Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Νύχτα Χριστουγέννων - Άντον Τσέχωφ
|рассказы||||Чехов
Weihnachts-|Erzählungen||||Tschechow
Weihnachtsgeschichten | Weihnachtsnacht - Anton Tschechow
Christmas Stories | Christmas Night - Anton Chekhov
Cuentos de Navidad | Nochebuena - Anton Chéjov
Opowieści wigilijne | Noc Bożego Narodzenia - Anton Czechow
Η νέα γυναίκα, είκοσι τριών χρόνων, με πρόσωπο απίστευτα χλομό, στεκόταν στην άκρη της θάλασσας και κοιτούσε τον ορίζοντα.
||||||||невероятно|бледное|стояла||||||||горизонт
|||||||||blass|||||||||
The young woman, twenty-three years old, with an incredibly pale face, stood on the edge of the sea and looked at the horizon.
Κάτω από τα μικροκαμωμένα πόδια της με τα βελουτέ μποτάκια, μια ετοιμόρροπη σκάλα, με μια ετοιμόρροπη κουπαστή, οδηγούσε στο νερό.
|||маленьких||||||||шаткая||||||||
||||||||velvet|boots||||||||||
Under her petite feet with the velvet boots, a rickety ladder, with a shaky handrail, led down to the water.
Κοιτούσε πέρα μακριά, όπου έχασκε ο ορίζοντας, σκεπασμένος από βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι.
She looked far away, where the horizon gaped, covered by deep, impenetrable darkness.
Δε φαίνονταν ούτε αστέρια, ούτε θάλασσα καλυμμένη με πάγο, ούτε φώτα.
Neither stars nor sea covered with ice, nor lights were visible.
Έβρεχε δυνατά…
It was raining heavily…
«Τι να είναι άραγε εκεί κάτω;» σκεφτόταν η γυναίκα κοιτάζοντας μακριά, προφυλαγμένη από τον αέρα και τη βροχή με μια μουσκεμένη κοντή γούνα και ένα σάλι.
"What could it possibly be down there?" the woman thought, looking far away, sheltered from the wind and rain with a wet short fur coat and a shawl.
Κάπου εκεί, σ' αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, πέντε, δέκα ή και περισσότερα βέρστια μακριά, θα πρέπει να βρίσκεται την ώρα αυτή ο άντρας της, ο γαιοκτήμονας Λιτβίνοφ, με τα αλιευτικά του.
|||||||||||||||||||||||||||||fishing gear|
Somewhere out there, in this impenetrable darkness, five, ten, or even more versts away, her husband, the landowner Litvinov, must be at this moment with his fishing gear.
Αν η χιονοθύελλα των τελευταίων δύο ημερών στη θάλασσα δε σκέπασε με χιόνι τον Λιτβίνοφ και τους ψαράδες του, τώρα θα πρέπει να κατευθύνονται προς την ξηρά.
If the snowstorm of the last two days at sea did not cover Litvinov and his fishermen with snow, they must now be heading towards the shore.
Η θάλασσα φούσκωσε και σύντομα θ' αρχίσει να σπάει τους πάγους καταπώς λένε.
The sea has swollen and will soon start to break the ice, as they say.
Οι πάγοι δεν μπορούν να αντέξουν τον άνεμο αυτό.
|ice|||||||
The ice cannot withstand this wind.
Θα προλάβουν άραγε τα αλιευτικά έλκηθρά τους, βαριά και δυσκίνητα, να φτάσουν στην ξηρά προτού η κατάχλομη γυναίκα ν' ακούσει το μουγκρητό της θάλασσας που ξυπνάει;
|||||sleds||||clumsy||||||||||||||||
Will their heavy and cumbersome fishing sledges manage to reach land before the overwhelmed woman hears the roar of the waking sea?
Ήθελε να κατέβει, οπωσδήποτε.
He definitely wanted to go down.
Η κουπαστή μετακινήθηκε κάτω από το χέρι της, και βρεμένη, γλιτσιασμένη, της ξέφυγε σαν ψάρι.
The railing moved beneath her hand, wet and slippery, it slipped away like a fish.
Αναγκάστηκε να καθίσει και να δοκιμάσει να την κατεβεί στα τέσσερα, κρατημένη γερά από τα παγωμένα βρόμικα σκαλοπάτια.
||||||||||four|||||||
She was forced to sit down and try to descend on all fours, holding tightly to the icy dirty steps.
