×

我们使用 cookie 帮助改善 LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 03. Γ'. Το νικημένο θηρίο

03. Γ'. Το νικημένο θηρίο

Οι δύο φίλοι πέρασαν τη μέρα στο δωμάτιο τους. Το σχέδιο της φυγής ήταν απλό όσο και τολμηρό. Να βγουν τη νύχτα στον κήπο, να τραβήξουν κατά το πυκνότερο μέρος του δάσους, να πάρουν τα μονοπάτια του Πέτρινου, που απλώνεται πλάγι στη λίμνη της Αχρίδας, και, κρυμμένοι μέσα στις πυκνές καρυδιές και βαλανιδιές που σκεπάζουν το βουνό, από κορυφή σε κορυφή περπατώντας μόνο τη νύχτα, μακριά από χώρες και στρατιωτικούς δρόμους, να φθάσουν ως τη Θεσσαλονίκη.

Τώρα ήταν πια ήσυχοι. Είχαν πάρει την απόφαση να φύγουν.

Ήξεραν πως αν τους έπιαναν η ποινή θα ήταν θάνατος. Αλλά τη θυσία της ζωής τους την είχαν κάνει από καιρό, και ο θάνατος τους φαίνουνταν προτιμότερος από την αγωνία που είχαν περάσει τις τελευταίες εκείνες μέρες με τα νέα του πολέμου.

Η νίκη του Σαμουήλ είχε εξάψει τα μυαλά των Βουλγάρων.

Από το πρωί έπιναν και τραγουδούσαν. Η χώρα ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι.

Η ιδέα πως ο Βασιλέας τους έφερνε τόσους θησαυρούς μαζεμένους από την Ελλάδα στη φτωχιά όσο και άγρια πατρίδα τους, τους είχε μεθύσει περισσότερο ακόμα και από το κρασί. Από στόμα σε στόμα μεγάλωναν όλο και περισσότερο τα κατορθώματα του στρατού τους και αύξανε ο αριθμός των αιχμαλώτων που έσερνε ο Σαμουήλ πίσω του, στη θριαμβευτική του πορεία μέσα από την Ελλάδα.

Προς το βράδυ ο θόρυβος μεγάλωσε ακόμα. Το παλάτι αντηχούσε από τραγούδια και φωνές. Οι στρατιώτες της φρουράς, μαζεμένοι στις ταβέρνες, ξεχνούσαν την ώρα της φυλακής.

Τα φρούρια ήταν έρημα, αφύλαχτα.

— Λες και συνωμοτούν μαζί μας, πως θέλουν να ευκολύνουν τη φυγή μας, είπε σιγά ο Ασώτης του Αλέξιου, που ήταν σκυμμένος μαζί του στο παράθυρο. Δες, ούτε ένας άνθρωπος δε φαίνεται στις επάλξεις. Οι φρουροί εγκατέλειψαν τους πύργους, τα γεφύρια και τις πύλες. Το φρούριο είναι νεκρό.

— Ο Κύριος θα μας βοηθήσει, ψιθύρισε ο Αλέξιος. Σε λίγη ώρα το σκοτάδι θα είναι πυκνό. Μα φλόγα οδηγήτρα θα έχομε την ελπίδα πως θα ξαναδούμε τη γλυκιά πατρίδα…

Η νύχτα εκείνη ήταν σκοτεινή. Η ώρα είχε έλθει. Ο Αλέξιος έκρυψε ένα μαχαίρι στον κόρφο του και τυλίχθηκε στον μανδύα του.

— Έχεις όπλο; ρώτησε τον Ασώτη.

— Ναι. Το ενθύμιο του πατέρα μου.

— Πάμε.

Με προσοχή άνοιξαν την πόρτα και βγήκαν στον έρημο και σκοτεινό διάδρομο, όπου ο φρουρός είχε ξεχάσει ν' ανάψει το φανάρι.

Σιωπηλά προχώρησαν κατά την έξοδο.

Η πόρτα είχε μείνει ξεκλείδωτη και ο φρουρός έλειπε.

— Η Παναγιά, μας προστατεύει! ψιθύρισε ο Ασώτης.

— Σιωπή κι εμπρός… αποκρίθηκε επίσης χαμηλόφωνα ο Αλέξιος.

Βγήκαν στο περιβόλι. Τ' άστρα έφεγγαν καθαρά κι ολόχρυσα στο φθινοπωριάτικο ουρανό, αλλά τα παράθυρα του παλατιού ήταν τόσο φωτισμένα, που έξω η αφέγγαρη νύχτα φαίνουνταν πιο σκοτεινή.

Προσεκτικά πήγαιναν οι δυο φίλοι, χωρίς ν' απομακρύνουνται από τα δέντρα του κήπου.

Έξαφνα ο Ασώτης, που περπατούσε πρώτος, σταμάτησε.

— Τι τρέχει; ψιθύρισε ο Αλέξιος.

Ο Ασώτης πλησίασε και, με το στόμα στο αυτί του άλλου, ρώτησε:

— Δεν άκουσες τίποτα;

— Όχι.

— Και όμως κάποιος μας ακολουθεί.

Ο Αλέξιος έβαλε το χέρι στον κόρφο του κι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού του.

— Ο θάνατος μας θα τους στοιχίσει ακριβά, μουρμούρισε.

— Έννοια σου… το μαχαίρι του πατέρα μου ξέρει από τέτοιους λογαριασμούς.

Ακίνητοι ακροάζουνταν οι δυο φίλοι κρατώντας την αναπνοή τους.

Γύρω η σιωπή ήταν απόλυτη. Μόνο πού και πού κανένας απόμακρος ήχος έφθανε ως αυτούς από το μέρος του παλατιού, όπου στρατιώτες και αξιωματικοί εξακολουθούσαν να πίνουν και να χαίρουνται για τη νίκη του Σαμουήλ.

Ο Ασώτης προχώρησε μερικά βήματα και σταμάτησε ν' ακούσει. Ο Αλέξιος τον ακολούθησε. Και πάλι έκαναν μερικά βήματα, και πάλι σταμάτησαν.

Τίποτα δεν ακούουνταν.

— Θα γελάστηκες, είπε σιγά ο Αλέξιος, είμαστε μόνοι εδώ…

— Και όμως… μουρμούρισε ο Ασώτης, είμαι βέβαιος πως ήταν περπάτημα.

Πήγαιναν με προσοχή, από δέντρο σε δέντρο, κατά το δάσος. Αν πρόφθαιναν να φθάσουν ως εκεί απαρατήρητοι, θα ήταν ελεύθεροι. Είχαν πια απομακρυνθεί αρκετά από το παλάτι και περπατούσαν προσεκτικά μα γρηγορότερα, όταν ο Ασώτης σταμάτησε απότομα.

— Πάλι… είπε σιγά. Δεν τ' άκουσες;

— Πού;

— Πίσω μας, μες στα χαμόδεντρα…

Ο Αλέξιος γύρισε πίσω μερικά βήματα και χώρισε τα κλαδιά να δει καλύτερα. Κάτι άσπρισε μες στους θάμνους. Του φάνηκε σαν γυναικείο φόρεμα.

Πριν όμως καλοκαταλάβει τι τρέχει, δυο άντρες βγήκαν από τα πυκνά δέντρα σε άλλο μέρος του δρόμου και ρίχθηκαν απάνω στον Ασώτη. Ο Ασώτης δεν είχε προφθάσει να βγάλει το μαχαίρι του. Μα ήταν παλικάρι και δυνατός, δεν ήταν εύκολο να τον καταπονέσουν. Στο θαμπό φως της αστροφεγγιάς, ο Αλέξιος αναγνώρισε βουλγάρικες στολές. Και, αν και πολύ κουρελιασμένες, είδε πως ήταν από τη βασιλική σωματοφυλακή.

Έτρεξε να βοηθήσει το φίλο του και, σφίγγοντας το μαχαίρι του, ζύγωσε το νεώτερο που πάλευε με τον Ασώτη και τον έπιασε από το λαιμό.

— Πρόσεξε, Ρωμανέ! φώναξε ο άλλος Βούλγαρος, άνθρωπος ηλικιωμένος, με μακριά άσπρα γένια. Πρόσεξε! Αυτός είναι οπλισμένος.

— Δυο με δυο, είπε ο Αλέξιος, βάστα, αδελφέ, δικοί μας είναι!

Μα την ίδια στιγμή μεταξύ τους ρίχθηκε μια γυναίκα.

— Κάτω τα όπλα! είπε επιτακτικά. Εγώ προστάζω εδώ. Δε θέλω να χυθεί αίμα.

Όλους τούς ξάφνισε η φωνή της. Μα πρώτος συνήλθε από τη σάστισή του ο πιο ηλικιωμένος και θέλησε να την παραμερίσει. Καθώς όμως την πλησίασε και την είδε, έβγαλε μια χαρούμενη φωνή και την άρπαξε στην αγκαλιά του. Εκείνη τρόμαξε, θέλησε ν' αντισταθεί.

Ρίχθηκε πίσω, τον κοίταξε και τον αναγνώρισε.

— Πατέρα! φώναξε. Με το χέρι τής σκέπασε κείνος το στόμα.

— Σώπα! Μη λες ονόματα!

— Πατέρα, εσύ!… επανέλαβε πιο σιγά. Και ο σύντροφος σου ποιος είναι;… Ρωμανέ, μην είσαι συ;

— Εγώ είμαι, είπε απότομα ο νέος. Μα δε μου λες εσύ, γιατί είσ' εδώ με τους δυο αυτούς αιχμαλώτους την ώρα που γυρεύουν να δραπετέψουν;

Ο Ασώτης κι ο Αλέξιος είχαν αναγνωρίσει τη βασιλοπούλα, τον Σαμουήλ και τον Ρωμανό. Κατάλαβαν πως ήταν χαμένοι, πως η μαρτυρία της βασιλοπούλας θα τους έστελνε στο θάνατο. Μα ήταν αποφασισμένοι να μην παραδοθούν, και να πέσουν πολεμώντας σαν παλικάρια. Η βασιλοπούλα κοίταξε τον πατέρα της με μάτια λαφιασμένα και απέφυγε ν' απαντήσει του αδελφού της.

— Πώς έφθασες μόνος, έτσι, από το δάσος, πατέρα; ρώτησε.

— Πες μου εσύ καλύτερα· γιατί δεν είναι κανένας φρουρός στη θέση του, στα έξω τείχη; αντερώτησε ο Σαμουήλ. Κι εξήγησε μου γιατί βρίσκεσαι μονάχη εδώ, μ' αυτούς τους δυο ξένους;

Η Μιροσλάβα έριξε μια ματιά του Ασώτη, κατάλαβε πως βαστούσε στα χέρια της τη ζωή των δυο Ελλήνων και πήρε την απόφαση της.

— Αυτοί οι δύο ξένοι είναι αξιωματικοί της συνοδείας μου, δεν το ξέρεις; είπε με θάρρος, ενώ η καρδιά της χτυπούσε τρελά στα στήθη της. Βγήκα να κάνω το βραδινό μου περίπατο, κι επειδή η βραδιά ήταν όμορφη, έμεινα λίγο περισσότερο. Οι δυο αυτοί αξιωματικοί με συνοδεύουν.

— Και μεταξύ σε τόσους άλλους, αυτούς μονάχα διάλεξες για συντροφιά; ρώτησε σαρκαστικά ο Ρωμανός.

— Δεν τους διάλεξα εγώ, είπε η Μιροσλάβα, μα είναι οι μόνοι που μου έμειναν. Οι άλλοι δεν αδειάζουν. Όλοι τραγουδούν και πίνουν εκεί μέσα· και με το χέρι έδειξε το φωτισμένο παλάτι, μισοκρυμμένο πίσω από τα δέντρα. Και πανηγυρίζουν τη νίκη σου, πατέρα, και την καταστροφή των Βυζαντινών.

— Τη νίκη μου! φώναξε ο Σαμουήλ και με πνιγμένη φωνή επανέλαβε: Τη νίκη μου!…

— Ναι, τη νίκη σου, πατέρα. Από το πρωί που έφθασε η είδηση, όλη η χώρα είναι ανάστατη. Άντρες και γυναίκες πίνουν και τραγουδούν και χαίρουνται. Δε βλέπεις; Ούτε ένας στρατιώτης δε φαίνεται πουθενά! Μόνο τούτοι οι δυο ξένοι, όπως τους λες, μου έμειναν για συνοδεία…

— Ποιος έφερε την είδηση; διέκοψε ο Ρωμανός με σουφρωμένα φρύδια.

— Δεν ξέρω… Κανένας δεν ξέρει, είπε η Μιροσλάβα τρομαγμένη με το ύφος του αδελφού της. Όλος ο κόσμος όμως το λέγει…

Ο Σαμουήλ άρπαξε το κεφάλι του στα χέρια του. Ένα παράπονο βαθύ, σα μουγκρητό, ξέφυγε.

— Αλίμονο μου! βόγγησε.

Ρίχτηκε καταγής στα χόρτα, έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια κι έκλαψε με αναφιλητά που τάραζαν όλο του το κορμί.

Ο Αλέξιος είχε πάρει το χέρι του φίλου του και το έσφιγγε δυνατά. Η επιστροφή του Σαμουήλ, που έφθανε μονάχος με το γιο του, τα κουρελιασμένα ρούχα τους, τα κλάματα του πατέρα και το σκοτεινιασμένο πρόσωπο του γιού, όλα μαζί τον έκαναν να υποψιάζεται πως ίσως η νίκη δεν ήταν από το μέρος των Βουλγάρων.

Η Μιροσλάβα ταραγμένη γονάτισε πλάγι στον πατέρα της, και γύρευε με τα χάδια της και τα φιλιά της να τον ησυχάσει.

— Πατέρα, πες μου τι έχεις; Γιατί κλαις έτσι, εσύ που φθάνεις νικητής;

Ο Σαμουήλ μισοσηκώθηκε και απότομα την έσπρωξε από κοντά του.

— Σώπα! είπε άγρια. Δε φθάνω νικητής. Φθάνω νικημένος, τσακισμένος, ντροπιασμένος, χωρίς ένα στρατιώτη, με τα ρούχα μόνο που φορώ και που τα πήρα από έναν πεθαμένο σωματοφύλακα, για να μη με γνωρίσουν από τη στολή μου πως ήμουν ο Σαμουήλ, εγώ, πληγωμένος, πεινασμένος, ελεεινός! Εγώ, το θηρίο των βουνών της Βουλγαρίας!…

Το μάτι του έπεσε στους δυο νέους που στέκουνταν εκεί κοντά, χέρι με χέρι, και άκουαν την ξομολόγησή του.

