×

我们使用 cookie 帮助改善 LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος - Χριστός Βοσκρές

Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος - Χριστός Βοσκρές

Από πόσον καιρόν, δεν ενθυμείτο, το αληθές όμως είναι ότι από τότε οπού εγνώρισε τον Καπετάνιον, ο κυρ-Μιχάλης ο Μαυριδερός, ο οινοπώλης, είχε ν' ακούση το «Χριστός ανέστη» εις την ενορίαν του την νύκτα της Αναστάσεως, και ν' ανάψη την λαμπάδα του από το άγιον φως του Παπά-Χρήστου, του κωφού, όταν θα εξήρχετο κατενώπιον της αγίας Πύλης, βαστάζων δέσμην λαμπάδων, αναμμένων από την κανδήλαν της αγίας Τραπέζης, και ψάλλων με την βροντώδη φωνήν του: «Δεύτε λάβετε φως!»

Διά τούτο η κυρά-Μιχάλαινα, η γυναίκα του, μία γυναίκα κοντή και χονδρή, ως τα κοντόχονδρα βαρέλια του οινοπωλείου, ήτο καταχαρουμένη όλην την ημέραν του μεγάλου Σαββάτου. Το έτος εκείνο θα επήγαινε και αυτή, σαν νοικοκυρά, μαζί με τον κυρ-Μιχάλην, τον άνδρα της, εις την ενορίαν της, σαν αγαπημένον ανδρόγυνον, εις τον ναόν του αγίου Δημητρίου, εις του Ψυρή, με καλά της φορέματα, με μίαν μεγάλην άσπρην λαμπάδα, καμαρώνουσα τον άνδρα της τον κυρ- Μιχάλην, πενηντάρην και πλέον, πρόσωπον πολιόν, στενόν και μακρόν, μ' ένα μαύρο καρυδοειδές, εξοχήν σαρκός, εν μέσω του μετώπου, εν είδει στέμματος.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα εις την ενορίαν της. Πώς να υπάγη μόνη, οπού ήτο γνωστή εις την γειτονιάν, οπού είχε φιλίαν με τον Παπά-Χρήστον, γιατί του έστελνε κάθε Σαββατοκύριακο πρόσφορα και νάμα, οπού ήθελε να ίσταται εξαιρετικώς, μόνη αύτη εκ των γυναικών, δεξιά, παρά την θαυματουργόν εικόνα των αγίων μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, και να δίδη συχνά, κατά την διάρκειαν της θείας λειτουργίας κηρία εις τον παπά-Χρήστον, να τα ανάπτη εις την αγίαν Προσκομιδήν.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης την Ανάστασιν εις την ενορίαν των, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα· αλλ' ηναγκάζετο, την ιεράν και φωτοφόρον Νύκτα, να μεταβαίνη μακράν, πολύ μακράν, αγνώριστος, εις τον άγιον Αθανάσιον, εις την Πέτραν.

Διά τούτο το έτος εκείνο ήτο καταχαρούμενη. Έβαψε τα κόκκινα αυγά την μεγάλην Πέμπτην, εκατόν τριάκοντα περίπου, εζύμωσε δε το μέγα Σάββατον τας αυγοκουλούρας και δύο μεγάλα πρόσφορα, αναγγείλασα εις τον Παπά-Χρήστον νάχη τον νουν του, να προσκομίση από τα δικά της πρόσφορα.

— Δεν είνε η δουλειά, παιδί μου, οπού εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλη να πάγη στην Ανάστασιν, έλεγεν η κυρά-Μιχάλαινα προς μίαν κοσμοκαλογραίαν φίλην της, τακτικά επισκεπτομένην το βαθύ του οινοπωλείου των υπόγειον, ίνα λαμβάνη ελέη, πινάκιον φάβας, την οποίαν έβραζε δεξιώτατα η κυρά-Μιχάλαινα κ' επώλει καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν, και βαύκαλιν ρητινίτου, για να στυλόνη ολίγον την καρδίαν της, η κακομοίρα η κοσμοκαλογραία, οπού εβάστα ενάτην καθεκάστην, και τρία τρίμερα, και έκαμνεν αναρίθμηταις μετάνοιαις όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν. Και επήγε την ώραν εκείνην να πάρη ολίγον φρέσκο κρασί, να το έχη διά το πασχαλινόν της πρόγευμα, οπού ήτο . . πολύ στομαχικόν και ευωδίαζε πεύκον, καθώς έλεγε, και ήτο πολύ στυλωτικόν, δι' αυτήν οπού είχε τόσον αδυνατισμένο στομάχι.

— Είπα κ' εγώ, τέκνον μου, απήντησεν η κοσμοκαλογραία. Γιατί τότες, μαθές, σαν αποκόβεται από τη δουλειά, είνε, μαθές, μεγάλη αμαρτία. Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας.

— Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα πολυλογού γυναίκα, επήρε δρόμο, και η κοσμοκαλογραία, αποκαμωμένη από το τελευταίον τρίμερον, έλαβε την βαύκαλιν του ρητινίτου, και ηθέλησε να απέλθη, ευχηθείσα εις την ελεούσαν οικοκυράν «καλήν Ανάστασιν». Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα την εσταμάτησε.

— Δεν είνε, που λες, παιδί μου, η δουλειά οπού τον εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλην να πηγαίνη εις την Ανάστασιν, γιατί, καθώς σου είπα, η αστυνομία, άμα νυχτώση το μέγα Σάββατον, μας κλείνει. Είνε άλλο το εμπόδιο. Είνε ο Καπετάνιος, οπού λες . . .

— Ποιος καπετάνιος; ηρώτησεν η κοσμοκαλογραία.

— Θα σου πω κατόπιν, τα Λαμπρόγιορτα. Μα τώρα εφέτος, δεν είνε στην Αθήνα. Τον στείλανε της προάλλαις αποσπασματάρχη για της εκλογαίς και δεν γύρισε ακόμα. Μα να σου πω, παιδί μου, αγυρισιά του να γένη! . . .

— Πω! Πω! τέκνον μου! τέτοια μέρα! Ημέρα που ο ληστής σχωρέθηκε!

. . . Πω! πω! τέκνον μου . . .

— Του σήκωσε τα μυαλά, παιδί μου, του άναψε το κεφάλι και δεν κυττάζει την δουλειά του!

Η κοσμοκαλογραία, τρικλίζουσα από την νηστείαν, βιαζομένη δε να ετοιμασθή, ως καλογραία οπού ήτο, διά την Ανάστασιν, δεν είχε καρδίαν ν' αρχίση μακράν ίσως εξομολόγησιν· ευχαριστήθη από την αναβολήν και απήλθεν επιλέγουσα και αυτή με προθυμίαν:

— Τα Λαμπρόγιορτα τα λέμε, τα Λαμπρόγιορτα.

***

Εβράδυασε πλέον. Άνωθεν από τινος ανοικτού φεγγίτου κατήρχετο εις το βαθύ εκείνο υπόγειον η λάμψις φανού τινος, ως ακτινοβολία άστρου χρυσού εκ των αιθέρων, και συνάμα βοή συγκεχυμένη και αλαλαγμός, θόρυβος κόσμου, πλημμυρούντος εκείνην την ώραν την εγγύς κεντρικήν της πόλεως αγοράν, ον διέκοπτον κατά διαλείμματα οξύταται ως βουνού άγριαι φωναί ποιμένων:

— Αρνιακά για πούλημα!

— Αρνιά για σφάξιμο!

Ενίοτε δε ηκούοντο και πυκνά-πυκνά βελάσματα αμνών, εισκομιθέντων των ποιμνίων καθ' εκατοντάδας εις την προ του Βαρβακείου πλατείαν.

Η κυρά-Μιχάλαινα, αποπλύνασα τα δοχεία, εντός των οποίων έβραζε καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν την φάβαν, ετοποθέτησεν αυτά καθαρά εις την θέσιν των, κ' εβοήθει τον κυρ-Μιχάλην εις την καθαριότητα του καταστήματος όλου. Έπειτα — η νυξ είχε προχωρήσει — ενδυθείσα — εκεί εντός κατώκει το ειρηνικόν ανδρόγυνον επί δύο ακρινών, σκοτεινών και υγρών δωματίων — εκάθησεν επί τινος σκαμνίου, πλησίον ενός κοντού και χονδρού βαρελίου.

Ο κυρ-Μιχάλης, αφού αφήρεσε πλέον από τας προθήκας του κάτω τα νηστίσιμα κ' έθεσε μέσα εις λευκάς πιατέλας κόκκινα αυγά και τυρί, και άλλα όψα πασχαλινά, όλο κι' έφερνε γύρω ακόμη κάτι τι τακτοποιών, κάτι τι διορθόνων, αλλά σύννους και μελαγχολικός ωσάν να διελογίζετο απόντα φίλον του, ταξειδεύοντα συγγενή του. Μία λάμπα αναμμένη εν μέσω, από του θόλου, εφώτιζε το βαθύτατον εκείνο υπόγειον με λάμψεις θαμβάς, κιτρινωπάς λάμψεις, λάμψεις νεκρικής κρύπτης.

Θολόστεγον το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη. Με αψίδας, με καμάρας Βυζαντινάς, με κολώνας Βυζαντινάς, με κεφαλοκόλωνα Βυζαντινών ναών. Αυτό τούτο λείψανον Βυζαντινής Μονής. Ίσως το δοχείον Κοινοβίου αρχαίου, ίσως το μαγειρείον του, ίσως η τράπεζά του. Με διαδρόμους πλακοστρώτους με μελαψάς πλάκας. Με τοίχους καπνισμένους. Μεσαιωνικόν κτίριον. Μετόχιον της Πεντέλης, το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη, κατέναντι του αγίου Δημητρίου εις του Ψυρή, ενοικιάζετο πολυετώς από τον καλοπληρωτήν και ειρηνικόν κυρ- Μιχάλην.

Και ήτο διά την δουλειάν του μάννα, κατά την κοινήν φράσιν. Αιωνία υγρασία εβασίλευεν εκεί κάτω εις τας αραχνιασμένας εκείνας στοάς, υπό τας οποίας ήτο η στίβα των οινοβαρελίων ψυχρά, παγωμένη. Τελευταίον το εμυρίσθησαν και άλλοι οινοπώλαι· και κατά την τελευταίαν δημοπρασίαν παρ' ολίγον να το αφαιρέσουν από τον κυρ- Μιχάλην, αυξήσαντες το ενοίκιον κατά ικανάς εκατοντάδας δραχμών. Αλλ' ο Καπετάνιος ιδών συλλογισμένον τον φίλον του οινοπώλην ηρώτησε την αιτίαν, και του είπεν αμέσως:

— Μη φοβάσαι, κυρ-Μιχάλη. Ο Καπετάνιος είνε εδώ! . . .

Και επλήρωσε το επισπρόσθετον ενοίκιον.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

— Ο καϋμένος ο Καπετάνιος! Καλή του ώρα! Ανεστέναξε ο κυρ-Μιχάλης αποπερατώσας πλέον πάσαν εργασίαν. Σε ποιο κλαρί τάχα να πασχάση! . . .

Επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως.

Ακόμη ολίγον και θα εσήμαινον οι κώδωνες των ναών. Ήδη κατήρχοντο από του φεγγίτου κάτω κρότοι βηματισμών ανθρώπων μεταβαινόντων από τας ενορίας βιαστικά εις την Μητρόπολιν, συνοδευόμενοι μ' εκρηκτικούς κρότους πυροτεχνημάτων και φωνάς ηχηράς παιδιών, προληπτικώς ημιψαλλόντων το Χριστός Ανέστη, ενώ ο Καλόγηρος, ο νεωκόρος του Αγίου Δημητρίου, συνεζήτει θορυβωδώς μετά τινων γραιών περί της ώρας, οπού ανασταίνουν οι Αρμένιοι, κ' έφθανον εις το υπόγειον οι ασυνάρτητοι βραχνοί λόγοι του.

— Ας πάνε 'ς την ευχή του Χριστού! . . .

Αυτήν την ώραν εκλείοντο πάντοτε αι δύο των εις το βαθύ εκείνο και σκοτεινόν υπόγειον, ο κυρ-Μιχάλης και ο Καπετάνιος . . . — ανελογίζετο τα παρελθόντα λυπημένος ολίγον ο κυρ Μιχάλης, ενδυόμενος πλέον να μεταβή εις την εκκλησίαν της ενορίας του ύστερον από τόσα χρόνια. Εκεί εκάθηντο, εκεί εις εκείνο το ορθογώνιον μάρμαρον, οπού ήτο εκεί εν μέσω εν σχήματι επιταφίου πλακός, με γραφάς δυσδιακρίτους Βυζαντινών χαρακτήρων, με αναγλύπτους σταυρούς και λαμπάδας, όπερ ως τράπεζαν ιδιαιτέραν διά τους στενούς του φίλους, μετεχειρίζετο ο κυρ-Μιχάλης . . . ολίγαις εληαίς ή άλλο τι ορεκτικόν νηστίσιμον, και δύο ποτήρια κρασί ήσαν επί της πρωτοτύπου και μυστηριώδους αυτής τραπέζης. Ο Καπετάνιος από το ένα μέρος πολιός, ξηρός, οστεώδης, με φαγωμένον τον ήμισυν μύστακα από τριχοφάγον, είποτε ονειρευόμενος πολέμους και μάχας, και αναμένων πάντοτε γενικήν των λαών σύρραξιν. Βλέπων δε άλλοτε μεν προς τους σκοτεινούς θόλους επάνω, οπόθεν, από ένα φεγγίτην μόνον κατήρχετο ολίγον φως ηλίου την ημέραν και ολιγώτερον φως αστέρων την νύκτα, διηγείτο εν ευγλωττία ακατασχέτω, με ενθουσιώδεις πολλάκις αναπάλσεις της φωνής του, με κραδασμούς του λάρυγγος θεωριών εν οπτασίαις, με οξυλάλους τιναγμούς της σπάθης του, τώρα εν τη ρύμη των λόγων του δακρύων, και τώρα αίφνης μειδιών, εν μυστική ψυχής ευφροσύνη, διηγείτο μυστηριώδη και παράδοξα με ένα ενθουσιασμόν προφητικόν.

Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο. Ο Καπετάνιος όσον παρήρχετο η νυξ και επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως τόσον και εζαλίζετο από τα ποτήρια του ρητινίτου και από τον αφάνταστον ενθουσιασμόν του, ότε, αφού πλέον είχε κλείση την θύραν του οιναπωλείου του ο κυρ-Μιχάλης, και ήτο απόλυτος ησυχία εις τα βάθη εκείνα κάτω του υπογείου, οιστρηλατούμενος πλέον ο μυστηριώδης εκείνος πολέμαρχος και μέγας ονειροπόλος, συνελάμβανεν ακράτητος τον άκακον εκείνον συνομιλητήν του, και ωδήγει αυτόν επτοημένον εις ένα επικόν πόλεμον, του οποίου η τελευταία μάχη θα εδίδετο μέσα εις τας πλατείας της Πόλεως τόσον αιματηρά και τόσον καταστρεπτική, ώστε να πλεύση το μοσχάρι εις το αίμα, της οποίας το τέλος θα εκήρυττεν η ανάστασις του κοιμωμένου βασιλέως. Και όταν πλέον εγλυκολάλουν επάνω εις τον κόσμον οι κώδωνες των ναών, και από τον φεγγίτην έλαμπον φαεινά τα φώτα της Αναστάσεως, εις μάτην προσεπάθει τότε να εγερθή ο κυρ- Μιχάλης, ν' ακούση και αυτός το Χριστός Ανέστη εις τον γειτονικόν του ναόν, ν' ανάψη και αυτός την λαμπάδα του. Εις τας οινοδαρείς θεωρίας του τότε, υπελάμβανε τον Καπετάνιον ως τον παμφάγον Άδην, και εαυτόν ως ένα δέσμιον προαιώνιον νεκρόν, ον μόνον αυτόν, δεν ανέστησε, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, μετά των τόσων άλλων αναστάντων τότε.

— Μα δεν ακούσατε της καμπάναις; ηρώτα η κυρά-Μιχάλαινα επιστρέφουσα από τον Άγιον Αθανάσιον, από την Πέτραν, με την λαμπάδα της Αναστάσεως αναμμένη, και καταβαίνουσα εις το υπόγειον, αφού πρώτον, εσημείωνε διά του καπνού του κηρίου της τρεις σταυρούς επί του τοιχώματος της θύρας του υπογείου. Μα δεν ακούσατε της τρακατρούκαις!

— Πώς είπαταν, κυρά-Μιχάλαινα; Ηρώτα τότε ο Καπετάνιος, ου το πολιόν και ξηρόν πρόσωπον λαμπρώς κατηυγάζετο από την θείαν ανταύγειαν του φωτός της Αναστάσεως.

Και προσφέρων κόκκινον αυγόν πάραυτα εις την κυρά-Μιχάλαιναν, από τα παρακείμενα εκεί, την προσεκάλει να τσιγκρίσουν, αναφωνών ρωσσιστί:

— Χριστός βοσκρές!

Τότε και ο κυρ-Μιχάλης, εχαιρέτιζε και αυτός δι' εφθαρμένων λατινικών.

— Ντόμινους μπαμπίσκους! (1)

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτά ανεμιμνήσκετο τώρα ο κυρ-Μιχάλης. καθ' ην ώραν ενεδύετο.

Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα διελογίζετο άλλα. Έβλεπεν ότι, αφότου εγνωρίσθη ο σύζυγός της με τον Καπετάνιον, ήρχισε να παραμελή την εργασίαν του. Αληθώς ο κυρ-Μιχάλης, φίλεργος και δραστήριος άνθρωπος πρότερον, εξ εκείνων, οπού ξεύρουν την δουλειάν των, αφότου, γοητευθείς από τας διηγήσεις του Καπετάνιου, ήρχισε να ονειροπολή την Επτάλοφον με τους ναούς της και τα αγιάσματα, παρημέλει το έργον του, ονειρευόμενος ότι ταχέως θα ήνοιγεν ένα μαγαζάκι απ' έξω από την Αγίαν Σοφίαν. Αντί δε να φροντίζη περί των αναγκών του έργου του, άφινε την κυρά-Μιχάλαινα να διευθύνη, αυτός δε, εν απουσία του Καπετάνιου, λαμβάνων το χρυσοδεμένον απόκρυφον βιβλίον του, ενετρύφα μόνος του, αναγινώσκων. Το βιβλίον τούτο επωνομάζετο «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων» και περιείχε παραδοξότατα κεφάλαια. Τεμάχια εκ της Αποκαλύψεως, τας θεωρίας του αγίου Μεθοδίου, τους χρησμούς Λέοντος του σοφού, άλλους χρησμούς Στεφάνου του Αλεξανδρέως και την περίφημον οπτασίαν του Αγαθαγγέλου, όλα ταύτα περιστρεφόμενα περί την κοινώς διαδεδομένην παράδοσιν περί του Αγίου Βασιλέως, του κοιμωμένου εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, όλα αυτά γραμμένα εις δυσκαταλήπτους και αινιγματώδεις στίχους.

Η κυρά-Μιχάλαινα πολλάκις απεφάσισε να διαλύση αποτόμως τας σχέσεις εκείνας του συζύγου της με τον Καπετάνιον, αλλά καθώς ήτο αναβλητικού χαρακτήρος, έδιδε τόπον τη οργή. Άλλως και ωφελείτο, διότι ο Καπετάνιος πολλάκις επλήρωνε το ενοίκιον του αρχαίου εκείνου υπογείου, οσάκις έβλεπε στενοχωρημένον τον κυρ-Μιχάλην. Εφοβείτο όμως ότι κακόν γήρας θα επερνούσεν, αν εξηκολούθει τας αναβολάς της. Πλην δεν είχεν εισέτι ανακαλύψει το μέσον, διά του οποίου θα απεμάκρυνε τον Καπετάνιον, χωρίς να κινδυνεύση να χάση την τόσον καλήν προστασίαν του. Υπόνοιαν είχε συλλάβει ότι ο Καπετάνιος, άνθρωπος ιδιόρρυθυμος, ησθάνετο μεγάλην ψυχικήν ανακούφισιν να διανυκτερεύη εν τω Βυζαντινώ υπογείω των, ιδίως την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Από τινας ασυναρτήτους ομιλίας του υπέκλεψεν η κυρά-Μιχάλαινα μίαν πειστικήν υποψία και διελογίζετο ότι, αν επωλείτο το σεσαθρωμένον εκείνο οικοδόμημα, ίνα κρημνισθή και ανακτισθή με την νέαν αρχιτεκτονικήν, ίσως ο κυρ-Μιχάλης να επανεύρισκεν αλλαχού την πρώτην του φιλεργίαν, και ίσως μέσα εις τα χαλάσματα εκείνα να εθάπτοντο και οι χρησμοί του Καπετάνιου, και να ησύχαζε κ' εκείνος από τας τόσον διεγερτικάς του φαντασίας.

***

Τέλος ήρχισαν να σημαίνωσιν οι κώδωνες των ναών, κατά διαταγήν της ιεράς Μητροπόλεως εκείνο το έτος όλοι ομού εν ηδυμόλπω αρμονία διαλαλούντες τα εκφαντορικόν της Αναστάσεως κήρυγμα εις την ορθοδοξούσαν των Αθηνών πόλιν, όπερ εγένετο αιτία, το πάλαι, να σαρκασθή εν αυτή ο μέγας των Εθνών Απόστολος. Και πού να ήξευραν οι ευγενείς και εύμουσοι εκείνοι αστοί ότι η πόλις των, η λευκή από των ειδωλικών μαρμάρων, η τόσον ευσεβούσα τοις ξοάνοις, ώστε και αγνώστω θεώ βωμόν να συντηρή, έμελλε διά του κηρύγματος εκείνου του ενθεαστικού ν' ανακτισθή, διά των αιμάτων των τέκνων της, λευκή πάλιν και όλη πεντελησία, αλλ' ουχί πλέον ανά ένα βωμόν έχουσα δι' έκαστον εκ των ψευδών εκείνων θεών, αλλά πολλούς ωραίους ναούς δόξαν του Ενός και Μόνου εν Τριάδι Θεού . . .

