×

我们使用 cookie 帮助改善 LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.

image

Τράπεζα κειμένων B1, 39. Μίλα μου

39. Μίλα μου

… Οι καλεσμένοι άρχισαν να φτάνουν από τις έξι. Πρώτες έφτασαν δύο θείες που έμεναν στην ίδια πόλη, έπειτα ήρθαν κάτι συγγενείς και μετά μια παρέα -άγνωστοί στο κοριτσάκι- από μια πολιτεία μικρή όσο κι η πόλη τους σε απόσταση περίπου 100 μίλια. Ανάμεσα σ' αυτούς τους τελευταίους ήταν κι ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά, σοβαρός, δεν φορούσε βέρα, δεν μιλούσε, παρά μόνο όταν τον ρωτούσαν, κι όλο το βράδυ είχε μια ευγένεια και μια στεναχώρια στο πρόσωπό του.

Μόλις ήρθε ο πατέρας της –κεφάτος και ομιλητικός- κάθισαν στο τραπέζι. Η μάνα της σερβίριζε. Αλλά όταν ήρθε η στιγμή να σερβίρει τον αμίλητο άγνωστο, πρόσεξε η μικρή ότι η κουτάλα της σούπας έτρεμε στα χέρια της. Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν. Συζητούσαν έντονα για τα παροικιακά. Για τον νέο παπά, για τους γάμους και η θεία της διηγιόταν εντυπώσεις απ' το τελευταίο ταξίδι της στο χωριό, στην Ελλάδα, όπου ανακάλυψε ότι είχε μερικά ελαιόδεντρα. Γελούσε, όταν το 'λεγε. Τι να τα κάνω; έλεγε. Τα χάρισα στην ανεψιά μου. Ο άγνωστος έτρωγε σιγά, δεν ρουφούσε τη σούπα του, όπως οι άλλοι, κι έδειχνε πως συμμετέχει στη συζήτηση, άκουγε τι έλεγαν, χωρίς ο ίδιος να λέει τίποτα.

Όπως κάθε Πέμπτη, έφαγαν, ήπιαν και ήρθαν στο κέφι. Ακούραστη η μάνα της τους περιποιόταν. Σηκώθηκε κι αυτή να τη βοηθήσει στο μάζεμα των πιάτων, πριν στρώσουν την πράσινη τσόχα για το χαρτί.

Μαμά, ποιος είναι ο κύριος που δεν μιλάει; τη ρώτησε μες στην κουζίνα.

- ΄Ενας γνωστός των Νοτιάδων, της αποκρίθηκε αδιάφορα η μάνα της.

- Τον ξέρεις;

- Όχι.

Έκοψε απότομα τις ερωτήσεις της μικρής και βγήκε απ' την κουζίνα. Τότε αυτή πήγε να μιλήσει μαζί του. Αυτός την πήρε στα γόνατά του και της χάιδευε τα μαλλιά. Είχε μια ωραία φωνή -τη ρωτούσε για το σχολείο- και έκανε σιγανές, όμορφες κινήσεις. Δεν έμαθε τίποτα περισσότερο από το όνομά του και τη δουλειά που έκανε…

Ο πατέρας της, μετά το ματς, έβαλε τα δημοτικά τραγούδια και σε λίγο έφυγε για το μαγαζί του. Οι συγγενείς κι αυτοί έφυγαν κατά τις δέκα, γιατί είχαν οι περισσότεροι να κάνουν αποστάσεις. Το κοριτσάκι εκείνο το βράδυ σκεφτόταν πολύ τη μάνα του. Την είχε δει χαρούμενη. Πρώτη φορά δεν έκανε τις δουλειές με κέφι …

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

39. Μίλα μου sprich| speak| 39. Sprich mit mir 39\. Talk to me 39. Parlez-moi 39. Falar comigo 39. Поговори зі мною.