— Τ' ακούσατε σεις, Έλληνες; εξακολούθησε ο Σαμουήλ, τρέμοντας από την αναστάτωση της ψυχής του. Χαρείτε που η καταστροφή εσύντριψε τώρα τον ακαταμάχητο εχθρό σας, εμένα που νίκησα τον Βασίλειο σας στην Τριαδίτσα. Χαρείτε τώρα! Γιατί θα έλθει πάλι η ώρα μου! Ο Σαμουήλ δεν πέθανε ακόμα! Και όσο ζει… ας τρέμει το Βυζάντιο!

Ο Ρωμανός, βλέποντας τον πατέρα του να εξάπτεται όλο και περισσότερο, είπε της αδελφής του να τους οδηγήσει στο παλάτι με τρόπο που να μην τους δει κανείς.

— Πρέπει ν' αλλάξουμε ρούχα και να σκεφθούμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος ν' αναγγείλομε την κακή είδηση, της είπε.

Η Μιροσλάβα πρότεινε να έλθουν όλοι στα δωμάτια της, και παρήγγειλε του Ασώτη να πάει μπρος, να δει αν έμενε ακόμα αφύλαχτη η πόρτα απ' όπου είχαν βγει. Ο Σαμουήλ συνταράχτηκε.

— Γιατί αφύλαχτη; ρώτησε. Πού είναι ο φρουρός;

— Σου το είπα, όλοι πίνουν, αξιωματικοί και στρατιώτες, αποκρίθηκε η βασιλοπούλα. Δεν έμειναν παρά τούτοι οι δυο πιστοί μου αξιωματικοί για την υπηρεσία μου.

Φώναξε τον Ασώτη να του δώσει τις οδηγίες της. Στα σκοτεινά, κρυφά, έσκυψ' εκείνος και φίλησε βιαστικά το χέρι της.

— Η ζωή μας και των δυο είναι δική σου, είπε. Κι έφυγε να κάνει την παραγγελία της.

Ήταν προχωρημένη η νύχτα, όταν ο Ασώτης και ο Αλέξιος βρέθηκαν πάλι μόνοι, κλεισμένοι στο δωμάτιο τους.

— Δεν ήταν γραφτό μας να ξαναδούμε την πατρίδα, είπε με πίκρα ο Ασώτης.

Ο Αλέξιος περπατούσε σιωπηλά και συλλογισμένος, απάνω-κάτω στην κάμαρα.

Σταμάτησε μπρος στο φίλο του.

— Τι να σου πω; είπε ζωηρά. Όλα φαίνουνται μαύρα για μας, και η ελευθερία μας χαμένη για πάντα. Και όμως κάτι μου λέει πως δεν πρέπει ν' απελπιζόμαστε.

— Τι περιμένεις ακόμα;

— Δεν ξέρω, μα κάτι περιμένω. Δε βρίσκεις παράξενα όσα έτυχαν απόψε;

— Παράξενα, ναι, μα τι μπορούν να μας βοηθήσουν όλα αυτά;

— Θυμάσαι πως άμα πρωτοβγήκαμε άκουσες βήματα πίσω μας μες στα δέντρα; ρώτησε ο Αλέξιος.

— Ναι! Ήταν η βασιλοπούλα που σεριάνιζε στα περιβόλια.

— Και μας είδε βέβαια την ώρα που βγήκαμε, αφού μας ακολούθησε. Και όμως δε φώναξε κανένα να μας πιάσει.

— Λοιπόν;

— Λοιπόν, όταν αναγνώρισε τον Σαμουήλ και δεν είχε παρά μια λέξη να πει για να χαθούμε, όχι μόνο δεν την είπε, αλλά και ψέμα είπε για να μας σώσει.

— Και ύστερα; ρώτησε νευρικά ο Ασώτης.

— Ύστερα;… Ίσως στο τέλος μας βγάλει η ίδια η Μιροσλάβα από δω… Κατάλαβες;

Ο Ασώτης άρχισε να περπατά πάνω-κάτω, όπως πρώτα ο Αλέξιος.

— Σα να ονειρεύεσαι, είπε συλλογισμένος. Μα είναι στη φύση σου να ελπίζεις πάντα.

Ο Αλέξιος γέλασε.

— Ναι, ελπίζω πάντα, αποκρίθηκε. Και ίσως αυτή τη φορά να μην ελπίζω στα χαμένα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

03. Γ'. Το νικημένο θηρίο ||defeated| text03

Οι δύο φίλοι πέρασαν τη μέρα στο δωμάτιο τους. The|two|friends|spent|the|day|in the|room|their The two friends spent the day in their room. Το σχέδιο της φυγής ήταν απλό όσο και τολμηρό. The|plan|of|escape|was|simple|as|and|bold The escape plan was as simple as it was bold. Να βγουν τη νύχτα στον κήπο, να τραβήξουν κατά το πυκνότερο μέρος του δάσους, να πάρουν τα μονοπάτια του Πέτρινου, που απλώνεται πλάγι στη λίμνη της Αχρίδας, και, κρυμμένοι μέσα στις πυκνές καρυδιές και βαλανιδιές που σκεπάζουν το βουνό, από κορυφή σε κορυφή περπατώντας μόνο τη νύχτα, μακριά από χώρες και στρατιωτικούς δρόμους, να φθάσουν ως τη Θεσσαλονίκη. To|go out|the|night|in the|garden|to|head|towards|the|densest|part|of the|forest|to|take|the|paths|of the|Stone|which|stretches|sideways|to the|lake|of the|Ohrid|and|hidden|inside|in the|dense|walnut trees|and|oak trees|that|cover|the|mountain|from|peak|to|peak|walking|only|the|night|far away|from|countries|and|military|roads|to|reach|as far as|the|Thessaloniki To go out at night to the garden, to head towards the densest part of the forest, to take the paths of the Stone, which stretches alongside Lake Ohrid, and, hidden among the dense walnut and oak trees that cover the mountain, walking from peak to peak only at night, far from countries and military roads, to reach Thessaloniki.

Τώρα ήταν πια ήσυχοι. Now|were|no longer|quiet Now they were finally quiet. Είχαν πάρει την απόφαση να φύγουν. They had|taken|the|decision|to|leave They had made the decision to leave.

Ήξεραν πως αν τους έπιαναν η ποινή θα ήταν θάνατος. They knew|that|if|them|caught|the|penalty|would|be|death They knew that if they were caught, the penalty would be death. Αλλά τη θυσία της ζωής τους την είχαν κάνει από καιρό, και ο θάνατος τους φαίνουνταν προτιμότερος από την αγωνία που είχαν περάσει τις τελευταίες εκείνες μέρες με τα νέα του πολέμου. But|the|sacrifice|of their|life|them|it|had|made|long|ago|and|the|death|them|seemed|preferable|than|the|agony|that|had|endured|the|last|those|days|with|the|news|of the|war But they had long made the sacrifice of their lives, and death seemed preferable to them than the anguish they had endured in those last days with the news of the war.

Η νίκη του Σαμουήλ είχε εξάψει τα μυαλά των Βουλγάρων. The|victory|of|Samuel|had|ignited|the|minds|of the|Bulgarians Samuel's victory had ignited the minds of the Bulgarians.

Από το πρωί έπιναν και τραγουδούσαν. From|the|morning|they drank|and|they sang Since morning they had been drinking and singing. Η χώρα ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι. The|country|was|a|big|celebration The country was one big celebration.

