×

我们使用 cookie 帮助改善 LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), II. Τρεις θάνατοι

II. Τρεις θάνατοι

Το όχημα της άρρωστης ήτανε ζεμένο, έτοιμο, μα ο αμαξάς χρονοτριβούσε. Είχε πάει στο σπιτάκι του σταθμού, που χρησίμευε για χάνι των αμαξάδων. Η ατμόσφαιρα μέσα εκεί, ήτανε πολύ ζεστή, αποπνιχτική, βαριά, αφόρητη. Αναδινόταν μια δυνατή μυρουδιά χνωτίλας, ψημένου ψωμιού, λάχανου και προβατίλας. Κάμποσοι αμαξάδες κάθονταν και σιγοκουβεντιάζαν. Η μαγείρισσα πάλευε κοντά στον αναμμένο φούρνο. Πάνω στο πατάρι κειτόταν τυλιγμένος μέσα σε προβιές ένας άρρωστος.

- Μπάρμπα-Χβεντόρ! Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ, είπε ένας νεαρός αμαξάς τυλιγμένος στο πανωφόρι του και με το μαστίγι χωμένο στη ζώνη του, μπαίνοντας ορμητικά μέσα και μιλώντας στον άρρωστο.

- Τι ενοχλείς τώρα το γέρο, σαχλαμάρα; - πήρε το λόγο κάποιος από τους αμαξάδες που κουβέντιαζαν. Σε προσμένει το ζεμένο αμάξι σου.

- Θέλω να του γυρέψω τα ποδήματά του, γιατί τα δικά μου κουρελιάστηκαν αποκρίθηκε το παλικάρι σιάχνοντας τα μαλλιά του, που του έπεφταν στα μάτια και χώνοντας τα γάντια του στη ζώνη. Μα κοιμάται; Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ! - ξαναφώναξε, και πήγε πιο κοντά στο πατάρι.

- Τι 'ναι; - ακούστηκε μια αδύναμη φωνή κι ένα πρόσωπο ξανθό λιπόσαρκο πρόβαλε πάνω από το πατάρι. Το πλατύ κοκαλιάρικο και κατακίτρινο χέρι, με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, με κόπο προσπαθούσε να κρατήσει πάνω από το λερό πουκάμισο που φορούσε, το σάκο στις πλάτες του. Δος μου να πιω, αδελφάκι. Τι θες;

Το παλικάρι του έδωσε ένα κύπελλο με νερό.

- Να που λες μπάρμπα-Χβεντόρ, ήθελα να σε παρακαλέσω. Ελόγου σου, μαθές, τώρα πια δεν πρόκειται να περπατήσεις και δε σου χρειάζονται πια τα ποδήματα. Κι ήθελα να σε παρακαλέσω να μου τα δώσεις εμένα, που τα δικά μου λιώσανε ολότελα.

Ο άρρωστος είχε γυρίσει το κουρασμένο κεφάλι στο γυαλιστερό κύπελλο και με τα ανάρια, μακριά μουστάκια του βουτηγμένα στο σκούρο νερό, έπινε αχόρταγα και με κόπο. Τα μπερδεμένα γένια του ήτανε βρόμικα και τα βουλωμένα, θολά μάτια του στράφηκαν αργά-αργά και κοίταξαν το παλικάρι. Σαν παράτησε το νερό, θέλησε να σηκώσει το χέρι του για να σφουγγίσει τα βρεμένα χείλη του, μα δεν το κατόρθωσε και σφουγγίστηκε πάνω στο μανίκι του σάκου που κρεμόταν κοντύτερα. Ανάσαινε σωπαίνοντας με μεγάλη δυσκολία και κρατούσε τα μάτια στυλωμένα στο παλικάρι, ώσπου να μπορέσει να μιλήσει.

- Μα μπορεί κιόλας να τα έχεις κανενού υποσχεθεί είπε το παλικάρι. Το ζήτημα είναι πως κάνει μεγάλη υγρασία έξω και μένα μου έλαχε κάποια καλή δουλειά. Για τούτο σκέφτηκα να σε παρακαλέσω να μου δώσεις τα ποδήματά του. Μα αν τυχόν τα θες για ελόγου σου, πες μου το.

