VIII. Η Γη του Τόξου και του Κράνους
Τις μέρες που ακολούθησαν ο Μπέλεγκ έκανε πολλά για το καλό της Ομάδας. Φρόντισε εκείνους που ήταν τραυματισμένοι ή άρρωστοι και θεραπεύτηκαν γρήγορα. Γιατί εκείνες τις μέρες τα Γκρίζα Ξωτικά ήταν ακόμη ένας ανώτερος λαός που διέθετε μεγάλη δύναμη, σοφός σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωή και όλα τα ζωντανά πλάσματα. Και παρόλο που ήταν κατώτεροι στις τέχνες και τη γνώση από τους Εξόριστους του Βάλινορ, κατείχαν πολλές τέχνες πέρα από τη σφαίρα των Ανθρώπων. Επί πλέον ο Μπέλεγκ ο Τοξότης ήταν σπουδαίος ανάμεσα στο λαό του Ντόριαθ. Ήταν δυνατός και ανθεκτικός και έβλεπε μακριά όχι μόνο με τα μάτια αλλά και με τη σκέψη και, αν χρειαζόταν, ήταν γενναίος στη μάχη, χρησιμοποιώντας όχι μόνο τα γοργά βέλη και το μακρύ του τόξο, αλλά και το μεγάλο σπαθί του, το Ανγκλάχελ. Και το μίσος στην καρδιά του Μιμ όλο και μεγάλωνε, μισούσε όλα τα Ξωτικά, όπως έχουμε πει, και έβλεπε με φθόνο την αγάπη που είχε ο Τούριν για τον Μπέλεγκ.
Όταν πέρασε ο χειμώνας και ήρθε το ξύπνημα της φύσης και η άνοιξη, οι παράνομοι γρήγορα είχαν πιο σκληρή δουλειά να κάνουν. Η ισχύς του Μόργκοθ ξαπλωνόταν και, σαν τα μακριά δάχτυλα ενός χεριού που ψαχουλεύει, οι προπομποί του στρατού του διερευνούσαν τις εισόδους στο Μπελέριαντ.
Ποιος γνωρίζει τα σχέδια του Μόργκοθ; Όποιος μπορεί να μετρήσει την απλωσιά της σκέψης εκείνου που ήταν ο Μέλκορ, του ισχυρού ανάμεσα στους Άινουρ του Μεγάλου Τραγουδιού, που τώρα, σκοτεινός άρχοντας, καθόταν πάνω στο σκοτεινό του θρόνο στο Βορρά, ζυγιάζοντας με τη μοχθηρία του όλες τις ειδήσεις που του έρχονταν, είτε από κατάσκοπο είτε από προδότη, βλέποντας με τα μάτια του νου του και καταλαβαίνοντας για τις πράξεις και τους σκοπούς των εχθρών του πιο πολλά από όσα φοβούνταν ακόμη και οι πιο συνετοί, με εξαίρεση τη Μέλιαν τη βασίλισσα. Σ' αυτήν απλώνονταν συχνά οι σκέψεις του, μα εκεί αποτύγχαναν στο σκοπό τους.
Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, έστρεψε την κακία του στις περιοχές δυτικά του Σίριον, όπου υπήρχαν ακόμη δυνάμεις που του εναντιώνονταν. Η Γκοντόλιν έστεκε ακόμη, αλλά ήταν κρυμμένη. Για το Ντόριαθ γνώριζε, αλλά δεν μπορούσε να εισβάλει ακόμη εκεί. Πιο μακριά ακόμη βρισκόταν το Νάργκοθροντ, για το οποίο κανείς από τους υπηρέτες του δεν είχε βρει ακόμη το δρόμο, ένα όνομα που τους προκαλούσε φόβο. Εκεί ζούσε ο λαός του Φίνροντ με κρυμμένες δυνάμεις. Και μακριά από το Νότο, πέρα από τα λευκά δάση με σημύδες του Νίμπρεθιλ, από τα παράλια του Αρβέρνιεν και τις εκβολές του Σίριον, φήμες έρχονταν για τα Λιμάνια των Πλοίων. Δεν μπορούσε να φτάσει εκεί αν δεν έπεφταν πρώτα όλα τα άλλα.