Η ιδέα πως ο Βασιλέας τους έφερνε τόσους θησαυρούς μαζεμένους από την Ελλάδα στη φτωχιά όσο και άγρια πατρίδα τους, τους είχε μεθύσει περισσότερο ακόμα και από το κρασί. The|idea|that|the|King|their|brought|so many|treasures|gathered|from|the|Greece|to the|poor|as|and|wild|homeland|their|them|had|intoxicated|more|even|and|from|the|wine The idea that their King was bringing them so many treasures gathered from Greece to their poor yet wild homeland had intoxicated them even more than the wine. Από στόμα σε στόμα μεγάλωναν όλο και περισσότερο τα κατορθώματα του στρατού τους και αύξανε ο αριθμός των αιχμαλώτων που έσερνε ο Σαμουήλ πίσω του, στη θριαμβευτική του πορεία μέσα από την Ελλάδα. From|mouth|to|mouth|grew|more|and|more|the|achievements|of|army|their|and|increased|the|number|of|prisoners|who|dragged|the|Samuel|behind|his|in the|triumphant|his|march|through|from|the|Greece From mouth to mouth, the exploits of their army grew larger and larger, and the number of prisoners that Samuel dragged behind him increased during his triumphant march through Greece.

Προς το βράδυ ο θόρυβος μεγάλωσε ακόμα. Towards|the|evening|the|noise|grew|even more By evening, the noise grew even louder. Το παλάτι αντηχούσε από τραγούδια και φωνές. The|palace|echoed|with|songs|and|voices The palace echoed with songs and voices. Οι στρατιώτες της φρουράς, μαζεμένοι στις ταβέρνες, ξεχνούσαν την ώρα της φυλακής. The|soldiers|of the|guard|gathered|in the|taverns|forgot|the|time|of the|watch The guards' soldiers, gathered in the taverns, forgot the time of their watch.

Τα φρούρια ήταν έρημα, αφύλαχτα. The|fortresses|were|deserted|unguarded The fortresses were deserted, unguarded.

— Λες και συνωμοτούν μαζί μας, πως θέλουν να ευκολύνουν τη φυγή μας, είπε σιγά ο Ασώτης του Αλέξιου, που ήταν σκυμμένος μαζί του στο παράθυρο. You say|and|conspire|with|us|how|they want|to|facilitate|our|departure|us|said|quietly|the|Asotis|of|Alexios|who|was|bent down|with|him|at the|window — It’s as if they conspire with us, wanting to facilitate our escape, said quietly Alexios' Asoitis, who was bent over with him at the window. Δες, ούτε ένας άνθρωπος δε φαίνεται στις επάλξεις. See|not even|one|man|not|is seen|on the|ramparts Look, not a single person is visible on the ramparts. Οι φρουροί εγκατέλειψαν τους πύργους, τα γεφύρια και τις πύλες. The|guards|abandoned|the|towers|the|bridges|and|the|gates The guards have abandoned the towers, the bridges, and the gates. Το φρούριο είναι νεκρό. The|fortress|is|dead The fortress is dead.

— Ο Κύριος θα μας βοηθήσει, ψιθύρισε ο Αλέξιος. The|Lord|will|us|help|whispered|the|Alexios — The Lord will help us, Alexios whispered. Σε λίγη ώρα το σκοτάδι θα είναι πυκνό. In|little|time|the|darkness|will|be|dense In a little while, the darkness will be thick. Μα φλόγα οδηγήτρα θα έχομε την ελπίδα πως θα ξαναδούμε τη γλυκιά πατρίδα… But|flame|guiding|will|we have|the|hope|that|will|see again|the|sweet|homeland But the guiding flame will be the hope that we will see our sweet homeland again…

Η νύχτα εκείνη ήταν σκοτεινή. The|night|that|was|dark That night was dark. Η ώρα είχε έλθει. The|hour|had|come The time had come. Ο Αλέξιος έκρυψε ένα μαχαίρι στον κόρφο του και τυλίχθηκε στον μανδύα του. The|Alexios|hid|a|knife|in the|bosom|his|and|wrapped himself|in the|cloak|his Alexios hid a knife in his bosom and wrapped himself in his cloak.

— Έχεις όπλο; ρώτησε τον Ασώτη. Do you have|weapon|asked|the|Asoti — Do you have a weapon? he asked Asotis.

— Ναι. Yes — Yes. Το ενθύμιο του πατέρα μου. The|memento|of|father|my My father's memento.

— Πάμε. Let's go — Let's go.

Με προσοχή άνοιξαν την πόρτα και βγήκαν στον έρημο και σκοτεινό διάδρομο, όπου ο φρουρός είχε ξεχάσει ν' ανάψει το φανάρι. With|caution|they opened|the|door|and|they exited|into the|deserted|and|dark|corridor|where|the|guard|had|forgotten||light|the|lantern They carefully opened the door and stepped into the deserted and dark corridor, where the guard had forgotten to light the lantern.

Σιωπηλά προχώρησαν κατά την έξοδο. Silently|they proceeded|during|the|exit They silently moved towards the exit.

Η πόρτα είχε μείνει ξεκλείδωτη και ο φρουρός έλειπε. The|door|had|remained|unlocked|and|the|guard|was absent The door had been left unlocked and the guard was missing.

— Η Παναγιά, μας προστατεύει! The|Virgin Mary|us|protects — The Virgin Mary protects us! ψιθύρισε ο Ασώτης. whispered|the|Asotis whispered the Asoti.

— Σιωπή κι εμπρός… αποκρίθηκε επίσης χαμηλόφωνα ο Αλέξιος. Silence|and|forward|replied|also|softly|the|Alexios — Silence and forward... Alexios also replied quietly.

Βγήκαν στο περιβόλι. They went out|to the|orchard They went out into the garden. Τ' άστρα έφεγγαν καθαρά κι ολόχρυσα στο φθινοπωριάτικο ουρανό, αλλά τα παράθυρα του παλατιού ήταν τόσο φωτισμένα, που έξω η αφέγγαρη νύχτα φαίνουνταν πιο σκοτεινή. |stars|shone|clearly|and|completely golden|in the|autumn|sky|but|the|windows|of the|palace|were|so|lit|that|outside|the|moonless|night|appeared|more|dark The stars shone clearly and golden in the autumn sky, but the windows of the palace were so lit that outside the moonless night seemed darker.

Προσεκτικά πήγαιναν οι δυο φίλοι, χωρίς ν' απομακρύνουνται από τα δέντρα του κήπου. Carefully|walked|the|two|friends|without||stray|from|the|trees|of the|garden The two friends walked carefully, without straying from the trees of the garden.

Έξαφνα ο Ασώτης, που περπατούσε πρώτος, σταμάτησε. Suddenly|the|Asotis|who|was walking|first|stopped Suddenly, the Prodigal, who was walking first, stopped.

— Τι τρέχει; ψιθύρισε ο Αλέξιος. What|is happening|whispered|the|Alexios — What's wrong? whispered Alexios.

Ο Ασώτης πλησίασε και, με το στόμα στο αυτί του άλλου, ρώτησε: The|Asotis|approached|and|with|the|mouth|to|ear|of|another|asked The Prodigal leaned closer and, with his mouth to the other's ear, asked:

— Δεν άκουσες τίποτα; Did not|you hear|anything — Did you hear anything?

— Όχι. No — No.

— Και όμως κάποιος μας ακολουθεί. And|yet|someone|us|follows — And yet someone is following us.

Ο Αλέξιος έβαλε το χέρι στον κόρφο του κι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού του. The|Alexios|put|the|hand|in the|bosom|his|and|grabbed|the|handle|of the|knife|his Alexios put his hand on his chest and grabbed the handle of his knife.