Η καρδία του κυρ-Μιχάλη επληρώθη κατανύξεως. Πρώτην φοράν ευρέθη νήφων κατά την φωτολαμπή της Αναστάσεως νύκτα. Και ως ήτο μελαγχολικός από την απουσίαν του αγαπημένου του Καπετάνιου έδειξεν ένα πρόσωπον πολύ ιεροπρεπές, όπερ καθίστατο ακόμη μεγαλειωδέστερον με το σάρκωμα εκείνο το βασιλικόν εν μέσω του μετώπου του.

Η κυρά-Μιχάλαινα, λαβούσα την λαμπάδα της, ήρχισε ν' αναβαίνη με χαράν απερίγραπτον την κλίμακα, ο δε κυρ-Μιχάλης παρηκολούθει σιωπηλός, κρατών και αυτός την λευκήν λαμπάδα του και λέγων να σπεύσουν να προλάβουν το «Δεύτε λάβετε φως».

Αλλά μόλις είχον φθάσει επάνω εις την είσοδον, και είχον ανοίξει την θύραν, και ιδού εμφανίζεται ως σκιά εκεί, σαν να παρεμόνευε να κατέλθη εις το υπόγειον, άνθρωπός τις υψηλός, ξηρός, οστεώδης, πολιός, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον, όστις σπεύδων, ασθμαίνων, καταβαίνει αμέσως την κλίμακα συμπαρασύρων κάτω και τον κυρ-Μιχάλην και ανακραυγάζων:

— Χριστός βοσκρές!

Ήτο ο Καπετάνιος. Η κυρά-Μιχάλαινα, εξαφνισθείσα ως από ισχυρόν ράπισμα απέμεινε βωβή· και αισθανομένη ότι μάτην θ' ανέμενε πλέον τον άνδρα της, μη θέλουσα δε τοιαύτην ημέραν, μόνη αυτή απ' ευθείας, να διαταράξη την ειρήνην, απήλθε σπεύδουσα εις τον γειτονικόν των ναόν, να προφθάση μη αναστήσουν, αφήσασα εις τον Λυτρωτήν να επιφέρη την λύτρωσίν της από το αναμενόμενον δυστυχές γήρας.

***

Ο Καπετάνιος, εκ της Ανατολικής Ελλάδος καταγόμενος, ανήκων εις στρατιωτικήν του τόπου οικογένειαν, ορφανός γονέων απομείνας, κατέφυγεν εις τον στρατόν. Υπαξιωματικός δε ήδη ων, ευρέθη οπαδός των Ναπαίων, του εν Ελλάδι τότε ρωσσικού κόμματος, ανδρωθείς με τα ωραία όνειρα της Μεγάλης Ιδέας. Πάσαν συμπλοκήν του μετά ληστών, ευφάνταστος ων, εμεγαλοποίει εις μεγάλην αιματηράν μάχην· και δι' ενέργειαν εκλογών αποστελλόμενος εισήρχετο εις τας επαρχίας εν θριάμβω ως εν καταλήψει εχθρικής χώρας, με το ωραίον παράστημά του, με τον δασύν του πώγωνα, τον μαύρον μύστακα, και τους μαύρους του οφθαλμούς. Ούτε ο Βουλγαροκτόνος δεν εκαμάρωνε τόσον επί του ίππου του, όσον ο Καπετάνιος πορευόμενος διά μέσου των φαράγγων της Δυτικής Ελλάδος, με την ηλιοκαή όψιν του, την αρρενωπήν. Πάσαν δ' υπόνοιαν ερεθισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, κυκλοφορούσαν εις την Ωραίαν Ελλάδα, το κέντρον των Ελλήνων τότε, υπελάμβανεν ως πόλεμον υπέρ της πατρίδος του πάντοτε, διά την οποίαν, τω εφαίνετο αι Δυνάμεις ηγρύπνουν διαρκώς, σχεδιάζουσαι τον τρόπον του μεγαλείου της. Εις το απλούν αυτού δωμάτιον, παρά το Μοναστηράκι, δύο αντικείμενα επέσυρον την προσοχήν του εισερχομένου. Ο περίφημος χάρτης του από Φερών δημοτικού ψάλτου, και χρυσόδετον βιβλιάριον, η «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων». Με τον χάρτην εκείνον ωνειρεύετο εξαπλουμένην πάλιν την φυλήν του, εις δε το βιβλιάριον, οδηγηθείς παρά τινος μοναχού, ανεγίνωσκε χρησμούς και οπτασίας. Ακούσας δέ ποτε παρά τινος ενθουσιώδους Ναπαίου ότι υφίσταται και δρα, προ πολλού εθνικός τις Σύλλογος η Ανάστασις καλούμενος, του οποίου τα μέλη στενώς συνδεόμενα ως άλλη τις Φιλική Εταιρεία, οφείλουν να πιστεύουν ότι την νύκτα της Αναστάσεως θα εγερθή ο Άγιος Βασιλεύς οπού κοιμάται τώρα εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, και ότι όπου και αν ευρίσκωνται οφείλουσι να αγρυπνώσι την νύκτα της Αναστάσεως πάντοτε, επιλέγοντες προς αλλήλους το σύνθημα Χριστός Βοσκρές, ήτοι Χριστός ανέστη· έως ίδωσι τον Άγιον Βασιλέα εγειρόμενον και αναβαίνοντα ενδόξως επί τον πατρικόν θρόνον του Γένους. Αυτά μόνον περί του Συλλόγου γνωρίζων, εσκέφθη ότι τούτο είναι ένα ισχυρότατον έρεισμα της Μεγάλης Ιδέας· και ήρχισε μετ' ολίγον να κατηχή οπαδούς ο ονειροπόλος εκείνος Καπετάνιος. Είχε δε αρκετά προοδεύσει, θερμώς υπό των Ναπαίων ενισχυόμενος.

Ότε δε τέλος εξερράγη ο Κριμαϊκός πόλεμος, ο Καπετάνιος, ανθυπολοχαγός ων, ποθών να γνωρίση εκ του σύνεγγυς «το ξανθόν γένος», όπερ έμελλε κατά τους χρησμούς να βασιλεύση επί της Επταλόφου, εστράτευσεν εις Ρωσσίαν και αιμάτωσε τότε την ειρηνικήν σπάθην του. Τότε, κατά την επάνοδόν του, ηθέλησε να προσκυνήση και την Αγίαν Σοφίαν, εν η από χρόνων συνεκέντρου όλους τους πόθους του. Ήτο πρωία. Η ονειρώδης Επτάλοφος ήτο σκεπασμένη υπό τον αερώδη πέπλον της ακόμη, υφ' ον, ως διά νεφελωμάτων αραιών, απέστιλβον χρυσαί ακωκαί μιναρέδων και χρυσοσκεπείς θόλοι παλατιών και σκηνωμάτων, εν μέσω κήπων και κυπαρίσσων.

Χωρίς να σταματήση αλλαχού, κατηυθύνθη αμέσως εις το περίκλυτον του Ανθεμίου μεγαλούργημα. Τα πλατέα και σύνδενδρα αυτού προαύλια ήσαν έρημα. Δερβίσαι τινές μόνον, με τας κωνοειδείς κιδάρεις των, και χόντζαι με τα λευκά μανδήλια, ενίπτοντο εις τας δροσεράς εκεί κρήνας, ενώ άλλοι εισήρχοντο εις τον δουλεύοντα ναόν διά την πρωινήν των προσευχήν. Επλήρωσε την ωρισμένην είσοδον, εφόρεσεν εμβάδας και εισήλθεν ο Καπετάνιος, συντετριμμένος την καρδίαν, με ψυχήν οδυνωμένην. Ότε, διελθών τους δύο χρυσούς προναούς, ευρέθη υπό τον πανύψηλον θόλον, εσταμάτησεν η αναπνοή του. Εξόχου μεγαλειότητος ευρυχωρία εν μαλακώ φωτί ηπλούτο περί αυτόν σιωπηλή, ήρεμος, νεκρά. Γύρω-γύρω αι μακραί διπλαί στοαί, καλλικίονες, εκοιμώντο, τυλιγμέναι εις τα χρυσά αυτών μουσειοπλαστήματα. Εις τας γωνίας του κεντρικού θόλου έτρεμον άνω, τω εφάνη, πτερυγίζοντα τα χρυσά των Εξαπτερύγων πτερά, και υψηλά επάνω, εις ύψος αιθέριον, τα αυθάδη του Κορανίου γράμματα εκάλυπτον την μακρόθυμον του Παντοκράτορος μορφήν. Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα. Εκεί δε, καθηλώσας τα βλέμματά του επί του εδάφους, δεξιά, έβλεπεν, ως να προσεπάθει να εξιχνιάση τι κεκρυμμένον, ενώ όπισθέν του, κάτω, επί άμβωνος, ο χόντζας έψαλλε την ασιατικήν προσευχήν του. Τότε είς γηραιός χόντζας παραμονεύων, ελθών ηρέμα εκ των όπισθεν, έθλιψε φιλανθρώπως τον ώμον του Καπετάνιου, εκφωνήσας:

— Γιουνάν; (Έλλην;)

Εξεπλάγη ο Καπετάνιος, αλλά δεν εφοβήθη. Ο δε γλυκύς εκείνος γέρων χωρίς ν' αναμένη, αρχίζει ελληνιστί μετά πραείας της φωνής:

— Εδιάβασες τα χαρτιά μας — παιδί μου. Το κατάλαβα. Βλέπεις εδώ; Και επέδειξεν εις τον Καπετάνιον σημεία τινα επί των πλακών κάτω, εκεί οπού ακριβώς παρετήρει μετ' επιμονής εκείνος. Εδώ ανοίγει κλαβανή, εξηκολούθησεν ο γηραιός χόντζας· και καταβιβάζων ακόμη την φωνήν του προσέθηκε: Και καταιβαίνομεν κάτω εις τα υπόγεια . . .

Ο Καπετάνιος ανεσκίρτησε· διότι έβλεπεν αίφνης ότι ήσαν αληθή όσα ανεγίγνωσκεν εις τους χρησμούς του. Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα:

— Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . . .

Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως.

— Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . .

Εις την φοβεράν περιέργειαν του Καπετάνιου προσετίθετο ήδη άλλη φοβερωτέρα, ποίος να είνε αυτός ο γέρων χόντζας, ο γνωρίζων την γλώσσαν του, ο γνωρίζων την θρησκείαν του.

— Ο παπάς ολόχρυσος, μαρμαρωμένος, εξηκολούθησεν ο γέρων, μετά της αυτής προφυλάξεως. Ο διάκος ολόχρυσος, μαρμαρωμένος. Δεξιά ο πρωτοψάλτης μαρμαρωμένος εις το στασίδι του, αριστερά ο λαμπαδάριος μαρμαρωμένος εις το στασίδι του. Εις τον βασιλικόν θρόνον επί κλίνης ο άγιος Βασιλεύς κοιμάται ύπνον ήρεμον και γλυκύν, και θα σηκωθή την ημέραν εκείνην . . .

Ο Καπετάνιος τότε, χωρίς να σκεφθή πού ευρίσκετο, αναφωνεί έντρομος πάραυτα:

— Χριστός βοσκρές!

Ο γέρων μουσουλμάνος τότε έμεινεν άφωνος εκ της εκπλήξεως.

Έως τώρα διηγήθη όσα γενικώς αφηγούντο και οι οθωμανοί εις τους ημετέρους, κολακεύοντες τας παραδόσεις των, αλλ' ήδη ακούσας την αναφώνησιν αυτού, εχάρη υπερβαλλόντως· συνελθών έθλιψε την χείρα του Καπετάνιου και κατεφίλησε συνάμα αυτόν ως αδελφόν του και επανέλαβε και αυτός ηρέμα: Χριστός βοσκρές!

Το «Χριστός βοσκρές», ως είπομεν, ήτο σημείον μυστικόν των μεμυημένων εις τας περί του αγίου Βασιλέως παραδόσεις και πιστευόντων εις την ανάστασίν του. Εννόησαν αμέσως και οι δύο ότι ήσαν μέλη της αυτής εταιρείας της Αναστάσεως. Τότε ο γέρων διηγήθη πλέον εις τον Καπετάνιον αφόβως ότι είνε χριστιανός εις το κρυφόν, υπηρετών εν τω ναώ, έως ου αξιωθή να ίδη τον άγιον Βασιλέα, διότι η κρύπτη η άγουσα κάτω εις τον υπόγειον ναόν μόνον την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου ανοίγει· και μακάριος, όστις ευρεθή την στιγμήν εκείνην παρών και κατέλθη. Και προσεγγίζων ήρχισε να ψιθυρίζη εις το ους του Καπετάνιου:

Ο νεκρός ήδη και θέα λελυμένος Οίδασι πολλοί καν μηδείς τούτον βλέπη. Μηνόκρανον, μείλιχον, πραΰν, υψίνουν . . .

Και μετ' ολίγον με πλέον χαμηλήν φωνήν προσθέτει:

Εις τα δεξιά τα μέρη άνδρα εύρητε γενναίον, ισχυρόν και ρωμαλέον . . .

Εις τον Καπετάνιον ουδεμία πλέον απέμεινεν αμφιβολία ότι ο γέρων εκείνος, ο μουσουλμάνος εξωτερικώς, ήτο ομόφυλος και ομόθρησκος, και επί πλέον εκ των μεμυημένων, οίτινες αναμένουσι την εξέγερσιν του αγίου Βασιλέως. Ούτως εσχετίσθη ευκόλως μετ' αυτού κ' επόθει πλέον να μετέλθη και αυτός την αυτήν εξαπάτην, όπως νύκτα τινά της Αναστάσεως γείνη θεατής του κοιμωμένου Βασιλέως και αξιωθή να φιλήση την χείρα του την ζώσα νεκράν, όπως ηξιώθη ποτέ ν' απολαύση την θείαν ταύτην οπτασίαν ο Πατριάρχης Χρύσανθος και οι δύο Σιναΐται Πατέρες . . .

— Το μπακαλόπουλο, διηγείτο προς αυτόν ο γέρων την επομένην νύκτα, φιλοξενών πλέον τον Καπετάνιον εν τω κελλίω του, εν τοις προαυλίοις της αγίας Σοφίας, το μπακαλόπουλο, εμβήκεν από την πίσω πόρτα του αγίου Βήματος, η οποία ανοίγει μόνον το Μέγα Σάββατον το βράδυ και έπειτα μένει κλειστή όλον τον χρόνον. Εμβήκε να δώση το λάδι για ν' ανάψουν τα κανδήλια του υπογείου ναού, και επειδή άργησεν ολίγον, έκλεισεν η πόρτα κ' εκλείσθη μέσα όλον τον χρόνον, κ' εβγήκε τότε, όταν πάλιν το Μέγα Σάββατον ξανάνοιξεν η κρυφή πόρτα. Αλλά το πρόλαβεν ένας φανατικός Ιμάμης, εκεί που διηγείτο τα όσα είδε κάτω, θαυμαστά και εξαίσια, και τώκοψεν εις δύο με το γιαταγάνι του, χαϊμαλί . . .

Αλλ' επάνω εις τας διηγήσεις των αυτάς, τας εξαισίας, χωροφύλακες συνέλαβον και τους δύο προδοθέντας υπό κατασκόπων, οίτινες παρεφύλαττον αυτούς, υποψιασθέντες από τα εν τω ναώ κινήματά των· και ο μεν γέρων δεν εφάνη πλέον πουθενά, ο δε καπετάνιος εξορισθείς εις Αφρικήν εκινδύνευσε τον έσχατον κίνδυνον και ως διά θαύματος διαφυγών, επανήλθε μετά δεκαπενταετίαν εις Αθήνας ξηρός και οστεώδης και πολιός, άνευ πώγωνος, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον.

Αλλά κατά την μακράν αυτήν απουσίαν του, τα πνεύματα διεστράφησαν εν τη πόλει. Οι Ναπαίοι εξέλιπον, και μετ' αυτών τα ωραία εκείνα όνειρα περί Επταλόφου. Η δε Μεγάλη Ιδέα, ήτις εμέθυε την παρελθούσαν γενεάν ιεράν και ένθεον μέθην, είχε προ πολλού αποθάνη, είχε ταφή και είχε λησμονηθή, ως λησμονείται πας νεκρός. Εις τα μεγάλα κέντρα ουδείς ανεγνώριζε πλέον τον σαρακοφαγωμένον Καπετάνιον, ο δε λόγος του, ο τόσον ένθους άλλοτε, περιεφρονείτο και ενεπαίζετο από την νέαν γενεάν. Τότε περίλυπος, απηλπισμένος, φεύγων τους πολυθορύβους κύκλους, στερρώς δε εμμένων εις τα ονειροπολήματά του εκείνα τα οποία όσον από τους άλλους επεριφρονούτο τόσον εις αυτόν εγίνοντο ιερώτερα, επεριπάτει μίαν ημέραν εις τας σκολιάς οδούς του Ψυρή, αναζητώντας μοναστικόν δωμάτιον, όπως αφανής θρηνή εκεί τα νεκρωθέντα όνειρά του. Η κυβέρνησις τον είχεν επαναφέρει εις τας τάξεις του στρατού με τον βαθμόν του υπολοχαγού. Τότε, παρά τον άγιον Δημήτριον, μίαν εσπέραν, ανεκάλυψε βαθύ θολωτόν υπόγειον, ως τεθαμμένην εκκλησίαν. Εις την θύραν του κλάδος ελαίας και μία ερυθρά σημαία εμαρτύρουν ότι κάτω υπήρχεν οινοπωλείον. Κατήλθε με χαράν εις το βάθος εκείνο, διότι τω εφαίνετο ότι ο κόσμος τον απώθει. Έμεινεν εκστατικός πάραυτα. Υπό τας υγράς εκείνας καμάρας και τας πολυδαιδάλους στοάς τω εφάνη ότι έβλεπεν αναπαράστασιν των φημιζομένων υπογείων της Αγίας Σοφίας, ως τω παρέστησαν ταύτα εν τη Πόλει άλλοτε. Ιδίως τράπεζα εκείνη, η από επιταφίου πλακός, με τα βυζαντινά γράμματα και τας βυζαντινάς γλυφάς, τω εφάνη ως η υμνουμένη κλίνη του καθεύδοντος αγίου Βασιλέως, ή ώσπερ η κλίνη η Σολομώντειος, η «κυκλουμένη από δυνατών εξήκοντα».

Ο κυρ-Μιχάλης, περιποιητικός πάντοτε, τον κατεγοήτευσε με τας περιποιήσεις του και τον κατέθελξε βασιλικώς με το σάρκινον εκείνο στέμμα του. Την νύκτα εκείνην με το αμυδρόν φως, τω εφάνη ως τις παρακοιμώμενος εις τους βυζαντινούς εκείνους θόλους. Εκεί πλέον διήρχετο τας ώρας του ο Καπετάνιος, αγρυπνών ιδίως όλην την νύκτα της Αναστάσεως, αναγινώσκων την συλλογήν των Προρρήσεων κ' ερμηνεύων εις τον απλοϊκόν κυρ-Μιχάλην τα θαυμαστά, τα οποία θ' αξιωθώσι να ίδωσι μίαν ημέραν οι πιστεύοντες εις τον Άγιον Βασιλέα. Και ούτω σχετισθείς με τον αφελή κυρ-Μιχάλην εμύησεν αυτόν εις την ωραίαν παράδοσιν, όστις έγεινεν ένας εκ των στενωτέρων φίλων του, πεισθείς ότι αφεύκτως εις την επαλήθευσιν των χρησμών θα μετώκει εις την Βασιλεύουσαν. Και εφαντάζετο πολύ ταχείαν την επαλήθευσιν. Τόσον ο γόης εκείνος και μάγος Καπετάνιος τον είχε σαγηνεύσει, ώστε να παραμελή και την εργασίαν του, όπερ εγίνετο λύπης αφορμή εις την κυρά-Μιχάλαιναν.

***

Μετ' ολίγον, από τον φεγγίτην επάνω, έλαμψαν τα φώτα της Αναστάσεως. Η τελευταία λέξις του αναγνωσθέντος εις το προαύλιον του αγίου Δημητρίου Ευαγγελίου «Χαίρετε» έφθασε κάτω, συνοδευμένη με τους γλυκείς των κωδώνων ήχους, με τους οξείς των πυροτεχνημάτων κρότους, και με τας αναφωνήσεις τας διθυραμβικάς του «Χριστός Ανέστη».

— Χριστός βοσκρές! ανεκραύγασε τότε ο Καπετάνιος εν εκστάσει· και ανάψας την λαμπάδα του έβλεπεν ως εν προσευχή προς τους μαύρους επάνω θόλους.

— Χριστός βοσκρές! Επανέλαβε και ο κυρ-Μιχάλης· και ήναψε και αυτός την λαμπάδα του, ευλαβής προσήλυτος του Καπετάνιου, αναμένων πιστώς μίαν τοιαύτην νύκτα την αφύπνισιν του Αγίου Βασιλέως.

