Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Καπετάνιος Αγιογράφος - Φώτης Κόντογλου
|||||Kontoglou
Christmas Stories | Captain Hagiographer - Fotis Kontoglou
Cuentos de Navidad | Capitán Hagiógrafo - Fotis Kontoglou
Σαν σήμερα, Χριστούγεννα, στα 1864, έκανε μεγάλη φουρτούνα με χιονιά.
||||||||snow
On this day, Christmas, in 1864, there was a great storm with blizzards.
Στ' αγριεμένο πέλαγο δεν φαινότανε πουθενά πανί.
||sea||||
In the raging sea, no sail was visible anywhere.
Μοναχά ένα μικρό καΐκι πάλευε με το χάρο ανοιχτά από την Τήνο.
|||||||||||Tinos
Only a small boat was struggling with death off the coast of Tinos.
Ήτανε ενός καπετάν Γιώργη από τη Νάξο, φορτωμένο κρασιά από τη Σαντορίνη.
||captain|||||||||
It was a captain George from Naxos, loaded with wines from Santorini.
Όλη τη μέρα αγαντάριζε στον αγέρα, μα σαν σκοτείνιασε, ο βοριάς σκύλιαξε κι' έσπασε τ' άρμπουρο, έβγαλε και το τιμόνι από τα βελόνια.
|||was sailing|||||||north wind|howled||||rudder|||||||
All day he was sailing in the breeze, but as it got dark, the north wind howled and broke the mast, pulling out the rudder from the pins.
Οι άνθρωποι προφτάξανε και ρίξανε τη βάρκα στη θάλασσα και μπήκανε μέσα.
||managed|||||||||
The people managed to throw the boat into the sea and got inside.
Δεν είχανε αλαργάρει ως μια τουφεκιά τόπο, και βούλιαξε το καΐκι.
||drifted||||||||
They hadn't gone far, just a shot away, and the boat sank.
Τη βάρκα την άρπαξε το μπουρίνι και την πήγαινε όπου ήθελε μέσα στην πίσσα της νύχτας.
The storm caught the boat and took it wherever it wanted in the pitch black of night.
Οι τρεις νοματέοι που βρισκόντανε μέσα ήτανε ο καπετάν Γιώργης κι' άλλοι δυο γεμιτζήδες, σε ελεεινή κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο με κείνον τον χιονιά, πουντιασμένοι από το τάντανο, δίχως καμιάν ελπίδα πως θα γλυτώνανε.
||nomads||were|||||||||gunners||||wet|||||||punctured|||tetanus||||||they were saved
The three men who were inside were Captain Giorgis and two other fishermen, in a miserable state, soaked to the bone from that snowstorm, terrified from the panic, without any hope of being saved.
Πιάσανε και κλαίγανε σαν τα μωρά και τάξανε κι' οι τρεις να πάνε να καλογερέψουνε, αν λάχαινε να γλυτώσουνε.
||||||||||||||become monks||||
They cried like babies and all three promised to become monks if they managed to escape.
Κι' ο Θεός άκουσε τις φωνές που τον παρακαλούσανε, γιατί βγαίνανε σαν του Ιωνά μέσα από καρδιές απελπισμένες, και κει που δεν ξέρανε πού βρισκόντανε, σαν ξημέρωσε, είδανε πως ο καιρός καλωσύνεψε ανέλπιστα, και πως βρισκόντανε κοντά στη Σύρα.
||||||||were begging|||||||||||||||||||||||improved|||||||
And God heard the voices that were pleading with Him, because they were coming out like Jonah's from desperate hearts, and when they didn't know where they were, as dawn broke, they saw that the weather had unexpectedly cleared up and that they were near Syros.
Ήβγανε γεροί όξω και τους μαζέψανε κάτι ψαράδες, δεν αρρώστησε κανένας.
they went out||||||||||
They came out alive and were picked up by some fishermen; nobody got sick.
Καθίσανε δυο τρεις μέρες στη Σύρα κι' είπανε πως έχουνε χρέος να κάνουνε το τάξιμό τους.
||||||||||||||vow|
They stayed for two or three days in Syra and said that they have a debt to fulfill their vow.
