×

我们使用cookies帮助改善LingQ。通过浏览本网站,表示你同意我们的 cookie 政策.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, IX. Ο Θάνατος του Μπέλεγκ

IX. Ο Θάνατος του Μπέλεγκ

Ο Μπέλεγκ γύρεψε τον Τούριν ανάμεσα στους νεκρούς για να τον θάψει. Αλλά δεν μπορούσε να βρει το πτώμα του. Τότε κατάλαβε ότι ο γιος του Χούριν ήταν ακόμη ζωντανός και ότι τον μετέφεραν στην Άνγκμπαντ. Αυτός, όμως, παρέμεινε αναγκαστικά στο Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ μέχρι να επουλωθούν τα τραύματά του. Τότε ξεκίνησε με ελάχιστες ελπίδες να βρει τα ίχνη των Ορκ και τα εντόπισε κοντά στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Εκεί χωρίζονταν, μερικά περνούσαν από τις παρυφές του Δάσους του Μπρέθιλ και πήγαιναν προς το Πέρασμα του Μπρίθιαχ, ενώ άλλα έστριβαν δυτικά. Και ήταν ολοφάνερο στον Μπέλεγκ ότι έπρεπε να ακολουθήσει εκείνα που πήγαιναν απευθείας και με μεγαλύτερη ταχύτητα στην Άνγκμπαντ, τραβώντας προς το Πέρασμα του Άναχ. Έτσι διέσχισε το Ντίμπαρ και ανέβηκε στο Πέρασμα του Άναχ και μπήκε στα Έρεντ Γκόργκοροθ, τα Βουνά του Τρόμου, και από κει στα υψίπεδα Τάουρ-νου-Φούιν, στο Δάσος της Νύχτας, μια περιοχή τρόμου και σκοτεινής μαγείας, περιπλάνησης και απόγνωσης.

Ο Μπέλεγκ, νυχτωμένος σε αυτήν τη φρικτή περιοχή, από τύχη διέκρινε ένα μικρό φως ανάμεσα στα δέντρα και πλησιάζοντας βρήκε ένα Ξωτικό να κοιμάται κάτω από ένα μεγάλο ξερό δέντρο, δίπλα στο κεφάλι του ήταν μια λυχνία από την οποία είχε γλιστρήσει το κάλυμμα. Τότε ο Μπέλεγκ ξύπνησε το Ξωτικό και του έδωσε λέμπας και το ρώτησε ποια μοίρα το είχε φέρει σ' αυτό το τρομερό μέρος. Και το Ξωτικό του είπε ότι είναι ο Γκουίντορ, γιος του Γκουίλιν.

Ο Μπέλεγκ τον κοίταξε με θλίψη, γιατί ο Γκουίντορ δεν ήταν παρά μια σκυφτή και δειλή σκιά της προηγούμενης μορφής και της ανδρείας του, όταν στη Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων ο κύριος του Νάργκοθροντ έφτασε ως τις ίδιες τις πύλες της Άνγκμπαντ και εκεί αιχμαλωτίστηκε. Γιατί ο Μόργκοθ σκότωσε ελάχιστους από τους Νόλντορ που αιχμαλώτισε λόγω της δεξιοσύνης τους στην εξόρυξη μετάλλων και πολύτιμων λίθων. Και τον Γκουίντορ δεν τον σκότωσε, αλλά τον έβαλε να δουλεύει στα ορυχεία του Βορρά. Οι Νόλντορ είχαν πολλές από τις φεανοριανές λυχνίες, κάτι κρύσταλλους κρεμασμένους σε ένα λεπτό αλυσιδωτό δίχτυ, που ακτινοβολούσαν πάντα ένα εσωτερικό γαλάζιο φως, εξαιρετικό για να βρίσκεις το δρόμο σου στο σκοτάδι της νύχτας ή μέσα σε σήραγγες. Το μυστικό αυτών των λυχνιών δεν το γνώριζαν ούτε και οι ίδιοι.

Έτσι πολλά από τα Ξωτικά ξέφυγαν από το σκοτάδι των ορυχείων, γιατί κατάφεραν να ανοίξουν τούνελ. Ο Γκουίντορ όμως πήρε ένα μικρό σπαθί από κάποιον στα καμίνια και, ενώ δούλευε μαζί με άλλους σπάζοντας πέτρες, επιτέθηκε ξαφνικά στους φρουρούς. Ξέφυγε αλλά με το ένα χέρι κομμένο. Και τώρα κειτόταν εξαντλημένος κάτω από τα μεγάλα πεύκα του Τάουρ-νου-Φούιν.

