68. Η θύελλα
|the storm
68. Der Sturm
68. The storm
68. La tormenta
68. La tempesta
68. Burza
68. A tempestade
68. Шторм
Απέξω από το μικρό σπίτι οι λοτόμοι είχαν στήσει εδώ και καιρό ένα πολύ μεγάλο τραπέζι για να τρώνε.
Outside||||house||lumberjacks|had|set up|||a long time||very|big|table|||eat
Vor dem kleinen Haus hatten die Lottos vor langer Zeit einen sehr großen Tisch zum Essen aufgestellt.
Outside the small house the lottos had long ago set up a very large table for eating.
Κανένα πλάνισμα και κανένα στολίδι δεν είχε.
|decoration|||decoration||had
Es gab kein Hobeln und keine Verzierungen.
There was no planing and no ornament.
Ήταν όλο από κλαδιά περιττά, καρφωμένα το ένα κοντά στο άλλο.
|||branches|unnecessary|stuck|||||
Es waren alles überflüssige Äste, die eng aneinander genagelt waren.
It was all of redundant branches, nailed close together.
Μόνο ξύλα και καρφιά.
|wood||nails
Nur Stöcke und Nägel.
Just sticks and nails.
—Οι λοτόμοι δεν είναι μαραγκοί, είπε ο δασάρχης.
||||carpenters|||forest ranger
-Lotharios sind keine Zimmerleute, sagte der Förster.
-The lotharios are not carpenters, said the forester.
Και όμως κοιτάτε, παιδιά, τι λεπτοκαμωμένο πράμα έκαναν από το άχρηστο ξύλο.
|||||finely crafted|thing|they made|||useless|wood
Doch seht, Leute, was für ein schönes Ding sie aus diesem wertlosen Holz gemacht haben.
And yet look, folks, what a fine thing they made of that worthless wood.
Κάθισαν σ' αυτό το τραπέζι, ο δασάρχης με όλα τα παιδιά.
They sat||||table||forest ranger||||
They sat at this table, the forester and all the children.
Μαζί τους φώναξε να καθίσει κι ο πιο γέρος λοτόμος.
||called||sit||||old|the oldest fisherman
With them, the older lotto man called out to sit down.
---
Εδώ και λίγη ώρα είναι βαριά κουφόβραση.
|||||heavy|heavy humidity
It's been heavy deafening for a while now.
Έξαφνα συννέφιασε.
suddenly|it became cloudy
Την ώρα που είχαν τελειώσει το φαγητό, τα παιδιά ένιωσαν στον αέρα μια παράξενη μυρουδιά.
||||finished|||||felt||||strange|smell
Just as they finished eating, the children felt a strange smell in the air.
Έρχεται θύελλα.
a storm is coming|storm
There's a storm coming.
Γύρισαν και κοίταξαν μακριά· τα πέρα βουνά είχαν χαθεί.
|||far||beyond|mountains|had|disappeared
They turned and looked away; the mountains beyond were gone.
Ομίχλη, σαν χειροπιαστό μαλλί, είχε σταθεί ανάμεσα τ' ουρανού και της γης.
||tangible wool||||||of the sky|||
A mist, like tangible wool, had stood between the sky and the earth.
Η θύελλα νόμιζες πως συλλογιζόταν πού να ορμήσει.
|storm|you thought||was considering|||rush
You thought the storm was contemplating where to pounce.
Για μια στιγμή τράβηξε κατά τον κάμπο, έπειτα άλλαξε δρόμο και γύρισε πίσω κατά το Χλωρό.
|||pulled|||plain||changed|road||||towards||Chloro
For a moment he pulled across the plain, then changed his way and turned back towards Chloro.
Τα δέντρα ανατρίχιασαν, έσκυψαν και κάτι είπαν το ένα με το άλλο.
||shivered|bent down|||said|||||
The trees shuddered, bent down and said something to each other.
---
Άστραψε.
It shone
He glared.
Πέντε χρυσές οχιές στριφογύρισαν με την ουρά στη γη και την κεφαλή στον ουρανό.
five|golden|cobras|twisted|||tail|||||head||sky
Five golden vipers whirled around with their tails on the earth and their heads in the sky.