— Ο θάνατος μας θα τους στοιχίσει ακριβά, μουρμούρισε. The|death|our|will|them|cost|dearly|murmured — Our death will cost them dearly, he murmured.

— Έννοια σου… το μαχαίρι του πατέρα μου ξέρει από τέτοιους λογαριασμούς. meaning|to you|the|knife|of|father|my|knows|about|such|accounts — You mean... my father's knife knows about such accounts.

Ακίνητοι ακροάζουνταν οι δυο φίλοι κρατώντας την αναπνοή τους. motionless|were listening intently|the|two|friends|holding|their|breath|them The two friends stood still, holding their breath.

Γύρω η σιωπή ήταν απόλυτη. Around|the|silence|was|absolute Around them, the silence was absolute. Μόνο πού και πού κανένας απόμακρος ήχος έφθανε ως αυτούς από το μέρος του παλατιού, όπου στρατιώτες και αξιωματικοί εξακολουθούσαν να πίνουν και να χαίρουνται για τη νίκη του Σαμουήλ. Only|now and then|and||no one|distant|sound|reached|to|them|from|the|part|of the|palace|where|soldiers|and|officers|continued|to|drink|and|to|rejoice|for|the|victory|of the|Samuel Only now and then, some distant sound reached them from the part of the palace, where soldiers and officers continued to drink and celebrate Samuel's victory.

Ο Ασώτης προχώρησε μερικά βήματα και σταμάτησε ν' ακούσει. The|Asotis|walked|a few|steps|and|stopped||listen The Outlaw took a few steps forward and stopped to listen. Ο Αλέξιος τον ακολούθησε. The|Alexios|him|followed Alexios followed him. Και πάλι έκαναν μερικά βήματα, και πάλι σταμάτησαν. And|again|they took|some|steps|and|again|they stopped And again they took a few steps, and again they stopped.

Τίποτα δεν ακούουνταν. Nothing|not|was heard Nothing could be heard.

— Θα γελάστηκες, είπε σιγά ο Αλέξιος, είμαστε μόνοι εδώ… will|laugh|said|quietly|the|Alexios|we are|alone|here — You must be mistaken, Alexios said quietly, we are alone here…

— Και όμως… μουρμούρισε ο Ασώτης, είμαι βέβαιος πως ήταν περπάτημα. And|yet|murmured|the|Asotis|I am|certain|that|was|walking — And yet… murmured the Outcast, I am sure it was footsteps.

Πήγαιναν με προσοχή, από δέντρο σε δέντρο, κατά το δάσος. They were going|with|caution|from|tree|to|tree|through|the|forest They were moving carefully, from tree to tree, through the forest. Αν πρόφθαιναν να φθάσουν ως εκεί απαρατήρητοι, θα ήταν ελεύθεροι. If|they arrived|to|reach|as|there|unnoticed|they would be|were|free If they managed to reach there unnoticed, they would be free. Είχαν πια απομακρυνθεί αρκετά από το παλάτι και περπατούσαν προσεκτικά μα γρηγορότερα, όταν ο Ασώτης σταμάτησε απότομα. They had|already|distanced|quite a bit|from|the|palace|and|they walked|carefully|but|faster|when|the|Asotis|stopped|suddenly They had already moved quite far from the palace and were walking carefully but faster, when the Asoti stopped abruptly.

— Πάλι… είπε σιγά. Again|he said|quietly — Again… he said quietly. Δεν τ' άκουσες; Did not||you hear Did you not hear it?

— Πού; Where — Where?

— Πίσω μας, μες στα χαμόδεντρα… Behind|us|among|in the|wild trees — Behind us, in the brambles…

Ο Αλέξιος γύρισε πίσω μερικά βήματα και χώρισε τα κλαδιά να δει καλύτερα. The|Alexios|turned|back|a few|steps|and|separated|the|branches|to|see|better Alexios took a few steps back and parted the branches to see better. Κάτι άσπρισε μες στους θάμνους. Something|turned white|inside|in the|bushes Something white shone among the bushes. Του φάνηκε σαν γυναικείο φόρεμα. To him|seemed|like|women's|dress It looked like a woman's dress.

Πριν όμως καλοκαταλάβει τι τρέχει, δυο άντρες βγήκαν από τα πυκνά δέντρα σε άλλο μέρος του δρόμου και ρίχθηκαν απάνω στον Ασώτη. Before|however|he fully understands|what|is happening|two|men|came out|from|the|dense|trees|in|another|part|of the|road|and|they threw themselves|upon|on the|Asoti But before he could fully understand what was happening, two men emerged from the dense trees in another part of the road and pounced on Asotis. Ο Ασώτης δεν είχε προφθάσει να βγάλει το μαχαίρι του. The|Asotis|not|had|managed|to|draw|his|knife|his Asotis had not managed to draw his knife. Μα ήταν παλικάρι και δυνατός, δεν ήταν εύκολο να τον καταπονέσουν. But|he was|brave man|and|strong|not|was|easy|to|him|overwhelm But he was a strong and brave man, it was not easy to overpower him. Στο θαμπό φως της αστροφεγγιάς, ο Αλέξιος αναγνώρισε βουλγάρικες στολές. In the|dim|light|of the|starlight|the|Alexios|recognized|Bulgarian|uniforms In the dim light of the starlight, Alexios recognized Bulgarian uniforms. Και, αν και πολύ κουρελιασμένες, είδε πως ήταν από τη βασιλική σωματοφυλακή. And|if|and|very|tattered|he saw|that|they were|from|the|royal|guard And, although very tattered, he saw that they were from the royal bodyguard.

Έτρεξε να βοηθήσει το φίλο του και, σφίγγοντας το μαχαίρι του, ζύγωσε το νεώτερο που πάλευε με τον Ασώτη και τον έπιασε από το λαιμό. He ran|to|help|the|friend|his|and|squeezing|the|knife|his|approached|the|younger|who|was fighting|with|the|Asoti|and|him|caught|by|the|neck He ran to help his friend and, gripping his knife, approached the younger one who was struggling with Asotis and grabbed him by the neck.

— Πρόσεξε, Ρωμανέ! Be careful|Roman — Be careful, Roman! φώναξε ο άλλος Βούλγαρος, άνθρωπος ηλικιωμένος, με μακριά άσπρα γένια. shouted|the|other|Bulgarian|man|elderly|with|long|white|beard shouted the other Bulgarian, an elderly man with long white beard. Πρόσεξε! Pay attention Be careful! Αυτός είναι οπλισμένος. He|is|armed He is armed.

— Δυο με δυο, είπε ο Αλέξιος, βάστα, αδελφέ, δικοί μας είναι! Two|plus|two|said|the|Alexios|hold on|brother|ours|us|are — Two by two, said Alexios, hold on, brother, they are our own!

Μα την ίδια στιγμή μεταξύ τους ρίχθηκε μια γυναίκα. But|the|same|moment|among|them|was thrown|a|woman But at the same moment, a woman was thrown among them.

— Κάτω τα όπλα! Down|the|weapons — Drop your weapons! είπε επιτακτικά. he said|emphatically she said insistently. Εγώ προστάζω εδώ. I|command|here I command here. Δε θέλω να χυθεί αίμα. I don't|want|to|be shed|blood I don't want blood to be shed.

