4. Μέρος δεύτερο
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΙΧΕ ΠΕΡΑΣΕΙ σχεδόν ένας μήνας που το αγόρι δούλευε στον έμπορο κρυστάλλων. Δεν ήταν ακριβώς το είδος της δουλειάς που θα τον έκανε ευτυχισμένο. Ο έμπορος περνούσε όλη τη μέρα γκρινιάζοντας πίσω απ' τον πάγκο και συμβουλεύοντάς τον να προσέχει τα αντικείμενα, για να μη σπάσει τίποτε. Έμενε όμως στη δουλειά, γιατί ο έμπορος, παρόλο που ήταν γέρος και γκρινιάρης, δεν ήταν άδικος: για το κάθε αντικείμενο που πουλούσε, το αγόρι έπαιρνε ένα ποσοστό κι έτσι ήδη είχε καταφέρει να μαζέψει μερικά λεφτά. Εκείνο το πρωί είχε κάνει μερικούς υπολογισμούς: αν συνέχιζε να δουλεύει όπως δούλευε κάθε μέρα, θα χρειαζόταν έναν ολόκληρο χρόνο για ν' αγοράσει μερικά πρόβατα. - Θα ήθελα να φτιάξω μια βιτρίνα για τα κρύσταλλα, είπε το αγόρι στον έμπορο. Αν τη στήσουμε απέξω, θα τραβήξει τους περαστικούς μέχρι εδώ πάνω.
- Δεν έχω ξαναφτιάξει βιτρίνα, απάντησε ο έμπορος. Οι περαστικοί θα σκοντάφτουν πάνω της και τα κρύσταλλα θα σπάνε.
- Όταν τριγυρνούσα στους κάμπους, τα φίδια ήταν για τα πρόβατα ένας θανάσιμος κίνδυνος. Αυτό όμως είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής των προβάτων και των βοσκών.
Ο έμπορος εξυπηρέτησε έναν πελάτη που ήθελε ν' αγοράσει τρία κρυστάλλινα βάζα. Οι πωλήσεις ήταν καλύτερες από ποτέ, σαν να είχε γυρίσει ο κόσμος στην εποχή που αυτός ο δρόμος ήταν ένα από τα πιο σημαντικά σημεία της Ταγγέρης.
- Η κίνηση αυξήθηκε σημαντικά, είπε στο αγόρι μόλις έφυγε ο πελάτης. Τα λεφτά θα βελτιώσουν τη ζωή μου και σε μικρό χρονικό διάστημα θα πάρεις πίσω τα πρόβατα σου. Γιατί να έχεις άλλες απαιτήσεις απ' τη ζωή; - Γιατί πρέπει να ακολουθήσουμε τα σημάδια, είπε το αγόρι άθελα του κι αμέσως το μετάνιωσε, γιατί ο έμπορος δεν είχε συναντήσει ένα βασιλιά ποτέ του.
«Λέγεται Ευνοϊκή Αρχή, τύχη του πρωτάρη. Γιατί η ζωή θέλει να ζήσεις τον Προσωπικό Μύθο σου», είχε πει ο γέρος.
Ο έμπορος, στο μεταξύ, καταλάβαινε τι εννοούσε το αγόρι. Και μόνο η παρουσία του στο μαγαζί ήταν ένα σημάδι και καθώς, με το πέρασμα των ημερών, τα κέρδη του αυξάνονταν, δεν είχε μετανιώσει καθόλου που είχε προσλάβει το νεαρό Ισπανό, παρόλο που το αγόρι κέρδιζε πιο πολύ απ' ό,τι έπρεπε· επειδή δεν είχε προβλέψει ότι οι πωλήσεις θα αυξάνονταν, του είχε προσφέρει ένα ψηλό ποσοστό· το ένστικτό του του έλεγε ότι σύντομα το αγόρι θα γύριζε στα πρόβατα του. - Για ποιο λόγο ήθελες να γνωρίσεις τις πυραμίδες; ρώτησε, για να τον αποσπάσει απ' το θέμα της βιτρίνας. - Γιατί πάντα μου έλεγαν γι' αυτές, είπε το αγόρι, αποφεύγοντας ν' αναφέρει το όνειρο του. Ο θησαυρός αποτελούσε τώρα μια μόνιμα οδυνηρή ανάμνηση και το αγόρι απέφευγε τη σκέψη του.
- Εγώ εδώ πέρα δεν γνωρίζω κανέναν που να θέλει να διασχίσει την έρημο μόνο και μόνο για να δει τις πυραμίδες, είπε ο έμπορος. Ένας σωρός πέτρες, τίποτε παραπάνω. Μπορείς να χτίσεις μια στον κήπο σου.
- Εσείς ποτέ δεν ονειρευτήκατε να ταξιδέψετε, είπε το αγόρι, εξυπηρετώντας άλλο έναν πελάτη που μόλις είχε μπει.
Δυο μέρες αργότερα, ο γέρος πλησίασε το αγόρι για να μιλήσουν για τη βιτρίνα.
- Δε μου αρέσουν οι αλλαγές. Δεν είμαστε ούτε εγώ ούτε εσύ σαν τον Χασάν, τον πλούσιο έμπορο. Αν κάνει λάθος σε καμιά αγοραπωλησία, δεν τον πολυνοιάζει. Εμείς οι δυο όμως πρέπει να ζούμε πάντα με το βάρος των λαθών μας.
«Είναι αλήθεια αυτό», σκέφτηκε το αγόρι.
- Τι τη θέλεις τη βιτρίνα; είπε ο έμπορος.
- Θέλω να επιστρέψω όσο πιο γρήγορα γίνεται στα πρόβατά μου. Πρέπει να επωφελούμαστε από την τύχη όταν την έχουμε με το μέρος μας και να κάνουμε το παν για να τη βοηθήσουμε, όπως μας βοηθά κι εκείνη. Λέγεται Ευνοϊκή Αρχή. Η «τύχη του πρωτάρη».
Ο γέρος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Μετά είπε:
- Ο προφήτης μάς χάρισε το Κοράνιο και μας άφησε μόνο πέντε εντολές που πρέπει να τηρήσουμε στη ζωή μας. Η πιο σημαντική είναι η εξής: ένας είναι ο Θεός. Οι άλλες είναι: η προσευχή, πέντε φορές τη μέρα, η νηστεία κατά το μήνα του Ραμαζανίου και η ελεημοσύνη.
Σώπασε. Τα μάτια του βούρκωσαν όταν μίλησε για τον προφήτη. Ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος και, αν και συχνά ήταν ανυπόμονος, προσπαθούσε να ζει σύμφωνα με το μουσουλμανικό νόμο.
- Και ποια είναι η πέμπτη εντολή; ρώτησε το αγόρι.
- Πριν από δυο μέρες μου είπες ότι ποτέ δεν είχα κάνει όνειρα για ταξίδια, απάντησε ο έμπορος. Η πέμπτη υποχρέωση του κάθε μουσουλμάνου είναι ένα ταξίδι. Πρέπει, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας, να πάμε στην ιερή πόλη της Μέκκας.
»Η Μέκκα είναι πολύ πιο μακριά κι από τις πυραμίδες. Στα νιάτα μου προτίμησα ν' ανοίξω αυτό το μαγαζί με τα λίγα λεφτά που είχα μαζέψει. Περίμενα να πλουτίσω μια μέρα, για να ταξιδέψω στη Μέκκα. Άρχισα να κερδίζω λεφτά, αλλά δεν μπορούσα να εμπιστευτώ τα κρύσταλλα σε κανέναν, γιατί τα κρύσταλλα είναι εύθραυστα αντικείμενα. Στο μεταξύ, μπροστά από το μαγαζί έβλεπα να περνά πολύς κόσμος με προορισμό τη Μέκκα. Μερικοί προσκυνητές ήταν πλούσιοι και ταξίδευαν μ' ένα σωρό υπηρέτες και καμήλες, οι περισσότεροι όμως ήταν πολύ φτωχότεροι από μένα. »Όλοι πήγαιναν και γύριζαν ευτυχείς και κρεμούσαν στις εξώπορτες τα σύμβολα του προσκυνήματος. Ένας απ' αυτούς, ένας παπουτσής που κέρδιζε το ψωμί του επιδιορθώνοντας ξένες μπότες, μου είπε ότι είχε βαδίσει στην έρημο σχεδόν ένα χρόνο, αλλά πιο πολύ τον κούραζε το να διασχίζει μερικά τετράγωνα στην Ταγγέρη για ν' αγοράσει δέρμα. - Γιατί να μην πάτε τώρα στη Μέκκα; ρώτησε το αγόρι.
- Γιατί η Μέκκα με κρατά ζωντανό. Μόνο αυτή με βοηθά και αντέχω όλες αυτές τις πάντα ίδιες μέρες, αυτά τα μουγκά βάζα στα ράφια, το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό σ' εκείνο το απαίσιο εστιατόριο. Φοβάμαι να πραγματοποιήσω το όνειρό μου και να μην έχω μετά ένα λόγο ύπαρξης.
»Εσύ ονειρεύεσαι πρόβατα και πυραμίδες. Είσαι διαφορετικός από μένα, γιατί θέλεις να πραγματοποιήσεις τα όνειρα σου. Εγώ το μόνο που θέλω είναι να ονειρεύομαι τη Μέκκα. Χιλιάδες φορές έχω φανταστεί το πέρασμα της ερήμου, την άφιξή μου στην πλατεία όπου βρίσκεται η ιερή πέτρα, τους εφτά γύρους που πρέπει να κάνω πριν την αγγίξω. Φαντάστηκα κιόλας ποιοι άνθρωποι θα στέκονται δίπλα μου, μπροστά μου και τις συζητήσεις και προσευχές που θα πούμε μαζί. Φοβάμαι όμως μήπως με περιμένει μια μεγάλη απογοήτευση, γι' αυτό προτιμώ να ονειρεύομαι. Εκείνη τη μέρα, ο έμπορος άφησε το αγόρι να φτιάξει τη βιτρίνα.
Δεν μπορούμε να έχουμε όλοι τα ίδια όνειρα.
ΠEΡΑΣΑΝ άλλοι δυο μήνες και η βιτρίνα τράβηξε πολλούς πελάτες στο μαγαζί των κρυστάλλων. Το αγόρι υπολόγισε ότι, αν δούλευε ακόμη έξι μήνες, θα μπορούσε να επιστρέψει στην Ισπανία και ν' αγοράσει όχι μόνο εξήντα πρόβατα αλλά και άλλα εξήντα ακόμη. Σε λιγότερο από ένα χρόνο θα είχε διπλασιάσει το κοπάδι του και θα μπορούσε να κάνει συναλλαγές με Άραβες, γιατί στο μεταξύ είχε μάθει εκείνη την παράξενη γλώσσα. Ύστερα από εκείνο το πρωινό στην αγορά, δεν είχε ξαναχρησιμοποιήσει τον Ουρίμ και τον Τουμίμ, γιατί η Αίγυπτος είχε γίνει γι' αυτόν απλώς ένα όνειρο τόσο μακρινό, όσο ήταν η πόλη της Μέκκας για τον έμπορο. Στο μεταξύ, το αγόρι ήταν τώρα ευχαριστημένο με τη δουλειά του και δεν έβλεπε τη μέρα που θα επέστρεφε στην Ταρίφα σαν νικητής.
«Να φροντίζεις να ξέρεις πάντα τι θέλεις», είχε πει ο γέρος βασιλιάς. Το αγόρι το ήξερε και δούλευε γι' αυτό. Ίσως να ήταν αυτό ο θησαυρός του: να φτάσει σ' εκείνη την παράξενη χώρα, να συναντήσει ένα ληστή και να διπλασιάσει το μέγεθος του κοπαδιού του χωρίς να έχει ξοδέψει ούτε δεκάρα. Ήταν υπερήφανος για τον εαυτό του. Είχε μάθει σημαντικά πράγματα, όπως το εμπόριο κρυστάλλων, τη γλώσσα χωρίς λέξεις και τα σημάδια. Ένα απόγευμα, εκεί ψηλά στην ανηφόρα, είδε έναν άντρα να διαμαρτύρεται, γιατί του ήταν αδύνατο να βρει ένα μέρος της προκοπής για να πιει κάτι μετά την ανηφόρα. Το αγόρι, που είχε μάθει πια τη γλώσσα των σημαδιών, πήγε να μιλήσει στο αφεντικό του.
- Τι θα λέγατε να πουλούσαμε τσάι σ' εκείνους που παίρνουν την ανηφόρα, είπε. - Πολλοί πουλάνε τσάι εδώ πέρα, απάντησε ο έμπορος.
- Μπορούμε να σερβίρουμε τσάι σε κρυστάλλινα ποτήρια. Μ' αυτό τον τρόπο θα τους αρέσει το τσάι και θα θέλουν ν' αγοράσουν τα κρύσταλλα. Γιατί η ομορφιά είναι αυτό που πιο πολύ γοητεύει τους ανθρώπους.
Ο έμπορος κοίταξε για λίγο το αγόρι. Δεν έδωσε καμιά απάντηση. Εκείνο το απόγευμα, όμως, μετά τις προσευχές του, κι αφού έκλεισε το μαγαζί, κάθισε στο λιθόστρωτο μαζί του και τον κάλεσε να καπνίσουν ναργιλέ, εκείνη την παράξενη πίπα που χρησιμοποιούν οι Άραβες.
- Για ποιο πράγμα ψάχνεις; ρώτησε ο γέρος έμπορος κρυστάλλων.