Από τον Γκουίντορ ο Μπέλεγκ έμαθε ότι η μικρή ομάδα των Ορκ που προπορευόταν και από την οποία είχε κρυφτεί και ο ίδιος, δεν είχε αιχμαλώτους και ταξίδευε ολοταχώς. Μια εμπροσθοφυλακή ίσως, που έφερνε την είδηση στην Άνγκμπαντ. Ο Μπέλεγκ απελπίστηκε με αυτό το νέο, γιατί κατάλαβε ότι αυτούς που είχε δει να στρίβουν προς τα δυτικά μετά τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν ανήκαν σε μεγαλύτερο στρατό, που κατά τη συνήθεια των Ορκ άρχισε να λεηλατεί την περιοχή αναζητώντας τροφή και λάφυρα και τώρα μπορεί να γύριζε στην Άνγκμπαντ από τη «Στενή Γη», τη στενόμακρη λωρίδα του Σίριον, πολύ πιο μακριά προς τα δυτικά. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, η μοναδική του ελπίδα ήταν να επιστρέψει στο Πέρασμα του Μπρίθιαχ και μετά να προχωρήσει βόρεια προς το Τολ Σίριον.

Όμως, σχεδόν δεν είχε προλάβει να τα σκεφτεί όλ' αυτά, όταν ακούστηκε θόρυβος ενός μεγάλου στρατού που ερχόταν απ' τα νότια μέσα απ' το δάσος. Και κρυμμένοι στα κλαδιά ενός δέντρου είδαν τους υπηρέτες του Μόργκοθ να περνούν, προχωρώντας αργά, φορτωμένοι με λάφυρα και αιχμαλώτους και περικυκλωμένοι από λύκους. Και είδαν τον Τούριν αλυσοδεμένο, να τον μαστιγώνουν για να προχωρεί.

Τότε ο Μπέλεγκ του είπε για το λόγο που βρισκόταν ο ίδιος στο Τάουρ-νου-Φούιν. Και ο Γκουίντορ προσπάθησε να τον αποτρέψει από αυτό το εγχείρημα, λέγοντας ότι το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να βρεθεί δίπλα στον Τούριν στα μαρτύρια που τον περίμεναν. Αλλά ο Μπέλεγκ δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον Τούριν και ενώ ο ίδιος ήταν σε απελπισία, ξύπνησε στην καρδιά του Γκουίντορ η ελπίδα. Και μαζί συνέχισαν ακολουθώντας τους Ορκ μέχρι που βγήκαν από το δάσος στις ψηλές πλαγιές που κατέβαιναν στους γυμνούς αμμόλοφους του Ανφάουγκλιθ. Εκεί, σε σημείο απ' όπου φαίνονταν οι κορυφές των Θανγκορόντριμ, σε μια γυμνή κοιλάδα, στρατοπέδευσαν οι Ορκ και έβαλαν λύκους να φρουρούν ολόγυρα το στρατόπεδο. Μετά άρχισαν να γλεντούν και να απολαμβάνουν τα λάφυρά τους. Και αφού διασκέδασαν τυραννώντας τους αιχμαλώτους, έπεσαν για ύπνο μεθυσμένοι. Στο μεταξύ, η μέρα έφευγε και έπεσε βαθύ σκοτάδι. Μια μεγάλη καταιγίδα πλησίασε από τα δυτικά και βροντές ακούγονταν από μακριά καθώς ο Μπέλεγκ και ο Γκουίντορ προχωρούσαν σιγά-σιγά προς το στρατόπεδο.