Όλους τούς ξάφνισε η φωνή της. Everyone|them|surprised|the|voice|her Everyone was surprised by her voice. Μα πρώτος συνήλθε από τη σάστισή του ο πιο ηλικιωμένος και θέλησε να την παραμερίσει. But|first|recovered|from|the|confusion|his|the|most|elderly|and|wanted|to|her|push aside But the oldest among them was the first to recover from his astonishment and wanted to push her aside. Καθώς όμως την πλησίασε και την είδε, έβγαλε μια χαρούμενη φωνή και την άρπαξε στην αγκαλιά του. As|but|her|approached|and|her|saw|let out|a|joyful|voice|and|her|grabbed|in the|embrace|his However, as he approached her and saw her, he let out a joyful voice and grabbed her in his arms. Εκείνη τρόμαξε, θέλησε ν' αντισταθεί. She|was frightened|wanted||resist She was startled and wanted to resist.

Ρίχθηκε πίσω, τον κοίταξε και τον αναγνώρισε. She threw herself|back|him|looked|and|him|recognized She leaned back, looked at him, and recognized him.

— Πατέρα! Father — Father! φώναξε. shouted she shouted. Με το χέρι τής σκέπασε κείνος το στόμα. With|the|hand|her|covered|he|the|mouth He covered her mouth with his hand.

— Σώπα! be quiet — Be quiet! Μη λες ονόματα! Don't|say|names Don't say names!

— Πατέρα, εσύ!… επανέλαβε πιο σιγά. Father|you|repeated|more|quietly — Father, you!… he repeated more quietly. Και ο σύντροφος σου ποιος είναι;… Ρωμανέ, μην είσαι συ; And|the|partner|your|who|is|Roman|don't|you are|him And who is your companion?… Roman, is it you?

— Εγώ είμαι, είπε απότομα ο νέος. I|am|said|abruptly|the|young man — It's me, the young man said abruptly. Μα δε μου λες εσύ, γιατί είσ' εδώ με τους δυο αυτούς αιχμαλώτους την ώρα που γυρεύουν να δραπετέψουν; But|not|to me|you tell|you|why|are|here|with|the|two|these|prisoners|the|time|when|they seek|to|escape But don't you tell me, why are you here with these two prisoners at the time they are trying to escape?

Ο Ασώτης κι ο Αλέξιος είχαν αναγνωρίσει τη βασιλοπούλα, τον Σαμουήλ και τον Ρωμανό. The|Asotis|and|the|Alexios|had|recognized|the|princess|the|Samuel|and|the|Roman The Outlaw and Alexios had recognized the princess, Samuel, and Roman. Κατάλαβαν πως ήταν χαμένοι, πως η μαρτυρία της βασιλοπούλας θα τους έστελνε στο θάνατο. They understood|that|were|lost|that|the|testimony|of the|princess|would|them|send|to the|death They understood that they were lost, that the testimony of the princess would send them to their death. Μα ήταν αποφασισμένοι να μην παραδοθούν, και να πέσουν πολεμώντας σαν παλικάρια. But|they were|determined|to|not|surrender|and|to|fall|fighting|like|heroes But they were determined not to surrender, and to fall fighting like brave men. Η βασιλοπούλα κοίταξε τον πατέρα της με μάτια λαφιασμένα και απέφυγε ν' απαντήσει του αδελφού της. The|princess|looked|the|father|her|with|eyes|bewildered|and|avoided||answer|the|brother|her The princess looked at her father with wide eyes and avoided answering her brother.

— Πώς έφθασες μόνος, έτσι, από το δάσος, πατέρα; ρώτησε. How|did you arrive|alone|like this|from|the|forest|father|asked — How did you arrive alone, like this, from the forest, father? she asked.

— Πες μου εσύ καλύτερα· γιατί δεν είναι κανένας φρουρός στη θέση του, στα έξω τείχη; αντερώτησε ο Σαμουήλ. Tell|me|you|better|why|not|is|anyone|guard|in the|position|his|at the|outer|walls|asked back|the|Samuel — You tell me better; why is there no guard in his place, at the outer walls? Samuel asked. Κι εξήγησε μου γιατί βρίσκεσαι μονάχη εδώ, μ' αυτούς τους δυο ξένους; And|explain|to me|why|you are|alone|here||them|the|two|strangers And explain to me why you are here alone, with these two strangers?

Η Μιροσλάβα έριξε μια ματιά του Ασώτη, κατάλαβε πως βαστούσε στα χέρια της τη ζωή των δυο Ελλήνων και πήρε την απόφαση της. The|Miroslava|cast|a|glance|of|Asoti|understood|that|held|in|hands|her|the|life|of|two||and|made|the|decision|her Miroslava glanced at Asoti, realized that she held the lives of the two Greeks in her hands, and made her decision.

— Αυτοί οι δύο ξένοι είναι αξιωματικοί της συνοδείας μου, δεν το ξέρεις; είπε με θάρρος, ενώ η καρδιά της χτυπούσε τρελά στα στήθη της. They|the|two|strangers|are|officers|of the|escort|my|not|it|you know|he said|with|courage|while|the|heart|her|was beating|wildly|in the|chest|her — These two strangers are officers of my escort, don't you know? she said bravely, while her heart was pounding wildly in her chest. Βγήκα να κάνω το βραδινό μου περίπατο, κι επειδή η βραδιά ήταν όμορφη, έμεινα λίγο περισσότερο. I went out|to|take|the|evening|my|walk|and|because|the|night|was|beautiful|I stayed|a little|longer I went out for my evening walk, and since the evening was beautiful, I stayed a little longer. Οι δυο αυτοί αξιωματικοί με συνοδεύουν. The|two|these|officers|me|accompany These two officers are accompanying me.

— Και μεταξύ σε τόσους άλλους, αυτούς μονάχα διάλεξες για συντροφιά; ρώτησε σαρκαστικά ο Ρωμανός. And|among|in|so many|others|them|only|you chose|for|company|he asked|sarcastically|the|Romanos — And among so many others, you only chose them for company? Romanos asked sarcastically.

— Δεν τους διάλεξα εγώ, είπε η Μιροσλάβα, μα είναι οι μόνοι που μου έμειναν. Not|them|I chose|I|said|the|Miroslava|but|they are|the|only|who|to me|remained — I didn't choose them, Miroslava said, but they are the only ones left for me. Οι άλλοι δεν αδειάζουν. The|others|do not|empty The others are not leaving. Όλοι τραγουδούν και πίνουν εκεί μέσα· και με το χέρι έδειξε το φωτισμένο παλάτι, μισοκρυμμένο πίσω από τα δέντρα. Everyone|sings|and|drinks|there|inside|and|with|the|hand|pointed|the|illuminated|palace|half-hidden|behind|from|the|trees Everyone is singing and drinking in there; and she pointed with her hand to the illuminated palace, half-hidden behind the trees. Και πανηγυρίζουν τη νίκη σου, πατέρα, και την καταστροφή των Βυζαντινών. And|they celebrate|the|victory|your|father|and|the|destruction|of the|Byzantines And they celebrate your victory, father, and the destruction of the Byzantines.

— Τη νίκη μου! The|victory|my — My victory! φώναξε ο Σαμουήλ και με πνιγμένη φωνή επανέλαβε: Τη νίκη μου!… shouted|the|Samuel|and|with|choked|voice|repeated|my|victory| Samuel shouted and repeated with a choked voice: My victory!…

— Ναι, τη νίκη σου, πατέρα. Yes|your|victory|your|father — Yes, your victory, father. Από το πρωί που έφθασε η είδηση, όλη η χώρα είναι ανάστατη. From|the|morning|when|arrived|the|news|all|the|country|is|unsettled Since the morning the news arrived, the whole country is in turmoil. Άντρες και γυναίκες πίνουν και τραγουδούν και χαίρουνται. Men|and|women|drink|and|sing|and|rejoice Men and women are drinking and singing and enjoying themselves. Δε βλέπεις; Ούτε ένας στρατιώτης δε φαίνεται πουθενά! Not|you see|Not even|one|soldier|not|is seen|anywhere Don't you see? Not a single soldier is visible anywhere! Μόνο τούτοι οι δυο ξένοι, όπως τους λες, μου έμειναν για συνοδεία… Only|these|the|two|foreigners|as|them|you say|to me|remained|for|company Only these two strangers, as you call them, are left for my company...