Κατόπιν ήλθε και η κυρά-Μιχάλαινα, κατηφής πρώτην φοράν, με την λαμπάδα της εσβεσμένην και ανεόρταστος, χωρίς να σημειώση επί του ανωφλίου της θύρας, διά του καπνού της καιούσης λαμπάδος, τους τρεις σταυρούς. Και πάραυτα, χωρίς περιστροφάς, εκχύνει το άλγος της ψυχής της:

— Η Πεντέλη το πούλησε το Μετόχι. Το αγόρασεν ένας λούσιος αλεξανδρινός να το χαλάση και να κτίση μεγάλην οικοδομήν, και μας βγάζουν από το υπόγειον . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα επεθύμει αληθώς να σωθή από την παρουσίαν του Καπετάνιου, αλλ' όχι με αυτόν τον τρόπον, απομένουσα φερέοικος. Δι' αυτό εθλίβη κατάκαρδα. Εσώζετο ίσως ο άνδρας της από τον Καπετάνιον — εσκέπτετο — αλλ' έχανε την σειράν του. Και ήτο αμφίβολον, αν ηδύνατο να επανεύρη αλλαχού σειράν, εις αυτήν την ηλικίαν.

Αλλ' όσον και αν εθλίβη η κυρά-Μιχάλαινα, όσον και αν επόνεσεν ο κυρ-Μιχάλης, ο Καπετάνιος εθλίβη ακόμη περισσότερον· και ηυχήθη τότε να απέθνησκεν, αν έμελλε διά παντός ν' απολέση την μόνην παραμυθίαν του εκείνην.

Είνε αληθές φαίνεται, ότι αι επιθυμίαι των ανθρώπων ουδέποτε δύνανται να πραγματοποιηθώσιν άνευ λύπης επακολουθούσης.

Αληθώς οι Βυζαντινοί εκείνοι υπόγειοι θόλοι μετ' ολίγους μήνας δεν υπήρχον εν τη πόλει, ήτις ολονέν μετεμορφούτο, επιμόνως απεχθανομένη παν βυζαντινόν . . . Εις δε την θέσιν των, ανηγέρθη παμμεγέθης οικοδομή, επί των προπυλαίων της οποίας εσώζετο μέχρι τινός πλαξ επιταφία, από σαρκοφάγου, φέρουσα γεγλυμμένα επάνω βυζαντινά γράμματα και γλυφάς θρησκευτικάς. Η πλαξ εκείνη ήτο η μαρμαρίνη τράπεζα επί της οποίας άλλοτε ο εξαφανισθείς έκτοτε Καπετάνιος έσπευδε τα δάκρυά του μαζί με τον αφρώδη του κυρ-Μιχάλη ρητινίτην, προσφωνών τον εν τη ψυχή του κοιμώμενον Άγιον Βασιλέα διά του συνθηματικού χαιρετισμού:

— Χριστός βοσκρές!

Ενώ ο κυρ-Μιχάλης από μίαν μικράν παραζάλην συσκοτισμένος αντεχαιρέτιζεν ως συνήθως με τα παραμορφωμένα λατινικά του:

— Δόμινους Μπαμπίσκους!

***

Ουδείς έγεινεν έκτοτε λόγος ούτε περί του Καπετάνιου αν έζη ή όχι, ούτε περί του κυρ-Μιχάλη, του μόνου εναπομείναντος πιστού, από τους τόσους, εις τα ωραία εκείνα όνειρα του Συλλόγου της Αναστάσεως, αν εύρε σειράν ή όχι μετά την κατεδάφισιν του θολωτού εκείνου υπογείου του, καθώς η κυρά-Μιχάλαινα εφοβείτο ότι θα συμβή. Εχάθησαν τα ίχνη και των δύο, ως χάνονται τα επί της θαλάσσης ίχνη του ταξειδεύοντος πλοίου. Αληθές είνε ότι τους πρώτους μετά την κατεδάφισιν μήνας του βυζαντινού εκείνου κτιρίου, εφαίνετο εις άκρον συγκεκινημένος ο ταλαίπωρος Καπετάνιος, ως ένας σαστισμένος μάλλον· δεν τον εχωρούσε κανένας τόπος· τας πρώτας ημέρας τον έβλεπαν όλοι υψηλόν, οστεώδη, με τον σαρακωμένον μύστακα να κάθηται εις την Ωραίαν Ελλάδα εις το μεγαλείτερον κέντρον της πόλεως, τω καιρώ εκείνω, εις την γωνίαν την αριστεράν επί της διασταυρώσεως των οδών Ερμού και Αιόλου, εν μέσω στενωτάτου κύκλου μελών τίνων της εταιρείας της Αναστάσεως, ήτις υφίστατο ακόμη, αλλά ψυχορραγούσα πλέον, περιγράφων εις αυτούς πότε την μυστηριώδη εκείνην επίσκεψίν του εις την Αγίαν Σοφίαν, και πότε τας θλίψεις και την πείναν του εις την εξορίαν του εν Αφρική, εύελπις όμως πάντοτε περί της επαληθεύσεως των χρησμών μίαν ημέραν. Εκεί μόνον ησθάνετο πλέον κάποιαν αναψυχήν, και επραΰνετο το σκυθρωπόν του πρόσωπον. Ότε συνήγοντο γύρω του εκεί και τον ηκροώντο εν περιέργω συνωστισμώ, ως συνωστίζονται οι άεργοι όρθιοι περί τους χαρτοπαίζοντας εν τοις καφενείοις, νεοφερμένοι από τας επαρχίας, και μάλιστα γηραιοί τινες φουστανελλοφόροι, της επαναστάσεως σεβαστά λείψανα, φέροντες καταφανείς τας ουλάς των από του εθνικού πολέμου πληγών των, ή τας εκτομάς από του μαρτυρίου των εκ μέρους του τούρκου, ενώ ο Καπετάνιος βλέπων προς τους μεγάλους χρυσούς καθρέπτας του εθνικού, να είπωμεν, εκείνου καφενείου, ωμιλούσεν, ερρητόρευε· και εκεί οπού ωμιλούσεν ηλλοιούτο αίφνης, αλλοίωσιν φανταστικήν πάσχων. Έλαμπον οι οφθαλμοί του, ως άλλοτε κάτω εις το βυζαντινόν εκείνο υπόγειον του Ψυρή, εκινούντο με μορφασμούς ποικίλους και παραστατικούς τα χείλη του· αι χείρες του ανεπαισθήτως εφέροντο προς το ήσυχον σπαθίον του, όπερ εβροντούσε τότε ειρηνικώς και πραέως, ως βροντούν του αρχιερέως τα ιερά άμφια, όταν αυτά περιβάλλεται. Και τότε κυττάζων γύρω τους ακροατάς του οπού με αγαλλίασιν τον έβλεπον, τους έλεγε:

— Δεν είναι δυνατόν, παιδιά μου, να διαψευσθώσιν οι χρησμοί. Αυτό να το ξεύρετε!

Αλλά τούτο δεν διήρκεσε πολύ. Το εθνικόν εκείνο καταφύγιόν του, η Ωραία Ελλάς, μετ' ολίγα έτη, ήλλαξε κ' εκείνο όψιν.

Κατεδαφίσθη, καθώς και το θολωτόν του άλλοτε υπόγειον. Εκείνα τα έτη καταφθάσαντες από την Πόλιν οι λεγόμενοι Χαυγιαροχανίται Χρηματισταί, με της τσέπαις των γεμάταις λίραις και τα χέρια των χαρτιά, μετέβαλλον αυτό εις πρόχειρον Χρηματιστήριον. Περί τα δύο υαλιστερά του σφαιριστήρια ιστάμενοι όρθιοι, οι νεοφερμένοι εκείνοι της Πόλεως, και τείνοντες τας χείρας απειλητικάς προς αλλήλους, ωπλισμένας όμως όχι με φονικά όπλα αλλά με αβλαβή χαρτία, και μετοχάς τραπεζών και εταιρειών αρτισυστάτων, ηλάλαζον φωνασκούντες απειλητικώς αριθμούς, εν οχλοβοή και ταραχή ωργισμένων ανθρώπων, ετοίμων να έλθουν εις χείρας, οπού ο Καπετάνιος δεν ημπορούσε πλέον ούτε να καθίση εκεί, όχι να ομιλήση. Ότε δε μίαν ημέραν είδε πολλούς και από τα παλαιά μέλη της Εταιρείας της Αναστάσεως, οι οποίοι μεταμορφωθέντες εις μεσίτας επωλούσαν εκεί και ηγόραζαν, διδαχθέντες από τους νεήλυδας, χαρτία, τότε πλέον δεν ηδυνήθη να κρύψη τον πόνον του εδάκρυσεν οδυνηρώς εμβριμώμενος, ανεστέναξε βαθειά και έγεινεν άφαντος. Ούτε εφάνη πλέον πουθενά εντός της πόλεως. Διϊσχυρίζοντο όμως τινές ότι τον έβλεπον συχνά διατρίβοντα ή περιδιαβάζοντα εις τους όπισθεν της Ακροπόλεως λόφους πότε μόνος πότε με τον κυρ- Μιχάλην, όστις χηρευμένος πλέον και ασφαλής από κάθε εξέλεγξιν, δεν τον εγκατέλιπε ποτέ, αισθανόμενος πάντοτε άρρητον ηδονήν να ακούη την εξήγησιν των χρησμών περί του Αγίου Βασιλέως, και να εντρυφά εις τα σύνορα μιας απεράντου Ελλάδος, να σχεδιάζη δε το καφενεδάκι οπού πολύ γρήγορα, καθώς επέμενε, θα άνοιγεν απέξω από την Αγίαν Σοφίαν. Έως ου μίαν χιονώδη πρωίαν οι Αθηναίοι ανεγίνωσκον εις την θορυβοποιόν τότε Εφημερίδα μίαν θλιβεράν όντως είδησιν, εις τα ψιλά εκείνα συνθέματα της οπού εγράφοντο με ιδιαιτέραν πάντοτε χάριν και ευφυίαν, ότι επάνω εις τον λόφον του Μνημείου του Φιλοπάππου, μέσα εις μίαν σπηλαιώδη σχιμάδα, ευρέθη το πτώμα πτωχικού γηραλέου ανθρώπου με σαρακωμένον τον μύστακα, σκεπασμένον με ένα στρατιωτικόν μανδύαν, το οποίον εκράτει σφιγκτά εις τας αγκάλας του δύο χρυσοδεμένα βιβλία, τον χάρτην του Φεραίου και την συλλογήν των Χρησμών και Προρρήσεων περί του αγίου Βασιλέως. Εν μέσω αυτών ήτο στερρώς εσφηνωμένη ιδιόχειρος του αποθανόντος διά μολυβδίδος σημείωσις λέγουσα.

— Ηγρύπνησα, εσκέφθην, και είπα: Τάδε λέγει Κύριος:

Παιδί μου κυρ-Μιχάλη! Ημπορεί να κάμουν τας Αθήνας Χρηματιστήριον της Ανατολής, καθώς μου είπες ότι ελέχθη χθες εις την Βουλήν, αλλ' οι Χρησμοί δεν είνε δυνατόν να διαψευσθούν. Δεν είναι δυνατόν. Αυτό να το βγάλουν από τον νουν τους. Αν ζήσης εις την μεγάλην εκείνην διά τον Ελληνισμόν ημέραν, θα θυμηθής βέβαια να μου ανάψης. . . . Όποιος ζήση! . . .

Η σημείωσις διεκόπτετο ενταύθα αποτόμως, προσέθετεν αινιγματωδώς η Εφημερίς· αι τελευταίαι λέξεις ήσαν δυσδιάκριτοι εκ της κακογραφίας. Και φαίνεται ότι ο θάνατος επήλθεν αιφνίδιος. Δίπλα εκεί παρέκειτο κηρίον εσβεσμένον και μολυβδίς. Το πτώμα αυτό ανεγνωρίσθη αμέσως ότι ήτο του Καπετάνιου, του ονειροπόλου εκείνου της Μεγάλης Ιδέας μυσταγωγού, όστις ευρέθη εκεί από ένα αστυφύλακα, ξεπαγιασμένος, την παγεράν εκείνην πρωίαν, μέσα εις την χιονισμένην σχισμάδα του αρχαίου Μνημείου (2).

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος - Χριστός Βοσκρές Moraitidis|Alexandros|Christ|Voskeres Christos Voskres - Alexandros Moraitidis Moraitidis, Alexandros - Christ is Risen

Από πόσον καιρόν, δεν ενθυμείτο, το αληθές όμως είναι ότι από τότε οπού εγνώρισε τον Καπετάνιον, ο κυρ-Μιχάλης ο Μαυριδερός, ο οινοπώλης, είχε ν' ακούση το «Χριστός ανέστη» εις την ενορίαν του την νύκτα της Αναστάσεως, και ν' ανάψη την λαμπάδα του από το άγιον φως του Παπά-Χρήστου, του κωφού, όταν θα εξήρχετο κατενώπιον της αγίας Πύλης, βαστάζων δέσμην λαμπάδων, αναμμένων από την κανδήλαν της αγίας Τραπέζης, και ψάλλων με την βροντώδη φωνήν του: «Δεύτε λάβετε φως!» From|how long|time|not|remembered|the|true|but|is|that|from|then|when|he recognized|the|Captain|the|||the|dark-skinned|the|wine seller|had|to|hear|the|Christ|is risen|in|the|parish|his|the|night|of the|Resurrection|and|to|light|the|candle|his|from|the|holy|light|of the|||the|deaf|when|will|exited|in front of|the|holy|Gate|holding|bundle|candles|lit|from|the|lamp|of the|holy|Table|and|singing|with|the|thunderous|voice|of the|Come|receive|light For how long, he could not remember, but the truth is that since he met the Captain, Mr. Michalis the Dark-skinned, the wine merchant, had not heard the "Christ is Risen" in his parish on the night of the Resurrection, and to light his candle from the holy light of Father Christos, the deaf, when he would come out in front of the holy Gate, holding a bundle of candles, lit from the lamp of the holy Table, and singing with his thunderous voice: "Come, take the light!"

Διά τούτο η κυρά-Μιχάλαινα, η γυναίκα του, μία γυναίκα κοντή και χονδρή, ως τα κοντόχονδρα βαρέλια του οινοπωλείου, ήτο καταχαρουμένη όλην την ημέραν του μεγάλου Σαββάτου. For|this|the|||the|wife|of him|one|woman|short|and|stout|like|the|short and stout|barrels|of the|wine shop|was|very happy|all|the|day|of the|great|Saturday For this reason, Mrs. Michalena, his wife, a short and stout woman, like the short and stout barrels of the wine shop, was very happy all day on Great Saturday. Το έτος εκείνο θα επήγαινε και αυτή, σαν νοικοκυρά, μαζί με τον κυρ-Μιχάλην, τον άνδρα της, εις την ενορίαν της, σαν αγαπημένον ανδρόγυνον, εις τον ναόν του αγίου Δημητρίου, εις του Ψυρή, με καλά της φορέματα, με μίαν μεγάλην άσπρην λαμπάδα, καμαρώνουσα τον άνδρα της τον κυρ- Μιχάλην, πενηντάρην και πλέον, πρόσωπον πολιόν, στενόν και μακρόν, μ' ένα μαύρο καρυδοειδές, εξοχήν σαρκός, εν μέσω του μετώπου, εν είδει στέμματος. The|year|that|will|go|and|she|as|housewife|together|with|the|||the|husband|her||the|parish|her|as|beloved|couple||the|church|of|saint|Demetrius||of|Psiri|with|nice|her|dresses|with|one|large|white|candle|proudly looking at|the|husband|her|the|||in his fifties|and|more|face|gray|narrow|and|long|with|a|black|walnut-like|prominently|flesh|in|the middle|of|forehead|in|the form of|crown That year she would also go, as a housewife, along with Mr. Michalis, her husband, to their parish, as a beloved couple, to the church of Saint Demetrius, in Psiri, with her nice clothes, with a large white candle, proudly showing off her husband Mr. Michalis, over fifty, with a gray, narrow, and long face, with a black walnut-like mark, prominently flesh-colored, in the middle of his forehead, resembling a crown.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα εις την ενορίαν της. Not|was going|the|||not|was going|and|the||||the|parish|her Mr. Michalis did not go, nor did Mrs. Michalena go to their parish. Πώς να υπάγη μόνη, οπού ήτο γνωστή εις την γειτονιάν, οπού είχε φιλίαν με τον Παπά-Χρήστον, γιατί του έστελνε κάθε Σαββατοκύριακο πρόσφορα και νάμα, οπού ήθελε να ίσταται εξαιρετικώς, μόνη αύτη εκ των γυναικών, δεξιά, παρά την θαυματουργόν εικόνα των αγίων μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, και να δίδη συχνά, κατά την διάρκειαν της θείας λειτουργίας κηρία εις τον παπά-Χρήστον, να τα ανάπτη εις την αγίαν Προσκομιδήν. How|to|go|alone|where|was|known||the|neighborhood|where|had|friendship|with|the|||because|to him|sent|every|weekend|prosphora|and|wine|which|wanted|to|stand|exceptionally|alone|she|among|the|women|right|next to|the|miraculous|icon|of the|holy|martyrs|Timothy|and|Maura|and|to|give|often|during|the|duration|of the|divine|liturgy|candles||the|||to|them|light||the|holy|Proskomedia How could she go alone, when she was known in the neighborhood, when she had a friendship with Father Christos, because she sent him prosphora and wine every weekend, wanting to stand out, alone among the women, to the right, by the miraculous icon of the holy martyrs Timothy and Maura, and to frequently give candles to Father Christos during the divine liturgy, for him to light them during the holy Proskomedia.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης την Ανάστασιν εις την ενορίαν των, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα· αλλ' ηναγκάζετο, την ιεράν και φωτοφόρον Νύκτα, να μεταβαίνη μακράν, πολύ μακράν, αγνώριστος, εις τον άγιον Αθανάσιον, εις την Πέτραν. Not|would go|the|||the|Resurrection||the|parish|their|not|would go|and|the|||but|was forced|the|holy|and|light-giving|Night|to|travel|far|very|far|unrecognizable||the|holy|Athanasios||the|Petra Mr. Michalis did not go to the Resurrection in their parish, nor did Mrs. Michalena go; but she was forced, on the holy and luminous Night, to go far, very far, incognito, to Saint Athanasios, in Petra.

Διά τούτο το έτος εκείνο ήτο καταχαρούμενη. For|this|the|year|that|was|extremely happy That year she was very happy. Έβαψε τα κόκκινα αυγά την μεγάλην Πέμπτην, εκατόν τριάκοντα περίπου, εζύμωσε δε το μέγα Σάββατον τας αυγοκουλούρας και δύο μεγάλα πρόσφορα, αναγγείλασα εις τον Παπά-Χρήστον νάχη τον νουν του, να προσκομίση από τα δικά της πρόσφορα. He dyed|the|red|eggs|the|great|Thursday|one hundred|thirty|approximately|He kneaded|and|the|great|Saturday|the|egg bread rolls|and|two|large|prosphora|I announced||the|||to have|the|mind|his|to|bring|from|the|her|her|prosphora She dyed the red eggs on Great Thursday, about one hundred thirty, and on Great Saturday she kneaded the egg buns and two large prosphora, announcing to Father Christos to have his mind on it, to bring from her own prosphora.

— Δεν είνε η δουλειά, παιδί μου, οπού εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλη να πάγη στην Ανάστασιν, έλεγεν η κυρά-Μιχάλαινα προς μίαν κοσμοκαλογραίαν φίλην της, τακτικά επισκεπτομένην το βαθύ του οινοπωλείου των υπόγειον, ίνα λαμβάνη ελέη, πινάκιον φάβας, την οποίαν έβραζε δεξιώτατα η κυρά-Μιχάλαινα κ' επώλει καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν, και βαύκαλιν ρητινίτου, για να στυλόνη ολίγον την καρδίαν της, η κακομοίρα η κοσμοκαλογραία, οπού εβάστα ενάτην καθεκάστην, και τρία τρίμερα, και έκαμνεν αναρίθμηταις μετάνοιαις όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν. Not|is|the|work|child|my|that|prevents|the|||to|go|to the|Resurrection|said|the|||to|one|worldly woman|friend|her|regularly|visiting|the|deep|of the|wine shop|of them||in order to|receive|mercy|plate|fava beans|the|which|boiled|skillfully|the|||and|sold|throughout|all|the|holy|Lent|and|a small glass|of retsina|to|to|lift|a little|the|heart|her|the|poor thing|the|worldly woman|who|held|ninth|each|and|three|days of fasting|and|made|countless|prostrations|all|the|holy|Lent — It is not the work, my child, that prevents Mr. Michalis from going to the Resurrection, said Mrs. Michalaina to a friend of hers who was a world-renowned nun, regularly visiting the deep cellar of their wine shop, to receive alms, a plate of fava, which Mrs. Michalaina was cooking very well and selling throughout the holy Lent, and a little resinous wine, to slightly lift her poor heart, the poor nun, who fasted every day, and three times a week, and made countless prostrations throughout the holy Lent. Και επήγε την ώραν εκείνην να πάρη ολίγον φρέσκο κρασί, να το έχη διά το πασχαλινόν της πρόγευμα, οπού ήτο . And|he went|the|hour|that|to|take|a little|fresh|wine|to|it|have|for|the|Easter|her|breakfast|which|was And at that moment she went to get a little fresh wine, to have it for her Easter breakfast, which was. . . πολύ στομαχικόν και ευωδίαζε πεύκον, καθώς έλεγε, και ήτο πολύ στυλωτικόν, δι' αυτήν οπού είχε τόσον αδυνατισμένο στομάχι. very|stomach|and|smelled good|pine|as|he said|and|was|very|strengthening|for|her|who|had|so|weakened|stomach It was very stomachic and smelled of pine, as she said, and it was very strengthening for her who had such a weakened stomach.

— Είπα κ' εγώ, τέκνον μου, απήντησεν η κοσμοκαλογραία. I said|and|I|child|my|answered|the|worldly wise woman — I said, my child, the world-renowned nun replied. Γιατί τότες, μαθές, σαν αποκόβεται από τη δουλειά, είνε, μαθές, μεγάλη αμαρτία. Why|then|you know|when|is cut off|from|the|work||you know|great|sin Because then, you see, when one stops working, it is, you see, a great sin. Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας. The|rules|say|child|my|from|the|Great|Thursday|to|cease|the|Christians|from|the|work|and|to|attend||the|churches The rules say, my child, that from Great Thursday Christians should cease from work and attend the churches.

— Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Where|them|hear|these|now|child|my — Where do they hear this now, my child! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Here|them|takes out|police|child|my|from|the|taverns|with|the|bayonet Here the police take them out of the taverns with the bayonet, my child. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! Where|was heard|with|the|bayonet|to|go|the|Christians|to the|church|in the|Paradise Where has it been heard that Christians go to church with the bayonet, to Paradise! . . . . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα πολυλογού γυναίκα, επήρε δρόμο, και η κοσμοκαλογραία, αποκαμωμένη από το τελευταίον τρίμερον, έλαβε την βαύκαλιν του ρητινίτου, και ηθέλησε να απέλθη, ευχηθείσα εις την ελεούσαν οικοκυράν «καλήν Ανάστασιν». The|||talkative|woman|took|road|and|the|worldly woman|exhausted|from|the|last|three-day period|received|the|basket|of|resinous|and|wanted|to|leave|having wished|to|the|merciful|housewife|good|Resurrection Lady Michalena, a talkative woman, took the road, and the world-weary woman, exhausted from the last three days, took the resinous cloak and wanted to leave, wishing the compassionate housewife "Happy Resurrection." Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα την εσταμάτησε. But|the|||her|stopped But Lady Michalena stopped her.

— Δεν είνε, που λες, παιδί μου, η δουλειά οπού τον εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλην να πηγαίνη εις την Ανάστασιν, γιατί, καθώς σου είπα, η αστυνομία, άμα νυχτώση το μέγα Σάββατον, μας κλείνει. It is not|is|that|you say|child|my|the|work|that|him|prevents|Mr|||to|go||the|Resurrection|because|as|your|I told|the|police|when|night falls|the|great|Saturday|us|closes "It's not, as you say, my child, the work that prevents Mr. Michalis from going to the Resurrection, because, as I told you, the police close us off when it gets dark on Great Saturday." Είνε άλλο το εμπόδιο. It is|another|the|obstacle "It's another obstacle." Είνε ο Καπετάνιος, οπού λες . He is|the|Captain|who|you say "It's the Captain, as you say." . . . .

— Ποιος καπετάνιος; ηρώτησεν η κοσμοκαλογραία. Who|captain|asked|the|world-wise woman — Which captain? asked the world-renowned nun.

— Θα σου πω κατόπιν, τα Λαμπρόγιορτα. I will|to you|tell|later|the|Lamprogiorta — I will tell you later, during the Bright Holidays. Μα τώρα εφέτος, δεν είνε στην Αθήνα. But|now|this year|not|is|in|Athens But this year, he is not in Athens. Τον στείλανε της προάλλαις αποσπασματάρχη για της εκλογαίς και δεν γύρισε ακόμα. Him|they sent|the|other day|detachment commander|for|the|elections|and|not|he returned|yet They sent him the other day as a detachment commander for the elections and he hasn't returned yet. Μα να σου πω, παιδί μου, αγυρισιά του να γένη! but|to|to you|tell|child|my|foolishness|his|to|become But let me tell you, my child, may he never come back! . . . . . .

— Πω! Wow — Wow! Πω! Wow Wow! τέκνον μου! child|my my child! τέτοια μέρα! such|day Such a day! Ημέρα που ο ληστής σχωρέθηκε! Day|that|the|robber|was forgiven The day the thief passed away!

. . . . . . Πω! Wow Wow! πω! wow wow! τέκνον μου . child|my my child. . . . .

— Του σήκωσε τα μυαλά, παιδί μου, του άναψε το κεφάλι και δεν κυττάζει την δουλειά του! To him|raised|the|brains|child|my|to him|lit up|the|head|and|not|looks at|the|work|his — It has gone to his head, my child, it has lit a fire in his mind and he doesn't pay attention to his work!

Η κοσμοκαλογραία, τρικλίζουσα από την νηστείαν, βιαζομένη δε να ετοιμασθή, ως καλογραία οπού ήτο, διά την Ανάστασιν, δεν είχε καρδίαν ν' αρχίση μακράν ίσως εξομολόγησιν· ευχαριστήθη από την αναβολήν και απήλθεν επιλέγουσα και αυτή με προθυμίαν: The|world-abiding nun|staggering|from|the|fasting|hurrying|but|to|prepare|as|nun|who|was|for|the|Resurrection|not|had|heart|to|begin|long|perhaps|confession|was pleased|from|the|postponement|and|she left|choosing|and|she|with|eagerness The nun, staggering from fasting, hurrying to prepare herself, as a nun she was, for the Resurrection, did not have the heart to perhaps start a long confession; she was pleased with the postponement and left, choosing to do so willingly:

— Τα Λαμπρόγιορτα τα λέμε, τα Λαμπρόγιορτα. The|Bright Holidays|them|we call|the|Bright Holidays — We call it the Bright Feast, the Bright Feast.

\*\*\* ***

Εβράδυασε πλέον. It got dark|already It has already gotten dark. Άνωθεν από τινος ανοικτού φεγγίτου κατήρχετο εις το βαθύ εκείνο υπόγειον η λάμψις φανού τινος, ως ακτινοβολία άστρου χρυσού εκ των αιθέρων, και συνάμα βοή συγκεχυμένη και αλαλαγμός, θόρυβος κόσμου, πλημμυρούντος εκείνην την ώραν την εγγύς κεντρικήν της πόλεως αγοράν, ον διέκοπτον κατά διαλείμματα οξύταται ως βουνού άγριαι φωναί ποιμένων: from above|from|some|open|skylight|descended||the|deep|that|basement|the|light|lamp|of some|like|radiance|star|golden|from|the|heavens|and|at the same time|shout|confused|and|uproar|noise|of people|flooding|that|the|hour|the|near|central|of the|city|market|which|interrupted|at|intervals|sharpest|like|mountain|wild||of shepherds From an open skylight above, the glow of some lamp descended into that deep underground, like the radiance of a golden star from the heavens, and at the same time a confused noise and clamor, the noise of people, flooding the nearby central market of the city at that moment, interrupted at intervals by the sharpest sounds like the wild cries of mountain shepherds:

— Αρνιακά για πούλημα! Lambs|for|sale — Lambs for sale!

— Αρνιά για σφάξιμο! Lambs|for|slaughter — Lambs for slaughter!

Ενίοτε δε ηκούοντο και πυκνά-πυκνά βελάσματα αμνών, εισκομιθέντων των ποιμνίων καθ' εκατοντάδας εις την προ του Βαρβακείου πλατείαν. Occasionally|but|were heard|and|||bleatings|of lambs|being brought in|the|flocks|by|hundreds||the|before|of the|Varvakeios|square Occasionally, the bleating of lambs could also be heard, as the flocks were brought in by the hundreds to the square before the Varvakeios.

Η κυρά-Μιχάλαινα, αποπλύνασα τα δοχεία, εντός των οποίων έβραζε καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν την φάβαν, ετοποθέτησεν αυτά καθαρά εις την θέσιν των, κ' εβοήθει τον κυρ-Μιχάλην εις την καθαριότητα του καταστήματος όλου. The|||I washed|the|containers|inside|of the|which|boiled|throughout|all|the|holy|Lent|the|split peas|she placed|them|clean|in|the|place|of the|and|she helped|the||||the|cleanliness|of the|store|whole Madam Michalena, having washed the containers in which she had been boiling the fava throughout the holy Lent, placed them clean in their place, and helped Mr. Michalis in cleaning the entire establishment. Έπειτα — η νυξ είχε προχωρήσει — ενδυθείσα — εκεί εντός κατώκει το ειρηνικόν ανδρόγυνον επί δύο ακρινών, σκοτεινών και υγρών δωματίων — εκάθησεν επί τινος σκαμνίου, πλησίον ενός κοντού και χονδρού βαρελίου. Then|the|night|had|advanced|having dressed|there|inside|lived|the|peaceful|couple|on|two|small|dark|and|damp|rooms|sat|on|some|stool|near|one|short|and|stout|barrel Then — the night had progressed — dressed — there inside dwelled the peaceful couple in two extreme, dark, and damp rooms — they sat on a stool, near a short and thick barrel.

Ο κυρ-Μιχάλης, αφού αφήρεσε πλέον από τας προθήκας του κάτω τα νηστίσιμα κ' έθεσε μέσα εις λευκάς πιατέλας κόκκινα αυγά και τυρί, και άλλα όψα πασχαλινά, όλο κι' έφερνε γύρω ακόμη κάτι τι τακτοποιών, κάτι τι διορθόνων, αλλά σύννους και μελαγχολικός ωσάν να διελογίζετο απόντα φίλον του, ταξειδεύοντα συγγενή του. The|||after|removed|no longer|from|the|shelves|his|down|the|fasting foods|and|placed|inside|into|white|plates|red|eggs|and|cheese|and|other|foods|for Easter|all|and|was bringing|around|still|something|a little|organizing|something|a little|correcting|but|thoughtful|and|melancholic|as if|to|was pondering|absent|friend|his|traveling|relative|his Mr. Michalis, after he had removed the fasting items from his shelves, placed red eggs and cheese, and other Easter delicacies on white platters, kept bringing around something, arranging something, correcting something, but thoughtful and melancholic as if he were pondering a distant friend, a traveling relative. Μία λάμπα αναμμένη εν μέσω, από του θόλου, εφώτιζε το βαθύτατον εκείνο υπόγειον με λάμψεις θαμβάς, κιτρινωπάς λάμψεις, λάμψεις νεκρικής κρύπτης. One|lamp|lit|in|through|from|the|dome|illuminated|the|deepest|that|underground|with|flashes|dazzle|yellowish|flashes||deathly|crypt A lamp lit in the middle, from the ceiling, illuminated that deep underground with dazzling flashes, yellowish flashes, flashes of a mortuary crypt.

Θολόστεγον το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη. had a leaky roof|the|shop|of|| The shop of Mr. Michalis had a low ceiling. Με αψίδας, με καμάρας Βυζαντινάς, με κολώνας Βυζαντινάς, με κεφαλοκόλωνα Βυζαντινών ναών. With|arches|with|vaults|Byzantine|with|columns|Byzantine|with|capitals|Byzantine|temples With arches, with Byzantine vaults, with Byzantine columns, with the capitals of Byzantine churches. Αυτό τούτο λείψανον Βυζαντινής Μονής. This|this|relic|Byzantine|Monastery This is a relic of a Byzantine Monastery. Ίσως το δοχείον Κοινοβίου αρχαίου, ίσως το μαγειρείον του, ίσως η τράπεζά του. Perhaps|the|container|of the community|ancient|perhaps|the|kitchen|his|perhaps|the|table|his Perhaps the vessel of an ancient community, perhaps its kitchen, perhaps its dining table. Με διαδρόμους πλακοστρώτους με μελαψάς πλάκας. With|sidewalks|paved|with|dark-colored|tiles With paved corridors made of dark slabs. Με τοίχους καπνισμένους. With|walls|smoked With smoked walls. Μεσαιωνικόν κτίριον. Medieval|building Medieval building. Μετόχιον της Πεντέλης, το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη, κατέναντι του αγίου Δημητρίου εις του Ψυρή, ενοικιάζετο πολυετώς από τον καλοπληρωτήν και ειρηνικόν κυρ- Μιχάλην. Metochion|of|Penteli|the|shop|of|||opposite|of|Saint|Demetrius|in|of|Psiri|was rented|for many years|by|the|good-paying|and|peaceful|| The monastery of Penteli, the shop of Mr. Michalis, opposite Saint Demetrius in Psiri, was rented for many years by the well-paying and peaceful Mr. Michalis.

Και ήτο διά την δουλειάν του μάννα, κατά την κοινήν φράσιν. And|was|for|the|work|of|mother|according to|the|common|phrase And it was for the work of the mother, according to the common phrase. Αιωνία υγρασία εβασίλευεν εκεί κάτω εις τας αραχνιασμένας εκείνας στοάς, υπό τας οποίας ήτο η στίβα των οινοβαρελίων ψυχρά, παγωμένη. Eternal|humidity|reigned|there|down|in|the|cobweb-covered|those|porticos|under|the|which|was|the|pile|of the|wine barrels|cold|frozen Eternal humidity reigned down there in those cobwebbed corridors, under which was the stack of wine barrels cold and frozen. Τελευταίον το εμυρίσθησαν και άλλοι οινοπώλαι· και κατά την τελευταίαν δημοπρασίαν παρ' ολίγον να το αφαιρέσουν από τον κυρ- Μιχάλην, αυξήσαντες το ενοίκιον κατά ικανάς εκατοντάδας δραχμών. Finally|it|was smelled|and|others|wine merchants||during|the|last|auction|from|little|to|it|take away|from|the||Michalis|increasing|the|rent|by|sufficient|hundreds|drachmas Finally, other wine merchants caught a whiff of it; and during the last auction, they almost took it away from Mr. Michalis, raising the rent by a considerable number of hundreds of drachmas. Αλλ' ο Καπετάνιος ιδών συλλογισμένον τον φίλον του οινοπώλην ηρώτησε την αιτίαν, και του είπεν αμέσως: But|the|Captain|seeing|thoughtful|the|friend|his|wine seller|asked|the|reason|and|him|said|immediately But the Captain, seeing his friend the wine merchant deep in thought, asked him the reason, and he immediately told him:

— Μη φοβάσαι, κυρ-Μιχάλη. Don't|be afraid|| — Don't worry, Mr. Michalis. Ο Καπετάνιος είνε εδώ! The|Captain|is|here The Captain is here! . . . . . .

Και επλήρωσε το επισπρόσθετον ενοίκιον. And|he/she paid|the|additional|rent And he paid the additional rent.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

— Ο καϋμένος ο Καπετάνιος! The|poor|the|Captain — Poor Captain! Καλή του ώρα! Good|his|hour May he have a good time! Ανεστέναξε ο κυρ-Μιχάλης αποπερατώσας πλέον πάσαν εργασίαν. sighed|the|||having completed|now|all|work Mr. Michalis sighed after finishing all his work. Σε ποιο κλαρί τάχα να πασχάση! In|which|branch|perhaps|to|struggle Which branch could he possibly be struggling with! . . . . . .

Επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως. was approaching|the|hour|of the|Resurrection The hour of the Resurrection was approaching.

Ακόμη ολίγον και θα εσήμαινον οι κώδωνες των ναών. Soon|little|and|will|ring|the|bells|of|temples Soon the bells of the churches would ring. Ήδη κατήρχοντο από του φεγγίτου κάτω κρότοι βηματισμών ανθρώπων μεταβαινόντων από τας ενορίας βιαστικά εις την Μητρόπολιν, συνοδευόμενοι μ' εκρηκτικούς κρότους πυροτεχνημάτων και φωνάς ηχηράς παιδιών, προληπτικώς ημιψαλλόντων το Χριστός Ανέστη, ενώ ο Καλόγηρος, ο νεωκόρος του Αγίου Δημητρίου, συνεζήτει θορυβωδώς μετά τινων γραιών περί της ώρας, οπού ανασταίνουν οι Αρμένιοι, κ' έφθανον εις το υπόγειον οι ασυνάρτητοι βραχνοί λόγοι του. Already|were descending|from|the|window|below|sounds|footsteps|of people|moving|from|the|parishes|hurriedly|to|the|Metropolitan|accompanied|by|explosive|sounds|of fireworks|and|shouts|loud|of children|preemptively|half-chanting|the|Christ|is Risen|while|the|monk|the|caretaker|of the|Saint|Demetrius|was conversing|noisily|with|some|old women|about|the|time|when|resurrect|the|Armenians|and|they arrived||the|basement|the|incoherent|hoarse|words|of him Already, sounds of footsteps of people hurrying from the parishes to the Metropolis were coming down from the skylight, accompanied by explosive bursts of fireworks and loud voices of children, half-singing Christ is Risen in anticipation, while the monk, the caretaker of Saint Demetrius, was noisily discussing with some old women about the time when the Armenians resurrect.

— Ας πάνε 'ς την ευχή του Χριστού! Let us|go|to|the|blessing|of|Christ — Let them go in the name of Christ! . . . . . .

Αυτήν την ώραν εκλείοντο πάντοτε αι δύο των εις το βαθύ εκείνο και σκοτεινόν υπόγειον, ο κυρ-Μιχάλης και ο Καπετάνιος . This|the|hour|were closing|always|the|two|of|into|the|deep|that|and|dark|basement|the|||and|the|Captain At this time, the two of them were always closing into that deep and dark underground, Mr. Michalis and the Captain. . . . . — ανελογίζετο τα παρελθόντα λυπημένος ολίγον ο κυρ Μιχάλης, ενδυόμενος πλέον να μεταβή εις την εκκλησίαν της ενορίας του ύστερον από τόσα χρόνια. he reflected|the|past|sad|a little|Mr|sir|Michalis|getting dressed|now|to|go|to|the|church|of|parish|his|later|after|so many|years — Mr. Michalis was reflecting on the past, feeling a little sad, as he was preparing to go to his parish church after so many years. Εκεί εκάθηντο, εκεί εις εκείνο το ορθογώνιον μάρμαρον, οπού ήτο εκεί εν μέσω εν σχήματι επιταφίου πλακός, με γραφάς δυσδιακρίτους Βυζαντινών χαρακτήρων, με αναγλύπτους σταυρούς και λαμπάδας, όπερ ως τράπεζαν ιδιαιτέραν διά τους στενούς του φίλους, μετεχειρίζετο ο κυρ-Μιχάλης . There|they were sitting|there|on|that|the|rectangular|marble|where|was|there|in|the middle|in|shape|of a tombstone|slab|with|inscriptions|hard to read|Byzantine|characters|with|embossed|crosses|and|candles|which|as|table|private|for|the|close|his|friends|he used|the|| There he sat, on that rectangular marble slab, which was there in the shape of a tombstone, with barely legible inscriptions in Byzantine characters, with reliefs of crosses and candles, which Mr. Michalis used as a special table for his close friends. . . . . ολίγαις εληαίς ή άλλο τι ορεκτικόν νηστίσιμον, και δύο ποτήρια κρασί ήσαν επί της πρωτοτύπου και μυστηριώδους αυτής τραπέζης. few|olives|or|other|something|appetizer|fasting|and|two|glasses|wine|were|on|the|original|and|mysterious|her|table A few olives or some other appetizing fasting food, and two glasses of wine were on this original and mysterious table. Ο Καπετάνιος από το ένα μέρος πολιός, ξηρός, οστεώδης, με φαγωμένον τον ήμισυν μύστακα από τριχοφάγον, είποτε ονειρευόμενος πολέμους και μάχας, και αναμένων πάντοτε γενικήν των λαών σύρραξιν. The|Captain|from|the|one|side|gray|dry|bony|with|eaten|the|half|mustache|by|hair-eater|ever|dreaming|wars|and|battles|and|waiting|always|general|of the|peoples|conflict The Captain, on one side, was gray, dry, bony, with half of his mustache eaten away by a hair-eater, dreaming of wars and battles, and always waiting for a general conflict of the peoples. Βλέπων δε άλλοτε μεν προς τους σκοτεινούς θόλους επάνω, οπόθεν, από ένα φεγγίτην μόνον κατήρχετο ολίγον φως ηλίου την ημέραν και ολιγώτερον φως αστέρων την νύκτα, διηγείτο εν ευγλωττία ακατασχέτω, με ενθουσιώδεις πολλάκις αναπάλσεις της φωνής του, με κραδασμούς του λάρυγγος θεωριών εν οπτασίαις, με οξυλάλους τιναγμούς της σπάθης του, τώρα εν τη ρύμη των λόγων του δακρύων, και τώρα αίφνης μειδιών, εν μυστική ψυχής ευφροσύνη, διηγείτο μυστηριώδη και παράδοξα με ένα ενθουσιασμόν προφητικόν. Seeing|but|at another time|indeed|towards|the|dark|domes|above|from where|from|one|skylight|only|descended|little|light|of the sun|the|day|and|even less|light|of the stars|the|night|he narrated|in|eloquence|unrestrained|with|enthusiastic|often|bursts|of the|voice|his|with|tremors|of the|larynx|of theories|in|visions|with|sharp sounds|jerks|of the|sword|his|now|in|the|flow|of the|words|his|tears|and|now|suddenly|smiling|in|secret|soul|joy|he narrated|mysterious|and|paradoxical|with|a|enthusiasm|prophetic Looking sometimes towards the dark vaults above, from where only a little sunlight came down through a small window during the day and even less starlight at night, he narrated with unrestrained eloquence, often with enthusiastic bursts of his voice, with tremors of his throat in visions, with sharp, sudden movements of his sword, now in the flow of his words with tears, and now suddenly smiling, in a secret joy of the soul, he narrated mysterious and paradoxical tales with a prophetic enthusiasm.

Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. The|||again|opposite|him|with|the|wide|and|long|face|his|uncovered|rolled up|as|cook|who|was|with|the|leg|his|still|he was hearing|absent-minded|motionless|captive|it seems|magnetized|it seems|following|breathless|Hector|the|ethereal|chariot|of|Captain Mr. Michalis again faced him with his broad and long face, bare-headed, rolled up as a cook he was, still with his foot, he listened absent-mindedly, motionless, as if bound, as if magnetized, seemingly following breathless Hector, the ethereal chariot of the Captain. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο. The|torches|and|of|two|were lying|there|completely white|on|the|tombstone|that|slab|while|the|glasses|continuously|were being filled The candles of both lay there, pure white, on that tombstone, while the glasses were continuously being filled. Ο Καπετάνιος όσον παρήρχετο η νυξ και επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως τόσον και εζαλίζετο από τα ποτήρια του ρητινίτου και από τον αφάνταστον ενθουσιασμόν του, ότε, αφού πλέον είχε κλείση την θύραν του οιναπωλείου του ο κυρ-Μιχάλης, και ήτο απόλυτος ησυχία εις τα βάθη εκείνα κάτω του υπογείου, οιστρηλατούμενος πλέον ο μυστηριώδης εκείνος πολέμαρχος και μέγας ονειροπόλος, συνελάμβανεν ακράτητος τον άκακον εκείνον συνομιλητήν του, και ωδήγει αυτόν επτοημένον εις ένα επικόν πόλεμον, του οποίου η τελευταία μάχη θα εδίδετο μέσα εις τας πλατείας της Πόλεως τόσον αιματηρά και τόσον καταστρεπτική, ώστε να πλεύση το μοσχάρι εις το αίμα, της οποίας το τέλος θα εκήρυττεν η ανάστασις του κοιμωμένου βασιλέως. The|Captain|as|passed|the|night|and|approached|the|hour|of the|Resurrection|so much|and|was dizzy|from|the|glasses|of the|resinous wine|and|from|the|unimaginable|enthusiasm|of the|when|after|no longer|had|closed|the|door|of the|wine shop|of the|the|||and||||in|||||of the|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||sleeping|king As the night passed and the hour of the Resurrection approached, the Captain became increasingly dizzy from the glasses of resinous wine and from his unimaginable enthusiasm, when, after Mr. Michalis had finally closed the door of his wine shop, and there was absolute silence in those depths of the basement, that mysterious warlord and great dreamer, now inspired, seized that innocent interlocutor uncontrollably, and led him, frightened, into an epic war, the last battle of which would take place in the squares of the City so bloody and so destructive, that the calf would swim in blood, the end of which would be proclaimed by the resurrection of the sleeping king. Και όταν πλέον εγλυκολάλουν επάνω εις τον κόσμον οι κώδωνες των ναών, και από τον φεγγίτην έλαμπον φαεινά τα φώτα της Αναστάσεως, εις μάτην προσεπάθει τότε να εγερθή ο κυρ- Μιχάλης, ν' ακούση και αυτός το Χριστός Ανέστη εις τον γειτονικόν του ναόν, ν' ανάψη και αυτός την λαμπάδα του. And|when|no longer|were ringing|above|in|the||||||and||||||||||||||||||||||he|||||||his|||||||| And when the bells of the churches were sweetly ringing above in the world, and the lights of the Resurrection shone brightly from the skylight, Mr. Michalis then tried in vain to rise, to hear the Christ is Risen in his neighboring church, to light his candle as well. Εις τας οινοδαρείς θεωρίας του τότε, υπελάμβανε τον Καπετάνιον ως τον παμφάγον Άδην, και εαυτόν ως ένα δέσμιον προαιώνιον νεκρόν, ον μόνον αυτόν, δεν ανέστησε, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, μετά των τόσων άλλων αναστάντων τότε. In|the|wine-drinking|theories|of|then|he assumed|the|Captain|as|the|all-consuming|Hades|and|himself|as|a|bound|eternal|dead man|whom|only|him|not|resurrected|judgments|by which|knew|the|Lord|with|the|so many|others|resurrected|then In the wine-drinking theories of that time, he considered the Captain as the all-devouring Hades, and himself as an eternal captive dead man, whom only he did not resurrect, a judgment known to the Lord, along with so many others who were resurrected then.

— Μα δεν ακούσατε της καμπάναις; ηρώτα η κυρά-Μιχάλαινα επιστρέφουσα από τον Άγιον Αθανάσιον, από την Πέτραν, με την λαμπάδα της Αναστάσεως αναμμένη, και καταβαίνουσα εις το υπόγειον, αφού πρώτον, εσημείωνε διά του καπνού του κηρίου της τρεις σταυρούς επί του τοιχώματος της θύρας του υπογείου. But|not|did you hear|the|bells|asked|the|||returning|from|the|Saint|Athanasios|from|the|Petra|with|the|candle|of the|Resurrection|lit|and|descending||the|basement|after|first|she marked|with|the|smoke|of the|candle|of the|three|crosses|on|the|wall|of the|door|of the|basement — Did you not hear the bells? asked Mrs. Michalena, returning from Saint Athanasius, from Petra, with her Resurrection candle lit, and descending into the basement, after first marking three crosses on the wall of the basement door with the smoke of her candle. Μα δεν ακούσατε της τρακατρούκαις! But|not|you heard|the|trakatroukies But did you not hear the noise!

— Πώς είπαταν, κυρά-Μιχάλαινα; Ηρώτα τότε ο Καπετάνιος, ου το πολιόν και ξηρόν πρόσωπον λαμπρώς κατηυγάζετο από την θείαν ανταύγειαν του φωτός της Αναστάσεως. How|they said|||He asked|then|the|Captain|not|the|gray|and|dry|face|brightly|was illuminated|by|the|divine|reflection|of the|light|of the|Resurrection — What did you say, Mrs. Michalena? The Captain then asked, whose gray and dry face was brightly illuminated by the divine radiance of the light of the Resurrection.

Και προσφέρων κόκκινον αυγόν πάραυτα εις την κυρά-Μιχάλαιναν, από τα παρακείμενα εκεί, την προσεκάλει να τσιγκρίσουν, αναφωνών ρωσσιστί: And|offering|red|egg|immediately|to|the|||from|the|nearby|there|her|called|to|crack|exclaiming|in Russian And offering a red egg immediately to Mrs. Michalena, from the nearby ones, he called her to crack it, exclaiming in Russian:

— Χριστός βοσκρές! Christ|shepherds — Christ is risen!

Τότε και ο κυρ-Μιχάλης, εχαιρέτιζε και αυτός δι' εφθαρμένων λατινικών. Then|and|the|||greeted|and|he|through|worn-out|Latin Then Mr. Michalis also greeted in worn-out Latin.

— Ντόμινους μπαμπίσκους! Dominus|baby — Dominus vobiscum! (1) (1)

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτά ανεμιμνήσκετο τώρα ο κυρ-Μιχάλης. These|were recalling|now|the|| Mr. Michalis was now recalling these. καθ' ην ώραν ενεδύετο. at|which|hour|was dressing At the time he was getting dressed.

Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα διελογίζετο άλλα. But|the|||was pondering|other things But Mrs. Michalena was thinking of other things. Έβλεπεν ότι, αφότου εγνωρίσθη ο σύζυγός της με τον Καπετάνιον, ήρχισε να παραμελή την εργασίαν του. She saw|that|after|was introduced|the|husband|her|to|the|Captain|he began|to|neglect|the|work|his She noticed that, since her husband got to know the Captain, he started to neglect his work. Αληθώς ο κυρ-Μιχάλης, φίλεργος και δραστήριος άνθρωπος πρότερον, εξ εκείνων, οπού ξεύρουν την δουλειάν των, αφότου, γοητευθείς από τας διηγήσεις του Καπετάνιου, ήρχισε να ονειροπολή την Επτάλοφον με τους ναούς της και τα αγιάσματα, παρημέλει το έργον του, ονειρευόμενος ότι ταχέως θα ήνοιγεν ένα μαγαζάκι απ' έξω από την Αγίαν Σοφίαν. truly|the|||hardworking|and|active|man|previously|from|those|who|know|the|work|their|after|enchanted|by|the|stories|of the|Captain|he began|to|daydream about|the|Seven Hills|with|the|temples|of her|and|the|holy places|neglected|the|work|his|dreaming|that|quickly|would|open|a|small shop|outside|outside|from|the|Holy|Sophia Indeed, Mr. Michalis, a hardworking and active man before, one of those who know their work, after being enchanted by the Captain's stories, began to daydream about the Seven Towers with their temples and holy places, neglecting his work, dreaming that he would soon open a little shop outside Hagia Sophia. Αντί δε να φροντίζη περί των αναγκών του έργου του, άφινε την κυρά-Μιχάλαινα να διευθύνη, αυτός δε, εν απουσία του Καπετάνιου, λαμβάνων το χρυσοδεμένον απόκρυφον βιβλίον του, ενετρύφα μόνος του, αναγινώσκων. Instead|but|to|take care|of|the|needs|of the|work|his|he left|the|||to|manage|he|not|in|absence|of the|Captain|taking|the|gold-embossed|secret|book|of the|he entertained|alone|himself|reading And instead of taking care of the needs of his work, he let Mrs. Michalena manage, while he, in the absence of the Captain, took the gilded secret book and indulged himself, reading. Το βιβλίον τούτο επωνομάζετο «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων» και περιείχε παραδοξότατα κεφάλαια. The|book|this|was named|Collection|of various|prophecies|and|contained|paradoxical|chapters This book was titled "Collection of Various Prophecies" and contained very strange chapters. Τεμάχια εκ της Αποκαλύψεως, τας θεωρίας του αγίου Μεθοδίου, τους χρησμούς Λέοντος του σοφού, άλλους χρησμούς Στεφάνου του Αλεξανδρέως και την περίφημον οπτασίαν του Αγαθαγγέλου, όλα ταύτα περιστρεφόμενα περί την κοινώς διαδεδομένην παράδοσιν περί του Αγίου Βασιλέως, του κοιμωμένου εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, όλα αυτά γραμμένα εις δυσκαταλήπτους και αινιγματώδεις στίχους. Pieces|from|of|Revelation|the|theories|of the|holy|Methodius|the|prophecies|of Leo|of the|wise|other|prophecies|of Stephen|of the|Alexandrian|and|the|famous|vision|of the|Agathangelus|all|these|revolving|around|the|commonly|disseminated|tradition|about|of the|Saint|King|of the|sleeping|in|the|underground|of the|Holy|Sophia|all|these|written|in|incomprehensible|and|enigmatic|verses Pieces from the Revelation, the theories of Saint Methodius, the oracles of Leo the Wise, other oracles of Stephen of Alexandria, and the famous vision of Agathangelos, all revolving around the commonly spread tradition about Saint Basil, who sleeps in the undergrounds of Hagia Sophia, all written in obscure and enigmatic verses.

Η κυρά-Μιχάλαινα πολλάκις απεφάσισε να διαλύση αποτόμως τας σχέσεις εκείνας του συζύγου της με τον Καπετάνιον, αλλά καθώς ήτο αναβλητικού χαρακτήρος, έδιδε τόπον τη οργή. The|||often|decided|to|dissolve|abruptly|the|relationships|those|of|husband|her|with|the|Captain|but|as|was|procrastinating|character|gave|place|to the|anger Madam Michalena often decided to abruptly end her husband's relations with the Captain, but as she was of a procrastinating character, she gave way to her anger. Άλλως και ωφελείτο, διότι ο Καπετάνιος πολλάκις επλήρωνε το ενοίκιον του αρχαίου εκείνου υπογείου, οσάκις έβλεπε στενοχωρημένον τον κυρ-Μιχάλην. otherwise|and|would benefit|because|the|Captain|often|would pay|the|rent|of the|ancient|that|basement|whenever|he saw|troubled|the|| Moreover, she benefited from it, as the Captain often paid the rent of that old basement whenever he saw Mr. Michalis distressed. Εφοβείτο όμως ότι κακόν γήρας θα επερνούσεν, αν εξηκολούθει τας αναβολάς της. He feared|but|that|evil|old age|would||if|continued|the|postponements|of her However, she feared that a bad old age would come upon her if she continued her procrastinations. Πλην δεν είχεν εισέτι ανακαλύψει το μέσον, διά του οποίου θα απεμάκρυνε τον Καπετάνιον, χωρίς να κινδυνεύση να χάση την τόσον καλήν προστασίαν του. But|not|had|yet|discovered|the|means|through|of|which|would|remove|the|Captain|without|to|risk|to|lose|the|so|good|protection|his But she had not yet discovered the means by which she could remove the Captain without risking losing such good protection. Υπόνοιαν είχε συλλάβει ότι ο Καπετάνιος, άνθρωπος ιδιόρρυθυμος, ησθάνετο μεγάλην ψυχικήν ανακούφισιν να διανυκτερεύη εν τω Βυζαντινώ υπογείω των, ιδίως την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. suspicion|had|conceived|that|the|Captain|man|eccentric|felt|great|mental|relief|to|stay overnight|in|the|Byzantine|underground|of them|especially|the|night|of the|Great|Saturday He had a suspicion that the Captain, a peculiar man, felt a great emotional relief to spend the night in his Byzantine cellar, especially on the night of Great Saturday. Από τινας ασυναρτήτους ομιλίας του υπέκλεψεν η κυρά-Μιχάλαινα μίαν πειστικήν υποψία και διελογίζετο ότι, αν επωλείτο το σεσαθρωμένον εκείνο οικοδόμημα, ίνα κρημνισθή και ανακτισθή με την νέαν αρχιτεκτονικήν, ίσως ο κυρ-Μιχάλης να επανεύρισκεν αλλαχού την πρώτην του φιλεργίαν, και ίσως μέσα εις τα χαλάσματα εκείνα να εθάπτοντο και οι χρησμοί του Καπετάνιου, και να ησύχαζε κ' εκείνος από τας τόσον διεγερτικάς του φαντασίας. From|some|nonsensical|conversation|his|overheard|the|||one|persuasive|suspicion|and|was pondering|that|if|were sold|the|dilapidated|that|building|in order to|be demolished|and|rebuilt|with|the|new|architecture|perhaps|the|||might|find again|elsewhere|his|former|of the||and||||the||||||||of his||||||||||||fantasies From some nonsensical conversation, Lady Michalena overheard a convincing suspicion and was pondering that if that dilapidated building were sold to be demolished and rebuilt with new architecture, perhaps Mr. Michalis would find his first job elsewhere, and perhaps within those ruins were buried the prophecies of the Captain, allowing him to be at peace from his so stimulating fantasies.

\*\*\* ***

Τέλος ήρχισαν να σημαίνωσιν οι κώδωνες των ναών, κατά διαταγήν της ιεράς Μητροπόλεως εκείνο το έτος όλοι ομού εν ηδυμόλπω αρμονία διαλαλούντες τα εκφαντορικόν της Αναστάσεως κήρυγμα εις την ορθοδοξούσαν των Αθηνών πόλιν, όπερ εγένετο αιτία, το πάλαι, να σαρκασθή εν αυτή ο μέγας των Εθνών Απόστολος. Finally|they began|to|ring|the|bells|of the|churches|by|order|of the|holy|Metropolis|that|the|year|all|together|in|joyful|harmony|proclaiming|the|resurrection|of the|Resurrection|message|to|the|Orthodox|of the|Athenians|city|which|became|cause|the|long ago|to|be mocked|in|her|the|great|of the|Nations|Apostle Finally, the bells of the churches began to ring, by order of the Holy Metropolis that year, all together in sweet harmony proclaiming the glorious message of the Resurrection in the Orthodox city of Athens, which caused, in the past, the great Apostle of the Nations to be mocked in it. Και πού να ήξευραν οι ευγενείς και εύμουσοι εκείνοι αστοί ότι η πόλις των, η λευκή από των ειδωλικών μαρμάρων, η τόσον ευσεβούσα τοις ξοάνοις, ώστε και αγνώστω θεώ βωμόν να συντηρή, έμελλε διά του κηρύγματος εκείνου του ενθεαστικού ν' ανακτισθή, διά των αιμάτων των τέκνων της, λευκή πάλιν και όλη πεντελησία, αλλ' ουχί πλέον ανά ένα βωμόν έχουσα δι' έκαστον εκ των ψευδών εκείνων θεών, αλλά πολλούς ωραίους ναούς δόξαν του Ενός και Μόνου εν Τριάδι Θεού . And|where|to|knew|the|noble|and|well-educated|those|citizens|that|the|city|of them|the|white|from|of the|idolatrous|marbles|the|so much|pious|to the|idols|so that|and|unknown|god|altar|to|maintain|was about|through|the|preaching|that|the|inspired|to|be rebuilt|through|of the|blood|of the|children|of the|white|again|and|all|Pentelic marble|but|not|anymore|for each|one|altar|having|for|each|of|the|false|those|gods|but|many|beautiful|temples|glory|of the|One|and|Only|in|Trinity|God And how could those noble and cultured citizens have known that their city, white from the pagan marbles, so pious towards the idols that it even maintained an altar to an unknown god, was destined to be rebuilt through that enthusiastic preaching, through the blood of its children, white again and entirely Pentelian, but no longer having an altar for each of those false gods, but many beautiful temples in glory of the One and Only God in Trinity. . . . .

Η καρδία του κυρ-Μιχάλη επληρώθη κατανύξεως. The|heart|of|||was filled|with contrition The heart of Mr. Michalis was filled with emotion. Πρώτην φοράν ευρέθη νήφων κατά την φωτολαμπή της Αναστάσεως νύκτα. First|time|was found|sober|during|the|brightness|of|Resurrection|night For the first time, he was found sober during the radiant night of the Resurrection. Και ως ήτο μελαγχολικός από την απουσίαν του αγαπημένου του Καπετάνιου έδειξεν ένα πρόσωπον πολύ ιεροπρεπές, όπερ καθίστατο ακόμη μεγαλειωδέστερον με το σάρκωμα εκείνο το βασιλικόν εν μέσω του μετώπου του. And|as|was|melancholic|from|the|absence|of the|beloved|of the|Captain|he showed|a|face|very|solemn|which|became|even|more majestic|with|the|mark|that|the|royal|in|the middle|of the|forehead|of the And as he was melancholic from the absence of his beloved Captain, he showed a very solemn face, which became even more majestic with that royal fleshiness in the middle of his forehead.

Η κυρά-Μιχάλαινα, λαβούσα την λαμπάδα της, ήρχισε ν' αναβαίνη με χαράν απερίγραπτον την κλίμακα, ο δε κυρ-Μιχάλης παρηκολούθει σιωπηλός, κρατών και αυτός την λευκήν λαμπάδα του και λέγων να σπεύσουν να προλάβουν το «Δεύτε λάβετε φως». The|||having taken|the|candle|her|began|to|ascend|with|joy|indescribable|the|staircase|the|but|||followed|silently|holding|and|he|the|white|candle|his||saying|to|hurry|to|catch|the|Come|receive|light Lady Michalena, taking her candle, began to joyfully ascend the stairs, while Mr. Michalis followed silently, also holding his white candle and urging to hurry to catch the "Come, take the light."

Αλλά μόλις είχον φθάσει επάνω εις την είσοδον, και είχον ανοίξει την θύραν, και ιδού εμφανίζεται ως σκιά εκεί, σαν να παρεμόνευε να κατέλθη εις το υπόγειον, άνθρωπός τις υψηλός, ξηρός, οστεώδης, πολιός, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον, όστις σπεύδων, ασθμαίνων, καταβαίνει αμέσως την κλίμακα συμπαρασύρων κάτω και τον κυρ-Μιχάλην και ανακραυγάζων: But|just|I had|arrived|up||the|entrance|and|I had|opened|the|door|and|behold|appears|as|shadow|there|as if|to|was waiting|to|descend||the|basement|man|some|tall|dry|bony|gray|with|the|half|mustache|eaten|by|hair-eater|who|hurrying|gasping|descends|immediately|the|stairs|dragging along|down|and|the||||shouting out But as soon as they had reached the top at the entrance, and had opened the door, behold, a shadow appeared there, as if it were waiting to descend into the basement, a tall, dry, bony, gray man, with half of his mustache eaten away by a hair-eating insect, who, rushing, panting, immediately descended the stairs, dragging Mr. Michalis down with him and shouting:

— Χριστός βοσκρές! Christ|shepherds — Christ shepherds!

Ήτο ο Καπετάνιος. It was|the|Captain It was the Captain. Η κυρά-Μιχάλαινα, εξαφνισθείσα ως από ισχυρόν ράπισμα απέμεινε βωβή· και αισθανομένη ότι μάτην θ' ανέμενε πλέον τον άνδρα της, μη θέλουσα δε τοιαύτην ημέραν, μόνη αυτή απ' ευθείας, να διαταράξη την ειρήνην, απήλθε σπεύδουσα εις τον γειτονικόν των ναόν, να προφθάση μη αναστήσουν, αφήσασα εις τον Λυτρωτήν να επιφέρη την λύτρωσίν της από το αναμενόμενον δυστυχές γήρας. The|||having been startled|as|by|strong|slap|remained|mute|and|realizing|that|in vain|would|wait|anymore|her|husband||not|wanting|but|such|day|alone|she|from|directly|to|disturb|the|peace|departed|hurrying|to|the||||to|||||||||bring|the|redemption|her|from|the|expected|unfortunate|old age Lady Michalena, startled as if by a strong slap, remained speechless; and feeling that she would wait in vain for her husband any longer, not wanting to disturb the peace on such a day, she hurried to the neighboring church, hoping to prevent them from rising, leaving it to the Redeemer to bring her salvation from the impending unfortunate old age.

\*\*\* ***

Ο Καπετάνιος, εκ της Ανατολικής Ελλάδος καταγόμενος, ανήκων εις στρατιωτικήν του τόπου οικογένειαν, ορφανός γονέων απομείνας, κατέφυγεν εις τον στρατόν. The|Captain|from|of|Eastern|Greece|originating|belonging|to|military|of|local|family|orphan|of parents|remaining|took refuge||the|army The Captain, originating from Eastern Greece, belonging to a military family of the region, having been left an orphan, took refuge in the army. Υπαξιωματικός δε ήδη ων, ευρέθη οπαδός των Ναπαίων, του εν Ελλάδι τότε ρωσσικού κόμματος, ανδρωθείς με τα ωραία όνειρα της Μεγάλης Ιδέας. Corporal|but|already|being|was found|supporter|of the|Napoleonic|of the|in|Greece|then|Russian|party|having matured|with|the|beautiful|dreams|of the|Great|Idea Already a non-commissioned officer, he found himself a supporter of the Naphians, the Russian party in Greece at that time, having grown up with the beautiful dreams of the Great Idea. Πάσαν συμπλοκήν του μετά ληστών, ευφάνταστος ων, εμεγαλοποίει εις μεγάλην αιματηράν μάχην· και δι' ενέργειαν εκλογών αποστελλόμενος εισήρχετο εις τας επαρχίας εν θριάμβω ως εν καταλήψει εχθρικής χώρας, με το ωραίον παράστημά του, με τον δασύν του πώγωνα, τον μαύρον μύστακα, και τους μαύρους του οφθαλμούς. every|conflict|of|with|robbers|imaginative|being|exaggerated|into|great|bloody|battle|and|by|action|elections|being sent|he entered|into|the||in|triumph|as|in|conquest|enemy|land|with|the|handsome|stature|of|with|the|bushy|of|beard|the|black|mustache|and|the|black|of|eyes Every encounter with bandits, being imaginative, he magnified into a great bloody battle; and through election activities, he was sent to the provinces, entering in triumph as if in the conquest of an enemy country, with his handsome stature, his thick beard, his black mustache, and his black eyes. Ούτε ο Βουλγαροκτόνος δεν εκαμάρωνε τόσον επί του ίππου του, όσον ο Καπετάνιος πορευόμενος διά μέσου των φαράγγων της Δυτικής Ελλάδος, με την ηλιοκαή όψιν του, την αρρενωπήν. Neither|the|Bulgarian-killer|not|was proud|so much|on|his|horse|his|as|the|Captain|traveling|through|middle|the|gorges|of the|Western|Greece|with|the|sunburned|appearance|his|the|manly Neither did the Bulgarian Slayer boast so much on his horse as the Captain did while traveling through the gorges of Western Greece, with his sunburned face, his manly appearance. Πάσαν δ' υπόνοιαν ερεθισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, κυκλοφορούσαν εις την Ωραίαν Ελλάδα, το κέντρον των Ελλήνων τότε, υπελάμβανεν ως πόλεμον υπέρ της πατρίδος του πάντοτε, διά την οποίαν, τω εφαίνετο αι Δυνάμεις ηγρύπνουν διαρκώς, σχεδιάζουσαι τον τρόπον του μεγαλείου της. all|but|suspicion|provocation|among|the|Great|Powers|circulated|in|the|Beautiful|Greece|the|center|of the|Greeks|then|considered|as|war|for|the|homeland|of him|always|for|the|which|to him|seemed|the|Powers|were vigilant|constantly|planning|the|way|of|greatness|of her Any suspicion of provocation among the Great Powers, circulating in Beautiful Greece, the center of the Greeks at that time, was always perceived as a war for his homeland, for which he believed the Powers were constantly vigilant, planning the way to its greatness. Εις το απλούν αυτού δωμάτιον, παρά το Μοναστηράκι, δύο αντικείμενα επέσυρον την προσοχήν του εισερχομένου. In|the|simple|his|room|near|the|Monastiraki|two|objects|attracted|the|attention|of the|entering In his simple room, near Monastiraki, two objects drew the attention of the entrant. Ο περίφημος χάρτης του από Φερών δημοτικού ψάλτου, και χρυσόδετον βιβλιάριον, η «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων». The|famous|map|of|by|Feron|municipal|psaltis|and|gold-bound|booklet|the|Collection|of various|prophecies The famous map by the municipal chanter from Ferres, and a golden-bound booklet, the "Collection of Various Prophecies." Με τον χάρτην εκείνον ωνειρεύετο εξαπλουμένην πάλιν την φυλήν του, εις δε το βιβλιάριον, οδηγηθείς παρά τινος μοναχού, ανεγίνωσκε χρησμούς και οπτασίας. With|the|map|that|he dreamed|simplified|again|the|tribe|his||but|the|notebook|led|by|someone|monk|he read|oracles|and|visions With that map, he dreamed of expanding his tribe again, and in the booklet, guided by a certain monk, he read oracles and visions. Ακούσας δέ ποτε παρά τινος ενθουσιώδους Ναπαίου ότι υφίσταται και δρα, προ πολλού εθνικός τις Σύλλογος η __Ανάστασις__ καλούμενος, του οποίου τα μέλη στενώς συνδεόμενα ως άλλη τις Φιλική Εταιρεία, οφείλουν να πιστεύουν ότι την νύκτα της Αναστάσεως θα εγερθή ο Άγιος Βασιλεύς οπού κοιμάται τώρα εις τα υπόγεια της Αγίας Σοφίας, και ότι όπου και αν ευρίσκωνται οφείλουσι να αγρυπνώσι την νύκτα της Αναστάσεως πάντοτε, επιλέγοντες προς αλλήλους το σύνθημα __Χριστός Βοσκρές__, ήτοι Χριστός ανέστη· έως ίδωσι τον Άγιον Βασιλέα εγειρόμενον και αναβαίνοντα ενδόξως επί τον πατρικόν θρόνον του Γένους. Hearing|but||from|someone|enthusiastic|Napian|that|exists|and|acts|long|ago|national|some|Society|the|Resurrection|called|of|whose|the|members|closely|connected|as|another|some|Friendly|Society|they ought|to|believe|that|the|night|of the|Resurrection|will|rise|the|Holy|King|where|sleeps|now||the|basements|of the|Holy|Sophia|and||wherever|and|if|they are found|they ought|to|stay awake|the|night|of the|Resurrection|always|choosing|to|each other|the|slogan|Christ|is risen|that is|Christ|is risen|until|they see|the|Holy|King|rising|and|ascending|gloriously||the|paternal|throne|of the|Nation Once, having heard from a certain enthusiastic Napian that there exists and acts, for a long time, a national Society called the Resurrection, whose members, closely connected like another Friendly Society, must believe that on the night of the Resurrection, the Holy King who is now sleeping in the undergrounds of Hagia Sophia will rise, and that wherever they may be, they must remain vigilant on the night of the Resurrection, always choosing among themselves the slogan Christ is Risen, that is, Christ has risen; until they see the Holy King rising and ascending gloriously to the ancestral throne of the Nation. Αυτά μόνον περί του Συλλόγου γνωρίζων, εσκέφθη ότι τούτο είναι ένα ισχυρότατον έρεισμα της Μεγάλης Ιδέας· και ήρχισε μετ' ολίγον να κατηχή οπαδούς ο ονειροπόλος εκείνος Καπετάνιος. These|only|about|the|Society|knowing|he thought|that|this|is|a|very strong|support|of the|Great|Idea|and|he began|after|a little while|to|teach|followers|the|dreamer|that|Captain Knowing only this about the Society, he thought that this is a very strong foundation of the Great Idea; and soon began to gather followers, that dreamy Captain. Είχε δε αρκετά προοδεύσει, θερμώς υπό των Ναπαίων ενισχυόμενος. He had|but|quite|advanced|warmly|by|the|Napoleonic|being supported He had made quite a progress, being warmly supported by the Napian people.

Ότε δε τέλος εξερράγη ο Κριμαϊκός πόλεμος, ο Καπετάνιος, ανθυπολοχαγός ων, ποθών να γνωρίση εκ του σύνεγγυς «το ξανθόν γένος», όπερ έμελλε κατά τους χρησμούς να βασιλεύση επί της Επταλόφου, εστράτευσεν εις Ρωσσίαν και αιμάτωσε τότε την ειρηνικήν σπάθην του. When|but|finally|erupted|the|Crimean|war|the|Captain|second lieutenant|being|desiring|to|know|from|the|closely|the|blond|race|which|was destined|according to|the|oracles|to|rule|over|the|Seven-Towered|he marched|to|Russia|and|stained with blood|then|the|peaceful|sword|his When finally the Crimean War broke out, the Captain, being a second lieutenant, desiring to get to know closely "the blonde race," which was destined according to the oracles to reign over the Seven Hills, marched to Russia and then stained his peaceful sword with blood. Τότε, κατά την επάνοδόν του, ηθέλησε να προσκυνήση και την Αγίαν Σοφίαν, εν η από χρόνων συνεκέντρου όλους τους πόθους του. Then|during|the|return|his|he wanted|to|worship|and|the|Holy|Sophia|in|the|from|years|concentrated|all|the|desires|his Then, on his return, he wished to worship at the Holy Wisdom, where for years he had gathered all his desires. Ήτο πρωία. It was|morning It was morning. Η ονειρώδης Επτάλοφος ήτο σκεπασμένη υπό τον αερώδη πέπλον της ακόμη, υφ' ον, ως διά νεφελωμάτων αραιών, απέστιλβον χρυσαί ακωκαί μιναρέδων και χρυσοσκεπείς θόλοι παλατιών και σκηνωμάτων, εν μέσω κήπων και κυπαρίσσων. The|dreamlike|Seven Hills|was|covered|by|the|airy|veil|of her|still|under|which|as|through|clouds|thin|shone|golden|minarets|of minarets|and|gold-roofed|domes|of palaces|and|tents|in|the midst of|gardens|and|cypress trees The dreamlike Seven Hills were still covered by their airy veil, under which, as through thin clouds, golden minarets and gilded domes of palaces and tents shone, amidst gardens and cypress trees.

Χωρίς να σταματήση αλλαχού, κατηυθύνθη αμέσως εις το περίκλυτον του Ανθεμίου μεγαλούργημα. Without|(particle)|stops|elsewhere|was directed|immediately||the|renowned|of|Anthemios|masterpiece Without stopping elsewhere, he headed straight to the renowned masterpiece of Anthemios. Τα πλατέα και σύνδενδρα αυτού προαύλια ήσαν έρημα. The|wide|and|evergreen trees|its|courtyards|were|deserted The wide and intertwined courtyards were deserted. Δερβίσαι τινές μόνον, με τας κωνοειδείς κιδάρεις των, και χόντζαι με τα λευκά μανδήλια, ενίπτοντο εις τας δροσεράς εκεί κρήνας, ενώ άλλοι εισήρχοντο εις τον δουλεύοντα ναόν διά την πρωινήν των προσευχήν. Dervishes|some|only|with|the|conical|hats|their|and|priests|with|the|white|turbans|were washing|in|the|cool|there|fountains|while|others|were entering|into|the|working|temple|for|their|morning|their|prayer Only a few dervishes, with their conical hats, and some men with white handkerchiefs, were washing themselves in the cool fountains there, while others entered the working temple for their morning prayers. Επλήρωσε την ωρισμένην είσοδον, εφόρεσεν εμβάδας και εισήλθεν ο Καπετάνιος, συντετριμμένος την καρδίαν, με ψυχήν οδυνωμένην. He paid|the|specified|entrance|he wore|boots|and|he entered|the|Captain|crushed|the|heart|with|soul|tormented He filled the designated entrance, put on his boots, and entered, the Captain, with a broken heart, with a tormented soul. Ότε, διελθών τους δύο χρυσούς προναούς, ευρέθη υπό τον πανύψηλον θόλον, εσταμάτησεν η αναπνοή του. When|having passed|the|two|golden|porticos|he was found|under|the|very tall|dome|stopped|the|breath|his When he passed through the two golden porticoes, he found himself under the towering dome, and his breath stopped. Εξόχου μεγαλειότητος ευρυχωρία εν μαλακώ φωτί ηπλούτο περί αυτόν σιωπηλή, ήρεμος, νεκρά. Your Excellency|of Majesty|spaciousness|in|soft|light|was abundant|around|him|silent|calm|dead The spaciousness of His Excellency was bathed in soft light, silent, calm, dead. Γύρω-γύρω αι μακραί διπλαί στοαί, καλλικίονες, εκοιμώντο, τυλιγμέναι εις τα χρυσά αυτών μουσειοπλαστήματα. ||the|long|double|colonnades|beautiful|were sleeping|wrapped||the|golden|their|museum-like creations Around and around, the long double colonnades, beautiful, were sleeping, wrapped in their golden museum-like decorations. Εις τας γωνίας του κεντρικού θόλου έτρεμον άνω, τω εφάνη, πτερυγίζοντα τα χρυσά των Εξαπτερύγων πτερά, και υψηλά επάνω, εις ύψος αιθέριον, τα αυθάδη του Κορανίου γράμματα εκάλυπτον την μακρόθυμον του Παντοκράτορος μορφήν. In|the|corners|of the|central|dome|trembled|above|to him|appeared|fluttering|the|golden|of the|Seraphim|wings|and|high|above|to|height|ethereal|the|audacious|of the|Quran|letters|covered|the|patient|of the|Almighty|form In the corners of the central dome, trembled above, it appeared to him, fluttering its golden Seraphim wings, and high above, in ethereal height, the audacious letters of the Koran covered the patient form of the Almighty. Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα. Behind|of a|purple|column|having glanced around|around|after|he recovered|from|the|first|surprise|he made|the|cross|his|cowardly|and|fearful|cross|then|having come|he stood|gloomy|there|where|once|was|the|holy|Table Behind a purple column, peeking around, after recovering from the initial shock, he made the sign of the cross, a timid and fearful cross, then coming forward, he stood gloomy, where once was the holy altar. Εκεί δε, καθηλώσας τα βλέμματά του επί του εδάφους, δεξιά, έβλεπεν, ως να προσεπάθει να εξιχνιάση τι κεκρυμμένον, ενώ όπισθέν του, κάτω, επί άμβωνος, ο χόντζας έψαλλε την ασιατικήν προσευχήν του. There|but|having fixed|the|eyes|his|on|the|ground|right|he was looking|as|to|he was trying|to|uncover|something|hidden|while|behind|him|down|on|pulpit|the|imam|was reciting|the|Asian|prayer|his There, fixing his gaze on the ground, to the right, he saw, as if trying to uncover something hidden, while behind him, below, on the pulpit, the priest was chanting his Asian prayer. Τότε είς γηραιός χόντζας παραμονεύων, ελθών ηρέμα εκ των όπισθεν, έθλιψε φιλανθρώπως τον ώμον του Καπετάνιου, εκφωνήσας: Then|a|old|priest|lurking|having come|quietly|from|the|behind|pressed|compassionately|the|shoulder|of the|Captain|having exclaimed Then an old priest, lurking, came quietly from behind and compassionately pressed the Captain's shoulder, saying:

— Γιουνάν; (Έλλην;) Yunan|Greek — Greek? (Greek;)

Εξεπλάγη ο Καπετάνιος, αλλά δεν εφοβήθη. The Captain was surprised|the|Captain|but|not|was afraid The Captain was surprised, but he was not afraid. Ο δε γλυκύς εκείνος γέρων χωρίς ν' αναμένη, αρχίζει ελληνιστί μετά πραείας της φωνής: The|but|sweet|that|old man|without|to|be lit|begins|in Greek|with|gentleness|the|voice The sweet old man, without waiting, begins in Greek with a gentle voice:

— Εδιάβασες τα χαρτιά μας — παιδί μου. You read|the|papers|our|child|my — You read our papers — my child. Το κατάλαβα. I|understood I understood it. Βλέπεις εδώ; Και επέδειξεν εις τον Καπετάνιον σημεία τινα επί των πλακών κάτω, εκεί οπού ακριβώς παρετήρει μετ' επιμονής εκείνος. Do you see|here|And|he showed||the|Captain|signs|some|on|the|slabs|down|there|where|exactly|he observed|with|persistence|he Do you see here? And he pointed out to the Captain some signs on the stones below, where he was observing with persistence. Εδώ ανοίγει κλαβανή, εξηκολούθησεν ο γηραιός χόντζας· και καταβιβάζων ακόμη την φωνήν του προσέθηκε: Και καταιβαίνομεν κάτω εις τα υπόγεια . Here|opens|klavani|continued|the|old|hodja|and|lowering|still|his|voice|his|added|And|we descend|down|into|the|undergrounds Here the old man continued, lowering his voice further: And we descend down to the underground. . . . .

Ο Καπετάνιος ανεσκίρτησε· διότι έβλεπεν αίφνης ότι ήσαν αληθή όσα ανεγίγνωσκεν εις τους χρησμούς του. The|Captain|stirred|because|he saw|suddenly|that|they were|true|whatever|he was reading|in|the|oracles|his The Captain started, for he suddenly realized that what he was reading in the oracles was true. Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα: The|but|old man|returning|in order to|be assured|that|not|him|spies|anyone|continued|quietly The old man, turning around, to make sure that no one was spying on him, continued calmly:

— Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Down|is|another|church — There is another church down there. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . With|images|and|chandeliers|with|candle|and|priests|with|cantors|and|assistants With icons, and chandeliers, with candles and priests, with chanters and assistants. . . . .

Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως. The|heart|of|Captain|throbbed|violently The Captain's heart was beating violently.

— Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . It was held|liturgy|on the|day|of the|Fall|continued|the|elder|which|which|stopped|endlessly||the|Let us stand|well|let us stand|with|fear — There was a service on the day of the Fall, the elder continued, which went on endlessly to the "Let us stand well, let us stand with fear." . .

Εις την φοβεράν περιέργειαν του Καπετάνιου προσετίθετο ήδη άλλη φοβερωτέρα, ποίος να είνε αυτός ο γέρων χόντζας, ο γνωρίζων την γλώσσαν του, ο γνωρίζων την θρησκείαν του. In|the|terrible|curiosity|of|Captain|was added|already|another|more terrifying|who|to be||this|the|old man|priest|the|knowing|the|language|of||knowing|the|religion|of To the Captain's terrible curiosity was already added another more terrible one, who could this old priest be, who knows his language, who knows his religion.

— Ο παπάς ολόχρυσος, μαρμαρωμένος, εξηκολούθησεν ο γέρων, μετά της αυτής προφυλάξεως. The|priest|completely golden|marble-like|continued|the|old man|with|the|same|caution — The priest, all golden, marble-like, continued the old man, with the same caution. Ο διάκος ολόχρυσος, μαρμαρωμένος. The|deacon|completely golden|marble-like The deacon, all golden, marble-like. Δεξιά ο πρωτοψάλτης μαρμαρωμένος εις το στασίδι του, αριστερά ο λαμπαδάριος μαρμαρωμένος εις το στασίδι του. Right|the|chanter|frozen||the|pew|his|Left|the|candle holder|frozen||the|pew|his On the right, the chief chanter is frozen in his place, on the left, the candle bearer is frozen in his place. Εις τον βασιλικόν θρόνον επί κλίνης ο άγιος Βασιλεύς κοιμάται ύπνον ήρεμον και γλυκύν, και θα σηκωθή την ημέραν εκείνην . In|the|royal|throne|upon|bed|the|holy|King|sleeps|sleep|peaceful|and|sweet|and|will|rise|the|day|that On the royal throne, upon a bed, the holy King sleeps a calm and sweet sleep, and he will rise on that day. . . . .

Ο Καπετάνιος τότε, χωρίς να σκεφθή πού ευρίσκετο, αναφωνεί έντρομος πάραυτα: The|Captain|then|without|to|think|where|was|exclaims|terrified|immediately The Captain then, without thinking about where he was, exclaimed in horror immediately:

— Χριστός βοσκρές! Christ|shepherds — Christ is shepherding!

Ο γέρων μουσουλμάνος τότε έμεινεν άφωνος εκ της εκπλήξεως. The|old man|Muslim|then|remained|speechless|from|the|surprise The old Muslim then remained speechless from surprise.

Έως τώρα διηγήθη όσα γενικώς αφηγούντο και οι οθωμανοί εις τους ημετέρους, κολακεύοντες τας παραδόσεις των, αλλ' ήδη ακούσας την αναφώνησιν αυτού, εχάρη υπερβαλλόντως· συνελθών έθλιψε την χείρα του Καπετάνιου και κατεφίλησε συνάμα αυτόν ως αδελφόν του και επανέλαβε και αυτός ηρέμα: Χριστός βοσκρές! Until|now|narrated|all that|generally|were told|and|the|Ottomans|to|the|our people|flattering|the|traditions|of them|but|already|having heard|the|exclamation|of him|rejoiced|exceedingly|having gathered himself|squeezed|the|hand|of the|Captain|and|kissed|at the same time|him|as|brother|of him|and|repeated|and|he|softly|Christ|shepherds Until now he had narrated what was generally told by the Ottomans to our people, flattering their traditions, but now having heard his exclamation, he was exceedingly glad; coming to himself, he squeezed the Captain's hand and kissed him as a brother and also quietly repeated: Christ is shepherding!

Το «Χριστός βοσκρές», ως είπομεν, ήτο σημείον μυστικόν των μεμυημένων εις τας περί του αγίου Βασιλέως παραδόσεις και πιστευόντων εις την ανάστασίν του. The|Christ|shepherd|as|we said|was|sign|secret|of the|initiated|in|the|concerning|of the|holy|King|traditions|and|believing|in|the|resurrection|of him The "Christ is a shepherd", as we said, was a secret sign for those initiated into the traditions concerning the holy King and those who believe in his resurrection. Εννόησαν αμέσως και οι δύο ότι ήσαν μέλη της αυτής εταιρείας της Αναστάσεως. They understood|immediately|and|the|two|that|were|members|of the|this|company|of the|Resurrection Both immediately understood that they were members of the same company of the Resurrection. Τότε ο γέρων διηγήθη πλέον εις τον Καπετάνιον αφόβως ότι είνε χριστιανός εις το κρυφόν, υπηρετών εν τω ναώ, έως ου αξιωθή να ίδη τον άγιον Βασιλέα, διότι η κρύπτη η άγουσα κάτω εις τον υπόγειον ναόν μόνον την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου ανοίγει· και μακάριος, όστις ευρεθή την στιγμήν εκείνην παρών και κατέλθη. Then|the|elder|told|more||the|Captain|fearlessly|that|he is|Christian||the|secret|serving|in|the|temple|until|he|is deemed worthy|to|see|the|holy|King|because|the|crypt|the|leading|down||the|underground|temple|only|the|night|of the|Great|Saturday|opens|and|blessed|whoever|is found|the|moment|that|present|and|descends Then the elder fearlessly told the Captain that he is a Christian in secret, serving in the temple, until he is deemed worthy to see the holy King, because the crypt leading down to the underground temple opens only on the night of Great Saturday; and blessed is he who is found present at that moment and descends. Και προσεγγίζων ήρχισε να ψιθυρίζη εις το ους του Καπετάνιου: And|approaching|he began|to|whisper||the|ear|of the|Captain And as he approached, he began to whisper in the Captain's ear:

__Ο νεκρός ήδη και θέα λελυμένος Οίδασι πολλοί καν μηδείς τούτον βλέπη. The|dead|already|and|sight|released|They know|many|even|no one|him|sees The dead one, already released from sight, is known by many, even if no one sees him. Μηνόκρανον, μείλιχον, πραΰν, υψίνουν . Menocrates|gentle|calm|elevate Menocrates, gentle, mild, they elevate. . . .__ .