Μέσα στο στήθος του αρρώστου κάτι άρχισε να αναταράζεται και να βράζει. Έσκυψε και ταραζόταν σύγκορμος από το βήχα που τον έπνιγε, δίχως να ξεσπάσει ανακουφιστικά.

- Τι να τα κάνει ατός του τα ποδήματά; - ξεφώνισε ξαφνικά η μαγείρισσα όλο θυμό. Δυο μήνες τώρα δεν κατέβηκε από το πατάρι. Κοίτα τον σαν τραντάζεται. Πονάνε τα σωθικά του ανθρώπου ακούγοντας τον μονάχα. Τι να τα κάνει τα ποδήματα; Δεν πρόκειται να τον θάψουνε με καινούργια ποδήματα. Κι ωστόσο, από καιρό θα έπρεπε να έχει πεθάνει. Θεέ μου σχώρα με. Άκου τον πως τυραννιέται. Μακάρι να μπορούσανε να τον μεταφέρουνε κάπου αλλού! Λένε πως υπάρχουνε στις πολιτείες τόσα και τόσα νοσοκομεία. Γιατί και τούτο κατάντησε ανυπόφερτο. Έπιασε όλο το πατάρι μόνος του, δυο μήνες τώρα. Δεν έχουμε πού να γυρίσουμε. Κι από πάνου μας βάνουν πόστα κάθε τόσο για την πάστρα.

- Ε, Σεριόγα! Έλα στ' αμάξι σου, τ' αφεντικά περιμένουν, φώναξε από την πόρτα ο σταθμάρχης. Ο Σεριόγα έκανε να φύγει δίχως να πάρει απάντηση, μα ο γέρος, μέσα στο βήχα του, του έγνεψε με τα μάτια πως ήθελε να του μιλήσει.

- Πάρτα τα ποδήματά, Σεριόγα, κατάφερε να πει, σαν απόβηξε και ξανάσανε λιγάκι. Μονάχα, άκουσε με, ν' αγοράσεις μια πέτρα για τον τάφο μου, σαν πεθάνω, πρόσθεσε βραχνά.

- Σ' ευχαριστώ, μπάρμπα. Τα παίρνω το λοιπόν. Κι όσο για την πέτρα, έχεις το λόγο μου.

- Τ' ακούσατε ούλοι σας και σεις παιδιά, μπόρεσε να προσθέσει ακόμα ο άρρωστος και ξανάσκυψε πνιγμένος από το βήχα.

- Καλά, καλά. Τ' ακούσαμε, αποκρίθηκε ένας αμαξάς. Και συ, Σεριόγα, κάνε γρήγορα, γιατί να, ξανάρχεται τρέχοντας ο σταθμάρχης. Είναι βλέπεις, εκείνη η άρρωστη κυρά από το Σίρκινο.

Ο Σεριόγα, με μια γρήγορη κίνηση, τράβηξε κι έβγαλε τα ποδήματα που φορούσε και που ήταν πολύ μεγάλα για το πόδι του και καταξεσκισμένα και τα πέταξε κάτω από τον πάγκο. Τα ολοκαίνουργια ποδήματα του γέρου του ήρθανε καλούπι κι αφού τα φόρεσε έφυγε βιαστικά, καμαρώνοντάς τα.

- Με γεια τα ποδήματα! Μα είναι για να 'ναι, μωρέ Σεριόγα. Έλα να στ' αλείψω λίγο κατράμι, του είπε ο συνάδελφός του του άλλου αμαξιού και καθώς το παλικάρι ανέβαινε στη θέση του, του άλειψε καλά-καλά. Στα χάρισε;

- Μπας και ζήλεψες; - έκανε ο Σεριόγα, τυλίγοντας με τις ποδιές του πανωφοριού του τα πόδια του προτού να καθίσει. Μπρος τώρα. Ε, σεις, φιλαράκοι! Φώναξε στ' άλογα, κινώντας το μαστίγι. Και τα δυο οχήματα με τους επιβάτες, με τις βαλίτσες και τα δέματα, ξεκίνησαν μέσα στη γκρίζα φθινοπωριάτικη καταχνιά, κυλώντας γοργά τις ρόδες τους πάνω στο μουσκεμένο δρόμο.

