύτην τρομεράν αθλιότητα που δε μπορώ να σας την περιγράψω, παρ' όλον ότι μέχρι σήμερον έχω γνωρίσει όλας τας αποχρώσεις της αθλιότητας. There was such terrible misery that I can not describe it to you, although to this day I have known all the nuances of misery. Οι δικοί της της γύριζαν τις πλάτες. Hers turned their backs on her. Και ύστερα, ήτανε περήφανη, παρά πολύ περήφανη... Και τότε εγώ, κύριε, εγώ που ήμουν επίσης χήρος και είχον απ' την πρώτην μου σύζυγον ένα κοριτσάκι δεκατεσσάρων χρονών, της πρόσφερα το χέρι μου, μη δυνάμενος να βλέπω τοιαύτην δυστυχίαν. "Μπορείτε να κρίνετε εις ποίον σημείον δυστυχίας είχε φτάσει δια να δεχτεί μία γυναίκα σαν κι αυτή, καλοαναθρεμμένη και από καλό σπίτι, να πάρει εμένα άντρα της.

Ε, λοιπόν, το δέχτηκε! Έκλαψε, βέβαια, άφησε λυγμούς και κτυπούσε τα χέρια της με απελπισίαν, αλλά το δέχτηκε! She cried, of course, left tears and clapped her hands in despair, but she accepted! Δεν ήξερε πού ν' ακουμπήσει το κεφάλι της. Καταλαβαίνετε, κύριε, καταλαβαίνετε τί σημαίνει αυτό; Να μην ξέρεις πού ν' ακουμπήσεις το κεφάλι σου; Όχι, δεν το καταλαβαίνετε ακόμα... Κι ένα χρόνο ολόκληρο, εξεπλήρωσα το καθήκον μου τιμίως και ευσυνειδήτως, χωρίς ν' αγγίξω τούτο δω (άγγιξε τη μπουκάλα).

Διότι είμαι αισθηματικός άνθρωπος εγώ. Because I am a romantic person. Ωστόσο, δεν κατόρθωσα να την συγκινήσω. However, I did not manage to move her. Κι όταν έχασα την θέσιν μου, ύστερα από κάτι διοικητικές αλλαγές που έγιναν, χωρίς να φταίω εγώ καθόλου, τότε... ωχ, τότε, το 'ριξα και γω στο πιοτό... Τώρα, εδώ κι ενάμισυ χρόνο, ύστερα από πολλές συφορές και περιπλανήσεις, ξεπέσαμε σ' αυτή εδώ την μεγαλοπρεπή πρωτεύουσαν, που κοσμείται υπό πλήθους μνημείων. And when I lost my position, after some administrative changes that took place, through no fault of mine at all, then ... oh, then, I threw it away and went to the drink ... Now, for a year and a half, after many misfortunes and wanderings, we fell here in this majestic capital, adorned with numerous monuments. Βρήκα κι εδώ μίαν θέσιν... Τη βρήκα και την έχασα πάλι. I found a place here too ... I found it and lost it again. Αυτή την φοράν, έφταιγα εγώ που την έχασα, διότι ξύπνησε μέσα μου η αληθινή μου φύσις. Τώρα, ζούμε σε μία τρώγλη, στης σπιτονοικοκυράς μας Αμαλίας Φιοντόροβνα Λιπεβέσχελ και δεν έχω ιδέαν με τί ζούμε και με τί πληρώνουμε. Εκεί μέσα, ζουν και πολλοί άλλοι νοικάρηδες σαν και μας. Χμ... Σόδομα και Γόμορρα, ναι... Και στο μεταξύ, μεγάλωνε το κορίτσι μου, που είχα απ' τον πρώτον μου γάμον. Hm ... Sodom and Gomorrah, yes ... And in the meantime, my girl, I had my first wedding, grew up. Το τί τράβηξε από την μητριάν της, προτιμώ να το αποσιωπήσω. What she pulled from her matrix, I prefer to keep quiet. Διότι, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, αν και έχει καλά αισθήματα, είναι γυναίκα απότομη, οξύθυμη και αρπάζεται γρήγορα... Μάλιστα! Because, Katerina Ivanovna, although she has good feelings, is a sharp, irritable woman and grabs quickly ... In fact! Αλλά, γιατί να τα θυμόμαστε τώρα όλα αυτά; Όπως καταλαβαίνετε, η Σόνια δε μορφώθηκε καθόλου.

Προ τεσσάρων ετών προσεπάθησα να της μάθω γεωγραφίαν και παγκοσμίαν ιστορίαν. Four years ago I tried to teach her geography and world history. Αλλά, καθώς κι εγώ ουδέποτε υπήρξα δυνατός σ' αυτά τα μαθήματα κι επειδή δεν είχα καλά διδαχτικά δια να συμπληρώσω τας ελλείψεις μου, έμειναν οι σπουδές μας στη μέση. But, as I was never strong in these courses and because I did not have good teaching to make up for my shortcomings, our studies were left in the middle. Διότι, τα ολίγα βιβλία που μπόρεσα ν' αποχτήσω... Because, the few books I could get ... χμ!... Ε, λοιπόν... δεν υπάρχουν πλέον!... Σταματήσαμεν εις τον Κύρον, τον βασιλέα των Περσών... Αργότερον, όταν μεγάλωσε, διάβασε μερικά ρομαντικά βιβλία και εσχάτως ο κ. Λεμπεζιάντνικωφ της δάνεισε την "Φυσιολογίαν" του Εεννΐδ, το ξέρετε; Η Σόνια το διάβασε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και μάλιστα ανέγνωσε και εις ημάς μεγαλοφώνως μερικά αποσπάσματα. We stopped at Cyrus, the king of Persia ... Later, when she grew up, she read some romantic books and finally Mr. Lebeziadnikov lent her Ennied's "Physiology", you know? Sonia read it with great interest and even read some excerpts aloud to us.

Αυτές είναι όλες κι όλες “αι πνευματικαί της αποσκευαί”. These are all "her spiritual baggage".

"Και, τώρα, απευθύνομαι προς υμάς κύριε και σας κάνω, έτσι εντελώς εμπιστευτικώς, την εξής ερώτησιν: Μπορεί κατά την γνώμην σας, μια φτωχή αλλά τίμια κοπέλλα, να κερδίσει αρκετά με μιαν εργασίαν τιμίαν; Δεν πρόκειται να βγάλει πάρα πάνω από δεκαπέντε καπίκια την ημέρα, κύριε, αν είναι τιμία κι αν δεν έχει τίποτα ιδιαίτερα προσόντα. "And now, I turn to you, sir, and ask you, in complete confidence, the following question: Can you, in your opinion, a poor but honest girl, earn enough with a fair job? She is not going to make more than fifteen kopecks. per day, sir, if he is honest and if he has no special qualifications.

Και πάλι πρέπει να μην αφήνει ούτε στιγμούλα τη δουλειά της. Again, she must not leave her job alone. Επί πλέον ο κρατικός σύμβουλος Κλόπστοκ, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς, τον έχετε ακουστά; Όχι μόνο δεν της πλήρωσε ακόμα μισή ντουζίνα πουκάμισα μεταξωτά που του 'ράψε, αλλά και την απέπεμψε σκαιώς, βρίζοντας την και χτυπώντας την με κλωτσιές, επειδή, τάχα, ένας γιακάς δεν ήτανε στα μέτρα του και τον είχε στραβοκόψει. In addition, have you heard of Klopstock, a state adviser, Ivan Ivanovic? Not only did he not pay her half a dozen more silk shirts that he sewed, but he also threw her out, cursing her and kicking her, because, quickly, a collar was out of her measure and had crooked him. Στο μεταξύ τα μικρά λυσσάνε στην πείνα... Η Κατερίνα Ιβάνοβνα πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο, δαγκώνοντας τα χέρια της κι αρχίζουν να φαίνονται κάτι κοκκινίλες στα μαγουλά της, όπως γίνεται συνήθως με αυτήν την αρρώστια: " Η βρωμοτεμπέλα, έλεγε, τρώει, πίνει κι όλο ξάπλα είναι! In the meantime, the little ones are starving ... Katerina Ivanovna comes and goes in the room, biting her hands and they start to look red on her cheeks, as is usually the case with this disease: lie down! Πέστε μου, τί μπορούσε να τρώει και να πίνει τη στιγμή που τα μικρά δεν είχανε βάλει μπουκιά στο στόμα τους τρεις ημέρες; Τότε, ξάπλωσα και γω και... διατί να το κρύψω; Ήμουνα τύφλα στο μεθύσι. Tell me, what could he eat and drink when the little ones had not put a bite in their mouth for three days? Then, I lay down and I know and ... why should I hide it? I was blind to drunkenness. Ακούω, λοιπόν, τη Σόνια μου να μιλάει και να λέει (Είναι πολύ υπομονετική και απαντάει με μια φωνή τόσο γλυκιά... είναι ξανθούλα, μ' ένα προσωπάκι πάντοτε χλωμό, ρουφηγμένο): "Μα, Κατερίνα Ιβάνοβνα, πώς είναι δυνατό να κάνω εγώ αυτή τη δουλειά;". Αλλά, η Ντάρια Παύλοβνα, που είναι γυναίκα με κακούς σκοπούς και πολύ γνωστή εις την αστυνομίαν, βρήκε τον τρόπον να τη νουθετήσει τρεις φορές με τη μεσολάβηση της σπιτονοικοκυράς. "Εχ! ", είπε η Κατερίνα Ιβάνοβνα, χλευαστικά. "Μα την πίστη μου είναι πρώτης τάξεως θησαυρός και στ' αλήθεια αξίζει τον κόπο να την κρατήσει κανείς". "But my faith is a first-class treasure and it is really worth keeping." Αλλά μην την κατηγορείτε κύριε! But do not blame her sir! Δεν ήτανε στα καλά της όταν τα 'λέγε αυτά, είχε καημούς μεγάλους, αρρώσταινε βλέποντας τα μικρά της να κλαίνε απ' την πείνα κι αυτό το είπε πιο πολύ σα βρισιά, παρά στ' αλήθεια... She was not well when she said these things, she had great misery, she got sick watching her little ones cry from hunger and she said this more as an insult, than in reality ... "Έτσι είναι, βλέπετε, ο χαρακτήρας της Κατερίνας Ιβάνοβνα: Μόλις αρχίσουν τα παιδιά της να κλαίνε, έστω κι απ' την πείνα, τα πλακώνει αμέσως στο ξύλο... Ήτανε πέντε η ώρα και περισσότερο. "This is, you see, the character of Katerina Ivanovna: As soon as her children start crying, even from hunger, she immediately slaps them on the wood ... It was five o'clock and more.

Βλέπω, λοιπόν, τη Σόνια να σηκώνει την πελλερίνα της, να βάζει ένα μαντήλι στο κεφάλι της και να βγαίνει έξω. So I see Sonia lifting her cloak, putting a handkerchief on her head and going out. Γύρισε μετά τις οχτώ. Μόλις μπήκε μέσα, πήγε ολόισια στην Κατερίνα Ιβάνοβνα κι άφησε αμίλητα μπροστά της πάνω στο τραπέζι τριάντα ρούβλια. As soon as he entered, he went straight to Katerina Ivanovna and left thirty rubles speechless in front of her on the table. Ύστερα, δίχως να πεί λέξη, πήρε το μεγάλο και πράσινο γυναικείο σάλι μας (γιατί έχουμε ένα μάλλινο γυναικείο σάλι που το χρησιμοποιεί όλη η οικογένεια), τύλιξε μ' αυτό το κεφάλι και το πρόσωπο της κι έπεσε στο κρεβάτι με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τον τοίχο. Then, without saying a word, she took our big and green women's shawl (because we have a woolen women's shawl used by the whole family), wrapped her head and face in it and fell on the bed with her face turned upside down. wall. Και μονάχα οι αδύνατοι ώμοι της και το κορμάκι της σιγότρεμαν σπασμωδικά... Εγώ, ήμουνα στην ίδια πάντοτε κατάσταση, ξαπλωμένος.... Και είδα τότε, νεαρέ, είδα την Κατερίνα Ιβάνοβνα να σηκώνεται, σιωπηλή κι αυτή, να πλησιάζει στο κρεβάτι της μικρής μου Σόνιας και να μένει γονατιστή στα πόδια της, όλο το βράδυ, και να τα φιλά και να μην λέει να σηκωθεί. And only her weak shoulders and her body trembled spasmodically ... I, I was always in the same position, lying .... And then, young man, I saw Katerina Ivanovna getting up, silent too, approaching her bed my little Sonia and stay on her knees all night, and kiss them and not tell her to get up.

Ύστερα αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένες... και οι δυο μαζί... και οι δυο μαζί-ναι... και γω ήμουνα σωριασμένος κάτω... και χώνευα το πιοτό". Then they fell asleep embracing ... both together ... both together-yes ... and I was cluttered down ... and I was digesting the drink ". Ο Μαρμελάντωφ σώπασε, σα να κόπηκε η φωνή του. Marmelandov was silent, as if his voice had been cut off.

Ύστερα, γέμισε γρήγορα το ποτήρι του, το ρούφηξε και στο λαρύγγι του ακούστηκε ένα γουργουρητό: "Από τότε, κύριε", συνέχισε, ύστερα από μια παύση, "από κείνον τον καιρό, ύστερα από μερικά λυπηρά περιστατικά και την καταγγελία ορισμένων κακών ανθρώπων (την μεγαλύτερη ζημιά την έκανε αυτή η Ντάρια Φραντσόβνα, διότι, λέει δεν της εφέρθημεν με τον δέοντα σεβασμό) από τότε, λοιπόν, η κόρη μου Σόνια Σεμιόνοβνα αναγκάστηκε να δηλωθεί και δι' αυτόν τον λόγον δεν ήτο πλέον δυνατόν να μένει μαζί μας. Πραγματικά η σπιτονοικοκυρά μας Αμαλία Φεντόροβνα, δεν την ανεχότανε πια στο σπίτι (και αυτή η ίδια χρησιμοποίηοε τη Ντάρια Φραντσόβνα). Κι ύστερα ήρθε η σειρά και του κ. Λεμπεζιάντνικοχρ... χμ... για τη Σόνια έκανε αυτόν τον καυγά με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Στην αρχή αυτός ο ίδιος πήγαινε να καταφέρει τη Σόνια, ξαφνικά όμως, άρχισε να κάνει τον At first he himself was going to succeed Sonia, but suddenly she started to do it σπουδαίο. great.