… Οι καλεσμένοι άρχισαν να φτάνουν από τις έξι. |Gäste|begannen|zu|ankommen||| |guests|||||| ||||到着する||| ... Um sechs Uhr trafen die ersten Gäste ein. … The guests started arriving from six o'clock. … ゲストは6時から到着し始めました。 ...Гості почали з'їжджатися о шостій. Πρώτες έφτασαν δύο θείες που έμεναν στην ίδια πόλη, έπειτα ήρθαν κάτι συγγενείς και μετά μια παρέα -άγνωστοί στο κοριτσάκι- από μια πολιτεία μικρή όσο κι η πόλη τους σε απόσταση περίπου 100 μίλια. |sind angekommen||Tanten||||||dann|||Verwandte||||Gruppe|Unbekannte|||||Staat|||||||||| |||aunts||||||||||||||unknown||||||||||||||| |||おばさん||||||||||||||知らない人たち||女の子||||||||||||| Zuerst kamen zwei Tanten, die in der gleichen Stadt lebten, dann einige Verwandte und schließlich eine Gruppe von Menschen - Fremde für das kleine Mädchen - aus einem Staat, der so klein war wie ihre Stadt, etwa 100 Meilen entfernt. First came two aunts who lived in the same town, then some relatives, and then a group - unknown to the little girl - from a state as small as their town about 100 miles away. 最初に到着したのは、同じ街に住んでいる二人の叔母でした。その後、いくつかの親戚が来て、そして最後に町の大きさほどの小さな州から来た、女の子にとっては知らない仲間が訪れました。距離は約100マイルです。 Спочатку приїхали дві тітки, які жили в тому ж місті, потім приїхали родичі, а потім група людей - незнайомих маленькій дівчинці - зі штату, такого ж маленького, як їхнє містечко, за 100 миль звідти. Ανάμεσα σ' αυτούς τους τελευταίους ήταν κι ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά, σοβαρός, δεν φορούσε βέρα, δεν μιλούσε, παρά μόνο όταν τον ρωτούσαν, κι όλο το βράδυ είχε μια ευγένεια και μια στεναχώρια στο πρόσωπό του. |||||||||||||||Ring|||außer|||||||||||Höflichkeit|||Traurigkeit||| ||||last||||||gray||serious|||ring|||||||they asked|||||||politeness|||sadness||πρόσωπό(1)| 間に||||最後の||||||||真剣な|||指輪||話していた|||||尋ねる|||||||優雅さ|||悲しみ||| Unter ihnen befand sich ein Mann mit grauem Haar, ernst, ohne Ehering, der nur sprach, wenn er gefragt wurde, und der den ganzen Abend ein freundliches und trauriges Gesicht machte. Among these last was a man with grey hair, serious, not wearing a wedding ring, not speaking except when questioned, and all evening he had a kindly and sad face. Tra questi ultimi c'era un uomo con i capelli grigi, serio, che non portava la fede, che non parlava se non quando veniva interrogato, e che per tutta la sera ha avuto un viso gentile e triste. その最後に来た人々の中には、一人の灰色の髪をした男性がいて、真剣な表情で、指輪をしておらず、尋ねられたとき以外は話さず、一晩中彼の顔には上品さと悲しみがありました。 Серед цих останніх був чоловік з сивим волоссям, серйозний, без обручки, не розмовляв, окрім як коли його запитували, і весь вечір мав доброзичливе і сумне обличчя.