Ο άρρωστος αμαξάς έμεινε μέσα σε κείνη την αποπνιχτική ατμόσφαιρα, ξαπλωμένος στο πατάρι. Γύρισε με κόπο από την άλλη μεριά, δίχως να κατορθώσει ν' αποβήξει και ζάρωσε εκεί δα. Ίσαμε το βράδυ κόσμος πολύς, μπαινόβγαινε, γευμάτιζε, δειπνούσε, μα ο άρρωστος δεν ακουγόταν. Προτού νυχτώσει η μαγείρισσα σκαρφάλωσε στο πατάρι για να πάρει το ζεστό σάκο της.

- Μη βαρυγκωμάς άλλο, Ναστάσια, μουρμούρισε ο γέρος, κοντεύει η ώρα που θα σ' αδειάσω τη γωνία.

- Καλά, καλά. Δεν βαρυγκωμάω του αποκρίθηκε εκείνη. Τι σου πονάει μπάρμπα; Για πες μου.

- Λιώσανε ούλα μου τα σωθικά. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.

- Θα σου πονάει, πρέπει κι ο λαιμός, σαν βήχεις. Ε;

- Ούλα πονάνε. Ο θάνατος μου έφτασε. Αυτό είναι. Ωχ, ωχ, ωχ! αγκομάχησε.

- Να έχεις τα ποδάρια σου έτσι δα σκεπασμένα, είπε η Ναστάσια, σκεπάζοντάς του τα πόδια καθώς κατέβαινε. Τη νύχτα το λαμπάκι φώτιζε αχνά το δωμάτιο. Η Ναστάσια και καμιά δεκαριά αμαξάδες κοιμόνταν ξαπλωμένοι καταγής και πάνω στους πάγκους με άγρια ροχαλητά. Μονάχα ο άρρωστος αγκομαχούσε σιγανά, σιγόβηχε και στριφογύριζε στο πατάρι. Κατά τα ξημερώματα ησύχασε ολότελα.

- Παράξενο όνειρο που έβλεπα απόψε στον ύπνο μου, έλεγε η μαγείρισσα, σαν ξύπνησε το πρωινό. Σάμπως λέει ο μπάρμπα-Χβεντόρ να κατέβηκε από το πατάρι και πήγε να κόψει ξύλα. Έλα Νάστια, μου λέει, να σε βοηθήσω. Και πού μπορείς εσύ, του λέω, να κόψεις ξύλα. Μα κείνος άδραξε το τσεκούρι, και δος του να κόβει ξύλα, με τέτοια γρηγοράδα, τι να σας πω; Τα πελεκούδια ξεπετάγονταν βροχή. Μα συ, ήσουνα άρρωστος του λέω. Όχι, μου λέει. Είμαι γιατρεμένος τώρα. Και σηκώνει με μια φόρα το τσεκούρι, φοβερίζοντάς με, τόσο που έμπηξα μια φωνή από την τρομάρα μου και ξύπνησα. Λέτε να πέθανε τη νύχτα; Μπάρμπα-Χβεντόρ, ε μπάρμπα!

Ο άρρωστος δεν αποκρινόταν.

- Θα έχει γούστο να πόθανε. Για να δω, είπε ένας από τους αμαξάδες που είχανε ξυπνήσει.

Το κοκαλιάρικο χέρι με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, που κρεμόταν από το πατάρι ήτανε παγωμένο και κίτρινο.

- Πρέπει να πάμε να το πούμε του σταθμάρχη. Φαίνεται να έχει πεθάνει, συμπέρανε ο αμαξάς.