"Πως μπορώ εγώ", έλεγε, "άνθρωπος μορφωμένος να ζω σ' ένα σπίτι που έχει τέτοιες;". "How can I," he said, "an educated man live in a house that has such?" Αλλά η Κατερίνα Ιβάνοβνα δε το χώνεψε... του τα 'πε για τα καλά... κι έτσι άρχισε ο καυγάς. Τώρα, η μικρή μου Σόνια έρχεται και μας βλέπει, όταν νυχτώνει συνήθως.

Βοηθά την Κατερίνα Ιβάνοβνα και της δίνει τα απαιτούμενα... Μένει στον ράφτη Καπερναούμωβ που της έχει νοικιάσει ένα δωμάτιο. He helps Katerina Ivanovna and gives her what she needs ... She lives with the tailor Kapernaumov who has rented her a room. Αυτός ο Καπερναούμωβ είναι κουτσός και τραυλός, έχει πολυμελή οικογένειαν κι όλα του τα παιδιά τραυλίζουν σαν κι αυτόν. Και η σύζυγος του επίσης τραυλίζει... Όλοι τους μένουν στο ίδιο δωμάτιο, η Σόνια όμως έχει το δικό της δωμάτιο που χωρίζει απ' τ' άλλο μ' ένα μεσότοιχο...

Χμ!...

Ναι!...

Πολύ φτωχοί άνθρωποι, που τραυλίζουν κιόλας!... Εκείνο το πρωί, λοιπόν, σηκώθηκα, πήρα τα κουρέλια μου, ύψωσα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και πήγα στην αυτού εξοχότητα, τον Ιβάν Αθανάσιεβιτς. I got up, took my rags, raised my hands to the sky and went to his countryside, Ivan Athanasievich.

Τον ξέρετε τον εξοχώτατο You know the most eminent Ιβάν Αθανάσιεβιτς; Όχι;

Μα τότε δεν ξέρετε κανέναν άνθρωπο του θεού... Είναι σωστό κερί... Κηρός που τήκεται ενώπιον του Κυρίου. But then you do not know any man of God ... It is a right candle ... A candle that melts before the Lord.

Εδάκρυσεν μάλιστα, ευαρεστηθείς να με ακούσει μέχρι τέλους. In fact, he cried, happy to hear me until the end. "Ε, λοιπόν, Μαρμελάντωφ", είπε, "την άλλη φορά μ' απογοήτευσες... θα σε ξαναπάρω στη δουλειά υπ' ευθύνην μου - αυτά ακριβώς ήτανε τα λόγια του - και να το θυμάσαι αυτό. "Well, Marmelandov," he said, "the other time you disappointed me ... I will take you back to work at my own risk - that was exactly what he said - and remember that. Μπορείς να πηγαίνεις". Φίλησα το μέρος που πατούσαν τα πόδια του, νοερά βεβαίως, διότι δε θα μου το επέτρεπε ποτέ να το κάνω στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι ο αξιωματούχος αυτός πιστεύει εις τας συγχρόνους θεωρίας περί διοικήσεως και αγωγής. I kissed the place where his feet were, mentally of course, because he would never allow me to actually do it, since this official believes in the modern theories of administration and education. Ξαναγύρισα στο σπίτι κι όταν τους είπα πως θα ξανάπιανα υπηρεσία και θα 'παιρνα μισθό... I returned home and when I told them that I would get a job again and get a salary ... θεέ και Κύριε, πώς έκαναν απ' τον ενθουσιασμό τους!

Ο Μαρμελάντωφ σταμάτησε πάλι.

Φαινότανε πολύ ταραγμένος. Εκείνη τη στιγμή όρμησε μέσα στην ταβέρνα μια παρέα μπεκρήδες, γινόμενοι κιόλας, και μόλις πάτησαν στο κατώφλι άρχισε να παίζει μια λατέρνα που την είχανε νοικιάσει για την περίσταση, ενώ ένα παιδάκι εφτά χρονών τραγουδούσε με τρεμουλιάρικη φωνή το "Μικρό χωριουδάκι". At that moment, a group of crutches rushed into the tavern, and as soon as they stepped on the threshold, a lantern that had been rented for the occasion began to play, while a seven-year-old child sang in a trembling voice the "Little Village". Τ' αφεντικό και τα τσιράκια του έτρεξαν γύρω απ' τους καινούργιους πελάτες. The boss and his minions ran around the new customers. Ο Μαρμελάντωφ, χωρίς να τους δώσει καμμιά προσοχή, εξακολούθησε τη διήγηση του. Marmelandov, without paying any attention to them, continued his narration. Τώρα, φαινότανε περισσότερο εξαντλημένος, αλλά όσο πιο πολύ μεθούσε τόσο μεγαλύτερη γινότανε η φλυαρία του. Now, he seemed more exhausted, but the more he got drunk the bigger his chatter became. Καθώς έφερε στο νου του, ότι τα είχε καταφέρει να ξαναπάρει τη θέση του, φαινότανε εύθυμος και το πρόσωπο του ήτανε σα ν' άστραφτε.

Ο Ρασκόλνικωφ τον άκουγε με προσοχή. Raskolnikov listened intently. "Από τότε πάνε πέντε βδομάδες, κύριε, ναι... Όταν το 'μαθαν και οι δυο το νέο, και η Κατερίνα Ιβάνοβνα και η μικρή μου Σόνια, ήτανε σα να βρέθηκα ξαφνικά στον παράδεισο.

Όταν μένεις ξαπλωμένος σα σκύλος, καλέ μου κύριε, μόνο βρισιές ακούς. When you lie down like a dog, my dear sir, you only hear swearing. Τώρα, περπατούσαν στα νύχια τους, έλεγαν στα παιδιά να μην κάνουν θόρυβο: Now, they were walking on their toes, telling the children not to make noise:

"Σσστ!

Ο Σεμιόν Ζαχάριτς γύρισε απ' τη δουλειά του κουρασμένος κι αναπαύεται! Semyon Zaharic returned from work tired and resting! Προτού φύγω για το γραφείο, μου 'φερναν καφέ και μου 'φτιαχναν και κρέμα! Before I left for the office, they brought me coffee and made me cream! Τα κατάφεραν να βρουν αληθινή κρέμα, καταλαβαίνετε; Και από πού τα ξετρύπωσαν εντεκάμισυ ρούβλια, για να με ντύσουν του κουτιού, δε μπόρεσα ποτέ μου να το καταλάβω. Μπότες, υπέροχο πουκάμισο από χασέ, με κολλαρίνα - όλα σε πολύ καλή κατάσταση, μόνο μ' έντεκα και πενήντα!

