2.2 Το άνθος της Γιούτα (2)
Είχε φτάσει στα προάστια της πόλης όταν βρήκε τον δρόμο κλεισμένο από ένα μεγάλο κοπάδι γελάδια, οδηγημένα από μισή ντουζίνα βλοσυρούς γελαδάρηδες από τους κάμπους. Στην ανυπομονησία της επιχείρησε να περάσει το εμπόδιο σπρώχνοντας το άλογο της μέσα σε ότι φάνηκε να είναι κάποιο κενό. Μόλις είχε καταφέρει να μπει κάπως εκεί μέσα, όμως, πριν τα ζωντανά κλείσουν πίσω της, και βρέθηκε εντελώς σφηνωμένη μέσα στην κινούμενη μάζα των αγριεμένων μακρυκέρατων γελαδιών. Συνηθισμένη όπως ήταν να ασχολείται με γελάδια, δεν ανησύχησε για την κατάσταση της, αλλά εκμεταλλεύθηκε κάθε ευκαιρία για να αναγκάσει το άλογο της να συνεχίσει με την ελπίδα να βγει σπρώχνοντας μέσα από την πομπή. Δυστυχώς τα κέρατα ενός από τα πλάσματα, είτε από ατύχημα ή από πρόθεση, βρήκε δυνατά το Μάσταγκ στα καπούλια, και το έκανε να αφηνιάσει. Στη στιγμή ανασηκώθηκε στα δυο πίσω του πόδια με ένα ρουθούνισμα οργής, και πήδηξε τσινώντας κατά τρόπο που θα είχε πετάξει από την σέλα τον καθένας εκτός από τον πλέον επιδέξιο καβαλάρη. Η κατάσταση ξεχείλιζε από κίνδυνο. Κάθε βουτιά του εκνευρισμένου αλόγου το έφερνε να βρει ξανά πάνω σε κέρατα, και το έκανε να αφηνιάζει και πάλι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει το κορίτσι ήταν να κρατιέται από την σέλλα, γιατί ένα γλίστρημα θα σήμαινε έναν τρομερό θάνατο κάτω από τις οπλές των ανεξέλεγκτων και τρομοκρατημένων ζώων. Ασυνήθιστη σε αιφνίδιες καταστάσεις, το κεφάλι της άρχισε να ταλαντεύεται, κι η λαβή της στο χαλινάρι άρχισε να χαλαρώνει. Πνιγμένη από το νέφος της σκόνης κι από την αποφορά των αφηνιασμένων ζωντανών, θα μπορούσε να είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειες της σε απελπισία, αν δεν υπήρχε μια ευγενική φωνή στο πλάι της η οποία την διαβεβαίωνε πως θα είχε βοήθεια. Την ίδια στιγμή ένα μυώδες μαυρισμένο χέρι έπιασε το τρομοκρατημένο άλογο από το χαλινάρι, και ανοίγοντας δρόμο μέσα από το κοπάδι, σύντομα την έφερε στην άκρη του.
«Ελπίζω να μην πληγωθήκατε, δεσποινίς», είπε ο σωτήρας της, με σεβασμό.
Ανασήκωσε το βλέμμα της, στο σκούρο, αγριωπό πρόσωπο, και γέλασε σκανδαλιάρικα. «Κατατρόμαξα», είπε εκείνη, αθώα· «ποιος θα φανταζόταν πως ο Πόντσο θα τρόμαζε από ένα κοπάδι αγελάδες;»
«Δόξα τω Θεό που έμεινες πάνω του», είπε ο άλλος από καρδιάς. Επρόκειτο για έναν ψηλό, αγριωπό νεαρό, ανεβασμένο σε ένα δυνατό παλομίνο, και που φορούσε τα τραχιά ρούχα του κυνηγού, με μια καραμπίνα δεμένη πίσω από την πλάτη του. «Φαντάζομαι πως είσαι η κόρη του Τζων Φερριέρ», σχολίασε, «σε είδα να έρχεσαι καλπάζοντας από το σπίτι του. Όταν τον δεις, ρώτησε τον αν θυμάται τον Τζέφερσον Χόουπς από το Σαίντ Λιούις. Αν είναι ο ίδιος Φερριέρ, ο πατέρας μου κι αυτός ήταν καλοί φίλοι.»
«Δεν θα ήταν καλύτερα να έρθεις και να τον ρωτήσεις ο ίδιος;» ρώτησε εκείνη, συνεσταλμένα.
