65. Στο νεροπρίονο
in the|water saw
65. In der Wassermühle
65. In the water mill
65. Dans le moulin à eau
Την ώρα που ο δασάρχης έλεγε αυτά, είχαν μπει μέσα στο δάσος.
the|time|when||forest ranger|was saying|these|they had|entered|inside||
Πρώτα πέρασαν ώρα πολλή μέσα από πεύκα· ύστερα, αφού προχώρησαν πιο ψηλά, μπήκαν στα λυγερά και τα ίσια έλατα.
first|they passed|time||through|through|pines|then|after|they went||higher|they entered||slender|||straight|firs
First they passed a long time through pine trees; then, after they had gone higher, they entered the bending and straight fir trees.
—Ακόμη ψηλότερα από 'δώ, είπε ο δασάρχης, είναι ένα δάσος από οξιές· μα τώρα θα μείνουμε εδώ στο πριόνι.
|||||||||forest||beeches||||we will stay|||
-"Even higher than here," said the forester, "is a forest of beech trees; but now we will stay here at the saw.
Φτάσαμε.
we arrived
We're here.
---
Το νεροπρίονο δούλευε όπως ένας μύλος.
|chainsaw|worked|like|a|mill
The water mill worked like a mill.
Το νερό έπεφτε από ένα κανάλι και με την ορμή του κινούσε ένα μεγάλο ορθό πριόνι.
|water|was falling|||||||||moved||||saw
The water was falling from a canal and its momentum moved a large upright saw.
Όλους τους κορμούς, που έκοβαν οι λοτόμοι στο δάσος, τους έφερναν εκεί.
||trunks||were cutting||lumberjacks||forest||they brought|
All the logs that the lotharios cut in the forest were brought there.
Το πριόνι τούς έσκιζε κι έφτιαχναν απ' αυτούς την ξυλεία· σανίδες, πάτερα, μαδέρια.
|saw|them|was tearing||they made||them||lumber|planks|planks|planks
The saw cut them and from them they made the timber - boards, pateras, maderias.
Πόση ξυλεία ήταν εκεί!
how much|lumber|was|there
How much timber was there!
Την είχαν στοιβαγμένη σε μεγάλους σωρούς· πάντα το πριόνι έκοβε και πάντα κουβαλούσαν.
|they had|stacked||large|stacks|always||saw|was cutting||always|they carried
They had it piled up in big piles; the saw was always cutting and they were always carrying it.
---
Ένα κλαράκι βγαίνει στη γη και σε σαράντα πενήντα χρόνια δίνει αυτά τα μεγάλα μαδέρια.
|little branch|comes out|||||forty||years|||||planks
A twig comes out of the earth and in forty-fifty years it gives these big marigolds.
Πόσα καλά θα δώσουν στους ανθρώπους αυτά τα ξύλα!
|||give|||||wood
How much good these woods will do people!
Τα πάνε για να γίνουν σπίτια, καράβια, εκκλησίες, γεφύρια.
|they go|||become|houses|ships|churches|bridges
They take them to make houses, boats, churches, bridges.
Για να κάνουν αμάξια, έπιπλα, κουτιά, βαρέλια, κουπιά, καλάθια, βιβλία.
|||cars|furniture||barrels|oars|baskets|books
To make cars, furniture, boxes, barrels, barrels, oars, baskets, books.
Χίλια πράματα θα γίνουν με τούτη την ξυλεία, βαριά κι ελαφρά, από το μεγαλύτερο ως το μικρότερο· από το κατάρτι του καραβιού ως τις μικρές ξυλόπροκες που καρφώνουν τα παπούτσια.
|things||be done||this|||||lightweight|||||||||mast||ship||||wooden pegs||nail||shoes
A thousand things will be made with this timber, heavy and light, from the largest to the smallest; from the mast of the ship to the little wooden sticks that nail the shoes.
Τι έπλασε ο ήλιος κι η βροχή!
|created||sun|||rain
What the sun and rain have created!
Τι μας χαρίζει το δάσος!
||gives||
What the forest gives us!
---
—Ελάτε να δείτε πώς ταξιδεύουν τα ξύλα, είπε ο δασάρχης.
come||||travel||logs|said||forest ranger
-Come and see how the wood travels, said the forester.
Πήγαν ως την άκρη και κοίταξαν κάτω στον γκρεμό.
They went|||edge||looked|||cliff
They went to the edge and looked down at the cliff.
Κάτω είδαν τη Ρούμελη.
|saw||
Down below they saw Roumeli.
Από το μέρος αυτό η Ρούμελη είχε πολύ νερό, επειδή τώρα ερχόταν ίσια από την πηγή της, δίχως να χωρίζεται πουθενά.
||||||||water|||was coming|straight|||spring||without||it separates|nowhere
From this place Roumeli had a lot of water, because now it came straight from its source, without being divided anywhere.
