×

Ми використовуємо файли cookie, щоб зробити LingQ кращим. Відвідавши сайт, Ви погоджуєтесь з нашими правилами обробки файлів «cookie».

image

LingQ Mini Stories, 47 - Η Τζέσικα ξεκίνησε καινούρια δουλειά

Η Τζέσικα ξεκίνησε καινούρια δουλειά.

Αυτή είναι η ιστορία της:

A) Η Τζέσικα πρόσφατα ξεκίνησε μια καινούρια δουλειά.

Απολάμβανε την δουλειά πάρα πολύ, όμως είχε μερικά προβλήματα με το αφεντικό της.

Κατά την διάρκεια των συναντήσεων, αν προσπαθεί να πει κάτι, το αφεντικό δεν την αφήνει να μιλήσει.

Εύχεται να της έδινε περισσότερες ευκαιρίες να μιλήσει, και θα της άρεσε, αν ενδιαφερόταν περισσότερο σχετικά με τις απόψεις της.

Ελπίζει ότι θα έχει την δυνατότητα να λύσει αυτό το πρόβλημα.

Θα μπορούσε να βρει μια καινούρια δουλειά ξανά, αλλά γενικά πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα, αν μείνει σε αυτήν.

Η Τζέσικα διηγείται τώρα την ιστορία της:

B) Ξεκίνησα μια καινούρια δουλειά τον τελευταίο χρόνο.

Πρώτα, απολάμβανα την δουλειά πολύ, όμως είχα μερικά προβλήματα με το αφεντικό μου.

Κατά την διάρκεια των συναντήσεων, αν προσπαθούσα να πω κάτι, το αφεντικό δεν θα με άφηνε να μιλήσω.

Ευχόμουν να μου έδινε περισσότερες ευκαιρίες να μιλήσω, και θα μου άρεσε αν ενδιαφερόταν περισσότερο σχετικά με τις απόψεις μου.

Ήλπιζα ότι θα είχα την δυνατότητα να λύσω αυτό το πρόβλημα.

Θα μπορούσα να βρω μια καινούρια δουλειά ξανά, αλλά γενικά πίστευα ότι θα ήταν καλύτερα αν έμενα σε αυτήν.

Ερωτήσεις:

A) 1) Η Τζέσικα ξεκίνησε μια καινούρια δουλειά πρόσφατα.

Τι έκανε πρόσφατα η Τζέσικα?

Η Τζέσικα πρόσφατα ξεκίνησε μια καινούρια δουλειά.

2) Απολάμβανε την δουλειά πάρα πολύ.

Απολάμβανε την δουλειά?

Ναι, απολάμβανε την δουλειά πάρα πολύ.

3) Είχε μερικά προβλήματα με το αφεντικό της.

Με ποιον είχε προβλήματα?

Είχε προβλήματα με το αφεντικό της.

4) Κατά την διάρκεια των συναντήσεων, αν προσπαθήσει να πει κάτι, το αφεντικό δεν θα την αφήσει να μιλήσει.

Τι συμβαίνει κατά την διάρκεια των συναντήσεων?

Κατά την διάρκεια των συναντήσεων, αν προσπαθήσει να πει κάτι, το αφεντικό δεν θα την αφήσει να μιλήσει.

B) 5) Ευχόμουν να μου έδινε περισσότερες ευκαιρίες να μιλήσω.

Τι ευχόσουν?

Ευχόμουν να μου έδινε περισσότερες ευκαιρίες να μιλήσω.

6) Θα μου άρεσε αν ενδιαφερόταν περισσότερο για τις απόψεις μου.

Τι θα σου άρεσε?

Θα μου άρεσε αν ενδιαφερόταν περισσότερο για τις απόψεις μου.

7) Ήλπιζα ότι θα είχα την δυνατότητα να λύσω αυτό το πρόβλημα.

Τι ήλπιζες?

Ήλπιζα ότι θα είχα την δυνατότητα να λύσω αυτό το πρόβλημα.

8) Θα μπορούσα να βρω μια καινούρια δουλειά ξανά, αλλά γενικά πίστευα ότι θα ήταν καλύτερα αν έμενα σε αυτήν.

Γιατί δεν έβρισκες μια καινούρια δουλειά?

Γιατί γενικά πίστευα ότι θα ήταν καλύτερο αν έμενα σε αυτήν.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Η Τζέσικα ξεκίνησε καινούρια δουλειά. |Jessica|hat begonnen|| The|Jessica|started|new|job Jessica hat einen neuen Job angefangen. Jessica started a new job. Jessica ha comenzado un nuevo trabajo. Jessica a commencé un nouvel emploi. Jessica ha iniziato un nuovo lavoro. ジェシカは新しい仕事を始めました。 다음은 다미의 직장생활에 관한 이야기입니다. Jessica is aan een nieuwe baan begonnen. Jessica começou um novo trabalho. Джессика начала новую работу. 她开始了新工作。

Αυτή είναι η ιστορία της: This|is|the|story|of her Das ist ihre Geschichte: This is her story: Esta es su historia: Voici son histoire: Ecco la sua storia: ここに彼女の話があります: 그녀의 이야기는 다음과 같습니다. Hier is haar verhaal: Esta é a história dela: Это ее история: 这是她的故事:

