ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (3)
Αλλά δε θα 'χει πάει και πολύ μακριά, σίγουρα στην αυλή θα είναι, γιατί έχει αφήσει την πόρτα του ορθάνοιχτη! ".
Όρμησε μ' ένα πήδημα προς τον μπαλντά (γιατί μπαλντάς ήτανε) και τον τράβηξε κάτω απ' τον πάγκο, όπου βρισκότανε, ανάμεσα από δυο κούτσουρα. Αμέσως, πριν ακόμα βγεί από κει μέσα, τον πέρασε στη θηλειά του παλτού του, έχωσε τα δυο του χέρια στις τσέπες και βγήκε έξω: Κανένας δεν τον είχε ιδεί!
"'Όταν λείπει το μυαλό, το αντικαθιστά ο διάβολος", σκέφτηκε μ' ένα παράξενο χαμόγελο. Πήρε πολύ κουράγιο απ' αυτή τη σύμπτωση. Προχώρησε στο δρόμο αργά-αργά και με ύφος αδιάφορο, χωρίς να βιάζεται καθόλου, για να μη δώσει υπόνοιες. Δεν κοίταζε τους διαβάτες, προσπαθούσε μάλιστα να μη σηκώνει τα μάτια του σε άνθρωπο για να περάσει, όσο γινότανε, πιο απαρατήρητος.
Εκείνη τη στιγμή ξαναθυμήθηκε το καπέλο του: "θεέ μου! Και να σκέφτεται κανείς ότι προχτές είχα λεφτά και δεν πήγα να τ' αντικαταστήσω μ' ένα κασκέτο!". Μια βλαστήμια βγήκε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του.
Ρίχνοντας μια ματιά σ' ένα ρολόι του τοίχου, που βρισκότανε στο βάθος ενός μαγαζιού, είδε πως η ώρα ήτανε εφτά και δέκα. Έπρεπε να βιαστεί, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να κάνει και κύκλο: Ήτανε καλύτερα να μπεί απ' την άλλη μεριά, από την πίσω πόρτα.
Προηγουμένως, όταν τύχαινε να τα φέρει στο μυαλό του όλα αυτά, έλεγε πως θα ήτανε πολύ τρομαγμένος. Αλλά τώρα, σχεδόν δεν ήτανε τρομαγμένος, καθόλου μάλιστα. Τη στιγμή αυτή απασχολούσαν το μυαλό του κάτι παράξενες σκέψεις, όχι όμως για πολύ. Καθώς περνούσε από το πάρκο Γιουσούπωφ, τον απασχόλησε ζωηρότατα η σκέψη ότι έπρεπε να φτιαχτούν γιγαντιαία σιντριβάνια σ' όλες τις πλατείες, για να δροσίζεται θαυμάσια η ατμόσφαιρα. Σιγά-σιγά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν διευρύνουν τον καλοκαιρινό κήπο ως το Πεδίο του Άρεως και τον ενώσουν με τον κήπο των ανακτόρων του Μιχαήλ, θα 'τανε ένας ανακαινισμός για την Πετρούπολη ευχάριστος και χρήσιμος. Ύστερα τον απασχόλησε το πρόβλημα, γιατί οι άνθρωποι στις μεγάλες πόλεις επιζητούν, λιγότερο από ανάγκη και πιο πολύ γιατί τους αρέσει, να μένουνε σε γειτονιές όπου δεν υπάρχουν ούτε κήποι, ούτε σιντριβάνια, παρά μόνο λάσπη, βρώμα και ακαθαρσία, θυμήθηκε τότε το πέρασμα του από τη σαναγορά κι αμέσως το μυαλό του ξαναγύρισε στην τωρινή κατάσταση:
"Τί βλακεία!" είπε μέσα του. "Όχι, καλύτερα να μη σκέφτομαι καθόλου! ".
"Σίγουρα, έτσι κι εκείνοι που τους πάνε για εκτέλεση, γαντζώνονται νοερά από το κάθε τι που συναντούν στο δρόμο τους". Η σκέψη αυτή πέρασε σαν αστραπή απ' το μυαλό του, αλλά την έσβησε γρήγορα-γρήγορα μόνος του. Να όμως που πλησίασε στο μεταξύ, να το σπίτι, να η αυλόπορτα. Κάπου σήμανε ένα ρολόι. "Τί; Εφτάμισυ κιόλας; Δεν είναι δυνατόν! Σίγουρα θα πηγαίνει μπροστά! ".
Η τύχη τον βοήθησε τη στιγμή που θα περνούσε το κατώφλι. Κάτι περισσότερο μάλιστα. Ένα τεράστιο κάρο, φορτωμένο με σανό, λες και ήτανε βαλτό, έμπαινε κείνη τη στιγμή στην αυλόπορτα, ακριβώς μπροστά του, και τον έκρυβε ολόκληρο.
Έτσι, μόλις μπήκε μέσα το κάρο, βρήκε τον καιρό να τρυπώσει στην αυλή και να γλιστρήσει δεξιά. Εκεί, άκουσε από την άλλη μεριά του κάρου φωνές και φασαρία, αλλά κανένας δεν τον είχε ιδεί, κανέναν δε συνάντησε.
