×

我们使用 cookie 帮助改善 LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.

image

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Ήχοι καμπάνας - Ανδρέας Καρκαβίτσας

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Ήχοι καμπάνας - Ανδρέας Καρκαβίτσας

Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Το χωριό γίνεται ανάστατο μεμιάς. Μέσα απ' τον αγέρα, που σαλεύει με θόρυβο τα δένδρα και μέσα απ' τα κεραμίδια, σιγά – σιγά δυναμώνουν και φτάνουν στην αρχή σαν όνειρο κι έπειτα σαν πραγματικότητα στ' αυτιά του κοιμισμένου χωρικού. Αυτός όμως είναι τόσο καλά μέσα στο καλύβι του, αισθάνεται τέτοια ζέστη κάτω από τα μάλλινα σκεπάσματά του, που δυσκολεύεται ν' αλλάξει τη ζεστασιά του με το κρύο της νύχτας. Αλλά κι οι ήχοι της καμπάνας του φέρνουν τέτοια χαρά στην καρδιά, του χύνουν τόση γαλήνη στην ψυχή, του ξυπνούν τη θρησκευτική του πίστη, που η φαντασία του παρουσιάζει μπροστά του το εκκλησάκι, που λαμποκοπάει μες στην ομορφιά και στη δόξα. Νιώθει γύρω του να ψάλλονται τα τροπάρια, που δεν καταλαβαίνει τα λόγια τους, αλλά μαντεύει τη σημασία τους με την καρδιά του. Η ψυχή του κυριεύεται από ακράτητη ορμή κι από πόθο να χαρεί την Άγια Γιορτή και διώχνει αμέσως τη νύστα του, πηδώντας ορθός και φωνάζοντας με χαρά: – Γυναίκες, παιδιά, σηκωθείτε! Μα οι γυναίκες και τα παιδιά βρίσκονται πριν απ' αυτόν στο πόδι. Ανάβουν το λυχνάρι, και σκαλίζουν τη φωτιά, που τρώει λαίμαργη μια καινούρια αγκαλιά από φρύγανα. Τα παιδιά ζητούν ανυπόμονα τα καινούρια τους ρούχα, ο χωρικός βιάζεται να καθαρίσει τη σκονισμένη απ' τη δουλειά φορεσιά του, η χωρική τρέχει παντού.

Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Χτυπάει, για να ξυπνήσει τους αφεντάδες του τόπου, που δεν τους ξύπνησαν οι πρώτοι ήχοι της καμπάνας. Σηκώνονται κι εκείνοι κι ενώ ετοιμάζονται για τη Λειτουργία, ρίχνουν ματιές στο γουρουνόπουλο, που κρέμεται απ' το ταβάνι. Θυσιάστηκε κι αυτό μαζί μ' όλους τους όμοιούς του στο χωριό και στα γύρω τ' απομεσήμερο της περασμένης μέρας. Από το πρωί είχαν απολυθεί όλα τα φυλαγμένα γουρούνια κι έτρεχαν κοπαδιαστά στους δρόμους του χωριού. Άξαφνα όμως ο Βόλας, ο καλύτερος σκοπευτής του χωριού, ρίχνει στο κοπάδι την πρώτη τουφεκιά. Κι ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, κλείνονται μέσα στα σπίτια, οι χωρικοί με τα καρυοφίλλια στα χέρια πυροβολούν αλύπητα. Οι γρυλισμοί των ζώων, οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που τα κυνηγούν, τα γαυγίσματα των σκύλων κι οι αδιάκοπες ντουφεκιές γεμίζουν τον αέρα με θόρυβο κι αλαλητό. Σε λίγο όμως παύουν όλα. Οι γυναίκες βγαίνουν να ζεστάνουν νερό για το μάδημα, ενώ οι άντρες περιγράφουν ο ένας στον άλλον κοροϊδευτικά τις απελπισμένες φωνές και τα τρεχάματα των γουρουνιών για να ξεφύγουν το θάνατο…Τώρα, καθένα τους κρέμεται στο σπίτι του αφεντικού του, έχοντας στο στόμα του ακέραιο λεμόνι, που του το' βαλε η νοικοκυρά για να γίνει νόστιμο το κρέας του. Σε λίγο θα λιανιστεί. Θα βραστεί, θα παστωθεί για να γίνει παστουρμάς και πηχτή και να θρέψει όλο το χειμώνα τον αφέντη και το σπίτι του…

Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Ακούγεται ξανά η καμπάνα, που αντηχεί δυνατά σαν να της μεταδίνει όλη του την ανυπομονησία ο κωδωνοκρούστης. Το νιό αντρόγυνο θέλει να πάει στη Λειτουργία, αλλά πρέπει να πάει καθώς του ταιριάζει μια τέτοια επίσημη μέρα. Η λυγερή θυμάται καλά τα λόγια, που της είχαν πει από βραδίς τα παιδιά, που τραγουδούσαν:

Σήκω κυρά μ' να στολιστείς, σήκω κυρά μ' ν' αλλάξεις, βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι και τον καθάριο αυγερινό βάλτονε δαχτυλίδι… Γι' αυτό στέκεται ορθή μπρος σ' ένα μικρό κομμάτι από καθρέφτη, κολλημένο με λάσπη στον τοίχο, και βάνει όλη της τη φροντίδα για να δώσει περισσότερη λάμψη στο φυσικό κάλλος του προσώπου της. Μα κι ο άντρας της, λεβέντης με το μαύρο μουστάκι στριμμένο, με το φέσι του λίγο στραβά, με τη φουστανέλλα τη χιονάτη, φοράει τα παπούτσια του και τραβούν για την εκκλησία.

Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Ας έρθει ο κόσμος όλος! Όλους τους θέλει η εκκλησιά. Κι ολοένα μαζεύονται από δω κι από κει απ' όλα τα μονοπάτια του χωριού προβάλουν συντροφιές από γυναίκες κι άντρες και παιδιά. Κι η χαμηλή και στενόχωρη εκκλησιά με τις θαμπόθωρες εικόνες της, με το ξύλινο ταβάνι και με το πλακόστρωτο χώμα, όλους τους καρτερεί και όλους τους υποδέχεται, θαρρείς με τις προσευχές του παπά και τις φωνές του ψάλτη. Κι η ψυχή τους φτερουγίζει στο Θρόνο του Πλάστη. Τα πρόσωπα όλα γελούν, οι καρδιές βροντοχτυπούν στα στήθη συγκινημένες, το θρησκευτικό αίσθημα μεγαλώνει. Οι παράτονες φωνές του ψάλτη φαίνονται θεία λόγια και η ιεροτελεστία του παπά σαν φύσημα δροσιστικό, που βαλσαμώνει τους κόπους της καθημερινής ζωής.

Νταγκ!

Νταγκ!

Νταγκ!

Η Λειτουργία τελείωσε, απόλυσε η εκκλησιά. Οι χωριανοί ασπάζονται τις εικόνες, φιλούν το χέρι του παπά, άλλοι μεταλαβαίνουν κι άλλοι φεύγουν μασώντας τ' αντίδωρο και κάνοντας το σταυρό τους. Στα σπίτια τους, εκεί ακούν με προσοχή κανένα γέρο αγωνιστή, που παραβάλλει τη φυγή της Παρθένου και του Ιησού με τα άτυχα ανδρόγυνα στην εποχή της Επαναστάσεως. Και η απλοϊκή παράσταση της γεννήσεως ενός Θεανθρώπου τόσο αρμονικά συνταιριάζεται με τη φαντασία και τα αγνά έθιμα των χωρικών, που καθένας τους φέρνει αμέσως στο νου του το εσωτερικό του στάβλου του και τοποθετεί μέσα σ' αυτόν μια γυναίκα πανέμορφη, λυμένη από τους πόνους της γέννας, κι ένα απλοϊκό χωρικό γονατισμένο μπροστά της, πρόθυμο να την υπηρετήσει και ένα βρέφος καταγής που τις περισσότερες φορές έχει τη μορφή του πρώτου γιου του, και τα δεμάτια τ' άχυρο τριγύρω και το βόδι και τ' άλογα από τη μια μεριά κι από την άλλη και δυο – τρεις γέρους τσοπάνηδες που τρέχουν να προσκυνήσουν το νεογέννητο Βασιλιά…