A) Η Τζέσικα πρόσφατα ξεκίνησε μια καινούρια δουλειά. |The|Jessica|recently|started|a|new|job A) Jessica hat kürzlich eine neue Arbeit angefangen. A) Jessica recently started a new job. A) Jessica recientemente comenzó un nuevo trabajo. A) Jessica a récemment commencé un nouveau travail. A) Jessica ha recentemente iniziato un nuovo lavoro. A ) ジェシカ は 最近 新しい 仕事 を 始めました 。 A)다미는 최근에 새 일을 시작했습니다. A) Jessica is onlangs met een nieuwe baan begonnen. A) Jéssica recentemente iniciou um novo emprego. А) Джессика недавно начала работать на новом месте. A) Jessica har nyligen börjat på ett nytt jobb. A)杰西卡 最近 开始 了 一个 新 工作 。

Απολάμβανε την δουλειά πάρα πολύ, όμως είχε μερικά προβλήματα με το αφεντικό της. genoss||||||||Probleme|||| She enjoyed|the|job|very|much|but|she had|some|problems|with|the|boss|her Sie genießt die Arbeit sehr, obwohl sie ein paar Probleme mit ihrem Chef hat. She's been enjoying the work very much, although she's been having some problems with her boss. Ella ha estado disfrutando mucho el trabajo,aunque ella ha tenido algunos problemas con su jefe. Hän nautti työstään kovasti, mutta hänellä oli ongelmia pomonsa kanssa. Elle aime beaucoup son travail, même si elle a eu quelques problèmes avec son patron. Le sta piacendo molto il lavoro, sebbene stia avendo problemi con il suo capo. 彼女 は 上司 と いくつか の 問題 を 抱えて いる にも かかわら ず 仕事 を とても 楽しんで いました 。 상사와 몇 가지 문제가 있지만그녀는 일이 매우 즐겁습니다. Ze vindt het werk erg leuk, ondanks dat ze problemen met haar baas heeft. Ela tem gostado bastante do trabalho, embora ela tem tido alguns problemas com seu chefe. Ей очень нравится работа, хотя у неё проблемы с начальником. Hon trivdes väldigt bra med jobbet, men hon hade vissa problem med sin chef. 她 很 喜欢 这个 工作 , 虽然 她 和 她 的 老板 有 一些 问题 。

Κατά την διάρκεια των συναντήσεων, αν προσπαθεί να πει κάτι, το αφεντικό δεν την αφήνει να μιλήσει. während||Dauer||Besprechungen||||||||nicht|||| During|the|duration|of|meetings|if|she tries|to|say|something|the|boss|not|her|lets|to|speak Wenn sie versucht während der Besprechungen etwas zu sagen, lässt ihr Chef sie nicht reden. During meetings, if she tries to say something, the boss won't let her talk. Durante las reuniones, si ella trata de decir algo, el jefe no la deja hablar. Pendant les réunions, si elle essaye de dire quelque chose, son patron ne la laissera pas parler. Durante le riunioni, se cerca di dire qualcosa, il suo capo non la lascia parlare. 会議 中 、 彼女 が 何 か を 言おう と する と 上司 は 彼女 に 話させません 。 회의 시간 동안에 그녀가 뭔가 말하려고 하면 상사가 못하게 합니다. Haar baas laat haar niet praten als ze tijdens vergaderingen iets wil zeggen. Durante as reuniões, se ela tentar dizer algo, o chefe não a deixa falar. Во время переговоров, если пытается сказать что-то, её начальник не даёт сказать ей и слова. Om hon försöker säga något under mötena låter chefen henne inte tala. 开会 的 时候 , 如果 她 试 着 说 什么 ,老板 不让 她 说话 。

Εύχεται να της έδινε περισσότερες ευκαιρίες να μιλήσει, και θα της άρεσε, αν ενδιαφερόταν περισσότερο σχετικά με τις απόψεις της. sie wünscht|||gäbe|mehrere|Gelegenheiten||||||||interessierte||||denen|Meinungen| She wishes|to|her|gave|more|opportunities|to|speak|and|would|her|liked|if|were interested|more|regarding|with|her|opinions|her Sie wünscht sich, dass er ihr mehr Gelegenheiten zum Reden geben würde, und sie würde sich freuen, wenn er sich mehr für ihre Meinung interessieren würde. She wishes he would give her more of a chance to speak, and she would like it if he cared more about her opinions. Ella desearía que él le diera más oportunidad para hablar,y le gustaría que a él le importaran más sus opiniones. Hän toivoo, että mies antaisi hänelle enemmän tilaisuuksia puhua, ja hän toivoo, että mies olisi kiinnostuneempi hänen näkemyksistään. Elle souhaiterait qu'il lui laisse une chance de parler, et elle aimerait qu'il se soucie davantage de ses opinions. Vorrebbe che le lasciasse più possibilità di parlare, e vorrebbe che gli importasse di più delle sue opinioni. 彼女 は 、 彼 が もっと 話す チャンス を くれる こと を 、 彼女 の 意見 に もっと 関心 を もって くれる こと を 望んでいます 。 그녀는 말할 기회를 주기를 바라고, 자신의의견에 신경을 써줬으면 합니다. Ze zou zo graag willen dat hij haar de kans gaf om wat te zeggen en ze zou het leuk vinden als hij meer om haar mening gaf. Ela deseja que ele lhe dê mais chance de falar, e ela gostaria que ele se importasse mais com suas opiniões. Она хочет, чтобы он давал ей больше возможности говорить, и ей бы хотелось, чтобы он больше прислушивался к её мнению. Hon önskar att han skulle ge henne fler tillfällen att tala, och hon skulle vilja att han var mer intresserad av hennes åsikter. 她 希望 他 可以 给 她 更 多 讲话 的 机会 ,她 更 喜欢 如果 他 能 更 在乎 她 的 想法 。