Έτσι τώρα, ολοένα και περισσότεροι Ορκ κατέβαιναν από το Βορρά. Έρχονταν μέσα από το Άναχ, πήραν το Ντίμπαρ και λυμαίνονταν όλα τα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ. Κατέβαιναν από τον αρχαίο δρόμο μέσα από τη μακριά στενωπό του Σίριον, περνούσαν το νησί όπου κάποτε στεκόταν η Μίνας Τίριθ του Φίνροντ και από κει διέσχιζαν τη γη ανάμεσα στον Μάλντουιν και τον Σίριον και, περνώντας από το δάσος του Μπρέθιλ, έφταναν στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Από κει ο παλιός δρόμος έμπαινε στη Φυλαγμένη Πεδιάδα και κατόπιν, περνώντας δίπλα από τους πρόποδες των υψιπέδων που κατόπτευαν το Άμον Ρουδ, κατέβαινε στην κοιλάδα του Νάρογκ και έφτανε τελικά στο Νάργκοθροντ. Όμως οι Ορκ ακόμη δεν είχαν προχωρήσει πολύ σε αυτόν το δρόμο. Γιατί τώρα στις ερημιές υπήρχε ένας τρόμος κρυφός και πάνω στον κόκκινο λόφο υπήρχαν μάτια που έβλεπαν τα πάντα και που τίποτα δεν τους προειδοποιούσε γι' αυτά.
Εκείνη την άνοιξη ο Τούριν φόρεσε πάλι το Κράνος του Χάντορ και ο Μπέλεγκ ήταν χαρούμενος. Στην αρχή η ομάδα τους είχε λιγότερους από πενήντα άντρες, αλλά η τέχνη του Μπέλεγκ και η ανδρεία του Τούριν έκαναν τους εχθρούς τους να νομίζουν ότι πρόκειται για ολόκληρο στρατό. Κυνηγούσαν τους ανιχνευτές των Ορκ, κατασκόπευαν τα στρατόπεδά τους και, αν συγκεντρώνονταν για να περάσουν με μεγάλες δυνάμεις από κάποια στενά, πεταγόταν πίσω από τους βράχους ή από τη σκιά των δέντρων το Δρακοκράνος και οι άντρες του, ψηλοί και άγριοι. Γρήγορα οι αρχηγοί των Ορκ έτρεμαν και μόνο που άκουγαν το κέρας του στους λόφους και τρέπονταν σε φυγή πριν ακόμη σφυρίξει βέλος ή τραβηχτεί σπαθί.
--
Όπως ειπώθηκε, όταν ο Μιμ παρέδωσε τη μυστική κατοικία του στο Άμον Ρουδ στον Τούριν και την ομάδα του, απαίτησε εκείνος ο οποίος εξαπέλυσε το βέλος που σκότωσε το γιο του να σπάσει το τόξο και τα βέλη του και να τα βάλει στα πόδια του Κιμ. Και αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Αντρόγκ. Τότε ο Αντρόγκ με μεγάλο θυμό έκανε αυτό που ζήτησε ο Μιμ. Επί πλέον, ο Μιμ δήλωσε ότι ο Αντρόγκ δεν πρέπει να ξαναπιάσει τόξο και βέλος και τον καταράστηκε, αν πιάσει, να πεθάνει με αυτό τον τρόπο.
Την άνοιξη εκείνης της χρονιάς ο Αντρόγκ αψήφησε την κατάρα του Μιμ και πήρε πάλι το τόξο σε μια επιδρομή από το Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ. Και σε αυτή την επιδρομή τον χτύπησε ένα δηλητηριασμένο βέλος των Ορκ και τον έφεραν πίσω ετοιμοθάνατο και με δυνατούς πόνους. Αλλά ο Μπέλεγκ θεράπευσε το τραύμα του. Και τώρα το μίσος που έτρεφε ο Μιμ για τον Μπέλεγκ μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, γιατί με αυτό τον τρόπο καθιστούσε ανεκπλήρωτη την κατάρα του. Όμως «θα τον δαγκώσει πάλι», είπε.