Και μετ' ολίγον με πλέον χαμηλήν φωνήν προσθέτει: And|after|a little|with|more|low|voice|he/she adds And after a little while, he adds in a lower voice:

__Εις τα δεξιά τα μέρη άνδρα εύρητε γενναίον, ισχυρόν και ρωμαλέον . In|the|right|the|parts|man|you will find|noble|strong|and|courageous To the right, you will find a brave, strong, and powerful man. . . .__ .

Εις τον Καπετάνιον ουδεμία πλέον απέμεινεν αμφιβολία ότι ο γέρων εκείνος, ο μουσουλμάνος εξωτερικώς, ήτο ομόφυλος και ομόθρησκος, και επί πλέον εκ των μεμυημένων, οίτινες αναμένουσι την εξέγερσιν του αγίου Βασιλέως. To|the|Captain|no|longer|remained|doubt|that|the|old man|that|the|Muslim|externally|was|of the same race|and|of the same religion|and|in|addition|of|the|initiated|who|are waiting|the|uprising|of the|holy|King To the Captain, there was no longer any doubt that that old man, who appeared to be a Muslim, was of the same race and religion, and moreover one of the initiated, who were awaiting the uprising of the holy King. Ούτως εσχετίσθη ευκόλως μετ' αυτού κ' επόθει πλέον να μετέλθη και αυτός την αυτήν εξαπάτην, όπως νύκτα τινά της Αναστάσεως γείνη θεατής του κοιμωμένου Βασιλέως και αξιωθή να φιλήση την χείρα του την ζώσα νεκράν, όπως ηξιώθη ποτέ ν' απολαύση την θείαν ταύτην οπτασίαν ο Πατριάρχης Χρύσανθος και οι δύο Σιναΐται Πατέρες . Thus|was related|easily|with|him|and|desired|more|to|partake|also|he|the|same|deception|so that|night|some|of|Resurrection|become|witness|of the|sleeping|King|and|be worthy|to|kiss|the|hand|of the|the|living|dead|so that|he was deemed worthy|ever|to|enjoy|the|divine|this|vision|the|Patriarch|Chrysanthos|and|the|two|Sinai Fathers|Fathers Thus, he easily related to him and longed to also partake in the same deception, so that on some night of the Resurrection he could become a witness of the sleeping King and be worthy to kiss his living dead hand, just as the Patriarch Chrysanthos and the two Sinai Fathers were once worthy to enjoy this divine vision. . . . .

— Το μπακαλόπουλο, διηγείτο προς αυτόν ο γέρων την επομένην νύκτα, φιλοξενών πλέον τον Καπετάνιον εν τω κελλίω του, εν τοις προαυλίοις της αγίας Σοφίας, το μπακαλόπουλο, εμβήκεν από την πίσω πόρτα του αγίου Βήματος, η οποία ανοίγει μόνον το Μέγα Σάββατον το βράδυ και έπειτα μένει κλειστή όλον τον χρόνον. The|little fishmonger|was telling|to|him|the|old man|the|next|night|hosting|now|the|Captain|in|the|cell|his|in|the|courtyards|of the|holy|Sophia|the|little fishmonger|entered|from|the|back|door|of the|holy|Altar|the|which|opens|only|the|Great|Saturday|the|evening|and|then|remains|closed|all|the|year — The little fishmonger, the elder recounted to him the next night, now hosting the Captain in his cell, in the courtyards of Saint Sophia, the little fishmonger entered through the back door of the Holy Altar, which opens only on the night of Great Saturday and then remains closed all year. Εμβήκε να δώση το λάδι για ν' ανάψουν τα κανδήλια του υπογείου ναού, και επειδή άργησεν ολίγον, έκλεισεν η πόρτα κ' εκλείσθη μέσα όλον τον χρόνον, κ' εβγήκε τότε, όταν πάλιν το Μέγα Σάββατον ξανάνοιξεν η κρυφή πόρτα. He entered|to|give|the|oil|for|to|light|the|lamps|of the|underground|temple|and|because|he was late|a little|closed|the|door|and|was closed|inside|all|the|time|and|he exited|then|when|again|the|Great|Saturday|reopened|the|secret|door He entered to give the oil to light the lamps of the underground church, and since he was a little late, the door closed and he was locked inside all year, and he came out only when the secret door opened again on Great Saturday. Αλλά το πρόλαβεν ένας φανατικός Ιμάμης, εκεί που διηγείτο τα όσα είδε κάτω, θαυμαστά και εξαίσια, και τώκοψεν εις δύο με το γιαταγάνι του, χαϊμαλί . But|the|was intercepted|one|fanatical|Imam|there|where|was narrating|the|whatever|saw|below|marvelous|and|extraordinary|and|he cut||two|with|the|sabre|his|amulet But a fanatical Imam caught him, just as he was recounting the wonderful and extraordinary things he saw below, and he cut him in two with his dagger, amulet. . . . .

Αλλ' επάνω εις τας διηγήσεις των αυτάς, τας εξαισίας, χωροφύλακες συνέλαβον και τους δύο προδοθέντας υπό κατασκόπων, οίτινες παρεφύλαττον αυτούς, υποψιασθέντες από τα εν τω ναώ κινήματά των· και ο μεν γέρων δεν εφάνη πλέον πουθενά, ο δε καπετάνιος εξορισθείς εις Αφρικήν εκινδύνευσε τον έσχατον κίνδυνον και ως διά θαύματος διαφυγών, επανήλθε μετά δεκαπενταετίαν εις Αθήνας ξηρός και οστεώδης και πολιός, άνευ πώγωνος, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον. But|upon||the|narratives|of|them|the|exceptions|gendarmes|arrested|and|the|two|betrayed|by|spies|who|were watching|them|having suspected|from|the|in|the|temple|movements|of|and|the|on one hand|old man|not|appeared|anymore|anywhere|the|on the other hand|captain|exiled||Africa|risked|the|utmost|danger|and|as|by|miracle|escaping|returned|after|fifteen years||Athens|dry|and|bony|and|gray|without|beard|with|the|half|mustache|eaten away|by|hair-eater But during these narratives of theirs, the exceptional ones, the gendarmes arrested both of the two who had been betrayed by spies, who were watching them, having suspected them from the movements in the temple; and the old man was never seen again, while the captain, exiled to Africa, faced the utmost danger and, as if by a miracle, escaped, returning after fifteen years to Athens, dry and bony and gray, without a beard, with half of his mustache eaten away by a hair-eater.

Αλλά κατά την μακράν αυτήν απουσίαν του, τα πνεύματα διεστράφησαν εν τη πόλει. But|during|the|long|this|absence|of him|the|spirits|were corrupted|in|the|city But during his long absence, the spirits in the city were disturbed. Οι Ναπαίοι εξέλιπον, και μετ' αυτών τα ωραία εκείνα όνειρα περί Επταλόφου. The|Napaians|disappeared|and|after|them|the|beautiful|those|dreams|about|Eptalofos The Napaians disappeared, and with them those beautiful dreams about the Seven Hills. Η δε Μεγάλη Ιδέα, ήτις εμέθυε την παρελθούσαν γενεάν ιεράν και ένθεον μέθην, είχε προ πολλού αποθάνη, είχε ταφή και είχε λησμονηθή, ως λησμονείται πας νεκρός. The|but|Great|Idea|which|intoxicated|the|past|generation|sacred|and|divine|intoxication|had|long|ago|died|had|buried|and|had|forgotten|as|is forgotten|every|dead man The Great Idea, which intoxicated the previous generation with a sacred and divine intoxication, had long since died, had been buried, and had been forgotten, just as every dead person is forgotten. Εις τα μεγάλα κέντρα ουδείς ανεγνώριζε πλέον τον σαρακοφαγωμένον Καπετάνιον, ο δε λόγος του, ο τόσον ένθους άλλοτε, περιεφρονείτο και ενεπαίζετο από την νέαν γενεάν. In|the|large|centers|no one|recognized|anymore|the|emaciated|Captain|he|but|speech|his|the|so|enthusiastic|once|was disregarded|and|was mocked|by|the|new|generation In the major centers, no one recognized the emaciated Captain anymore, and his words, which were once so passionate, were mocked and ridiculed by the new generation. Τότε περίλυπος, απηλπισμένος, φεύγων τους πολυθορύβους κύκλους, στερρώς δε εμμένων εις τα ονειροπολήματά του εκείνα τα οποία όσον από τους άλλους επεριφρονούτο τόσον εις αυτόν εγίνοντο ιερώτερα, επεριπάτει μίαν ημέραν εις τας σκολιάς οδούς του Ψυρή, αναζητώντας μοναστικόν δωμάτιον, όπως αφανής θρηνή εκεί τα νεκρωθέντα όνειρά του. Then|deeply sad|hopeless|fleeing|the|noisy|circles|firmly|but|remaining|in|the|daydreams|his|those|the|which|as much as|by|the|others|were despised|so much|in|him|became|more sacred|he walked|one|day|in|the|crooked|streets|of|Psyri|searching|monastic|room|so that|unnoticed|mourned|there|the|dead|dreams|of Then, sorrowful and desperate, fleeing from the noisy circles, firmly holding on to those daydreams that were scorned by others but became more sacred to him, he wandered for a day through the winding streets of Psiri, searching for a monastic room, so that he could mourn there in silence for his dead dreams. Η κυβέρνησις τον είχεν επαναφέρει εις τας τάξεις του στρατού με τον βαθμόν του υπολοχαγού. The|government|him|had|reinstated||the|ranks|of the|army|with|the|rank|of the|second lieutenant The government had reinstated him in the army with the rank of lieutenant. Τότε, παρά τον άγιον Δημήτριον, μίαν εσπέραν, ανεκάλυψε βαθύ θολωτόν υπόγειον, ως τεθαμμένην εκκλησίαν. Then|near|the|holy|Demetrius|one|evening|discovered|deep|vaulted|underground|as|buried|church Then, despite Saint Demetrius, one evening, he discovered a deep vaulted underground, like a buried church. Εις την θύραν του κλάδος ελαίας και μία ερυθρά σημαία εμαρτύρουν ότι κάτω υπήρχεν οινοπωλείον. At|the|door|of|branch|olive|and|one|red|flag|testified|that|below|there was|wine shop At the door, a branch of olive and a red flag testify that there was a wine shop below. Κατήλθε με χαράν εις το βάθος εκείνο, διότι τω εφαίνετο ότι ο κόσμος τον απώθει. He descended|with|joy||the|depth|that|because|to him|it seemed|that|the|world|him|repels He descended joyfully into that depth, for it seemed to him that the world was pushing him away. Έμεινεν εκστατικός πάραυτα. He remained|ecstatic|immediately He remained ecstatic immediately. Υπό τας υγράς εκείνας καμάρας και τας πολυδαιδάλους στοάς τω εφάνη ότι έβλεπεν αναπαράστασιν των φημιζομένων υπογείων της Αγίας Σοφίας, ως τω παρέστησαν ταύτα εν τη Πόλει άλλοτε. Under|the|wet|those|arches|and|the|intricate|porticoes|to him|it seemed|that|he saw|representation|of the|famous|undergrounds|of the|Holy|Sophia|as|to him|they presented|these|in|the|City|at another time Under those damp arches and the intricately designed corridors, it seemed to him that he was witnessing a representation of the famous undergrounds of Hagia Sophia, as they were presented to him in the City long ago. Ιδίως τράπεζα εκείνη, η από επιταφίου πλακός, με τα βυζαντινά γράμματα και τας βυζαντινάς γλυφάς, τω εφάνη ως η υμνουμένη κλίνη του καθεύδοντος αγίου Βασιλέως, ή ώσπερ η κλίνη η Σολομώντειος, η «κυκλουμένη από δυνατών εξήκοντα». Especially|table|that|the|from|tombstone|slab|with|the|Byzantine|letters|and|the|Byzantine|carvings|to him|appeared|as|the|praised|bed|of the|sleeping|holy|King|or|just as|the|bed|the|Solomon’s|the|surrounded|by|mighty|sixty Especially that table, made of a tombstone, with the Byzantine letters and the Byzantine carvings, appeared to him as the celebrated bed of the sleeping Saint King, or like the bed of Solomon, which was "surrounded by sixty mighty men."

Ο κυρ-Μιχάλης, περιποιητικός πάντοτε, τον κατεγοήτευσε με τας περιποιήσεις του και τον κατέθελξε βασιλικώς με το σάρκινον εκείνο στέμμα του. The|||attentive|always|him|captivated|with|the|attentions|his|and|him|enchanted|royally|with|the|fleshly|that|crown|his Mr. Michalis, always attentive, captivated him with his attentions and royal charm with that fleshy crown of his. Την νύκτα εκείνην με το αμυδρόν φως, τω εφάνη ως τις παρακοιμώμενος εις τους βυζαντινούς εκείνους θόλους. The|night|that|with|the|dim|light|to him|appeared|as|someone|sleeping nearby||the|Byzantine|those|domes That night, with the faint light, it seemed to him as if someone was lying next to him in those Byzantine domes. Εκεί πλέον διήρχετο τας ώρας του ο Καπετάνιος, αγρυπνών ιδίως όλην την νύκτα της Αναστάσεως, αναγινώσκων την συλλογήν των Προρρήσεων κ' ερμηνεύων εις τον απλοϊκόν κυρ-Μιχάλην τα θαυμαστά, τα οποία θ' αξιωθώσι να ίδωσι μίαν ημέραν οι πιστεύοντες εις τον Άγιον Βασιλέα. There|henceforth|spent|the|hours|his||Captain|sleepless|especially|all|the|night|of the|Resurrection|reading|the|collection|of the|Prophecies|and|explaining|to|the|simple|||the|marvelous|the|which|will|be granted|to|see|one|day|the|believers||the|Holy|King There the Captain spent his hours, especially staying awake all night on the Resurrection, reading the collection of Prophecies and explaining to the simple Mr. Michalis the wonders that the believers in the Holy King would be worthy to see one day. Και ούτω σχετισθείς με τον αφελή κυρ-Μιχάλην εμύησεν αυτόν εις την ωραίαν παράδοσιν, όστις έγεινεν ένας εκ των στενωτέρων φίλων του, πεισθείς ότι αφεύκτως εις την επαλήθευσιν των χρησμών θα μετώκει εις την Βασιλεύουσαν. And|thus|related|to|the|naive|||initiated|him|into|the|beautiful|tradition|who|became|one|of|the|closest|friends|his|convinced|that|inevitably|in|the||of the|prophecies|would|be found|in|the|Capital And thus, being related to the naive Mr. Michalis, he initiated him into the beautiful tradition, who became one of his closest friends, convinced that he would inevitably witness the fulfillment of the prophecies in the Capital. Και εφαντάζετο πολύ ταχείαν την επαλήθευσιν. And|he imagined|very|quick|the|verification And he imagined the fulfillment to be very swift. Τόσον ο γόης εκείνος και μάγος Καπετάνιος τον είχε σαγηνεύσει, ώστε να παραμελή και την εργασίαν του, όπερ εγίνετο λύπης αφορμή εις την κυρά-Μιχάλαιναν. So much|the|charmer|that|and|magician|Captain|him|had|enchanted|so that|to|neglect|and|the|work|his|which|was|sorrow|cause|for|the|| So much had that sorcerer and magician Captain enchanted him, that he neglected his work, which became a cause of sorrow for Mrs. Michalaina.

\*\*\* ***

Μετ' ολίγον, από τον φεγγίτην επάνω, έλαμψαν τα φώτα της Αναστάσεως. after|a little while|from|the|skylight|above|shone|the|lights|of the|Resurrection Soon, from the skylight above, the lights of the Resurrection shone. Η τελευταία λέξις του αναγνωσθέντος εις το προαύλιον του αγίου Δημητρίου Ευαγγελίου «Χαίρετε» έφθασε κάτω, συνοδευμένη με τους γλυκείς των κωδώνων ήχους, με τους οξείς των πυροτεχνημάτων κρότους, και με τας αναφωνήσεις τας διθυραμβικάς του «Χριστός Ανέστη». The|last|word|of|read|in|the|courtyard|of|holy|Demetrius|Gospel|'Rejoice'|arrived|down|accompanied|by|the|sweet|of the|bells|sounds|by|the|sharp|of the|fireworks|bangs|and|by|the|exclamations|the|triumphant|of|'Christ'|is Risen The last word of the Gospel read in the courtyard of Saint Demetrius, "Rejoice," reached below, accompanied by the sweet sounds of their bells, the sharp cracks of fireworks, and the triumphant exclamations of "Christ is Risen."

— Χριστός βοσκρές! Christ|shepherds — Christ is risen! ανεκραύγασε τότε ο Καπετάνιος εν εκστάσει· και ανάψας την λαμπάδα του έβλεπεν ως εν προσευχή προς τους μαύρους επάνω θόλους. shouted out|then|the|Captain|in|ecstasy|and|lighting|the|candle|his|he saw|as|in|prayer|towards|the|black|above|domes Then the Captain cried out in ecstasy; and lighting his candle, he looked up as in prayer towards the black domes.

— Χριστός βοσκρές! Christ|shepherds — Christ is shepherding! Επανέλαβε και ο κυρ-Μιχάλης· και ήναψε και αυτός την λαμπάδα του, ευλαβής προσήλυτος του Καπετάνιου, αναμένων πιστώς μίαν τοιαύτην νύκτα την αφύπνισιν του Αγίου Βασιλέως. He repeated|and|the|||and|lit|and|he|the|candle|his|devout|convert|of the|Captain|waiting|faithfully|one|such|night|the|awakening|of the|Saint|King Mr. Michalis repeated; and he too lit his candle, a devout convert of the Captain, faithfully awaiting such a night for the awakening of Saint Basil.

Κατόπιν ήλθε και η κυρά-Μιχάλαινα, κατηφής πρώτην φοράν, με την λαμπάδα της εσβεσμένην και ανεόρταστος, χωρίς να σημειώση επί του ανωφλίου της θύρας, διά του καπνού της καιούσης λαμπάδος, τους τρεις σταυρούς. Then|came|and|the|||dejected|first|time|with|the|candle|her|extinguished|and|uncelebrated|without|to|mark|on|the|lintel|her|door|through|the|smoke|of the||candle|the|three|crosses Then came Mrs. Michalena, looking dejected for the first time, with her candle extinguished and without celebration, not marking on the threshold of her door, with the smoke of the burning candle, the three crosses. Και πάραυτα, χωρίς περιστροφάς, εκχύνει το άλγος της ψυχής της: And|nevertheless|without|circumlocutions|pours out|the|pain|of her|soul|of her And yet, without any preamble, she pours out the pain of her soul:

— Η Πεντέλη το πούλησε το Μετόχι. The|Penteli|it|sold|the|Metochi — Penteli sold the Monastery. Το αγόρασεν ένας λούσιος αλεξανδρινός να το χαλάση και να κτίση μεγάλην οικοδομήν, και μας βγάζουν από το υπόγειον . The|bought|a|wealthy|Alexandrian|to|the||||||||||||basement A wealthy Alexandrian bought it to demolish it and build a large building, and they are evicting us from the basement. . . . .

Η κυρά-Μιχάλαινα επεθύμει αληθώς να σωθή από την παρουσίαν του Καπετάνιου, αλλ' όχι με αυτόν τον τρόπον, απομένουσα φερέοικος. The||||truly|to|be saved|from|the|presence|of the|Captain|but|not|with|this|the|way|remaining|as a captive Madam Michalena truly wished to be saved from the presence of the Captain, but not in this way, remaining a burden. Δι' αυτό εθλίβη κατάκαρδα. for|this|was saddened|deeply For this reason, she was deeply saddened. Εσώζετο ίσως ο άνδρας της από τον Καπετάνιον — εσκέπτετο — αλλ' έχανε την σειράν του. was saved|perhaps|the|husband|her|from|the|Captain|he was thinking|but|he was losing|the|order|his Perhaps her husband could be saved from the Captain — she thought — but he was losing his place. Και ήτο αμφίβολον, αν ηδύνατο να επανεύρη αλλαχού σειράν, εις αυτήν την ηλικίαν. And|it was|doubtful|if|he could|to|find again|elsewhere|sequence||this|the|age And it was doubtful whether he could find another order elsewhere at that age.

Αλλ' όσον και αν εθλίβη η κυρά-Μιχάλαινα, όσον και αν επόνεσεν ο κυρ-Μιχάλης, ο Καπετάνιος εθλίβη ακόμη περισσότερον· και ηυχήθη τότε να απέθνησκεν, αν έμελλε διά παντός ν' απολέση την μόνην παραμυθίαν του εκείνην. But|as much|and|if|was distressed|the|||as much|and|if|suffered|the|||the|Captain|was distressed|even|more|and|he wished|then|to|die|if|were to|for|forever|to|lose|the|only|consolation|of him|her But as much as Mrs. Michalena was distressed, as much as Mr. Michalis suffered, the Captain was even more distressed; and he wished then that he would die if he was to lose forever that only consolation of his.