Φύσηξε ο αέρας και άνοιξε τη γούνα της.
The wind blew and opened her fur.
Το στέρνο της μύριζε ξινίλα.
|chest|||
Her sternum smelled sour.
«Άγιε Νικόλαε, θαυματουργέ, η σκάλα αυτή δεν έχει τελειωμό!» ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, μετρώντας ένα ένα τα σκαλάκια.
||чудотворец|||||||||||||||
|||||||||||||||||steps
“Saint Nicholas, miracle worker, this ladder has no end!” whispered the young woman, counting each step one by one.
Ήταν ακριβώς δεκαεννιά, και κατέβαιναν σε ευθεία γραμμή, κι όχι ελικοειδώς, σχηματίζοντας οξεία γωνία με την επιφάνεια του νερού.
||||||||||in a helical manner||||||||
There were exactly nineteen, and they descended in a straight line, not spirally, forming an acute angle with the surface of the water.
Ο άνεμος τα ταρακουνούσε με μανία από τη μια πλευρά στην άλλη, κι αυτά έτριζαν, σαν τάβλα έτοιμη να σπάσει.
The wind was shaking them violently from side to side, and they creaked, like a board ready to break.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
"Who is;" a male voice was heard.
«Εγώ, Ντενίς…»
|Denis
"Me, Dennis…"
Ο Ντενίς, ψηλός, μεγαλόσωμος γέροντας, με μακριά γκρίζα γενειάδα, στεκόταν στην ακτή, στηριγμένος σε ένα μεγάλο μπαστούνι και κοιτώντας, κι αυτός, το αδιαπέραστο σκοτάδι.
|Denis||||||||||||||||||||||
Dennis, a tall, stocky old man with a long gray beard, stood on the shore, leaning on a large cane and staring into the dark.
Στεκόταν κι έψαχνε ένα στεγνό σημείο στα ρούχα του, για ν' ανάψει πάνω εκεί ένα σπίρτο και να καπνίσει το τσιμπούκι του.
He was standing and looking for a dry spot on his clothes, to light a match there and smoke his mouthpiece.
«Εσείς είστε, αρχόντισσα Ναταλία Σεργκέγεβνα;» ρώτησε με κατάπληκτη φωνή.
||||Sergeyevna||||
"Are you, Princess Natalia Sergeevna?" he asked in an astonished voice.
«Σε τέτοιο χαμό; Τι κάνετε εδώ; Με τη διάπλαση σας και μάλιστα μετά τη γέννα, ένα κρύωμα μπορεί να είναι αιτία θανάτου.
||||||||constitution|||||||||||||
In such a mess? What are you doing here? With your physique and especially after giving birth, a cold can be a cause of death.
Γυρίστε σπίτι, μητερούλα!»
Go home, mommy!
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το κλάμα μιας γριάς.
At that moment, the crying of an old woman was heard.
Έκλαιγε η μάνα του ψαρά Γεφσέι, που είχε φύγει με τον Λιτβίνοφ για ψάρεμα.
|||||Gefsei||||||||
The mother of the fisherman Gefsei was crying, having gone fishing with Litvinov.
Ο Ντενίς αναστέναξε και κούνησε το χέρι.
Denis sighed and waved his hand.
«Έζησες κι εσύ, γριά», είπε απευθυνόμενος στο κενό, «στον κόσμο ετούτο εβδομήντα χρονάκια, και σαν μικρό παιδί, δεν κατάλαβες τίποτα.
"You lived too, old woman," he said, addressing the void, "in this world for seventy years, and like a small child, you understood nothing."
Τα πάντα, ανόητη, είναι θέλημα Θεού!
Everything, fool, is God's will!
Με τη γέρικη ανημπόρια σου, θα έπρεπε τώρα να κάθεσαι δίπλα στη σόμπα κι όχι να στέκεσαι μέσα στην υγρασία!
|||helplessness||||||||||||||||
With your old helplessness, you should now sit by the stove and not stand in the damp!
Πήγαινε στο καλό του Θεού!»
Go for the good of God! "
«Μα, ο Γεφσέι μου, ο Γεφσέι!
"But, my Gevsei, my Gevsei!"
Έναν τον έχω, Ντενισάκο!»
"I have one, Denisako!"
«Θέλημα Θεού!
"Will of God!"
Αν δεν του είναι γραμμένο να πεθάνει στη θάλασσα, τότε ακόμα κι αν η θάλασσα τον τσακίσει εκατό φορές, ζωντανός θα μείνει.
If he is not destined to die at sea, then even if the sea crushes him a hundred times, he will survive.
Κι αν, μητέρα, του είναι γραφτό να βρει το θάνατο αυτή τη φορά, τότε δε θα το κρίνουμε εμείς.
And if, mother, he is destined to die this time, then we will not judge.
Μην κλαις, γριά!
Δεν είναι μόνος του ο Γεφσέι στη θάλασσα!
Jeffsey is not alone in the sea!
Είναι και ο άρχοντας Αντρέι Πετρόβιτς.
He is also the lord Andrei Petrovich.
Εκεί κι ο Φέντκα, κι ο Κουζμά, κι ο Ταρασένκο, ο Αλιόσκα…»
|||||||||Tarasenko||
There were also Fedka, Kuzma, Tarasenko, Alyoshka…
«Είναι όμως ζωντανοί, Ντενισάκο;» ρώτησε η Νατάλια Σεργκέγεβνα με τρεμάμενη φωνή.
||||||Natalia||||
"But are they alive, Denysako?" asked Natalia Sergeyevna in a trembling voice.
«Ποιος να ξέρει, αρχόντισσα!
"Who knows, my lady!"
Αν χθες, τρίτη μέρα τώρα, δεν τους πήρε η χιονοθύελλα, θα πρέπει να είναι ζωντανοί.
If yesterday, the third day now, they were not hit by the blizzard, they should be alive.
Κι αν η θάλασσα δε σπάσει, τότε και πάλι θα είναι ζωντανοί.
And if the sea does not break, then they will still be alive.
Δε βλέπεις όμως τι αέρας κι αυτός!»
But don't you see what air this is!"
«Κάποιος περπατάει στον πάγο!» είπε ξάφνου η νεαρή γυναίκα, με αφύσικα βραχνή φωνή, πισωπατώντας, σαν να φοβήθηκε.
"Someone is walking on the ice!" the young woman suddenly said, in an unnaturally hoarse voice, stepping back, as if she was afraid.
Ο Ντενίς μισόκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε.
Dennis half-closed his eyes and listened.
«Όχι, αρχόντισσα, κανένας δεν έρχεται», είπε.
"No, noblewoman, no one is coming," he said.
«Ο χαζός ο Πέτκα κάθεται στη βάρκα και κουνάει τα κουπιά.
|||Petka|||||||
"The fool Petka sits in the boat and shakes the oars.
Πετράκη!» φώναξε ο Ντενίς.
Petraki|||
"Petraki!" shouted Denis.
«Κάθεσαι;»
"Are you sitting?"
«Κάθομαι, παππού!» ακούστηκε μια αδύναμη, άρρωστη φωνή.
"I am sitting, grandfather!" a weak, sick voice was heard.
«Πονάς;»
«Πονάω, παππού!
I'm hurt, grandpa!
Δεν έχω πια δυνάμεις!»
I have no strength left!
Στην ακτή, εκεί που άρχιζε ο πάγος, υπήρχε μια βάρκα.
On the shore, where the ice began, there was a boat.
Στη βάρκα, στον πάτο της, καθόταν ένας ψηλός νεαρός με αδιανόητα μακριά πόδια και χέρια.
||||||||||unimaginably||||
In the boat, at its bottom, sat a tall young man with unimaginably long legs and arms.
Ήταν ο χαζο‐Πετράκης.
|||Petrakis
It was silly Petros.
Με σφιγμένα τα δόντια και τρέμοντας ολόκληρος, κοιτούσε το μαύρο κενό, πασχίζοντας κι αυτός να διακρίνει κάτι.
With clenched teeth and trembling all over, he looked into the black void, struggling to discern something.
Κάτι περίμενε κι αυτός από τη θάλασσα.
He was also waiting for something from the sea.
Τα μακριά χέρια του κρατιόντουσαν από τα κουπιά, ενώ το αριστερό του πόδι ήταν διπλωμένο κάτω από το σώμα του.
His long arms were held by the oars, while his left leg was folded under his body.
«Πονάει ο χαζούλης μας!» είπε ο Ντενίς πλησιάζοντας τη βάρκα.
||silly one|||||||
"Our idiot is in pain!" said Dennis as he approached the boat.
«Το πόδι του πονάει, του άμοιρου.
|||||unfortunate
"His leg hurts, the unfortunate one.
Κι έχασε το μυαλό του από τον πόνο.
And he lost his mind from the pain.