— Ποιος έφερε την είδηση; διέκοψε ο Ρωμανός με σουφρωμένα φρύδια. Who|brought|the|news|interrupted|the|Romanos|with|furrowed|eyebrows — Who brought the news? Romanos interrupted with furrowed brows.

— Δεν ξέρω… Κανένας δεν ξέρει, είπε η Μιροσλάβα τρομαγμένη με το ύφος του αδελφού της. Not|I know|Nobody|not|knows|said|the|Miroslava|frightened|by|the|expression|of|brother|her — I don't know... No one knows, Miroslava said, frightened by her brother's expression. Όλος ο κόσμος όμως το λέγει… All|the|world|but|it|says But the whole world says it...

Ο Σαμουήλ άρπαξε το κεφάλι του στα χέρια του. The|Samuel|grabbed|the|head|his|in|hands|his Samuel grabbed his head in his hands. Ένα παράπονο βαθύ, σα μουγκρητό, ξέφυγε. A|complaint|deep|like|growl|escaped A deep complaint, like a growl, escaped.

— Αλίμονο μου! Woe|to me — Woe is me! βόγγησε. groaned he groaned.

Ρίχτηκε καταγής στα χόρτα, έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια κι έκλαψε με αναφιλητά που τάραζαν όλο του το κορμί. He threw himself|to the ground|in the|grass|he hid|his|face|his|in the|hands|and|he cried|with|sobs|that|disturbed|all|his|the|body He fell to the ground in the grass, hid his face in his hands, and cried with sobs that shook his whole body.

Ο Αλέξιος είχε πάρει το χέρι του φίλου του και το έσφιγγε δυνατά. The|Alexios|had|taken|the|hand|his|friend|his|and|it|was squeezing|hard Alexios had taken his friend's hand and was squeezing it tightly. Η επιστροφή του Σαμουήλ, που έφθανε μονάχος με το γιο του, τα κουρελιασμένα ρούχα τους, τα κλάματα του πατέρα και το σκοτεινιασμένο πρόσωπο του γιού, όλα μαζί τον έκαναν να υποψιάζεται πως ίσως η νίκη δεν ήταν από το μέρος των Βουλγάρων. The|return|of|Samuel|who|arrived|alone|with|the||his|the|tattered|clothes|their|the|cries|of|father|and|the|darkened|face|of|son|all|together|him|made|to|suspect|that|perhaps|the|victory|not|was|from|the|side|of|Bulgarians The return of Samuel, who arrived alone with his son, their tattered clothes, the father's cries, and the son's darkened face, all together made him suspect that perhaps victory was not on the side of the Bulgarians.

Η Μιροσλάβα ταραγμένη γονάτισε πλάγι στον πατέρα της, και γύρευε με τα χάδια της και τα φιλιά της να τον ησυχάσει. The|Miroslava|agitated|knelt|beside|to the|father|her|and|sought|with|the|caresses|her|and|the|kisses|her|to|him|calm down Miroslava, distressed, knelt beside her father, and with her caresses and kisses, she tried to soothe him.

— Πατέρα, πες μου τι έχεις; Γιατί κλαις έτσι, εσύ που φθάνεις νικητής; Father|tell|me|what|you have|Why|do you cry|like that|you|who|arrive|victorious — Father, tell me what’s wrong? Why are you crying like this, you who arrive as a victor?

Ο Σαμουήλ μισοσηκώθηκε και απότομα την έσπρωξε από κοντά του. The|Samuel|half rose|and|suddenly|her|pushed|away|near|him Samuel half-raised himself and suddenly pushed her away from him.

— Σώπα! Be quiet — Be quiet! είπε άγρια. said|harshly he said harshly. Δε φθάνω νικητής. I do not|arrive|winner I do not arrive as a victor. Φθάνω νικημένος, τσακισμένος, ντροπιασμένος, χωρίς ένα στρατιώτη, με τα ρούχα μόνο που φορώ και που τα πήρα από έναν πεθαμένο σωματοφύλακα, για να μη με γνωρίσουν από τη στολή μου πως ήμουν ο Σαμουήλ, εγώ, πληγωμένος, πεινασμένος, ελεεινός! I arrive|defeated|broken|ashamed|without|one|soldier|with|the|clothes|only|that|I wear|and|that|the|I took|from|a|dead|bodyguard|in order to|to|not|me|recognize|by|the|uniform|my|that|I was|the|Samuel|I|wounded|hungry|miserable I arrive defeated, broken, ashamed, without a single soldier, with only the clothes I wear which I took from a dead bodyguard, so they wouldn't recognize me from my uniform that I was Samuel, me, wounded, hungry, miserable! Εγώ, το θηρίο των βουνών της Βουλγαρίας!… I|the|beast|of|mountains|of|Bulgaria I, the beast of the mountains of Bulgaria!…

Το μάτι του έπεσε στους δυο νέους που στέκουνταν εκεί κοντά, χέρι με χέρι, και άκουαν την ξομολόγησή του. The|eye|his|fell|on the|two|young men|who|were standing|there|close|hand|with|hand|and|were listening|the|confession|his His eye fell on the two young men who were standing nearby, hand in hand, and were listening to his confession.

— Τ' ακούσατε σεις, Έλληνες; εξακολούθησε ο Σαμουήλ, τρέμοντας από την αναστάτωση της ψυχής του. |you heard||Greeks|continued|the|Samuel|trembling|from|the|disturbance|of the|soul|his — Did you hear that, Greeks? Samuel continued, trembling from the turmoil of his soul. Χαρείτε που η καταστροφή εσύντριψε τώρα τον ακαταμάχητο εχθρό σας, εμένα που νίκησα τον Βασίλειο σας στην Τριαδίτσα. Rejoice|that|the|destruction|has crushed|now|the|invincible|enemy|your|me|who|defeated|the|Basileio|your|in|Triaditsa Rejoice that destruction has now crushed your invincible enemy, me who defeated your Basil in Triaditsa. Χαρείτε τώρα! Rejoice|now Rejoice now! Γιατί θα έλθει πάλι η ώρα μου! Why|will|come|again|the|hour|my Because my time will come again! Ο Σαμουήλ δεν πέθανε ακόμα! The|Samuel|not|has died|yet Samuel has not died yet! Και όσο ζει… ας τρέμει το Βυζάντιο! And|as long as|lives|let|tremble|the|Byzantine Empire And as long as he lives… let Byzantium tremble!

Ο Ρωμανός, βλέποντας τον πατέρα του να εξάπτεται όλο και περισσότερο, είπε της αδελφής του να τους οδηγήσει στο παλάτι με τρόπο που να μην τους δει κανείς. The|Romanos|seeing|his|father|his|to|become agitated|more|and|more|said|to his|sister|his|to|them|lead|to the|palace|in a|way|that|to|not|them||anyone Romanos, seeing his father getting more and more agitated, told his sister to lead them to the palace in a way that no one would see them.