Ελπίζει ότι θα έχει την δυνατότητα να λύσει αυτό το πρόβλημα. |||||||lösen||| He hopes|that|will|has|the|ability|to|solve|this|the|problem Sie hofft, dass sie dieses Problem lösen kann. She hopes she'll be able to solve this problem. Ella espera poder resolver este problema. Elle espère pouvoir résoudre ce problème. Spera di riuscire a risolvere questo problema. 彼女 は この 問題 を 解決 できる こと を 願っています 。 그녀는 이 문제를 해결할 수 있기를 바랍니다. Ze hoopt dat ze dit probleem op kan lossen. Ela espera que seja capaz de resolver esse problema. Она надеется, что ей удастся решить эту проблему. Han hoppas att han ska kunna lösa detta problem. 她 希望 她 可以 解决 这个 问题 。

Θα μπορούσε να βρει μια καινούρια δουλειά ξανά, αλλά γενικά πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα, αν μείνει σε αυτήν. |||||||||generell|||||||bleibt|| (conditional particle)|could|(subjunctive particle)|find|a|new|job|again|but|generally|believes|that|(future tense particle)|would be|better|if|stays|in|this Sie könnte auch wieder einen neuen Job suchen, aber insgesamt denkt sie, dass es besser wäre, bei diesem Job zu bleiben. She could look for a new job again, but overall she thinks it'll be better if she stays with this one. Podría encontrar un nuevo trabajo nuevamente, pero generalmente piensa que sería mejor si se quedara. Elle pourrait à nouveau chercher un nouvel emploi, mais au final elle pense que ce sera mieux si elle garde celui-ci. Potrebbe cercare di nuovo un nuovo lavoro, ma nel complesso, pensa che sarà meglio se rimarrà con questo. 彼女 は また 新しい 仕事 を 探す べき でした が 、 概して 彼女 は もし 今 の 仕事 に 留まれれば もっと よい のに と 思って います 。 새 일자리를 찾아볼 수도 있겠지만, 전체적으로 봐서 그녀는 여기에 머무는 것이 좋을 것이라고 생각합니다. Ze zou weer op zoek kunnen gaan naar een nieuwe baan, maar eigenlijk vindt ze het een beter idee om dit te blijven doen. Ela poderia procurar um novo emprego novamente, mas, no geral,ela acha que será melhor se ela ficar com este. Она смогла бы поискать новую работу снова, но в целом она думает, что ей было бы лучше остаться на этой. Han skulle kunna få ett nytt jobb igen, men han tror i allmänhet att det skulle vara bättre om han stannade kvar. 她 可以 再 找 一个 新 的 工作 , 但是 总的来说 她 觉得 可能 呆 在 这个 工作 更好 。

Η Τζέσικα διηγείται τώρα την ιστορία της: The|Jessica|tells|now|the|story|her Jessica erzählt jetzt ihre Geschichte: Jessica now tells her story: Esta es la misma historia contada por Jessica. Jessica raconte maintenant son histoire: Jessica ora sta raccontando la sua storia: ジェシカは今彼女の物語を語っています: 이번에는 다미가 이야기를 들려드립니다. Jessica vertelt nu haar verhaal: Jessica agora está contando sua história: Джессика рассказывает свою историю: 杰西卡现在在讲她的故事:

B) Ξεκίνησα μια καινούρια δουλειά τον τελευταίο χρόνο. |ich habe begonnen|||||letzten|Jahr |I started|a|new|job|the|last|year B) Ich habe letztes Jahr eine neue Arbeit angefangen. B) I started a new job last year. B) Yo empecé un nuevo trabajo el año pasado. B) J'ai commencé un nouvel emploi l'année dernière. B) Ho iniziato un nuovo lavoro lo scorso anno. B) 私 は 昨年 新しい 仕事 を 始めました 。 B)저는 최근에 새 일을 시작했습니다. B) Ik ben vorig jaar met een nieuwe baan begonnen. B) Comecei um novo emprego no ano passado. Б) Я начала работать на новом месте год назад. B) Jag började ett nytt jobb förra året. B)我 最近 开始 了 一个 新 工作 。

Πρώτα, απολάμβανα την δουλειά πολύ, όμως είχα μερικά προβλήματα με το αφεντικό μου. |genoss||||||||||| First|I enjoyed|the|work|very|but|I had|some|problems|with|the|boss|my |||||||||||chefe| Zuerst genoss ich die Arbeit sehr, obwohl ich ein paar Probleme mit meinem Chef hatte. At first, I'd been enjoying the work very much, although I'd been having some problems with my boss. Al principio, había disfrutado mucho el trabajo,aunque he tenido algunos problemas con mi jefe. Dans un premier temps, j'ai beaucoup aimé ce travail, même si j'ai eu quelques problèmes avec mon patron. All'inizio mi è piaciuto molto il lavoro, ma ho avuto dei problemi con il mio capo. 最初 、 私 は 上司 と いくつか の 問題 を 抱えて いる に も かかわらず 仕事 を とても 楽しんで いました 。 처음에는 상사와 몇 가지 문제가 있기는 했지만일이 매우 즐거웠습니다. Eerst vond ik het werk erg leuk, maar ik had problemen met mijn baas. No começo, eu estava gostando muito do trabalho, embora eu estivesse tendo alguns problemas com meu chefe. Вначале мне очень нравилась работа, хотя у меня были проблемы с моим начальником. I början trivdes jag väldigt bra med jobbet, men jag hade en del problem med min chef. 一 开始 , 我 很 喜欢 这个 工作 , 虽然 我 和 我 的 老板 有 一些 问题 。

