×

Ми використовуємо файли cookie, щоб зробити LingQ кращим. Відвідавши сайт, Ви погоджуєтесь з нашими правилами обробки файлів «cookie».

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος - Χριστός Βοσκρές

Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος - Χριστός Βοσκρές

Από πόσον καιρόν, δεν ενθυμείτο, το αληθές όμως είναι ότι από τότε οπού εγνώρισε τον Καπετάνιον, ο κυρ-Μιχάλης ο Μαυριδερός, ο οινοπώλης, είχε ν' ακούση το «Χριστός ανέστη» εις την ενορίαν του την νύκτα της Αναστάσεως, και ν' ανάψη την λαμπάδα του από το άγιον φως του Παπά-Χρήστου, του κωφού, όταν θα εξήρχετο κατενώπιον της αγίας Πύλης, βαστάζων δέσμην λαμπάδων, αναμμένων από την κανδήλαν της αγίας Τραπέζης, και ψάλλων με την βροντώδη φωνήν του: «Δεύτε λάβετε φως!»

Διά τούτο η κυρά-Μιχάλαινα, η γυναίκα του, μία γυναίκα κοντή και χονδρή, ως τα κοντόχονδρα βαρέλια του οινοπωλείου, ήτο καταχαρουμένη όλην την ημέραν του μεγάλου Σαββάτου. Το έτος εκείνο θα επήγαινε και αυτή, σαν νοικοκυρά, μαζί με τον κυρ-Μιχάλην, τον άνδρα της, εις την ενορίαν της, σαν αγαπημένον ανδρόγυνον, εις τον ναόν του αγίου Δημητρίου, εις του Ψυρή, με καλά της φορέματα, με μίαν μεγάλην άσπρην λαμπάδα, καμαρώνουσα τον άνδρα της τον κυρ- Μιχάλην, πενηντάρην και πλέον, πρόσωπον πολιόν, στενόν και μακρόν, μ' ένα μαύρο καρυδοειδές, εξοχήν σαρκός, εν μέσω του μετώπου, εν είδει στέμματος.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα εις την ενορίαν της. Πώς να υπάγη μόνη, οπού ήτο γνωστή εις την γειτονιάν, οπού είχε φιλίαν με τον Παπά-Χρήστον, γιατί του έστελνε κάθε Σαββατοκύριακο πρόσφορα και νάμα, οπού ήθελε να ίσταται εξαιρετικώς, μόνη αύτη εκ των γυναικών, δεξιά, παρά την θαυματουργόν εικόνα των αγίων μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, και να δίδη συχνά, κατά την διάρκειαν της θείας λειτουργίας κηρία εις τον παπά-Χρήστον, να τα ανάπτη εις την αγίαν Προσκομιδήν.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης την Ανάστασιν εις την ενορίαν των, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα· αλλ' ηναγκάζετο, την ιεράν και φωτοφόρον Νύκτα, να μεταβαίνη μακράν, πολύ μακράν, αγνώριστος, εις τον άγιον Αθανάσιον, εις την Πέτραν.

Διά τούτο το έτος εκείνο ήτο καταχαρούμενη. Έβαψε τα κόκκινα αυγά την μεγάλην Πέμπτην, εκατόν τριάκοντα περίπου, εζύμωσε δε το μέγα Σάββατον τας αυγοκουλούρας και δύο μεγάλα πρόσφορα, αναγγείλασα εις τον Παπά-Χρήστον νάχη τον νουν του, να προσκομίση από τα δικά της πρόσφορα.

— Δεν είνε η δουλειά, παιδί μου, οπού εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλη να πάγη στην Ανάστασιν, έλεγεν η κυρά-Μιχάλαινα προς μίαν κοσμοκαλογραίαν φίλην της, τακτικά επισκεπτομένην το βαθύ του οινοπωλείου των υπόγειον, ίνα λαμβάνη ελέη, πινάκιον φάβας, την οποίαν έβραζε δεξιώτατα η κυρά-Μιχάλαινα κ' επώλει καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν, και βαύκαλιν ρητινίτου, για να στυλόνη ολίγον την καρδίαν της, η κακομοίρα η κοσμοκαλογραία, οπού εβάστα ενάτην καθεκάστην, και τρία τρίμερα, και έκαμνεν αναρίθμηταις μετάνοιαις όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν. Και επήγε την ώραν εκείνην να πάρη ολίγον φρέσκο κρασί, να το έχη διά το πασχαλινόν της πρόγευμα, οπού ήτο . . πολύ στομαχικόν και ευωδίαζε πεύκον, καθώς έλεγε, και ήτο πολύ στυλωτικόν, δι' αυτήν οπού είχε τόσον αδυνατισμένο στομάχι.

— Είπα κ' εγώ, τέκνον μου, απήντησεν η κοσμοκαλογραία. Γιατί τότες, μαθές, σαν αποκόβεται από τη δουλειά, είνε, μαθές, μεγάλη αμαρτία. Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας.

— Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα πολυλογού γυναίκα, επήρε δρόμο, και η κοσμοκαλογραία, αποκαμωμένη από το τελευταίον τρίμερον, έλαβε την βαύκαλιν του ρητινίτου, και ηθέλησε να απέλθη, ευχηθείσα εις την ελεούσαν οικοκυράν «καλήν Ανάστασιν». Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα την εσταμάτησε.

— Δεν είνε, που λες, παιδί μου, η δουλειά οπού τον εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλην να πηγαίνη εις την Ανάστασιν, γιατί, καθώς σου είπα, η αστυνομία, άμα νυχτώση το μέγα Σάββατον, μας κλείνει. Είνε άλλο το εμπόδιο. Είνε ο Καπετάνιος, οπού λες . . .

— Ποιος καπετάνιος; ηρώτησεν η κοσμοκαλογραία.

— Θα σου πω κατόπιν, τα Λαμπρόγιορτα. Μα τώρα εφέτος, δεν είνε στην Αθήνα. Τον στείλανε της προάλλαις αποσπασματάρχη για της εκλογαίς και δεν γύρισε ακόμα. Μα να σου πω, παιδί μου, αγυρισιά του να γένη! . . .

— Πω! Πω! τέκνον μου! τέτοια μέρα! Ημέρα που ο ληστής σχωρέθηκε!

. . . Πω! πω! τέκνον μου . . .

— Του σήκωσε τα μυαλά, παιδί μου, του άναψε το κεφάλι και δεν κυττάζει την δουλειά του!

Η κοσμοκαλογραία, τρικλίζουσα από την νηστείαν, βιαζομένη δε να ετοιμασθή, ως καλογραία οπού ήτο, διά την Ανάστασιν, δεν είχε καρδίαν ν' αρχίση μακράν ίσως εξομολόγησιν· ευχαριστήθη από την αναβολήν και απήλθεν επιλέγουσα και αυτή με προθυμίαν:

— Τα Λαμπρόγιορτα τα λέμε, τα Λαμπρόγιορτα.

***

Εβράδυασε πλέον. Άνωθεν από τινος ανοικτού φεγγίτου κατήρχετο εις το βαθύ εκείνο υπόγειον η λάμψις φανού τινος, ως ακτινοβολία άστρου χρυσού εκ των αιθέρων, και συνάμα βοή συγκεχυμένη και αλαλαγμός, θόρυβος κόσμου, πλημμυρούντος εκείνην την ώραν την εγγύς κεντρικήν της πόλεως αγοράν, ον διέκοπτον κατά διαλείμματα οξύταται ως βουνού άγριαι φωναί ποιμένων:

— Αρνιακά για πούλημα!

— Αρνιά για σφάξιμο!

Ενίοτε δε ηκούοντο και πυκνά-πυκνά βελάσματα αμνών, εισκομιθέντων των ποιμνίων καθ' εκατοντάδας εις την προ του Βαρβακείου πλατείαν.

Η κυρά-Μιχάλαινα, αποπλύνασα τα δοχεία, εντός των οποίων έβραζε καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν την φάβαν, ετοποθέτησεν αυτά καθαρά εις την θέσιν των, κ' εβοήθει τον κυρ-Μιχάλην εις την καθαριότητα του καταστήματος όλου. Έπειτα — η νυξ είχε προχωρήσει — ενδυθείσα — εκεί εντός κατώκει το ειρηνικόν ανδρόγυνον επί δύο ακρινών, σκοτεινών και υγρών δωματίων — εκάθησεν επί τινος σκαμνίου, πλησίον ενός κοντού και χονδρού βαρελίου.

Ο κυρ-Μιχάλης, αφού αφήρεσε πλέον από τας προθήκας του κάτω τα νηστίσιμα κ' έθεσε μέσα εις λευκάς πιατέλας κόκκινα αυγά και τυρί, και άλλα όψα πασχαλινά, όλο κι' έφερνε γύρω ακόμη κάτι τι τακτοποιών, κάτι τι διορθόνων, αλλά σύννους και μελαγχολικός ωσάν να διελογίζετο απόντα φίλον του, ταξειδεύοντα συγγενή του. Μία λάμπα αναμμένη εν μέσω, από του θόλου, εφώτιζε το βαθύτατον εκείνο υπόγειον με λάμψεις θαμβάς, κιτρινωπάς λάμψεις, λάμψεις νεκρικής κρύπτης.

Θολόστεγον το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη. Με αψίδας, με καμάρας Βυζαντινάς, με κολώνας Βυζαντινάς, με κεφαλοκόλωνα Βυζαντινών ναών. Αυτό τούτο λείψανον Βυζαντινής Μονής. Ίσως το δοχείον Κοινοβίου αρχαίου, ίσως το μαγειρείον του, ίσως η τράπεζά του. Με διαδρόμους πλακοστρώτους με μελαψάς πλάκας. Με τοίχους καπνισμένους. Μεσαιωνικόν κτίριον. Μετόχιον της Πεντέλης, το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη, κατέναντι του αγίου Δημητρίου εις του Ψυρή, ενοικιάζετο πολυετώς από τον καλοπληρωτήν και ειρηνικόν κυρ- Μιχάλην.

Και ήτο διά την δουλειάν του μάννα, κατά την κοινήν φράσιν. Αιωνία υγρασία εβασίλευεν εκεί κάτω εις τας αραχνιασμένας εκείνας στοάς, υπό τας οποίας ήτο η στίβα των οινοβαρελίων ψυχρά, παγωμένη. Τελευταίον το εμυρίσθησαν και άλλοι οινοπώλαι· και κατά την τελευταίαν δημοπρασίαν παρ' ολίγον να το αφαιρέσουν από τον κυρ- Μιχάλην, αυξήσαντες το ενοίκιον κατά ικανάς εκατοντάδας δραχμών. Αλλ' ο Καπετάνιος ιδών συλλογισμένον τον φίλον του οινοπώλην ηρώτησε την αιτίαν, και του είπεν αμέσως:

— Μη φοβάσαι, κυρ-Μιχάλη. Ο Καπετάνιος είνε εδώ! . . .

Και επλήρωσε το επισπρόσθετον ενοίκιον.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

— Ο καϋμένος ο Καπετάνιος! Καλή του ώρα! Ανεστέναξε ο κυρ-Μιχάλης αποπερατώσας πλέον πάσαν εργασίαν. Σε ποιο κλαρί τάχα να πασχάση! . . .

Επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως.

Ακόμη ολίγον και θα εσήμαινον οι κώδωνες των ναών. Ήδη κατήρχοντο από του φεγγίτου κάτω κρότοι βηματισμών ανθρώπων μεταβαινόντων από τας ενορίας βιαστικά εις την Μητρόπολιν, συνοδευόμενοι μ' εκρηκτικούς κρότους πυροτεχνημάτων και φωνάς ηχηράς παιδιών, προληπτικώς ημιψαλλόντων το Χριστός Ανέστη, ενώ ο Καλόγηρος, ο νεωκόρος του Αγίου Δημητρίου, συνεζήτει θορυβωδώς μετά τινων γραιών περί της ώρας, οπού ανασταίνουν οι Αρμένιοι, κ' έφθανον εις το υπόγειον οι ασυνάρτητοι βραχνοί λόγοι του.

— Ας πάνε 'ς την ευχή του Χριστού! . . .

Αυτήν την ώραν εκλείοντο πάντοτε αι δύο των εις το βαθύ εκείνο και σκοτεινόν υπόγειον, ο κυρ-Μιχάλης και ο Καπετάνιος . . . — ανελογίζετο τα παρελθόντα λυπημένος ολίγον ο κυρ Μιχάλης, ενδυόμενος πλέον να μεταβή εις την εκκλησίαν της ενορίας του ύστερον από τόσα χρόνια. Εκεί εκάθηντο, εκεί εις εκείνο το ορθογώνιον μάρμαρον, οπού ήτο εκεί εν μέσω εν σχήματι επιταφίου πλακός, με γραφάς δυσδιακρίτους Βυζαντινών χαρακτήρων, με αναγλύπτους σταυρούς και λαμπάδας, όπερ ως τράπεζαν ιδιαιτέραν διά τους στενούς του φίλους, μετεχειρίζετο ο κυρ-Μιχάλης . . . ολίγαις εληαίς ή άλλο τι ορεκτικόν νηστίσιμον, και δύο ποτήρια κρασί ήσαν επί της πρωτοτύπου και μυστηριώδους αυτής τραπέζης. Ο Καπετάνιος από το ένα μέρος πολιός, ξηρός, οστεώδης, με φαγωμένον τον ήμισυν μύστακα από τριχοφάγον, είποτε ονειρευόμενος πολέμους και μάχας, και αναμένων πάντοτε γενικήν των λαών σύρραξιν. Βλέπων δε άλλοτε μεν προς τους σκοτεινούς θόλους επάνω, οπόθεν, από ένα φεγγίτην μόνον κατήρχετο ολίγον φως ηλίου την ημέραν και ολιγώτερον φως αστέρων την νύκτα, διηγείτο εν ευγλωττία ακατασχέτω, με ενθουσιώδεις πολλάκις αναπάλσεις της φωνής του, με κραδασμούς του λάρυγγος θεωριών εν οπτασίαις, με οξυλάλους τιναγμούς της σπάθης του, τώρα εν τη ρύμη των λόγων του δακρύων, και τώρα αίφνης μειδιών, εν μυστική ψυχής ευφροσύνη, διηγείτο μυστηριώδη και παράδοξα με ένα ενθουσιασμόν προφητικόν.

Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο. Ο Καπετάνιος όσον παρήρχετο η νυξ και επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως τόσον και εζαλίζετο από τα ποτήρια του ρητινίτου και από τον αφάνταστον ενθουσιασμόν του, ότε, αφού πλέον είχε κλείση την θύραν του οιναπωλείου του ο κυρ-Μιχάλης, και ήτο απόλυτος ησυχία εις τα βάθη εκείνα κάτω του υπογείου, οιστρηλατούμενος πλέον ο μυστηριώδης εκείνος πολέμαρχος και μέγας ονειροπόλος, συνελάμβανεν ακράτητος τον άκακον εκείνον συνομιλητήν του, και ωδήγει αυτόν επτοημένον εις ένα επικόν πόλεμον, του οποίου η τελευταία μάχη θα εδίδετο μέσα εις τας πλατείας της Πόλεως τόσον αιματηρά και τόσον καταστρεπτική, ώστε να πλεύση το μοσχάρι εις το αίμα, της οποίας το τέλος θα εκήρυττεν η ανάστασις του κοιμωμένου βασιλέως. Και όταν πλέον εγλυκολάλουν επάνω εις τον κόσμον οι κώδωνες των ναών, και από τον φεγγίτην έλαμπον φαεινά τα φώτα της Αναστάσεως, εις μάτην προσεπάθει τότε να εγερθή ο κυρ- Μιχάλης, ν' ακούση και αυτός το Χριστός Ανέστη εις τον γειτονικόν του ναόν, ν' ανάψη και αυτός την λαμπάδα του. Εις τας οινοδαρείς θεωρίας του τότε, υπελάμβανε τον Καπετάνιον ως τον παμφάγον Άδην, και εαυτόν ως ένα δέσμιον προαιώνιον νεκρόν, ον μόνον αυτόν, δεν ανέστησε, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, μετά των τόσων άλλων αναστάντων τότε.

— Μα δεν ακούσατε της καμπάναις; ηρώτα η κυρά-Μιχάλαινα επιστρέφουσα από τον Άγιον Αθανάσιον, από την Πέτραν, με την λαμπάδα της Αναστάσεως αναμμένη, και καταβαίνουσα εις το υπόγειον, αφού πρώτον, εσημείωνε διά του καπνού του κηρίου της τρεις σταυρούς επί του τοιχώματος της θύρας του υπογείου. Μα δεν ακούσατε της τρακατρούκαις!

— Πώς είπαταν, κυρά-Μιχάλαινα; Ηρώτα τότε ο Καπετάνιος, ου το πολιόν και ξηρόν πρόσωπον λαμπρώς κατηυγάζετο από την θείαν ανταύγειαν του φωτός της Αναστάσεως.

Και προσφέρων κόκκινον αυγόν πάραυτα εις την κυρά-Μιχάλαιναν, από τα παρακείμενα εκεί, την προσεκάλει να τσιγκρίσουν, αναφωνών ρωσσιστί:

— Χριστός βοσκρές!

Τότε και ο κυρ-Μιχάλης, εχαιρέτιζε και αυτός δι' εφθαρμένων λατινικών.

— Ντόμινους μπαμπίσκους! (1)

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτά ανεμιμνήσκετο τώρα ο κυρ-Μιχάλης. καθ' ην ώραν ενεδύετο.

Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα διελογίζετο άλλα. Έβλεπεν ότι, αφότου εγνωρίσθη ο σύζυγός της με τον Καπετάνιον, ήρχισε να παραμελή την εργασίαν του. Αληθώς ο κυρ-Μιχάλης, φίλεργος και δραστήριος άνθρωπος πρότερον, εξ εκείνων, οπού ξεύρουν την δουλειάν των, αφότου, γοητευθείς από τας διηγήσεις του Καπετάνιου, ήρχισε να ονειροπολή την Επτάλοφον με τους ναούς της και τα αγιάσματα, παρημέλει το έργον του, ονειρευόμενος ότι ταχέως θα ήνοιγεν ένα μαγαζάκι απ' έξω από την Αγίαν Σοφίαν. Αντί δε να φροντίζη περί των αναγκών του έργου του, άφινε την κυρά-Μιχάλαινα να διευθύνη, αυτός δε, εν απουσία του Καπετάνιου, λαμβάνων το χρυσοδεμένον απόκρυφον βιβλίον του, ενετρύφα μόνος του, αναγινώσκων. Το βιβλίον τούτο επωνομάζετο «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων» και περιείχε παραδοξότατα κεφάλαια. Τεμάχια εκ της Αποκαλύψεως, τας θεωρίας του αγίου Μεθοδίου, τους χρησμούς Λέοντος του σοφού, άλλους χρησμούς Στεφάνου του Αλεξανδρέως και την περίφημον οπτασίαν του Αγαθαγγέλου, όλα ταύτα περιστρεφόμενα περί την κοινώς διαδεδομένην παράδοσιν περί του Αγίου Βασιλέως, του κοιμωμένου εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, όλα αυτά γραμμένα εις δυσκαταλήπτους και αινιγματώδεις στίχους.

Η κυρά-Μιχάλαινα πολλάκις απεφάσισε να διαλύση αποτόμως τας σχέσεις εκείνας του συζύγου της με τον Καπετάνιον, αλλά καθώς ήτο αναβλητικού χαρακτήρος, έδιδε τόπον τη οργή. Άλλως και ωφελείτο, διότι ο Καπετάνιος πολλάκις επλήρωνε το ενοίκιον του αρχαίου εκείνου υπογείου, οσάκις έβλεπε στενοχωρημένον τον κυρ-Μιχάλην. Εφοβείτο όμως ότι κακόν γήρας θα επερνούσεν, αν εξηκολούθει τας αναβολάς της. Πλην δεν είχεν εισέτι ανακαλύψει το μέσον, διά του οποίου θα απεμάκρυνε τον Καπετάνιον, χωρίς να κινδυνεύση να χάση την τόσον καλήν προστασίαν του. Υπόνοιαν είχε συλλάβει ότι ο Καπετάνιος, άνθρωπος ιδιόρρυθυμος, ησθάνετο μεγάλην ψυχικήν ανακούφισιν να διανυκτερεύη εν τω Βυζαντινώ υπογείω των, ιδίως την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Από τινας ασυναρτήτους ομιλίας του υπέκλεψεν η κυρά-Μιχάλαινα μίαν πειστικήν υποψία και διελογίζετο ότι, αν επωλείτο το σεσαθρωμένον εκείνο οικοδόμημα, ίνα κρημνισθή και ανακτισθή με την νέαν αρχιτεκτονικήν, ίσως ο κυρ-Μιχάλης να επανεύρισκεν αλλαχού την πρώτην του φιλεργίαν, και ίσως μέσα εις τα χαλάσματα εκείνα να εθάπτοντο και οι χρησμοί του Καπετάνιου, και να ησύχαζε κ' εκείνος από τας τόσον διεγερτικάς του φαντασίας.

***

Τέλος ήρχισαν να σημαίνωσιν οι κώδωνες των ναών, κατά διαταγήν της ιεράς Μητροπόλεως εκείνο το έτος όλοι ομού εν ηδυμόλπω αρμονία διαλαλούντες τα εκφαντορικόν της Αναστάσεως κήρυγμα εις την ορθοδοξούσαν των Αθηνών πόλιν, όπερ εγένετο αιτία, το πάλαι, να σαρκασθή εν αυτή ο μέγας των Εθνών Απόστολος. Και πού να ήξευραν οι ευγενείς και εύμουσοι εκείνοι αστοί ότι η πόλις των, η λευκή από των ειδωλικών μαρμάρων, η τόσον ευσεβούσα τοις ξοάνοις, ώστε και αγνώστω θεώ βωμόν να συντηρή, έμελλε διά του κηρύγματος εκείνου του ενθεαστικού ν' ανακτισθή, διά των αιμάτων των τέκνων της, λευκή πάλιν και όλη πεντελησία, αλλ' ουχί πλέον ανά ένα βωμόν έχουσα δι' έκαστον εκ των ψευδών εκείνων θεών, αλλά πολλούς ωραίους ναούς δόξαν του Ενός και Μόνου εν Τριάδι Θεού . . .

Η καρδία του κυρ-Μιχάλη επληρώθη κατανύξεως. Πρώτην φοράν ευρέθη νήφων κατά την φωτολαμπή της Αναστάσεως νύκτα. Και ως ήτο μελαγχολικός από την απουσίαν του αγαπημένου του Καπετάνιου έδειξεν ένα πρόσωπον πολύ ιεροπρεπές, όπερ καθίστατο ακόμη μεγαλειωδέστερον με το σάρκωμα εκείνο το βασιλικόν εν μέσω του μετώπου του.

Η κυρά-Μιχάλαινα, λαβούσα την λαμπάδα της, ήρχισε ν' αναβαίνη με χαράν απερίγραπτον την κλίμακα, ο δε κυρ-Μιχάλης παρηκολούθει σιωπηλός, κρατών και αυτός την λευκήν λαμπάδα του και λέγων να σπεύσουν να προλάβουν το «Δεύτε λάβετε φως».

Αλλά μόλις είχον φθάσει επάνω εις την είσοδον, και είχον ανοίξει την θύραν, και ιδού εμφανίζεται ως σκιά εκεί, σαν να παρεμόνευε να κατέλθη εις το υπόγειον, άνθρωπός τις υψηλός, ξηρός, οστεώδης, πολιός, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον, όστις σπεύδων, ασθμαίνων, καταβαίνει αμέσως την κλίμακα συμπαρασύρων κάτω και τον κυρ-Μιχάλην και ανακραυγάζων:

— Χριστός βοσκρές!

Ήτο ο Καπετάνιος. Η κυρά-Μιχάλαινα, εξαφνισθείσα ως από ισχυρόν ράπισμα απέμεινε βωβή· και αισθανομένη ότι μάτην θ' ανέμενε πλέον τον άνδρα της, μη θέλουσα δε τοιαύτην ημέραν, μόνη αυτή απ' ευθείας, να διαταράξη την ειρήνην, απήλθε σπεύδουσα εις τον γειτονικόν των ναόν, να προφθάση μη αναστήσουν, αφήσασα εις τον Λυτρωτήν να επιφέρη την λύτρωσίν της από το αναμενόμενον δυστυχές γήρας.

***

Ο Καπετάνιος, εκ της Ανατολικής Ελλάδος καταγόμενος, ανήκων εις στρατιωτικήν του τόπου οικογένειαν, ορφανός γονέων απομείνας, κατέφυγεν εις τον στρατόν. Υπαξιωματικός δε ήδη ων, ευρέθη οπαδός των Ναπαίων, του εν Ελλάδι τότε ρωσσικού κόμματος, ανδρωθείς με τα ωραία όνειρα της Μεγάλης Ιδέας. Πάσαν συμπλοκήν του μετά ληστών, ευφάνταστος ων, εμεγαλοποίει εις μεγάλην αιματηράν μάχην· και δι' ενέργειαν εκλογών αποστελλόμενος εισήρχετο εις τας επαρχίας εν θριάμβω ως εν καταλήψει εχθρικής χώρας, με το ωραίον παράστημά του, με τον δασύν του πώγωνα, τον μαύρον μύστακα, και τους μαύρους του οφθαλμούς. Ούτε ο Βουλγαροκτόνος δεν εκαμάρωνε τόσον επί του ίππου του, όσον ο Καπετάνιος πορευόμενος διά μέσου των φαράγγων της Δυτικής Ελλάδος, με την ηλιοκαή όψιν του, την αρρενωπήν. Πάσαν δ' υπόνοιαν ερεθισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, κυκλοφορούσαν εις την Ωραίαν Ελλάδα, το κέντρον των Ελλήνων τότε, υπελάμβανεν ως πόλεμον υπέρ της πατρίδος του πάντοτε, διά την οποίαν, τω εφαίνετο αι Δυνάμεις ηγρύπνουν διαρκώς, σχεδιάζουσαι τον τρόπον του μεγαλείου της. Εις το απλούν αυτού δωμάτιον, παρά το Μοναστηράκι, δύο αντικείμενα επέσυρον την προσοχήν του εισερχομένου. Ο περίφημος χάρτης του από Φερών δημοτικού ψάλτου, και χρυσόδετον βιβλιάριον, η «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων». Με τον χάρτην εκείνον ωνειρεύετο εξαπλουμένην πάλιν την φυλήν του, εις δε το βιβλιάριον, οδηγηθείς παρά τινος μοναχού, ανεγίνωσκε χρησμούς και οπτασίας. Ακούσας δέ ποτε παρά τινος ενθουσιώδους Ναπαίου ότι υφίσταται και δρα, προ πολλού εθνικός τις Σύλλογος η Ανάστασις καλούμενος, του οποίου τα μέλη στενώς συνδεόμενα ως άλλη τις Φιλική Εταιρεία, οφείλουν να πιστεύουν ότι την νύκτα της Αναστάσεως θα εγερθή ο Άγιος Βασιλεύς οπού κοιμάται τώρα εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, και ότι όπου και αν ευρίσκωνται οφείλουσι να αγρυπνώσι την νύκτα της Αναστάσεως πάντοτε, επιλέγοντες προς αλλήλους το σύνθημα Χριστός Βοσκρές, ήτοι Χριστός ανέστη· έως ίδωσι τον Άγιον Βασιλέα εγειρόμενον και αναβαίνοντα ενδόξως επί τον πατρικόν θρόνον του Γένους. Αυτά μόνον περί του Συλλόγου γνωρίζων, εσκέφθη ότι τούτο είναι ένα ισχυρότατον έρεισμα της Μεγάλης Ιδέας· και ήρχισε μετ' ολίγον να κατηχή οπαδούς ο ονειροπόλος εκείνος Καπετάνιος. Είχε δε αρκετά προοδεύσει, θερμώς υπό των Ναπαίων ενισχυόμενος.

