×

我们使用 cookie 帮助改善 LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.

image

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Τα Κάλαντα - Ναπολέων Λαπαθιώτης

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Τα Κάλαντα - Ναπολέων Λαπαθιώτης

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ' όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…

— Να τα πούμε; Να τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.

Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.

Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.

Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…

Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του 'χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ' ένα δίφραγκο…

Κατά τις δυο τ' απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ' άλλες γειτονιές.

Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν' η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ' έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί…

Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ' αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν' ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα 'λεγαν, απλώς, «για το καλό»…

Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.

Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ' ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ' τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…

Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ' άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.

Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.

Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς…

Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό…

Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.

Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ' τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»…

Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.

Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ' αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ' ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.

Και ξεκίνησαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…

Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…

Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…

Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ' απορία…

Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ' από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ' στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ' τις βροχές.

Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ' άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ' στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…

Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…

Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ' εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ' τα χέρια.

Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ' έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα 'λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ' από τ' άλλα, σ' ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ' στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!

Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να 'χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί…

Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.

Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ' ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.

Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.

Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που 'φτασε στ' αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας…

Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.

Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ' στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.

Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ' απ' τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,

Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που 'βγαινε απ' τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.

Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ' ανακαλύψουν…

Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ' ένα μωρό.

Ήταν καθισμένη χάμω, σ' ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.

Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.

Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.

Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν…

Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!

Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.

Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.

Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.

Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.

Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.

Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ' άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ' αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια.

Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.

Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβολάει σα ναός…

Κι έβγαλαν μέσ' απ' τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ' ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…

Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Τα Κάλαντα - Ναπολέων Λαπαθιώτης Christmas|Stories|||Napoleon|Lapathiotis Weihnachts-Kurzgeschichten | Die Weihnachtslieder - Napoleon Lapathiotis Christmas Stories | The Carols - Napoleon Lapahtiotis Cuentos de Navidad | Los villancicos - Napoleon Lapathiotis

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ' όλα τα γύρω σπίτια. from|||almost|before||rise|||||by storm|||||they had|||carols||||| Early in the morning, almost before the sun had risen, they had swept through the whole neighborhood and had sung the carols at all the neighboring houses. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν… ||||fence||||they strike They did not leave a door, fence, or shop that they did not knock on...

— Να τα πούμε; Να τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. ||||||by|||||||finished - Shall we say them? Shall we say them?... By noon, their stroll was complete. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια. ||having||||||||| And having nowhere else to go, they went back to the same houses.

Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα. ||Mitsos||Tasos|||Lefteris||||||||||||Kotsos||played||harmonica It was Mitsos, Tassos, and Lefteris – those who sang – and Giorgos with the triangle, and Kotsos who played the harmonica.

Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. |||||fine And the work was going fine. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα. ||||heavy|||||francs Their pockets were heavy with dimes and francs.

Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! ||acquaintances| They had so many acquaintances, everywhere! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει… ||women|||all|||||loved||||||||||favors|||||||worked All the women knew them, almost everyone in the world loved them: There was no house where they hadn't done favors at some point — no shop where they hadn't worked at some time...

Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του 'χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ' ένα δίφραγκο… as|||Uncle|Stathis|||||||had||||||||gave||two-franc coin Even old Stathis, the grocer, the grumpy one, whose windows had been broken once, took them out and gave them a two-franc coin…

Κατά τις δυο τ' απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ' άλλες γειτονιές. ||||||||food||foot|they decided||expand||||neighborhoods At two in the afternoon, after they had a little snack on the go, they decided to venture out into other neighborhoods.

Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν' η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ' έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί… |Kotsos||||||||wise|||||weighs|||||collect|||gazette|||||||tobacconist|||||paper Kotsos, who was their general treasurer, had the wise idea, so that he wouldn't be burdened with expenses, to collect all the cash and take it to a tobacconist, to turn it all into paper...

Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ' αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! |they were singing||||||||||intention||| They didn't sing very well — but, in these circumstances, the intent is everything! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν' ακούσουν και Καρούζο! ||||||||||hear||Karuzo And those who listened to them certainly had no expectation of hearing Karouzos! Έφτανε που τα 'λεγαν, απλώς, «για το καλό»… |||they said|||| It was enough that they were simply saying it 'for the good'...

Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας. And the evening found them far away, on the other side of Athens.

Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ' ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. hoarse||||||| Hoarse and exhausted, they sat down at a pastry shop to rest. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. |harvest|||||||||||||||||||||||| The harvest was so abundant that they thought they had the right to indulge a little, since the occasion had brought it about. Απ' τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο… |||||baklavas||||||||| From the kourabiedes, they moved on to baklava and galatoboureko — until they could fit no more...

Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ' άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο. And because one expense leads immediately to another, they decided to go to the cinema as well.

Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές. They entered, with the triangle and the harmonica, without knowing what movie was playing, and sat in front, in the first seats, which were empty.

Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. |||chases|| The movie depicted chases, kidnappings, and robberies. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. |||||hero A little child was the hero. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς… He became the unexpected savior and did wonders of true bravery...

Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με  τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό… |||||||||||||||||||||||||||||||||of wild men||||||||||||| The hall was full of people: soldiers, sailors, and civilians, all jostled together, watched the movie, and applauded every time the little one won or pulled off a new trick against the eight wild men who had kidnapped a girl by force to learn a secret...

Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση. When the cinema was over —because it was still early— they stayed for the second show.

Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. They wanted to see the film again, which had given them so many emotions. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ' τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»… ||||||||||trying again|||||finished again|||||||||| And they watched it again, going through the same adventures once more, and experiencing the same feelings again —until it finished again, amid general applause, and the screen said to them 'Goodnight'...

Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο. The time was a quarter past twelve.

Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Then they decided to go back to their homes. Κι επειδή, σ' αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ' ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες. |||||||been hungry again|||||||||| And because, in the meantime, they had gotten hungry again, they sat down once more in a shop and ate five plates of loukoumades.

Και ξεκίνησαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά… ||||||||||giving|||||||||| And they set off for their neighborhood, hopping and joking, playfully hitting each other, shouting and chasing each other...

Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο… And while they were proceeding like this, after turning a bunch of corners, they suddenly discovered that they had lost their way...

Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί… Around them, now, there were no houses but a plain, deep and dark, which they had never seen before...

Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ' απορία… They stopped their madness all at once, and the five of them looked at each other in confusion...

Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ' από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ' στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ' τις βροχές. ||||||||||||||were sinking|||||||||| They were no longer walking on a road, but passing through fields, and their feet sank into the soil, which seemed wet from the rain.

Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. ||||||||||shadow|| There was nothing around them, except, now and then, the shadow of a tree. Τ' άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ' στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε… ||||||||||||||||||||||||||||stumbling The stars shone high in the sky, and their starlight was so strong that they walked through the darkness, without knowing where they were going, but also without stumbling...

Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. And in their hands, they no longer held either the triangle or the harmonica. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει… ||||||||||search|||||||||||||||||| Instead, they felt that this very strange situation seemed so natural to them that no one thought to speak...

Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ' εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ' τα χέρια. |||ecstatic|||||||||||||||||||||||||||||||||| They walked silently and ecstatically, with their eyes fixed on the horizon, with confidence, without fear... Only now, without wanting to and without thinking about why they were doing it, all five of them were holding hands.

Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ' έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. |||||||||||were heard|||||| The silence was so absolute that their hearts, which were beating, could be heard with a rhythmic and crystalline sound. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. ||||darkness|||| And as they walked, the darkness began to become less. Θα 'λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. One would say that it was beginning to dawn. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ' από τ' άλλα, σ' ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ' στους άλλους ήχους της Ορχήστρας! ||||||||||||star|||||||||||||||||||||||||||Orchestra And then they saw that this light was the light of a great star, a strong great star that stood out among the others, in intensity, sweetness, and passion, just as a violin stands out among the other sounds of the Orchestra!

Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να 'χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί… |||||||||hypnotized|||||||||||||||||||some|||| And they moved towards this light, enchanted and as if hypnotized, without caring at all where they were going, their hearts overflowing with happiness, as if they had unknowingly drunk some sweet and strange wine...

Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα. This thing lasted, I don't know for how long.

Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ' ένα μικρό σπιτάκι, μακριά. And then they saw some light that was flickering, in a small house, far away.

Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί. Whether they wanted to or not, their feet brought them there.

Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που 'φτασε στ' αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας… And as they approached, the first sound that reached their ears was like a gentle roar, like a distant bleating of sheep, and the soft voice of a cow…

Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα. |||||||||||barn|||||||barn|||| Then they understood that that small enclosure was a poor little sheepfold —and in the depths of that small sheepfold, a tiny wooden cabin.

Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ' στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. ||||||||||||||||gathered| And as they moved forward to enter the enclosure, because a strange force was pushing them, they saw people gathered inside. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. And all this world was dressed very differently. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά. His body was girded with pelts, and his shoulders and legs were bare.

Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Then they wanted to move further inside. Γλίστρησαν μέσ' απ' τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας, ||||silent|||were standing||||||||kneeling||||||| They slipped among the silent people, who stood around like statues, and most of them were kneeling – and they reached the door of the hut,

Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. At first, they could not discern anything. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που 'βγαινε απ' τα βάθη της καλύβας. The strong light that was coming from the depths of the hut dazzled them so much. ‘Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά. Then, however, little by little they got used to it, and they began to see clearly.

Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! The hut was illuminated, it was flooded with light, without it being completely clear, to the eye, where so much brightness was coming from! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ' ανακαλύψουν… They looked with dazzled eyes, and could not discover it...

Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Then they saw, in the middle of the hut, a woman sitting on the ground, her face could not be seen at all. Στην αγκαλιά της είχ' ένα μωρό. In her arms, she had a baby.

Ήταν καθισμένη χάμω, σ' ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. |||||||||||focused||| She was sitting on the ground, on a thick, coarse bundle of straw, and she was focused on her baby. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του. He didn't lift his eyes off him.

Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος. Next to her stood a man, who, like the others, was dressed in a tunic around his waist, and barefoot.

Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό. Both were looking at the baby with longing.

Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Then the woman lifted her eyes and for a moment fixed them on the crowd. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν… She appeared young and very beautiful, with tender and pained eyes—eyes so full of kindness that the children immediately understood they too should kneel...

Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. They raised||||||||||| All five leaned in a row, and their hearts beat loudly. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά! They now felt a strange worship, a new and inexplicable worship, without being able to say a word, as if their speech had been taken away from them!

Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά. ||||||||||of the tame|||||||||||||||||||| Nothing else was heard in the cabin but the bleating of the tame sheep that lay around the woman, resting their heads on her knees and on her black apron.

Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό. And everywhere it was like a beautiful music, like an invisible, great harmony, as if everything were singing, without sounds, a deep and eternal melody.

Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα. And the children rested their heads and laid their foreheads on the ground.

Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων. ||||||||||were kissing||||||| And while they were bent like that, down, and their lips were kissing the ground, they suddenly heard, like the sound of horses' hooves.

Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Then they lifted their heads and looked. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι. |||||||||dismounting||||||| And they saw, behind them, at the entrance of the yard, three handsome men dismounting, dressed even more strangely.

Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ' άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. They wore velvety clothes, and on them, embroidered with gold, were stars, and in the middle, the moon. Στ' αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια. ||||||||||carved|||| In their ears were earrings, and they carried precious boxes, carved all around, with jewels.

Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. As soon as they dismounted, the three of them moved on and reached the door of the hut. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Then they fell to the ground and worshipped. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. ||kissed||||||||| And after they kissed the soil and worshipped, they stood up and positioned themselves in the middle. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά. And they opened the precious boxes.

Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβολάει σα ναός… ||||||intoxicating|||incense|||||||||||||made||||||smells of musk||temple And the whole place filled with intoxicating and strange perfumes, which covered the smell of the stable and the stench of the manure — and made the poor little hut smell like a temple...

Κι έβγαλαν μέσ' απ' τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ' ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά… ||||||||||topazes|||||||||they placed|||| And they took out of the boxes shiny ornaments — rubies and topazes and amethysts, and necklaces all of pearls — and laid them in the woman's apron...

Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα… |||lifted|||||||| And the children lifted their eyes, and looked ahead of them again, dazzled...