×

Ми використовуємо файли cookie, щоб зробити LingQ кращим. Відвідавши сайт, Ви погоджуєтесь з нашими правилами обробки файлів «cookie».

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), XV. Ο Ποληκούσκα (2)

XV. Ο Ποληκούσκα (2)

- Μη βαρυγκομάς, Ηλία, είπε πλησιάζοντας τον ανιψιό του. Βαριά κουβέντα ξεστόμισες αποβραδίς... θαρρείς, δε σε πονάω; Πολύ καλά θυμάμαι που ο αδερφός μου, πεθαίνοντας, σε εμπιστεύτηκε στα χέρια μου. Κι αν είχα λεφτά, θα σ' άφηνα να πας στρατιώτης; Μα να, που, άμα ο Θεός βοήθησε, την ίδια στιγμή έτρεξαν και σε εξαγόρασα, πρόσθεσε απλώνοντας την απόδειξη πάνω στο τραπέζι και σιάχνοντας τις τσαλακωμένες άκρες της με τα γέρικα δάχτυλά του που ήταν στραβωμένα από τα χρόνια και τις χοντροδουλειές και με κόπο λυγούσαν.

Σιγά-σιγά έμπαιναν στο δωμάτιο όλοι οι μουζίκοι που είχαν έρθει από το Πακρόβσκογιε, όλοι οι εργάτες του έμπορα, ακόμα και ο ξένος κόσμος. Όλοι μισομάντευαν τι είχε γίνει, μα κανένας δεν τολμούσε να διακόψει το γέρο που μιλούσε με τόση επισημότητα.

Ο Ηλία σηκώθηκε, μα σώπαινε, μη ξέροντας τι να πει. Τα χείλη του σιγότρεμαν από τη συγκίνηση. Η γριά μάνα του, έκανε να πάει κοντά στο λαιμό του, μα ο Ντουτλόβ την απομάκρυνε με μια αργή και επιβλητική κίνηση του χεριού και συνέχισε.

- Μια κουβέντα πολύ βαριά ξεστόμισες εχτές, ξανάπε, που με δαύτηνε ήτανε σα να μου διαπέρασες με δίκοπο μαχαίρι την καρδιά. Ο μπαμπάς σου, πεθαίνοντας, σε παρέδωσε στα χέρια μου και εγώ δε σε ξεχώρισα από παιδί μου, κι αν σου έφταιξα, μαθές, σε τίποτις, άνθρωποι είμαστε ούλοι μας κι αμαρταίνουμε δίχως να το θέλουμε και δίχως να το νιώσουμε. Καλά δε λέω, χριστιανοί μου; - στράφηκε στους μουζίκους που τον κύκλωναν.

- Κι η μάνα σου εδώ να είναι κι η νια γυναίκα σου, μπροστά σ' όλους σου παραδίνω τούτο το χαρτί. Στο καλό τα λεφτά! Και μένα σχωρέστε με, για το Χριστό.

Κι ανασηκώνοντας τις δυο άκρες του πανωφοριού του, γονάτισε αργά-αργά μπροστά στον Ηλία και στη γυναίκα του. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να τον εμποδίσουν. Ο γέρος σηκώθηκε μονάχα αφού άγγιξε το μέτωπό του στο πάτωμα τρεις φορές, τίναξε το ρούχο του και κάθισε στον καναπέ. Η μάνα του Ηλία κι η γυναίκα του έβαλαν φωναχτά κλάματα από τη χαρά τους κι οι μουζίκοι που είχανε στριμωχτεί εκεί μέσα παίνευαν την πράξη του Ντουτλόβ. «Σύμφωνα με την αλήθεια και με του Θεού το θέλημα», έλεγε ένας. «Τι να τα κάνεις τα λεφτά; Δεν αγοράζεις ένα παλικάρι με δαύτα», έλεγε άλλος. «Τι μεγάλη χαρά! Δίκαιος άνθρωπος, που λέει ο λόγος», έλεγε τρίτος. Και μονάχα οι υποψήφιοι κληρωτοί, που έπρεπε να παρουσιαστούν στο στρατολογικό γραφείο δεν έβγαλαν μιλιά, παρά βγήκαν αθόρυβα έξω.

Ύστερα από δύο ώρες τα δυο αμάξια του Ντουτλόβ έφευγαν από την πολιτεία. Στο πρώτο, που έσερνε η γκριζόασπρη φοράδα κάθονταν ο γέρος κι ο Ιγνάτ. Τ' αμάξι ήτανε φορτωμένο με διάφορα δέματα και μπόγους. Στο δεύτερο, που ακολουθούσε και δεν το διεύθυνε κανείς, καθόταν η Αξίνια με τη πεθερά της κατευχαριστημένες και καμαρωτές, έχοντας τα κεφάλια τους σφιχτοδεμένα με μάλλινα μαντίλια. Η νύφη κρατούσε, τυλιγμένη σε μια πετσέτα, μια μποτίλια βότκα. Ο Ηλία καθόταν αντικρύ τους με τη ράχη γυρισμένη στην κατεύθυνση τ' αμαξιού, με τα μάγουλα κατακόκκινα και δεν έπαυε να κουβεντιάζει ζωηρά και να δαγκώνει το τσουρέκι που κρατούσε.

Κι οι ομιλίες κι οι κρότοι των αμαξιών και τα σιγανά χλιμιντρίσματα των αλόγων, όλα μαζί συγχωνεύονταν σε μια χαρούμενη φασαρία. Τ' άλογα κουνώντας τις ουρές τους, τάχυναν ολοένα το βήμα τους, όσο ένιωθαν πως κοντοζύγωναν στο χωριό. Κι όλοι όσοι διασταυρώνονται στο δρόμο μ' αυτά τα δύο αμάξια, άθελά τους γύριζαν και ξαναγύριζαν να κοιτάξουν την οικογένεια κείνη, που φαινόταν τόσο ευτυχισμένη.

Καθώς ξεμάκρυναν από την πολιτεία, τ' αμάξια των Ντουτλόβ προσπαθούσαν να ξεπεράσουν, δίχως να το καταφέρουν, μια παρτίδα κληρωτούς, που τώρα είχανε σταματήσει έξω από ένα κρασοπουλειό. Ένας νεοσύλλεχτος, με κείνη την αφύσικη έκφραση που δίνει στον άνθρωπο το ξυρισμένο κεφάλι, φορώντας ασίκικα το γκρίζο κασκέτο, έπαιζε με φόρα τη μπαλαλάικα. Ένας άλλος, ξεσκούφωτος με μια μποτίλια βότκα στο ένα χέρι, χόρευε στη μέση του κύκλου, που σχημάτιζε η υπόλοιπη συντροφιά.

Ο Ιγνάτ σταμάτησε τ' αμάξι και κατέβηκε για να σφίξει το λουρί του άξονα που είχε ξελασκάρει. Όλοι οι Ντουτλόβ κοίταζαν με περιέργεια, μ' επιδοκιμασία και με καλή διάθεση τον άνθρωπο που χόρευε. Εκείνος έδειχνε σαν να μην έβλεπε κανένα, μονάχα νιώθοντας πως οι θεατές που τον καμάρωναν πληθύνονταν ολοένα, πάσχιζε να δείξει όλη τη χορευτική μαεστρία του. Χόρευε με φόρα. Τα φρύδια του ήτανε σουφρωμένα, το κατακόκκινο πρόσωπό του ακίνητο. Το στόμα είχε σταματήσει σε κάποιο χαμόγελο, που από ώρα πια είχε χάσει την έκφρασή του. Φαινόταν σάμπως να είχε συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της ψυχής του μονάχα στο πως θα έβανε τα ένα πόδι ύστερ' από τ' άλλο πότε πατώντας στο τακούνι πότε στη μύτη. Κάπου-κάπου, σταματούσε απότομα κι έγνεφε του μουσικού, και κείνος τότε άρχιζε να παίζει μ' όλες τις χορδές της μπαλαλάικας και να χτυπάει ακόμα με τα δάχτυλά του αναποδογυρισμένα στο ξύλο της.

Ο χορευτής σταματούσε κάποια στιγμή. Μα κι έτσι, καθώς στεκόταν ακίνητος, νόμιζε κάποιος πως εξακολουθούσε να χορεύει. Ξαφνικά πάλι, άρχιζε να κινείται αργά- αργά, ανασηκώνοντας τους ώμους και μονομιάς στριφογύριζε στον αέρα με φόρα, ανακλαδιζόταν, και μ' άγρια ξεφωνητά συνέχιζε το χορό.

Τα παιδιά γελούσαν, οι γυναίκες κουνούσαν το κεφάλι τους, οι άντρες χαμογελούσαν επιδοκιμαστικά. Ένας γηραλέος υπαξιωματικός στεκόταν αδιάφορος κοντά στο χορευτή, με ένα ύφος σαν να ήθελε να πει στον κόσμο που χάζευε: «Σεις το έχετε για θέαμα τούτο εδώ, μα για μας είναι πολύ γνώριμο». Ο μουσικός φαίνεται να κουράστηκε κάποια στιγμή, έριξε γύρω του μια κουρασμένη ματιά, έκανε κάποια παράφωνη συγχορδία, χτύπησε με τα δάχτυλα το ξύλο της μπαλαλάικας κι ο χορός σταμάτησε.

- Ε, Αλιόχα! - στράφηκε ύστερα στο χορευτή, δείχνοντάς του τον Ντουτλόβ. Να ο νουνός σου!

- Πού είναι τος; Ω, φίλε μου αγαπημένε! - ξεφώνισε ο Αλιόχα, δηλαδή το παλικάρι που εξαγόρασε ο Ντουτλόβ για ν' αντικαταστήσει τον Ηλία στο στρατό, και χωρίς να χάσει καιρό, τρικλίζοντας με τα κουρασμένα πόδια του και σηκώνοντας πάνω από το κεφάλι τη μποτίλια με τη βότκα προχώρησε κατά τα δύο αμάξια.

- Μίσκα! Ένα ποτήρι! - ξεφώνισε. Κύρη μου! Φίλε, αγαπημένε! Ω, χαρά μου, μα την αλήθεια! - συνέχισε τις φωνές και χώνοντας το μεθυσμένο κεφάλι του στ' αμάξια, άρχισε να κερνάει βότκα.

Οι άντρες ήπιαν από ένα ποτήρι, οι δυο γυναίκες ευχαρίστησαν κι αρνήθηκαν να πιουν.

- Ω, αγαπημένες μου γριούλες ξεφώνιζε ο Αλιόχα, αγκαλιάζοντας τη μάνα του Ηλία, τι να σας κεράσω;

Μια γυναίκα που πουλούσε μεζέδες στεκόταν ανάμεσα στον μαζεμένο κόσμο. Ο Αλιόχα την είδε. Άδραξε το πανέρι της με τους μεζέδες και το άδειασε όλο μέσα στο αμάξι.

- Θα στα πλερώσω, διάολε! Ούρλιαξε άγρια με θρηνώδικη φωνή, και βγάνοντας από την τσέπη του πανταλονιού του τη σακούλα με τα λεφτά, την πέταξε του Μίσκα.

Στεκόταν εκεί δα ακουμπώντας τους αγκώνες του στ' αμάξι και με μάτια μουσκεμένα στα δάκρυα, κοίταζε κείνους που κάθονταν μέσα.

- Η μάνα ποια είναι; - ρώτησε. Ελόγου σου, μήπως; Κάτι πρέπει να της χαρίσω της μάνας.

Απόμεινε κάποια στιγμή σκεφτικός. Ύστερα έχωσε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε ένα καινούριο, καλοδιπλωμένο μαντίλι. Έβγαλε το προσόψι που είχε ζωσμένο στη μέση του. Με γοργές κινήσεις έλυσε το κόκκινο μαντίλι από το λαιμό του και ζαρώνοντάς τα όλ' αυτά μέσα στα χέρια του, τα έχωσε στην ποδιά της γριάς.

- Πάρτα, στα χαρίζω, είπε με μια φωνή, που ολοένα γινόταν και πιο σιγανή.

- Μα γιατί; Σ' ευχαριστώ καλέ μου! Κοιτά κει καλοσύνη που στην έχει τούτο τα παιδί! παρατήρησε η γριά μιλώντας του Ντουτλόβ, που κατέβηκε από το πρώτο αμάξι και πλησίασε το αμάξι του Ηλία.

Ο Αλιόχα είχε σωπάσει στο αναμεταξύ και νυσταγμένος έγερνε όλο και πιο πολύ το κεφάλι, λες κι αποκοιμιόταν.

- Για σας πάω στο στρατό, για σας είναι που χάνομαι απ' τον κόσμο, μουρμούρισε, για τούτο και σας κερνάω.

- Ωστόσο θα έχει κι αυτός μάνα παρατήρησε κάποιος από τους μαζεμένους γύρω. Το κακόμοιρο το παιδί! Κι είναι καλόκαρδο μα πάει χαμένο!

Ο Αλιόχα σήκωσε το κεφάλι του.

- Και μάνα έχω είπε και κύρη έχω. Ούλοι τους μ' απαρνήθηκαν. Άκου με ελόγου σου γριά, πρόστεσε αδράχνοντας τη μητέρα τη Ηλία από το χέρι. Σου χάρισα το φτωχικό μου χάρισμα. Άκου με, για το Χριστό. Να πας στο χωριό Βόντνογιε, να γυρέψεις εκεί πέρα τη γριά Νικόνοβα, αυτή είναι μάνα μου τ' ακούς. Και να πεις αυτήνης της γριάς Νικόνοβας, τρίτο σπίτι από την άκρη του χωριού, κοντά στο πηγάδι... να της πεις πως ο Αλιόχα, ο γιος σου... δηλαδής... Μίσκα! Μουσική! Τι σώπασες! Ξεφώνισε.

Και ξανάρχισε να χορεύει μουρμουρίζοντας και πέταξε με φόρα μακριά τη μποτίλια με τη βότκα.

Ο Ιγνάτ ανέβηκε στ' αμάξι κι έκανε να ξεκινήσει.

- Γεια σου, ο Θεός μαζί σου!... είπε η γριά διπλώνοντας τη γούνα της.

Ο Αλιόχα σταμάτησε απότομα.

- Στο διάολο όλοι σας, ξεφώνισε κινώντας απειλητικά τις γροθιές του. Τη μάνα σου...

- Ωχ, Θεέ μου! - σταυροκοπήθηκε η μητέρα του Ηλία.

Ο Ιγνάτ πήρε τα γκέμια στα χέρια του και τα δύο αμάξια ξεκίνησαν. Ο Αλιόχα στεκόταν καταμεσής του δρόμου και σφίγγοντας τις γροθιές του με μιαν άγρια έκφραση στη μορφή, έβριζε τους μουζίκους που είχανε μαζευτεί γύρω του, ξεφωνίζοντας όσο μπορούσε πιο δυνατά.

- Τι στεκόσαστε; Τραβάτε! Διάολοι, ανθρωποφάγοι! Δε μου ξεφεύγετε εμένα! Σατανάδες! Τσαρουχάδες!...

Με την τελευταία αυτή λέξη, οι φωνές του κόπηκαν και, καθώς στεκόταν, έπεσε μονοκόμματος κάτω φαρδύς-πλατύς.

Οι Ντουτλόβ σε λίγο απομακρύνθηκαν τόσο, που δεν διάκριναν πια, όταν γύρισαν να δουν πίσω τους, ούτε το κρασοπουλειό, ούτε τον μαζεμένο κόσμο. Σαν πέρασαν κάπου πέντε βέρστια, ο Ιγνάτ κατέβηκε από τ' αμάξι του πατέρα του, που ο γερός είχε πια αποκοιμηθεί και βάδιζε πλάι στ' αμάξι του Ηλία που προχωρούσε αργά-αργά. Άδειασαν οι δυο τους τη μποτίλια με τη βότκα π' αγόρασαν από την πολιτεία.

Σε λίγο, ο Ηλία αρχίνησε κάποιο τραγούδι οι δυο γυναίκες ένωσαν τις φωνές τους. Ο Ιγνάτ βίαζε χαρούμενα τ' άλογό του, σύμφωνα με το ρυθμό του τραγουδιού. Γοργά ερχόταν από την αντίθετη μεριά κάποιο χαρούμενο ταχυδρομικό αμάξι. Ο αμαξάς βίασε κεφάτα τ' άλογά του. Σαν κοντοζύγωσε τα δύο αμάξια, ο ταχυδρόμος έσκυψε γελαστός κι έγνεψε κλείνοντας το μάτι, καθώς αντίκρισε τα κατακόκκινα πρόσωπα των γυναικών και των μουζίκων που τραμπαλίζονταν πάνω στ' αμάξια τους και τραγουδούσαν τόσο ζωηρά.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

XV. Ο Ποληκούσκα (2) XV. Polikuska (2) XV. Polikuska (2)

- Μη βαρυγκομάς, Ηλία, είπε πλησιάζοντας τον ανιψιό του. |don't grumble|||||| Βαριά κουβέντα ξεστόμισες αποβραδίς... θαρρείς, δε σε πονάω; Πολύ καλά θυμάμαι που ο αδερφός μου, πεθαίνοντας, σε εμπιστεύτηκε στα χέρια μου. ||you uttered|||||||||||||||||| You spoke heavy words last night... do you think I don’t feel your pain? I remember very well when my brother, dying, entrusted you into my hands. Κι αν είχα λεφτά, θα σ' άφηνα να πας στρατιώτης; Μα να, που, άμα ο Θεός βοήθησε, την ίδια στιγμή έτρεξαν και σε εξαγόρασα, πρόσθεσε απλώνοντας την απόδειξη πάνω στο τραπέζι και σιάχνοντας τις τσαλακωμένες άκρες της με τα γέρικα δάχτυλά του που ήταν στραβωμένα από τα χρόνια και τις χοντροδουλειές και με κόπο λυγούσαν. ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||wrinkled||||||heavy work|||| And if I had money, would I let you go as a soldier? But look, when God helped, at that very moment I rushed and bought you back, he added, spreading the receipt on the table and smoothing its crumpled edges with his gnarled fingers which were bent from the years and hard labor and struggled to bend.

Σιγά-σιγά έμπαιναν στο δωμάτιο όλοι οι μουζίκοι που είχαν έρθει από το Πακρόβσκογιε, όλοι οι εργάτες του έμπορα, ακόμα και ο ξένος κόσμος. Slowly, all the muzhiks who had come from Pakrovskogye were entering the room, all the workers of the merchant, even the foreign people. Όλοι μισομάντευαν τι είχε γίνει, μα κανένας δεν τολμούσε να διακόψει το γέρο που μιλούσε με τόση επισημότητα. |half-guessing|||||||||||||||| Everyone half-guessed what had happened, but no one dared to interrupt the old man who was speaking so formally.

Ο Ηλία σηκώθηκε, μα σώπαινε, μη ξέροντας τι να πει. Ilia got up, but remained silent, not knowing what to say. Τα χείλη του σιγότρεμαν από τη συγκίνηση. |||quivered softly||| His lips trembled slightly from emotion. Η γριά μάνα του, έκανε να πάει κοντά στο λαιμό του, μα ο Ντουτλόβ την απομάκρυνε με μια αργή και επιβλητική κίνηση του χεριού και συνέχισε. His old mother tried to move closer to his neck, but Doulov pushed her away with a slow and imposing motion of his hand and continued.

- Μια κουβέντα πολύ βαριά ξεστόμισες εχτές, ξανάπε, που με δαύτηνε ήτανε σα να μου διαπέρασες με δίκοπο μαχαίρι την καρδιά. |||||yesterday|||||||||pierced||||| - You uttered a very heavy word yesterday, he repeated, which felt like piercing my heart with a double-edged knife. Ο μπαμπάς σου, πεθαίνοντας, σε παρέδωσε στα χέρια μου και εγώ δε σε ξεχώρισα από παιδί μου, κι αν σου έφταιξα, μαθές, σε τίποτις, άνθρωποι είμαστε ούλοι μας κι αμαρταίνουμε δίχως να το θέλουμε και δίχως να το νιώσουμε. |||dying||entrusted|||||||||||||||I wronged|||||||||we sin||||||||| Your father, dying, handed you over to me and I did not separate you from my own child, and if I have wronged you, perhaps, in anything, we are all human and we sin without wanting to and without feeling it. Καλά δε λέω, χριστιανοί μου; - στράφηκε στους μουζίκους που τον κύκλωναν. ||||||||||were surrounding Am I not saying it well, my Christians? - he turned to the peasants who surrounded him.

- Κι η μάνα σου εδώ να είναι κι η νια γυναίκα σου, μπροστά σ' όλους σου παραδίνω τούτο το χαρτί. ||||||||||||||||I surrender||| - And your mother to be here and your young wife, in front of all of you I hand over this paper. Στο καλό τα λεφτά! To good money! Και μένα σχωρέστε με, για το Χριστό. And forgive me, for Christ.