"Την πρώτη φορά που γύρισα απ' το γραφείο το μεσημέρι, είδα πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα είχε ετοιμάσει δυο λογιών φαγιά, σούπα και κρέας παστό με ραδίκια, πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ.

Προηγουμένως, δεν είχε φουστάνι να βάλει απάνω της, τώρα όμως... ήτανε ντυμένη σα να επρόκειτο να πάει κάπου επίσκεψη. Previously, she did not have a dress to put on, but now ... she was dressed as if she was going to visit somewhere. Όχι τίποτα σπουδαία πράγματα, βεβαίως, όμως οι γυναίκες ξέρουν να τα βολεύουν με το τίποτα: Ένα καλό χτενισματάκι, ένα άσπρο γιακαδάκι, μανσέτες και βλέπεις άξαφνα μπροστά σου ένα καινούργιο πρόσωπο - μια γυναίκα νέα πάλι κι όμορφη.

Η μικρή μου Σόνια, το χρυσούλι μου, δεν έκανε τίποτ' άλλο από το να μας κουβαλάει λεφτά. My little Sonia, my little gold, did nothing but carry us money. "Για την ώρα", έλεγε, "δεν μπορώ να 'ρχομαι εδώ συχνά, δεν είναι σωστό, θα 'ρχομαι μόλις νυχτώνει για να μη με δει κανείς". Τ ακούτε; Τ ακούτε; Εκείνο το απογευματάκι πήγα και ξάπλωσα αμέσως μετά το φαγητό. Ε, λοιπόν, θα το πιστέψετε; Η Κατερίνα Ιβάνοβνα δεν κρατήθηκε. Μόλις πριν από οχτώ ημέρες είχανε γίνει μαλλιά-κουβάρια με την Αμαλία Φιοντόροβνα και να που την κάλεσε αμέσως για καφέ! Έμειναν δυο ώρες μαζί και τίς άκουγα που έλεγαν σιγανά. "Ναι, ναι ο Σεμιόν Ζαχάριτς ξαναπήγε στη θέση του και παίρνει τώρα μισθό. Παρουσιάστηκε ο ίδιος στον Εξοχώτατο και ο Εξοχώτατος τον δέχτηκε.

Άφησε τους άλλους να περιμένουν και μπροστά σ' όλον τον κόσμο έπιασε τον Σεμιόν Ζαχάριτς απ' το χέρι και τον έμπασε στο γραφείο του". He left the others waiting and in front of the whole world he grabbed Semyon Zaharic by the hand and put him in his office ". Τ' ακούτε; Τ' ακούτε; Και η γυναίκα μου πρόσθεσε: "Βέβαια, Σεμιόν Ζαχάριτς", είπε ο Εξοχώτατος, "δε ξεχνάω τις υπηρεσίες που μου προσφέρατε ως τώρα. Παρ' όλο που έχετε αυτό το μικροελαττωματάκι να πίνετε, μια και μου δίνετε το λόγο σας πως δε θα το ξανακάνετε και αφού δεν πάει καθόλου καλά η υπηρεσία μας δίχως εσάς, (τ' ακούτε; τ' ακούτε;) σας ξαναπαίρνω κι ελπίζω τώρα να κρατήσετε το λόγο σας". Στην πραγματικότητα όλα αυτά ήτανε ψέματα, τα 'βγάλε απ' το μυαλό της, σας το λέω εγώ. Και μη φανταστείτε πως το 'κάνε μόνο για να κάνει τον καμπόσο. Όχι! Παρασερνότανε και η ίδια απ' τις φαντασιοπληξίες της, παρηγοριότανε μ' αυτά, μάρτυς μου ο θεός! She was also distracted by her fantasies, she was comforted by them, my witness is God! Και δεν την κατακρίνω εγώ γι' αυτό που έκανε, δεν την κατακρίνω καθόλου! And I do not blame her for what she did, I do not blame her at all! 'Όταν της πήγα τον πρώτο μου μισθό, πριν από έξη μέρες, -είκοσι τρία ρούβλια και σαράντα καπι’κια, όλα εντάξει- με είπε χρυσό της. "Χρυσούλι μου", μου λέει! Κι είμαστε οι δυο μας, ολομόναχοι, καταλαβαίνετε; Τώρα, τί ομορφιά μπορεί να έχω εγώ και τί σόι σύζυγος μπορεί να είμαι; Κι όμως, μου κοπάνησε και μια τσιμπιά στο μάγουλο. "Χρυσούλι μου εσύ! "My Chrysouli, you! ", μου λέει". Ο Μαρμελάντωφ σταμάτησε, σα να γύρευε να χαμογελάσει, αλλά το σαγόνι του έτρεμε. Marmelandov stopped, as if trying to smile, but his jaw was shaking.

Ωστόσο κρατήθηκε.

Τούτη δω η ταβέρνα, τα χάλια του Μαρμελάντωφ, με τις πέντε νύχτες που πέρασε μέσα σε μαούνες, το πιοτό που είχε μπροστά του και μαζί με όλα αυτά η άρρωστη αγάπη του για τη γυναίκα του και την οικογένεια του, έκαναν εκείνον που τον άκουγε να τα χάνει. Ο Ρασκόλνικωφ ήτανε όλος αυτιά, ένιωθε όμως κάτι σαν αδιαθεσία. Raskolnikov was all ears, but he felt something like malaise. Τα 'βάζε με τον εαυτό του, που μπήκε σε τούτη δω την ταβέρνα. He was dealing with himself, who entered this I see the tavern. "Αγαπητέ κύριε, αγαπητέ κύριε", φώναξε ο Μαρμελάντωφ, αναστηλώνοντας το κορμί του, "ίσως όλα αυτά να είναι για γέλια, όπως νομίζουν και οι άλλοι, και να σας σκοτίζω λέγοντας σας όλες μου τις οικογενειακές αθλιότητες. "Dear Sir, Dear Sir," cried Marmelandov, restoring his body, "perhaps all this is for laughter, as others think, and to darken you by telling you all my family misery.

Για μένα, όμως δεν είναι καθόλου για γέλια. Γιατί τα νιώθω όλα αυτά πολύ βαθιά. Κι όσο κράτησε εκείνη η ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου, όλη αυτή τη νύχτα, έκανα του κόσμου τα όνειρα: Έλεγα πως θα ξανάχτιζα το σπιτικό μου, πως θα 'ντυνα τα παιδιά μου, πως θα έκανα τη γυναίκα μου να βρεί τη γαλήνη της, πως θα τραβούσα το κορίτσι μου απ' την ατίμωση και θα το ξανάφερνα στην οικογενειακή θαλπωρή... Και πολλά άλλα ακόμη... Στο χέρι μου ήτανε, κύριε... (Ο Μαρμελάντωφ τινάχτηκε, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε επίμονα το συνομιλητή του). Ε, λοιπόν, βλέπετε, κύριε, την άλλη μέρα κιόλας, ύστερα απ' όλα αυτά τα όμορφα όνειρα, δηλαδή πριν από πέντε μέρες ακριβώς, με άτιμη πονηριά, σα νυχτερινός κλέφτης, έκλεψα απ' τη γυναίκα μου, Κατερίνα Ιβάνοβνα, το κλειδί του μπαούλου της, ξάφρισα όλο το υπόλοιπο του μισθού που της έδωσα και να πού έφτασα τώρα!... Κοιτάξετε με όλοι σας! Πέντε μέρες τώρα έχω παρατήσει το σπίτι μου, ψάχνουν να με βρουν, έχασα τη θέση μου, άφησα ενέχυρο τη στολή μου σε μια ταβέρνα, κοντά στη γέφυρα της Αιγύπτου, για να πιω, και να τί παλιοκούρελα μου 'δωσαν εις αντάλλαγμα... Τέλειωσαν όλα πια!... Ο Μαρμελάντωφ χτύπησε το μέτωπο με τη γροθιά του, έσφιξε τα δόντια του, έκλεισε τα μάτια του κι ακούμπησε βαριά τον αγκώνα του πάνω στο τραπέζι.