Πουλήσανε τη βάρκα, και με κείνα τα λεφτά μπαρκάρανε, και πήγανε ίσια στ' Άγιον Όρος και γινήκανε κ' οι τρεις καλογέροι, δίχως να ειδοποιήσουνε τα σπίτια τους πως γλυτώσανε, αφού είπανε πως είναι πια πεθαμένοι για τον κόσμο.
||||||||||||||||||||monks|||notify|||||they escaped|||||||||
They sold the boat, and with that money they embarked and went straight to Mount Athos and all three became monks, without informing their homes that they had escaped, since they said they were already dead to the world.
Ο καπετάν Γιώργης πήγε κι' ασκήτεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, κ' έφταξε σε μεγάλα μέτρα, με προσευχή, με νηστεία και με σκληρή κακοπάθηση του κορμιού, τόσο, που ξακούστηκε η αγιοσύνη του σ' όλο το Όρος.
|||||asceticized|||||||reached|||||||||||suffering|||||was heard|||||||
Captain George went and practiced asceticism in the Skete of Saint Anna, and he reached great measures, with prayer, fasting, and harsh suffering of the body, so much so that his holiness was heard throughout the entire Mountain.
Έμαθε και την τέχνη κοντά σ' έναν γέροντα μάστορα, κ' έγινε σπουδαίος αγιογράφος.
||||||||master||||
He learned the craft next to an old master and became a great icon painter.
Η γυναίκα του τον είχε για πνιγμένον κ' έκανε κάθε χρόνο τα κόλλυβά του.
||||||drowned|||||||
His wife thought he had drowned and made his memorial bread every year.
Δεν έμαθε πως γλύτωσε και πως καλογέρεψε ο άντρας της.
||||||became a monk|||
She never learned how he escaped and how her husband became a monk.
Μαυροφόρεσε αυτή και τα δυο παιδιά της τα πιο μεγάλα, γιατί το μικρό ήτανε μωρό βυζανιάρικο.
dressed in black|||||||||||||||
She dressed in black this and her two older children, because the youngest was still a nursing baby.
Κι' ο καπετάν Γιώργης, που γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δεν θέλησε να μάθει τίποτα για το σπίτι του, μην τύχει και τον νικήσει η αγάπη των παιδιών του.
And Captain George, who became Father Gerasimos, did not want to learn anything about his home, in case he was overcome by the love of his children.
Αλλά σαν περάσανε δυο τρία χρόνια, δυνάμωσε η ψυχή του με τη θεία χάρη κ' ήθελε να βγει για λίγον καιρό από το Όρος, όπως βγαίνανε κι' άλλοι πατέρες για ελέη, και να πάγει στη Νάξο να δει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, δίχως να φανερωθεί.
||||||||||||||||||||||||||||||mercy|||||||||||||||||
But after two or three years had passed, his soul strengthened by divine grace and he wanted to go out for a little while from the Mountain, as other fathers did for alms, and to go to Naxos to see his children and his wife, without revealing himself.
Μάλιστα, σαν διάβασε το συναξάρι τ' άγιου Γιάννη του Καλυβίτη, που ήτανε μοναχογυιός κι' αρχοντόπουλο, και πήγε κρυφά και καλογέρεψε, και για να πονέσει ακόμα πιο πολύ η καρδιά του για την αγάπη του Χριστού, πήγε στο πατρικό το σπίτι του κι' έκανε τον υπηρέτη δίχως να τον ξέρουνε οι γονιοί του, κι' έτσι παράδωσε το πνεύμα του στον Θεό, σαν διάβασε λοιπόν ο πάτερ Γεράσιμος τούτη τη συγκινητική την ιστορία, αποφάσισε σίγουρα να πάγει στη Νάξο.
|||||||||Kalivitis|||only son||||||||||||||||||||||||||||||||||||||parents||||||||||||||||||||||||||
Indeed, when he read the life of Saint John the Calivites, who was an only child and a nobleman, and went secretly to become a monk, and in order to feel even more pain in his heart for the love of Christ, he went to his parental home and became a servant without his parents knowing him, and thus he surrendered his spirit to God. When Father Gerasimos read this moving story, he surely decided to go to Naxos.