Τη χαιρέτησαν όλοι, σηκώνοντας το χέρι:
|greeted||raising||hand
They all greeted her, raising their hands:
—Γεια σου, Ρούμελη!
-Hello, Rumeli!
Πάντα κοντά μας είσαι!
always|close||
You are always near us!
Από την κορυφή, που ήταν, ως κάτω στο νερό, οι λοτόμοι παρατούσαν τα κούτσουρα και τα μαδέρια και κείνα κυλούσαν στη ράχη και κατέβαιναν ορμητικά στο ρέμα.
||top||was||||||lumberjacks|were dropping||logs|||planks|||were rolling||back||were descending|swiftly||stream
From the top, which was down to the water, the lottos would drop their logs and their maderies and they would roll down the ridge and rush down to the stream.
Στο ρέμα πάλι τα παραλάβαιναν άλλοι λοτόμοι.
||||received|others|lumberjacks
In the stream again, they were picked up by other lotto men.
Τα έριχναν μέσα και πηγαίνοντας αυτοί στις άκρες τα συνόδευαν, καθώς ταξίδευαν μέσα στο νερό.
|they threw|in||going||to the|||they accompanied||they traveled|in||
They would throw them in and they would go to the edges and accompany them as they traveled through the water.
Όταν σταματούσαν σε τίποτα λιθάρια ή όταν μαζεύονταν πολλά, οι λοτόμοι τα βοηθούσαν πάλι να γλιστρήσουν.
|they stopped|||stones|||gathered|many||lumberjacks||helped|again||slide down
When they stopped at some stones or when many were gathered, the lottos helped them to slide again.
Τα πήγαινε έτσι η Ρούμελη ως κάτω στον κάμπο, όπου γινόταν πλατύ ποτάμι.
|was going|||||||plain||was becoming|wide|
Thus the Rumeli went down to the plain, where it became a wide river.
Και πάλι από ‘κεί σιγά τα ταξίδευε ως τη θάλασσα.
||||||traveled|||sea
And again from there it slowly travelled to the sea.
Εκεί τα έπαιρναν και τα κουβαλούσαν στο εργοστάσιο.
||they took|||they carried||factory
There they would take them and carry them to the factory.
—Από ‘δώ το βουνό πάει στον γιαλό, είπε ο δασάρχης στα παιδιά.
||||||shore|||forest ranger||children
-From here the mountain goes to the yale, said the forester to the children.
---
Τα ξύλα που έστειλαν στο ποτάμι αυτή την ώρα οι λοτόμοι θα χρησίμευαν για ένα καράβι.
the|wood|that|sent||river|||||lumberjacks||would be useful|||boat
The wood sent down the river at this time by the salvagers was to be used for a boat.
Ήταν διάφορα ξύλα· από πεύκα, από βαλανίδια, από οξιά.
|various|||pines||oak trees||beech
It was different kinds of wood - pine, oak, beech.
Μαζί με την άλλη ξυλεία του καραβιού κατέβαζαν από άλλο δρόμο δυο κορμούς από τετράψηλα έλατα, δεμένους πίσω από μουλάρια.
together|||other|lumber||ship|were lowering||another|road||logs||four-sided|firs|tied up|||mules
Along with the other timber of the boat they were bringing down from another road two logs of square fir trees, tied behind mules.
Ήταν τα κατάρτια του.
||sails|
It was his boats.
Στο θέαμα τούτο τα παιδιά ένιωσαν μια επιθυμία.
|sight|||children|felt||desire
At this sight the children felt a desire.
Τους ήρθαν στον νου τα κύματα και τα ταξίδια που έχουν ακούσει και ήθελαν να πάνε, να πάνε...
|came||||waves|||travels|||heard||||go||go
They were reminded of the waves and the voyages they have heard about and wanted to go, to go...
Ο Αντρέας κι ο Φάνης θυμήθηκαν τη θάλασσα που είδαν με τον μεγάλο ήλιο.
|||||remembered||||saw||||
Andreas and Fanis remembered the sea they saw with the great sun.
Τότε η μάνα του πρωτομάστορα λοτόμου, μια γριά, πολύ γριά, που δεν έβλεπε καθόλου τον κόσμο, καθισμένη σε μια πέτρα τραγούδησε το νέο καράβι μ' αυτά τα λόγια:
||mother||master craftsman|the shipwright||old woman|very|old woman|||saw|at all|||sitting|||stone|sang|||ship||||words
Then the mother of the master builder, an old woman, a very old woman, who did not see the world at all, sitting on a stone, sang these words to the new ship: