×

我们使用 cookie 帮助改善 LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), VII. Αφέντης και Δούλος

VII. Αφέντης και Δούλος

Ο Νικήτα από τη στιγμή που στρογγυλοκάθισε μέσα στη γούβα, πίσω από έλκηθρο και κουκουλώθηκε με το καναβάτσο, έμεινε ακίνητος. Σαν όλους τους ανθρώπους που ζούνε με τη φύση και ξέρουν την ανάγκη, ήτανε υπομονετικός και μπορούσε ήσυχα να περιμένει ώρες πολλές, ακόμα και μέρες δίχως να δοκιμάσει μήτε ανησυχία, μήτε αδημονία. Είχε ακούσει τ' αφεντικό του που του φώναζε, μα δεν αποκρίθηκε, γιατί δεν είχε όρεξη να κινηθεί και να μιλήσει. Παρ' όλο που αισθανόταν ακόμα να 'ναι ζεστός από το τσάι που είχε πιει κι από την πολλή κίνηση που είχε κάνει παλεύοντας ανάμεσα στα χιόνια, ήξερε πως η ζεστασιά αυτή δε θα κράταγε πολλή ώρα και πως να ζεσταθεί με καινούργιες κινήσεις δε θα το μπορούσε γιατί ένιωθε να 'ναι τόσο κουρασμένος, όπως το νιώθει το άλογο όταν αποστάσει πια, και δε μπορεί να προχωρήσει παρ' όλο που το βιάζει με το μαστίγι ο νοικοκύρης του κι έχει ανάγκη να φάει καλά για να μπορέσει να δουλέψει. Το ένα πόδι του μέσα στο σκισμένο πόδημα είχε ξαπαγιάσει κι ένιωθε ακίνητο το μεγάλο δάχτυλο. Κι εκτός απ' αυτό ένιωθε όλο το κορμί του ολοένα και πιο πολύ να κρυώνει. Η σκέψη πως θα μπορούσε, και μάλιστα ήτανε πολύ πιθανό, να πέθαινε εκείνη τη νύχτα, του πέρασε από το μυαλό, μα η σκέψη αυτή δεν του φάνηκε μήτε τόσο δυσάρεστη, μήτε τόσο τρομερή. Και τούτο γιατί ολόκληρη η ζωή του, δεν υπήρξε αδιάκοπο πανηγύρι παρά αντιθέτως μια υπηρεσία δίχως τελειωμό, που άρχισε κιόλας να τον κουράζει. Κι ακόμα γιατί υπηρετώντας σ' όλη τη ζωή διάφορα αφεντικά σαν το Βασίλη Αντρέιτς, είχε ταυτόχρονα πάντα το συναίσθημα, πως εξαρτιόταν από το κύριο αφεντικό, από κείνον που τον έστειλε σε τούτη τη ζωή. Κι ήξερε πως και πεθαίνοντας θα έμενε στην εξουσία του αφεντικού αυτού, και πως τούτο το αφεντικό δε θα τον αδικούσε.

- Κρίμα ν' αφήνει κάποιος όλα τούτα που έχει ζήσει, όλα τούτα που έχει συνηθίσει! Μα τι να γίνει; Πρέπει να συνηθίσει και στα καινούρια. Οι αμαρτίες; - στοχάστηκε τα μεθύσια του, τα λεφτά που είχε ξοδέψει στα κρασοπουλειά, τους τσακωμούς του με τη γυναίκα του, τις βρισιές που συνήθιζε σαν ήτανε με θυσμένος- θυμήθηκε ακόμα που δεν πήγαινε στη εκκλησία, που δε νήστευε τις σαρακοστές κι όλα κείνα, που γι' αυτά πάντα τον μάλωνε ο παπάς, σαν πήγαινε να ξομολογηθεί. Ε, βέβαια, έχω αμαρτίες. Μα σάμπως τις έφτιαξα ξεπίτηδες; Τέτοιον, φαίνεται μ' έχει κάνει ο Θεός. Ας είναι κι οι αμαρτίες κοντά στ' άλλα. Πού μπορείς να κρυφτείς;

Αυτά σκέφτηκε στην αρχή σχετικά με κείνο που μπορούσε να του συμβεί κείνη τη νύχτα κι ύστερα πια δεν ξαναγύρισε στις σκέψεις αυτές, παρά παραδόθηκε στις διάφορες αναμνήσεις, που από μόνες τους ερχόταν στο μυαλό. Πότε αναθυμόταν τον ερχομό της Μάρφα και τα μεθύσια των εργατών και τη δική του αποχή από το πιοτό, πότε τη σημερινή περιπλάνηση και το νοικοκυρεμένο σπιτικό του Τάρας και τις συζητήσεις για τη μοιρασιά, ποτέ το παιδί του και το Μουχόρτη, που τώρα όσο να 'ναι θα κρύωνε λιγότερο καθώς το σκέπασε με την κάπα, πότε σκεφτόταν τ' αφεντικό του που έκανε το έλκηθρο να τριζοκοπάει καθώς στριφογύριζε μέσα σε δαύτο για να βολευτεί καλά.

- Θα το έχει μετανιώσει και μόνος του, ο καψερός, που ξεκίνησε με τέτοιον καιρό, σκεφτόταν ο Νικήτα. Ύστερα από τόσα υπάρχοντα που έχει και τόση καλοπέραση, δε θέλει να πεθάνει. Όχι σαν κι εμάς τους φουκαράδες.

Και σιγά-σιγά ολ' αυτά αρχίνησαν να μπερδεύονται, να γίνονται σαλάτα μέσα στο μυαλό του κι αποκοιμήθηκε. Και τη στιγμή που ο Βασίλη Αντρέιτς, προσπαθώντας να καβαλήσει, ταρακούνησε το έλκηθρο, η ράχη του αμαξιού, που πάνω σ' αυτήν ακουμπούσε ο Νικήτα, αναταράχτηκε δυνατά και τον χτύπησε στις πλάτες, ξυπνώντας τον. Τότε, θέλοντας και μη, βρέθηκε αναγκασμένος ν' αλλάξει θέση. Με κόπο τέντωσε τα πόδια του και τίναξε πάνωθέ του χιόνια. Ύστερα σηκώθηκε κι αμέσως ένιωσε να τον διαπερνάει σύγκορμο μια οδυνηρή κρυάδα. Κατάλαβε τι έτρεχε και θέλησε να του αφήσει ο Βασίλη Αντρέιτς την κάπα, που τώρα πια ήτανε άχρηστη για το άλογο, μια και το είχε καβαλήσει και θα έφευγαν, ενώ κείνου θα του χρησίμευε πολύ για να τυλιχτεί. Και του φώναξε.

Μα ο Βασίλη Αντρέιτς δεν άκουσε ή δε θέλησε ν' ακούσει κι εξαφανίστηκε μέσα στην πυκνή χιονόσκονη. Σαν απόμεινε μοναχός ο Νικήτα για μια στιγμή σκέφτηκε τι θα έπρεπε να κάνει. Να ξεκινήσει για να βρει κάποια κατοικία ανθρώπων, αισθανόταν πως δεν είχε πια δυνάμεις για οδοιπορία. Να ξανακάτσει στην παλιά θέση δε μπορούσε πια, γιατί η γούβα δεν υπήρχε. Την είχε πέρα για πέρα σκεπάσει το χιόνι που έπεφτε. Καταλάβαινε πως και μέσα στο έλκηθρο δεν είχε ελπίδα να ζεσταθεί, γιατί δεν είχε με τι να σκεπαστεί και γιατί τώρα και το κοντογούνι και το πανωφόρι του δεν τον ζέσταιναν πια. Κρύωνε τόσο πολύ που λες κι είχε μείνει γδυτός, μονάχα με το πουκάμισο. Τον κυρίεψε αγωνία.

- Ω, Παναγιά μου! Θεέ μου, Παντοδύναμε! - είπε δυνατά και το συναίσθημα πως δεν ήτανε μοναχός, παρά κάποιος το άκουγε και δεν θα τον άφηνε να χαθεί, τον ανακούφισε. Αναστέναξε βαθιά και δίχως να βγάλει το καναβάτσο που μ' αυτό είχε τυλιγμένο το κεφάλι του, χώθηκε στο έλκηθρο μέσα και ξάπλωσε στη θέση, που πρωτύτερα ξάπλωνε το αφεντικό του. Μα και μέσα στο έλκηθρο ήτανε αδύνατο να ζεσταθεί. Στην αρχή έτρεμε σύγκορμος, ύστερα η τρεμούλα έπαψε κι άρχισε σιγά-σιγά να χάνει τις αισθήσεις του. Δεν ήξερε αν αυτό ήτανε θάνατος ή ύπνος, μα ένιωθε τον εαυτό του το ίδιο έτοιμο και για το ένα και για τ' άλλο.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

VII. Αφέντης και Δούλος VII. Master and Servant VII. Amo y criado

Ο Νικήτα από τη στιγμή που στρογγυλοκάθισε μέσα στη γούβα, πίσω από έλκηθρο και κουκουλώθηκε με το καναβάτσο, έμεινε ακίνητος. ||||||settled down||||||||||||| Nikita, from the moment he settled down in the hollow, behind the sled and covered himself with the canvas, remained motionless. Σαν όλους τους ανθρώπους που ζούνε με τη φύση και ξέρουν την ανάγκη, ήτανε υπομονετικός και μπορούσε ήσυχα να περιμένει ώρες πολλές, ακόμα και μέρες δίχως να δοκιμάσει μήτε ανησυχία, μήτε αδημονία. Like all people who live with nature and know necessity, he was patient and could quietly wait for many hours, even days, without experiencing either anxiety or impatience. Είχε ακούσει τ' αφεντικό του που του φώναζε, μα δεν αποκρίθηκε, γιατί δεν είχε όρεξη να κινηθεί και να μιλήσει. He had heard his master calling him, but he did not respond, as he had no desire to move or speak. Παρ' όλο που αισθανόταν ακόμα να 'ναι ζεστός από το τσάι που είχε πιει κι από την πολλή κίνηση που είχε κάνει παλεύοντας ανάμεσα στα χιόνια, ήξερε πως η ζεστασιά αυτή δε θα κράταγε πολλή ώρα και πως να ζεσταθεί με καινούργιες κινήσεις δε θα το μπορούσε γιατί ένιωθε να 'ναι τόσο κουρασμένος, όπως το νιώθει το άλογο όταν αποστάσει πια, και δε μπορεί να προχωρήσει παρ' όλο που το βιάζει με το μαστίγι ο νοικοκύρης του κι έχει ανάγκη να φάει καλά για να μπορέσει να δουλέψει. |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||distance|||||||||||||||||||||||||||| Even though he still felt warm from the tea he had drunk and from the much movement he had made struggling through the snow, he knew that this warmth wouldn’t last long and that he wouldn’t be able to warm up with new movements because he felt so tired, just like a horse feels when it has galloped for a long time, and it can’t move forward even though its owner urges it on with the whip and needs to eat well in order to be able to work. Το ένα πόδι του μέσα στο σκισμένο πόδημα είχε ξαπαγιάσει κι ένιωθε ακίνητο το μεγάλο δάχτυλο. |||||||||stopped|||||| One of his feet inside the torn shoe had gone numb and he felt his big toe was motionless. Κι εκτός απ' αυτό ένιωθε όλο το κορμί του ολοένα και πιο πολύ να κρυώνει. And besides that, he felt his whole body getting colder and colder. Η σκέψη πως θα μπορούσε, και μάλιστα ήτανε πολύ πιθανό, να πέθαινε εκείνη τη νύχτα, του πέρασε από το μυαλό, μα η σκέψη αυτή δεν του φάνηκε μήτε τόσο δυσάρεστη, μήτε τόσο τρομερή. The thought that he could, and in fact it was very likely, die that night crossed his mind, but this thought did not seem to him either so unpleasant or so horrifying. Και τούτο γιατί ολόκληρη η ζωή του, δεν υπήρξε αδιάκοπο πανηγύρι παρά αντιθέτως μια υπηρεσία δίχως τελειωμό, που άρχισε κιόλας να τον κουράζει. And this was because his whole life had not been an uninterrupted celebration but, on the contrary, a never-ending service, which was already beginning to tire him. Κι ακόμα γιατί υπηρετώντας σ' όλη τη ζωή διάφορα αφεντικά σαν το Βασίλη Αντρέιτς, είχε ταυτόχρονα πάντα το συναίσθημα, πως εξαρτιόταν από το κύριο αφεντικό, από κείνον που τον έστειλε σε τούτη τη ζωή. And also because, serving various masters throughout his life like Vasilis Andreits, he always had the feeling that he depended on the main master, on the one who sent him into this life. Κι ήξερε πως και πεθαίνοντας θα έμενε στην εξουσία του αφεντικού αυτού, και πως τούτο το αφεντικό δε θα τον αδικούσε. And he knew that even dying he would remain under the power of this master, and that this master would not wrong him.