Όταν είχαν πια αποκοιμηθεί όλοι, ο Μπέλεγκ έβγαλε το τόξο του και μέσα στο σκοτάδι σκότωσε τέσσερις από τους λύκους φρουρούς στη νότια πλευρά, έναν-έναν και αθόρυβα. Μετά, με μεγάλο κίνδυνο, εισχώρησαν στο στρατόπεδο και βρήκαν τον Τούριν αλυσοδεμένο χειροπόδαρα σε ένα δέντρο. Παντού γύρω του στον κορμό ήταν καρφωμένα μαχαίρια που του είχαν πετάξει οι Ορκ, αλλά δεν ήταν τραυματισμένος. Και είχε χαμένες τις αισθήσεις του, βυθισμένος σ' ένα ναρκωμένο λήθαργο ή σ' έναν ύπνο ολοκληρωτικής εξουθένωσης. Τότε ο Μπέλεγκ και ο Γκουίντορ έκοψαν τα δεσμά του στο δέντρο και μετέφεραν τον Τούριν έξω από το στρατόπεδο. Αλλά ήταν πολύ βαρύς για να τον πάνε μακριά και δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν περισσότερο από μια συστάδα αγκαθόδεντρα ψηλά στις πλαγιές πάνω από το στρατόπεδο. Εκεί τον ξάπλωσαν κάτω. Και τώρα η καταιγίδα πλησίαζε, και στα Θανγκορόντριμ άρχισαν να πέφτουν αστραπές. Ο Μπέλεγκ τράβηξε το σπαθί του, το Ανγκλάχελ, και έκοψε τα δεσμά του Τούριν. Αλλά η μοίρα εκείνη τη μέρα ήταν πιο δυνατή, γιατί το σπαθί του Έολ, του Σκοτεινού Ξωτικού, γλίστρησε από το χέρι του και κέντρισε τον Τούριν στο πόδι.

Τότε ο Τούριν ξύπνησε ξαφνικά γεμάτος οργή και φόβο και, βλέποντας μια μορφή να σκύβει από πάνω του μέσα στο σκοτάδι με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι, πετάχτηκε πάνω με μια δυνατή κραυγή πιστεύοντας ότι είχαν έρθει πάλι οι Ορκ για να τον βασανίσουν. Και παλεύοντας μαζί του μέσα στο σκοτάδι άρπαξε το Ανγκλάχελ και σκότωσε τον Μπέλεγκ Κουθάλιον νομίζοντας ότι ήταν εχθρός του.

Μα όπως στεκόταν εκεί, αντιλαμβανόμενος πως είναι ελεύθερος, και έτοιμος να πουλήσει ακριβά τη ζωή του ενάντια σε φανταστικούς εχθρούς, μια μεγάλη αστραπή φέγγισε από πάνω τους και με το φως της διέκρινε το πρόσωπο του Μπέλεγκ. Τότε ο Τούριν έμεινε ακίνητος σαν πέτρα και σιωπηλός, αντικρίζοντας αυτό τον τρομερό θάνατο και ξέροντας τι είχε κάνει. Και τόσο φοβερό ήταν το πρόσωπό του έτσι όπως φωτιζόταν από τις αστραπές που έπεφταν παντού τριγύρω, που ο Γκουίντορ ζάρωσε κάτω στο έδαφος και δεν τολμούσε να υψώσει το βλέμμα του.

Όμως στο στρατόπεδο οι Ορκ ξύπνησαν και από την καταιγίδα και από την κραυγή του Τούριν και ανακάλυψαν ότι ο Τούριν τους είχε ξεφύγει. Δεν προσπάθησαν όμως να τον βρουν γιατί ήταν γεμάτοι τρόμο από τους κεραυνούς που έπεφταν από τα δυτικά, πιστεύοντας ότι τους έστελναν εναντίον τους οι μεγάλοι Εχθροί πέρα από τη Θάλασσα. Τότε άνεμος σηκώθηκε και έπεσαν μεγάλες βροχές και άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού από τα ύψη του Τάουρ-νου-Φούιν. Και παρόλο που ο Γκουίντορ φώναζε στον Τούριν και τον προειδοποιούσε για τον τρομερό κίνδυνο που διέτρεχαν, αυτός δεν απαντούσε αλλά καθόταν ακίνητος και αδάκρυτος δίπλα στο σώμα του Μπέλεγκ Κουθάλιον, που κειτόταν στο σκοτεινό δάσος, σκοτωμένος από το χέρι του τη στιγμή που εκείνος του έκοβε τα δεσμά της δουλείας και τον ελευθέρωνε.