Κατά την διάρκεια των συναντήσεων, αν προσπαθούσα να πω κάτι, το αφεντικό δεν θα με άφηνε να μιλήσω. ||||||||sagen|etwas||||würde|||| During|the|duration|of|meetings|if|I tried|to|say|something|the|boss|not|would|me|would let|to|speak durante||duração||reuniões||eu tentasse|||||chefe|não|||||falar Wenn ich versuche während der Besprechungen etwas zu sagen, lässt mich mein Chef nicht reden. During meetings, if I tried to say something, the boss wouldn't let me talk. Durante las reuniones, si trato de decir algo, el jefe no me deja hablar. Jos yritin sanoa jotain kokouksissa, pomo ei antanut minun puhua. Pendant les réunions, si j'essayai de dire quelque chose le patron ne me laissait pas parler. Durante le riunioni, se provavo a dire qualcosa, il capo non mi lasciava parlare. 会議 中 、 私 が 何 か を 言おう と する と 上司 は 私 に 話させません 。 회의 시간 동안에 내가 뭔가 말하려고 하면 상사가 못하게 합니다. Mijn baas liet me niet praten als ik tijdens vergaderingen iets wilde zeggen. Durante as reuniões, se eu tentasse dizer algo, o chefe não me deixou falar. Во время переговоров, если пыталась сказать что-то, мой начальник не давал мне вымолвить и слова. 开会 的 时候 , 如果 我试 着 说 什么 ,老板 不让 我 说话 。

Ευχόμουν να μου έδινε περισσότερες ευκαιρίες να μιλήσω, και θα μου άρεσε αν ενδιαφερόταν περισσότερο σχετικά με τις απόψεις μου. ich wünschte||||mehrere||||||||||||über|die|| I wished|to|to me|would give|more|opportunities|to|speak|and|would|to me|liked|if|were interested|more|regarding|with|the|opinions|my |||||||||||gostaria||se interessasse|mais||||| Ich wünschte, dass er mir mehr Gelegenheiten zum Reden geben würde, und ich würde mich freuen, wenn er sich mehr für meine Meinung interessieren würde. I wished he would give me more of a chance to speak, and I would have liked it if he cared more about my opinions. Deseé que él me diera más oportunidades para hablar,y me hubiera gustado si a él le importaran más mis opiniones. Toivon, että hän antaisi minulle enemmän tilaisuuksia puhua, ja haluaisin, että hän olisi kiinnostuneempi näkemyksistäni. J'aurais souhaité qu'il me laisse une chance de parler, et j'aurais aimé qu'il se soucie davantage de mes opinions. Desideravo che mi desse più possibilità di parlare, e mi sarebbe piaciuto che gli importasse di più delle mie opinioni. 私 は 、 彼 が もっと 話す チャンス を くれる こと を 、 私 の 意見 に もっと 関心 を もって くれる こと を 望んでいました 。 제가 말할 기회를 줬으면 했고제 의견에 신경을 써줬으면 했습니다. Ik wilde zo graag dat hij me de kans gaf om wat te zeggen en ik had het leuk gevonden als hij meer om mijn mening gaf. Desejei que ele me desse mais chance de falar, e eu gostaria que ele se importasse mais com minhas opiniões. Я хотела бы, чтобы он давал мне больше возможности говорить, и мне бы хотелось, чтобы он больше прислушивался к моему мнению. Jag önskar att han skulle ge mig fler tillfällen att tala, och jag skulle vilja att han var mer intresserad av mina åsikter. 我 希望 他 可以 给 我 更 多 讲话 的 机会 ,我 更 喜欢 如果 他 能 更 在乎 我 的 想法 。

Ήλπιζα ότι θα είχα την δυνατότητα να λύσω αυτό το πρόβλημα. |||||||lösen||| I hoped|that|would|I had|the|ability|to|solve|this|the|problem |||||||resolver|||problema Ich hatte gehofft, dass ich dieses Problem lösen könnte. I had hoped I would be able to solve this problem. Yo esperaba ser capaz de resolver este problema. J'avais espéré pouvoir résoudre ce problème. Speravo di essere in grado di risolvere questo problema. 私 は この 問題 を 解決 できる こと を 願っていました 。 저는 이 문제를 해결할 수 있기를 바랬습니다. Ik hoopte dat ik dit probleem op zou kunnen lossen. Eu esperava que eu pudesse resolver esse problema. Я надеялась, что мне удастся решить эту проблему. Jag hoppades att jag skulle kunna lösa detta problem. 我 希望 我 可以 解决 这个 问题 。

Θα μπορούσα να βρω μια καινούρια δουλειά ξανά, αλλά γενικά πίστευα ότι θα ήταν καλύτερα αν έμενα σε αυτήν. ||||||||||glaubte||||||bliebe|| (I) would|could|(subjunctive particle)|find|a|new|job|again|but|generally|I believed|that|(future tense particle)|would be|better|if|I stayed|in|this (feminine) |||||||||geralmente|acreditava||||melhor||ficasse|| Ich hätte wieder einen neuen Job suchen können, aber insgesamt dachte ich, dass es besser wäre, bei diesem Job zu bleiben. I could have looked for a new job again, but overall I thought it would be better if I stayed with this one. Podría haber buscado un nuevo trabajo nuevamente,pero en general, pensé que sería mejor si me quedaba con este. J'aurais pu chercher un nouvel emploi, mais au final je pensais que ce serait mieux si je gardais celui-ci. Avrei potuto cercare un altro lavoro, ma nel complesso ho pensato che sarebbe stato meglio restare con questo. 私 は また 新しい 仕事 を 探す べき でした が 、 概して 私 は もし 今 の 仕事 に 留まれれば もっと よい のに と 思いました 。 새 일자리를 찾아볼 수도 있었지만, 전체적으로 봐서 여기에 머무는 것이 좋을 것이라고 생각했습니다. Ik had weer op zoek kunnen gaan naar een nieuwe baan, maar eigenlijk vond ik het een beter idee om dit te blijven doen. Mógłbym znów znaleźć nową pracę, ale ogólnie uważałem, że będzie lepiej, jeśli w niej zostanę. Eu poderia ter procurado um novo emprego novamente, mas, em geral pensei que seria melhor se eu ficasse com este. Я могла бы поискать новую работу снова, но в целом я думала, что мне было бы лучше остаться на этой. Jag skulle kunna få ett nytt jobb igen, men i allmänhet trodde jag att det skulle vara bättre om jag stannade kvar på det. 我 可以 再 找 一个 新 的 工作 , 但是 总的来说 我 觉得 可能 呆 在 这个 工作 更好 。

Ερωτήσεις: Questions Perguntas Fragen: Questions: Preguntas: Questions: Domande: 質問: 질문 : Vragen: Questões: Вопросы. 问题 :

A) 1) Η Τζέσικα ξεκίνησε μια καινούρια δουλειά πρόσφατα. |The|Jessica|started|a|new|job|recently |||||||recentemente A) 1) Jessica hat kürzlich eine neue Arbeit angefangen. A) 1) Jessica recently started a new job. A) 1) Jessica recientemente comenzó un nuevo trabajo. A) 1) Jessica a récemment commencé un nouveau travail. A)1) Recentemente, Jessica ha iniziato un nuovo lavoro. A) 1) ジェシカ は 最近 新しい 仕事 を 始めました 。 A)1) 다미는 최근에 새 일을 시작했습니다. A) 1) Jessica is onlangs met een nieuwe baan begonnen. A) 1) Jessica niedawno rozpoczęła nową pracę. A) 1) Jéssica recentemente iniciou um novo emprego. А) 1) Джессика недавно приступила к новой работе. A)1) 杰西卡 最近 开始 了 一个 新 工作 。

Τι έκανε πρόσφατα η Τζέσικα? What|did|recently|the|Jessica ||recentemente|| Was hat Jessica kürzlich getan? What did Jessica recently do? ¿Qué comenzó Jessica recientemente? Qu'a fait Jessica récemment ? Cosa ha fatto recentemente, Jessica? ジェシカ は 最近 何 を しました か? 다미는 최근에 무엇을 했나요? Wat heeft Jessica onlangs gedaan? O que Jéssica fez recentemente? Что Джессика сделала недавно? 杰西卡 最近 做 什么 ?

Η Τζέσικα πρόσφατα ξεκίνησε μια καινούρια δουλειά. The|Jessica|recently|started|a|new|job Jessica hat kürzlich eine neue Arbeit angefangen. Jessica recently started a new job. Jessica recientemente comenzó un nuevo trabajo. Jessica a récemment commencé un nouveau travail. Recentemente, Jessica ha iniziato un nuovo lavoro. ジェシカ は 最近 新しい 仕事 を 始めました 。 다미는 최근에 새 일을 시작했습니다. Jessica is onlangs met een nieuwe baan begonnen. Jéssica recentemente iniciou um novo emprego. Джессика недавно устроилась на новую работу. 杰西卡 最近 开始 了 一个 新 工作 。

2) Απολάμβανε την δουλειά πάρα πολύ. He enjoyed|the|work|very|much ||trabalho|| und ich hätte es gern gehabt, wenn mich meine Ansichten mehr interessiert hätten. 2) She's been enjoying the work very much. 2) Ella ha estado disfrutando mucho el trabajo. 2) Elle aime beaucoup son travail. 2) Le sta piacendo molto il lavoro. 2) 彼女 は 仕事 を とても 楽しんで いました 。 2) 그녀는 일이 매우 즐겁습니다. 2) Ze vindt het werk erg leuk. 2) Ela tem gostado muito do trabalho. 2) Ей очень нравится её работа. 2) 她 很 喜欢 这个 工作 。

Απολάμβανε την δουλειά? Did he/she enjoy|the|work Ich hatte gehofft, dass ich dieses Problem lösen könnte. Has she been enjoying the work? ¿Ha estado Jessica disfrutando el trabajo? A-t-elle aimé son travail ? Le sta piacendo il lavoro? 彼女 は 仕事 を 楽しんで いました か ? 그녀는 일을 즐거워합니까? Vindt ze het werk leuk? Ela tem gostado do trabalho? Ей нравится её работа? 她 喜欢 这个 工作 吗 ?