Εκείνη την ώρα πολλά παράθυρα, που έβλεπαν κατά την απέραντη και τετράγωνη αυλή, ήτανε ανοιχτά. Ο Ρασκόλνικωφ όμως δε σήκωσε καθόλου το κεφάλι του, δεν είχε τη δύναμη να κάνει τέτοιο πράγμα. Η σκάλα, που ανέβαινε στης γριάς, ήτανε πολύ κοντά στην πόρτα, δεξιά. Βρισκότανε κιόλας πάνω στη σκάλα.. Άρχισε να σκαρφαλώνει τα σκαλιά, κρατώντας την αναπνοή του και σφίγγοντας με το ένα του χέρι την καρδιά του, που χτυπούσε δυνατά, ενώ ταυτόχρονα πασπάτευε τον μπαλντά και τον ανασήκωνε για μια φορά ακόμα!
Ανέβαινε σιγά-σιγά, με προφυλάξεις κι αφουγκραζότανε κάθε στιγμή. Η σκάλα όμως ήτανε έρημη αυτή την ώρα. Όλες οι πόρτες κλειστές, δε σύνασσε κανέναν.
Μόνο στο δεύτερο πάτωμα, που ήτανε ακατοίκητο, υπήρχαν ^άτι μπογιατζήδες και δούλευαν, αλλά δεν γύρισαν να τον κοιτάξουν.
Σταμάτησε μια στιγμή, σκέφτηκε, κι εξακολούθησε ν' ανεβαίνει. "Βέβαια καλύτερα θα 'τανε να μην υπήρχανε κι αυτοί εδώ... αλλά, από πάνω τους, είναι δυο πατώματα ακόμα...".
Να όμως και το τέταρτο πάτωμα, να η πόρτα, να η αντικρινή κατοικία. Είναι κι αυτή άδεια. Στο τρίτο πάτωμα, το διαμέρισμα που βρίσκεται ακριβώς κάτω απ' της γριάς, είναι κι αυτό ακατοίκητο, κατά πάσαν πιθανότητα:
Το επισκεπτήριο, που ήτανε καρφωμένο στην πόρτα, το 'χαν πάρει, θα πρέπει λοιπόν να μετακόμισαν οι νοικάρηδες.
Πνιγότανε... Σε μια στιγμή, πέρασε απ' το μυαλό του η σκέψη: "Δε θα 'τανε καλύτερα να φύγω;". Αλλά, χωρίς ν' απαντήσει καθόλου σ' αυτή την ερώτηση, έστησε τ' αυτί του για ν' ακούσει τίποτα απ' το διαμέρισμα της γριάς. Σιγή θανάτου βασίλευε κει μέσα. Έστησε τ' αυτί του ακόμα μια φορά κατά τη σκάλα κι αφουγκράστηκε πολλή ώρα προσεχτικά... Ύστερα έριξε μια τελευταία ματιά τριγύρω του, ανασήκωσε πάλι το χερούλι του μπαλντά κι ετοιμάστηκε. "Μήπως είμαι πάρα πολύ... χλωμός;", σκέφτηκε με μεγάλη ταραχή. "Είναι πολύ καχύποπτη... Δε θα 'τανε καλύτερα να περιμένω ώσπου να ηρεμήσει η καρδιά μου;".
Αλλά η καρδιά του, δεν έλεγε να ηρεμήσει. Αντίθετα, λες και το 'κάνε επίτηδες, χτυπούσε όλο και δυνατότερα... Ο Ρασκόλνικωφ, δεν άντεξε πια. Άπλωσε το χέρι του αργά-αργά κατά το κορδόνι του κουδουνιού και το τράβηξε. Ύστερα από μισό λεπτό το ξανατράβηξε ακόμα δυνατότερα.
Καμμιά απάντηση! Η γριά βρισκότανε μέσα σίγουρα, αλλά επειδή αυτή τη στιγμή ήτανε ολομόναχη, θα φερνότανε με μεγαλύτερη ακόμα δυσπιστία. Ήξερε λίγο τις συνήθειες της Αλιόνας Ιβάνοβνα και ξανακόλλησε τ' αυτί του στην πόρτα. Είχανε τάχα τόσο πολύ ακονισθεί οι αισθήσεις του, πράγμα δύσκολο να το δεχθεί κανείς, ή στα αλήθεια ακούστηκε αυτός ο τόσο ανεπαίσθητος θόρυβος;
Όπως κι αν είναι, πήρε τ' αυτί του το ανάλαφρο σούρσιμο ενός χεριού που σερνόταν προσεχτικά στο συρτή, καθώς και το θρόισμα φουστανιού πάνω στην πόρτα. Κάποιος στεκότανε πίσω απ' την πόρτα, κι αφουγκραζότανε κι αυτός, με τ' αυτί κολλημένο στην πόρτα, καθώς φαίνεται.
Ο Ρασκόλνικωφ κουνήθηκε και μουρμούρισε κάτι δυνατά, επίτηδες, για να μη δώσει την εντύπωση πως κρυβότανε. Ύστερα, χτύπησε το κουδούνι για τρίτη φορά, αλλά μαλακά τώρα, χωρίς την παραμικρή νευρικότητα.
Αργότερα, θα τη θυμότανε τούτη τη στιγμή με απόλυτη ακρίβεια, τόσο πολύ βαθιά χαράχτηκε στη μνήμη του. Δε μπορούσε να καταλάβει πώς έγινε και κινήθηκε με τόση πονηριά τη στιγμή που το μυαλό του σταματούσε μερικές στιγμές και το κορμί του δεν το ένιωθε καθόλου... Μετά από λίγο, άκουσε που τραβούσαν από μέσα το συρτή.