Πήρε λοιπόν την ευχή από τον γέροντά του, και μπήκε σ' ένα καΐκι και τον έβγαλε στην Πάρο.
|||||||||||||||||Paros
He therefore took the blessing from his elder and boarded a small boat that took him to Paros.
Εκεί κάθισε κανένα μήνα, κι' επειδής είχε πάρει μαζί του και τα σύνεργα της ζωγραφικής, ζωγράφισε και καμπόσα εικονίσματα που του παραγγείλανε.
|||||since||||||||||||quite a few||||
There he stayed for about a month, and since he had also brought with him the tools for painting, he painted several icons that were commissioned to him.
Και τόση ήτανε η ευλάβειά του κι' η σεβασμιότητα που είχε το παρουσιαστικό του, που ξακούστηκε στα γύρωθε νησιά πως τα εικονίσματα που ζωγράφιζε ήτανε «έθαρμα» (θαυματουργά), γιατί δεν έτρωγε λάδι παρά έβαζε μονάχα λίγο, με του φτερού την άκρη, στο φαγητό του την Κυριακή που δεν δούλευε, κ' έτρωγε και το ψωμί με μέτρο, και το νερό ακόμα πούπινε.
||||||||reverence|||||||||around||||||||miracles||||||||||||feather||||||||||||||||||||||poupine
And such was his piety and the reverence he had in his appearance, that it was heard in the surrounding islands that the icons he painted were 'eitharma' (miraculous), because he did not eat oil, but only put a little on the tip of his feather, in his food on Sunday when he did not work, and he ate bread in moderation, and even the water he drank.
Τα γόνατά του ήτανε πληγωμένα από τις μετάνοιες που έκανε όλη τη νύχτα, κι' ο ύπνος του ήτανε μοναχά μια δυο ώρες, και τον έπαιρνε καθιστός απάνω στο σεντούκι πούχε τα εργαλεία του, είτε πλαγιαστός απάνω στο χώμα.
|||||||||||||||||||||||||||||where he had|||||lying down|||
His knees were wounded from the prostrations he made all night, and his sleep was only one or two hours, and he would fall asleep sitting on the chest where he kept his tools, or lying down on the ground.
Κι' από τα λιγοστά λεφτουδάκια που έπαιρνε για τα κονίσματα που έκανε, για τη συντήρησή του ξόδευε τα πιο λίγα, και τ' άλλα τάδινε κρυφά στους φτωχούς.
|||||||||dusting||||||||||||||he gave them|||
And from the few coins he earned for the offerings he made, he spent the least on his maintenance, and secretly gave the rest to the poor.
Πήγανε λοιπόν από τη Νάξο δυο τρεις ευλαβείς χριστιανοί και τον παρακαλέσανε να πάγει και στο νησί τους.
|||||||devout||||||||||
Then a couple of devout Christians went from Naxos and asked him to go to their island.
Και δεν τον γνωρίσανε, γιατί είχε αλλάξει ολότελα το πρόσωπό του από τα γένεια κι' από τα μαλλιά κι' από τη μεγάλη εγκράτεια, και πιο πολύ από την αγιοσύνη.
And they did not recognize him, because his face had completely changed from his beard and hair and from his great restraint, and more so from his holiness.
Και κείνος χάρηκε πολύ, και σαν βρέθηκε μοναχός του έκλαψε και φχαρίστησε τον Θεό, γιατί ήτανε φανερό πως θέλημά του ήτανε να πάγει στην πατρίδα του να δοκιμαστεί η πίστη του «ως χρυσός εν χωνευτηρίω».
|||||||||||thanked|||||||||||||||||||||||furnace
And he was very happy, and when he found himself alone he cried and thanked God, because it was clear that his will was to go to his homeland to have his faith tested "as gold in the furnace."
Βγήκε λοιπόν στη Νάξο, έξη χρόνια από τότε που γίνηκε καλόγερας.
||||||||||monk
So he went out to Naxos, six years after he became a monk.
Οι θεοφοβούμενοι χριστιανοί κατεβήκανε και τον πήρανε από τη βάρκα, κι' ο καθένας ήθελε να τον πάρει στο σπίτι του, για νάχει την ευλογία του.
|||came down|||||||||||||||||||||
The God-fearing Christians came down and took him from the boat, and each one wanted to take him to their home to have his blessing.