Μόλις ήρθε ο πατέρας της –κεφάτος και ομιλητικός- κάθισαν στο τραπέζι. |||||fröhlich||gesprächig||| |||||cheerful||talkative||| |||||元気な||||| Sobald ihr Vater eintraf - eigenwillig und gesprächig - setzten sie sich an den Tisch. As soon as her father arrived - headstrong and talkative - they sat down at the table. Non appena arrivò il padre, testardo e chiacchierone, si sedettero a tavola. 父親が、陽気でおしゃべりな状態でやって来た – 彼らはテーブルに座った。 Як тільки приїхав її батько - рішучий і балакучий - вони сіли за стіл. Η μάνα της σερβίριζε. |Mama||servierte |mother||was serving |母|| Her mother was serving. Sua madre era in servizio. 母親が料理を運んでいた。 Її мати служила. Αλλά όταν ήρθε η στιγμή να σερβίρει τον αμίλητο άγνωστο, πρόσεξε η μικρή ότι η κουτάλα της σούπας έτρεμε στα χέρια της. ||||||||stummen|||||||Kelle|||||| ||||||serve||silent|stranger|the little one noticed|||||ladle||soup|was trembling||| ||||||サーブする||無口な|未知の|気をつけた||||その|おたま||||その|| Doch als es an der Zeit war, den schweigenden Fremden zu bedienen, bemerkte das kleine Mädchen, dass die Suppenkelle in ihren Händen zitterte. But when it was time to serve the silent stranger, the little girl noticed that the soup ladle was shaking in her hands. Ma quando fu il momento di servire lo sconosciuto silenzioso, la bambina si accorse che il mestolo della zuppa le tremava tra le mani. しかし、無口な見知らぬ人に料理を運ぶ瞬間、少女はスープのレードルが彼女の手の中で震えていることに気づいた。 Але коли настав час подавати мовчазному незнайомцю, дівчинка помітила, що ополоник з супом тремтить у неї в руках. Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν. ||||haben bemerkt ||||noticed ||||気づいた Die anderen haben es nicht bemerkt. The others didn't notice. Gli altri non se ne accorsero. Інші не помітили. Συζητούσαν έντονα για τα παροικιακά. ||||Gemeindethemen they were discussing||||parish matters |激しく|||教区のこと Sie hatten eine hitzige Diskussion über kirchliche Angelegenheiten. They had a heated discussion about parochial matters. Hanno discusso animatamente di questioni parrocchiali. У них відбулася гаряча дискусія про парафіяльні справи. Για τον νέο παπά, για τους γάμους και η θεία της διηγιόταν εντυπώσεις απ' το τελευταίο ταξίδι της στο χωριό, στην Ελλάδα, όπου ανακάλυψε ότι είχε μερικά ελαιόδεντρα. |||Pfarrer|||Hochzeiten|||||erzählte|Eindrücke|||||||||||||||Olivenbäume |||priest|||weddings||||||impressions|||||||||||discovered||||olive trees |||パパ||||||||語っていた|印象|||||||村||||発見した||||オリーブの木 Für den neuen Priester, für die Hochzeiten und ihre Tante erzählte von ihrer letzten Reise in das Dorf in Griechenland, wo sie entdeckt hatte, dass sie einige Olivenbäume hatte. For the new priest, for the weddings and her aunt was recounting impressions from her last trip to the village in Greece, where she discovered that she had some olive trees. Per il nuovo sacerdote, per i matrimoni e la zia raccontava le impressioni del suo ultimo viaggio nel villaggio in Grecia, dove aveva scoperto di avere degli ulivi. Для нового священика, для весіль, а тітка розповідала про враження від своєї останньої поїздки в село в Греції, де вона виявила, що у неї є кілька оливкових дерев. Γελούσε, όταν το 'λεγε. he was laughing|||said |||言っていた Er hat gelacht, als er das sagte. He laughed when he said it. Rideva quando lo diceva. 彼は言っているときに笑った。 Він розсміявся, коли сказав це. Τι να τα κάνω; έλεγε. Was soll ich mit ihnen machen? sagte er. What should I do with them? he was saying. Cosa devo fare con loro? diceva. 何に使えばいいの?と言っていた。 Що мені з ними робити? - питав він. Τα χάρισα στην ανεψιά μου. |geschenkt||Nichte| |I gave||niece| |贈った||| Ich habe sie meiner Nichte geschenkt. I gave them to my niece. Li ho regalati a mia nipote. それを姪にあげた。 Я віддав їх своїй племінниці. Ο άγνωστος έτρωγε σιγά, δεν ρουφούσε τη σούπα του, όπως οι άλλοι, κι έδειχνε πως συμμετέχει στη συζήτηση, άκουγε τι έλεγαν, χωρίς ο ίδιος να λέει τίποτα. |||||schlürfte||||||||||er teilnimmt|||hörte|||||||| |stranger|was eating|||slurped||||||||||he is participating||||||||||| |知らない人||||||スープ||||||示していた||参加している||会話||||||||| Der Fremde aß langsam, nippte nicht an seiner Suppe wie die anderen und schien sich an dem Gespräch zu beteiligen, indem er zuhörte, was gesagt wurde, ohne selbst etwas zu sagen. The stranger was eating slowly, not sipping his soup like the others, and seemed to be participating in the conversation, listening to what was being said, without saying anything himself. Lo straniero mangiava lentamente, senza sorseggiare la zuppa come gli altri, e sembrava partecipare alla conversazione, ascoltando ciò che veniva detto, senza dire nulla. 知らぬ者は静かに食べていた。他の人のようにスープをすすることはなく、議論に参加しているようで、彼が何も言わずに彼らの話を聞いていた。 Незнайомець їв повільно, не сьорбаючи суп, як інші, і, здавалося, брав участь у розмові, прислухаючись до того, що говорилося, але сам нічого не говорив.