--
Εκείνη τη χρονιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Μπελέριαντ απλώθηκε η φήμη, κάτω από δέντρα και πάνω από ρυάκια και μέσα από τα περάσματα των λόφων, ότι το Τόξο και το Κράνος που είχαν πέσει στο Ντίμπαρ (όπως πίστευαν) εμφανίστηκαν ξανά παρά τις όποιες ελπίδες. Τότε πολλοί και Ξωτικά και Άνθρωποι, που ήταν χωρίς αρχηγό, διωγμένοι αλλά απτόητοι, απομεινάρια από μάχες και ήττες και εκτάσεις κατεστραμμένες, αναθάρρησαν πάλι και ήρθαν και αναζήτησαν τους Δύο Αρχηγούς, αν και κανείς δεν ήξερε ακόμη πού βρίσκεται το οχυρό τους. Ο Τούριν δεχόταν ευχαρίστως όσους έρχονταν, αλλά ακολουθώντας τη συμβουλή του Μπέλεγκ δεν πήγαινε κανέναν νεοφερμένο στο καταφύγιό του πάνω στο Άμον Ρουδ, που τώρα είχε ονομαστεί Έχαντ ι Σέντρυν (Στρατόπεδο των Πιστών). Ο δρόμος ήταν γνωστός μόνο στην Παλιά Ομάδα και κανείς άλλος δεν γινόταν δεκτός. Όμως έφτιαξαν άλλα στρατόπεδα και οχυρά τριγύρω: στο δάσος ανατολικά ή στα υψίπεδα ή στις νότιες φτέρες, από το Μέθεντ-εν-γκλαντ («το Τέλος του Δάσους»), νότια των Διαβάσεων του Τέιγκλιν, μέχρι το Μπαρ-έριμπ, μερικές λεύγες νότια του Άμον Ρουδ, στην κάποτε εύφορη γη ανάμεσα στον Νάρογκ και τους Βάλτους του Σίριον. Από όλα αυτά τα μέρη οι άντρες έβλεπαν την κορυφή του Άμον Ρουδ και με σήματα λάβαιναν ειδήσεις και εντολές.
Με αυτό τον τρόπο, πριν περάσει το καλοκαίρι, ο Τούριν είχε αποκτήσει πολλούς άνδρες και οι δυνάμεις της Άνγκμπαντ αναχαιτίστηκαν. Αυτό μαθεύτηκε ακόμη και στο Νάργκοθροντ και άρχισαν εκεί πολλοί να ανυπομονούν, λέγοντας ότι αν ένας παράνομος μπορεί να βλάψει τόσο πολύ τον Εχθρό, τι θα μπορούσε να κάνει ο Κύριος του Νάρογκ. Αλλά ο Ορόντρεθ, βασιλιάς του Νάργκοθροντ, δεν άλλαζε τα σχέδιά του. Ακολουθούσε σε όλα τον Θίνγκολ με τον οποίο αντάλλασσε αγγελιαφόρους μυστικά. Και ήταν συνετός άρχοντας, σύμφωνα με τη σοφία εκείνων που υπολογίζουν πρώτα το λαό τους και το πόσο μπορούν να διατηρήσουν τη ζωή τους και τα πλούτη τους, ενάντια στην απληστία του Βορρά. Έτσι δεν άφηνε κανέναν από τους υπηκόους του να πάνε στον Τούριν και έστειλε αγγελιαφόρους να του πουν πως ό,τι κι αν κάνει ή επινοήσει στο δικό του πόλεμο, δεν πρέπει να πατήσει το πόδι του στη γη του Νάργκοθροντ ούτε να οδηγήσει εκεί τους Ορκ. Όμως πρόσφερε άλλη βοήθεια εκτός της πολεμικής στους Δύο Αρχηγούς αν την χρειάζονταν (και σ' αυτό πιστεύεται ότι ακολουθούσε τη συμβουλή του Θίνγκολ και της Μέλιαν).
Τότε ο Μόργκοθ συγκράτησε τις δυνάμεις του, αν και επιχειρούσε συχνά προσποιητές επιθέσεις, ώστε με τις εύκολες νίκες η σιγουριά των επαναστατών να γίνει υπερφίαλη. Και όντως έτσι έγινε, γιατί ο Τούριν έδωσε τώρα το όνομα Ντορ-Κούαρθολ σε όλη την περιοχή ανάμεσα στον Τέιγκλιν και το δυτικό βάλτο του Ντόριαθ και, παίρνοντας την κυριαρχία της, έδωσε νέο όνομα στον εαυτό του, Γκόρθολ, το Κράνος του Τρόμου. Και η καρδιά του έγινε αλαζονική. Και ο Μπέλεγκ σκεφτόταν ότι το Κράνος είχε διαφορετική επίδραση στον Τούριν από κείνη που ανέμενε. Και αναλογιζόμενος τις μέρες που έρχονταν, προβληματιζόταν.