Ο νεαρός φάνηκε ευχαριστημένος από την πρόταση, και τα σκούρα του μάτια έλαμψαν από ευχαρίστηση. «Θα το κάνω», είπε, «βρισκόμασταν στα βουνά για δυο μήνες, και δεν είμαστε και στην καλύτερη κατάσταση για επισκέψεις. Θα πρέπει να μας δεχθεί όπως είμαστε.»
«Έχει πολλά για να σας ευχαριστεί, όπως κι εγώ το ίδιο», απάντησε εκείνη, «μου έχει φοβερή αδυναμία. Αν εκείνα τα γελάδια είχαν περάσει από πάνω μου δεν θα το άντεχε.»
«Ούτε κι εγώ», είπε ο σύντροφος της.
«Εσύ! Να πω την αλήθεια, δεν βλέπω πως θα είχε κάποια σημασία για εσένα, ωστόσο. Ούτε καν είσαι φίλος μας.»
Το πρόσωπο του νεαρού κυνηγού κατήφιασε τόσο πολύ στο σχόλιο που η Λούσυ Φερριέρ γέλασε δυνατά.
«Εντάξει, δεν το εννοούσα», είπε· «φυσικά, είσαι φίλος πλέον. Πρέπει να έρθεις να μας επισκεφθείς. Τώρα πρέπει να συνεχίσω, ειδάλλως ο πατέρας δεν θα με εμπιστευθεί ξανά για τις δουλειές του. Αντίο!»
«Αντίο», απάντησε εκείνος, υψώνοντας το φαρδύ του σομπρέρο, και σκύβοντας πάνω από το μικρό της χέρι. Εκείνη οδήγησε το μάστανγκ να στρίψει, του έδωσε ένα κοφτό χτύπημα με το μαστίγιο ιππασίας, κι απομακρύνθηκε βιαστικά κατηφορίζοντας το φαρδύ δρόμο με ένα νέφος σκόνης πίσω της.
Ο νεαρός Τζέφερσον Χόουπ συνέχισε να καλπάζει με τους συντρόφους του, κατηφής και λιγομίλητος. Μαζί τους είχε βρεθεί στα Όρη της Νεβάδα ψάχνοντας για ασήμι, και επέστρεφαν στην πόλη του Σάλτ Λέηκ με την ελπίδα να συγκεντρώσουν αρκετό κεφάλαιο για να επεξεργαστούν κάποια αποθέματα μολύβδου που είχαν ανακαλύψει. Ήταν τόσο αφοσιωμένος όσο ο καθένας τους στη δουλειά μέχρι που ετούτο το άξαφνο περιστατικό είχε παρασύρει τις σκέψεις του σε άλλο κανάλι. Η θέα του όμορφου νεαρού κοριτσιού, τόσο ειλικρινούς και τόσο ζωντανού σαν τις αύρες της Σιέρρα, είχε κάνει να σκιρτήσει η εκρηκτική, αδάμαστη καρδιά του ως τα βάθη. Όταν είχε χαθεί από τα μάτια του, συνειδητοποίησε πως μια κρίση είχε έρθει στην ζωή του, κι ότι μήτε οι ιστορίες για ασήμι μήτε άλλες αναζητήσεις θα είχαν ποτέ τόση σημασία για εκείνον όσο τούτη εδώ η καινούργια και τόσο απόλυτη. Η αγάπη που είχε ξεπηδήσει στην καρδιά του δεν ήταν η αιφνίδια, άστατη επιθυμία ενός αγοριού, αλλά περισσότερο το ασυγκράτητο, σφοδρό πάθος ενός άντρα με ισχυρή θέληση κι αδάμαστο ταμπεραμέντο. Ήταν συνηθισμένος να επιτυγχάνει σε όλα όσα αναλάμβανε. Ορκίστηκε από καρδιάς πως δεν θα αποτύγχανε σε αυτό αν η ανθρώπινη προσπάθεια κι η ανθρώπινη καρτερικότητα υπήρχε περίπτωση να τον κάνει να επιτύχει.