- Σας το 'χω ξαναπεί. Θέλω τα πρόβατά μου πίσω. Και γι' αυτό χρειάζονται λεφτά. Ο γέρος έβαλε κι άλλα αναμμένα κάρβουνα στο ναργιλέ και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά.
- Έχω αυτό το μαγαζί εδώ και τριάντα χρόνια. Ξεχωρίζω την καλή από την κακή ποιότητα κρυστάλλου και γνωρίζω όλες τις λεπτομέρειες αυτής της δουλειάς. Έχω συνηθίσει το μέγεθος του μαγαζιού μου και την πελατεία μου. Αν προσφέρεις τσάι σε κρύσταλλα, το μαγαζί θα αναπτυχθεί. Και τότε θα πρέπει κι εγώ ν' αλλάξω τον τρόπο της ζωής μου. - Και είναι κακό αυτό;
- Έχω συνηθίσει τη ζωή μου. Πριν έρθεις, νόμιζα ότι είχα χάσει πολύ χρόνο στο ίδιο μέρος, ενώ αντίθετα όλοι οι φίλοι μου άλλαζαν, είτε πήγαιναν καλά οι δουλειές τους είτε όχι. Αυτό με στενοχωρούσε αφάνταστα. Τώρα ξέρω ότι δεν είχα δίκιο: το μαγαζί έχει ακριβώς το μέγεθος που πάντα επιθυμούσα. Δε θέλω να αλλάξω, γιατί δεν ξέρω πώς ν' αλλάξω. Συνήθισα πάρα πολύ τον ίδιο τον εαυτό μου.
Το αγόρι δεν ήξερε τι να πει. Και ο γέρος συνέχισε:
- Ήσουν για μένα μια ευλογία. Και σήμερα κατάλαβα κάτι: πως όποια ευλογία δεν είναι καλοδεχούμενη μετατρέπεται σε κατάρα. Τίποτε άλλο δεν επιθυμώ απ' τη ζωή. Κι εσύ με ανάγκασες να δω πλούτη και ορίζοντες που δεν είχα φανταστεί ποτέ μου. Τώρα όμως που τους γνώρισα και ξέρω τις απέραντες δυνατότητες μου, θα αισθανθώ πιο άσχημα κι από πριν. Γιατί ξέρω ότι μπορώ ν' αποκτήσω τα πάντα κι όμως το αρνούμαι. «Ευτυχώς που δεν είπα τίποτε στο μικροπωλητή ποπ κορν», σκέφτηκε το αγόρι.
Κάπνισαν το ναργιλέ για λίγο ακόμη, ενώ ο ήλιος έδυε. Συζητούσαν στα αραβικά και το αγόρι αισθανόταν ευχαριστημένο με τον εαυτό του, γιατί μπορούσε να μιλά αραβικά. Κάποτε νόμιζε ότι τα πρόβατα μπορούσαν να του μάθουν τα πάντα για τον κόσμο. Τα πρόβατα όμως δε θα μπορούσαν να του μάθουν αραβικά.
«Θα υπάρχουν σίγουρα και άλλα πράγματα στον κόσμο που τα πρόβατα δεν μπορούν να σου μάθουν», σκέφτηκε το αγόρι κοιτάζοντας σιωπηλό τον έμπορο. «Γιατί το μόνο για το οποίο νοιάζονται είναι να βρουν νερό και τροφή. Δε νομίζω ότι εκείνα διδάσκουν: εγώ είμαι που μαθαίνω».
-Μακτούμπ, είπε τελικά ο έμπορος.
- Τι θα πει αυτό;
- Έπρεπε να ήσουν Άραβας για να το καταλάβεις, απάντησε εκείνος. Αλλά η μετάφραση θα ήταν περίπου: «Έτσι είναι γραφτό».
Και, σβήνοντας τα αναμμένα κάρβουνα του ναργιλέ, είπε του αγοριού ότι ήταν ελεύθερο να αρχίσει να πουλά τσάι σε κρυστάλλινα ποτήρια. Καμιά φορά είναι αδύνατο να εμποδίσεις το ποτάμι της ζωής.
Οι άνθρωποι που ανέβαιναν την ανηφόρα κουράζονταν. Εκεί ψηλά, όμως, υπήρχε ένα μαγαζί με όμορφα κρύσταλλα και με δροσιστικό τσάι από δυόσμο. Έμπαιναν μέσα στο μαγαζί για να πιουν το τσάι που προσφερόταν σε ωραία κρυστάλλινα ποτήρια.
- Η γυναίκα μου ποτέ δεν το σκέφτηκε αυτό, διαπίστωσε κάποιος κι αγόρασε μερικά κρύσταλλα, γιατί εκείνο το βράδυ θα είχε μουσαφίρηδες: οι καλεσμένοι του θα έμεναν έκπληκτοι με τέτοια πολυτελή σκεύη. Ένας άλλος ισχυριζόταν ότι το τσάι είναι πιο γευστικό όταν προσφέρεται σε κρυστάλλινα σκεύη, γιατί κρατάνε καλύτερα το άρωμα. Ένας τρίτος είπε επιπλέον ότι στην Ανατολή ήταν παράδοση να χρησιμοποιούνται ποτήρια από κρύσταλλο λόγω των μαγικών ιδιοτήτων του.
Γρήγορα το νέο διαδόθηκε και πολλοί άνθρωποι ανέβαιναν την ανηφόρα για να γνωρίσουν το μαγαζί που προσέφερε κάτι το καινούριο σ' έναν τόσο παλιό εμπορικό κλάδο. Άνοιξαν κι άλλα μαγαζιά που πρόσφεραν τσάι σε ποτήρια από κρύσταλλο, δε βρίσκονταν όμως ψηλά σε μια ανηφόρα και γι' αυτό ήταν πάντα άδεια. Σε λίγο χρονικό διάστημα, ο έμπορος αναγκάστηκε να πάρει άλλους δυο υπαλλήλους. Μαζί με τα κρύσταλλα, άρχισε να εισάγει μεγάλες ποσότητες τσαγιού, που καταναλώνονταν καθημερινά από άντρες και γυναίκες που διψούσαν για κάτι το καινούριο. Πέρασαν έτσι έξι μήνες.
Το αγόρι ξύπνησε πριν από τα χαράματα. Είχαν περάσει έντεκα μήνες και εννιά μέρες από τότε που είχε πατήσει για πρώτη φορά το πόδι του στην αφρικανική ήπειρο.
Φόρεσε τα άσπρα, λινά αραβικά του ρούχα που είχε αγοράσει ειδικά για εκείνη τη μέρα. Έβαλε το μαντίλι στο κεφάλι και το στερέωσε μ' ένα δαχτυλίδι από δέρμα καμήλας. Φόρεσε τα καινούρια του σανδάλια και κατέβηκε αθόρυβα.
Η πόλη κοιμόταν ακόμη. Ετοίμασε ένα σάντουιτς με σουσάμι και ήπιε ζεστό τσάι σ' ένα κρυστάλλινο ποτήρι. Στη συνέχεια, κάθισε στο κατώφλι καπνίζοντας το ναργιλέ μόνος του.
Κάπνιζε σιωπηλός, χωρίς σκέψεις, αφουγκραζόμενος μόνο τον αδιάκοπο θόρυβο του ανέμου που φυσούσε μεταφέροντας τη μυρωδιά της ερήμου. Όταν τέλειωσε το κάπνισμα, έχωσε το χέρι του σε μια απ' τις τσέπες του και για λίγα λεπτά περιεργάστηκε ό,τι είχε βγάλει από κει μέσα. Υπήρχε μια μεγάλη δεσμίδα χρημάτων. Αρκετά για ν' αγοράσει εκατόν είκοσι πρόβατα κι ένα εισιτήριο επιστροφής και για να βγάλει μια άδεια εισαγωγών και εξαγωγών ανάμεσα στη χώρα του και στη χώρα όπου βρισκόταν τώρα. Περίμενε υπομονετικά να ξυπνήσει ο γέρος και ν' ανοίξει το μαγαζί. Πήγαν μετά μαζί να πιουν τσάι.
- Θα φύγω σήμερα, είπε το αγόρι. Έχω λεφτά για ν' αγοράσω τα πρόβατά μου. Εσείς έχετε λεφτά να πάτε στη Μέκκα.
Ο γέρος δεν είπε τίποτε.
- Την ευχή σας, επέμεινε το αγόρι. Με βοηθήσατε.
Ο γέρος εξακολούθησε να ετοιμάζει το τσάι σιωπηλός. Έπειτα από λίγο, όμως, στράφηκε προς το αγόρι.
- Είμαι υπερήφανος για σένα, είπε. Έδωσες ψυχή στο μαγαζί μου με κρυστάλλινα είδη. Ξέρεις όμως ότι εγώ δε θα πάω στη Μέκκα. Όπως ξέρεις επίσης ότι δε θα ξαναγοράσεις πρόβατα.
- Ποιος σας το είπε αυτό; ρώτησε το αγόρι φοβισμένο.
- Μακτούμπ, είπε απλώς ο γέρος έμπορος κρυστάλλων.
Και του έδωσε την ευχή του.