Μια μέρα, καθώς αργοπερνούσε το καλοκαίρι, καθόταν μαζί με τον Τούριν στο Έχαντ και ξεκουράζονταν μετά από μια πολύωρη συμπλοκή και πορεία. Ο Τούριν είπε στον Μπέλεγκ:
«Γιατί είσαι θλιμμένος και σκεφτικός; Δεν πηγαίνουν όλα καλά από τότε που γύρισες κοντά μου; Δεν αποδείχτηκε καλός ο σκοπός μου;»
«Όλα πάνε καλά τώρα», είπε ο Μπέλεγκ. «Οι εχθροί μας είναι ακόμη αιφνιδιασμένοι και φοβισμένοι. Και οι μέρες μπροστά μας θα είναι καλές -για λίγο ακόμη».
«Και μετά;» είπε ο Τούριν.
«Μετά χειμώνας», απάντησε ο Μπέλεγκ. «Και μετά άλλη μια χρονιά, για όσους ζήσουν να τη δουν».
«Και μετά;»
«Η οργή της Άνγκμπαντ. Κάψαμε τα ακροδάχτυλα του Μαύρου Χεριού -τίποτα παραπάνω. Δεν θα κάνει πίσω».
«Όμως η οργή της Άνγκμπαντ δεν είναι ακριβώς ο σκοπός και η χαρά μας;» είπε ο Τούριν. «Τι άλλο θα ήθελες να κάνω; »
«Ξέρεις πολύ καλά», απάντησε ο Μπέλεγκ. «Αλλά γι' αυτόν το δρόμο μου έχεις απαγορεύσει να μιλώ. Άκουσέ με τώρα όμως. Ο βασιλιάς ή αρχηγός μιας μεγάλης στρατιάς έχει πολλές ανάγκες. Πρέπει να έχει ένα ασφαλές καταφύγιο. Και πρέπει να έχει πλούτο και πολλούς που η δουλειά τους να μην είναι ο πόλεμος. Με τους πολυάριθμους έρχεται και η ανάγκη για τρόφιμα, περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει η γη στους κυνηγούς. Και έτσι χάνεται η μυστικότητα. Το Άμον Ρουδ είναι καλό μέρος για λίγους -έχει μάτια και αυτιά. Αλλά είναι ξεμοναχιασμένο και φαίνεται από μακριά. Και δεν χρειάζεται μεγάλη δύναμη για να περικυκλωθεί -εκτός αν το υπερασπίζεται ένας στρατός πολύ μεγαλύτερος απ' αυτόν που διαθέτουμε τώρα ή κι από όσον μπορούμε να διαθέσουμε ποτέ».
«Παρ' όλα αυτά, θέλω να είμαι αρχηγός του δικού μου στρατού», είπε ο Τούριν. «Και αν πέσω, τότε θα πέσω. Εδώ βρίσκομαι στο δρόμο του Μόργκοθ, και όσο είμαι εδώ, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τον δρόμο προς Νότο».
--
Η είδηση για το Δρακοκράνος στη γη δυτικά του Σίριον έφτασε γρήγορα στα αυτιά του Μόργκοθ και γέλασε, γιατί τώρα ο Τούριν του είχε αποκαλυφθεί πάλι, αφού για τόσον καιρό τον είχε χάσει μέσα στις σκιές και κάτω από τα πέπλα της Μέλιαν. Άρχισε όμως να φοβάται ότι ο Τούριν θα αποκτούσε τόσο μεγάλη δύναμη, που η κατάρα που είχε ρίξει πάνω του θα ακυρωνόταν και ο ίδιος θα ξέφευγε από την καταδίκη που είχε σχεδιάσει γι' αυτόν ή, αλλιώς, ότι θα επέστρεφε στο Ντόριαθ και θα τον έχανε πάλι. Έτσι τώρα ήθελε να συλλάβει τον Τούριν και να τον βασανίσει όπως τον πατέρα του, να τον κάνει να υποφέρει και να τον υποδουλώσει.