Κι εσύ, βρε Πετράκη, καλύτερα να πήγαινες στη ζεστασιά!
And you, dear Petrakis, you would have been better off going to the warmth!
Εδώ θα κρυώσεις χειρότερα…»
Here you will get even colder...
Ο Πετράκης σιωπούσε.
Petakis was silent.
Έτρεμε και μόρφαζε από τον πόνο.
He trembled and grimaced from the pain.
Του πονούσε ο αριστερός γοφός, το πίσω μέρος του, ακριβώς στο σημείο που περνούσε το νεύρο.
|||left||||||||||||
His left hip hurt, the back part, exactly at the point where the nerve passed.
«Άντε, Πετράκη!» είπε ο Ντενίς με μαλακή, πατρική φωνή.
||||||soft||
"Come on, Petrakis!" said Denis in a soft, fatherly voice.
«Πα ‘νε, ξάπλωσε δίπλα στη σόμπα, κι ο Θεός θα δώσει, το πρωί το πόδι σου θα είναι καλύτερα!»
"Go ahead, lie down next to the stove, and God will provide; in the morning your foot will be better!"
«Το νιώθω!» μουρμούρισε ο Πετράκης, σφίγγοντας τα σαγόνια του.
"I can feel it!" murmured Petrakis, tightening his jaw.
«Τι νιώθεις, χαζούλη;»
||silly
What do you feel, silly?
«Ο πάγος έσπασε».
The ice has broken.
«Πώς το νιώθεις;»
How do you feel?
«Ακούω το θόρυβο.
"I hear the noise.
Το ένα βουητό είναι του αέρα, το άλλο του νερού.
One buzz is of the air, the other of the water.
Κι ο άνεμος άλλαξε, έγινε πιο μαλακός.
And the wind changed, it became softer.
Καμιά δεκαριά βέρστια από δω πέρα, σπάει τώρα ο πάγος».
About ten versts from here, the ice is breaking now.
Ο γέρος αφουγκράστηκε, για πολλή ώρα, αλλά μέσα στη γενική κοσμοχαλασιά δε διέκρινε τίποτα, εκτός από το βουητό του ανέμου και το μονότονο ήχο της βροχής.
The old man listened for a long time, but amidst the general chaos he could not discern anything, except for the buzzing of the wind and the monotonous sound of the rain.
Πέρασε μισή ώρα στην αναμονή και τη σιωπή.
He spent half an hour in waiting and silence.
Ο άνεμος έκανε τη δουλειά του.
The wind did its job.
Γινόταν όλο και πιο κακός, και θα έλεγες ότι είχε αποφασίσει, πάση θυσία, να σπάσει τον πάγο και να πάρει το γιο της γριάς και το σύζυγο της χλομής γυναίκας.
||||||||||||||||||||||||||||pale|
He was getting worse and worse, and you would say that he had decided, at all costs, to break the ice and take the old woman's son and the pale woman's husband.
Η βροχή στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο αδύναμη.
The rain was becoming weaker and weaker in the meantime.
Σύντομα έγινε τόσο αραιή που μπορούσες πια να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι τις ανθρώπινες φιγούρες, το περίγραμμα της βάρκας και τη λευκότητα του χιονιού.
|||sparse||||||||||||||||||whiteness||
Soon it became so sparse that you could now distinguish human figures in the darkness, the outline of the boat, and the whiteness of the snow.
Μέσα από το βουητό του ανέμου μπορούσες τώρα να ξεχωρίσεις τις κωδωνοκρουσίες.
|||||||||||bell tolling
Through the roar of the wind, you could now distinguish the ringing of the bells.
Χτυπούσε η παλιά καμπάνα, πάνω, στο ψαράδικο χωριουδάκι.
||||||fishing|
The old bell was ringing, up, in the fishing village.
Οι άνθρωποι που έπεφταν σε χιονοθύελλα στη θάλασσα, έπρεπε να κατευθυνθούν προς αυτούς τους ήχους — ήταν το σωσίβιο από το οποίο αρπάζεται ο ναυαγός.
||||||||||head towards|||||||||||||
The people who fell into a snowstorm at sea had to head towards those sounds — it was the lifebuoy from which the shipwrecked person grabs hold.
«Παππού, το νερό είναι πια κοντά!
"Grandpa, the water is near now!"
Το ακούς;»
Ο παππούς αφουγκράστηκε προσεχτικά.
The grandfather listened attentively.