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Ήχοι καμπάνας - Ανδρέας Καρκαβίτσας |contes|||| Christmas|Stories|Sounds|bell|Andreas|Karkavitsas Weihnachts-Kurzgeschichten | Glockenklänge - Andreas Karkavitsas Christmas Short Stories | Sounds of the bell - Andreas Karkavitsas Cuentos de Navidad | Sonidos de campana - Andreas Karkavitsas

Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ! ||Doug

Νταγκ! Doug

Νταγκ!

Το χωριό γίνεται ανάστατο μεμιάς. |village|becomes|upset|at once The village becomes restless all of a sudden. Μέσα απ' τον αγέρα, που σαλεύει με θόρυβο τα δένδρα και μέσα απ' τα κεραμίδια, σιγά – σιγά δυναμώνουν και φτάνουν στην αρχή σαν όνειρο κι έπειτα σαν πραγματικότητα στ' αυτιά του κοιμισμένου χωρικού. through|||wind||shakes||noise||trees|||||tiles|quietly|quietly|they grow stronger||they reach||||dream||then||reality|||||peasant Through the air, which rustles the trees noisily and through the tiles, gradually become stronger and reach initially like a dream and then like a reality in the ears of the sleeping villager. Αυτός όμως είναι τόσο καλά μέσα στο καλύβι του, αισθάνεται τέτοια ζέστη κάτω από τα μάλλινα σκεπάσματά του, που δυσκολεύεται ν' αλλάξει τη ζεστασιά του με το κρύο της νύχτας. |||||||hut||he feels|such|heat|under|||woolen|blankets|||he has difficulty|||||||||| However, he is so well inside his cabin, he feels such warmth under his woolen blankets, that he finds it hard to exchange the warmth for the cold of the night. Αλλά κι οι ήχοι της καμπάνας του φέρνουν τέτοια χαρά στην καρδιά, του χύνουν τόση γαλήνη στην ψυχή, του ξυπνούν τη θρησκευτική του πίστη, που η φαντασία του παρουσιάζει μπροστά του το εκκλησάκι, που λαμποκοπάει μες στην ομορφιά και στη δόξα. |||sounds||||bring|such|joy||||they pour||peace||||wake||religious||faith|||imagination||presents|in front of|||little church||shines|||beauty||| But the sounds of the bell bring such joy to his heart, pouring so much tranquility into his soul, awakening his religious faith, that his imagination presents before him the little church, shining with beauty and glory. Νιώθει γύρω του να ψάλλονται τα τροπάρια, που δεν καταλαβαίνει τα λόγια τους, αλλά μαντεύει τη σημασία τους με την καρδιά του. feels||||are sung||hymns||||||||guesses||||||| He feels around him the hymns being sung, which he does not understand the words of, but guesses their meaning with his heart. Η ψυχή του κυριεύεται από ακράτητη ορμή κι από πόθο να χαρεί την Άγια Γιορτή και διώχνει αμέσως τη νύστα του, πηδώντας ορθός και φωνάζοντας με χαρά: – Γυναίκες, παιδιά, σηκωθείτε! |soul||||uncontrollable|impulse|||desire||enjoy|||||drives away|||sleepiness||jumping|||shouting||||| His soul is seized by an uncontrollable urge and a desire to celebrate the Holy Festival and immediately shakes off his drowsiness, jumping upright and shouting with joy: – Women, children, get up! Μα οι γυναίκες και τα παιδιά βρίσκονται πριν απ' αυτόν στο πόδι. ||||||are||||| But the women and children are ahead of him on foot. Ανάβουν το λυχνάρι, και σκαλίζουν τη φωτιά, που τρώει λαίμαργη μια καινούρια αγκαλιά από φρύγανα. They light||lamp||they stir|||||gluttonous|||hug||brambles They light the lamp and stir the fire, which greedily consumes a new bundle of brushwood. Τα παιδιά ζητούν ανυπόμονα τα καινούρια τους ρούχα, ο χωρικός βιάζεται να καθαρίσει τη σκονισμένη απ' τη δουλειά φορεσιά του, η χωρική τρέχει παντού. ||are asking|impatiently||new||clothes||farmer|is in a hurry||clean||dusty|||work|outfit|||peasant|runs|everywhere The children impatiently ask for their new clothes, the peasant hurries to clean his work-dirtied clothing, the peasant woman runs everywhere.