Ο άρρωστος δεν είχε συγγενείς. Είχε ξεπέσει σε κείνα τα μέρη, από κάποιο μακρινό χωριό. Την άλλη μέρα τον έθαψαν στο καινούριο νεκροταφείο, πίσω από το δασάκι, κι η Ναστάσια κάμποσες ημέρες εξακολουθούσε να διηγιέται σ' όλους τ' όνειρό της και πως εκείνη πρώτη κατάλαβε πως ο Φιοντόρ πέθανε.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

II. Τρεις θάνατοι II. Three deaths II. Tres muertes

Το όχημα της άρρωστης ήτανε ζεμένο, έτοιμο, μα ο αμαξάς χρονοτριβούσε. ||||||||||was delaying The sick person's vehicle was harnessed, ready, but the coachman was dawdling. Είχε πάει στο σπιτάκι του σταθμού, που χρησίμευε για χάνι των αμαξάδων. He had gone to his little house at the station, which served as an inn for the coachmen. Η ατμόσφαιρα μέσα εκεί, ήτανε πολύ ζεστή, αποπνιχτική, βαριά, αφόρητη. |||||||suffocating|| The atmosphere in there was very warm, suffocating, heavy, unbearable. Αναδινόταν μια δυνατή μυρουδιά χνωτίλας, ψημένου ψωμιού, λάχανου και προβατίλας. |||||of baked||cabbage||lamb meat A strong smell of steam, baked bread, cabbage, and lamb wafted through the air. Κάμποσοι αμαξάδες κάθονταν και σιγοκουβεντιάζαν. ||||were quietly chatting Several cart drivers were sitting and chatting quietly. Η μαγείρισσα πάλευε κοντά στον αναμμένο φούρνο. |||near||| The cook was struggling near the lit oven. Πάνω στο πατάρι κειτόταν τυλιγμένος μέσα σε προβιές ένας άρρωστος. On the attic lay wrapped in furs a sick man.

- Μπάρμπα-Χβεντόρ! |Xventor - Uncle-Hvendor! Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ, είπε ένας νεαρός αμαξάς τυλιγμένος στο πανωφόρι του και με το μαστίγι χωμένο στη ζώνη του, μπαίνοντας ορμητικά μέσα και μιλώντας στον άρρωστο. ||Xventor||||||||||||||||||||||| Well, uncle-Hvendor, said a young coachman wrapped in his coat and with the whip tucked into his belt, bursting in and speaking to the sick man.

- Τι ενοχλείς τώρα το γέρο, σαχλαμάρα; - πήρε το λόγο κάποιος από τους αμαξάδες που κουβέντιαζαν. - Why are you bothering the old man now, nonsense? - someone from the cart drivers who were chatting took the floor. Σε προσμένει το ζεμένο αμάξι σου. |waits for|||| Your tied carriage is waiting for you.

- Θέλω να του γυρέψω τα ποδήματά του, γιατί τα δικά μου κουρελιάστηκαν αποκρίθηκε το παλικάρι σιάχνοντας τα μαλλιά του, που του έπεφταν στα μάτια και χώνοντας τα γάντια του στη ζώνη. |||borrow||||||||were damaged||||||||||||||||||| - I want to ask him for his boots because mine have worn out, replied the young man, fixing his hair that was falling into his eyes and sticking his gloves in his belt. Μα κοιμάται; Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ! But is he asleep? Hey, Uncle-Hvendor! - ξαναφώναξε, και πήγε πιο κοντά στο πατάρι. - he called again, and went closer to the loft.

- Τι 'ναι; - ακούστηκε μια αδύναμη φωνή κι ένα πρόσωπο ξανθό λιπόσαρκο πρόβαλε πάνω από το πατάρι. - What is it? - a weak voice was heard and a pale, blonde face emerged above the loft. Το πλατύ κοκαλιάρικο και κατακίτρινο χέρι, με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, με κόπο προσπαθούσε να κρατήσει πάνω από το λερό πουκάμισο που φορούσε, το σάκο στις πλάτες του. ||||||||reddish-yellow||||||||||dirty|||||||| The broad, bony, and deep yellow hand, with the reddish-yellow hair, was struggling to hold above the dirty shirt he wore, the sack on his back. Δος μου να πιω, αδελφάκι. Let me drink, little brother. Τι θες; What do you want?