Όταν ήρθε το πρωί, η καταιγίδα απομακρύνθηκε προς τ' ανατολικά περνώντας πάνω από το Λόθλαν και ο φθινοπωριάτικος ήλιος υψώθηκε καυτός και λαμπερός. Αλλά οι Ορκ, που μισούσαν το φως σχεδόν όσο και τους κεραυνούς, πιστεύοντας ότι ο Τούριν θα το έχει σκάσει μακριά από κείνο το μέρος και όλα τα ίχνη της φυγής του θα έχουν ξεπλυθεί από τη βροχή, έφυγαν βιαστικά ανυπομονώντας να φτάσουν στην Άνγκμπαντ. Από μακριά ο Γκουίντορ τους είδε να προχωρούν βόρεια πάνω από την αχνιστή άμμο του Ανφάουγκλιθ. Έτσι είχαν τα πράγματα και οι Ορκ γύριζαν τώρα στον Μόργκοθ με άδεια χέρια και άφησαν πίσω τους το γιο του Χούριν, που καθόταν τρελός και μαρμαρωμένος στις πλαγιές του Τάουρ-νου-Φούιν, κουβαλώντας ένα φορτίο πιο βαρύ και από τα δεσμά τους.

--

Τότε ο Γκουίντορ ξεσήκωσε τον Τούριν να τον βοηθήσει στην ταφή του Μπέλεγκ, κι αυτός σηκώθηκε σαν κάποιος που περπατά μέσα στον ύπνο του. Και μαζί έβαλαν τον Μπέλεγκ σ' έναν ρηχό τάφο και έβαλαν δίπλα του το Μπελθρόντινγκ, το μεγάλο τόξο του, που ήταν φτιαγμένο από μαύρο τάξο. Αλλά το τρομερό σπαθί, το Ανγκλάχελ, το πήρε ο Γκουίντορ, λέγοντας ότι ήταν προτιμότερο να πάρει εκδίκηση από τους υπηρέτες του Μόργκοθ παρά να κείτεται άχρηστο μέσα στη γη. Και επίσης πήρε το λέμπας της Μέλιαν για να τους δίνει δύναμη μέσα στις ερημιές.

Αυτό ήταν το τέλος του Μπέλεγκ του Τοξότη, του πιστότερου των φίλων, του πιο επιδέξιου απ' όλους όσοι ζούσαν στα δάση του Μπελέριαντ τις Παλαιές Ημέρες, κι ήταν ένα τέλος από το χέρι εκείνου που αγαπούσε πιο πολύ. Και τούτη η θλίψη χαράχτηκε στο πρόσωπο του Τούριν και δεν ξεθώριασε ποτέ.

--

Όμως το Ξωτικό του Νάργκοθροντ ξαναβρήκε κουράγιο και δύναμη και φεύγοντας από το Τάουρ-νου-Φούιν οδήγησε και τον Τούριν μακριά. Όσο διάβαιναν μαζί μακριούς και δύσκολους δρόμους, ούτε μια φορά δεν μίλησε ο Τούριν και περιπλανιόταν σαν άνθρωπος χωρίς επιθυμία και σκοπό καθώς προχωρούσε η χρονιά και πλησίαζε ο χειμώνας στις βόρειες χώρες. Αλλά ο Γκουίντορ ήταν πάντα δίπλα του να τον φρουρεί και να τον οδηγεί. Και έτσι πέρασαν τον Σίριον προς τα δυτικά και έφτασαν τελικά στην Όμορφη Λίμνη και το Έιθελ Ίβριν, τις πηγές απ' όπου αναβλύζει ο Νάρογκ κάτω από τα Όρη της Σκιάς. Εκεί ο Γκουίντορ μίλησε στον Τούριν και είπε:

«Ξύπνα, Τούριν, γιε του Χούριν! Στη λίμνη Ίβριν υπάρχει αστείρευτο γέλιο. Τρέφεται από κρυστάλλινες πηγές ανεξάντλητες και τη φρουρεί από τη βεβήλωση ο Ούλμο, ο Κύριος των Υδάτων, που δημιούργησε την ομορφιά της τις αρχαίες ημέρες»

Τότε ο Τούριν γονάτισε και ήπιε από το νερό. Και ξαφνικά έπεσε κάτω και τα δάκρυά του λύθηκαν επιτέλους και θεραπεύτηκε από την τρέλα του.