Νταγκ! Doug Dagg!

Νταγκ! Dagg!

Νταγκ! Dagg!

Χτυπάει, για να ξυπνήσει τους αφεντάδες του τόπου, που δεν τους ξύπνησαν οι πρώτοι ήχοι της καμπάνας. It strikes|||wake||lords||of the place||||woke up|||||bell It rings, to wake up the lords of the place, who were not awakened by the first sounds of the bell. Σηκώνονται κι εκείνοι κι ενώ ετοιμάζονται για τη Λειτουργία, ρίχνουν ματιές στο γουρουνόπουλο, που κρέμεται απ' το ταβάνι. They are getting up||they|||are getting ready||||they throw|||piglet||is hanging||| They get up too and while preparing for the Liturgy, they cast glances at the piglet, which hangs from the ceiling. Θυσιάστηκε κι αυτό μαζί μ' όλους τους όμοιούς του στο χωριό και στα γύρω τ' απομεσήμερο της περασμένης μέρας. sacrificed||this|with||all|his|his equals|||village|||nearby||afternoon||past| It was sacrificed along with all its kind in the village and the nearby area in the afternoon of the previous day. Από το πρωί είχαν απολυθεί όλα τα φυλαγμένα γουρούνια κι έτρεχαν κοπαδιαστά στους δρόμους του χωριού. ||morning||been released|||saved|pigs||were running|in herds||streets||village Since morning, all the kept pigs had been released and were running in herds through the village streets. Άξαφνα όμως ο Βόλας, ο καλύτερος σκοπευτής του χωριού, ρίχνει στο κοπάδι την πρώτη τουφεκιά. suddenly|||Volas||best|shooter|||||herd|||shot Suddenly, however, Volas, the best shooter in the village, takes the first shot at the herd. Κι ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, κλείνονται μέσα στα σπίτια, οι χωρικοί με τα καρυοφίλλια στα χέρια πυροβολούν αλύπητα. |||||||are locked in||||||||muskets|||shoot|relentlessly And while the women and children shut themselves inside their homes, the villagers, with their rifles in hand, shoot mercilessly. Οι γρυλισμοί των ζώων, οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που τα κυνηγούν, τα γαυγίσματα των σκύλων κι οι αδιάκοπες ντουφεκιές γεμίζουν τον αέρα με θόρυβο κι αλαλητό. |chirps||||happy|||men|||hunt||barking|||||uninterrupted|gunshots|||||||shouting The grunts of the animals, the joyful voices of the men chasing them, the barking of the dogs and the incessant gunshots fill the air with noise and clamor. Σε λίγο όμως παύουν όλα. |||stop| But soon everything stops. Οι γυναίκες βγαίνουν να ζεστάνουν νερό για το μάδημα, ενώ οι άντρες περιγράφουν ο ένας στον άλλον κοροϊδευτικά τις απελπισμένες φωνές και τα τρεχάματα των γουρουνιών για να ξεφύγουν το θάνατο…Τώρα, καθένα τους κρέμεται στο σπίτι του αφεντικού του, έχοντας στο στόμα του ακέραιο λεμόνι, που του το' βαλε η νοικοκυρά για να γίνει νόστιμο το κρέας του. ||||||||plucking||||describe|||||||desperate||||running around|||||||||each||||||of the boss||having||||integral|lemon|that|||put||housewife||||||| The women come out to warm water for plucking, while the men mockingly describe to each other the desperate cries and the scurrying of the pigs to escape death... Now, each one hangs at its master's house, with a whole lemon in its mouth, which the housewife put there to make its meat tasty. Σε λίγο θα λιανιστεί. |||be sold Soon it will be sold in retail. Θα βραστεί, θα παστωθεί για να γίνει παστουρμάς και πηχτή και να θρέψει όλο το χειμώνα τον αφέντη και το σπίτι του… |boil||be salted||||basturma||pichthí|||feed||||||||| It will be boiled, salted to become basturma and thickened to feed the master and his household all winter...

Νταγκ! Bang!

Νταγκ!

Νταγκ!

Ακούγεται ξανά η καμπάνα, που αντηχεί δυνατά σαν να της μεταδίνει όλη του την ανυπομονησία ο κωδωνοκρούστης. It sounds|||bell||echoes|||||is transmitting||||impatience||Procrustes The bell sounds again, echoing loudly as if the bell ringer is transmitting all his impatience to it. Το νιό αντρόγυνο θέλει να πάει στη Λειτουργία, αλλά πρέπει να πάει καθώς του ταιριάζει μια τέτοια επίσημη μέρα. |new|couple|||||||must||||||||official| The young couple wants to go to the Service, but they must go as suits them on such an official day. Η λυγερή θυμάται καλά τα λόγια, που της είχαν πει από βραδίς τα παιδιά, που τραγουδούσαν: |slender|remembers|||words||||||yesterday||||were singing The slender one remembers well the words that the children, who were singing, had told her the night before:

Σήκω κυρά μ' να στολιστείς, σήκω κυρά μ' ν' αλλάξεις, βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι και τον καθάριο αυγερινό βάλτονε δαχτυλίδι… get up|lady|||get dressed|||||change|put|||||||on your breast|||clear|morning star|put him|ring Get up, my lady, to adorn yourself, get up, my lady, to change, put the sun on your face and the moon on your chest and the clear morning star put it on your finger as a ring... Γι' αυτό στέκεται ορθή μπρος σ' ένα μικρό κομμάτι από καθρέφτη, κολλημένο με λάσπη στον τοίχο, και βάνει όλη της τη φροντίδα για να δώσει περισσότερη λάμψη στο φυσικό κάλλος του προσώπου της. ||stands|upright|||||||mirror|stuck||mud||||puts||||care||||||||beauty||| That's why she stands upright in front of a small piece of mirror, stuck with mud on the wall, and puts all her care into giving more shine to the natural beauty of her face. Μα κι ο άντρας της, λεβέντης με το μαύρο μουστάκι στριμμένο, με το φέσι του λίγο στραβά, με τη φουστανέλλα τη χιονάτη, φοράει τα παπούτσια του και τραβούν για την εκκλησία. |||||gentleman|||black||twisted|||fez||||||fustanella||snowy|||shoes|||pulling||| But her husband, a brave man with a twisted black mustache, wearing his hat a little crooked, with a snowy fustanella, puts on his shoes and they head to the church.

Νταγκ! Bang!

Νταγκ! Bang!

Νταγκ!