Τη φορά αυτή άκουσε ένα βουητό, που δεν έμοιαζε με του ανέμου ούτε με το θρόισμα των δέντρων.
This time he heard a humming sound, which did not resemble the wind or the rustling of the trees.
Ο χαζούλης είχε δίκιο.
The silly boy was right.
Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο Λιτβίνοφ και οι ψαράδες του δε θα επέστρεφαν στη στεριά να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
There was no longer any doubt that Litvinov and his fishermen would not return to land to celebrate Christmas.
«Ναι, βέβαια!» είπε ο Ντενίς.
Yes, of course!” said Denis.
«Σπάει!»
It breaks!”,
Η γριά ούρλιαξε και σωριάστηκε κάτω.
The old woman shrieked and collapsed.
Η αρχόντισσα, μούσκεμα και τρέμοντας από το κρύο, πλησίασε τη βάρκα κι έστησε αυτί.
The lady, soaked and trembling from the cold, approached the boat and listened.
Τώρα άκουσε κι αυτή την απαίσια βουή.
Now she heard this dreadful roar.
«Μπορεί να είναι ο άνεμος!» είπε.
"It could be the wind!" she said.
«Ντενίς, είσαι σίγουρος ότι σπάει ο πάγος;»
Denis, are you sure the ice is breaking?
«Είναι θέλημα Θεού!… Για τις αμαρτίες μας, κυρία…»
It is the will of God!... For our sins, madam...
Ο Ντενίς αναστέναξε και συμπλήρωσε με τρυφερή φωνή:
Denis sighed and added in a tender voice:
«Πηγαίνετε επάνω, κυρία!
«Go up, madam!
Είστε ήδη εντελώς μουσκίδι».
|||soaked
You are already completely soaked».
Οι άνθρωποι που έστεκαν στην ακτή άκουσαν το σιγανό γέλιο, γέλιο παιδικό, ευτυχισμένο… Γελούσε η χλομή γυναίκα.
The people standing on the shore heard the faint laughter, childlike laughter, happy... The pale woman was laughing.
Ο Ντενίς ξερόβηξε.
Denis cleared his throat.
Πάντα έβηχε δυνατά όταν ήθελε να κλάψει.
He always coughed loudly when he wanted to cry.
«Έχασε το μυαλό της!» ψιθύρισε στη σκοτεινή σιλουέτα του άντρα δίπλα του.
"She lost her mind!" he whispered to the dark silhouette of the man next to him.
Η ατμόσφαιρα έγινε πιο φωτεινή.
The atmosphere became brighter.
Έλαμψε το φεγγάρι.
The moon shone.
Τώρα φαίνονταν όλα: και η θάλασσα με τους μισολιωμένους πάγους, και η αρχόντισσα, κι ο Ντενίς, κι ο χαζούλης ο Πετράκης, που μόρφαζε από τον αβάσταχτο πόνο.
||||||||half-melted||||||||||||||||||
Now everything was visible: the sea with the half-melted ice, the lady, Denis, and the silly little Petrakis, who was grimacing from unbearable pain.
Πιο πέρα στέκονταν οι χωρικοί που, για κάποιο λόγο, κρατούσαν στα χέρια ένα σκοινί.
Further away stood the villagers who, for some reason, were holding a rope in their hands.
Όχι μακριά από την ακτή, ακούστηκε το πρώτο φαρμακερό τρίξιμο.
Not far from the shore, the first medicinal squeak was heard.
Σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο κι ο αέρας κατακλύστηκε από έναν τρομαχτικό τριγμό.
|||||||||||||grinding
Soon a second and third followed, and the air was filled with a terrifying rumble.
Η λευκή, ατέλειωτη επιφάνεια κυμάτισε και σκοτείνιασε.
The white, endless surface rippled and darkened.
Το τέρας ξύπνησε και άρχισε την ταραγμένη ζωή του.
The monster woke up and began its tumultuous life.
Το βουητό του ανέμου, ο θόρυβος του δάσους, τα βογκητά του Πετράκη και ο ήχος της καμπάνας, όλα πνίγηκαν στο μουγκρητό της θάλασσας.
The roar of the wind, the noise of the forest, Petros's groans, and the sound of the bell, all drowned in the murmur of the sea.
«Πρέπει ν' ανεβούμε απάνω!» φώναξε ο Ντενίς.
"We must go up!" shouted Denis.
«Η ακτή θα πλημμυρίσει και θα πεταχτούν έξω οι πάγοι.