Το παλικάρι του έδωσε ένα κύπελλο με νερό. The young man gave him a cup of water.

- Να που λες μπάρμπα-Χβεντόρ, ήθελα να σε παρακαλέσω. - Well, you say, uncle-Hvendorf, I wanted to ask you. Ελόγου σου, μαθές, τώρα πια δεν πρόκειται να περπατήσεις και δε σου χρειάζονται πια τα ποδήματα. For your sake, you see, now you will no longer walk and you no longer need the shoes. Κι ήθελα να σε παρακαλέσω να μου τα δώσεις εμένα, που τα δικά μου λιώσανε ολότελα. ||||||||||||||melted| And I wanted to ask you to give them to me, since mine have completely melted away.

Ο άρρωστος είχε γυρίσει το κουρασμένο κεφάλι στο γυαλιστερό κύπελλο και με τα ανάρια, μακριά μουστάκια του βουτηγμένα στο σκούρο νερό, έπινε αχόρταγα και με κόπο. The sick man had turned his weary head to the shiny cup and with his thin, long mustaches dipped in the dark water, he drank greedily and with effort. Τα μπερδεμένα γένια του ήτανε βρόμικα και τα βουλωμένα, θολά μάτια του στράφηκαν αργά-αργά και κοίταξαν το παλικάρι. His tangled beard was dirty and his clogged, cloudy eyes slowly turned and looked at the young man. Σαν παράτησε το νερό, θέλησε να σηκώσει το χέρι του για να σφουγγίσει τα βρεμένα χείλη του, μα δεν το κατόρθωσε και σφουγγίστηκε πάνω στο μανίκι του σάκου που κρεμόταν κοντύτερα. ||||||||||||||||||||||||||||||closer As he left the water, he wanted to lift his hand to wipe his wet lips, but he couldn't manage to do so and wiped them on the sleeve of the bag that was hanging closer. Ανάσαινε σωπαίνοντας με μεγάλη δυσκολία και κρατούσε τα μάτια στυλωμένα στο παλικάρι, ώσπου να μπορέσει να μιλήσει. He breathed silently with great difficulty and kept his eyes fixed on the young man until he could speak.

- Μα μπορεί κιόλας να τα έχεις κανενού υποσχεθεί είπε το παλικάρι. ||||||of no one|||| - But it could be that you have promised anyone, said the young man. Το ζήτημα είναι πως κάνει μεγάλη υγρασία έξω και μένα μου έλαχε κάποια καλή δουλειά. The issue is that it is very humid outside and I happened to have a good job. Για τούτο σκέφτηκα να σε παρακαλέσω να μου δώσεις τα ποδήματά του. For this reason, I thought to ask you to give me his bicycles. Μα αν τυχόν τα θες για ελόγου σου, πες μου το. But if you happen to want them for yourself, let me know.

Μέσα στο στήθος του αρρώστου κάτι άρχισε να αναταράζεται και να βράζει. Something began to stir and boil inside the sick man's chest. Έσκυψε και ταραζόταν σύγκορμος από το βήχα που τον έπνιγε, δίχως να ξεσπάσει ανακουφιστικά. |||||||||||||reliefingly He bent down and was shaken all over by the cough that choked him, without bursting out relievantly.