Εκεί έφτιαξε ένα τραγούδι για τον Μπέλεγκ και το ονόμασε Λάερ Κου Μπέλεγκ, το Τραγούδι του Μεγάλου Τόξου, και το τραγουδούσε δυνατά αδιαφορώντας για τον κίνδυνο. Και ο Γκουίντορ του 'δωσε στα χέρια το σπαθί Ανγκλάχελ και ο Τούριν αισθάνθηκε ότι ήταν βαρύ και δυνατό και είχε μεγάλη ισχύ. Αλλά η λεπίδα του ήταν μαύρη και θαμπή και οι κόψεις του στομωμένες. Τότε ο Γκουίντορ είπε:

«Αυτό είναι παράξενο σπαθί, αλλιώτικο από κάθε άλλο που έχω δει στη Μέση-γη. Θρηνεί για τον Μπέλεγκ όπως κι εσύ. Αλλά παρηγορήσου. Γιατί επιστρέφω στο Νάργκοθροντ του Οίκου του Φινάρφιν, εκεί όπου γεννήθηκα και ζούσα πριν από τη θλίψη μου. Θα έρθεις μαζί μου και θα θεραπευτείς και θα ανανεωθείς».

«Ποιος είσαι;» είπε ο Τούριν.

«Ένα περιπλανώμενο Ξωτικό, ένας σκλάβος που διέφυγε, που τον συνάντησε και τον βοήθησε ο Μπέλεγκ», απάντησε ο Γκουίντορ. «Όμως κάποτε ήμουν ο Γκουίντορ, ο γιος του Γκουίλιν, άρχοντας του Νάργκοθροντ, μέχρι που πήγα στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και υποδουλώθηκα στην Άνγκμπαντ».

«Τότε μήπως είδες τον Χούριν, γιο του Γκάλντορ, τον πολεμιστή του Ντορ-λόμιν;» είπε ο Τούριν.

«Δεν τον είδα», είπε ο Γκουίντορ. «Αλλά στην Άνγκμπαντ κυκλοφορεί η φήμη ότι ακόμη αψηφά τον Μόργκοθ. Και ο Μόργκοθ τον καταράστηκε κι αυτόν και όλη του την οικογένεια».

«Αυτό το πιστεύω», είπε ο Τούριν.

Και τότε σηκώθηκαν και φεύγοντας από το Έιθελ Ίβριν ταξίδεψαν νότια ακολουθώντας τις όχθες του Νάρογκ, μέχρι που τους έπιασαν ανιχνευτές των Ξωτικών και τους έφεραν αιχμάλωτους στο κρυφό οχυρό.

Έτσι έφτασε ο Τούριν στο Νάργκοθροντ.

IX. Ο Θάνατος του Μπέλεγκ IX. The Death of Beleg

Ο Μπέλεγκ γύρεψε τον Τούριν ανάμεσα στους νεκρούς για να τον θάψει. Beleg searched Turin among the dead to bury him. Αλλά δεν μπορούσε να βρει το πτώμα του. But he could not find his body. Τότε κατάλαβε ότι ο γιος του Χούριν ήταν ακόμη ζωντανός και ότι τον μετέφεραν στην Άνγκμπαντ. It was then that he realized that Hurin's son was still alive and that he had been taken to Angbad. Αυτός, όμως, παρέμεινε αναγκαστικά στο Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ μέχρι να επουλωθούν τα τραύματά του. He, however, was forced to remain in Bar-en-Dangweed until his injuries healed. Τότε ξεκίνησε με ελάχιστες ελπίδες να βρει τα ίχνη των Ορκ και τα εντόπισε κοντά στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. He then set out with little hope of finding the Orcs and found them near Teiglin Passes. Εκεί χωρίζονταν, μερικά περνούσαν από τις παρυφές του Δάσους του Μπρέθιλ και πήγαιναν προς το Πέρασμα του Μπρίθιαχ, ενώ άλλα έστριβαν δυτικά. There they parted, some passing through the foothills of the Bretil Forest and heading for the Brythiach Pass, while others turned west. Και ήταν ολοφάνερο στον Μπέλεγκ ότι έπρεπε να ακολουθήσει εκείνα που πήγαιναν απευθείας και με μεγαλύτερη ταχύτητα στην Άνγκμπαντ, τραβώντας προς το Πέρασμα του Άναχ. And it was obvious to Beleg that he had to follow those who were going straight and faster to Angbad, pulling towards the Anach Pass. Έτσι διέσχισε το Ντίμπαρ και ανέβηκε στο Πέρασμα του Άναχ και μπήκε στα Έρεντ Γκόργκοροθ, τα Βουνά του Τρόμου, και από κει στα υψίπεδα Τάουρ-νου-Φούιν, στο Δάσος της Νύχτας, μια περιοχή τρόμου και σκοτεινής μαγείας, περιπλάνησης και απόγνωσης. So he crossed the Dibar and ascended the Anah Pass and entered the Ered Gorgoroth, the Mountains of Terror, and from there to the Taur-nun-Fuin Plateau, the Night Forest, an area of terror and dark magic, wandering and wandering.

Ο Μπέλεγκ, νυχτωμένος σε αυτήν τη φρικτή περιοχή, από τύχη διέκρινε ένα μικρό φως ανάμεσα στα δέντρα και πλησιάζοντας βρήκε ένα Ξωτικό να κοιμάται κάτω από ένα μεγάλο ξερό δέντρο, δίπλα στο κεφάλι του ήταν μια λυχνία από την οποία είχε γλιστρήσει το κάλυμμα. Beleg, who spent the night in this horrible area, by chance saw a small light among the trees and as he approached he found an Elf sleeping under a large dry tree, next to his head was a lamp from which the cover had slipped. Τότε ο Μπέλεγκ ξύπνησε το Ξωτικό και του έδωσε λέμπας και το ρώτησε ποια μοίρα το είχε φέρει σ' αυτό το τρομερό μέρος. Then Beleg woke the Elf and gave him a lamp and asked him what fate had brought him to this terrible place. Και το Ξωτικό του είπε ότι είναι ο Γκουίντορ, γιος του Γκουίλιν. And the Elf told him that it was Guidor, Guilin's son.

Ο Μπέλεγκ τον κοίταξε με θλίψη, γιατί ο Γκουίντορ δεν ήταν παρά μια σκυφτή και δειλή σκιά της προηγούμενης μορφής και της ανδρείας του, όταν στη Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων ο κύριος του Νάργκοθροντ έφτασε ως τις ίδιες τις πύλες της Άνγκμπαντ και εκεί αιχμαλωτίστηκε. Beleg looked at him sadly, for Guidor was nothing more than a stooped and cowardly shadow of his former form and bravery, when in the Battle of the Countless Tears his lord Nargothrond reached the gates of Angbad and was shot there. Γιατί ο Μόργκοθ σκότωσε ελάχιστους από τους Νόλντορ που αιχμαλώτισε λόγω της δεξιοσύνης τους στην εξόρυξη μετάλλων και πολύτιμων λίθων. Because Morgoth killed few of the Noldor he captured because of their skill in mining metals and precious stones. Και τον Γκουίντορ δεν τον σκότωσε, αλλά τον έβαλε να δουλεύει στα ορυχεία του Βορρά. And he did not kill Guindor, but put him to work in the mines of the North. Οι Νόλντορ είχαν πολλές από τις φεανοριανές λυχνίες, κάτι κρύσταλλους κρεμασμένους σε ένα λεπτό αλυσιδωτό δίχτυ, που ακτινοβολούσαν πάντα ένα εσωτερικό γαλάζιο φως, εξαιρετικό για να βρίσκεις το δρόμο σου στο σκοτάδι της νύχτας ή μέσα σε σήραγγες. The Noldor had many of the Pheasant lamps, some crystals hung in a thin chain net, which always radiated an inner blue light, great for finding your way in the dark of night or in tunnels. Το μυστικό αυτών των λυχνιών δεν το γνώριζαν ούτε και οι ίδιοι. They did not even know the secret of these lamps.

Έτσι πολλά από τα Ξωτικά ξέφυγαν από το σκοτάδι των ορυχείων, γιατί κατάφεραν να ανοίξουν τούνελ. So many of the Elves escaped the darkness of the mines, because they managed to open tunnels. Ο Γκουίντορ όμως πήρε ένα μικρό σπαθί από κάποιον στα καμίνια και, ενώ δούλευε μαζί με άλλους σπάζοντας πέτρες, επιτέθηκε ξαφνικά στους φρουρούς. But Guidor took a small sword from someone in the kilns and, while working with others breaking stones, suddenly attacked the guards. Ξέφυγε αλλά με το ένα χέρι κομμένο. He escaped but with one hand cut off. Και τώρα κειτόταν εξαντλημένος κάτω από τα μεγάλα πεύκα του Τάουρ-νου-Φούιν. And now he was lying exhausted under the great pines of Taur-nun-Fuin.