Ας έρθει ο κόσμος όλος! let|come||world|whole Let the whole world come! Όλους τους θέλει η εκκλησιά. everyone|them|wants||church The church wants everyone. Κι ολοένα μαζεύονται από δω κι από κει απ' όλα τα μονοπάτια του χωριού προβάλουν συντροφιές από γυναίκες κι άντρες και παιδιά. |increasingly|gather|from|from here||from||||||||emerge|groups|||||| And more and more groups of women, men, and children are gathering here and there from all the paths of the village. Κι η χαμηλή και στενόχωρη εκκλησιά με τις θαμπόθωρες εικόνες της, με το ξύλινο ταβάνι και με το πλακόστρωτο χώμα, όλους τους καρτερεί και όλους τους υποδέχεται, θαρρείς με τις προσευχές του παπά και τις φωνές του ψάλτη. ||||narrow|church|||dull-looking||||||||||paved||||waits||||welcomes|you would think|||||||||| Κι η ψυχή τους φτερουγίζει στο Θρόνο του Πλάστη. ||soul||flutters||||Creator And their souls flutter at the Throne of the Creator. Τα πρόσωπα όλα γελούν, οι καρδιές βροντοχτυπούν στα στήθη συγκινημένες, το θρησκευτικό αίσθημα μεγαλώνει. |faces||smile||hearts|thunder (with)|||moved||religious|| All the faces are smiling, the hearts are pounding in the chests, moved; the religious feeling grows. Οι παράτονες φωνές του ψάλτη φαίνονται θεία λόγια και η ιεροτελεστία του παπά σαν φύσημα δροσιστικό, που βαλσαμώνει τους κόπους της καθημερινής ζωής. |paratones|||the chanter||||||liturgy||||breath|refreshing||balsams||toils||daily| The intense voices of the chanter seem like divine words, and the priest's ritual feels like a refreshing breeze, soothing the struggles of everyday life.

Νταγκ! Doug!

Νταγκ! Doug!

Νταγκ! Doug!

Η Λειτουργία τελείωσε, απόλυσε η εκκλησιά. |Liturgy|finished|dismissed||church The Liturgy has ended, the church has dismissed. Οι χωριανοί ασπάζονται τις εικόνες, φιλούν το χέρι του παπά, άλλοι μεταλαβαίνουν κι άλλοι φεύγουν μασώντας τ' αντίδωρο και κάνοντας το σταυρό τους. |villagers|kiss||icons|they kiss||||||take communion||||chewing||antidoron||||| The villagers kiss the icons, kiss the priest's hand, some take communion while others leave chewing the blessed bread and making the sign of the cross. Στα σπίτια τους, εκεί ακούν με προσοχή κανένα γέρο αγωνιστή, που παραβάλλει τη φυγή της Παρθένου και του Ιησού με τα άτυχα ανδρόγυνα στην εποχή της Επαναστάσεως. |||||||||||compares|||||||||||couples||||Revolution At home, they attentively listen to some old fighter, who compares the flight of the Virgin and Jesus to the unfortunate couples during the time of the Revolution. Και η απλοϊκή παράσταση της γεννήσεως ενός Θεανθρώπου τόσο αρμονικά συνταιριάζεται με τη φαντασία και τα αγνά έθιμα των χωρικών, που καθένας τους φέρνει αμέσως στο νου του το εσωτερικό του στάβλου του και τοποθετεί μέσα σ' αυτόν μια γυναίκα πανέμορφη, λυμένη από τους πόνους της γέννας, κι ένα απλοϊκό χωρικό γονατισμένο μπροστά της, πρόθυμο να την υπηρετήσει και ένα βρέφος καταγής που τις περισσότερες φορές έχει τη μορφή του πρώτου γιου του, και τα δεμάτια τ' άχυρο τριγύρω και το βόδι και τ' άλογα από τη μια μεριά κι από την άλλη και δυο – τρεις γέρους τσοπάνηδες που τρέχουν να προσκυνήσουν το νεογέννητο Βασιλιά… ||simple|||of birth||Godman|||is combined||||||pure|customs||||||||||||||stable|||places||||||beautiful|solved|||||birth|||||kneeling|||willing||||||infant|of the ground||||||||||||||bales||straw||||bull||||||||||||||||shepherds||||worship||| And the simple depiction of the birth of a God-man is so harmoniously combined with the imagination and pure customs of the villagers, that each of them immediately brings to mind the interior of his stable and places within it a beautiful woman, relieved from the pains of childbirth, and a simple villager kneeling before her, eager to serve her, and an infant lying on the ground that most often resembles his first son, with bundles of hay around and the ox and horses on one side and the other, and two or three old shepherds running to worship the newborn King...