Κι ανασηκώνοντας τις δυο άκρες του πανωφοριού του, γονάτισε αργά-αργά μπροστά στον Ηλία και στη γυναίκα του. |lifting|||||||||||||||| And lifting the two edges of his outer garment, he slowly knelt in front of Elias and his wife. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να τον εμποδίσουν. They tried in vain to stop him. Ο γέρος σηκώθηκε μονάχα αφού άγγιξε το μέτωπό του στο πάτωμα τρεις φορές, τίναξε το ρούχο του και κάθισε στον καναπέ. The old man only got up after he touched his forehead to the floor three times, shook his clothes, and sat on the couch. Η μάνα του Ηλία κι η γυναίκα του έβαλαν φωναχτά κλάματα από τη χαρά τους κι οι μουζίκοι που είχανε στριμωχτεί εκεί μέσα παίνευαν την πράξη του Ντουτλόβ. Hlias's mother and his wife burst into loud cries of joy and the peasants who had crowded in there praised Dутloв's deed. «Σύμφωνα με την αλήθεια και με του Θεού το θέλημα», έλεγε ένας. "According to the truth and the will of God," one was saying. «Τι να τα κάνεις τα λεφτά; Δεν αγοράζεις ένα παλικάρι με δαύτα», έλεγε άλλος. "What use are money? You can't buy a man with it," said another. «Τι μεγάλη χαρά! "What great joy!" Δίκαιος άνθρωπος, που λέει ο λόγος», έλεγε τρίτος. "A just man, as they say," said a third. Και μονάχα οι υποψήφιοι κληρωτοί, που έπρεπε να παρουσιαστούν στο στρατολογικό γραφείο δεν έβγαλαν μιλιά, παρά βγήκαν αθόρυβα έξω. And only the eligible draftees, who were supposed to show up at the recruitment office, did not utter a word, but quietly went outside.

Ύστερα από δύο ώρες τα δυο αμάξια του Ντουτλόβ έφευγαν από την πολιτεία. After two hours, the two cars of Doulov were leaving the city. Στο πρώτο, που έσερνε η γκριζόασπρη φοράδα κάθονταν ο γέρος κι ο Ιγνάτ. |||||gray-white||||||| In the first one, drawn by the gray-white mare, sat the old man and Ignat. Τ' αμάξι ήτανε φορτωμένο με διάφορα δέματα και μπόγους. The cart was loaded with various packages and bundles. Στο δεύτερο, που ακολουθούσε και δεν το διεύθυνε κανείς, καθόταν η Αξίνια με τη πεθερά της κατευχαριστημένες και καμαρωτές, έχοντας τα κεφάλια τους σφιχτοδεμένα με μάλλινα μαντίλια. |||||||||||Aksinia|||||||proud|||||tightly bound||| In the second one, which was following and nobody was directing, was sitting Axinia with her mother-in-law, pleased and proud, having their heads tightly wrapped in woolen scarves. Η νύφη κρατούσε, τυλιγμένη σε μια πετσέτα, μια μποτίλια βότκα. The bride was holding, wrapped in a towel, a bottle of vodka. Ο Ηλία καθόταν αντικρύ τους με τη ράχη γυρισμένη στην κατεύθυνση τ' αμαξιού, με τα μάγουλα κατακόκκινα και δεν έπαυε να κουβεντιάζει ζωηρά και να δαγκώνει το τσουρέκι που κρατούσε. |||opposite|||the|||||||||||||||||||||brioche|| Ilia was sitting facing them with his back turned to the direction of the carriage, his cheeks bright red, and he didn’t stop chatting animatedly while biting into the brioche he was holding.

Κι οι ομιλίες κι οι κρότοι των αμαξιών και τα σιγανά χλιμιντρίσματα των αλόγων, όλα μαζί συγχωνεύονταν σε μια χαρούμενη φασαρία. ||||||||||||||||were merging|||| The speeches and the clatter of the carriages and the quiet whinnies of the horses all merged together into a joyful commotion. Τ' άλογα κουνώντας τις ουρές τους, τάχυναν ολοένα το βήμα τους, όσο ένιωθαν πως κοντοζύγωναν στο χωριό. ||||||they quickened||||||||they were getting closer|| The horses, wagging their tails, quickened their pace as they felt they were nearing the village. Κι όλοι όσοι διασταυρώνονται στο δρόμο μ' αυτά τα δύο αμάξια, άθελά τους γύριζαν και ξαναγύριζαν να κοιτάξουν την οικογένεια κείνη, που φαινόταν τόσο ευτυχισμένη. |||||||||||||||were turning back||||||||| And everyone who crossed paths with those two carriages, inadvertently turned and turned again to look at that family, which looked so happy.

Καθώς ξεμάκρυναν από την πολιτεία, τ' αμάξια των Ντουτλόβ προσπαθούσαν να ξεπεράσουν, δίχως να το καταφέρουν, μια παρτίδα κληρωτούς, που τώρα είχανε σταματήσει έξω από ένα κρασοπουλειό. As they moved away from the city, the Dutlov's carriages tried to overtake a group of conscripts, who had now stopped outside a wine shop, without succeeding. Ένας νεοσύλλεχτος, με κείνη την αφύσικη έκφραση που δίνει στον άνθρωπο το ξυρισμένο κεφάλι, φορώντας ασίκικα το γκρίζο κασκέτο, έπαιζε με φόρα τη μπαλαλάικα. |newly recruited||||||||||||||a sick cap|||||||| A new recruit, with that unnatural expression given to a person by a shaved head, wearing a gray cap in a careless manner, was energetically playing the balalaika. Ένας άλλος, ξεσκούφωτος με μια μποτίλια βότκα στο ένα χέρι, χόρευε στη μέση του κύκλου, που σχημάτιζε η υπόλοιπη συντροφιά. ||||||||||||||circle||||| Another man, bareheaded with a bottle of vodka in one hand, was dancing in the middle of the circle formed by the rest of the company.