"The shore will flood and the ice will be thrown out."
Αλλά αρχίζει κι ο όρθρος τώρα, παιδιά!
||||dawn||
But the orthosis starts now, guys!
Πηγαίνετε, μητερούλα αρχόντισσα!
Go, mother lord!
Ο Θεός το ήθελε!»
God wanted it!"
Ο Ντενίς πλησίασε τη Νατάλια Σεργκέγεβνα και την έπιασε προσεχτικά από τον αγκώνα…
Denis approached Natalia Sergeyevna and carefully took her by the elbow...
«Πάμε, μητερούλα!» είπε τρυφερά, με φωνή γεμάτη συμπόνια.
"Let's go, mother!" he said tenderly, with a voice full of compassion.
Η αρχόντισσα έσπρωξε με το χέρι της τον Ντενίς και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι πήγε προς τη σκάλα.
The mistress pushed Dennis with her hand and raising her head went to the stairs.
Δεν ήταν πια τόσο θανάσιμα χλομή: στα μάγουλά της παιχνίδιζε ένα υγιέστατο κόκκινο χρώμα, σαν να είχαν μεταγγίσει στον οργανισμό της φρέσκο αίμα.
|||||||||played|||||||||||||
She was no longer so deathly pale: a healthy red color danced on her cheeks, as if fresh blood had been transfused into her system.
Τα μάτια της δεν έμοιαζαν πια κλαμένα, και τα χέρια που συγκρατούσαν στο στήθος το σάλι της δεν έτρεμαν, όπως πριν… Τώρα, καταλάβαινε κι η ίδια ότι μόνη της, χωρίς βοήθεια από άλλους, θα μπορούσε να ανέβει την ψηλή σκάλα…
Her eyes no longer seemed tearful, and the hands that held her shawl to her chest were no longer trembling, as they had been before... Now, she understood herself that alone, without help from others, she could climb the tall ladder...
Φτάνοντας στο τρίτο σκαλί, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημένη.
||||||struck by lightning
Reaching the third step, she stopped as if struck by lightning.
Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με ψηλές μπότες και κοντή γούνα…
In front of her stood a tall, well-built man with high boots and a short fur...
«Εγώ είμαι, Νατάσα… Μη φοβάσαι!» είπε ο άντρας.
"It's me, Natasha... Don't be afraid!" said the man.
Η Νατάλια Σεργκέγεβνα παραπάτησε.
Natalia Sergeyevna stumbled.
Στον ψηλό προβάτινο σκούφο, στα μαύρα μουστάκια και τα μαύρα μαλλιά αναγνώρισε τον άντρα της, τον τσιφλικά Λιτβίνοφ.
||woolen|||||||||||||||
In a tall sheepskin hat, with a black mustache and black hair, she recognized her husband, Tsitflik Litvinov.
Ο άντρας τη σήκωσε στα χέρια και τη φίλησε στο μάγουλο, καλύπτοντάς την ταυτόχρονα με μια μυρουδιά από κρασί και κονιάκ.
The man lifted her in his arms and kissed her on the cheek, simultaneously covering her with a scent of wine and cognac.
Ήταν ελαφρώς μεθυσμένος.
He was slightly drunk.
«Να χαίρεσαι, Νατάσα!» είπε.
"Enjoy yourself, Natasha!" he said.
«Δε χάθηκα κάτω από το χιόνι και δεν πνίγηκα.
||||||||I drowned
I didn't get lost under the snow and I didn't drown.
Την ώρα της χιονοθύελλας, εγώ και οι ψαράδες μου φτάσαμε ως το Ταγκανρόκ, απ' όπου και ήρθα, σε σένα… και ήρθα…»
|||snowstorm|||||||||||||||||
At the time of the snowstorm, my fishermen and I reached Taganrog, from where I came to you... and I came...
Ψεύδιζε, κι εκείνη, κατάχλομη πάλι και τρέμοντας, τον κοιτούσε με κατάπληκτα, τρομαγμένα μάτια.
was lying||||||||||||
She was lying, and she, pale again and trembling, looked at him with astonished, frightened eyes.
Δεν πίστευε…
«Πώς μούσκεψες έτσι, πώς τρέμεις!» μουρμούρισε εκείνος σφίγγοντάς την πάνω του…
|got wet|||||||||
"How did you get so wet, why are you trembling!" he murmured, holding her close...