Ύστερα όμως από πέντε λεφτά η έκφραση του προσώπου του άλλαξε, κοίταξε τον Ρασκόλνικωφ με προσποιημένη πονηριά κι αναίδεια και έβαλε τα γέλια. "Και σήμερα", του είπε, "πήγα στη Σόνια και της ζήτησα λεφτά για να μεθύσω! Χα! Χα! Χα! "Σου 'δώσε;", φώναξε κάποιος απ' την παρέα που είχε μπει πριν από λίγο. "Did he give it to you?", Shouted someone from the company that had entered a while ago.

Κι αμέσως ξεκαρδίστηκε στα γέλια. And he immediately laughed out loud. "Να, τούτη η μπουκάλα με δικά της λεφτά αγοράστηκε", είπε ο Μαρμελάντωφ, απευθυνόμενος αποκλειστικά στον Ρασκόλνικωφ.

"Έψαξε και βρήκε τριάντα καπίκια, αυτά είχε όλα κι όλα, το είδα με τα μάτια μου... Δεν είπε τίποτα, μόνο που με κοίταξε... Έτσι όπως δεν κοιτάζουνε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλά εκεί ψηλά... Όπου μόνο λύπηση αισθάνονται για τους ανθρώπους, όπου κλαίνε γι' αυτούς, μα δεν τους καταδικάζουν ποτέ! Where they only feel sad for people, where they cry for them, but never condemn them!

Και τότε είναι ο πόνος σου ακόμα πιο μεγάλος, όταν δε σε μαλώνουν καθόλου! And then your pain is even greater, when they do not argue with you at all! Ναι, τριάντα καπίκια. Και, όμως, της χρειάζονται, δεν είναι έτσι αγαπητέ κύριε; Της χρειάζονται, τώρα, που είναι υποχρεωμένη να κρατά όλους τους κανόνες της καθαριότητας. Στοιχίζει αυτή η καθαριότητα. It costs this cleanliness. Με καταλαβαίνετε; Me entiendes; Πρέπει ν' αγοράσει πομάδες, δε γίνεται αλλιώς... Πρέπει ν' αγοράσει φούστες κολλαριστές, μποτινάκια σικ, που σου προστατεύουν το πόδι, όταν είναι να περάσεις μια λακκουβίτσα νερά. He has to buy lipsticks, there is no other way ... He has to buy collared skirts, chic ankle boots, which protect your foot, when it is time to pass a puddle of water.

Το καταλαβαίνετε, κύριε, καταλαβαίνετε τί πάει να πεί να είναι καθαρή; Κι όμως, εγώ, ο πατέρας της, της ξάφρισα αυτά τα τριάντα καπίκια για να μεθύσω. Και μεθάω! Είμαι κιόλας μεθυσμένος! Ποιος λοιπόν θα λυπηθεί έναν άνθρωπο σαν και μένα: Σεις, με λυπόσαστε τώρα; Ναι ή όχι; Πείτε το μου, λυπόσαστε ή όχι; Ε; Χε! So who will pity a man like me: You, did you pity me now? Yes or No; Tell me, are you sorry or not? E? X e! Χε! Χε! Θέλησε να ξαναγεμίσει το ποτήρι του, αλλά δεν υπήρχε άλλο. He wanted to refill his glass, but there was no more. Η μπουκάλα ήταν άδεια. "Και γιατί να σε λυπηθούν εσένα;", φώναξε ο ταβερνιάρης, που ξαναγύρισε κοντά τους.

Ακούστηκε ένα δυνατό γέλιο, μαζί με βλαστήμιες.

Ακόμα κι εκείνοι, που δεν είχανε ακούσει όλον το μονόλογο του, γελούσαν σαν τους άλλους, βλέποντας μόνο το σουλούπι του άλλοτε υπαλλήλου. "Λύπηση!

Γιατί η λύπηση;", φώναξε άξαφνα ο Μαρμελάντωφ. "Why sadness?" Marmelandov shouted suddenly. Κοκκίνισε, σηκώθηκε όρθιος με τα χέρια υψωμένα και μέσα σε αληθινή έκσταση είπε, σάμπως να 'χε ακούσει μόνο αυτές τις λέξεις απ' τον ταβερνιάρη. He blushed, stood up with his arms raised and in true ecstasy said, as if he had only heard these words from the tavern owner. "Γιατί να με λυπηθούνε, λες; Αλήθεια, δεν εμπνέω σε κανέναν οίκτο! True, I do not inspire any pity!

Πρέπει να σταυρωθώ, να καρφωθώ σ' ένα σταυρό κι όχι να παραπονιέμαι. I have to be crucified, nailed to a cross and not complain. Σταυρώστε με, όμως λυπηθείτε με και λίγο, καθώς θα με σταυρώνετε! Crucify me, but grieve me a little, as you will crucify me! Τότε θα πορευθώ εγώ ο ίδιο: προς το μαρτύριο μου, γιατί δε διψάω για χαρά, αλλά για λύπη και για δάκρυα... Νομίζεις λοιπόν ταβερνιάρη, πως η μπουκάλα μου 'φέρε καμμιά ανακούφιση; Τον πόνο γύρευα εγώ να βρω στον πάτο της, τον πόνο και τα δάκρυα. Then I will walk myself: to my torment, because I do not thirst for joy, but for sorrow and tears ... So do you think tavern owner, that my bottle brings any relief? I was looking for the pain to find in her bottom, the pain and the tears. Και φέρνοντας τα χείλη μου στο πιοτό τα βρήκα και τα δυο. And bringing my lips to the drink I found them both. θα μας λυπηθεί όμως Εκείνος που λυπάται όλους. Αυτός που όλα τα καταλαβαίνει! Αυτός είναι ο Μόνος. This is the Only One. Είναι ο Κριτής, θα παρουσιαστεί εκείνη την ημέρα και θα πει': "Πού είναι, λοιπόν, εκείνη η φτωχή κοπέλλα, που θυσιάστηκε για την κακιά και φθισικιά μητριά της, που θυσιάστηκε για να βοηθήσει μικρά παιδάκια, παιδάκια που δεν ήτανε δικά της; Πού είναι κείνη η κόρη που λυπήθηκε τον επίγειο πατέρα τηζ, ένα σιχαμένο μπεκρή, και δεν απέστρεψε απ' αυτόν το πρόσωπο της με φρίκη;". He is the Judge, he will appear that day and say: "Where, then, is that poor girl, who sacrificed herself for her wicked and depraved mother, who sacrificed herself to help small children, children who were not hers? "Where is that daughter who mourned her earthly father, a disgusted wand, and did not turn her face away from him in horror?" Και θα της πει: "Έλα. Σε συχώρεσα την πρώτη φορά... σ' έχω συχωρέσει για πρώτη φορά... Συχωρούνται και τώρα οι αμαρτίες σου, γιατί αγάπησες πολύ;..". I forgave you the first time ... I have forgiven you for the first time ... Your sins are forgiven even now, why did you love so much? .. ". Και θα τη συγχωρήσει τη Σόνια μου, θα τη συγχωρέσει, το ξέρω πάρα πολύ καλά πως θα τη συγχωρέσει... Το 'νιώσε η καρδιά μου πριν από λίγο, όταν πήγα και την είδα. Κι όλους, όλους θα τους κρίνει, όλους θα τους συχωρέσει, καλούς και κακούς, σοφούς και ασήμαντους. Κι όταν θα ξεμπερδέψει με όλους, θα μας καλέσει και μας! And when he gets rid of everyone, he will call us too! "Εμπρός, πλησιάστε και σεις! "Come on, come closer!" Ελάτε μπεκρήδες, ελάτε αισχροί! Come crutches, come filthy! Και θα προχωρήσουμε εμείς, χωρίς καμμιά ντροπή... Και θα μας πει: "Είσαστε γουρούνια, είσαστε κατ' εικόνα και ομοίωσιν του κτήνους... Μ' όλον τούτο, πλησιάστε! Και τότε οι φρόνιμοι άνθρωποι, οι λογικοί, θα φωνάξουν: "Μα, Κύριε! And then the wise people, the wise ones, will shout: "But, Lord! Δέχεσαι κι αυτούς εδώ;". Και θα τους απαντήσει: "Τους δέχομαι, φρόνιμοι άνθρωποι, τους δέχομαι, λογικοί άνθρωποι, μόνο και μόνο γιατί κανένας απ' αυτούς δεν πίστευε πως είναι άξιος για τη βασιλεία των Ουρανών...". And he will answer them: "I accept them, wise people, I accept them, rational people, simply because none of them believed that he was worthy of the kingdom of Heaven ...". Και θα μας ανοίξει την αγκαλιά του... και μεις θα πέσουμε στα πόδια του... και θα κλαίμε... και θα τα καταλαβαίνουμε όλα... Και η Κατερίνα Ιβάνοβνα ακόμα θα καταλαβαίνει... Κύριε, ελθέτω η βασιλεία σου! Άφησε το κορμί του να πέσει σ' ένα πάγκο, κατάκοπος, εξαντλημένος, χωρίς να κοιτάζει κανέναν, βυθισμένος σε μια βαθιά ονειροπόληση, σα να είχε ξεχάσει όλα όσα υπήρχαν γύρω του. He let his body fall on a bench, drenched, exhausted, without looking at anyone, immersed in a deep daydream, as if he had forgotten everything around him.

Τα λόγια του έκαναν κάποια εντύπωση. Για μια στιγμή έγινε σιωπή, αμέσως ύστερα όμως, ξέσπασαν σα βροχή τα γέλια και οι βρισιές. There was silence for a moment, but immediately afterwards, laughter and swearing broke out like rain. "Για δες μούτρο! "Το παρακάνει! "Αεί χάσου μωρέ παλιογραφιά! "Oh, lose mother's antiquity! Κι όλο τέτοια. "Πάμε, κύριε", είπε ξαφνικά ο Μαρμελάντωφ στον Ρασκόλνικωφ, σηκώνοντας το κεφάλι του, "συνοδεύσατε με.

Διαμένω εις την οικίαν Κόζελ, στο βάθος της αυλής... I live in the Kozel house, in the backyard ... Καιρός είναι πια... Πάμε στην Κατερίνα Ιβάνοβνα".

Ο Ρασκόλνικωφ από πολλή ώρα τώρα αισθανότανε την επιθυμία να φύγει και μάλιστα το 'χε σκεφτεί κι ο ίδιος να προσφέρει τη βοήθεια του στον Μαρμελάντωφ, που ήτανε πολύ πιο αδύνατος στα πόδια παρά στη γλώσσα κι έπεφτε με όλο του το βάρος πάνω στον Ρασκόλνικωφ.

Η απόσταση, που είχανε να διατρέξουν, ήτανε διακόσια με τριακόσια βήματα πάνω-κάτω. The distance they had to travel was two hundred and three hundred steps up and down. Όσο πλησίαζε ο μπεκρής στο σπίτι του, τόσο πιο πολύ πλημμυριζότανε από ανησυχία και φόβο. "Δε φοβάμαι αυτή τη στιγμή την Κατερίνα Ιβάνοβνα", ψέλλισε κατασυγκινημένος, "ούτε και με νοιάζει που θα με μαλλιοτραβήξει. "I am not afraid of Katerina Ivanovna at the moment," he cried excitedly, "nor do I care who will pull my hair. Δεν είναι αυτό..Δε δίνω δεκάρα για τα μαλλιά μου. θα σας πω μάλιστα πως είναι καλύτερα να μου τα τραβήξει. I will even tell you that it is better for him to pull them for me. Όχι, δεν το φοβάμαι αυτό, φοβάμαι όμως τα μάτια της... ναι, τα μάτια της... Με φοβίζουν ακόμα και οι κοκκινίλες που έχει στα μάγου λα της... Και με φοβίζει ακόμα... και η ανάσα της... Έχεις ιδεί πώς ανασαίνουνε εκείνοι που έχουνε αυτή την αρρώστια; Φοβάμαι ακόμα που θα κλαίνε τα μικρά.. Γιατί αν η Σόνια δεν τους πήγε τίποτε να φάνε, τότε... δεν ξέρω και γω τι θα κάνουν... δεν έχω ιδέα. Όσο για ξύλο, δεν το φοβάμαι... Μάθετε, κύριε, ότι όχι μόνον δε μου κάνει κακό το ξύλο, αλλά μου προξενεί, ενίοτε, μεγάλην ευχαρίστησιν. Διότι και γω ο ίδιος νιώθω την ανάγκην του. θα 'ναι καλύτερα. Ας μου τίς βρέξει, ας ξαλαφρώσει η καρδιά της... καλύτερα θα 'ναι... Να όμως το σπίτι.. Η οικία Κόζελ! Let it rain on me, let her heart relax ... it will be better ... But here is the house ... The Kozel house! Ο ιδιοκτήτης είναι κλειδαράς, ένας Γερμανός πλούσιος... Οδήγησε με". The owner is a locksmith, a rich German ... He led me ". Αφού πέρασαν την αυλή, άρχισαν να σκαρφαλώνουν τα τέσσερα πατώματα. After passing the yard, they started climbing the four floors. Η σκάλα, όσο προχωρούσε προς τα πάνω, τόσο γινότανε σκοτεινότερη. The staircase went up, the darker it got. θα κόντευε η ώρα έντεκα και παρ' όλο που αυτή την εποχή δεν υπάρχει ουσιαστικά νύχτα στην Πετρούπολη, στο πιο ψηλό μέρος της σκάλας το σκοτάδι ήτανε πυκνό. It was almost eleven o'clock and although there is virtually no night in St. Petersburg at this time of night, at the highest part of the stairs the darkness was thick. Στο πάνω-πάνω πάτωμα, η καπνισμένη πορτούλα που έβλεπε προς τη σκάλα ήτανε Upstairs, there was the smoky doorway facing the stairs ορθάνοιχτη. wide open.