— Πρέπει ν' αλλάξουμε ρούχα και να σκεφθούμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος ν' αναγγείλομε την κακή είδηση, της είπε. We must||change|clothes|and|to|think|who|is|the|best|way||announce|the|bad|news|her|said — We need to change clothes and think about the best way to announce the bad news, he told her.

Η Μιροσλάβα πρότεινε να έλθουν όλοι στα δωμάτια της, και παρήγγειλε του Ασώτη να πάει μπρος, να δει αν έμενε ακόμα αφύλαχτη η πόρτα απ' όπου είχαν βγει. The|Miroslava|suggested|to|come|everyone|to the|rooms|her|and|ordered|to|Asoti|to|go|ahead|to|see|if|remained|still|unguarded|the|door||where|had|exited Miroslava suggested that everyone come to her rooms, and she ordered Asotis to go ahead and see if the door they had exited from was still unguarded. Ο Σαμουήλ συνταράχτηκε. The|Samuel|was shaken Samuel was shaken.

— Γιατί αφύλαχτη; ρώτησε. Why|unguarded|he asked — Why unguarded? he asked. Πού είναι ο φρουρός; Where|is|the|guard Where is the guard?

— Σου το είπα, όλοι πίνουν, αξιωματικοί και στρατιώτες, αποκρίθηκε η βασιλοπούλα. to you|it|I said|everyone|drink|officers|and|soldiers|replied|the|princess — I told you, everyone is drinking, officers and soldiers, the princess replied. Δεν έμειναν παρά τούτοι οι δυο πιστοί μου αξιωματικοί για την υπηρεσία μου. Not|remained|except|these|the|two|faithful|my|officers|for|the|service|my Only these two faithful officers remained for my service.

Φώναξε τον Ασώτη να του δώσει τις οδηγίες της. He called|the|Asoti|to|him|give|the|instructions|her He called Asoiti to give him her instructions. Στα σκοτεινά, κρυφά, έσκυψ' εκείνος και φίλησε βιαστικά το χέρι της. In the|dark|secretly|bent|he||kissed|hurriedly|the|hand|her In the dark, secretly, he leaned down and quickly kissed her hand.

— Η ζωή μας και των δυο είναι δική σου, είπε. The|life|our|and|of the|two|is|yours|your|said — Our lives, both of us, are yours, he said. Κι έφυγε να κάνει την παραγγελία της. And|she left|to|make|the|order|her And he left to carry out her order.

Ήταν προχωρημένη η νύχτα, όταν ο Ασώτης και ο Αλέξιος βρέθηκαν πάλι μόνοι, κλεισμένοι στο δωμάτιο τους. It was|late|the|night|when|the|Asotis|and|the|Alexios|found|again|alone|locked|in the|room|their It was late at night when the Asotis and Alexios found themselves alone again, locked in their room.

— Δεν ήταν γραφτό μας να ξαναδούμε την πατρίδα, είπε με πίκρα ο Ασώτης. Not|was|destined|us|to|see again|the|homeland|said|with|bitterness|the|Asotis "It was not meant for us to see our homeland again," said Asotis bitterly.

Ο Αλέξιος περπατούσε σιωπηλά και συλλογισμένος, απάνω-κάτω στην κάμαρα. The|Alexios|walked|silently|and|deep in thought|||in the|room Alexios walked silently and thoughtfully, back and forth in the room.

Σταμάτησε μπρος στο φίλο του. He stopped|in front of|to the|friend|his He stopped in front of his friend.

— Τι να σου πω; είπε ζωηρά. What|to|you|say|he said|lively "What can I tell you?" he said lively. Όλα φαίνουνται μαύρα για μας, και η ελευθερία μας χαμένη για πάντα. Everything|seems|dark|for|us|and|the|freedom|our|lost|for|forever Everything seems dark for us, and our freedom lost forever. Και όμως κάτι μου λέει πως δεν πρέπει ν' απελπιζόμαστε. And|yet|something|to me|tells|that|not|should||despair And yet something tells me that we should not despair.

— Τι περιμένεις ακόμα; What|are you waiting|still — What are you still waiting for?

— Δεν ξέρω, μα κάτι περιμένω. I do not|know|but|something|I am waiting — I don't know, but I am waiting for something. Δε βρίσκεις παράξενα όσα έτυχαν απόψε; Do not|you find|strange|whatever|happened|tonight Don't you find it strange what happened tonight?

— Παράξενα, ναι, μα τι μπορούν να μας βοηθήσουν όλα αυτά; Strange|yes|but|what|can|to|us|help|all|these — Strange, yes, but how can all this help us?

— Θυμάσαι πως άμα πρωτοβγήκαμε άκουσες βήματα πίσω μας μες στα δέντρα; ρώτησε ο Αλέξιος. Do you remember|how|when|we first went out|you heard|footsteps|behind|us|in|the|trees|asked|the|Alexios — Do you remember when we first came out, you heard footsteps behind us in the trees? asked Alexios.

— Ναι! — Yes! Ήταν η βασιλοπούλα που σεριάνιζε στα περιβόλια. It was|the|princess|who|wandered|in the|gardens It was the princess wandering in the gardens.

— Και μας είδε βέβαια την ώρα που βγήκαμε, αφού μας ακολούθησε. And|us|saw|of course|the|time|when|we exited|since|us|followed — And she saw us of course when we came out, since she followed us. Και όμως δε φώναξε κανένα να μας πιάσει. And|yet|not|shouted|anyone|to|us|catch And yet he didn't call anyone to catch us.

— Λοιπόν; Well — So?

— Λοιπόν, όταν αναγνώρισε τον Σαμουήλ και δεν είχε παρά μια λέξη να πει για να χαθούμε, όχι μόνο δεν την είπε, αλλά και ψέμα είπε για να μας σώσει. Well|when|he recognized|the|Samuel|and|not|he had|but|one|word|to|say|for|to|get lost|not|only|not|it|said|but|and|a lie|he said|to|to|us|save — Well, when he recognized Samuel and had only one word to say for us to be lost, not only did he not say it, but he also told a lie to save us.

— Και ύστερα; ρώτησε νευρικά ο Ασώτης. And|then|asked|nervously|the|Asotis — And then? asked the Outlaw nervously.

— Ύστερα;… Ίσως στο τέλος μας βγάλει η ίδια η Μιροσλάβα από δω… Κατάλαβες; Later|Maybe|at|end|us|takes out|the|same|the|Miroslava|from|here|Did you understand — Then?… Maybe in the end, Miroslava herself will get us out of here… Do you understand?

Ο Ασώτης άρχισε να περπατά πάνω-κάτω, όπως πρώτα ο Αλέξιος. The|Asotis|began|to|walk|||like|first|the|Alexios The Outcast began to walk up and down, just like Alexios did before.

— Σα να ονειρεύεσαι, είπε συλλογισμένος. If|to|dream|he said|thoughtfully — It's like dreaming, he said thoughtfully. Μα είναι στη φύση σου να ελπίζεις πάντα. But|it is|in the|nature|your|to|hope|always But it's in your nature to always hope.

Ο Αλέξιος γέλασε. The|Alexios|laughed Alexios laughed.

— Ναι, ελπίζω πάντα, αποκρίθηκε. Yes|I hope|always|he/she replied — Yes, I always hope, he replied. Και ίσως αυτή τη φορά να μην ελπίζω στα χαμένα. And|perhaps|this|this|time|(subjunctive particle)|not|I hope|in the|lost things And perhaps this time I will not hope for the lost.