Στο μεθυσμένο από ευτυχία κι από ποτό πρόσωπό του απλώθηκε ένα απαλό, παιδικά γλυκό χαμόγελο… Τον περίμενε μέσα σ' αυτό το κρύο, μέσα στη νύχτα, μ' αυτό τον άθλιο καιρό!
On his face, intoxicated with happiness and drink, a soft, childishly sweet smile spread… She was waiting for him in this cold, in the night, with this miserable weather!
Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε από ευτυχία…
Isn't this love? She laughed with happiness…
Μια διαπεραστική κραυγή, που σου ξέσκιζε την ψυχή, ήρθε ως απάντηση στο ευτυχισμένο γέλιο του.
A piercing cry, which tore your soul, came in response to his happy laughter.
Ούτε το μουγκρητό της θάλασσας, ούτε ο άνεμος, τίποτα δεν ήταν σε θέση να τη σκεπάσει.
Neither the roar of the sea nor the wind, nothing could cover it.
Με πρόσωπο παραμορφωμένο από απόγνωση, η νεαρή γυναίκα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που ξεπετάχτηκε από μέσα της.
With a face distorted by despair, the young woman could not contain the scream that burst forth from within her.
Ένα ουρλιαχτό που τα έλεγε όλα: και την παντρειά χωρίς τη θέλησή της, και την ακατανίκητη αντιπάθεια για τον άντρα της, και τη θλίψη της μοναξιάς, και, τέλος, την διαψευσμένη ελπίδα για μια ελεύθερη χηρεία.
||||||||marriage|||||||||||||||||of loneliness||||disappointed|||||
A scream that spoke of everything: the marriage against her will, the irresistible aversion to her husband, the sorrow of loneliness, and finally, the shattered hope for a free widowhood.
Όλη της η ζωή, με τις λύπες, τα δάκρυα και τον πόνο, ξεχύθηκε μ' αυτή την κραυγή, που δεν μπορούσαν να την πνίξουν ούτε οι πάγοι που έσπαγαν.
||||||||||||||||||||||drown|||||
Her whole life, with its sorrows, tears, and pain, poured out in that cry, which could not be drowned even by the breaking ice.
Κι ο άντρας της την κατάλαβε αυτή την κραυγή, δε θα μπορούσε να μην την καταλάβει…
And her husband understood this cry, he couldn’t help but understand it…
«Λυπάσαι που δε με σκέπασε το χιόνι, που δε με πλάκωσαν οι πάγοι!» ψιθύρισε.
"You regret that the snow didn’t cover me, that the ice didn’t crush me!" he whispered.
Το κάτω χείλι του άρχισε να τρέμει, και στο πρόσωπό του απλώθηκε ένα πικρό χαμόγελο.
His lower lip began to tremble, and a bitter smile spread across his face.
Κατέβηκε από το σκαλοπάτι και άφησε κάτω τη γυναίκα του.«Ας γίνει το δικό σου, λοιπόν!» είπε.
He stepped down from the step and left his wife behind. "Let your wish be done then!" he said.
Γυρίζοντάς της την πλάτη, κατευθύνθηκε προς τη βάρκα.
Turning his back to her, he headed towards the boat.
Πιο πέρα, ο Πετράκης, σφίγγοντας τα δόντια, τρέμοντας και πηδώντας στο ένα πόδι, τραβούσε τη βάρκα στο νερό.
Further away, Petrakis, clenching his teeth, trembling and hopping on one foot, was pulling the boat into the water.
«Για πού το ‘βαλες;» τον ρώτησε ο Λιτβίνοφ.
"Where are you going;" Litvinov asked him.
«Πονάω, εξοχότατε!
"I'm in pain, Your Excellency!
Θέλω να πνιγώ… Οι πεθαμένοι δεν πονάνε…»
I want to drown... The dead do not feel pain…
Ο Λιτβίνοφ πήδηξε στη βάρκα.
Litvinov jumped into the boat.
Ο χαζούλης τον ακολούθησε.
The silly one followed him.
«Έχε γεια, Νατάσα!» φώναξε ο τσιφλικάς.
"Goodbye, Natasha!" shouted the landlord.
«Ας γίνει το δικό σου!
"Let it be your way!"
Θα έχεις αυτό που περίμενες στέκοντας εδώ, μέσα στο κρύο.
|||||standing||||
You will have what you expected while standing here, in the cold.
Ο Θεός μαζί σου!»
God be with you!"