Πλην ο Χριστός έδειξε πάλι πως τον θεωρούσε στερεόν στην πίστη του και ήρθανε τα πράγματα τέτοιας λογής, ώστε να τον βάλουνε οι πιτρόποι της εκκλησίας σ' ένα κελλί που ήτανε αντίκρυ στο σπίτι του.
||||||||steady||||||||||||||||||||cell||||||
But Christ showed again that he considered him steadfast in his faith, and the circumstances turned out such that the church elders put him in a cell that was opposite his house.
Δεν περάσανε δυο τρεις μέρες και πήρε παραγγελιά να ζωγραφίσει κάμποσες εικόνες, κ' έπιασε και δούλευε.
|||||||an order||||||||
Not two or three days passed, and he received an order to paint some icons, and he started working.
Τη μέρα ήτανε κλεισμένος στο κελλί του και δεν κύταξε καθόλου από το παράθυρο.
|||||||||looked||||
During the day, he remained shut in his cell and did not look out of the window at all.
Μοναχά τη νύχτα, σαν ανάβανε τη λάμπα στο σπίτι του, καθότανε στα σκοτεινά δίχως να τον βλέπουνε, και κύτταζε μέσα τη χήρα τη γυναίκα του και τα παιδιά του μαυροντυμένα, που καθόντανε στο τραπέζι για να φάνε.
||||||||||||||||they see||was looking|||||||||||dressed in black|||||||
Only at night, when the lamp was lit in his house, he sat in the dark without being seen, and he looked inside at the widow, his wife, and his children dressed in black, who sat at the table to eat.
Τότες τρέχανε σαν βρύσες τα μάτια του, κ' έπεφτε σε προσευχή και παρακαλούσε τον Θεό να τον βαστάξει με το δυνατό χέρι Του για να μην λυγίσει, ώστε να βγάλει πέρα τούτον τον μεγάλον αγώνα, που ήτανε παραπάνω απ' όσο μπορεί να αντέξει άνθρωπος.
Then his eyes flowed like a fountain, and he fell into prayer, begging God to support him with His mighty hand so that he would not bend, in order to get through this great struggle, which was more than a man could bear.
Γονάτιζε, κι' έκλαιγε γονατιστός.
He kneeled and cried on his knees.
Έλεγε το ψαλτήρι κ' η καρδιά του σα νάθελε να βγει
||||||||wanted||
He was reciting the psalter and his heart seemed like it wanted to escape.
από το στήθος του, σαν περιστέρι να πετάξει.
from his chest, like a dove to fly.
Πού να πετάξει; Στο σπίτι του ή στον Θεό, που είπε «όποιος αγαπά πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά περισσότερο από εμένα, αυτός δεν είναι άξιός μου»; Κι' έλεγε με κλάψιμο:
Where to fly? To his home or to God, who said, "whoever loves father or mother or wife or children more than me is not worthy of me"? And he spoke with weeping:
«Έως τίνος θήσομαι οδύνας εν τη καρδία μου, ημέρας και νυκτός; Επίβλεψον, εισάκουσόν μου, Κύριος ο Θεός μου.
|||sorrow||||||||||||||
"Until when shall I endure pains in my heart, day and night? Look, hear me, Lord my God."
Φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον, μήποτε είπη ο εχθρός μου: Ίσχυσα προς αυτόν.
||eyes|||I sleep||||say||||I have prevailed||
Enlighten my eyes, lest I sleep in death, lest my enemy say: I have prevailed against him.
Κύριε, εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου, και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος.
|||||the temptation|||||||
Lord, in You I will be delivered from the temptations, and in my God I will overcome a wall.
Συ μου ει καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με.
|||||of distress|||
You are my refuge from the distress that surrounds me.
Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη.
||||||||||||||was hidden
Lord, before you is all my desire, and my sighing is not hidden from you.
Πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ' εμέ διήλθον.
||||||waves||||
All your waves and your billows have gone over me.
Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς, και πετασθήσομαι, και καταπαύσω; Ο Θεός, την ζωήν μου εξήγγειλά σοι, έθου τα δάκρυά μου ενώπιόν σου.
||||like|||I will fly||will I rest||||||has declared||put my|||||
Who will give me wings like a dove, that I may fly away and be at rest? O God, I have declared my life to you; put my tears before you.
Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι.
|||I have hoped||
In God I have hoped, I will not be afraid.
Οτι ερρύσω την ψυχήν μου εκ του θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, τους πόδας μου από ολισθήματος.
|I have saved||||||||||||||||
For He has delivered my soul from death, my eyes from tears, my feet from slipping.
Εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου, εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου».
||was hoarse||larynx||failed||eyes||||hoping|||||
I am weary from crying out, my throat has become hoarse, my eyes have failed from waiting for my God.
Κι' από τον πολύν αγώνα τον έπαιρνε ο ύπνος κατά τα ξημερώματα.
And after much struggle, he would fall asleep in the early morning.
Κι' άνοιγε τα μάτια του κι' έβλεπε τη μέρα που γλυκοχάραζε και στάλαζε ειρήνη στην καρδιά του, σαν νάτανε άλλος άνθρωπος.
And he would open his eyes and see the day breaking sweetly, dripping peace into his heart, as if he were another person.
Έβαζε με τον νου του το θρήνο που έκανε τη νύχτα, κι' έλεγε με σιγανή φωνή: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις.
|||||||||||||||||evening|will be lodged|weeping|||||joy
He would put in his mind the lament he had made during the night, and he would say in a soft voice: 'In the evening there will be weeping, but in the morning there will be joy.'
Κύριος εγεννήθη βοηθός μου.
|was born||
The Lord has become my helper.
Έστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσάς με ευφροσύνην».
|||||joy||you have burst||sack|||girded||joy
You have turned my mourning into joy for me, you have torn off my sackcloth and clothed me with gladness.
Έτσι περνούσανε οι μέρες.
Thus the days were passing.
Και δυνάμωνε η ψυχή του, τόσο, που απορούσε και δόξαζε τον Θεό.
|||||||||was praising||
And his soul became stronger, so much so that he marveled and glorified God.
Γιατί έφταξε να καλημερίζει τ' αγοράκι του που έβγαινε το πρωί από το σπίτι του να πάγει να δουλέψει σ' ένα τσαγκαράδικο, και το μικρό το κοριτσάκι του που ήτανε βυζανιάρικο τον καιρό που θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στο κελλί του και του φιλούσε το χέρι και κουβεντιάζανε μαζί.
|||greet (verb)||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||they were chatting|
Because he managed to greet his little boy who would leave the house in the morning to go work in a shoemaker's shop, and his little girl who was still nursing at the time when she was almost drowned, would often go to his cell, kiss his hand, and they would chat together.
Ήτανε τότε ως έξη χρονών και το λέγανε Καλλιοπίτσα.
||||||||Calliopitsa
She was then about six years old, and her name was Kalliopitsa.
Πήγαινε λοιπόν η Καλλιοπίτσα, στον παπού, και τούδινε κρύο νερό από τη στέρνα, και σαπούνιζε και τις βρούτσες που ζωγράφιζε, και δεν ήθελε να φύγει από κοντά, σα νάνοιωθε πως την τραβούσε το αίμα.
|||Calliopitsa||grandfather||he was giving him||||||||||little drawings|||||||||||να ένιωθε|||||
So Kalio Bitsa went to her grandfather, and she gave him cold water from the cistern, and she also soaped the little brushes she painted with, and she didn’t want to leave his side, as if she felt that her blood was pulling her.
Και κει που μιλούσανε, ώρες-ώρες γύριζε ο Πάτερ Γεράσιμος το πρόσωπό του και σφούγγιζε τα μάτια του, κ' έλεγε πάλι: «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι• καγώ διαπαντός μετά σου, ήγουν: “Σαν τ' αναίσθητο το ζώο γίνηκα για σένα, Θεέ μου, μα εγώ παντοτινά είμαι μαζί σου”».
|||||||||||||||||||||beastly|I was born|||I|forever|||||||||I became||||||||||
And while they were talking, at times Father Gerasimos would turn his face and wipe his eyes, and he would say again: "I became beastly before you; and I shall always be with you, I mean: 'Like the insensible beast I have become for you, my God, but I am eternally with you.'"
