Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (4)
Το καταλαβαίνετε, άλλη μια φορά, τι σημασία έχει που ήταν όνειρο; Η αγάπη αυτών των αθώων και λαμπρών πλασμάτων μου έκανε αλησμόνητη εντύπωση και νοιώθω πως η αγάπη τους στάζει παντοτινά από κει ‐ πέρα πάνω στην ψυχή μου. Γιατί τους γνώρισα, τους αγάπησα, κι υπόφερα ύστερα γι' αυτούς. Ω, το κατάλαβα αμέσως, απ' την πρώτη στιγμή, πως σε πολλά σημεία δεν τους καταλάβαινα: παραδείγματος χάριν, δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου, εμένα του μοντέρνου Ρώσου προοδευτικού και βρωμισμένου Πετρουπολίτη, πώς μπορούσαν, αυτοί που ξέρανε τόσα και τόσα πράγματα, να περιφρονούν την επιστήμη μας. Μα δεν άργησα να καταλάβω πως η γνώση τους ήτανε τέλεια, πως στηριζόταν και είχε για κανόνες εντελώς άλλες διαισθήσεις απ' τις δικές μας και πως όμοια διαφορετικοί ήτανε κι οι πόθοι τους. Δεν είχαν επιθυμίες και μέσα στη γαλήνη τους δε διψούσανε σαν εμάς να γνωρίσουν τη ζωή, αφού είχανε φτάσει στην κατάσταση της τελειότητας. Μα η γνώση τους ήτανε βαθύτερη και ανώτερη από τη δική μας επιστήμη, γιατί η δική μας επιστήμη ζητάει να εξηγήσει τι είναι η ζωή και προσπαθεί να τη γνωρίσει για να μάθει στους άλλους πώς να ζούνε. Ενώ εκείνοι, δεν είχανε καμιά ανάγκη την επιστήμη, κι αυτό το καταλάβαινα, χωρίς να μπορώ να εννοήσω την γνώση τους. Μου δείχνανε τα δέντρα τους και τους μιλούσανε σα να μιλούσαν σε όντα όμοιά τους. Γιατί, να το ξέρετε, δεν πιστεύω να γελιέμαι σαν λέω πως τους μιλούσανε! Ναι, είχανε ανακαλύψει τη γλώσσα τους, κι είμαι σίγουρος πως και κείνα τους καταλαβαίνανε. Έτσι βλέπανε τη φύση. Με τα ζώα, ζούσανε ειρηνικά, και δεν τους κάνανε κανένα κακό∙ τ' αγαπούσανε, και τα είχανε μερώσει με την αγάπη τους. Μου δείχνανε τ' αστέρια και μου μιλούσανε γι' αυτά, μου λέγανε πράγματα που δεν μπορούσα να τα καταλάβω, μα είμαι βέβαιος πως θα επικοινωνούσανε με τ' αστέρια τ' ουρανού, και όχι μονάχα με τη σκέψη, μα με κάποιο ζωντανό τρόπο! Ω! αυτά τα όντα δεν καταφέρνανε να με κάνουν να τα καταλάβω, μα μ' αγαπούσανε κι έτσι, αλλά ήξερα πως ούτε κείνοι με καταλάβαιναν και γι' αυτό σχεδόν δεν τους μιλούσα για τη γης μας. Φιλούσα μόνο μπροστά τους τη γης όπου ζούσανε, και γω, χωρίς να λέω λέξη, τους λάτρευα. Αυτοί το βλέπανε, κι αφήνανε να τους λατρεύω χωρίς να ντρέπονται για τη λατρεία μου αφού κι οι ίδιοι ήτανε γεμάτοι αγάπη. Δεν λυπόνταν, ακόμα κι όταν τους φιλούσα καμιά φορά με δάκρυα τα πόδια τους, γιατί είχανε στην καρδιά τους τη χαρούμενη βεβαιότητα πως ανταποκρίνονταν στην αγάπη μου, με τη δύναμη της δικής τους της αγάπης. Πολλές φορές αναρωτιόμουν με έκπληξη, πως γινόταν, σ' όλο αυτό το διάστημα, να μην καταφέρουν ούτε μια φορά να προσβάλουν ένα ον σαν εμένα, κι ούτε να ξυπνήσουν μέσα μου αισθήματα ζήλειας και φθόνου. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πως μπορούσα, εγώ ο καυχησιάρης και ψεύτης, και δεν τους μιλούσα για γνώσεις που σίγουρα ούτε ακουστά θα τις είχανε. Πώς δε μουρχόταν η επιθυμία να τους καταπλήξω, έστω κι από αγάπη γι' αυτούς; Παιζογελούσανε χαρούμενοι σα μικρά παιδιά. Περιπλανιόνταν μέσα στα θαυμαστά δασάκια και στα πυκνά δάση τους. Τραγουδούσαν τα όμορφα τραγούδια τους∙ ζούσανε με λαφριά τροφή, με τους καρπούς από τα δέντρα τους, με το μέλι από τα δάση τους και με το γάλα από τις ήμερες κατσίκες τους. Λίγη δουλειά έφτανε για να κερδίζουν την τροφή, και τα ρούχα τους. Ο έρωτας ήταν κοινός και γεννιόντανε παιδιά, μα ποτές μου δεν είδα εκείνη τη σκληρή ηδυπάθεια που χαρακτηρίζει όλα σχεδόν τα όντα του πλανήτη μας, όλα μαζί και το καθένα χωριστά, και που είναι η πηγή σχεδόν όλων των αμαρτημάτων της ανθρωπότητάς μας∙ χαίρονταν σαν ερχόντανε παιδιά στον κόσμο, σαν να ήτανε σύντροφοι σ' αυτό το χαρούμενο γλέντι. Ποτές δε γίνονταν καυγάδες ή ζήλιες ανάμεσά τους, και μάλιστα ούτε καταλάβαιναν τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα. Τα παιδιά τους ήτανε παιδιά ολονώνε, γιατί όλοι τους αποτελούσανε μιαν οικογένεια. Σχεδόν δεν ξέρανε τι θα πει αρρώστια, μ' όλο που ξέρανε το θάνατο, μα στον τόπο τους ο γέρος είχε ήσυχο θάνατο, σα ν' αποκοιμόταν, περιτριγυρισμένος από τους δικούς του, και τους ευλογούσε, τους χαμογελούσε, κι εκείνοι συνοδεύανε αυτή την αγωνία με τα φωτεινά τους χαμόγελα. Ποτέ μου, σ' αυτή την περίπτωση, δεν τους είδα να θλίβονται ή να κλαίνε: ήτανε μόνο μια αύξηση της αγάπης που έφτανε ως την έκσταση, μια γαλήνια έκσταση, είν' αλήθεια, τέλεια και στοχαστική. Θάλεγες πως κι ύστερα από το θάνατο, εξακολουθούσαν να επικοινωνούν με τους νεκρούς τους, και πως τη γήινη ένωση μεταξύ τους δεν τη διέκοπτε ο θάνατος. Σχεδόν δε με κατάλαβαν όταν τους ρώτησα για την αιώνια ζωή∙ μα έβλεπες καλά πως, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, ήτανε τόσο σίγουροι γι' αυτό, που ούτε καν τους ετίθετο αυτό το ζήτημα. Δεν είχαν εκκλησιές και ζούσανε σαν σε αδιάκοπη επικοινωνία με το μεγάλο Παν∙ δεν είχανε θρησκεία, μα ξέρανε πως, αφού θα γέμιζαν με τις χαρές της ζωής ως εκεί που έφταναν τα όρια της γήινης φύσης, τότες γι' αυτούς, και τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, θα γινόταν πλατύτερη η επαφή με το μεγάλο Παν. Και περιμένανε με χαρά αυτή τη στιγμή χωρίς βιάση και χωρίς νοσταλγία, σα να την είχανε κιόλας με τα προαισθήματα της καρδιάς τους, κι αυτά τα προαισθήματα τα ανακοινώνανε ακούραστα ο ένας στον άλλο.
Το βράδυ, πριν κοιμηθούνε, τους άρεσε ν' ακούνε τέλειες χορωδίες. Μ' αυτά τα τραγούδια εξωτερικεύανε όλα τα αισθήματα που τους έδινε η μέρα πούφευγε και την ευλογούσαν αποχαιρετώντας την. Υμνούσανε τη φύση, τη γης, τη θάλασσα, τα δάση. Τους άρεσε να συνθέτουν τραγούδια ο ένας για τον άλλο, να αλληλοεξυμνούνται τραγουδώντας σα μικρά παιδιά, με απλά τραγούδια που, επειδή έρχονταν από την καρδιά, αγγίζανε τις καρδιές τους. Κι ύστερα, φαίνεται πως δε γυρεύανε μόνο με τα τραγούδια τους ν' αρέσουν ο ένας στον άλλο, μα και μ' όλες τις πράξεις της ζωής. Κάτι σαν ερωτική ζέση, καθολική και αμοιβαία τους γέμιζε τον έναν για τον άλλο. Ορισμένοι απ' αυτούς τους επίσημους και θριαμβευτικούς ύμνους μου ήταν ακατανόητοι. Μπορεί να καταλάβαινα τα λόγια, μα ποτέ δεν μπορούσα να εμβαθύνω σ' όλο το νόημά τους. Ήταν σαν απρόσιτο για το μυαλό μου, όμως, η καρδιά μου, χωρίς να το προσέξω, διαποτιζόταν ολοένα και περισσότερο απ' αυτούς. Συχνά τους έλεγα πως άλλοτε, τότε που ζούσα ακόμα στη γη μας, τα είχα προαισθανθεί όλ' αυτά, και μου είχαν αποκαλυφθεί αυτή