Ο Ιγνάτ σταμάτησε τ' αμάξι και κατέβηκε για να σφίξει το λουρί του άξονα που είχε ξελασκάρει. Ignat stopped the vehicle and got out to tighten the axle strap that had come loose. Όλοι οι Ντουτλόβ κοίταζαν με περιέργεια, μ' επιδοκιμασία και με καλή διάθεση τον άνθρωπο που χόρευε. All the Dutlovs were looking at the man who was dancing with curiosity, approval, and good spirits. Εκείνος έδειχνε σαν να μην έβλεπε κανένα, μονάχα νιώθοντας πως οι θεατές που τον καμάρωναν πληθύνονταν ολοένα, πάσχιζε να δείξει όλη τη χορευτική μαεστρία του. |||||||||||||||were increasing||||||||| He seemed as if he saw no one; only feeling that the spectators who admired him were increasing, he struggled to show all his dancing mastery. Χόρευε με φόρα. He danced with enthusiasm. Τα φρύδια του ήτανε σουφρωμένα, το κατακόκκινο πρόσωπό του ακίνητο. His eyebrows were furrowed, his crimson face motionless. Το στόμα είχε σταματήσει σε κάποιο χαμόγελο, που από ώρα πια είχε χάσει την έκφρασή του. The mouth had stopped at some smile, which had long lost its expression. Φαινόταν σάμπως να είχε συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της ψυχής του μονάχα στο πως θα έβανε τα ένα πόδι ύστερ' από τ' άλλο πότε πατώντας στο τακούνι πότε στη μύτη. It seemed as though he had gathered all the strengths of his soul solely on how he would place one foot after the other, sometimes stepping on the heel and sometimes on the toes. Κάπου-κάπου, σταματούσε απότομα κι έγνεφε του μουσικού, και κείνος τότε άρχιζε να παίζει μ' όλες τις χορδές της μπαλαλάικας και να χτυπάει ακόμα με τα δάχτυλά του αναποδογυρισμένα στο ξύλο της. |||||||the musician||||||||||||balalaika|||||||||upside down||| Now and then, he would stop abruptly and nod to the musician, and then he would begin to play with all the strings of the balalaika and even strike with his fingers turned upside down on its wood.

Ο χορευτής σταματούσε κάποια στιγμή. |dancer||| The dancer would stop at some point. Μα κι έτσι, καθώς στεκόταν ακίνητος, νόμιζε κάποιος πως εξακολουθούσε να χορεύει. But even then, as he stood still, someone thought he was still dancing. Ξαφνικά πάλι, άρχιζε να κινείται αργά- αργά, ανασηκώνοντας τους ώμους και μονομιάς στριφογύριζε στον αέρα με φόρα, ανακλαδιζόταν, και μ' άγρια ξεφωνητά συνέχιζε το χορό. |||||||||||||||||bouncing||||||| Suddenly again, he began to move slowly, lifting his shoulders and all at once spinning in the air with momentum, reflecting, and with wild shouts, he continued the dance.

Τα παιδιά γελούσαν, οι γυναίκες κουνούσαν το κεφάλι τους, οι άντρες χαμογελούσαν επιδοκιμαστικά. The children were laughing, the women were shaking their heads, the men were smiling approvingly. Ένας γηραλέος υπαξιωματικός στεκόταν αδιάφορος κοντά στο χορευτή, με ένα ύφος σαν να ήθελε να πει στον κόσμο που χάζευε: «Σεις το έχετε για θέαμα τούτο εδώ, μα για μας είναι πολύ γνώριμο». |aged|sergeant|||||||||||||||||||||||||||||| An elderly non-commissioned officer stood indifferently near the dancer, with an expression as if he wanted to tell the onlookers: 'You see this as a spectacle, but for us, it is very familiar.' Ο μουσικός φαίνεται να κουράστηκε κάποια στιγμή, έριξε γύρω του μια κουρασμένη ματιά, έκανε κάποια παράφωνη συγχορδία, χτύπησε με τα δάχτυλα το ξύλο της μπαλαλάικας κι ο χορός σταμάτησε. ||||||||||||||||chord|||||||||||| The musician seemed to get tired at some point, cast a tired glance around him, made some discordant chord, tapped his fingers on the wood of the balalaika, and the dance stopped.

- Ε, Αλιόχα! |Aliokha - Well, Aliokha! - στράφηκε ύστερα στο χορευτή, δείχνοντάς του τον Ντουτλόβ. - Then he turned to the dancer, pointing at Dutlov. Να ο νουνός σου! There is your godfather!

- Πού είναι τος; Ω, φίλε μου αγαπημένε! - Where are you? Oh, my beloved friend! - ξεφώνισε ο Αλιόχα, δηλαδή το παλικάρι που εξαγόρασε ο Ντουτλόβ για ν' αντικαταστήσει τον Ηλία στο στρατό, και χωρίς να χάσει καιρό, τρικλίζοντας με τα κουρασμένα πόδια του και σηκώνοντας πάνω από το κεφάλι τη μποτίλια με τη βότκα προχώρησε κατά τα δύο αμάξια. - shouted Aliokha, that is, the young man whom Dutilov bought to replace Ilya in the army, and without wasting any time, staggering on his tired legs and lifting the bottle of vodka above his head, he approached the two carriages.

- Μίσκα! - Miska! Ένα ποτήρι! A glass! - ξεφώνισε. - he shouted. Κύρη μου! Lord| My lord! Φίλε, αγαπημένε! Friend, beloved! Ω, χαρά μου, μα την αλήθεια! Oh, my joy, I swear to the truth! - συνέχισε τις φωνές και χώνοντας το μεθυσμένο κεφάλι του στ' αμάξια, άρχισε να κερνάει βότκα. - he continued the voices and, shoving his drunken head into the cars, began to serve vodka.

Οι άντρες ήπιαν από ένα ποτήρι, οι δυο γυναίκες ευχαρίστησαν κι αρνήθηκαν να πιουν. The men drank from a glass, the two women thanked and refused to drink.

- Ω, αγαπημένες μου γριούλες ξεφώνιζε ο Αλιόχα, αγκαλιάζοντας τη μάνα του Ηλία, τι να σας κεράσω; - Oh, my beloved old ladies, yelled Aliokha, hugging Ilia's mother, what can I offer you?

Μια γυναίκα που πουλούσε μεζέδες στεκόταν ανάμεσα στον μαζεμένο κόσμο. A woman selling appetizers was standing among the gathered crowd. Ο Αλιόχα την είδε. Aliokha saw her. Άδραξε το πανέρι της με τους μεζέδες και το άδειασε όλο μέσα στο αμάξι. She grabbed her basket with the appetizers and emptied it all into the car.

- Θα στα πλερώσω, διάολε! - I'll pay you for it, damn it! Ούρλιαξε άγρια με θρηνώδικη φωνή, και βγάνοντας από την τσέπη του πανταλονιού του τη σακούλα με τα λεφτά, την πέταξε του Μίσκα. |wildly||funeral-like|||||||||||||||||| He howled fiercely with a mournful voice, and pulling the bag of money from his pants pocket, he threw it to Miska.

Στεκόταν εκεί δα ακουμπώντας τους αγκώνες του στ' αμάξι και με μάτια μουσκεμένα στα δάκρυα, κοίταζε κείνους που κάθονταν μέσα. He stood there leaning his elbows on the car and with eyes wet with tears, he looked at those sitting inside.

- Η μάνα ποια είναι; - ρώτησε. - Who is the mother? - he asked. Ελόγου σου, μήπως; Κάτι πρέπει να της χαρίσω της μάνας. Of your opinion, perhaps? I must give something to my mother.

Απόμεινε κάποια στιγμή σκεφτικός. He remained thoughtful for a moment. Ύστερα έχωσε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε ένα καινούριο, καλοδιπλωμένο μαντίλι. ||||||||||well-folded| Then he stuffed his hand into his pocket and took out a new, well-folded handkerchief. Έβγαλε το προσόψι που είχε ζωσμένο στη μέση του. He took off the front piece he had tied around his waist. Με γοργές κινήσεις έλυσε το κόκκινο μαντίλι από το λαιμό του και ζαρώνοντάς τα όλ' αυτά μέσα στα χέρια του, τα έχωσε στην ποδιά της γριάς. ||||||||||||wrinkling||||||||||||| With quick movements, he untied the red scarf from his neck and, crumpling it all in his hands, stuffed it in the old woman's apron.

- Πάρτα, στα χαρίζω, είπε με μια φωνή, που ολοένα γινόταν και πιο σιγανή. - Here, take them, I give them to you, he said in a voice that was becoming quieter and quieter.

- Μα γιατί; Σ' ευχαριστώ καλέ μου! - But why? Thank you, my dear! Κοιτά κει καλοσύνη που στην έχει τούτο τα παιδί! Look at that kindness this child has! παρατήρησε η γριά μιλώντας του Ντουτλόβ, που κατέβηκε από το πρώτο αμάξι και πλησίασε το αμάξι του Ηλία. observed the old woman speaking to Doutlov, who had come down from the first carriage and approached Hlias's carriage.

Ο Αλιόχα είχε σωπάσει στο αναμεταξύ και νυσταγμένος έγερνε όλο και πιο πολύ το κεφάλι, λες κι αποκοιμιόταν.

- Για σας πάω στο στρατό, για σας είναι που χάνομαι απ' τον κόσμο, μουρμούρισε, για τούτο και σας κερνάω. - I'm going to the army for you, it's for you that I lose myself from the world, he murmured, that's why I'm treating you.

- Ωστόσο θα έχει κι αυτός μάνα παρατήρησε κάποιος από τους μαζεμένους γύρω. - However, he must have a mother, someone gathered around remarked. Το κακόμοιρο το παιδί! The poor child! Κι είναι καλόκαρδο μα πάει χαμένο! And he is kind-hearted but it goes to waste!

Ο Αλιόχα σήκωσε το κεφάλι του. Aliokha raised his head.

- Και μάνα έχω είπε και κύρη έχω. - And I have a mother, he said, and I have a father. Ούλοι τους μ' απαρνήθηκαν. They all have denied me. Άκου με ελόγου σου γριά, πρόστεσε αδράχνοντας τη μητέρα τη Ηλία από το χέρι. Listen to me, old woman, adding while holding the mother of Elias by the hand. Σου χάρισα το φτωχικό μου χάρισμα. I gifted you my humble gift. Άκου με, για το Χριστό. Να πας στο χωριό Βόντνογιε, να γυρέψεις εκεί πέρα τη γριά Νικόνοβα, αυτή είναι μάνα μου τ' ακούς. ||||Vodnoje||find|||||Nikónova|||||| Go to the village of Vódnoye, and look for the old woman Nikónova there, she is my mother, do you hear me. Και να πεις αυτήνης της γριάς Νικόνοβας, τρίτο σπίτι από την άκρη του χωριού, κοντά στο πηγάδι... να της πεις πως ο Αλιόχα, ο γιος σου... δηλαδής... Μίσκα! ||||||Nikonavas||||||||||||||||||||| And tell that old woman Nikónova, the third house from the edge of the village, near the well... tell her that Aliókha, your son... in other words... Míska! Μουσική! Music! Τι σώπασες! |you were silent What did you silence! Ξεφώνισε. He shouted.

Και ξανάρχισε να χορεύει μουρμουρίζοντας και πέταξε με φόρα μακριά τη μποτίλια με τη βότκα. And she started dancing again, mumbling, and threw the bottle of vodka far away with force.

Ο Ιγνάτ ανέβηκε στ' αμάξι κι έκανε να ξεκινήσει. Ignat got into the carriage and prepared to start.

- Γεια σου, ο Θεός μαζί σου!... - Hello, God be with you!... είπε η γριά διπλώνοντας τη γούνα της. |||folding||| said the old woman folding her fur.

Ο Αλιόχα σταμάτησε απότομα. Aliokha stopped abruptly.

- Στο διάολο όλοι σας, ξεφώνισε κινώντας απειλητικά τις γροθιές του. - To hell with all of you, he shouted, moving his fists threateningly. Τη μάνα σου... Your mother...

- Ωχ, Θεέ μου! - Oh, my God! - σταυροκοπήθηκε η μητέρα του Ηλία. - The mother of Ilias crossed herself.

Ο Ιγνάτ πήρε τα γκέμια στα χέρια του και τα δύο αμάξια ξεκίνησαν. Ignat took the reins in his hands and the two carriages set off. Ο Αλιόχα στεκόταν καταμεσής του δρόμου και σφίγγοντας τις γροθιές του με μιαν άγρια έκφραση στη μορφή, έβριζε τους μουζίκους που είχανε μαζευτεί γύρω του, ξεφωνίζοντας όσο μπορούσε πιο δυνατά. Aliokha was standing in the middle of the road, clenching his fists with a wild expression on his face, cursing the peasants who had gathered around him, shouting as loudly as he could.

- Τι στεκόσαστε; Τραβάτε! |are you standing| - What are you standing around for? Get moving! Διάολοι, ανθρωποφάγοι! Devils| Devils, cannibals! Δε μου ξεφεύγετε εμένα! ||escape| You don't escape me! Σατανάδες! Satan Satanists! Τσαρουχάδες!... Tsarouhades Tsarouhades!...

Με την τελευταία αυτή λέξη, οι φωνές του κόπηκαν και, καθώς στεκόταν, έπεσε μονοκόμματος κάτω φαρδύς-πλατύς. With this last word, their voices were cut off and, as he stood, he fell flat on the ground.

Οι Ντουτλόβ σε λίγο απομακρύνθηκαν τόσο, που δεν διάκριναν πια, όταν γύρισαν να δουν πίσω τους, ούτε το κρασοπουλειό, ούτε τον μαζεμένο κόσμο. The Dutlovs soon moved so far away that they could no longer see, when they turned to look behind them, either the tavern or the gathered crowd. Σαν πέρασαν κάπου πέντε βέρστια, ο Ιγνάτ κατέβηκε από τ' αμάξι του πατέρα του, που ο γερός είχε πια αποκοιμηθεί και βάδιζε πλάι στ' αμάξι του Ηλία που προχωρούσε αργά-αργά. After walking about five versts, Ignat got down from his father's carriage, who had already fallen asleep, and walked alongside Iliya's carriage which was moving slowly. Άδειασαν οι δυο τους τη μποτίλια με τη βότκα π' αγόρασαν από την πολιτεία. The two of them finished the bottle of vodka they bought from the state.

Σε λίγο, ο Ηλία αρχίνησε κάποιο τραγούδι οι δυο γυναίκες ένωσαν τις φωνές τους. Soon, Ilia started some song and the two women joined their voices. Ο Ιγνάτ βίαζε χαρούμενα τ' άλογό του, σύμφωνα με το ρυθμό του τραγουδιού. Ignat was happily urging his horse, in time with the rhythm of the song. Γοργά ερχόταν από την αντίθετη μεριά κάποιο χαρούμενο ταχυδρομικό αμάξι. ||||||||mail| A joyful postal carriage was coming quickly from the opposite side. Ο αμαξάς βίασε κεφάτα τ' άλογά του. The coachman cheerfully urged his horses. Σαν κοντοζύγωσε τα δύο αμάξια, ο ταχυδρόμος έσκυψε γελαστός κι έγνεψε κλείνοντας το μάτι, καθώς αντίκρισε τα κατακόκκινα πρόσωπα των γυναικών και των μουζίκων που τραμπαλίζονταν πάνω στ' αμάξια τους και τραγουδούσαν τόσο ζωηρά. |||||||||||||||||||||||||were swaying|||||||| As the two carriages drew near, the postman leaned down smiling and winked, as he saw the bright red faces of the women and peasants swaying on their carriages and singing so lively.