- Κρίμα ν' αφήνει κάποιος όλα τούτα που έχει ζήσει, όλα τούτα που έχει συνηθίσει! - It's a pity for someone to leave behind all these things that he has lived, all these things that he has gotten used to! Μα τι να γίνει; Πρέπει να συνηθίσει και στα καινούρια. But what can be done? One must get used to the new. Οι αμαρτίες; - στοχάστηκε τα μεθύσια του, τα λεφτά που είχε ξοδέψει στα κρασοπουλειά, τους τσακωμούς του με τη γυναίκα του, τις βρισιές που συνήθιζε σαν ήτανε με θυσμένος- θυμήθηκε ακόμα που δεν πήγαινε στη εκκλησία, που δε νήστευε τις σαρακοστές κι όλα κείνα, που γι' αυτά πάντα τον μάλωνε ο παπάς, σαν πήγαινε να ξομολογηθεί. The sins? - he contemplated his drunkenness, the money he had spent at the wine shops, the fights with his wife, the curses he used to throw when he was drunk - he even remembered that he didn't go to church, that he didn't fast during Lent, and all those things for which the priest always scolded him when he went to confess. Ε, βέβαια, έχω αμαρτίες. Well, of course, I have sins. Μα σάμπως τις έφτιαξα ξεπίτηδες; Τέτοιον, φαίνεται μ' έχει κάνει ο Θεός. But did I make them deliberately? It seems God made me this way. Ας είναι κι οι αμαρτίες κοντά στ' άλλα. Let the sins be alongside the others. Πού μπορείς να κρυφτείς; Where can you hide?

Αυτά σκέφτηκε στην αρχή σχετικά με κείνο που μπορούσε να του συμβεί κείνη τη νύχτα κι ύστερα πια δεν ξαναγύρισε στις σκέψεις αυτές, παρά παραδόθηκε στις διάφορες αναμνήσεις, που από μόνες τους ερχόταν στο μυαλό. These thoughts crossed his mind at first about what could happen to him that night, and then he never returned to those thoughts, but surrendered to the various memories that came to mind on their own. Πότε αναθυμόταν τον ερχομό της Μάρφα και τα μεθύσια των εργατών και τη δική του αποχή από το πιοτό, πότε τη σημερινή περιπλάνηση και το νοικοκυρεμένο σπιτικό του Τάρας και τις συζητήσεις για τη μοιρασιά, ποτέ το παιδί του και το Μουχόρτη, που τώρα όσο να 'ναι θα κρύωνε λιγότερο καθώς το σκέπασε με την κάπα, πότε σκεφτόταν τ' αφεντικό του που έκανε το έλκηθρο να τριζοκοπάει καθώς στριφογύριζε μέσα σε δαύτο για να βολευτεί καλά. ||||||||||workers|||||abstinence||||||||||tidy|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||trizokopai||||||||| Sometimes he remembered the arrival of Marfa and the drunkenness of the workers, and his own abstinence from alcohol; sometimes today's wanderings and the tidy home of Taras and the discussions about the division; sometimes his child and Mukhorty, who was now, after all, going to feel less cold as he covered him with his cloak; and sometimes he thought of his boss, who would make the sled creak as he twisted around to settle in comfortably.

- Θα το έχει μετανιώσει και μόνος του, ο καψερός, που ξεκίνησε με τέτοιον καιρό, σκεφτόταν ο Νικήτα. - He must be regretting it all by himself, the poor thing, for starting in such weather, Nikitas was thinking. Ύστερα από τόσα υπάρχοντα που έχει και τόση καλοπέραση, δε θέλει να πεθάνει. After all the possessions he has and all the comforts, he doesn't want to die. Όχι σαν κι εμάς τους φουκαράδες. |||||poor people Not like us poor souls.