- Τι να τα κάνει ατός του τα ποδήματά; - ξεφώνισε ξαφνικά η μαγείρισσα όλο θυμό. - What does he want with those bicycles of his? - the cook suddenly shouted out in anger. Δυο μήνες τώρα δεν κατέβηκε από το πατάρι. For two months now, he hasn't come down from the attic. Κοίτα τον σαν τραντάζεται. Look at him as he shakes. Πονάνε τα σωθικά του ανθρώπου ακούγοντας τον μονάχα. The man's insides hurt just hearing him alone. Τι να τα κάνει τα ποδήματα; Δεν πρόκειται να τον θάψουνε με καινούργια ποδήματα. ||||||||||bury||| What are they going to do with the shoes? They are not going to bury him in new shoes. Κι ωστόσο, από καιρό θα έπρεπε να έχει πεθάνει. And yet, he should have died long ago. Θεέ μου σχώρα με. God, forgive me. Άκου τον πως τυραννιέται. |||is tormented Listen to how he is suffering. Μακάρι να μπορούσανε να τον μεταφέρουνε κάπου αλλού! I wish they could take him somewhere else! Λένε πως υπάρχουνε στις πολιτείες τόσα και τόσα νοσοκομεία. ||||||||hospitals They say there are so many hospitals in the states. Γιατί και τούτο κατάντησε ανυπόφερτο. ||||unbearable Because this has become unbearable. Έπιασε όλο το πατάρι μόνος του, δυο μήνες τώρα. He has occupied the entire attic by himself for two months now. Δεν έχουμε πού να γυρίσουμε. We have nowhere to go. Κι από πάνου μας βάνουν πόστα κάθε τόσο για την πάστρα. ||up there|||||||| And they put posts on top of us every so often for the cleaning.

- Ε, Σεριόγα! |Serioga - Hey, Seriofa! Έλα στ' αμάξι σου, τ' αφεντικά περιμένουν, φώναξε από την πόρτα ο σταθμάρχης. ||||||are waiting|||||| Come to your car, the bosses are waiting, the station master shouted from the door. Ο Σεριόγα έκανε να φύγει δίχως να πάρει απάντηση, μα ο γέρος, μέσα στο βήχα του, του έγνεψε με τα μάτια πως ήθελε να του μιλήσει. Sirioga tried to leave without getting an answer, but the old man, amidst his coughing, signaled with his eyes that he wanted to speak to him.

- Πάρτα τα ποδήματά, Σεριόγα, κατάφερε να πει, σαν απόβηξε και ξανάσανε λιγάκι. ||||||||when it cleared||| - Take these pedals, Sirioga, he managed to say, as he coughed and breathed a little. Μονάχα, άκουσε με, ν' αγοράσεις μια πέτρα για τον τάφο μου, σαν πεθάνω, πρόσθεσε βραχνά. Just listen to me, buy a stone for my grave when I die, he added hoarsely.

- Σ' ευχαριστώ, μπάρμπα. - Thank you, uncle. Τα παίρνω το λοιπόν. I accept it then. Κι όσο για την πέτρα, έχεις το λόγο μου. And as for the stone, you have my word.

- Τ' ακούσατε ούλοι σας και σεις παιδιά, μπόρεσε να προσθέσει ακόμα ο άρρωστος και ξανάσκυψε πνιγμένος από το βήχα. ||||||||||||||leaned over again|||| - You all heard it, and you too, kids, the sick man managed to add even more and again bent down, choking from the cough.

- Καλά, καλά. - Good, good. Τ' ακούσαμε, αποκρίθηκε ένας αμαξάς. We heard it, replied a carter. Και συ, Σεριόγα, κάνε γρήγορα, γιατί να, ξανάρχεται τρέχοντας ο σταθμάρχης. |||||||is coming back||| And you, Serioha, hurry up, because look, the stationmaster is coming back running. Είναι βλέπεις, εκείνη η άρρωστη κυρά από το Σίρκινο. ||||||||Sirkino You see, it's that sick lady from Sirkinos.

Ο Σεριόγα, με μια γρήγορη κίνηση, τράβηξε κι έβγαλε τα ποδήματα που φορούσε και που ήταν πολύ μεγάλα για το πόδι του και καταξεσκισμένα και τα πέταξε κάτω από τον πάγκο. |||||||||||||||||||||||tattered||||||| Serioha, with a quick motion, pulled off and took off the shoes he was wearing, which were too big for his foot and tattered, and threw them under the bench. Τα ολοκαίνουργια ποδήματα του γέρου του ήρθανε καλούπι κι αφού τα φόρεσε έφυγε βιαστικά, καμαρώνοντάς τα. |||||||fit|||||||| The brand new shoes of the old man came in a mold and after he put them on, he hurried away, showing them off.

- Με γεια τα ποδήματα! - Congratulations on the shoes! Μα είναι για να 'ναι, μωρέ Σεριόγα. But they are supposed to be, oh Serio. Έλα να στ' αλείψω λίγο κατράμι, του είπε ο συνάδελφός του του άλλου αμαξιού και καθώς το παλικάρι ανέβαινε στη θέση του, του άλειψε καλά-καλά. |||||tar||||colleague|||||||||||||||| Come let me smear you with some tar, his colleague from the other cart said to him, and as the young man was climbing into his seat, he smeared him thoroughly. Στα χάρισε; Did he gift them to you?

- Μπας και ζήλεψες; - έκανε ο Σεριόγα, τυλίγοντας με τις ποδιές του πανωφοριού του τα πόδια του προτού να καθίσει. ||you got jealous|||||||||||||||| - Are you jealous? - said Seriogha, wrapping the hem of his coat around his legs before sitting down. Μπρος τώρα. Go ahead now. Ε, σεις, φιλαράκοι! Hey, you guys, buddies! Φώναξε στ' άλογα, κινώντας το μαστίγι. He shouted to the horses, waving the whip. Και τα δυο οχήματα με τους επιβάτες, με τις βαλίτσες και τα δέματα, ξεκίνησαν μέσα στη γκρίζα φθινοπωριάτικη καταχνιά, κυλώντας γοργά τις ρόδες τους πάνω στο μουσκεμένο δρόμο. ||||||passengers||||||||||||||||||||| Both vehicles with the passengers, with the suitcases and the parcels, started off into the gray autumn haze, rolling their wheels quickly over the wet road.

Ο άρρωστος αμαξάς έμεινε μέσα σε κείνη την αποπνιχτική ατμόσφαιρα, ξαπλωμένος στο πατάρι. The sick coachman remained in that suffocating atmosphere, lying on the loft. Γύρισε με κόπο από την άλλη μεριά, δίχως να κατορθώσει ν' αποβήξει και ζάρωσε εκεί δα. |||||||||||succeed|||| He turned with effort to the other side, unable to cough it out, and shrank there. Ίσαμε το βράδυ κόσμος πολύς, μπαινόβγαινε, γευμάτιζε, δειπνούσε, μα ο άρρωστος δεν ακουγόταν. |||||was coming and going||||||| Until the evening, many people were coming and going, having lunch, having dinner, but the sick person was not heard. Προτού νυχτώσει η μαγείρισσα σκαρφάλωσε στο πατάρι για να πάρει το ζεστό σάκο της. Before nightfall, the cook climbed up to the attic to get her warm bag.

- Μη βαρυγκωμάς άλλο, Ναστάσια, μουρμούρισε ο γέρος, κοντεύει η ώρα που θα σ' αδειάσω τη γωνία. |grumble|||||||||||||| - Don't grumble anymore, Nastasia, the old man murmured, the time is nearing when I will clear you out of this corner.

- Καλά, καλά. Δεν βαρυγκωμάω του αποκρίθηκε εκείνη. |grumble||| I don't groan, she replied. Τι σου πονάει μπάρμπα; Για πες μου. What hurts you, uncle? Tell me.

- Λιώσανε ούλα μου τα σωθικά. - All my insides have melted. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. God put His hand.

- Θα σου πονάει, πρέπει κι ο λαιμός, σαν βήχεις. Ε; - It will hurt you, the throat must hurt too, when you cough. Right?

- Ούλα πονάνε. Ο θάνατος μου έφτασε. - Everything hurts. Death has reached me. Αυτό είναι. Ωχ, ωχ, ωχ! αγκομάχησε. gasped he groaned.