Ο Μπέλεγκ είχε δίκιο όταν είπε στον Τούριν ότι απλώς είχαν κάψει τα δάχτυλα του Μαύρου Χεριού και ότι εκείνο δεν θα υποχωρούσε. Όμως ο Μόργκοθ έκρυψε τα σχέδιά του και για ένα διάστημα αρκέστηκε να στέλνει τους πιο ικανούς ανιχνευτές του. Και πριν περάσει πολύς καιρός, το Άμον Ρουδ ήταν περικυκλωμένο από κατασκόπους που καραδοκούσαν απαρατήρητοι στην περιοχή και δεν έκαναν καμιά κίνηση ενάντια στις ομάδες των ανθρώπων που έμπαιναν και έβγαιναν.
Αλλά ο Μιμ είχε αντιληφθεί την παρουσία Ορκ στις περιοχές γύρω από το Άμον Ρουδ και το μίσος που είχε για τον Μπέλεγκ οδήγησε τώρα τη σκοτεινιασμένη καρδιά του σε μια μοχθηρή απόφαση. Μια μέρα προς από το τέλος της χρονιάς είπε στους άντρες στο Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ ότι πηγαίνει με το γιο του τον Ίμπουν να ψάξει για ρίζες για το χειμωνιάτικο απόθεμά τους. Αλλά ο πραγματικός σκοπός του ήταν να αναζητήσει τους υπηρέτες του Μόργκοθ και να τους οδηγήσει στο κρησφύγετο του Τούριν. * (*Λέγεται όμως και μια άλλη εκδοχή, ότι ο Μιμ δεν συνάντησε τους Ορκ σκόπιμα. Η σύλληψη του γιου του και η απειλή τους να τον βασανίσουν ήταν που οδήγησε τον Μιμ στην προδοσία του.)
Παρ' όλα αυτά προσπάθησε να θέσει κάποιους όρους στους Ορκ, που γέλασαν μαζί του, αλλά ο Μιμ τους είπε ότι δεν ξέρουν τίποτα αν πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να μάθουν κάτι βασανίζοντας έναν Μικρονάνο. Τότε τον ρώτησαν ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι όροι και ο Μιμ κατέθεσε τις απαιτήσεις του: να τον πληρώσουν το βάρος κάθε άντρα που θα πιάσουν ή θα σκοτώσουν σε σίδηρο, το δε βάρος του Τούριν και του Μπέλεγκ σε χρυσό. Το σπίτι του, όταν θα απαλλαχτεί από τον Τούριν και την ομάδα του, να το αφήσουν στον ίδιο χωρίς να το πειράξουν. Να αφήσουν τον Μπέλεγκ εκεί δεμένο για να ασχοληθεί μαζί του ο Μιμ. Και να αφήσουν ελεύθερο τον Τούριν.
Οι απεσταλμένοι του Μόργκοθ συμφώνησαν αμέσως με αυτούς τους όρους, χωρίς να έχουν σκοπό να εκπληρώσουν ούτε τον πρώτο ούτε τον δεύτερο. Ο αρχηγός των Ορκ σκέφτηκε ότι μπορεί κάλλιστα ν' αφήσει τη μοίρα του Μπέλεγκ στα χέρια του Μιμ, αλλά να μην αφήσει ελεύθερο τον Τούριν. "Ζωντανό στην Άνγκμπαντ" ήταν οι διαταγές του. Συμφώνησε στους όρους, αλλά επέμεινε να κρατήσουν τον Ίμπουν όμηρο. Και τότε ο Μιμ άρχισε να φοβάται και προσπάθησε να υπαναχωρήσει από το εγχείρημά του, διαφορετικά να διαφύγει. Αλλά οι Ορκ είχαν το γιο του κι έτσι ο Μιμ υποχρεώθηκε να τους οδηγήσει στο Μπαρ-εν Ντάνγουεδ. Έτσι προδόθηκε το Σπίτι των Λύτρων.
Έχει αναφερθεί ότι ο πέτρινος όγκος στην κορυφή του Άμον Ρουδ ήταν γυμνός και επίπεδος από πάνω, αλλά αν και οι πλαγιές ήταν απότομες, μπορούσε κανείς να φτάσει στην κορυφή ανεβαίνοντας από σκαλοπάτια πελεκημένα στο βράχο, που ξεκινούσαν από το γείσωμα μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του Μιμ. Στην κορυφή υπήρχαν φύλακες και προειδοποίησαν για την προσέγγιση του εχθρού. Οι Ορκ όμως, οδηγημένοι από τον Μιμ, έφτασαν στο επίπεδο γείσωμα μπροστά στην πόρτα και ο Τούριν και ο Μπέλεγκ απωθήθηκαν στην είσοδο του Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ. Μερικοί από τους άντρες που προσπάθησαν να ανεβούν τα σκαλοπάτια στο βράχο σκοτώθηκαν από κάτω από βέλη των Ορκ.