Μια μέρα χτύπησε η πόρτα του κελλιού του, και σαν άνοιξε, βλέπει μπροστά του τη γυναίκα του.
||||||cell||||||||||
One day, someone knocked on the door of his cell, and when he opened it, he saw his wife in front of him.
Και σαν νάτανε από πέτρα κι' όχι άνθρωπος με κορμί, δεν απόδειξε τίποτα, κι' ούτε ταράχτηκε στο παραμικρό.
And as if he were made of stone and not a man with a body, he proved nothing, and he was not disturbed in the slightest.
Και κείνη δεν τον γνώρισε ολότελα, και του λέγει: «Καλή μέρα, γέροντα», και φίλησε το χέρι του.
And she did not totally recognize him, and said to him: 'Good day, old man,' and kissed his hand.
Και κείνος της λέγει: «Ο Θεός να σε ευλογεί, τέκνο μου».
And he said to her: 'God bless you, my child.'
Και σαν μπήκανε μέσα, κάθισε ο Πάτερ Γεράσιμος στο σκαμνί του, και κείνη κάθισε ντροπαλή και πικραμένη στο σεντούκι.
And when they entered, Father Gerasimos sat on his stool, and she sat shy and bitter on the chest.
Και θέλοντας να μιλήσει η κακομοίρα δάκρυσε.
And wanting to speak, the poor thing cried.
Η γυναίκα που δεν γνώρισε τον άντρα της, δάκρυσε, και κείνος που τη γνώρισε, δεν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα απόδειξε, παρά καθότανε με χαροποιό πρόσωπο, σαν τους μάρτυρες την ώρα που τους καίγανε και που ξεσκίζανε τα κορμιά τους.
||||||||||||||||||||||||||||||||||||tore|||
The woman who did not recognize her husband cried, and he who knew her did not cry, nor was he disturbed, nor did he show anything, but sat there with a cheerful face, like the martyrs at the time they were being burned and as their bodies were being torn apart.
Λέγει του η γυναίκα δακρυσμένη: «Ήρθα, γέροντα, να σε παρακαλέσω να μου φτιάξεις μιαν εικόνα τ' άγιου Γιώργη, σε μνημόσυνο του μακαρίτη τ' αντρός μου, που πνίγηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα πριν από έξη χρόνια».
|||||||||||||||||||||||of my husband||||||||||
The woman says to him, crying: 'I came, elder, to ask you to make me an icon of Saint George, in memory of my late husband, who drowned on Christmas Day six years ago.'
«Μετά χαράς», λέγει ο καλόγερας.
'With pleasure,' says the monk.
«Βοήθειά σου.
'May you be helped.'
Μα δεν είναι καλό να κλαις, γιατί βαραίνεις την ψυχή του.
|||||||weigh down|||
But it is not good to cry, because you weigh down his soul.
Είσαι χήρα γυναίκα, δεν θέλω τίποτα για τον κόπο μου».
You are a widowed woman, I do not want anything for my efforts.
Η γυναίκα τούκανε μετάνοια κ' έφυγε.
||made him|||
The woman repented and left.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ο Πάτερ Γεράσιμος έβαλε μπροστά την εικόνα.
The next day, early in the morning, Father Gerasimos started working on the icon.
Όσον καιρό τη δούλευε, τα μάτια του τρέχανε σαν βρύσες, οι μπογιές με τα δάκρυα ήτανε ζυμωμένες.
As long as he was working on it, his eyes flowed like fountains, the paints were mixed with tears.
Στο απάνω μέρος ζωγράφισε τον άγιο Γιώργη αρματωμένον και θλιμμένον καβάλλα στ' άλογο, κι' από κάτω το θεριό λαβωμένο από το κοντάρι του, κ' η βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' έμοιαζε στην Καλλιοπίτσα.
|||||||armed||sad|on horseback||||||||wounded|||||||||||||
At the top, he painted Saint George armed and sad, riding on the horse, and below the wounded beast from his spear, while the princess looked on in fear and resembled Kalliopita.
Και στο κάτω μέρος χώρισε ένα μέρος, και ζωγράφισε ένα καράβι που βούλιαζε, και τρεις ναύτες που θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' άγρια τα κύματα, κ' έγραψε: «Το ναυάγιον».
|||||||||||||||||were battling the sea|||||||||
And at the bottom, he divided a section and painted a sinking ship, and three sailors struggling in the wild waves, and wrote: 'The shipwreck.'