Ότε δε τέλος εξερράγη ο Κριμαϊκός πόλεμος, ο Καπετάνιος, ανθυπολοχαγός ων, ποθών να γνωρίση εκ του σύνεγγυς «το ξανθόν γένος», όπερ έμελλε κατά τους χρησμούς να βασιλεύση επί της Επταλόφου, εστράτευσεν εις Ρωσσίαν και αιμάτωσε τότε την ειρηνικήν σπάθην του. Τότε, κατά την επάνοδόν του, ηθέλησε να προσκυνήση και την Αγίαν Σοφίαν, εν η από χρόνων συνεκέντρου όλους τους πόθους του. Ήτο πρωία. Η ονειρώδης Επτάλοφος ήτο σκεπασμένη υπό τον αερώδη πέπλον της ακόμη, υφ' ον, ως διά νεφελωμάτων αραιών, απέστιλβον χρυσαί ακωκαί μιναρέδων και χρυσοσκεπείς θόλοι παλατιών και σκηνωμάτων, εν μέσω κήπων και κυπαρίσσων.

Χωρίς να σταματήση αλλαχού, κατηυθύνθη αμέσως εις το περίκλυτον του Ανθεμίου μεγαλούργημα. Τα πλατέα και σύνδενδρα αυτού προαύλια ήσαν έρημα. Δερβίσαι τινές μόνον, με τας κωνοειδείς κιδάρεις των, και χόντζαι με τα λευκά μανδήλια, ενίπτοντο εις τας δροσεράς εκεί κρήνας, ενώ άλλοι εισήρχοντο εις τον δουλεύοντα ναόν διά την πρωινήν των προσευχήν. Επλήρωσε την ωρισμένην είσοδον, εφόρεσεν εμβάδας και εισήλθεν ο Καπετάνιος, συντετριμμένος την καρδίαν, με ψυχήν οδυνωμένην. Ότε, διελθών τους δύο χρυσούς προναούς, ευρέθη υπό τον πανύψηλον θόλον, εσταμάτησεν η αναπνοή του. Εξόχου μεγαλειότητος ευρυχωρία εν μαλακώ φωτί ηπλούτο περί αυτόν σιωπηλή, ήρεμος, νεκρά. Γύρω-γύρω αι μακραί διπλαί στοαί, καλλικίονες, εκοιμώντο, τυλιγμέναι εις τα χρυσά αυτών μουσειοπλαστήματα. Εις τας γωνίας του κεντρικού θόλου έτρεμον άνω, τω εφάνη, πτερυγίζοντα τα χρυσά των Εξαπτερύγων πτερά, και υψηλά επάνω, εις ύψος αιθέριον, τα αυθάδη του Κορανίου γράμματα εκάλυπτον την μακρόθυμον του Παντοκράτορος μορφήν. Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα. Εκεί δε, καθηλώσας τα βλέμματά του επί του εδάφους, δεξιά, έβλεπεν, ως να προσεπάθει να εξιχνιάση τι κεκρυμμένον, ενώ όπισθέν του, κάτω, επί άμβωνος, ο χόντζας έψαλλε την ασιατικήν προσευχήν του. Τότε είς γηραιός χόντζας παραμονεύων, ελθών ηρέμα εκ των όπισθεν, έθλιψε φιλανθρώπως τον ώμον του Καπετάνιου, εκφωνήσας:

— Γιουνάν; (Έλλην;)

Εξεπλάγη ο Καπετάνιος, αλλά δεν εφοβήθη. Ο δε γλυκύς εκείνος γέρων χωρίς ν' αναμένη, αρχίζει ελληνιστί μετά πραείας της φωνής:

— Εδιάβασες τα χαρτιά μας — παιδί μου. Το κατάλαβα. Βλέπεις εδώ; Και επέδειξεν εις τον Καπετάνιον σημεία τινα επί των πλακών κάτω, εκεί οπού ακριβώς παρετήρει μετ' επιμονής εκείνος. Εδώ ανοίγει κλαβανή, εξηκολούθησεν ο γηραιός χόντζας· και καταβιβάζων ακόμη την φωνήν του προσέθηκε: Και καταιβαίνομεν κάτω εις τα υπόγεια . . .

Ο Καπετάνιος ανεσκίρτησε· διότι έβλεπεν αίφνης ότι ήσαν αληθή όσα ανεγίγνωσκεν εις τους χρησμούς του. Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα:

— Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . . .

Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως.

— Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . .

Εις την φοβεράν περιέργειαν του Καπετάνιου προσετίθετο ήδη άλλη φοβερωτέρα, ποίος να είνε αυτός ο γέρων χόντζας, ο γνωρίζων την γλώσσαν του, ο γνωρίζων την θρησκείαν του.

— Ο παπάς ολόχρυσος, μαρμαρωμένος, εξηκολούθησεν ο γέρων, μετά της αυτής προφυλάξεως. Ο διάκος ολόχρυσος, μαρμαρωμένος. Δεξιά ο πρωτοψάλτης μαρμαρωμένος εις το στασίδι του, αριστερά ο λαμπαδάριος μαρμαρωμένος εις το στασίδι του. Εις τον βασιλικόν θρόνον επί κλίνης ο άγιος Βασιλεύς κοιμάται ύπνον ήρεμον και γλυκύν, και θα σηκωθή την ημέραν εκείνην . . .

Ο Καπετάνιος τότε, χωρίς να σκεφθή πού ευρίσκετο, αναφωνεί έντρομος πάραυτα:

— Χριστός βοσκρές!

Ο γέρων μουσουλμάνος τότε έμεινεν άφωνος εκ της εκπλήξεως.

Έως τώρα διηγήθη όσα γενικώς αφηγούντο και οι οθωμανοί εις τους ημετέρους, κολακεύοντες τας παραδόσεις των, αλλ' ήδη ακούσας την αναφώνησιν αυτού, εχάρη υπερβαλλόντως· συνελθών έθλιψε την χείρα του Καπετάνιου και κατεφίλησε συνάμα αυτόν ως αδελφόν του και επανέλαβε και αυτός ηρέμα: Χριστός βοσκρές!

Το «Χριστός βοσκρές», ως είπομεν, ήτο σημείον μυστικόν των μεμυημένων εις τας περί του αγίου Βασιλέως παραδόσεις και πιστευόντων εις την ανάστασίν του. Εννόησαν αμέσως και οι δύο ότι ήσαν μέλη της αυτής εταιρείας της Αναστάσεως. Τότε ο γέρων διηγήθη πλέον εις τον Καπετάνιον αφόβως ότι είνε χριστιανός εις το κρυφόν, υπηρετών εν τω ναώ, έως ου αξιωθή να ίδη τον άγιον Βασιλέα, διότι η κρύπτη η άγουσα κάτω εις τον υπόγειον ναόν μόνον την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου ανοίγει· και μακάριος, όστις ευρεθή την στιγμήν εκείνην παρών και κατέλθη. Και προσεγγίζων ήρχισε να ψιθυρίζη εις το ους του Καπετάνιου:

Ο νεκρός ήδη και θέα λελυμένος Οίδασι πολλοί καν μηδείς τούτον βλέπη. Μηνόκρανον, μείλιχον, πραΰν, υψίνουν . . .

Και μετ' ολίγον με πλέον χαμηλήν φωνήν προσθέτει:

Εις τα δεξιά τα μέρη άνδρα εύρητε γενναίον, ισχυρόν και ρωμαλέον . . .

Εις τον Καπετάνιον ουδεμία πλέον απέμεινεν αμφιβολία ότι ο γέρων εκείνος, ο μουσουλμάνος εξωτερικώς, ήτο ομόφυλος και ομόθρησκος, και επί πλέον εκ των μεμυημένων, οίτινες αναμένουσι την εξέγερσιν του αγίου Βασιλέως. Ούτως εσχετίσθη ευκόλως μετ' αυτού κ' επόθει πλέον να μετέλθη και αυτός την αυτήν εξαπάτην, όπως νύκτα τινά της Αναστάσεως γείνη θεατής του κοιμωμένου Βασιλέως και αξιωθή να φιλήση την χείρα του την ζώσα νεκράν, όπως ηξιώθη ποτέ ν' απολαύση την θείαν ταύτην οπτασίαν ο Πατριάρχης Χρύσανθος και οι δύο Σιναΐται Πατέρες . . .

— Το μπακαλόπουλο, διηγείτο προς αυτόν ο γέρων την επομένην νύκτα, φιλοξενών πλέον τον Καπετάνιον εν τω κελλίω του, εν τοις προαυλίοις της αγίας Σοφίας, το μπακαλόπουλο, εμβήκεν από την πίσω πόρτα του αγίου Βήματος, η οποία ανοίγει μόνον το Μέγα Σάββατον το βράδυ και έπειτα μένει κλειστή όλον τον χρόνον. Εμβήκε να δώση το λάδι για ν' ανάψουν τα κανδήλια του υπογείου ναού, και επειδή άργησεν ολίγον, έκλεισεν η πόρτα κ' εκλείσθη μέσα όλον τον χρόνον, κ' εβγήκε τότε, όταν πάλιν το Μέγα Σάββατον ξανάνοιξεν η κρυφή πόρτα. Αλλά το πρόλαβεν ένας φανατικός Ιμάμης, εκεί που διηγείτο τα όσα είδε κάτω, θαυμαστά και εξαίσια, και τώκοψεν εις δύο με το γιαταγάνι του, χαϊμαλί . . .

Αλλ' επάνω εις τας διηγήσεις των αυτάς, τας εξαισίας, χωροφύλακες συνέλαβον και τους δύο προδοθέντας υπό κατασκόπων, οίτινες παρεφύλαττον αυτούς, υποψιασθέντες από τα εν τω ναώ κινήματά των· και ο μεν γέρων δεν εφάνη πλέον πουθενά, ο δε καπετάνιος εξορισθείς εις Αφρικήν εκινδύνευσε τον έσχατον κίνδυνον και ως διά θαύματος διαφυγών, επανήλθε μετά δεκαπενταετίαν εις Αθήνας ξηρός και οστεώδης και πολιός, άνευ πώγωνος, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον.

Αλλά κατά την μακράν αυτήν απουσίαν του, τα πνεύματα διεστράφησαν εν τη πόλει. Οι Ναπαίοι εξέλιπον, και μετ' αυτών τα ωραία εκείνα όνειρα περί Επταλόφου. Η δε Μεγάλη Ιδέα, ήτις εμέθυε την παρελθούσαν γενεάν ιεράν και ένθεον μέθην, είχε προ πολλού αποθάνη, είχε ταφή και είχε λησμονηθή, ως λησμονείται πας νεκρός. Εις τα μεγάλα κέντρα ουδείς ανεγνώριζε πλέον τον σαρακοφαγωμένον Καπετάνιον, ο δε λόγος του, ο τόσον ένθους άλλοτε, περιεφρονείτο και ενεπαίζετο από την νέαν γενεάν. Τότε περίλυπος, απηλπισμένος, φεύγων τους πολυθορύβους κύκλους, στερρώς δε εμμένων εις τα ονειροπολήματά του εκείνα τα οποία όσον από τους άλλους επεριφρονούτο τόσον εις αυτόν εγίνοντο ιερώτερα, επεριπάτει μίαν ημέραν εις τας σκολιάς οδούς του Ψυρή, αναζητώντας μοναστικόν δωμάτιον, όπως αφανής θρηνή εκεί τα νεκρωθέντα όνειρά του. Η κυβέρνησις τον είχεν επαναφέρει εις τας τάξεις του στρατού με τον βαθμόν του υπολοχαγού. Τότε, παρά τον άγιον Δημήτριον, μίαν εσπέραν, ανεκάλυψε βαθύ θολωτόν υπόγειον, ως τεθαμμένην εκκλησίαν. Εις την θύραν του κλάδος ελαίας και μία ερυθρά σημαία εμαρτύρουν ότι κάτω υπήρχεν οινοπωλείον. Κατήλθε με χαράν εις το βάθος εκείνο, διότι τω εφαίνετο ότι ο κόσμος τον απώθει. Έμεινεν εκστατικός πάραυτα. Υπό τας υγράς εκείνας καμάρας και τας πολυδαιδάλους στοάς τω εφάνη ότι έβλεπεν αναπαράστασιν των φημιζομένων υπογείων της Αγίας Σοφίας, ως τω παρέστησαν ταύτα εν τη Πόλει άλλοτε. Ιδίως τράπεζα εκείνη, η από επιταφίου πλακός, με τα βυζαντινά γράμματα και τας βυζαντινάς γλυφάς, τω εφάνη ως η υμνουμένη κλίνη του καθεύδοντος αγίου Βασιλέως, ή ώσπερ η κλίνη η Σολομώντειος, η «κυκλουμένη από δυνατών εξήκοντα».

Ο κυρ-Μιχάλης, περιποιητικός πάντοτε, τον κατεγοήτευσε με τας περιποιήσεις του και τον κατέθελξε βασιλικώς με το σάρκινον εκείνο στέμμα του. Την νύκτα εκείνην με το αμυδρόν φως, τω εφάνη ως τις παρακοιμώμενος εις τους βυζαντινούς εκείνους θόλους. Εκεί πλέον διήρχετο τας ώρας του ο Καπετάνιος, αγρυπνών ιδίως όλην την νύκτα της Αναστάσεως, αναγινώσκων την συλλογήν των Προρρήσεων κ' ερμηνεύων εις τον απλοϊκόν κυρ-Μιχάλην τα θαυμαστά, τα οποία θ' αξιωθώσι να ίδωσι μίαν ημέραν οι πιστεύοντες εις τον Άγιον Βασιλέα. Και ούτω σχετισθείς με τον αφελή κυρ-Μιχάλην εμύησεν αυτόν εις την ωραίαν παράδοσιν, όστις έγεινεν ένας εκ των στενωτέρων φίλων του, πεισθείς ότι αφεύκτως εις την επαλήθευσιν των χρησμών θα μετώκει εις την Βασιλεύουσαν. Και εφαντάζετο πολύ ταχείαν την επαλήθευσιν. Τόσον ο γόης εκείνος και μάγος Καπετάνιος τον είχε σαγηνεύσει, ώστε να παραμελή και την εργασίαν του, όπερ εγίνετο λύπης αφορμή εις την κυρά-Μιχάλαιναν.

***

Μετ' ολίγον, από τον φεγγίτην επάνω, έλαμψαν τα φώτα της Αναστάσεως. Η τελευταία λέξις του αναγνωσθέντος εις το προαύλιον του αγίου Δημητρίου Ευαγγελίου «Χαίρετε» έφθασε κάτω, συνοδευμένη με τους γλυκείς των κωδώνων ήχους, με τους οξείς των πυροτεχνημάτων κρότους, και με τας αναφωνήσεις τας διθυραμβικάς του «Χριστός Ανέστη».

— Χριστός βοσκρές! ανεκραύγασε τότε ο Καπετάνιος εν εκστάσει· και ανάψας την λαμπάδα του έβλεπεν ως εν προσευχή προς τους μαύρους επάνω θόλους.

— Χριστός βοσκρές! Επανέλαβε και ο κυρ-Μιχάλης· και ήναψε και αυτός την λαμπάδα του, ευλαβής προσήλυτος του Καπετάνιου, αναμένων πιστώς μίαν τοιαύτην νύκτα την αφύπνισιν του Αγίου Βασιλέως.

Κατόπιν ήλθε και η κυρά-Μιχάλαινα, κατηφής πρώτην φοράν, με την λαμπάδα της εσβεσμένην και ανεόρταστος, χωρίς να σημειώση επί του ανωφλίου της θύρας, διά του καπνού της καιούσης λαμπάδος, τους τρεις σταυρούς. Και πάραυτα, χωρίς περιστροφάς, εκχύνει το άλγος της ψυχής της:

— Η Πεντέλη το πούλησε το Μετόχι. Το αγόρασεν ένας λούσιος αλεξανδρινός να το χαλάση και να κτίση μεγάλην οικοδομήν, και μας βγάζουν από το υπόγειον . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα επεθύμει αληθώς να σωθή από την παρουσίαν του Καπετάνιου, αλλ' όχι με αυτόν τον τρόπον, απομένουσα φερέοικος. Δι' αυτό εθλίβη κατάκαρδα. Εσώζετο ίσως ο άνδρας της από τον Καπετάνιον — εσκέπτετο — αλλ' έχανε την σειράν του. Και ήτο αμφίβολον, αν ηδύνατο να επανεύρη αλλαχού σειράν, εις αυτήν την ηλικίαν.

Αλλ' όσον και αν εθλίβη η κυρά-Μιχάλαινα, όσον και αν επόνεσεν ο κυρ-Μιχάλης, ο Καπετάνιος εθλίβη ακόμη περισσότερον· και ηυχήθη τότε να απέθνησκεν, αν έμελλε διά παντός ν' απολέση την μόνην παραμυθίαν του εκείνην.

Είνε αληθές φαίνεται, ότι αι επιθυμίαι των ανθρώπων ουδέποτε δύνανται να πραγματοποιηθώσιν άνευ λύπης επακολουθούσης.

Αληθώς οι Βυζαντινοί εκείνοι υπόγειοι θόλοι μετ' ολίγους μήνας δεν υπήρχον εν τη πόλει, ήτις ολονέν μετεμορφούτο, επιμόνως απεχθανομένη παν βυζαντινόν . . . Εις δε την θέσιν των, ανηγέρθη παμμεγέθης οικοδομή, επί των προπυλαίων της οποίας εσώζετο μέχρι τινός πλαξ επιταφία, από σαρκοφάγου, φέρουσα γεγλυμμένα επάνω βυζαντινά γράμματα και γλυφάς θρησκευτικάς. Η πλαξ εκείνη ήτο η μαρμαρίνη τράπεζα επί της οποίας άλλοτε ο εξαφανισθείς έκτοτε Καπετάνιος έσπευδε τα δάκρυά του μαζί με τον αφρώδη του κυρ-Μιχάλη ρητινίτην, προσφωνών τον εν τη ψυχή του κοιμώμενον Άγιον Βασιλέα διά του συνθηματικού χαιρετισμού:

— Χριστός βοσκρές!

Ενώ ο κυρ-Μιχάλης από μίαν μικράν παραζάλην συσκοτισμένος αντεχαιρέτιζεν ως συνήθως με τα παραμορφωμένα λατινικά του:

— Δόμινους Μπαμπίσκους!

***

Ουδείς έγεινεν έκτοτε λόγος ούτε περί του Καπετάνιου αν έζη ή όχι, ούτε περί του κυρ-Μιχάλη, του μόνου εναπομείναντος πιστού, από τους τόσους, εις τα ωραία εκείνα όνειρα του Συλλόγου της Αναστάσεως, αν εύρε σειράν ή όχι μετά την κατεδάφισιν του θολωτού εκείνου υπογείου του, καθώς η κυρά-Μιχάλαινα εφοβείτο ότι θα συμβή. Εχάθησαν τα ίχνη και των δύο, ως χάνονται τα επί της θαλάσσης ίχνη του ταξειδεύοντος πλοίου. Αληθές είνε ότι τους πρώτους μετά την κατεδάφισιν μήνας του βυζαντινού εκείνου κτιρίου, εφαίνετο εις άκρον συγκεκινημένος ο ταλαίπωρος Καπετάνιος, ως ένας σαστισμένος μάλλον· δεν τον εχωρούσε κανένας τόπος· τας πρώτας ημέρας τον έβλεπαν όλοι υψηλόν, οστεώδη, με τον σαρακωμένον μύστακα να κάθηται εις την Ωραίαν Ελλάδα εις το μεγαλείτερον κέντρον της πόλεως, τω καιρώ εκείνω, εις την γωνίαν την αριστεράν επί της διασταυρώσεως των οδών Ερμού και Αιόλου, εν μέσω στενωτάτου κύκλου μελών τίνων της εταιρείας της Αναστάσεως, ήτις υφίστατο ακόμη, αλλά ψυχορραγούσα πλέον, περιγράφων εις αυτούς πότε την μυστηριώδη εκείνην επίσκεψίν του εις την Αγίαν Σοφίαν, και πότε τας θλίψεις και την πείναν του εις την εξορίαν του εν Αφρική, εύελπις όμως πάντοτε περί της επαληθεύσεως των χρησμών μίαν ημέραν. Εκεί μόνον ησθάνετο πλέον κάποιαν αναψυχήν, και επραΰνετο το σκυθρωπόν του πρόσωπον. Ότε συνήγοντο γύρω του εκεί και τον ηκροώντο εν περιέργω συνωστισμώ, ως συνωστίζονται οι άεργοι όρθιοι περί τους χαρτοπαίζοντας εν τοις καφενείοις, νεοφερμένοι από τας επαρχίας, και μάλιστα γηραιοί τινες φουστανελλοφόροι, της επαναστάσεως σεβαστά λείψανα, φέροντες καταφανείς τας ουλάς των από του εθνικού πολέμου πληγών των, ή τας εκτομάς από του μαρτυρίου των εκ μέρους του τούρκου, ενώ ο Καπετάνιος βλέπων προς τους μεγάλους χρυσούς καθρέπτας του εθνικού, να είπωμεν, εκείνου καφενείου, ωμιλούσεν, ερρητόρευε· και εκεί οπού ωμιλούσεν ηλλοιούτο αίφνης, αλλοίωσιν φανταστικήν πάσχων. Έλαμπον οι οφθαλμοί του, ως άλλοτε κάτω εις το βυζαντινόν εκείνο υπόγειον του Ψυρή, εκινούντο με μορφασμούς ποικίλους και παραστατικούς τα χείλη του· αι χείρες του ανεπαισθήτως εφέροντο προς το ήσυχον σπαθίον του, όπερ εβροντούσε τότε ειρηνικώς και πραέως, ως βροντούν του αρχιερέως τα ιερά άμφια, όταν αυτά περιβάλλεται. Και τότε κυττάζων γύρω τους ακροατάς του οπού με αγαλλίασιν τον έβλεπον, τους έλεγε:

— Δεν είναι δυνατόν, παιδιά μου, να διαψευσθώσιν οι χρησμοί. Αυτό να το ξεύρετε!

Αλλά τούτο δεν διήρκεσε πολύ. Το εθνικόν εκείνο καταφύγιόν του, η Ωραία Ελλάς, μετ' ολίγα έτη, ήλλαξε κ' εκείνο όψιν.

Κατεδαφίσθη, καθώς και το θολωτόν του άλλοτε υπόγειον. Εκείνα τα έτη καταφθάσαντες από την Πόλιν οι λεγόμενοι Χαυγιαροχανίται Χρηματισταί, με της τσέπαις των γεμάταις λίραις και τα χέρια των χαρτιά, μετέβαλλον αυτό εις πρόχειρον Χρηματιστήριον. Περί τα δύο υαλιστερά του σφαιριστήρια ιστάμενοι όρθιοι, οι νεοφερμένοι εκείνοι της Πόλεως, και τείνοντες τας χείρας απειλητικάς προς αλλήλους, ωπλισμένας όμως όχι με φονικά όπλα αλλά με αβλαβή χαρτία, και μετοχάς τραπεζών και εταιρειών αρτισυστάτων, ηλάλαζον φωνασκούντες απειλητικώς αριθμούς, εν οχλοβοή και ταραχή ωργισμένων ανθρώπων, ετοίμων να έλθουν εις χείρας, οπού ο Καπετάνιος δεν ημπορούσε πλέον ούτε να καθίση εκεί, όχι να ομιλήση. Ότε δε μίαν ημέραν είδε πολλούς και από τα παλαιά μέλη της Εταιρείας της Αναστάσεως, οι οποίοι μεταμορφωθέντες εις μεσίτας επωλούσαν εκεί και ηγόραζαν, διδαχθέντες από τους νεήλυδας, χαρτία, τότε πλέον δεν ηδυνήθη να κρύψη τον πόνον του εδάκρυσεν οδυνηρώς εμβριμώμενος, ανεστέναξε βαθειά και έγεινεν άφαντος. Ούτε εφάνη πλέον πουθενά εντός της πόλεως. Διϊσχυρίζοντο όμως τινές ότι τον έβλεπον συχνά διατρίβοντα ή περιδιαβάζοντα εις τους όπισθεν της Ακροπόλεως λόφους πότε μόνος πότε με τον κυρ- Μιχάλην, όστις χηρευμένος πλέον και ασφαλής από κάθε εξέλεγξιν, δεν τον εγκατέλιπε ποτέ, αισθανόμενος πάντοτε άρρητον ηδονήν να ακούη την εξήγησιν των χρησμών περί του Αγίου Βασιλέως, και να εντρυφά εις τα σύνορα μιας απεράντου Ελλάδος, να σχεδιάζη δε το καφενεδάκι οπού πολύ γρήγορα, καθώς επέμενε, θα άνοιγεν απέξω από την Αγίαν Σοφίαν. Έως ου μίαν χιονώδη πρωίαν οι Αθηναίοι ανεγίνωσκον εις την θορυβοποιόν τότε Εφημερίδα μίαν θλιβεράν όντως είδησιν, εις τα ψιλά εκείνα συνθέματα της οπού εγράφοντο με ιδιαιτέραν πάντοτε χάριν και ευφυίαν, ότι επάνω εις τον λόφον του Μνημείου του Φιλοπάππου, μέσα εις μίαν σπηλαιώδη σχιμάδα, ευρέθη το πτώμα πτωχικού γηραλέου ανθρώπου με σαρακωμένον τον μύστακα, σκεπασμένον με ένα στρατιωτικόν μανδύαν, το οποίον εκράτει σφιγκτά εις τας αγκάλας του δύο χρυσοδεμένα βιβλία, τον χάρτην του Φεραίου και την συλλογήν των Χρησμών και Προρρήσεων περί του αγίου Βασιλέως. Εν μέσω αυτών ήτο στερρώς εσφηνωμένη ιδιόχειρος του αποθανόντος διά μολυβδίδος σημείωσις λέγουσα.

— Ηγρύπνησα, εσκέφθην, και είπα: Τάδε λέγει Κύριος:

Παιδί μου κυρ-Μιχάλη! Ημπορεί να κάμουν τας Αθήνας Χρηματιστήριον της Ανατολής, καθώς μου είπες ότι ελέχθη χθες εις την Βουλήν, αλλ' οι Χρησμοί δεν είνε δυνατόν να διαψευσθούν. Δεν είναι δυνατόν. Αυτό να το βγάλουν από τον νουν τους. Αν ζήσης εις την μεγάλην εκείνην διά τον Ελληνισμόν ημέραν, θα θυμηθής βέβαια να μου ανάψης. . . . Όποιος ζήση! . . .

Η σημείωσις διεκόπτετο ενταύθα αποτόμως, προσέθετεν αινιγματωδώς η Εφημερίς· αι τελευταίαι λέξεις ήσαν δυσδιάκριτοι εκ της κακογραφίας. Και φαίνεται ότι ο θάνατος επήλθεν αιφνίδιος. Δίπλα εκεί παρέκειτο κηρίον εσβεσμένον και μολυβδίς. Το πτώμα αυτό ανεγνωρίσθη αμέσως ότι ήτο του Καπετάνιου, του ονειροπόλου εκείνου της Μεγάλης Ιδέας μυσταγωγού, όστις ευρέθη εκεί από ένα αστυφύλακα, ξεπαγιασμένος, την παγεράν εκείνην πρωίαν, μέσα εις την χιονισμένην σχισμάδα του αρχαίου Μνημείου (2).