Ένα κερί φώτιζε μια καμαρούλα πολύ φτωχικιά, που είχε μήκος δέκα βήματα. Μέσα σ' αυτό το δωμάτιο βασίλευε ακαταστασία κι έβλεπες δώθε-κείθε πεταμένα κάθε λογής πράγματα και ιδίως ρουχαλάκια μικρών παιδιών... Στο βάθος, ήτανε απλωμένο ένα σεντόνι τρύπιο, που χρησίμευε σαν παραβάν. Inside this room, there was chaos and you could see all kinds of things thrown here and there, especially the clothes of small children ... In the background, there was a perforated sheet, which served as a screen. Σίγουρα, πίσω απ' αυτό βρισκόταν το κρεβάτι. Surely, behind that was the bed. Στο δωμάτιο, υπήρχαν δυο καρέκλες όλες κι όλες κι ένα ντιβάνι σκεπασμένο με μουσαμαδένιο ντιβανόπανο, κουρελιασμένο, που είχε μπροστά του ένα τραπέζι ξύλινο, άβαφτο και χωρίς τραπεζομάντηλο.

Στην άκρη του, ήτανε ακουμπισμένο το κερί, σ' ένα σιδερένιο κηροπήγιο. At the end, the candle was resting on an iron candlestick. Ο Μαρμελάντωφ, καθώς φαίνεται, είχε δικό του δωμάτιο, μόνο που βρισκότανε στο πέρασμα. Η πόρτα., που έβγαζε στα πάρα μέσα δωμάτια, κλουβιά μπορείς να πεις, που αποτελούσανε το διαμέρισμα της Αμαλίας Λιπεβέσχελ, ήτανε μισάνοιχτη. The door. Από μέσα, ακούγονταν φωνές και φασαρία. From inside, voices and noise were heard. Γελούσαν κάτι άντρες δυνατά - έπιναν τσάι κι έπαιζαν, καθώς φαίνεται, χαρτιά. Πού και πού, πέταγαν κι από κάνα βρωμόλογο. Ο Ρασκόλνικωφ αναγνώρισε αμέσως την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Ήτανε μια γυναίκα λεπτή, φοβερά αδυνατισμένη, αρκετά ψηλή και ομορφοκαμωμένη. Είχε ακόμα τα θαυμάσια καστανά μαλλιά της, αλλά τα μαγουλά της έμοιαζαν πραγματικά σα δυο κηλίδες - τόσο πολύ κόκκινα ήτανε. Περπατούσε πέρα-δώθε στη μικρή της καμαρούλα, με τα χέρια σταυρωμένα σφιχτά στο στήθος της, με τα χείλη φρυγανισμένα, ανασαίνοντας κοφτά και ακανόνιστα. Τα μάτια της έλαμπαν σα να 'χε πυρετό, το βλέμμα της όμως ήτανε σκληρό κι επίμονο. Σου έκανε άσχημη εντύπωση το πρόσωπο της με τη χτικιάρικη και αναστατωμένη έκφραση, καθώς σιγότρεμαν επάνω του οι τελευταίες ανταύγειες του σπαρματσέτου που κόντευε να τελειώσει. You were badly impressed by her face with the eye-catching and upset expression, as the last reflections of the sparmachette, which was about to end, were flickering on him. Ο Ρασκόλνικωφ δεν την έκανε παρά πάνω από τριάντα χρονών και πραγματικά αυτή και ο Μαρμελάντωφ δεν ήτανε και πολύ ταιριασμένο ζευγάρι..Δεν τους πρόσεξε, ούτε τους άκουσε που ήρθανε... Φαινότανε βυθισμένη σε μια αποχαύνωση, χωρίς να βλέπει και χωρίς ν' ακούει τίποτα... Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήτανε αποπνιχτική, αλλά δεν άνοιγε κανένα παράθυρο.

Από τη σκάλα ερχότανε μια μυρουδιά άσχημη, αλλά δεν είχε κλείσει την πόρτα. Από τ' άλλα δωμάτια έρχονταν κύματα καπνού, που της έφερναν βήχα, η πόρτα όμως έμενε ορθάνοιχτη. Το μικρότερο κοριτσάκι, ένα παιδί έξη χρονών, κοιμότανε καθιστό στο πάτωμα, κουβαριασμένο, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο ντιβάνι. Το αγοράκι, ένα χρόνο μεγαλύτερο, έτρεμε σε μια γωνιά κι έκλαιγε! The little boy, one year older, was shaking in a corner and crying! Καθώς φαίνεται το είχανε δείρει. Το μεγαλύτερο απ' όλα, ένα κορίτσι εννέα χρονών, ψηλό και λιγνό σαν κερί, φορούσε όλο κι όλο ένα παλιομεσοφόρι κουρελιασμένο και είχε ρίξει στους ώμους της μια ρόμπα λειωμένη που θα της την έφτιαξαν, σίγουρα, πριν από δυο χρόνια γιατί τώρα δεν έφτανε ούτε ως τα γόνατα της. Στεκότανε όρθιο στη γωνιά και είχε αγκαλιάσει το μικρότερο αδελφάκι της με το αδύνατο και κοκκαλιασμένο της μπράτσο. Φαινότανε να του μιλάει σιγανά, για να το μωρώξει, ενώ ταυτόχρονα κοίταζε έντρομα τη μητέρα της με τα μεγάλα μαύρα μάτια της, που φαίνονταν ακόμα μεγαλύτερα πάνω στο αδύνατο και κατατρομαγμένο πρόσωπο της. She seemed to be talking to him slowly, to make him cry, while at the same time she was looking at her mother in awe with her big black eyes, which looked even bigger on her thin and terrified face. Ο Μαρμελάντωφ αντί να μπεί μέσα, γονάτισε στο κατώφλι κι έσπρωξε μπροστά τον Ρασκόλνικωφ.

Η Κατερίνα Ιβάνοβνα, βλέποντας έναν άγνωστο, στάθηκε αφαιρεμένα μπροστά του και παράτησε για μια στιγμή τις σκέψεις, προσπαθώντας να καταλάβει τί ερχότανε να κάμει αυτός εδώ. Σίγουρα, όμως, θα νόμισε πως πήγαινε σε κανέναν απ' τους διπλανούς τους, γιατί το δωμάτιο των Μαρμελάντωφ ήτανε ενδιάμεσο. Μετά τη σκέψη αυτή, χωρίς να του δώσει καμμιά προσοχή, πήγε ν' ανοίξει την πόρτα του διπλανού διαδρόμου και, ξαφνικά, έμπηξε μια φωνή καθώς είδε τον άντρα της γονατισμένον μπροστά στο κατώφλι. "Α-αχ!