Ο αέρας κρύωσε έξαφνα.
||got cold|suddenly
Μεγάλο βουητό ακούστηκε.
big|buzzing sound|was heard
There was a great roar.
Ώσπου να τρέξουν μέσα στο σπίτι, η θύελλα έφτασε κι ήθελε να μπει.
until|||||||storm|arrived||it wanted||enter
By the time they ran into the house, the storm was upon them and wanted to get in.
Έσπρωχναν από μέσα τα παιδιά την πόρτα, έσπρωχνε αυτή απέξω.
were pushing|||||||was pushing||
The children were pushing the door from the inside, the door was pushing the door from the outside.
Χρειάστηκε να βάλουν όλα μαζί τη δύναμή τους για να κλείσουν και να συρτώσουν.
It was necessary||put||||||||close|||drag
It took all of them putting their strength together to shut down and crawl.
Η θύελλα τότε πήγε από τα παράθυρα.
|storm|then|went|||windows
The storm then went out the windows.
Τα έσπασε και τα δυο, τα πέταξε κάτω στο πάτωμα κι έχυνε μέσα σωρούς νερό.
|broke|||||threw|||floor||was pouring|inside|piles|water
He broke them both, threw them down on the floor and poured piles of water into them.
---
Από τα σπασμένα παράθυρα φάνηκε έξω χαλασμός.
||broken|windows|it appeared|outside|chaos
From the broken windows there was a commotion outside.
Νερό και χαλάζι στριφογύριζε και χόρευε.
Water|||swirled||danced
Water and hail swirled and danced.
Ήταν σαν να κυλούν βαρέλια γυάλινα.
|||roll|barrels|glass
It was like rolling barrels of glass.
Έσπαζαν αυτά και κυλούσαν απάνω τους άλλα και στα συντρίμματά τους άλλα.
they broke|||were rolling|on|them||||fragments||
Άκουγες σαν τρελό κρότο γυαλιών και καρφιών.
you heard||crazy|crash|glasses||nails
Τα παιδιά, που τα κυνηγούσε το νερό από τα παράθυρα, πήγαιναν στις γωνιές για να φυλαχτούν.
||||was chasing|||||windows|were going||corners|||take cover
Μα ήθελαν και να βλέπουν.
|they wanted|||see
Ήταν γεμάτα φόβο και θαυμασμό.
|full of|fear||admiration
Απέξω χτυπούσαν δυνατά την πόρτα πέντε λοτόμοι.
Outside|were knocking|loudly||door|five|lumberjacks
Σε κάποιο φουντωτό δέντρο εκεί απέξω είχαν κρυφτεί και γλίτωσαν.
|a certain|bushy|tree||outside|they had|||they escaped
Τους άνοιξαν και μπήκαν μέσα.
|opened||they entered|
---
Η θύελλα, αφού πέρασε από ‘κεί, έτρεξε πέρα στην άλλη άκρη από τα Τρίκορφα.
|storm|after|passed|||ran||||edge|||Trikorfos
Έτρεχε μυριάδες μέτρα στο λεπτό.
ran|myriads|||
Έκοψε δέντρα στη μέση σαν σπαθί, ξερίζωσε άλλα, μεγάλοι κορμοί έπεσαν κάτω, άλλοι έμειναν ορθοί, χωρίς κλαρί και φύλλο.
he cut|trees||||sword|uprooted||big|trunks|fell|||remained|upright||branch||leaf
Ένα μικρό πεύκο, που το έβλεπαν να παλεύει με τη θύελλα, τώρα το βλέπουν πάλι ορθό και λυγερό.
||pine tree|||they saw||struggling|||storm|||they see||upright||slender
Σε λίγα λεπτά της ώρας η θύελλα ήταν μακριά.
||minutes||||storm||far
Μόλις φαινόταν πέρα σαν αχνός.
just|it seemed|||mist
Τότε ξανάγινε γαλήνη.
|again became|calm
Φύλλο δε σάλευε.
leaf||moved
Τα δέντρα στάθηκαν σε προσευχή.
|trees|stood||prayer