Ο Τούριν και ο Μπέλεγκ υποχώρησαν μέσα στη σπηλιά και κύλησαν έναν μεγάλο βράχο στο άνοιγμα. Σ' αυτήν τη δύσκολη κατάσταση ο Αντρόγκ τους αποκάλυψε την κρυφή σκάλα που οδηγούσε στην επίπεδη κορυφή του Άμον Ρουδ, την οποία είχε ανακαλύψει όταν χάθηκε μέσα στις σπηλιές, όπως έχουμε αναφέρει. Τότε ο Τούριν και ο Μπέλεγκ με πολλούς από τους άντρες τους ανέβηκαν από αυτήν τη σκάλα και βγήκαν στην κορυφή, αιφνιδιάζοντας τους λίγους Ορκ που είχαν ανεβεί ήδη εκεί από την εξωτερική σκάλα και πετώντας τους στο κενό. Για λίγο κατάφεραν να απωθήσουν τους Ορκ που ανέβαιναν στο βράχο, αλλά δεν είχαν καταφύγιο πάνω στη γυμνή κορυφή και πολλοί σκοτώθηκαν από κάτω. Πιο γενναίος απ' όλους ήταν ο Αντρόγκ, που έπεσε θανάσιμα τραυματισμένος από ένα βέλος στην κορυφή της εξωτερικής σκάλας.
Τότε ο Τούριν και ο Μπέλεγκ με τους δέκα άνδρες που τους είχαν απομείνει υποχώρησαν στο κέντρο της κορυφής, όπου υπήρχε μια όρθια πέτρα, και κάνοντας έναν δακτύλιο γύρω της συνέχισαν να αμύνονται μέχρι που σκοτώθηκαν όλοι εκτός από τον Μπέλεγκ και τον Τούριν, στους οποίους οι Ορκ έριξαν δίχτυα. Τον Τούριν τον έδεσαν και τον πήραν μαζί τους. Τον Μπέλεγκ, που ήταν τραυματισμένος, τον έδεσαν κι αυτόν, αλλά τον άφησαν εκεί με τους καρπούς και τους αστραγάλους δεμένους σε σιδερένιους πίρους καρφωμένους στην πέτρα.
Οι Ορκ βρήκαν το άνοιγμα της μυστικής σκάλας και κατεβαίνοντας από την κορυφή μπήκαν στο Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ και το βεβήλωσαν και το λεηλάτησαν. Δεν βρήκαν τον Μιμ, που παρέμενε κρυμμένος μέσα στις σπηλιές του, και όταν έφυγαν από το Άμον Ρουδ, ο Μιμ εμφανίστηκε στην κορυφή και, πηγαίνοντας εκεί όπου κειτόταν ο Μπέλεγκ ακινητοποιημένος, τον κοίταξε χαιρέκακα ενώ ακόνιζε ένα μαχαίρι.
Αλλά ο Μιμ και ο Μπέλεγκ δεν ήταν οι μόνοι ζωντανοί πάνω στο πέτρινο ύψωμα. Ο Αντρόγκ, αν και θανάσιμα τραυματισμένος, πλησίασε έρποντας ανάμεσα στα πτώματα και αρπάζοντας ένα σπαθί προσπάθησε να καρφώσει τον Νάνο. Ο Μιμ, στριγκλίζοντας από φόβο, έτρεξε στην άκρη του γκρεμού και εξαφανίστηκε κατεβαίνοντας ένα απότομο και δύσβατο μονοπάτι που ήξερε. Ο Αντρόγκ, επιστρατεύοντας τις τελευταίες του δυνάμεις, έκοψε τα λουριά και τις αλυσίδες που έδεναν τον Μπέλεγκ και τον ελευθέρωσε. Και πεθαίνοντας είπε:
«Τα τραύματά μου είναι πολύ βαριά ακόμη και για τα δικά σου γιατροσόφια».