η χαρά κι αυτή η αγαλλίαση, σα μια νοσταλγική θλίψη που έφτανε καμιά φορά ως τη στενοχώρια∙ πως τους είχαν προαισθανθεί, κι αυτούς και τη δόξα τους, στα ονειροπολήματα της καρδιάς μου και στα όνειρα του νου μου∙ πως συχνά, στη γης μας, δε μπορούσα να δω τον ήλιο που βασίλευε χωρίς να με πάρουν τα κλάματα... πως στο μίσος μου για τους κάτοικους της γης μας, είχα πάντα μέσα μου κάτι σαν κρυφή οδύνη. Γιατί να μην μπορέσω να τους μισήσω αφού δεν τους αγαπούσα, γιατί να μη μπορώ να τους συγχωρήσω, και γιατί να έχει τόση θλίψη η αγάπη μου γι' αυτούς; Γιατί να μη μπορώ να τους αγαπώ χωρίς να τους μισώ ταυτόχρονα; Εκείνοι μ' ακούγανε κι έβλεπα πως δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν στο νόημα αυτών που τους έλεγα: μα δε λυπόμουν που τους τάλεγα, το ήξερα πως καταλάβαιναν τη θλίψη μου που σκεφτόμουν εκείνους που είχα αφήσει! Ναι, τότε με κοιτάζανε με το γλυκό κα γεμάτο αγάπη βλέμμα τους, κι εγώ ένοιωθα μπροστά τους να γίνεται η καρδιά μου όμοια καλή κι αγνή με τη δική τους και δε λυπόμουν που δεν τους καταλάβαινα. Σ' αυτό το αίσθημα της πληρότητας, σταματούσε η ανάσα μου και προσευχόμουν σιωπηλά γι' αυτούς.
Ω! Τώρα όλοι θα γελάνε μαζί μου και θα λένε πως δεν είναι δυνατό να βλέπεις στ' όνειρό σου τόσο μικρές λεπτομέρειες σαν αυτές που περιγράφω τούτη τη στιγμή, και πως στον ύπνο μου δεν είδα και δεν ένοιωσα παρά μόνο το αίσθημα που μου υποκινούσε η καρδιά μου μέσα στο παραλήρημά της όσο για τις λεπτομέρειες, θα λένε πως τις φαντάστηκα μόνος μου μιας και ξύπνησα. Μα κι αν ομολογούσα πως ίσως νάγιναν έτσι τα πράγματα —Θε μου, τι χάχανα θα ξεσηκώνονταν, και πόσο θα ευθυμούσαν όλοι! Βέβαια, κατά τα λεγόμενά τους, βρισκόμουν υπό την επήρεια των αισθημάτων αυτού του ονείρου, γιατί μόνο αυτό είχε διατηρηθεί μέσα στη σπαραγμένη καρδιά μου∙ αντίθετα, οι πραγματικές εικόνες, οι ονειρικές μορφές, εκείνες δηλαδή που πραγματικά είχα ζήσει εκείνη την ώρα, είχανε τέτοια αρμονική τελειότητα, ήτανε τόσο μαγευτικές, τόσο όμορφες μα και τόσο αληθινές, που σαν ξύπνησα δεν είχα τη δύναμη να τις ενσαρκώσω με τα αδύναμα λόγια μου, κι έτσι σταμάτησαν μέσα στο νου μου, και έτσι μπορούσα θαυμάσια να αναγκαστώ εγώ ο ίδιος, ασυναίσθητα, να ανασυγκροτήσω ύστερα τις λεπτομέρειές τους, και, εννοείται, παραμορφώνοντάς τες, εξ αιτίας προπαντός του φλογερού πόθου που είχα να τις ανακοινώσω όσο γινόταν γρηγορότερα, και όπως‐όπως. Μα και πώς να μην πιστέψω πως όλ' αυτά συνέβησαν πραγματικά; Ναι, ίσως τόνειρο να ήτανε χίλιες φορές πιο εκθαμβωτικό και πιο χαρούμενο απ' όσο μπορώ να το αποδώσω. Μάθετε λοιπόν, πως θα σας εμπιστευθώ ένα μυστικό. Ίσως νάτανε μόνο όνειρο! Γιατί έγινε κάτι, κάτι τόσο φριχτά αληθινά που δεν μπορεί να ήταν όνειρο. Αν παραδεχτώ πως αυτό το όνειρο γεννήθηκε στην καρδιά μου, θα είχε τάχα η καρδιά μου τη δύναμη να φανερώσει τη φριχτή αλήθεια που μου συνέβη αργότερα; Πώς μπορούσα να το φανταστώ μόνος μου ή να το ονειρευτώ στην καρδιά μου; Είναι ποτέ δυνατό η φτωχή παιδιάστικη καρδιά μου, το ιδιότροπο και κενό πνεύμα μου να μπόρεσαν να υψωθούν ως την ανακάλυψη της αλήθειας; Κρίνετέ το και μόνοι σας∙ ως τα τώρα τόκρυβα, μα τώρα θα πω όλη την αλήθεια. Γιατί, πραγματικά... τους διέφθειρα όλους!