Ναι, απολάμβανε την δουλειά πάρα πολύ. Yes|enjoyed|the|work|very|much Ich könnte wieder einen neuen Job finden, aber im Allgemeinen Yes, she's been enjoying the work very much. Sí, ella ha estado disfrutando mucho el trabajo. Oui, elle aime beaucoup son travail. Si, le sta piacendo molto il lavoro. はい 、 彼女 は 仕事 を とても 楽しんで いました 。 네, 그녀는 일이 매우 즐겁습니다. Ja, ze vindt het werk erg leuk. Sim, ela tem gostado bastante do trabalho. Да, ей очень нравится её работа. 对 , 她 喜欢 这个 工作 。

3) Είχε μερικά προβλήματα με το αφεντικό της. She had|some|problems|with|the|boss|her |alguns|problemas|||chefe| 3) Sie hatte einige Probleme mit ihrem Chef. 3) She's been having some problems with her boss. 3) Ella ha tenido algunos problemas con su jefe. 3) Elle a eu quelques problèmes avec son patron. 3) Sta avendo alcuni problemi con il suo capo. 3) 彼女 は 上司 と いくつか の 問題 を 抱えて いました 。 3) 그녀는 상사와 몇 가지 문제가 있습니다. 3) Ze heeft problemen met haar baas. 3) Ela tem tido alguns problemas com seu chefe. 3) У неё проблемы с её начальником. 3) 她 和 她 的 老板 有 一些 问题 。

Με ποιον είχε προβλήματα? With|whom|had|problems Mit wem hatte sie Probleme? Who has she been having problems with? ¿Con quién ha estado teniendo algunos problemas? Avec qui a-t-elle eu des problèmes ? Con chi sta avendo problemi? 彼女 は 誰 と いくつか の 問題 を 抱えて いました か ? 그녀는 누구와 문제가 있습니까? Met wie heeft ze problemen? Com quem tem tido problemas? С кем у неё проблемы? 她 和 谁 有 问题 ?

Είχε προβλήματα με το αφεντικό της. She had|problems|with|the|boss|her tinha||com||chefe|dela Sie hatte einige Probleme mit ihrem Chef. She's been having some problems with her boss. Ella ha tenido algunos problemas con su jefe. Elle a eu quelques problèmes avec son patron. Sta avendo alcuni problemi con il suo capo. 彼女 は 上司 と いくつか の 問題 を 抱えて いました 。 그녀는 상사와 몇 가지 문제가 있습니다. Ze heeft problemen met haar baas. Miała problemy ze swoim szefem. Ela tem tido alguns problemas com seu chefe. У неё проблемы с её начальником. 她 和 她 的 老板 有 一些 问题 。

4) Κατά την διάρκεια των συναντήσεων, αν προσπαθήσει να πει κάτι, το αφεντικό δεν θα την αφήσει να μιλήσει. |||||||||||||||lassen|| During|the|duration|of|meetings|if|she tries|to|say|something|the|boss|not|will|her|let|to|speak |||||||||||||||deixar|| 4) Wenn sie versucht während der Besprechungen etwas zu sagen, lässt ihr Chef sie nicht reden. 4) During meetings, if she tries to say something, the boss won't let her talk. 4) Durante las reuniones, si ella trata de decir algo, el jefe no la deja hablar. 4) Pendant les réunions, si elle essaye de dire quelque chose, son patron ne la laissera pas parler. 4) Durante le riunioni se prova a dire qualcosa, il suo capo non la lascia parlare. 4) 会議 中 、 彼女 が 何 か を 言おう と する と 上司 は 彼女 に 話させません 。 4) 회의 시간 동안에 그녀가 뭔가 말하려고 하면 상사가 못하게 합니다. 4) Haar baas laat haar niet praten als ze tijdens vergaderingen iets wil zeggen. 4) Durante as reuniões, se ela tentar dizer alguma coisa, o chefe não a deixa falar. 4) Во время совещаний, если она пытается что-нибудь сказать, её начальник не даёт ей высказаться. 4) 开会 的 时候 , 如果 她 试 着 说 什么 , 她 的 老板 不让 她 说话 。

Τι συμβαίνει κατά την διάρκεια των συναντήσεων? |passiert||||| What|happens|during|the|duration|of the|meetings |acontece|na||duração||reuniões Was passiert bei Besprechungen? What happens during meetings? ¿Qué pasa durante las reuniones? Que se passe-t-il pendant les réunions ? Cosa succede durante le riunioni? 会議 中 何 が 起きます か ? 회의 시간에 어떤 일이 벌어집니까? Wat gebeurt er tijdens vergaderingen? O que acontece durante as reuniões? Что происходит во время совещаний? 开会 的 时候 发生 什么 ?

Κατά την διάρκεια των συναντήσεων, αν προσπαθήσει να πει κάτι, το αφεντικό δεν θα την αφήσει να μιλήσει. während||||||||||||||||| During|the|duration|of|meetings|if|she tries|to|say|something|the|boss|not|will|her|let|to|speak Wenn sie versucht während der Besprechungen etwas zu sagen, lässt ihr Chef sie nicht reden. During meetings, if she tries to say something, the boss won't let her talk. Durante las reuniones, si ella trata de decir algo, el jefe no la deja hablar. Pendant les réunions, si elle essaye de dire quelque chose, son patron ne la laissera pas parler. Durante le riunioni se prova a dire qualcosa, il suo capo non la lascia parlare. 会議 中 、 彼女 が 何 か を 言おう と する と 上司 は 彼女 に 話させません 。 회의 시간 동안에 그녀가 뭔가 말하려고 하면 상사가 못하게 합니다. Haar baas laat haar niet praten als ze tijdens vergaderingen iets wil zeggen. Podczas spotkań, jeśli spróbuje coś powiedzieć, szef nie pozwoli jej mówić. Durante as reuniões, se ela tentar dizer alguma coisa, o chefe não a deixa falar. Во время совещаний, если она пытается сказать что-нибудь, её начальник не даёт ей слова. 开会 的 时候 , 如果 她 试 着 说 什么 , 她 的 老板 不让 她 说话 。