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος - Χριστός Βοσκρές Christos Voskres - Alexandros Moraitidis Christos Voskres - Alexandros Moraitidis

Από πόσον καιρόν, δεν ενθυμείτο, το αληθές όμως είναι ότι από τότε οπού εγνώρισε τον Καπετάνιον, ο κυρ-Μιχάλης ο Μαυριδερός, ο οινοπώλης, είχε ν' ακούση το «Χριστός ανέστη» εις την ενορίαν του την νύκτα της Αναστάσεως, και ν' ανάψη την λαμπάδα του από το άγιον φως του Παπά-Χρήστου, του κωφού, όταν θα εξήρχετο κατενώπιον της αγίας Πύλης, βαστάζων δέσμην λαμπάδων, αναμμένων από την κανδήλαν της αγίας Τραπέζης, και ψάλλων με την βροντώδη φωνήν του: «Δεύτε λάβετε φως!»

Διά τούτο η κυρά-Μιχάλαινα, η γυναίκα του, μία γυναίκα κοντή και χονδρή, ως τα κοντόχονδρα βαρέλια του οινοπωλείου, ήτο καταχαρουμένη όλην την ημέραν του μεγάλου Σαββάτου. Το έτος εκείνο θα επήγαινε και αυτή, σαν νοικοκυρά, μαζί με τον κυρ-Μιχάλην, τον άνδρα της, εις την ενορίαν της, σαν αγαπημένον ανδρόγυνον, εις τον ναόν του αγίου Δημητρίου, εις του Ψυρή, με καλά της φορέματα, με μίαν μεγάλην άσπρην λαμπάδα, καμαρώνουσα τον άνδρα της τον κυρ- Μιχάλην, πενηντάρην και πλέον, πρόσωπον πολιόν, στενόν και μακρόν, μ' ένα μαύρο καρυδοειδές, εξοχήν σαρκός, εν μέσω του μετώπου, εν είδει στέμματος.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα εις την ενορίαν της. Πώς να υπάγη μόνη, οπού ήτο γνωστή εις την γειτονιάν, οπού είχε φιλίαν με τον Παπά-Χρήστον, γιατί του έστελνε κάθε Σαββατοκύριακο πρόσφορα και νάμα, οπού ήθελε να ίσταται εξαιρετικώς, μόνη αύτη εκ των γυναικών, δεξιά, παρά την θαυματουργόν εικόνα των αγίων μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, και να δίδη συχνά, κατά την διάρκειαν της θείας λειτουργίας κηρία εις τον παπά-Χρήστον, να τα ανάπτη εις την αγίαν Προσκομιδήν.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης την Ανάστασιν εις την ενορίαν των, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα· αλλ' ηναγκάζετο, την ιεράν και φωτοφόρον Νύκτα, να μεταβαίνη μακράν, πολύ μακράν, αγνώριστος, εις τον άγιον Αθανάσιον, εις την Πέτραν.

Διά τούτο το έτος εκείνο ήτο καταχαρούμενη. Έβαψε τα κόκκινα αυγά την μεγάλην Πέμπτην, εκατόν τριάκοντα περίπου, εζύμωσε δε το μέγα Σάββατον τας αυγοκουλούρας και δύο μεγάλα πρόσφορα, αναγγείλασα εις τον Παπά-Χρήστον νάχη τον νουν του, να προσκομίση από τα δικά της πρόσφορα.

— Δεν είνε η δουλειά, παιδί μου, οπού εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλη να πάγη στην Ανάστασιν, έλεγεν η κυρά-Μιχάλαινα προς μίαν κοσμοκαλογραίαν φίλην της, τακτικά επισκεπτομένην το βαθύ του οινοπωλείου των υπόγειον, ίνα λαμβάνη ελέη, πινάκιον φάβας, την οποίαν έβραζε δεξιώτατα η κυρά-Μιχάλαινα κ' επώλει καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν, και βαύκαλιν ρητινίτου, για να στυλόνη ολίγον την καρδίαν της, η κακομοίρα η κοσμοκαλογραία, οπού εβάστα ενάτην καθεκάστην, και τρία τρίμερα, και έκαμνεν αναρίθμηταις μετάνοιαις όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν. Και επήγε την ώραν εκείνην να πάρη ολίγον φρέσκο κρασί, να το έχη διά το πασχαλινόν της πρόγευμα, οπού ήτο . . πολύ στομαχικόν και ευωδίαζε πεύκον, καθώς έλεγε, και ήτο πολύ στυλωτικόν, δι' αυτήν οπού είχε τόσον αδυνατισμένο στομάχι.

— Είπα κ' εγώ, τέκνον μου, απήντησεν η κοσμοκαλογραία. Γιατί τότες, μαθές, σαν αποκόβεται από τη δουλειά, είνε, μαθές, μεγάλη αμαρτία. Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας.

— Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα πολυλογού γυναίκα, επήρε δρόμο, και η κοσμοκαλογραία, αποκαμωμένη από το τελευταίον τρίμερον, έλαβε την βαύκαλιν του ρητινίτου, και ηθέλησε να απέλθη, ευχηθείσα εις την ελεούσαν οικοκυράν «καλήν Ανάστασιν». Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα την εσταμάτησε.

— Δεν είνε, που λες, παιδί μου, η δουλειά οπού τον εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλην να πηγαίνη εις την Ανάστασιν, γιατί, καθώς σου είπα, η αστυνομία, άμα νυχτώση το μέγα Σάββατον, μας κλείνει. Είνε άλλο το εμπόδιο. Είνε ο Καπετάνιος, οπού λες . . .

— Ποιος καπετάνιος; ηρώτησεν η κοσμοκαλογραία.

— Θα σου πω κατόπιν, τα Λαμπρόγιορτα. Μα τώρα εφέτος, δεν είνε στην Αθήνα. Τον στείλανε της προάλλαις αποσπασματάρχη για της εκλογαίς και δεν γύρισε ακόμα. Μα να σου πω, παιδί μου, αγυρισιά του να γένη! . . .

— Πω! Πω! τέκνον μου! τέτοια μέρα! Ημέρα που ο ληστής σχωρέθηκε!

. . . Πω! πω! τέκνον μου . . .

— Του σήκωσε τα μυαλά, παιδί μου, του άναψε το κεφάλι και δεν κυττάζει την δουλειά του!

Η κοσμοκαλογραία, τρικλίζουσα από την νηστείαν, βιαζομένη δε να ετοιμασθή, ως καλογραία οπού ήτο, διά την Ανάστασιν, δεν είχε καρδίαν ν' αρχίση μακράν ίσως εξομολόγησιν· ευχαριστήθη από την αναβολήν και απήλθεν επιλέγουσα και αυτή με προθυμίαν:

— Τα Λαμπρόγιορτα τα λέμε, τα Λαμπρόγιορτα.

\*\*\*

Εβράδυασε πλέον. Άνωθεν από τινος ανοικτού φεγγίτου κατήρχετο εις το βαθύ εκείνο υπόγειον η λάμψις φανού τινος, ως ακτινοβολία άστρου χρυσού εκ των αιθέρων, και συνάμα βοή συγκεχυμένη και αλαλαγμός, θόρυβος κόσμου, πλημμυρούντος εκείνην την ώραν την εγγύς κεντρικήν της πόλεως αγοράν, ον διέκοπτον κατά διαλείμματα οξύταται ως βουνού άγριαι φωναί ποιμένων:

— Αρνιακά για πούλημα!

— Αρνιά για σφάξιμο!

Ενίοτε δε ηκούοντο και πυκνά-πυκνά βελάσματα αμνών, εισκομιθέντων των ποιμνίων καθ' εκατοντάδας εις την προ του Βαρβακείου πλατείαν.

Η κυρά-Μιχάλαινα, αποπλύνασα τα δοχεία, εντός των οποίων έβραζε καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν την φάβαν, ετοποθέτησεν αυτά καθαρά εις την θέσιν των, κ' εβοήθει τον κυρ-Μιχάλην εις την καθαριότητα του καταστήματος όλου. Έπειτα — η νυξ είχε προχωρήσει — ενδυθείσα — εκεί εντός κατώκει το ειρηνικόν ανδρόγυνον επί δύο ακρινών, σκοτεινών και υγρών δωματίων — εκάθησεν επί τινος σκαμνίου, πλησίον ενός κοντού και χονδρού βαρελίου.

Ο κυρ-Μιχάλης, αφού αφήρεσε πλέον από τας προθήκας του κάτω τα νηστίσιμα κ' έθεσε μέσα εις λευκάς πιατέλας κόκκινα αυγά και τυρί, και άλλα όψα πασχαλινά, όλο κι' έφερνε γύρω ακόμη κάτι τι τακτοποιών, κάτι τι διορθόνων, αλλά σύννους και μελαγχολικός ωσάν να διελογίζετο απόντα φίλον του, ταξειδεύοντα συγγενή του. Μία λάμπα αναμμένη εν μέσω, από του θόλου, εφώτιζε το βαθύτατον εκείνο υπόγειον με λάμψεις θαμβάς, κιτρινωπάς λάμψεις, λάμψεις νεκρικής κρύπτης.

Θολόστεγον το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη. Με αψίδας, με καμάρας Βυζαντινάς, με κολώνας Βυζαντινάς, με κεφαλοκόλωνα Βυζαντινών ναών. Αυτό τούτο λείψανον Βυζαντινής Μονής. Ίσως το δοχείον Κοινοβίου αρχαίου, ίσως το μαγειρείον του, ίσως η τράπεζά του. Με διαδρόμους πλακοστρώτους με μελαψάς πλάκας. Με τοίχους καπνισμένους. Μεσαιωνικόν κτίριον. Μετόχιον της Πεντέλης, το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη, κατέναντι του αγίου Δημητρίου εις του Ψυρή, ενοικιάζετο πολυετώς από τον καλοπληρωτήν και ειρηνικόν κυρ- Μιχάλην.

Και ήτο διά την δουλειάν του μάννα, κατά την κοινήν φράσιν. Αιωνία υγρασία εβασίλευεν εκεί κάτω εις τας αραχνιασμένας εκείνας στοάς, υπό τας οποίας ήτο η στίβα των οινοβαρελίων ψυχρά, παγωμένη. Τελευταίον το εμυρίσθησαν και άλλοι οινοπώλαι· και κατά την τελευταίαν δημοπρασίαν παρ' ολίγον να το αφαιρέσουν από τον κυρ- Μιχάλην, αυξήσαντες το ενοίκιον κατά ικανάς εκατοντάδας δραχμών. Αλλ' ο Καπετάνιος ιδών συλλογισμένον τον φίλον του οινοπώλην ηρώτησε την αιτίαν, και του είπεν αμέσως:

— Μη φοβάσαι, κυρ-Μιχάλη. Ο Καπετάνιος είνε εδώ! . . .

Και επλήρωσε το επισπρόσθετον ενοίκιον.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

— Ο καϋμένος ο Καπετάνιος! Καλή του ώρα! Ανεστέναξε ο κυρ-Μιχάλης αποπερατώσας πλέον πάσαν εργασίαν. Σε ποιο κλαρί τάχα να πασχάση! . . .

Επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως.

Ακόμη ολίγον και θα εσήμαινον οι κώδωνες των ναών. Ήδη κατήρχοντο από του φεγγίτου κάτω κρότοι βηματισμών ανθρώπων μεταβαινόντων από τας ενορίας βιαστικά εις την Μητρόπολιν, συνοδευόμενοι μ' εκρηκτικούς κρότους πυροτεχνημάτων και φωνάς ηχηράς παιδιών, προληπτικώς ημιψαλλόντων το Χριστός Ανέστη, ενώ ο Καλόγηρος, ο νεωκόρος του Αγίου Δημητρίου, συνεζήτει θορυβωδώς μετά τινων γραιών περί της ώρας, οπού ανασταίνουν οι Αρμένιοι, κ' έφθανον εις το υπόγειον οι ασυνάρτητοι βραχνοί λόγοι του.

— Ας πάνε 'ς την ευχή του Χριστού! . . .

Αυτήν την ώραν εκλείοντο πάντοτε αι δύο των εις το βαθύ εκείνο και σκοτεινόν υπόγειον, ο κυρ-Μιχάλης και ο Καπετάνιος . . . — ανελογίζετο τα παρελθόντα λυπημένος ολίγον ο κυρ Μιχάλης, ενδυόμενος πλέον να μεταβή εις την εκκλησίαν της ενορίας του ύστερον από τόσα χρόνια. Εκεί εκάθηντο, εκεί εις εκείνο το ορθογώνιον μάρμαρον, οπού ήτο εκεί εν μέσω εν σχήματι επιταφίου πλακός, με γραφάς δυσδιακρίτους Βυζαντινών χαρακτήρων, με αναγλύπτους σταυρούς και λαμπάδας, όπερ ως τράπεζαν ιδιαιτέραν διά τους στενούς του φίλους, μετεχειρίζετο ο κυρ-Μιχάλης . . . ολίγαις εληαίς ή άλλο τι ορεκτικόν νηστίσιμον, και δύο ποτήρια κρασί ήσαν επί της πρωτοτύπου και μυστηριώδους αυτής τραπέζης. Ο Καπετάνιος από το ένα μέρος πολιός, ξηρός, οστεώδης, με φαγωμένον τον ήμισυν μύστακα από τριχοφάγον, είποτε ονειρευόμενος πολέμους και μάχας, και αναμένων πάντοτε γενικήν των λαών σύρραξιν. Βλέπων δε άλλοτε μεν προς τους σκοτεινούς θόλους επάνω, οπόθεν, από ένα φεγγίτην μόνον κατήρχετο ολίγον φως ηλίου την ημέραν και ολιγώτερον φως αστέρων την νύκτα, διηγείτο εν ευγλωττία ακατασχέτω, με ενθουσιώδεις πολλάκις αναπάλσεις της φωνής του, με κραδασμούς του λάρυγγος θεωριών εν οπτασίαις, με οξυλάλους τιναγμούς της σπάθης του, τώρα εν τη ρύμη των λόγων του δακρύων, και τώρα αίφνης μειδιών, εν μυστική ψυχής ευφροσύνη, διηγείτο μυστηριώδη και παράδοξα με ένα ενθουσιασμόν προφητικόν.

Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο. Ο Καπετάνιος όσον παρήρχετο η νυξ και επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως τόσον και εζαλίζετο από τα ποτήρια του ρητινίτου και από τον αφάνταστον ενθουσιασμόν του, ότε, αφού πλέον είχε κλείση την θύραν του οιναπωλείου του ο κυρ-Μιχάλης, και ήτο απόλυτος ησυχία εις τα βάθη εκείνα κάτω του υπογείου, οιστρηλατούμενος πλέον ο μυστηριώδης εκείνος πολέμαρχος και μέγας ονειροπόλος, συνελάμβανεν ακράτητος τον άκακον εκείνον συνομιλητήν του, και ωδήγει αυτόν επτοημένον εις ένα επικόν πόλεμον, του οποίου η τελευταία μάχη θα εδίδετο μέσα εις τας πλατείας της Πόλεως τόσον αιματηρά και τόσον καταστρεπτική, ώστε να πλεύση το μοσχάρι εις το αίμα, της οποίας το τέλος θα εκήρυττεν η ανάστασις του κοιμωμένου βασιλέως. Και όταν πλέον εγλυκολάλουν επάνω εις τον κόσμον οι κώδωνες των ναών, και από τον φεγγίτην έλαμπον φαεινά τα φώτα της Αναστάσεως, εις μάτην προσεπάθει τότε να εγερθή ο κυρ- Μιχάλης, ν' ακούση και αυτός το Χριστός Ανέστη εις τον γειτονικόν του ναόν, ν' ανάψη και αυτός την λαμπάδα του. Εις τας οινοδαρείς θεωρίας του τότε, υπελάμβανε τον Καπετάνιον ως τον παμφάγον Άδην, και εαυτόν ως ένα δέσμιον προαιώνιον νεκρόν, ον μόνον αυτόν, δεν ανέστησε, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, μετά των τόσων άλλων αναστάντων τότε.

— Μα δεν ακούσατε της καμπάναις; ηρώτα η κυρά-Μιχάλαινα επιστρέφουσα από τον Άγιον Αθανάσιον, από την Πέτραν, με την λαμπάδα της Αναστάσεως αναμμένη, και καταβαίνουσα εις το υπόγειον, αφού πρώτον, εσημείωνε διά του καπνού του κηρίου της τρεις σταυρούς επί του τοιχώματος της θύρας του υπογείου. Μα δεν ακούσατε της τρακατρούκαις!

— Πώς είπαταν, κυρά-Μιχάλαινα; Ηρώτα τότε ο Καπετάνιος, ου το πολιόν και ξηρόν πρόσωπον λαμπρώς κατηυγάζετο από την θείαν ανταύγειαν του φωτός της Αναστάσεως.

Και προσφέρων κόκκινον αυγόν πάραυτα εις την κυρά-Μιχάλαιναν, από τα παρακείμενα εκεί, την προσεκάλει να τσιγκρίσουν, αναφωνών ρωσσιστί:

— Χριστός βοσκρές!

Τότε και ο κυρ-Μιχάλης, εχαιρέτιζε και αυτός δι' εφθαρμένων λατινικών.

— Ντόμινους μπαμπίσκους! (1)

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτά ανεμιμνήσκετο τώρα ο κυρ-Μιχάλης. καθ' ην ώραν ενεδύετο.

Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα διελογίζετο άλλα. Έβλεπεν ότι, αφότου εγνωρίσθη ο σύζυγός της με τον Καπετάνιον, ήρχισε να παραμελή την εργασίαν του. Αληθώς ο κυρ-Μιχάλης, φίλεργος και δραστήριος άνθρωπος πρότερον, εξ εκείνων, οπού ξεύρουν την δουλειάν των, αφότου, γοητευθείς από τας διηγήσεις του Καπετάνιου, ήρχισε να ονειροπολή την Επτάλοφον με τους ναούς της και τα αγιάσματα, παρημέλει το έργον του, ονειρευόμενος ότι ταχέως θα ήνοιγεν ένα μαγαζάκι απ' έξω από την Αγίαν Σοφίαν. Αντί δε να φροντίζη περί των αναγκών του έργου του, άφινε την κυρά-Μιχάλαινα να διευθύνη, αυτός δε, εν απουσία του Καπετάνιου, λαμβάνων το χρυσοδεμένον απόκρυφον βιβλίον του, ενετρύφα μόνος του, αναγινώσκων. Το βιβλίον τούτο επωνομάζετο «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων» και περιείχε παραδοξότατα κεφάλαια. Τεμάχια εκ της Αποκαλύψεως, τας θεωρίας του αγίου Μεθοδίου, τους χρησμούς Λέοντος του σοφού, άλλους χρησμούς Στεφάνου του Αλεξανδρέως και την περίφημον οπτασίαν του Αγαθαγγέλου, όλα ταύτα περιστρεφόμενα περί την κοινώς διαδεδομένην παράδοσιν περί του Αγίου Βασιλέως, του κοιμωμένου εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, όλα αυτά γραμμένα εις δυσκαταλήπτους και αινιγματώδεις στίχους.

Η κυρά-Μιχάλαινα πολλάκις απεφάσισε να διαλύση αποτόμως τας σχέσεις εκείνας του συζύγου της με τον Καπετάνιον, αλλά καθώς ήτο αναβλητικού χαρακτήρος, έδιδε τόπον τη οργή. Άλλως και ωφελείτο, διότι ο Καπετάνιος πολλάκις επλήρωνε το ενοίκιον του αρχαίου εκείνου υπογείου, οσάκις έβλεπε στενοχωρημένον τον κυρ-Μιχάλην. Εφοβείτο όμως ότι κακόν γήρας θα επερνούσεν, αν εξηκολούθει τας αναβολάς της. Πλην δεν είχεν εισέτι ανακαλύψει το μέσον, διά του οποίου θα απεμάκρυνε τον Καπετάνιον, χωρίς να κινδυνεύση να χάση την τόσον καλήν προστασίαν του. Υπόνοιαν είχε συλλάβει ότι ο Καπετάνιος, άνθρωπος ιδιόρρυθυμος, ησθάνετο μεγάλην ψυχικήν ανακούφισιν να διανυκτερεύη εν τω Βυζαντινώ υπογείω των, ιδίως την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Από τινας ασυναρτήτους ομιλίας του υπέκλεψεν η κυρά-Μιχάλαινα μίαν πειστικήν υποψία και διελογίζετο ότι, αν επωλείτο το σεσαθρωμένον εκείνο οικοδόμημα, ίνα κρημνισθή και ανακτισθή με την νέαν αρχιτεκτονικήν, ίσως ο κυρ-Μιχάλης να επανεύρισκεν αλλαχού την πρώτην του φιλεργίαν, και ίσως μέσα εις τα χαλάσματα εκείνα να εθάπτοντο και οι χρησμοί του Καπετάνιου, και να ησύχαζε κ' εκείνος από τας τόσον διεγερτικάς του φαντασίας.

\*\*\*

Τέλος ήρχισαν να σημαίνωσιν οι κώδωνες των ναών, κατά διαταγήν της ιεράς Μητροπόλεως εκείνο το έτος όλοι ομού εν ηδυμόλπω αρμονία διαλαλούντες τα εκφαντορικόν της Αναστάσεως κήρυγμα εις την ορθοδοξούσαν των Αθηνών πόλιν, όπερ εγένετο αιτία, το πάλαι, να σαρκασθή εν αυτή ο μέγας των Εθνών Απόστολος. Και πού να ήξευραν οι ευγενείς και εύμουσοι εκείνοι αστοί ότι η πόλις των, η λευκή από των ειδωλικών μαρμάρων, η τόσον ευσεβούσα τοις ξοάνοις, ώστε και αγνώστω θεώ βωμόν να συντηρή, έμελλε διά του κηρύγματος εκείνου του ενθεαστικού ν' ανακτισθή, διά των αιμάτων των τέκνων της, λευκή πάλιν και όλη πεντελησία, αλλ' ουχί πλέον ανά ένα βωμόν έχουσα δι' έκαστον εκ των ψευδών εκείνων θεών, αλλά πολλούς ωραίους ναούς δόξαν του Ενός και Μόνου εν Τριάδι Θεού . . .

Η καρδία του κυρ-Μιχάλη επληρώθη κατανύξεως. Πρώτην φοράν ευρέθη νήφων κατά την φωτολαμπή της Αναστάσεως νύκτα. Και ως ήτο μελαγχολικός από την απουσίαν του αγαπημένου του Καπετάνιου έδειξεν ένα πρόσωπον πολύ ιεροπρεπές, όπερ καθίστατο ακόμη μεγαλειωδέστερον με το σάρκωμα εκείνο το βασιλικόν εν μέσω του μετώπου του.

Η κυρά-Μιχάλαινα, λαβούσα την λαμπάδα της, ήρχισε ν' αναβαίνη με χαράν απερίγραπτον την κλίμακα, ο δε κυρ-Μιχάλης παρηκολούθει σιωπηλός, κρατών και αυτός την λευκήν λαμπάδα του και λέγων να σπεύσουν να προλάβουν το «Δεύτε λάβετε φως».

Αλλά μόλις είχον φθάσει επάνω εις την είσοδον, και είχον ανοίξει την θύραν, και ιδού εμφανίζεται ως σκιά εκεί, σαν να παρεμόνευε να κατέλθη εις το υπόγειον, άνθρωπός τις υψηλός, ξηρός, οστεώδης, πολιός, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον, όστις σπεύδων, ασθμαίνων, καταβαίνει αμέσως την κλίμακα συμπαρασύρων κάτω και τον κυρ-Μιχάλην και ανακραυγάζων:

— Χριστός βοσκρές!

Ήτο ο Καπετάνιος. Η κυρά-Μιχάλαινα, εξαφνισθείσα ως από ισχυρόν ράπισμα απέμεινε βωβή· και αισθανομένη ότι μάτην θ' ανέμενε πλέον τον άνδρα της, μη θέλουσα δε τοιαύτην ημέραν, μόνη αυτή απ' ευθείας, να διαταράξη την ειρήνην, απήλθε σπεύδουσα εις τον γειτονικόν των ναόν, να προφθάση μη αναστήσουν, αφήσασα εις τον Λυτρωτήν να επιφέρη την λύτρωσίν της από το αναμενόμενον δυστυχές γήρας.

\*\*\*

Ο Καπετάνιος, εκ της Ανατολικής Ελλάδος καταγόμενος, ανήκων εις στρατιωτικήν του τόπου οικογένειαν, ορφανός γονέων απομείνας, κατέφυγεν εις τον στρατόν. Υπαξιωματικός δε ήδη ων, ευρέθη οπαδός των Ναπαίων, του εν Ελλάδι τότε ρωσσικού κόμματος, ανδρωθείς με τα ωραία όνειρα της Μεγάλης Ιδέας. Πάσαν συμπλοκήν του μετά ληστών, ευφάνταστος ων, εμεγαλοποίει εις μεγάλην αιματηράν μάχην· και δι' ενέργειαν εκλογών αποστελλόμενος εισήρχετο εις τας επαρχίας εν θριάμβω ως εν καταλήψει εχθρικής χώρας, με το ωραίον παράστημά του, με τον δασύν του πώγωνα, τον μαύρον μύστακα, και τους μαύρους του οφθαλμούς. Ούτε ο Βουλγαροκτόνος δεν εκαμάρωνε τόσον επί του ίππου του, όσον ο Καπετάνιος πορευόμενος διά μέσου των φαράγγων της Δυτικής Ελλάδος, με την ηλιοκαή όψιν του, την αρρενωπήν. Πάσαν δ' υπόνοιαν ερεθισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, κυκλοφορούσαν εις την Ωραίαν Ελλάδα, το κέντρον των Ελλήνων τότε, υπελάμβανεν ως πόλεμον υπέρ της πατρίδος του πάντοτε, διά την οποίαν, τω εφαίνετο αι Δυνάμεις ηγρύπνουν διαρκώς, σχεδιάζουσαι τον τρόπον του μεγαλείου της. Εις το απλούν αυτού δωμάτιον, παρά το Μοναστηράκι, δύο αντικείμενα επέσυρον την προσοχήν του εισερχομένου. Ο περίφημος χάρτης του από Φερών δημοτικού ψάλτου, και χρυσόδετον βιβλιάριον, η «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων». Με τον χάρτην εκείνον ωνειρεύετο εξαπλουμένην πάλιν την φυλήν του, εις δε το βιβλιάριον, οδηγηθείς παρά τινος μοναχού, ανεγίνωσκε χρησμούς και οπτασίας. Ακούσας δέ ποτε παρά τινος ενθουσιώδους Ναπαίου ότι υφίσταται και δρα, προ πολλού εθνικός τις Σύλλογος η __Ανάστασις__ καλούμενος, του οποίου τα μέλη στενώς συνδεόμενα ως άλλη τις Φιλική Εταιρεία, οφείλουν να πιστεύουν ότι την νύκτα της Αναστάσεως θα εγερθή ο Άγιος Βασιλεύς οπού κοιμάται τώρα εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, και ότι όπου και αν ευρίσκωνται οφείλουσι να αγρυπνώσι την νύκτα της Αναστάσεως πάντοτε, επιλέγοντες προς αλλήλους το σύνθημα __Χριστός Βοσκρές__, ήτοι Χριστός ανέστη· έως ίδωσι τον Άγιον Βασιλέα εγειρόμενον και αναβαίνοντα ενδόξως επί τον πατρικόν θρόνον του Γένους. Αυτά μόνον περί του Συλλόγου γνωρίζων, εσκέφθη ότι τούτο είναι ένα ισχυρότατον έρεισμα της Μεγάλης Ιδέας· και ήρχισε μετ' ολίγον να κατηχή οπαδούς ο ονειροπόλος εκείνος Καπετάνιος. Είχε δε αρκετά προοδεύσει, θερμώς υπό των Ναπαίων ενισχυόμενος.

Ότε δε τέλος εξερράγη ο Κριμαϊκός πόλεμος, ο Καπετάνιος, ανθυπολοχαγός ων, ποθών να γνωρίση εκ του σύνεγγυς «το ξανθόν γένος», όπερ έμελλε κατά τους χρησμούς να βασιλεύση επί της Επταλόφου, εστράτευσεν εις Ρωσσίαν και αιμάτωσε τότε την ειρηνικήν σπάθην του. Τότε, κατά την επάνοδόν του, ηθέλησε να προσκυνήση και την Αγίαν Σοφίαν, εν η από χρόνων συνεκέντρου όλους τους πόθους του. Ήτο πρωία. Η ονειρώδης Επτάλοφος ήτο σκεπασμένη υπό τον αερώδη πέπλον της ακόμη, υφ' ον, ως διά νεφελωμάτων αραιών, απέστιλβον χρυσαί ακωκαί μιναρέδων και χρυσοσκεπείς θόλοι παλατιών και σκηνωμάτων, εν μέσω κήπων και κυπαρίσσων.

Χωρίς να σταματήση αλλαχού, κατηυθύνθη αμέσως εις το περίκλυτον του Ανθεμίου μεγαλούργημα. Τα πλατέα και σύνδενδρα αυτού προαύλια ήσαν έρημα. Δερβίσαι τινές μόνον, με τας κωνοειδείς κιδάρεις των, και χόντζαι με τα λευκά μανδήλια, ενίπτοντο εις τας δροσεράς εκεί κρήνας, ενώ άλλοι εισήρχοντο εις τον δουλεύοντα ναόν διά την πρωινήν των προσευχήν. Επλήρωσε την ωρισμένην είσοδον, εφόρεσεν εμβάδας και εισήλθεν ο Καπετάνιος, συντετριμμένος την καρδίαν, με ψυχήν οδυνωμένην. Ότε, διελθών τους δύο χρυσούς προναούς, ευρέθη υπό τον πανύψηλον θόλον, εσταμάτησεν η αναπνοή του. Εξόχου μεγαλειότητος ευρυχωρία εν μαλακώ φωτί ηπλούτο περί αυτόν σιωπηλή, ήρεμος, νεκρά. Γύρω-γύρω αι μακραί διπλαί στοαί, καλλικίονες, εκοιμώντο, τυλιγμέναι εις τα χρυσά αυτών μουσειοπλαστήματα. Εις τας γωνίας του κεντρικού θόλου έτρεμον άνω, τω εφάνη, πτερυγίζοντα τα χρυσά των Εξαπτερύγων πτερά, και υψηλά επάνω, εις ύψος αιθέριον, τα αυθάδη του Κορανίου γράμματα εκάλυπτον την μακρόθυμον του Παντοκράτορος μορφήν. Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα. Εκεί δε, καθηλώσας τα βλέμματά του επί του εδάφους, δεξιά, έβλεπεν, ως να προσεπάθει να εξιχνιάση τι κεκρυμμένον, ενώ όπισθέν του, κάτω, επί άμβωνος, ο χόντζας έψαλλε την ασιατικήν προσευχήν του. Τότε είς γηραιός χόντζας παραμονεύων, ελθών ηρέμα εκ των όπισθεν, έθλιψε φιλανθρώπως τον ώμον του Καπετάνιου, εκφωνήσας:

— Γιουνάν; (Έλλην;)

Εξεπλάγη ο Καπετάνιος, αλλά δεν εφοβήθη. Ο δε γλυκύς εκείνος γέρων χωρίς ν' αναμένη, αρχίζει ελληνιστί μετά πραείας της φωνής:

— Εδιάβασες τα χαρτιά μας — παιδί μου. Το κατάλαβα. Βλέπεις εδώ; Και επέδειξεν εις τον Καπετάνιον σημεία τινα επί των πλακών κάτω, εκεί οπού ακριβώς παρετήρει μετ' επιμονής εκείνος. Εδώ ανοίγει κλαβανή, εξηκολούθησεν ο γηραιός χόντζας· και καταβιβάζων ακόμη την φωνήν του προσέθηκε: Και καταιβαίνομεν κάτω εις τα υπόγεια . . .

Ο Καπετάνιος ανεσκίρτησε· διότι έβλεπεν αίφνης ότι ήσαν αληθή όσα ανεγίγνωσκεν εις τους χρησμούς του. Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα:

— Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . . .

Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως.

— Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . .

Εις την φοβεράν περιέργειαν του Καπετάνιου προσετίθετο ήδη άλλη φοβερωτέρα, ποίος να είνε αυτός ο γέρων χόντζας, ο γνωρίζων την γλώσσαν του, ο γνωρίζων την θρησκείαν του.

— Ο παπάς ολόχρυσος, μαρμαρωμένος, εξηκολούθησεν ο γέρων, μετά της αυτής προφυλάξεως. Ο διάκος ολόχρυσος, μαρμαρωμένος. Δεξιά ο πρωτοψάλτης μαρμαρωμένος εις το στασίδι του, αριστερά ο λαμπαδάριος μαρμαρωμένος εις το στασίδι του. Εις τον βασιλικόν θρόνον επί κλίνης ο άγιος Βασιλεύς κοιμάται ύπνον ήρεμον και γλυκύν, και θα σηκωθή την ημέραν εκείνην . . .

Ο Καπετάνιος τότε, χωρίς να σκεφθή πού ευρίσκετο, αναφωνεί έντρομος πάραυτα:

— Χριστός βοσκρές!

Ο γέρων μουσουλμάνος τότε έμεινεν άφωνος εκ της εκπλήξεως.

Έως τώρα διηγήθη όσα γενικώς αφηγούντο και οι οθωμανοί εις τους ημετέρους, κολακεύοντες τας παραδόσεις των, αλλ' ήδη ακούσας την αναφώνησιν αυτού, εχάρη υπερβαλλόντως· συνελθών έθλιψε την χείρα του Καπετάνιου και κατεφίλησε συνάμα αυτόν ως αδελφόν του και επανέλαβε και αυτός ηρέμα: Χριστός βοσκρές!

Το «Χριστός βοσκρές», ως είπομεν, ήτο σημείον μυστικόν των μεμυημένων εις τας περί του αγίου Βασιλέως παραδόσεις και πιστευόντων εις την ανάστασίν του. Εννόησαν αμέσως και οι δύο ότι ήσαν μέλη της αυτής εταιρείας της Αναστάσεως. Τότε ο γέρων διηγήθη πλέον εις τον Καπετάνιον αφόβως ότι είνε χριστιανός εις το κρυφόν, υπηρετών εν τω ναώ, έως ου αξιωθή να ίδη τον άγιον Βασιλέα, διότι η κρύπτη η άγουσα κάτω εις τον υπόγειον ναόν μόνον την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου ανοίγει· και μακάριος, όστις ευρεθή την στιγμήν εκείνην παρών και κατέλθη. Και προσεγγίζων ήρχισε να ψιθυρίζη εις το ους του Καπετάνιου:

__Ο νεκρός ήδη και θέα λελυμένος Οίδασι πολλοί καν μηδείς τούτον βλέπη. Μηνόκρανον, μείλιχον, πραΰν, υψίνουν . . .__

Και μετ' ολίγον με πλέον χαμηλήν φωνήν προσθέτει:

__Εις τα δεξιά τα μέρη άνδρα εύρητε γενναίον, ισχυρόν και ρωμαλέον . . .__

Εις τον Καπετάνιον ουδεμία πλέον απέμεινεν αμφιβολία ότι ο γέρων εκείνος, ο μουσουλμάνος εξωτερικώς, ήτο ομόφυλος και ομόθρησκος, και επί πλέον εκ των μεμυημένων, οίτινες αναμένουσι την εξέγερσιν του αγίου Βασιλέως. Ούτως εσχετίσθη ευκόλως μετ' αυτού κ' επόθει πλέον να μετέλθη και αυτός την αυτήν εξαπάτην, όπως νύκτα τινά της Αναστάσεως γείνη θεατής του κοιμωμένου Βασιλέως και αξιωθή να φιλήση την χείρα του την ζώσα νεκράν, όπως ηξιώθη ποτέ ν' απολαύση την θείαν ταύτην οπτασίαν ο Πατριάρχης Χρύσανθος και οι δύο Σιναΐται Πατέρες . . .

— Το μπακαλόπουλο, διηγείτο προς αυτόν ο γέρων την επομένην νύκτα, φιλοξενών πλέον τον Καπετάνιον εν τω κελλίω του, εν τοις προαυλίοις της αγίας Σοφίας, το μπακαλόπουλο, εμβήκεν από την πίσω πόρτα του αγίου Βήματος, η οποία ανοίγει μόνον το Μέγα Σάββατον το βράδυ και έπειτα μένει κλειστή όλον τον χρόνον. Εμβήκε να δώση το λάδι για ν' ανάψουν τα κανδήλια του υπογείου ναού, και επειδή άργησεν ολίγον, έκλεισεν η πόρτα κ' εκλείσθη μέσα όλον τον χρόνον, κ' εβγήκε τότε, όταν πάλιν το Μέγα Σάββατον ξανάνοιξεν η κρυφή πόρτα. Αλλά το πρόλαβεν ένας φανατικός Ιμάμης, εκεί που διηγείτο τα όσα είδε κάτω, θαυμαστά και εξαίσια, και τώκοψεν εις δύο με το γιαταγάνι του, χαϊμαλί . . .

Αλλ' επάνω εις τας διηγήσεις των αυτάς, τας εξαισίας, χωροφύλακες συνέλαβον και τους δύο προδοθέντας υπό κατασκόπων, οίτινες παρεφύλαττον αυτούς, υποψιασθέντες από τα εν τω ναώ κινήματά των· και ο μεν γέρων δεν εφάνη πλέον πουθενά, ο δε καπετάνιος εξορισθείς εις Αφρικήν εκινδύνευσε τον έσχατον κίνδυνον και ως διά θαύματος διαφυγών, επανήλθε μετά δεκαπενταετίαν εις Αθήνας ξηρός και οστεώδης και πολιός, άνευ πώγωνος, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον.

Αλλά κατά την μακράν αυτήν απουσίαν του, τα πνεύματα διεστράφησαν εν τη πόλει. Οι Ναπαίοι εξέλιπον, και μετ' αυτών τα ωραία εκείνα όνειρα περί Επταλόφου. Η δε Μεγάλη Ιδέα, ήτις εμέθυε την παρελθούσαν γενεάν ιεράν και ένθεον μέθην, είχε προ πολλού αποθάνη, είχε ταφή και είχε λησμονηθή, ως λησμονείται πας νεκρός. Εις τα μεγάλα κέντρα ουδείς ανεγνώριζε πλέον τον σαρακοφαγωμένον Καπετάνιον, ο δε λόγος του, ο τόσον ένθους άλλοτε, περιεφρονείτο και ενεπαίζετο από την νέαν γενεάν. Τότε περίλυπος, απηλπισμένος, φεύγων τους πολυθορύβους κύκλους, στερρώς δε εμμένων εις τα ονειροπολήματά του εκείνα τα οποία όσον από τους άλλους επεριφρονούτο τόσον εις αυτόν εγίνοντο ιερώτερα, επεριπάτει μίαν ημέραν εις τας σκολιάς οδούς του Ψυρή, αναζητώντας μοναστικόν δωμάτιον, όπως αφανής θρηνή εκεί τα νεκρωθέντα όνειρά του. Η κυβέρνησις τον είχεν επαναφέρει εις τας τάξεις του στρατού με τον βαθμόν του υπολοχαγού. Τότε, παρά τον άγιον Δημήτριον, μίαν εσπέραν, ανεκάλυψε βαθύ θολωτόν υπόγειον, ως τεθαμμένην εκκλησίαν. Εις την θύραν του κλάδος ελαίας και μία ερυθρά σημαία εμαρτύρουν ότι κάτω υπήρχεν οινοπωλείον. Κατήλθε με χαράν εις το βάθος εκείνο, διότι τω εφαίνετο ότι ο κόσμος τον απώθει. Έμεινεν εκστατικός πάραυτα. Υπό τας υγράς εκείνας καμάρας και τας πολυδαιδάλους στοάς τω εφάνη ότι έβλεπεν αναπαράστασιν των φημιζομένων υπογείων της Αγίας Σοφίας, ως τω παρέστησαν ταύτα εν τη Πόλει άλλοτε. Ιδίως τράπεζα εκείνη, η από επιταφίου πλακός, με τα βυζαντινά γράμματα και τας βυζαντινάς γλυφάς, τω εφάνη ως η υμνουμένη κλίνη του καθεύδοντος αγίου Βασιλέως, ή ώσπερ η κλίνη η Σολομώντειος, η «κυκλουμένη από δυνατών εξήκοντα».

Ο κυρ-Μιχάλης, περιποιητικός πάντοτε, τον κατεγοήτευσε με τας περιποιήσεις του και τον κατέθελξε βασιλικώς με το σάρκινον εκείνο στέμμα του. Την νύκτα εκείνην με το αμυδρόν φως, τω εφάνη ως τις παρακοιμώμενος εις τους βυζαντινούς εκείνους θόλους. Εκεί πλέον διήρχετο τας ώρας του ο Καπετάνιος, αγρυπνών ιδίως όλην την νύκτα της Αναστάσεως, αναγινώσκων την συλλογήν των Προρρήσεων κ' ερμηνεύων εις τον απλοϊκόν κυρ-Μιχάλην τα θαυμαστά, τα οποία θ' αξιωθώσι να ίδωσι μίαν ημέραν οι πιστεύοντες εις τον Άγιον Βασιλέα. Και ούτω σχετισθείς με τον αφελή κυρ-Μιχάλην εμύησεν αυτόν εις την ωραίαν παράδοσιν, όστις έγεινεν ένας εκ των στενωτέρων φίλων του, πεισθείς ότι αφεύκτως εις την επαλήθευσιν των χρησμών θα μετώκει εις την Βασιλεύουσαν. Και εφαντάζετο πολύ ταχείαν την επαλήθευσιν. Τόσον ο γόης εκείνος και μάγος Καπετάνιος τον είχε σαγηνεύσει, ώστε να παραμελή και την εργασίαν του, όπερ εγίνετο λύπης αφορμή εις την κυρά-Μιχάλαιναν.

\*\*\*

Μετ' ολίγον, από τον φεγγίτην επάνω, έλαμψαν τα φώτα της Αναστάσεως. Η τελευταία λέξις του αναγνωσθέντος εις το προαύλιον του αγίου Δημητρίου Ευαγγελίου «Χαίρετε» έφθασε κάτω, συνοδευμένη με τους γλυκείς των κωδώνων ήχους, με τους οξείς των πυροτεχνημάτων κρότους, και με τας αναφωνήσεις τας διθυραμβικάς του «Χριστός Ανέστη».

— Χριστός βοσκρές! ανεκραύγασε τότε ο Καπετάνιος εν εκστάσει· και ανάψας την λαμπάδα του έβλεπεν ως εν προσευχή προς τους μαύρους επάνω θόλους.

— Χριστός βοσκρές! Επανέλαβε και ο κυρ-Μιχάλης· και ήναψε και αυτός την λαμπάδα του, ευλαβής προσήλυτος του Καπετάνιου, αναμένων πιστώς μίαν τοιαύτην νύκτα την αφύπνισιν του Αγίου Βασιλέως.

Κατόπιν ήλθε και η κυρά-Μιχάλαινα, κατηφής πρώτην φοράν, με την λαμπάδα της εσβεσμένην και ανεόρταστος, χωρίς να σημειώση επί του ανωφλίου της θύρας, διά του καπνού της καιούσης λαμπάδος, τους τρεις σταυρούς. Και πάραυτα, χωρίς περιστροφάς, εκχύνει το άλγος της ψυχής της:

— Η Πεντέλη το πούλησε το Μετόχι. Το αγόρασεν ένας λούσιος αλεξανδρινός να το χαλάση και να κτίση μεγάλην οικοδομήν, και μας βγάζουν από το υπόγειον . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα επεθύμει αληθώς να σωθή από την παρουσίαν του Καπετάνιου, αλλ' όχι με αυτόν τον τρόπον, απομένουσα φερέοικος. Δι' αυτό εθλίβη κατάκαρδα. Εσώζετο ίσως ο άνδρας της από τον Καπετάνιον — εσκέπτετο — αλλ' έχανε την σειράν του. Και ήτο αμφίβολον, αν ηδύνατο να επανεύρη αλλαχού σειράν, εις αυτήν την ηλικίαν.

Αλλ' όσον και αν εθλίβη η κυρά-Μιχάλαινα, όσον και αν επόνεσεν ο κυρ-Μιχάλης, ο Καπετάνιος εθλίβη ακόμη περισσότερον· και ηυχήθη τότε να απέθνησκεν, αν έμελλε διά παντός ν' απολέση την μόνην παραμυθίαν του εκείνην.

Είνε αληθές φαίνεται, ότι αι επιθυμίαι των ανθρώπων ουδέποτε δύνανται να πραγματοποιηθώσιν άνευ λύπης επακολουθούσης.

Αληθώς οι Βυζαντινοί εκείνοι υπόγειοι θόλοι μετ' ολίγους μήνας δεν υπήρχον εν τη πόλει, ήτις ολονέν μετεμορφούτο, επιμόνως απεχθανομένη παν βυζαντινόν . . . Εις δε την θέσιν των, ανηγέρθη παμμεγέθης οικοδομή, επί των προπυλαίων της οποίας εσώζετο μέχρι τινός πλαξ επιταφία, από σαρκοφάγου, φέρουσα γεγλυμμένα επάνω βυζαντινά γράμματα και γλυφάς θρησκευτικάς. Η πλαξ εκείνη ήτο η μαρμαρίνη τράπεζα επί της οποίας άλλοτε ο εξαφανισθείς έκτοτε Καπετάνιος έσπευδε τα δάκρυά του μαζί με τον αφρώδη του κυρ-Μιχάλη ρητινίτην, προσφωνών τον εν τη ψυχή του κοιμώμενον Άγιον Βασιλέα διά του συνθηματικού χαιρετισμού:

— Χριστός βοσκρές!

Ενώ ο κυρ-Μιχάλης από μίαν μικράν παραζάλην συσκοτισμένος αντεχαιρέτιζεν ως συνήθως με τα παραμορφωμένα λατινικά του:

— Δόμινους Μπαμπίσκους!

\*\*\*

Ουδείς έγεινεν έκτοτε λόγος ούτε περί του Καπετάνιου αν έζη ή όχι, ούτε περί του κυρ-Μιχάλη, του μόνου εναπομείναντος πιστού, από τους τόσους, εις τα ωραία εκείνα όνειρα του Συλλόγου της Αναστάσεως, αν εύρε σειράν ή όχι μετά την κατεδάφισιν του θολωτού εκείνου υπογείου του, καθώς η κυρά-Μιχάλαινα εφοβείτο ότι θα συμβή. Εχάθησαν τα ίχνη και των δύο, ως χάνονται τα επί της θαλάσσης ίχνη του ταξειδεύοντος πλοίου. Αληθές είνε ότι τους πρώτους μετά την κατεδάφισιν μήνας του βυζαντινού εκείνου κτιρίου, εφαίνετο εις άκρον συγκεκινημένος ο ταλαίπωρος Καπετάνιος, ως ένας σαστισμένος μάλλον· δεν τον εχωρούσε κανένας τόπος· τας πρώτας ημέρας τον έβλεπαν όλοι υψηλόν, οστεώδη, με τον σαρακωμένον μύστακα να κάθηται εις την __Ωραίαν Ελλάδα__ εις το μεγαλείτερον κέντρον της πόλεως, τω καιρώ εκείνω, εις την γωνίαν την αριστεράν επί της διασταυρώσεως των οδών __Ερμού__ και __Αιόλου__, εν μέσω στενωτάτου κύκλου μελών τίνων της εταιρείας της __Αναστάσεως__, ήτις υφίστατο ακόμη, αλλά ψυχορραγούσα πλέον, περιγράφων εις αυτούς πότε την μυστηριώδη εκείνην επίσκεψίν του εις την Αγίαν Σοφίαν, και πότε τας θλίψεις και την πείναν του εις την εξορίαν του εν Αφρική, εύελπις όμως πάντοτε περί της επαληθεύσεως των χρησμών μίαν ημέραν. Εκεί μόνον ησθάνετο πλέον κάποιαν αναψυχήν, και επραΰνετο το σκυθρωπόν του πρόσωπον. Ότε συνήγοντο γύρω του εκεί και τον ηκροώντο εν περιέργω συνωστισμώ, ως συνωστίζονται οι άεργοι όρθιοι περί τους χαρτοπαίζοντας εν τοις καφενείοις, νεοφερμένοι από τας επαρχίας, και μάλιστα γηραιοί τινες φουστανελλοφόροι, της επαναστάσεως σεβαστά λείψανα, φέροντες καταφανείς τας ουλάς των από του εθνικού πολέμου πληγών των, ή τας εκτομάς από του μαρτυρίου των εκ μέρους του τούρκου, ενώ ο Καπετάνιος βλέπων προς τους μεγάλους χρυσούς καθρέπτας του εθνικού, να είπωμεν, εκείνου καφενείου, ωμιλούσεν, ερρητόρευε· και εκεί οπού ωμιλούσεν ηλλοιούτο αίφνης, αλλοίωσιν φανταστικήν πάσχων. Έλαμπον οι οφθαλμοί του, ως άλλοτε κάτω εις το βυζαντινόν εκείνο υπόγειον του Ψυρή, εκινούντο με μορφασμούς ποικίλους και παραστατικούς τα χείλη του· αι χείρες του ανεπαισθήτως εφέροντο προς το ήσυχον σπαθίον του, όπερ εβροντούσε τότε ειρηνικώς και πραέως, ως βροντούν του αρχιερέως τα ιερά άμφια, όταν αυτά περιβάλλεται. Και τότε κυττάζων γύρω τους ακροατάς του οπού με αγαλλίασιν τον έβλεπον, τους έλεγε:

— Δεν είναι δυνατόν, παιδιά μου, να διαψευσθώσιν οι χρησμοί. Αυτό να το ξεύρετε!

Αλλά τούτο δεν διήρκεσε πολύ. Το εθνικόν εκείνο καταφύγιόν του, η __Ωραία Ελλάς__, μετ' ολίγα έτη, ήλλαξε κ' εκείνο όψιν.

Κατεδαφίσθη, καθώς και το θολωτόν του άλλοτε υπόγειον. Εκείνα τα έτη καταφθάσαντες από την Πόλιν οι λεγόμενοι __Χαυγιαροχανίται__ Χρηματισταί, με της τσέπαις των γεμάταις λίραις και τα χέρια των χαρτιά, μετέβαλλον αυτό εις πρόχειρον Χρηματιστήριον. Περί τα δύο υαλιστερά του σφαιριστήρια ιστάμενοι όρθιοι, οι νεοφερμένοι εκείνοι της Πόλεως, και τείνοντες τας χείρας απειλητικάς προς αλλήλους, ωπλισμένας όμως όχι με φονικά όπλα αλλά με αβλαβή χαρτία, και μετοχάς τραπεζών και εταιρειών αρτισυστάτων, ηλάλαζον φωνασκούντες απειλητικώς αριθμούς, εν οχλοβοή και ταραχή ωργισμένων ανθρώπων, ετοίμων να έλθουν εις χείρας, οπού ο Καπετάνιος δεν ημπορούσε πλέον ούτε να καθίση εκεί, όχι να ομιλήση. Ότε δε μίαν ημέραν είδε πολλούς και από τα παλαιά μέλη της Εταιρείας της __Αναστάσεως__, οι οποίοι μεταμορφωθέντες εις μεσίτας επωλούσαν εκεί και ηγόραζαν, διδαχθέντες από τους νεήλυδας, χαρτία, τότε πλέον δεν ηδυνήθη να κρύψη τον πόνον του εδάκρυσεν οδυνηρώς εμβριμώμενος, ανεστέναξε βαθειά και έγεινεν άφαντος. Ούτε εφάνη πλέον πουθενά εντός της πόλεως. Διϊσχυρίζοντο όμως τινές ότι τον έβλεπον συχνά διατρίβοντα ή περιδιαβάζοντα εις τους όπισθεν της Ακροπόλεως λόφους πότε μόνος πότε με τον κυρ- Μιχάλην, όστις χηρευμένος πλέον και ασφαλής από κάθε εξέλεγξιν, δεν τον εγκατέλιπε ποτέ, αισθανόμενος πάντοτε άρρητον ηδονήν να ακούη την εξήγησιν των χρησμών περί του Αγίου Βασιλέως, και να εντρυφά εις τα σύνορα μιας απεράντου Ελλάδος, να σχεδιάζη δε το καφενεδάκι οπού πολύ γρήγορα, καθώς επέμενε, θα άνοιγεν απέξω από την Αγίαν Σοφίαν. Έως ου μίαν χιονώδη πρωίαν οι Αθηναίοι ανεγίνωσκον εις την θορυβοποιόν τότε __Εφημερίδα__ μίαν θλιβεράν όντως είδησιν, εις τα ψιλά εκείνα συνθέματα της οπού εγράφοντο με ιδιαιτέραν πάντοτε χάριν και ευφυίαν, ότι επάνω εις τον λόφον του Μνημείου του Φιλοπάππου, μέσα εις μίαν σπηλαιώδη σχιμάδα, ευρέθη το πτώμα πτωχικού γηραλέου ανθρώπου με σαρακωμένον τον μύστακα, σκεπασμένον με ένα στρατιωτικόν μανδύαν, το οποίον εκράτει σφιγκτά εις τας αγκάλας του δύο χρυσοδεμένα βιβλία, τον χάρτην του Φεραίου και την συλλογήν των Χρησμών και Προρρήσεων περί του αγίου Βασιλέως. Εν μέσω αυτών ήτο στερρώς εσφηνωμένη ιδιόχειρος του αποθανόντος διά μολυβδίδος σημείωσις λέγουσα.

— Ηγρύπνησα, εσκέφθην, και είπα: Τάδε λέγει Κύριος:

Παιδί μου κυρ-Μιχάλη! Ημπορεί να κάμουν τας Αθήνας __Χρηματιστήριον της Ανατολής__, καθώς μου είπες ότι ελέχθη χθες εις την Βουλήν, αλλ' οι Χρησμοί δεν είνε δυνατόν να διαψευσθούν. Δεν είναι δυνατόν. Αυτό να το βγάλουν από τον νουν τους. Αν ζήσης εις την μεγάλην εκείνην διά τον Ελληνισμόν ημέραν, θα θυμηθής βέβαια να μου ανάψης. . . . Όποιος ζήση! . . .

Η σημείωσις διεκόπτετο ενταύθα αποτόμως, προσέθετεν αινιγματωδώς η __Εφημερίς__· αι τελευταίαι λέξεις ήσαν δυσδιάκριτοι εκ της κακογραφίας. Και φαίνεται ότι ο θάνατος επήλθεν αιφνίδιος. Δίπλα εκεί παρέκειτο κηρίον εσβεσμένον και μολυβδίς. Το πτώμα αυτό ανεγνωρίσθη αμέσως ότι ήτο του Καπετάνιου, του ονειροπόλου εκείνου της Μεγάλης Ιδέας μυσταγωγού, όστις ευρέθη εκεί από ένα αστυφύλακα, ξεπαγιασμένος, την παγεράν εκείνην πρωίαν, μέσα εις την χιονισμένην σχισμάδα του αρχαίου Μνημείου (2).