Είνε αληθές φαίνεται, ότι αι επιθυμίαι των ανθρώπων ουδέποτε δύνανται να πραγματοποιηθώσιν άνευ λύπης επακολουθούσης. It is|true|seems|that|the|desires|of|men|never|can|to|be fulfilled|without|sorrow| It is true, it seems, that the desires of men can never be fulfilled without sorrow following.

Αληθώς οι Βυζαντινοί εκείνοι υπόγειοι θόλοι μετ' ολίγους μήνας δεν υπήρχον εν τη πόλει, ήτις ολονέν μετεμορφούτο, επιμόνως απεχθανομένη παν βυζαντινόν . Indeed|the|Byzantines|those|underground|domes|after|few|months|not|existed|in|the|city|which|more and more|was transforming|persistently|detesting|all|Byzantine Indeed, those Byzantine underground vaults did not exist in the city after a few months, which was continually transforming, persistently detesting everything Byzantine. . . . . Εις δε την θέσιν των, ανηγέρθη παμμεγέθης οικοδομή, επί των προπυλαίων της οποίας εσώζετο μέχρι τινός πλαξ επιταφία, από σαρκοφάγου, φέρουσα γεγλυμμένα επάνω βυζαντινά γράμματα και γλυφάς θρησκευτικάς. In|but|the|place|of them|was erected|magnificent|building|on|the|propylaea|of the|which|was preserved|until|a certain|slab|tombstone|from|sarcophagus|bearing|engraved|above|Byzantine|letters|and|carvings|religious In their place, a massive building was erected, on the portico of which a slab from a sarcophagus was preserved for some time, bearing engraved Byzantine letters and religious carvings. Η πλαξ εκείνη ήτο η μαρμαρίνη τράπεζα επί της οποίας άλλοτε ο εξαφανισθείς έκτοτε Καπετάνιος έσπευδε τα δάκρυά του μαζί με τον αφρώδη του κυρ-Μιχάλη ρητινίτην, προσφωνών τον εν τη ψυχή του κοιμώμενον Άγιον Βασιλέα διά του συνθηματικού χαιρετισμού: The|slab|that|was|the|marble|table|on|the|which|once|the|disappeared|since then|Captain|hurried|his|tears|his|together|with|the|foamy|his|||resinous|addressing|the|in|the|soul|his|sleeping|Holy|King|through|the|secret|greeting That slab was the marble table on which the long-vanished Captain used to hasten his tears along with the foamy resin of Mr. Michalis, addressing the sleeping Saint King in his soul with the secret greeting:

— Χριστός βοσκρές! Christ|shepherds — Christ shepherds!

Ενώ ο κυρ-Μιχάλης από μίαν μικράν παραζάλην συσκοτισμένος αντεχαιρέτιζεν ως συνήθως με τα παραμορφωμένα λατινικά του: While|the|||from|a|small|daze|confused|responded to the greeting|as|usual|with|the|distorted|Latin|his While Mr. Michalis, slightly dazed, was responding as usual with his distorted Latin:

— Δόμινους Μπαμπίσκους! Dominus|Babiskus — Dominus Babiskus!

\*\*\* ***

Ουδείς έγεινεν έκτοτε λόγος ούτε περί του Καπετάνιου αν έζη ή όχι, ούτε περί του κυρ-Μιχάλη, του μόνου εναπομείναντος πιστού, από τους τόσους, εις τα ωραία εκείνα όνειρα του Συλλόγου της Αναστάσεως, αν εύρε σειράν ή όχι μετά την κατεδάφισιν του θολωτού εκείνου υπογείου του, καθώς η κυρά-Μιχάλαινα εφοβείτο ότι θα συμβή. No one|had arisen|since then|word|nor|about|the|Captain|whether|lived|or|not|nor|about|the|||the|only|remaining|faithful|from|the|so many|in|the|beautiful|those|dreams|of the|Society|of the|Resurrection|whether|found|order|or|not|after|the|demolition|of the|arched|that|basement|of the|as|she|||feared|that|would|happen No one has since spoken about whether the Captain is alive or not, nor about Mr. Michalis, the only remaining faithful one among so many, in those beautiful dreams of the Resurrection Society, whether he found order or not after the demolition of that domed basement of his, as Mrs. Michalaina feared would happen. Εχάθησαν τα ίχνη και των δύο, ως χάνονται τα επί της θαλάσσης ίχνη του ταξειδεύοντος πλοίου. They were lost|the|traces|and|of|two|as|are lost|the|on|of|sea|traces|of|traveling|ship The traces of both were lost, just as the traces of a traveling ship are lost at sea. Αληθές είνε ότι τους πρώτους μετά την κατεδάφισιν μήνας του βυζαντινού εκείνου κτιρίου, εφαίνετο εις άκρον συγκεκινημένος ο ταλαίπωρος Καπετάνιος, ως ένας σαστισμένος μάλλον· δεν τον εχωρούσε κανένας τόπος· τας πρώτας ημέρας τον έβλεπαν όλοι υψηλόν, οστεώδη, με τον σαρακωμένον μύστακα να κάθηται εις την __Ωραίαν Ελλάδα__ εις το μεγαλείτερον κέντρον της πόλεως, τω καιρώ εκείνω, εις την γωνίαν την αριστεράν επί της διασταυρώσεως των οδών __Ερμού__ και __Αιόλου__, εν μέσω στενωτάτου κύκλου μελών τίνων της εταιρείας της __Αναστάσεως__, ήτις υφίστατο ακόμη, αλλά ψυχορραγούσα πλέον, περιγράφων εις αυτούς πότε την μυστηριώδη εκείνην επίσκεψίν του εις την Αγίαν Σοφίαν, και πότε τας θλίψεις και την πείναν του εις την εξορίαν του εν Αφρική, εύελπις όμως πάντοτε περί της επαληθεύσεως των χρησμών μίαν ημέραν. true|is|that|the|first|after|the|demolition|months|of|Byzantine|that|building|appeared|in|extreme|agitated|the|unfortunate|Captain|as|one|bewildered|rather|not|him|could contain|no one|place|the|first|days|him|saw|all|tall|bony|with|the|torn|mustache|to|sit|in|the|Beautiful|Greece|in|the||center|of the|city|at that|time|then|in|the|corner|the|left|on|the|intersection|of the|streets|Ermou|and|Aiolou|in|midst|narrowest|circle|members|some|of the|company|of the|Resurrection|which|existed|still|but|dying|more|describing|to|them|sometimes|the|mysterious|that|visit|of him|to|the|Holy|Sophia|and|sometimes|the|sorrows|and|the|hunger|of him|in|the|exile|of him|in|Africa|hopeful|however|always|about|the|fulfillment|of the|prophecies|one|day It is true that in the first months after the demolition of that Byzantine building, the poor Captain appeared extremely agitated, rather like a bewildered person; no place could contain him; in the first days, everyone saw him tall, bony, with his tattered mustache sitting in Beautiful Greece at the largest center of the city, at that time, at the left corner at the intersection of Ermou and Aiolou streets, amidst a very narrow circle of some members of the Resurrection Society, which still existed, but was now dying, describing to them sometimes that mysterious visit of his to Hagia Sophia, and sometimes his sorrows and hunger during his exile in Africa, always hopeful, however, about the fulfillment of the prophecies one day. Εκεί μόνον ησθάνετο πλέον κάποιαν αναψυχήν, και επραΰνετο το σκυθρωπόν του πρόσωπον. There|only|felt|no longer|some|refreshment|and|became calm|the|gloomy|his|face There he only felt some refreshment, and his gloomy face softened. Ότε συνήγοντο γύρω του εκεί και τον ηκροώντο εν περιέργω συνωστισμώ, ως συνωστίζονται οι άεργοι όρθιοι περί τους χαρτοπαίζοντας εν τοις καφενείοις, νεοφερμένοι από τας επαρχίας, και μάλιστα γηραιοί τινες φουστανελλοφόροι, της επαναστάσεως σεβαστά λείψανα, φέροντες καταφανείς τας ουλάς των από του εθνικού πολέμου πληγών των, ή τας εκτομάς από του μαρτυρίου των εκ μέρους του τούρκου, ενώ ο Καπετάνιος βλέπων προς τους μεγάλους χρυσούς καθρέπτας του εθνικού, να είπωμεν, εκείνου καφενείου, ωμιλούσεν, ερρητόρευε· και εκεί οπού ωμιλούσεν ηλλοιούτο αίφνης, αλλοίωσιν φανταστικήν πάσχων. When|were gathered|around|him|there|and|him|were listening|in|with curiosity|crowding|as|crowd|the|idle|standing|around|the|card players|in|the|coffee houses|newcomers|from|the|provinces|and|especially|elderly|some|wearing fustanella|of the|revolution|revered|remnants|carrying|clearly|the|wounds|of the|from|the|national||||||||||||||||||||||||||to|say|that|coffee house|was speaking|was eloquently speaking|and|there|where|he was speaking|was changing|suddenly|change|imaginary|suffering When they gathered around him there and were listening to him in curious crowding, as the idle stand around those playing cards in the cafes, newly arrived from the provinces, and especially some elderly men in fustanella, respectable remnants of the revolution, bearing visible scars from the national war, or marks from their martyrdom at the hands of the Turk, while the Captain, looking towards the large golden mirrors of that national café, was speaking, he was eloquently orating; and where he was speaking, he suddenly transformed, suffering a fantastic alteration. Έλαμπον οι οφθαλμοί του, ως άλλοτε κάτω εις το βυζαντινόν εκείνο υπόγειον του Ψυρή, εκινούντο με μορφασμούς ποικίλους και παραστατικούς τα χείλη του· αι χείρες του ανεπαισθήτως εφέροντο προς το ήσυχον σπαθίον του, όπερ εβροντούσε τότε ειρηνικώς και πραέως, ως βροντούν του αρχιερέως τα ιερά άμφια, όταν αυτά περιβάλλεται. shone|the|eyes|his|as|before|down|in|the|Byzantine|that|basement|of|Psyri|moved|with|gestures|various|and|expressive|the|lips|his|the|hands|his|imperceptibly|were moving|towards|the|quiet|sword|of|which|clattered|then|peacefully|and|gently|as|thunder|of|archpriest|the|sacred|vestments|when|they|are worn His eyes shone, as once down in that Byzantine cellar of Psiri, his lips moved with various and expressive grimaces; his hands unconsciously moved towards his quiet sword, which was then peacefully and gently thundering, like the sacred vestments of the archpriest when he is being clothed. Και τότε κυττάζων γύρω τους ακροατάς του οπού με αγαλλίασιν τον έβλεπον, τους έλεγε: And|then|looking|around|them|listeners|of|who|me|joy|him|saw|them|said And then, looking around at his listeners who were joyfully watching him, he said to them:

— Δεν είναι δυνατόν, παιδιά μου, να διαψευσθώσιν οι χρησμοί. It is not|possible|for|my children||to|be disproven|the|oracles — It is not possible, my children, for the oracles to be disproven. Αυτό να το ξεύρετε! This|(subjunctive particle)|it|you know You should know this!

Αλλά τούτο δεν διήρκεσε πολύ. But|this|not|lasted|long But this did not last long. Το εθνικόν εκείνο καταφύγιόν του, η __Ωραία Ελλάς__, μετ' ολίγα έτη, ήλλαξε κ' εκείνο όψιν. The|national|that|refuge|his|the|Beautiful|Greece|after|few|years|changed|and|that|appearance That national refuge of his, the Beautiful Greece, after a few years, changed its appearance.

Κατεδαφίσθη, καθώς και το θολωτόν του άλλοτε υπόγειον. was demolished|as|and|the|vaulted|of|formerly|basement It was demolished, just like his former vaulted underground. Εκείνα τα έτη καταφθάσαντες από την Πόλιν οι λεγόμενοι __Χαυγιαροχανίται__ Χρηματισταί, με της τσέπαις των γεμάταις λίραις και τα χέρια των χαρτιά, μετέβαλλον αυτό εις πρόχειρον Χρηματιστήριον. Those|the|years|arriving|from|the|City|the|so-called|Chavgiarokhanites|Moneylenders|with|their|pockets|of them|full|liras|and|the|hands|of them|papers|transformed|it||makeshift|stock exchange In those years, the so-called Chavgiarochanites, financiers arriving from the City, with their pockets full of pounds and their hands full of papers, turned it into a makeshift stock exchange. Περί τα δύο υαλιστερά του σφαιριστήρια ιστάμενοι όρθιοι, οι νεοφερμένοι εκείνοι της Πόλεως, και τείνοντες τας χείρας απειλητικάς προς αλλήλους, ωπλισμένας όμως όχι με φονικά όπλα αλλά με αβλαβή χαρτία, και μετοχάς τραπεζών και εταιρειών αρτισυστάτων, ηλάλαζον φωνασκούντες απειλητικώς αριθμούς, εν οχλοβοή και ταραχή ωργισμένων ανθρώπων, ετοίμων να έλθουν εις χείρας, οπού ο Καπετάνιος δεν ημπορούσε πλέον ούτε να καθίση εκεί, όχι να ομιλήση. around|the|two|transparent|of|spheres|standing|upright|the|newcomers|those|of|City|and|stretching|the|hands|threateningly|towards|each other|armed|but|not|with|deadly|weapons|but|with|harmless|papers|and|shares|banks|and|companies|recently established|they were shouting|shouting|threateningly|numbers|in|uproar|and|turmoil|of angry|people|ready|to|come|to|blows|where|the|Captain|not|could|anymore|nor|to|sit|there|not|to|speak Standing upright around the two glass spheres, those newcomers from the City, threateningly extending their hands towards each other, armed not with deadly weapons but with harmless papers, and shares of newly established banks and companies, shouted threateningly numbers, in the uproar and turmoil of angry people, ready to come to blows, where the Captain could no longer sit there, let alone speak. Ότε δε μίαν ημέραν είδε πολλούς και από τα παλαιά μέλη της Εταιρείας της __Αναστάσεως__, οι οποίοι μεταμορφωθέντες εις μεσίτας επωλούσαν εκεί και ηγόραζαν, διδαχθέντες από τους νεήλυδας, χαρτία, τότε πλέον δεν ηδυνήθη να κρύψη τον πόνον του εδάκρυσεν οδυνηρώς εμβριμώμενος, ανεστέναξε βαθειά και έγεινεν άφαντος. When|but|one|day|he saw|many|and|from|the|old|members|of the|Society|of the|Resurrection|the|who|transformed||brokers|were selling|there|and|were buying|having been taught|by|the|new arrivals|papers|then||no longer|he could|to|hide|the|pain|of him|he cried|painfully|being deep in thought|he sighed|deeply|and|he became|invisible But one day, when he saw many of the old members of the Resurrection Company, who, transformed into brokers, were buying and selling there, having been taught by the newcomers, papers, he could no longer hide his pain and wept painfully, deep in thought, he sighed deeply and became invisible. Ούτε εφάνη πλέον πουθενά εντός της πόλεως. Neither|appeared|anymore|anywhere|within|the|city Nor did he appear anywhere within the city. Διϊσχυρίζοντο όμως τινές ότι τον έβλεπον συχνά διατρίβοντα ή περιδιαβάζοντα εις τους όπισθεν της Ακροπόλεως λόφους πότε μόνος πότε με τον κυρ- Μιχάλην, όστις χηρευμένος πλέον και ασφαλής από κάθε εξέλεγξιν, δεν τον εγκατέλιπε ποτέ, αισθανόμενος πάντοτε άρρητον ηδονήν να ακούη την εξήγησιν των χρησμών περί του Αγίου Βασιλέως, και να εντρυφά εις τα σύνορα μιας απεράντου Ελλάδος, να σχεδιάζη δε το καφενεδάκι οπού πολύ γρήγορα, καθώς επέμενε, θα άνοιγεν απέξω από την Αγίαν Σοφίαν. They insisted|however|some|that|him|saw|often|staying|or|wandering|in|the|behind|of the|Acropolis|hills|sometimes|alone|sometimes|with|the|||who|widowed|now|and|safe|from|every|scrutiny|not|him|abandoned|ever|feeling|always|unspeakable|pleasure|to|hear|the|explanation|of the|oracles|about|the|Saint|King|and|to|indulge|in|the|borders|of a|vast|Greece|to|plan|but|the|little café|where|very|soon|as|he insisted|will|open|outside|from|the|Holy|Sophia However, some claimed that they often saw him spending time or wandering in the hills behind the Acropolis, sometimes alone and sometimes with old Michalis, who, now widowed and safe from any scrutiny, never left him, always feeling an unspoken pleasure in hearing the interpretation of the oracles about Saint Basil, and indulging in the borders of an endless Greece, also planning the little café that, as he insisted, would soon open outside Hagia Sophia. Έως ου μίαν χιονώδη πρωίαν οι Αθηναίοι ανεγίνωσκον εις την θορυβοποιόν τότε __Εφημερίδα__ μίαν θλιβεράν όντως είδησιν, εις τα ψιλά εκείνα συνθέματα της οπού εγράφοντο με ιδιαιτέραν πάντοτε χάριν και ευφυίαν, ότι επάνω εις τον λόφον του Μνημείου του Φιλοπάππου, μέσα εις μίαν σπηλαιώδη σχιμάδα, ευρέθη το πτώμα πτωχικού γηραλέου ανθρώπου με σαρακωμένον τον μύστακα, σκεπασμένον με ένα στρατιωτικόν μανδύαν, το οποίον εκράτει σφιγκτά εις τας αγκάλας του δύο χρυσοδεμένα βιβλία, τον χάρτην του Φεραίου και την συλλογήν των Χρησμών και Προρρήσεων περί του αγίου Βασιλέως. until|not|one|snowy|morning|the|Athenians|read|in|the||||||||||||||||||||and|||||||of||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||holy|King Until one snowy morning, the Athenians read in the noisy newspaper of the time a truly sad news item, in those small compositions that were always written with particular grace and wit, that on the hill of the Monument of Philopappus, inside a cave-like crevice, the body of a poor elderly man was found with a broken mustache, covered with a military cloak, which he held tightly in his arms two gilded books, the map of Feraios and the collection of Oracles and Prophecies about Saint Basil. Εν μέσω αυτών ήτο στερρώς εσφηνωμένη ιδιόχειρος του αποθανόντος διά μολυβδίδος σημείωσις λέγουσα. In|the midst of|them|was|firmly|embedded|handwritten|of the|deceased|by|lead|note|saying In the midst of these was firmly wedged a handwritten note from the deceased in pencil saying.

— Ηγρύπνησα, εσκέφθην, και είπα: Τάδε λέγει Κύριος: I woke up|I thought|and|I said|Thus|says|the Lord — I was awake, I thought, and said: Thus says the Lord:

Παιδί μου κυρ-Μιχάλη! Child|my|| My child, Mr. Michalis! Ημπορεί να κάμουν τας Αθήνας __Χρηματιστήριον της Ανατολής__, καθώς μου είπες ότι ελέχθη χθες εις την Βουλήν, αλλ' οι Χρησμοί δεν είνε δυνατόν να διαψευσθούν. It may|to|make|the|Athens|Stock Exchange|of|East|as|to me|you said|that|was said|yesterday||the|Parliament|but|the|Oracles|not|are|possible|to|be disproven They may make Athens the Stock Exchange of the East, as you told me was said yesterday in the Parliament, but the Oracles cannot be denied. Δεν είναι δυνατόν. It is not|possible|possible It is not possible. Αυτό να το βγάλουν από τον νουν τους. This|should|it|remove|from|the|mind|their They should get that out of their minds. Αν ζήσης εις την μεγάλην εκείνην διά τον Ελληνισμόν ημέραν, θα θυμηθής βέβαια να μου ανάψης. If|you live||the|great|that|for|the|Hellenism|day|will|remember|surely|to|me|light If you live to see that great day for Hellenism, you will surely remember to light it for me. . . . . . . Όποιος ζήση! Whoever|lives Whoever lives! . . . . . .

Η σημείωσις διεκόπτετο ενταύθα αποτόμως, προσέθετεν αινιγματωδώς η __Εφημερίς__· αι τελευταίαι λέξεις ήσαν δυσδιάκριτοι εκ της κακογραφίας. The|notation|was interrupted|here|abruptly|added|enigmatically|the|newspaper|the|last|words|were|indistinct|from|the|poor handwriting The note was abruptly interrupted here, the newspaper added enigmatically; the last words were indistinct due to the poor handwriting. Και φαίνεται ότι ο θάνατος επήλθεν αιφνίδιος. And|it seems|that|the|death|came|suddenly And it seems that death came suddenly. Δίπλα εκεί παρέκειτο κηρίον εσβεσμένον και μολυβδίς. Next to|there|lay|candle|extinguished|and|lead Next to it lay a burnt candle and a lead. Το πτώμα αυτό ανεγνωρίσθη αμέσως ότι ήτο του Καπετάνιου, του ονειροπόλου εκείνου της Μεγάλης Ιδέας μυσταγωγού, όστις ευρέθη εκεί από ένα αστυφύλακα, ξεπαγιασμένος, την παγεράν εκείνην πρωίαν, μέσα εις την χιονισμένην σχισμάδα του αρχαίου Μνημείου (2). The|corpse|this|was recognized|immediately|that|was|of the|Captain|of the|dreamer|that|of the|Great|Idea|initiator|who|was found|there|by|a|policeman|frozen|that|cold|that|morning|inside|in|the|snow-covered|crack|of the|ancient|Monument This corpse was immediately recognized as that of the Captain, that dreamer of the Great Idea, who was found there by a policeman, frozen, that cold morning, inside the snowy crevice of the ancient Monument (2).

SENT_CWT:AFkKFwvL=10.31 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=8.35 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=460 err=0.00%) translation(all=368 err=0.00%) cwt(all=5400 err=8.22%)