B) 5) Ευχόμουν να μου έδινε περισσότερες ευκαιρίες να μιλήσω. |||||mehrere||| |I wished|to|me|would give|more|opportunities|to|speak B) 5) Ich wünschte, er würde mir mehr Gelegenheiten geben, zu reden. B) 5) I wished he would give me more of a chance to speak. B) 5) Ella desearía que él le diera más oportunidades para hablar. B) 5) J'aurais souhaité qu'il me laisse une chance de parler. B)5) Desideravo che mi desse più possibilità di parlare. B) 5) 私 は 、 彼 が もっと 話す チャンス を くれる こと を 願いました 。 B)5) 제가 말할 기회를 줬으면 했습니다. B) 5) Ik wilde zo graag dat hij me de kans gaf om wat te zeggen. B) 5) Chciałbym, żeby dał mi więcej okazji do mówienia. B) 5) Eu desejava que ele me desse mais chance de falar. Б) 5) Я бы хотела, чтобы он давал мне больше шансов говорить. B)5) 我 希望 他 给 我 更 多 讲话 的 机会 。

Τι ευχόσουν? |würdest du wünschen What|were you wishing |estava desejando Was wünschtest du dir? What did you wish? ¿Qué desearía ella? Que souhaitiez-vous ? Cosa desideravi? あなた は 何 を 願いました か ? 당신은 무엇을 바랬나요? Wat wilde je graag? Czego sobie życzysz? O que você queria? Что бы ты хотела? 我 希望 什么 ?

Ευχόμουν να μου έδινε περισσότερες ευκαιρίες να μιλήσω. I wished|to|me|would give|more|opportunities|to|speak |||||oportunidades||falar Ich wünschte, er würde mir mehr Gelegenheiten geben, zu sprechen. I wished he would give me more of a chance to speak. Ella desearía que él le diera más oportunidades para hablar. J'aurais souhaité qu'il me laisse une chance de parler. Desideravo che mi desse più possibilità di parlare. 私 は 、 彼 が もっと 話す チャンス を くれる こと を 願いました 。 제가 말할 기회를 줬으면 했습니다. Ik wilde zo graag dat hij me de kans gaf om wat te zeggen. Eu desejava que ele me desse mais chance de falar. Я хотела бы, чтоб он давал мне больше шансов говорить. 我 希望 他 给 我 更 多 讲话 的 机会 。

6) Θα μου άρεσε αν ενδιαφερόταν περισσότερο για τις απόψεις μου. would|to me|liked|if|were interested|more|in|the|opinions|my 6) Ich würde mich freuen, wenn er sich mehr für meine Meinung interessieren würde. 6) I would have liked it if he cared more about my opinions. 6) A ella le hubiese gustado que a él le importaran sus opiniones. 6) J'aurais aimé qu'il se soucie davantage de mes opinions. 6) Mi sarebbe piaciuto che gli importasse di più delle mie opinioni. 6) 私 は 彼 が 私 の 意見 に もっと 関心 を もって くれる こと を 望んで いました 。 6) 제 의견에 신경을 더 써줬으면 좋았을 것입니다. 6) Ik had het leuk gevonden als hij meer om mijn mening gaf. 6) Chciałbym, żeby bardziej interesowały go moje poglądy. 6) Eu gostaria que ele se importasse mais com minhas opiniões. 6) Мне бы хотелось, чтобы он прислушивался к моему мнению. 6) 我 更 喜欢 他 能 更 在乎 我 的 想法 。

Τι θα σου άρεσε? What|will|to you|would like Worüber würdest du dich freuen? What would you have liked? ¿Qué le hubiese gustado a ella? Qu'est-ce que vous auriez aimé ? Cosa ti sarebbe piaciuto? あなた は 何 を 望んで いました か ? 어땠으면 좋았을까요? Wat had je leuk gevonden? Co byś chciał? O que você gostaria? Чего тебе хотелось бы? 我会 更 喜欢 什么 ?

Θα μου άρεσε αν ενδιαφερόταν περισσότερο για τις απόψεις μου. would|to me|liked|if|were interested|more|in|the|opinions|my ||||||||opiniões| Ich würde mich freuen, wenn er sich mehr für meine Meinung interessieren würde. I would have liked it if he cared more about my opinions. A ella le hubiese gustado que a él le importaran sus opiniones. J'aurais aimé qu'il se soucie davantage de mes opinions. Mi sarebbe piaciuto che gli importasse di più delle mie opinioni. 私 は 彼 が 私 の 意見 に もっと 関心 を もって くれる こと を 望んで いました 。 제 의견에 신경을 더 써줬으면 좋았을 것입니다. Ik had het leuk gevonden als hij meer om mijn mening gaf. Eu gostaria que ele se importasse mais com minhas opiniões. Мне хотелось бы, чтобы к моему мнению прислушивались. 我 更 喜欢 他 能 更 在乎 我 的 想法 。

7) Ήλπιζα ότι θα είχα την δυνατότητα να λύσω αυτό το πρόβλημα. I hoped|that|would|I had|the|ability|to|solve|this|the|problem 7) Ich hoffte, dass ich dieses Probleme lösen könnt. 7) I hoped I would be able to solve this problem. 7) Ella esperaba ser capaz de resolver ese problema. 7) J'avais espéré pouvoir résoudre ce problème. 7) Speravo di essere in grado di risolvere questo problema. 7) 私 は この 問題 を 解決 できる こと を 願って いました 。 7) 저는 이 문제를 해결할 수 있기를 바랬습니다. 7) Ik hoopte dat ik dit probleem op zou kunnen lossen. 7) Miałem nadzieję, że uda mi się rozwiązać ten problem. 7) Eu esperava que eu pudesse resolver esse problema. 7) Я надеялась, что смогла бы решить эту проблему. 7) 我 希望 我能 解决 这个 问题 。

Τι ήλπιζες? |hofftest What|did you hope |esperava Was hast du gehofft? What did you hope? ¿Qué esperaba ella? Qu'espériez-vous ? Cosa speravi? あなた は 何 を 願いました か ? 당신은 무엇을 바랬나요? Wat hoopte je? O que você esperava? На что ты надеялась? 我 希望 什么 ?