Και σιγά-σιγά ολ' αυτά αρχίνησαν να μπερδεύονται, να γίνονται σαλάτα μέσα στο μυαλό του κι αποκοιμήθηκε. |||||||get confused||||||||| And little by little, all this began to get confused, to turn into a salad in his mind, and he fell asleep. Και τη στιγμή που ο Βασίλη Αντρέιτς, προσπαθώντας να καβαλήσει, ταρακούνησε το έλκηθρο, η ράχη του αμαξιού, που πάνω σ' αυτήν ακουμπούσε ο Νικήτα, αναταράχτηκε δυνατά και τον χτύπησε στις πλάτες, ξυπνώντας τον. ||||||||||shook|||||||||||||||||||||| And at the moment when Vasilis Andreits tried to mount, shaking the sleigh, the back of the cart, on which Nikita was resting, jolted sharply and hit him on the back, waking him up. Τότε, θέλοντας και μη, βρέθηκε αναγκασμένος ν' αλλάξει θέση. Then, whether he wanted to or not, he found himself forced to change position. Με κόπο τέντωσε τα πόδια του και τίναξε πάνωθέ του χιόνια. With effort, he stretched out his legs and shook the snow off of himself. Ύστερα σηκώθηκε κι αμέσως ένιωσε να τον διαπερνάει σύγκορμο μια οδυνηρή κρυάδα. Then he got up and immediately felt an agonizing chill penetrating him all over. Κατάλαβε τι έτρεχε και θέλησε να του αφήσει ο Βασίλη Αντρέιτς την κάπα, που τώρα πια ήτανε άχρηστη για το άλογο, μια και το είχε καβαλήσει και θα έφευγαν, ενώ κείνου θα του χρησίμευε πολύ για να τυλιχτεί. |||||||||||||||||||||||||||||||would|||||| He understood what was happening and wanted Vasilis Andreits to leave him the cloak, which was now useless for the horse, since he had ridden it and they would be leaving, whereas it would be very useful for him to wrap himself in. Και του φώναξε. And he called out to him.

Μα ο Βασίλη Αντρέιτς δεν άκουσε ή δε θέλησε ν' ακούσει κι εξαφανίστηκε μέσα στην πυκνή χιονόσκονη. But Vassilis Andreits did not hear or did not want to hear and disappeared into the thick snow dust. Σαν απόμεινε μοναχός ο Νικήτα για μια στιγμή σκέφτηκε τι θα έπρεπε να κάνει. When Nikita was left alone for a moment, he thought about what he should do. Να ξεκινήσει για να βρει κάποια κατοικία ανθρώπων, αισθανόταν πως δεν είχε πια δυνάμεις για οδοιπορία. |||||||||||||||journey He began to look for some human habitation, feeling that he no longer had the strength for wandering. Να ξανακάτσει στην παλιά θέση δε μπορούσε πια, γιατί η γούβα δεν υπήρχε. He could no longer sit in the old spot, because the dip no longer existed. Την είχε πέρα για πέρα σκεπάσει το χιόνι που έπεφτε. It had been completely covered by the snow that was falling. Καταλάβαινε πως και μέσα στο έλκηθρο δεν είχε ελπίδα να ζεσταθεί, γιατί δεν είχε με τι να σκεπαστεί και γιατί τώρα και το κοντογούνι και το πανωφόρι του δεν τον ζέσταιναν πια. He realized that even inside the sled he had no hope of warming up, because he had nothing to cover himself with and because now neither his fur coat nor his overcoat warmed him anymore. Κρύωνε τόσο πολύ που λες κι είχε μείνει γδυτός, μονάχα με το πουκάμισο. ||||||||naked|||| He was so cold that it felt like he was left naked, just with his shirt. Τον κυρίεψε αγωνία. He was overtaken by anxiety.

- Ω, Παναγιά μου! - Oh, my Virgin Mary! Θεέ μου, Παντοδύναμε! My God, All-Powerful! - είπε δυνατά και το συναίσθημα πως δεν ήτανε μοναχός, παρά κάποιος το άκουγε και δεν θα τον άφηνε να χαθεί, τον ανακούφισε. - he said loudly and the feeling that he wasn't alone, but that someone was listening and wouldn't let him be lost, relieved him. Αναστέναξε βαθιά και δίχως να βγάλει το καναβάτσο που μ' αυτό είχε τυλιγμένο το κεφάλι του, χώθηκε στο έλκηθρο μέσα και ξάπλωσε στη θέση, που πρωτύτερα ξάπλωνε το αφεντικό του. He sighed deeply and without taking off the canvas that he had wrapped around his head, he crawled into the sled and lay down in the spot where his master had previously lain. Μα και μέσα στο έλκηθρο ήτανε αδύνατο να ζεσταθεί. ||||||||warm up But even inside the sled, it was impossible for him to warm up. Στην αρχή έτρεμε σύγκορμος, ύστερα η τρεμούλα έπαψε κι άρχισε σιγά-σιγά να χάνει τις αισθήσεις του. At first, he trembled all over, then the shivering stopped and he began to slowly lose consciousness. Δεν ήξερε αν αυτό ήτανε θάνατος ή ύπνος, μα ένιωθε τον εαυτό του το ίδιο έτοιμο και για το ένα και για τ' άλλο. He didn't know if it was death or sleep, but he felt himself equally ready for both.