Επισκέφτηκε τον Τζων Φερριέρ το ίδιο βράδυ, και αρκετές άλλες φορές, ώσπου το πρόσωπο του ήταν οικείο στο αγρόκτημα. Ο Τζων περιορισμένος στην κοιλάδα, και απορροφημένος στο έργο του, είχε λιγοστές ευκαιρίες να μαθαίνει νέα από τον έξω κόσμο κατά την διάρκεια των τελευταίων δώδεκα ετών. Όλα αυτά ο Τζέφερσον Χόουπ ήταν σε θέση να του τα πει, και με ένα στυλ το οποίο ενδιέφερε τόσο την Λούσυ όσο και τον πατέρα της. Είχε υπάρχει από τους πρωτοπόρους στην Καλιφόρνια, και μπορούσε να διηγηθεί πάμπολες ιστορίες για περιουσίες που φτιάχτηκαν και που χάθηκαν σε εκείνες τις άγριες, αλκυονίδες μέρες. Ήταν και εκείνος ανιχνευτής, και παγιδευτής θηραμάτων, εξερευνητής ασημιού, και εργάτης σε ράντσο. Όπου ξυπνούσαν περιπέτειες, ο Τζέφερσον Χόουπ βρισκόταν εκεί ψάχνοντας τις. Σύντομα έγινε ο ευνοούμενος του γέρου αγρότη, ο οποίος μιλούσε με ευγλωττία για τις αρετές του. Σε εκείνες τις περιπτώσεις, η Λούσυ καθόταν σιωπηλή, αλλά τα κοκκινισμένα της μάγουλα και τα λαμπερά, χαρούμενα μάτια της, φανέρωναν ξεκάθαρα πως η νεανική καρδιά της δεν της ανήκε πλέον. Ο άδολος πατέρας της ίσως να μην είχε παρατηρήσει τα συμπτώματα εκείνα, όμως το βέβαιο είναι πως δεν πέρασαν απαρατήρητα από τον άντρα που είχε κερδίσει τα αισθήματα της.
Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα όταν εκείνος μπήκε καλπάζοντας από τον δρόμο και σταμάτησε στην είσοδο. Εκείνη στεκόταν στο κατώφλι και κατέβηκε για να τον συναντήσει. Πέρασε τα χαλινάρια πάνω από τον φράχτη και ανέβηκε βιαστικά το μονοπάτι.
«Φεύγω, Λούσυ», είπε, παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του, και κοιτώντας όλο τρυφερότητα το πρόσωπο της· «Δεν θα σου ζητήσω να έρθεις μαζί μου αυτή την φορά, μα θα είσαι έτοιμη να έρθεις όταν θα ξαναγυρίσω;»
«Και πότε θα γίνει αυτό;» ρώτησε, κοκκινίζοντας και γελώντας.
«Κανά δυο μήνες το πολύ. Θα έρθω και θα σε ζητήσω τότε, αγάπη μου. Κανείς δεν θα σταθεί μεταξύ μας.»
«Και τι θα γίνει με τον πατέρα;» ρώτησε εκείνη.
«Έχει δώσει την συγκατάθεση του, με την προϋπόθεση πως θα καταφέρουμε να δουλέψουμε εκείνα τα μεταλλεία για τα καλά. Δεν έχω κανένα φόνο από αυτό το μέτωπο.
«Ω, τότε· μα φυσικά, αν εσύ και ο πατέρας τα έχετε κανονίσει όλα, δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί», ψιθύρισε, με το μάγουλο της πάνω στο πλατύ του στέρνο.
«Δόξα τω Θεό!» είπε εκείνος, βραχνά, σκύβοντας και φιλώντας την. «Κανονίστηκε, τότε. Όσο περισσότερο κάθομαι, τόσο πιο δύσκολο θα μου είναι να φύγω. Με περιμένουν στο φαράγγι. Αντίο, αγαπούλα μου—αντίο. Θα με δεις σε δυο μήνες.»
Τραβήχτηκε από πάνω της λέγοντας αυτά, και, καβαλώντας με ένα τίναγμα το άλογο του, απομακρύνθηκε γοργά καλπάζοντας, δίχως να κοιτάξει ξανά πίσω, λες και φοβόταν πως η αποφασιστικότητα του θα χανόταν αν έριχνε άλλη μια ματιά σε ότι άφηνε πίσω του. Εκείνη στάθηκε στην είσοδο, κοιτώντας στο κατόπι του μέχρι που χάθηκε από την θέα της. Κατόπιν επέστρεψε στο σπίτι, το ευτυχέστερο κορίτσι σε ολόκληρη την Γιούτα.