Και σε μια γωνιά έγραψε πάλι τούτα τα λόγια: «Υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δούλου του Θεού Γεωργίου Αντρή, ονπερ κατέπιε υδατόστρωτος τάφος, εν έτει 1864, μηνί Δεκεμβρίω 25».
||||||||||of rest|||||||George|André|which|swallowed|water-strewn|||in the year|in the month of|December
And in a corner, he wrote again these words: 'For the repose of the soul of the servant of God George Andre, whom the water-covered grave swallowed, in the year 1864, on the 25th of December.'
Κι' από κάτω έγραψε «Διά χειρός Γερασίμου μοναχού του αμαρτωλού.
||||||of Gerasimos|||
And below he wrote 'By hand of Gerasimos the monk of sin.'
Έτους 1870».
Ύστερα από κανέναν μήνα, ο Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε από τη Νάξο για να γυρίσει στο Όρος.
|||||||departed||||||||
After about a month, Father Gerasimos left Naxos to return to the Mountain.
Περνώντας από τη Σύρα, έγραψε στη γυναίκα του πως έμαθε από έναν άλλον καλόγερα πως ο Καπετάν Γιώργης ζει και πως είναι στο Όρος, και πως να στείλει εκεί πέρα το γυιό της τον μεγάλο για να του δώσει τις παραγγελιές του.
|||||||||||||monk|||||||||||||||||||||||||||orders|
Passing through Syros, he wrote to his wife telling her that he learned from another monk that Captain Georgis is alive and is in the Mountain, and that she should send their eldest son there to deliver his orders.
Σαν γύρισε πίσω στη σκήτη της μετανοίας του, πήρε ένα γράμμα από το γυιό του πως σε λίγες μέρες θα πήγαινε να τον ανταμώσει.
|||||||||||||||||||||||meet
When he returned to his place of repentance, he received a letter from his son saying that in a few days he would come to meet him.
Κατέβηκε στη Δάφνη και τον περίμενε.
He descended to Daphne and waited for him.
Σαν βγήκε από τη βάρκα, τον καλωσόρισε ο Πάτερ Γεράσιμος.
As he got out of the boat, Father Gerasimos greeted him.
Καθίσανε και κουβεντιάζανε για τη Νάξο, για το σπίτι τους.
They sat down and chatted about Naxos, about their home.
Κάθε τόσο ρωτούσε το παιδί: «Πότε θάρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;».
||||||will come||||
Every now and then, the child would ask: 'When will my father come, old man?'.
Και κείνος τούλεγε: «Πήγε ως του Ξηροποτάμου, κι' όπου νάναι θάρθει».
||was telling him||||||||
And he would say to him: 'He went to the Xiropotamos, and he will come soon.'
Πάλι σε λίγο ξαναρωτούσε: «Πότε θάρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;».
|||was asking again||||||
Again, after a little while, he would ask: 'When will my father come, old man?'.
Όπου σε μια στιγμή τον πήρανε τα δάκρυα τον γέροντα και λέγει του παιδιού του: «Εγώ είμαι, παιδί μου, ο πατέρας σου, εγώ ήμουνα μια φορά ο καπετάν Γιώργης.
In a moment, tears took hold of the old man and he said to his child: "I am, my child, your father; I was once Captain George."
Μα θάμουνα πνιγμένος αν δε με γλύτωνε ο Θεός, κ' έταξα να γίνω καλόγερας.
||||||||||I promised|||
But I would have drowned if God hadn't saved me, and I vowed to become a monk.
Τώρα εσύ δεν είσαι ορφανό, μα εγώ είμαι πια πεθαμένος για τον κόσμο.
Now you are not an orphan, but I am already dead to the world.
Έτσι θέλησε ο Παντοδύναμος, που είπε πως θα αφήσει γονιούς και παιδιά και γυναίκα όποιος Τον αγαπά.
|||||||||parents|||||||
Thus the Almighty wished, who said that whoever loves Him will leave parents, children, and wife.
Γεννηθήτω το θέλημά Του».
let it be done|||
Let His will be done.