Όπως κάθε Πέμπτη, έφαγαν, ήπιαν και ήρθαν στο κέφι. ||||tranken||||Vergnügen ||Thursday|they ate|drank|||| |||食べた|飲んだ||来た|| Wie jeden Donnerstag wurde gegessen, getrunken und die Stimmung angeheizt. Like every Thursday, they ate, drank and got into the spirit. Come ogni giovedì, hanno mangiato, bevuto e sono entrati nello spirito. 毎週木曜日のように、彼らは食べて飲み、楽しんでいた。 Як і щочетверга, вони їли, пили і набиралися духу. Ακούραστη η μάνα της τους περιποιόταν. unermüdlich|||||kümmerte sich um tireless||mother|||took care of |||||世話をしていた Unhörbar hat sich ihre Mutter um sie gekümmert. Inaudible her mother took care of them. La madre si prendeva cura di loro. 疲れを知らない母親が彼らの世話をしていた。 Нечутно її мати піклувалася про них. Σηκώθηκε κι αυτή να τη βοηθήσει στο μάζεμα των πιάτων, πριν στρώσουν την πράσινη τσόχα για το χαρτί. |||||||Einsammeln||Geschirr||sie streichen|||Teppich||| |||||||gathering||||they spread|||felt||| |||||||片付け||||敷く||緑の|ビリヤード台||| Auch sie stand auf, um ihr mit dem Geschirr zu helfen, bevor sie den grünen Filz für das Papier auslegten. She too got up to help her with the dishes before they laid out the green felt for the paper. Anche lei si alzò per aiutarla a lavare i piatti prima di stendere il feltro verde per la carta. 彼女も立ち上がり、皿を片付けるのを手伝うために、緑のフェルトをテーブルの上に敷く前に。 Вона теж встала, щоб допомогти їй помити посуд, перш ніж вони розклали зелений фетр для паперу.

Μαμά, ποιος είναι ο κύριος που δεν μιλάει; τη ρώτησε μες στην κουζίνα. Mama, wer ist der Herr, der nicht spricht?", fragte er sie in der Küche. Mum, who is the gentleman who doesn't speak?" he asked her in the kitchen. Mamma, chi è il signore che non parla?", le chiese in cucina. ママ、話さないおじさんは誰?とキッチンで彼女に尋ねた。 Мамо, а хто цей джентльмен, який не розмовляє?" - запитав він її на кухні.

- ΄Ενας γνωστός των Νοτιάδων, της αποκρίθηκε αδιάφορα η μάνα της. ein|||Südwinde||antwortete|gleichgültig||| a|||South Winds|||indifferently||| ||||||無関心に||| - Ein Bekannter der Südstaatler", antwortete ihre Mutter gleichgültig. - "An acquaintance of the Southerners," her mother replied indifferently. - "Un conoscente del Sud", rispose la madre con indifferenza. - 南部地方の知り合いよ、母親は無関心に答えた。 - "Знайома південців", - байдуже відповіла мати.

- Τον ξέρεις; - Do you know him? - Lo conosci? - 知ってる?