Ο χαζούλης κούνησε τα κουπιά, και η βάρκα, σκοντάφτοντας πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι πάγου, πήγε να συναντήσει τα ψηλά κύματα.
The little fool moved the oars, and the boat, stumbling over a large piece of ice, set out to meet the tall waves.
«Τράβα κουπί, Πετράκη, δώσ' του!» είπε ο Λιτβίνοφ.
"Pull the oar, Petraki, give it your all!" said Litvinov.
«Πιο μακριά, όσο πιο μακριά!»
"The farther, the farther!"
Ο Λιτβίνοφ, κρατημένος από την κουπαστή της βάρκας, ταρακουνιόταν, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στη στεριά.
||||||||was shaking|||||turned||
Litvinov, held by the handrail of the boat, was shaking, his eyes fixed on the land.
Εξαφανίστηκε η Νατάσα του, εξαφανίστηκαν τα φωτάκια από τις καμινάδες, εξαφανίστηκε, τελικά, κι η ακτή.
Natasha disappeared, the lights from the chimneys disappeared, and finally the shore disappeared.
«Γύρνα πίσω!» άκουσε τότε μια γυναικεία, σπασμένη φωνή.
"Come back!" then he heard a female, broken voice.
Και στο «γύρνα» αυτό του φάνηκε ότι διέκρινε απελπισία.
And in this "turn" it seemed to him that he discerned despair.
«Γύρνα!»
Η καρδιά του Λιτβίνοφ χτύπησε δυνατά… Τον φώναζε η γυναίκα του.
Litvinov's heart pounded… His wife was calling him.
Και στο χωριό οι καμπάνες καλούσαν στο χριστουγεννιάτικο όρθρο.
And in the village the bells rang at the Christmas orthodox.
«Γύρνα!» είπε και πάλι, ικετευτικά, η ίδια φωνή.
"Turn back!" said again, pleadingly, the same voice.
Η ηχώ επαναλάμβανε τη λέξη.
The echo repeated the word.
Τη μετέφεραν το τρίξιμο των πάγων, το βουητό του ανέμου και οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες του όρθρου:
|||||||||||||||dawn
It was carried by the creaking of the ice, the humming of the wind, and the Christmas bells of the dawn:
«Γύρνα».
«Turn back».
«Πάμε πίσω!» είπε ο Λιτβίνοφ, σκουντώντας το χέρι του χαζούλη.
«Let's go back!» said Litvinov, nudging the hand of the silly one.
Αλλά ο χαζούλης δεν άκουγε.
But the silly one didn't hear.
Σφίγγοντας τα δόντια από τον πόνο και κοιτώντας με ελπίδα μακριά, κουνούσε τα μακριά του χέρια…Αυτουνού κανείς δεν του φώναξε «γύρνα», κι ο πόνος στο νεύρο, που άρχιζε και πάλι, γινόταν όλο και πιο δυνατός και καυτός… Ο Λιτβίνοφ άρπαξε τα χέρια του και του τα τράβηξε πίσω.
Gritting his teeth in pain and looking away with hope, he shook his long arms… At that no one shouted "come back", and the pain in his nerve, which was starting again, became more and more intense and hot Λ Litvinov grabbed them his hands and pulled them back.
Αλλά τα χέρια ήταν σκληρά σαν πέτρα, και δεν ήταν εύκολο να τα αποσπάσεις από τα κουπιά.
|||||||||||||pull away|||
But the hands were hard as stone, and it was not easy to pull them off the oars.
Ήταν κι αργά πια.
It was too late.
Ίσια καταπάνω στη βάρκα ερχόταν ένας τεράστιος όγκος πάγου.
A huge mass of ice was coming straight towards the boat.
Ο πάγος αυτός θα έπρεπε να απαλλάξει για πάντα τον Πετράκη από τον πόνο…
This ice should have freed Petrakis forever from his pain...
Μέχρι το πρωί στεκόταν η χλομή γυναίκα στην ακτή.
Until morning, the pale woman stood on the shore.
Όταν, μισοπαγωμένη και εξουθενωμένη από το ηθικό μαρτύριο, την κουβάλησαν στο σπίτι και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, τα χείλη της έλεγαν ακόμα: «Γύρνα!»
|half-frozen|||||||||||||||||||||
When, half frozen and exhausted from the moral torture, they carried her home and laid her on the bed, her lips still said: 'Turn around!'
Αυτή τη νύχτα των Χριστουγέννων είχε αγαπήσει τον άντρα της…
That Christmas night, she had loved her husband...