", φώναξε τυφλωμένη απ' τη μανία, "μου ξαναγύρισες, ε; Ληστή! Τέρας!... Πού είναι τα λεφτά; πόσα έχεις στην τσέπη σου, δείξε τα μου! Κι αυτά εδώ, δεν είναι τα ρούχα σου! Πού είναι τα ρούχα σου; Πού είναι τα λεφτά; Μίλα! Ρίχτηκε απάνω του για να τον ψάξει. Ο Μαρμελάντωφ άπλωσε αμέσως και τα δυο του χέρια πειθήνια, για να τη διευκολύνει στο ψάξιμο της τσέπης του. Δεν υπήρχε όμως ούτε καπίκι στις τσέπες του. "Τί τα 'κάνες τα λεφτά;", φώναξε εκείνη.

"Ω, θεέ μου! Είναι δυνατό να τα ήπιε όλα; Υπήρχαν ακόμα δώδεκα ρούβλια στο μπαούλο!... Ξαφνικά, την έπιασε λύσσα, τον άρπαξε απ' τα μαλλιά και τον έσυρε μέσα στο δωμάτιο. Ο Μαρμελάντωφ τη διευκόλυνε, μπουσουλώντας πίσω της υπάκουα. "Αυτό μου κάνει καλό, δε με πονάει, κύριε", φώναξε καθώς τον τράβαγε η γυναίκα του απ' τα μαλλιά "This is good for me, it does not hurt me, sir," he shouted as his wife pulled him by the hair. Μια φορά, μάλιστα, του στούμπισε και το μέτωπο στο πάτωμα. Once, in fact, he stamped his forehead on the floor.

Η μικρούλα που κοιμότανε ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει. Το αγοράκι που στεκότανε στη γωνιά δεν κρατήθηκε. The little boy standing in the corner was not detained. Το 'πιάσε τρεμούλα κι έβαλε τις φωνές, ορμώντας προς την αδελφούλα του καταταραγμένο. Η μεγαλύτερη έτρεμε σαν καλαμόφυλλο. "Όλα τα ήπιε! Όλα! ", φώναξε η δύστυχη γυναίκα με απελπισία. "Και τούτα δω τα ρούχα δεν είναι τα δικά του. θα πεθάνουμε από την πείνα, από την πείνα! (κι έδειχνε τα παιδιά, δαγκώνοντας τα δάχτυλα της). Α-αχ, η κολασμένη μας ζωή! Και του λόγου σου δεν ντρέπεσαι να βγαίνεις από τις ταβέρνες;", ούρλιαξε γυρίζοντας, ξαφνικά προς τον Ρασκόλνικωφ. "Μαζί τα πίνατε, ε; Μαζί μεθύσατε! Έξω από δω! Ο Ρασκόλνικωφ βγήκε έξω βιαστικά, χωρίς να πεί λέξη. Raskolnikov came out in a hurry, without saying a word.

Στο μεταξύ, η μεσιανή πόρτα είχε ανοίξει διάπλατα και στο άνοιγμα στέκονταν οι περίεργοι και κοίταζαν. Meanwhile, the messianic door had opened wide and the curious were standing in the opening and looking. Τέντωναν τα κεφάλια τους, κοροϊδευτικά και κυνικά, άλλος με το τσιγάρο στα χείλη κι άλλος με την πίπα. They stretched their heads, mockingly and cynically, one with a cigarette on their lips and the other with a pipe.

Έβλεπες μερικούς με ρόμπες του σπιτιού, ξεκούμπωτες, άλλους με εσώρουχα, με μια εμφάνιση ξετσίπωτη σχεδόν, και άλλους με χαρτιά της τράπουλας στα χέρια. Γέλαγαν, προπάντων, βλέποντας τον Μαρμελάντωφ να τον σέρνει η γυναίκα του απ' τα μαλλιά και ακούγοντας τον να φωνάζει πως αυτό του κάνει καλό. Ετοιμάζονταν, μάλιστα, να μπουν μέσα στο δωμάτιο. Τέλος, ακούστηκε ένα γαύγισμα λυσσασμένο: Ήτανε η Αμαλία Λιπεβέσχελ, που μπήκε στη μέση για ν' αποκαταστήσει την τάξη, με τον τρόπο της, περιλούζοντας δηλαδή τη δύστυχη γυναίκα με βρισιές και φοβερίζοντας την, για εκατοστή φορά, με τη διαταγή να της αδειάσει τη γωνιά από αύριο κιόλας.

Ο Ρασκόλνικωφ, προτού βγεί έξω, πρόφτασε να χώσει το χέρι στην τσέπη του και να βγάλει όσα λεφτά μπόρεσε να πιάσει από τα ψιλά που του 'μειναν όταν χάλασε το ρούβλι στην ταβέρνα. Τ' ακούμπησε κρυφά στο περβάζι του παραθύρου, αλλά ύστερα, όταν βρέθηκε στη σκάλα, το μετάνοιωσε και ήθελε να γυρίσει πίσω. "Τί βλακεία ήτανε αυτή που έκανα;", σκέφτηκε. "Αυτοί έχουν τη Σόνια τους, ενώ εγώ έχω ανάγκη από λεφτά". Έκανε όμως τη σκέψη πως ήτανε αδύνατο πια να τα ξαναπάρει. 'Άλλωστε, ακόμα κι αν μπορούσε, δε θα τα ξανάπαιρνε. Έκανε με το χέρι του μια κίνηση αδιαφορίας και τράβηξε για το σπίτι του. "Η Σόνια έχει ανάγκη ν' αγοράσει πομάδες", εξακολούθησε, βαδίζοντας στο δρόμο και χαμογελώντας σαρκαστικά: "Αυτή η καθαριότητα στοιχίζει ακριβά. "Sonia needs to buy lipsticks," he continued, walking down the street and smiling sarcastically: "This cleaning is expensive. Χμ! Δίχως τα δικά μου λεφτά θα 'μεναν αύριο όλοι τους νηστικοί!... Αχ, φουκαριάρα Σόνια! Σε τί επάγγελμα σ' έσπρωξαν! Και το κέρδος το 'χουνε αυτοί! Γιατί, όπως και να το κάνεις, έχουν κέρδος! Έχυσαν, βέβαια, μερικά δάκρυα, αλλά το συνήθισαν το πράμα πολύ γρήγορα. Ο άνθρωπος είναι τόσο πρόστυχος, που όλα τα συνηθίζει στο τέλος".

Άρχισε να σκέφτεται. "Κι αν είπα τώρα μια βλακεία;", αναφώνησε ξαφνικά δίχως να το θέλει.

"Αν, στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος δεν είναι πρόστυχος, ο άνθρωπος στο σύνολο του δηλαδή, μ' άλλα λόγια το ανθρώπινο γένος, αυτό θα σήμαινε πως όλα τ' άλλα είναι μόνο προλήψεις, φόβοι ολοκάθαρα φανταστικοί, θα σήμαινε πως δεν υπάρχουν πια φραγμοί και πως έτσι πρέπει να είναι!