- Όχι. - いいえ。

Έκοψε απότομα τις ερωτήσεις της μικρής και βγήκε απ' την κουζίνα. |plötzlich||||||||| |abruptly||||little||||| |||||小さな||||| Er unterbrach abrupt die Fragen des kleinen Mädchens und ging aus der Küche. He abruptly cut off the little girl's questions and walked out of the kitchen. Interruppe bruscamente le domande della bambina e uscì dalla cucina. 彼は小さな女の子の質問を突然止め、キッチンから出て行った。 Він різко обірвав запитання дівчинки і вийшов з кухні. Τότε αυτή πήγε να μιλήσει μαζί του. ||||話す|| Dann ging sie zu ihm, um mit ihm zu sprechen. Then she went to talk to him. Poi è andata a parlargli. その時、彼女は彼と話すために行った。 Αυτός την πήρε στα γόνατά του και της χάιδευε τα μαλλιά. ||||||||streichelte|| ||||knees||||was stroking|| ||||||||撫でていた|| Er nahm sie auf seine Knie und streichelte ihr Haar. He took her on his knees and stroked her hair. La prese sulle ginocchia e le accarezzò i capelli. 彼は彼女を膝に抱き寄せて、髪をなでました。 Він посадив її на коліна і погладив по волоссю. Είχε μια ωραία φωνή -τη ρωτούσε για το σχολείο- και έκανε σιγανές, όμορφες κινήσεις. |||||||||||leise|| |||||she was asking||||||quiet|| |||||尋ねていた|||||||| Sie hatte eine schöne Stimme - er fragte sie nach der Schule - und sie machte weiche, schöne Bewegungen. She had a nice voice - he was asking her about school - and she made soft, beautiful movements. Aveva una bella voce - lui le chiedeva della scuola - e faceva movimenti morbidi e belli. 彼は素敵な声を持っていて - 彼女に学校について尋ねて - 静かで美しい動きをしていました。 У неї був приємний голос - він розпитував її про школу - і вона робила м'які, красиві рухи. Δεν έμαθε τίποτα περισσότερο από το όνομά του και τη δουλειά που έκανε… Er erfuhr nicht mehr als seinen Namen und die Arbeit, die er tat... He learned nothing more than his name and the work he did... Non ha imparato altro che il suo nome e il lavoro che svolgeva... 彼は彼の名前と彼がしていた仕事以外に何も知りませんでした… Він не дізнався нічого, крім його імені та роботи, яку він виконував...

Ο πατέρας της, μετά το ματς, έβαλε τα δημοτικά τραγούδια και σε λίγο έφυγε για το μαγαζί του. ||||||legte||Volks-||||||||| |||||match|||popular||||||||| |||||試合|||||||||||| Nach dem Spiel legte ihr Vater die Volkslieder auf und ging bald in sein Geschäft. Her father, after the game, put on the folk songs and soon left for his shop. Suo padre, dopo la partita, mise su le canzoni popolari e presto partì per il suo negozio. 試合の後、彼女の父はフォークソングをかけ、しばらくして自分の店に出かけた。 Її батько після гри поставив народні пісні і незабаром пішов до своєї крамниці. Οι συγγενείς κι αυτοί έφυγαν κατά τις δέκα, γιατί είχαν οι περισσότεροι να κάνουν αποστάσεις. |Verwandten||||gegen|||||||||Entfernungen ||||left||||||||||distances ||||行った|||||||||| Auch die Verwandten brachen um zehn Uhr auf, da die meisten von ihnen ihre Wege gehen mussten. The relatives also left at ten o'clock, because most of them had to go their distances. Anche i parenti sono usciti alle dieci, perché la maggior parte di loro doveva andare alle proprie distanze. 親戚たちも10時頃に帰っていった。彼らのほとんどは距離をとる必要があったからだ。 Родичі також поїхали о десятій годині, бо більшість з них мали роз'їхатися по своїх справах. Το κοριτσάκι εκείνο το βράδυ σκεφτόταν πολύ τη μάνα του. |||||考えていた|||| Das kleine Mädchen dachte in dieser Nacht viel an ihre Mutter. The little girl was thinking a lot about her mother that night. Quella sera la bambina pensava molto a sua madre. その晩、その女の子は母親のことをとても考えていた。 Того вечора дівчинка багато думала про свою матір. Την είχε δει χαρούμενη. ||見た| Er hatte sie glücklich gesehen. He had seen her happy. L'aveva vista felice. 彼女は楽しそうだった。 Він бачив її щасливою. Πρώτη φορά δεν έκανε τις δουλειές με κέφι … |||||||Energie Zum ersten Mal war er nicht mit Begeisterung bei der Sache... For the first time, he didn't do business with gusto... Per la prima volta, non ha fatto affari con gusto... 初めて、彼女は楽しみながら仕事をしなかった... Вперше він не займався бізнесом натхненно...