Ήλπιζα ότι θα είχα την δυνατότητα να λύσω αυτό το πρόβλημα. I hoped|that|would|I would have|the|ability|to|solve|this|the|problem Ich hoffte, dass ich dieses Problem lösen könnte. I hoped I'd be able to solve this problem. Ella esperaba ser capaz de resolver ese problema. J'avais espéré pouvoir résoudre ce problème. Speravo di essere in grado di risolvere questo problema. 私 は この 問題 を 解決 できる こと を 願って いました 。 저는 이 문제를 해결할 수 있기를 바랬습니다. Ik hoopte dat ik dit probleem op zou kunnen lossen. Miałem nadzieję, że uda mi się rozwiązać ten problem. Eu esperava que eu pudesse resolver esse problema. Я надеялась, что смогла бы решить эту проблему. 我 希望 我能 解决 这个 问题 。

8) Θα μπορούσα να βρω μια καινούρια δουλειά ξανά, αλλά γενικά πίστευα ότι θα ήταν καλύτερα αν έμενα σε αυτήν. (I) would|could|(subjunctive particle)|find|a|new|job|again|but|generally|I believed|that|(future tense particle)|would be|better|if|I stayed|in|this 8) Ich hätte auch wieder einen neuen Job suchen können, aber insgesamt dachte ich, dass es besser wäre, bei diesem Job zu bleiben. 8) I could have looked for a new job again, but overall I thought it would be better if I stayed with this one. 8) Ella podría haber buscado un nuevo trabajo nuevamente, pero en general ella pensó que sería mejor si se quedaba con este. 8) J'aurais pu chercher un nouvel emploi, mais au final je pensais que ce serait mieux si je gardais celui-ci. 8) Avrei potuto cercare un altro lavoro, ma nel complesso ho pensato che sarebbe stato meglio restare con questo. 8) 私 は また 新しい 仕事 を 探す べき でした が 、 概して 私 は もし 今 の 仕事 に 留ま れれば もっと よい のに と 思いました 。 8) 새 일자리를 찾아볼 수도 있었지만, 전체적으로 봐서 여기에 머무는 것이 좋을 것이라고 생각했습니다. 8) Ik had weer op zoek kunnen gaan naar een nieuwe baan, maar eigenlijk vond ik het een beter idee om dit te blijven doen. 8) Mógłbym znów znaleźć nową pracę, ale ogólnie uważałem, że będzie lepiej, jeśli w niej zostanę. 8) Eu poderia ter procurado um novo emprego novamente, mas no geral, pensei que seria melhor se eu ficasse com esse. 8) Я могла бы поискать новую работу снова, но в целом я думала, что было бы лучше, если бы я осталась на этой. 8) 我 可以 再 找 一个 新 的 工作 , 但是 总的来说 我 觉得 可能 呆 在 这个 工作 更好 。

Γιατί δεν έβρισκες μια καινούρια δουλειά? ||fandest||| Why|not|were finding|a|new|job ||encontrava||| Warum hast du dir keinen neuen Job gesucht? Why didn't you look for a new job? ¿Por qué no buscó ella un nuevo trabajo? Pourquoi n'avez-vous pas cherché un nouvel emploi ? Perché non hai cercato un nuovo lavoro? あなた は なぜ 新しい 仕事 を 探さなかった のです か ? 당신은 왜 새 일자리를 찾아보지 않았나요? Waarom ging je niet op zoek naar een nieuwe baan? Dlaczego nie znalazłeś nowej pracy? Por que você não procurou um novo emprego? Почему ты не ищешь новую работу? Varför fick du inte ett nytt jobb? 你 为什么 不 找 一个 新 的 工作 ?

Γιατί γενικά πίστευα ότι θα ήταν καλύτερο αν έμενα σε αυτήν. ||||||besser|||| Why|generally|I believed|that|would|be|better|if|I stayed|in|her Weil ich insgesamt dachte, dass es besser wäre, bei diesem Job zu bleiben. Because overall I thought it would be better if I stayed with this one. Porque, en general pensó que sería mejor si se quedaba con este. Parce que, au final je pensais que ce serait mieux si je gardais celui-ci. Perché, nel complesso ho pensato che sarebbe stato meglio restare con questo. 私 は また 新しい 仕事 を 探す べき でした が 、 概して 私 は もし 今 の 仕事 に 留まれれば もっと よい のに と 思いました 。 전체적으로 봐서 여기에 머무는 것이 좋을 것이라고 생각했기 때문입니다. Ik vond het eigenlijk een beter idee om dit te blijven doen. Bo ogólnie myślałem, że będzie lepiej, jeśli w nim zostanę. Porque, em geral, pensei que seria melhor se eu ficasse com esse. Потому что в целом я думала, что было бы лучше остаться на этой работе. För att jag i allmänhet trodde att det skulle vara bättre om jag stannade hos henne. 因为 总的来说 我 觉得 可能 呆 在 这个 工作 更好 。