- Να έχεις τα ποδάρια σου έτσι δα σκεπασμένα, είπε η Ναστάσια, σκεπάζοντάς του τα πόδια καθώς κατέβαινε. - Keep your legs covered like this, said Nastasia, covering his feet as he descended. Τη νύχτα το λαμπάκι φώτιζε αχνά το δωμάτιο. At night, the little light dimly illuminated the room. Η Ναστάσια και καμιά δεκαριά αμαξάδες κοιμόνταν ξαπλωμένοι καταγής και πάνω στους πάγκους με άγρια ροχαλητά. Nastasia and about ten coachmen were lying on the ground and on the benches, snoring wildly. Μονάχα ο άρρωστος αγκομαχούσε σιγανά, σιγόβηχε και στριφογύριζε στο πατάρι. |||||softly coughed|||| Only the sick one was groaning softly, coughing quietly, and tossing and turning in the loft. Κατά τα ξημερώματα ησύχασε ολότελα. By dawn, he was completely quiet.

- Παράξενο όνειρο που έβλεπα απόψε στον ύπνο μου, έλεγε η μαγείρισσα, σαν ξύπνησε το πρωινό. - Strange dream I saw tonight in my sleep, the cook said, as she woke up in the morning. Σάμπως λέει ο μπάρμπα-Χβεντόρ να κατέβηκε από το πατάρι και πήγε να κόψει ξύλα. It seems that Uncle Kventor came down from the attic and went to chop wood. Έλα Νάστια, μου λέει, να σε βοηθήσω. Come Nástia, she says to me, let me help you. Και πού μπορείς εσύ, του λέω, να κόψεις ξύλα. And where can you, I say to him, chop wood. Μα κείνος άδραξε το τσεκούρι, και δος του να κόβει ξύλα, με τέτοια γρηγοράδα, τι να σας πω; Τα πελεκούδια ξεπετάγονταν βροχή. ||||||||||||||what|||||axes|| But he grabbed the axe, and let him chop wood, with such speed, what can I tell you? The chips were flying like rain. Μα συ, ήσουνα άρρωστος του λέω. But you, you were sick, I say to him. Όχι, μου λέει. No, he tells me. Είμαι γιατρεμένος τώρα. |healed| I am married now. Και σηκώνει με μια φόρα το τσεκούρι, φοβερίζοντάς με, τόσο που έμπηξα μια φωνή από την τρομάρα μου και ξύπνησα. |||||||||||let out|||||||| And he raises the axe with a swing, terrifying me, so much that I let out a scream from my fright and woke up. Λέτε να πέθανε τη νύχτα; Μπάρμπα-Χβεντόρ, ε μπάρμπα! Do you think he died during the night? Uncle-Khvendore, oh uncle!

Ο άρρωστος δεν αποκρινόταν. The sick man did not respond.

- Θα έχει γούστο να πόθανε. ||||die - It would be nice if he died. Για να δω, είπε ένας από τους αμαξάδες που είχανε ξυπνήσει. Let's see, said one of the coachmen who had woken up.

Το κοκαλιάρικο χέρι με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, που κρεμόταν από το πατάρι ήτανε παγωμένο και κίτρινο. The bony hand with the reddish-blonde fur, hanging from the loft, was frozen and yellow.

- Πρέπει να πάμε να το πούμε του σταθμάρχη. - We must go tell the station master. Φαίνεται να έχει πεθάνει, συμπέρανε ο αμαξάς. He seems to have died, concluded the coachman.

Ο άρρωστος δεν είχε συγγενείς. The sick man had no relatives. Είχε ξεπέσει σε κείνα τα μέρη, από κάποιο μακρινό χωριό. He had fallen into those parts, from some distant village. Την άλλη μέρα τον έθαψαν στο καινούριο νεκροταφείο, πίσω από το δασάκι, κι η Ναστάσια κάμποσες ημέρες εξακολουθούσε να διηγιέται σ' όλους τ' όνειρό της και πως εκείνη πρώτη κατάλαβε πως ο Φιοντόρ πέθανε. The next day they buried him in the new cemetery, behind the little forest, and Nastasia for several days continued to recount to everyone her dream and how she was the first to understand that Fyodor had died.