Από τον Γκουίντορ ο Μπέλεγκ έμαθε ότι η μικρή ομάδα των Ορκ που προπορευόταν και από την οποία είχε κρυφτεί και ο ίδιος, δεν είχε αιχμαλώτους και ταξίδευε ολοταχώς. From Guidor, Beleg learned that the small Orc group he was leading, from which he had hidden, had no prisoners and was traveling at full speed. Μια εμπροσθοφυλακή ίσως, που έφερνε την είδηση στην Άνγκμπαντ. A vanguard, perhaps, that brought the news to Angbad. Ο Μπέλεγκ απελπίστηκε με αυτό το νέο, γιατί κατάλαβε ότι αυτούς που είχε δει να στρίβουν προς τα δυτικά μετά τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν ανήκαν σε μεγαλύτερο στρατό, που κατά τη συνήθεια των Ορκ άρχισε να λεηλατεί την περιοχή αναζητώντας τροφή και λάφυρα και τώρα μπορεί να γύριζε στην Άνγκμπαντ από τη «Στενή Γη», τη στενόμακρη λωρίδα του Σίριον, πολύ πιο μακριά προς τα δυτικά. Beleg despaired of this news, for he realized that those who had seen him turn west after the Teiglin Crossings belonged to a larger army, which according to the Orcs' habit began to plunder the area in search of food and booty, and could now return. in Angbad from the "Narrow Earth", the narrow and narrow strip of Sirion, much further west. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, η μοναδική του ελπίδα ήταν να επιστρέψει στο Πέρασμα του Μπρίθιαχ και μετά να προχωρήσει βόρεια προς το Τολ Σίριον. If that was the case, his only hope was to return to the Brijah Pass and then head north to Tol Sirion.

Όμως, σχεδόν δεν είχε προλάβει να τα σκεφτεί όλ' αυτά, όταν ακούστηκε θόρυβος ενός μεγάλου στρατού που ερχόταν απ' τα νότια μέσα απ' το δάσος. But he had hardly thought of all this when he heard the sound of a large army coming from the south through the forest. Και κρυμμένοι στα κλαδιά ενός δέντρου είδαν τους υπηρέτες του Μόργκοθ να περνούν, προχωρώντας αργά, φορτωμένοι με λάφυρα και αιχμαλώτους και περικυκλωμένοι από λύκους. And hiding in the branches of a tree they saw Morgoth's servants passing by, slow to go, laden with spoils and captives, and surrounded by wolves. Και είδαν τον Τούριν αλυσοδεμένο, να τον μαστιγώνουν για να προχωρεί. And they saw Turin chained, flogged to keep him going.

Τότε ο Μπέλεγκ του είπε για το λόγο που βρισκόταν ο ίδιος στο Τάουρ-νου-Φούιν. Beleg then told him why he was in Taur-nun-Fuin. Και ο Γκουίντορ προσπάθησε να τον αποτρέψει από αυτό το εγχείρημα, λέγοντας ότι το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να βρεθεί δίπλα στον Τούριν στα μαρτύρια που τον περίμεναν. And Guidor tried to stop him from doing so, saying that all he could do was stand by Turin in the torment that awaited him. Αλλά ο Μπέλεγκ δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον Τούριν και ενώ ο ίδιος ήταν σε απελπισία, ξύπνησε στην καρδιά του Γκουίντορ η ελπίδα. But Beleg did not want to leave Turin, and while he himself was in despair, hope awoke in Goodor's heart. Και μαζί συνέχισαν ακολουθώντας τους Ορκ μέχρι που βγήκαν από το δάσος στις ψηλές πλαγιές που κατέβαιναν στους γυμνούς αμμόλοφους του Ανφάουγκλιθ. And together they continued following the Orcs until they came out of the forest on the high slopes that descended to the bare dunes of Anfauglith. Εκεί, σε σημείο απ' όπου φαίνονταν οι κορυφές των Θανγκορόντριμ, σε μια γυμνή κοιλάδα, στρατοπέδευσαν οι Ορκ και έβαλαν λύκους να φρουρούν ολόγυρα το στρατόπεδο. Μετά άρχισαν να γλεντούν και να απολαμβάνουν τα λάφυρά τους. There, at a point where the peaks of Tangorodrim could be seen, in a bare valley, the Orcs encamped and set up wolves to guard the camp. Then they started partying and enjoying their loot. Και αφού διασκέδασαν τυραννώντας τους αιχμαλώτους, έπεσαν για ύπνο μεθυσμένοι. And after having fun tyrannizing the prisoners, they fell asleep drunk. Στο μεταξύ, η μέρα έφευγε και έπεσε βαθύ σκοτάδι. In the meantime, the day was gone and it was getting dark. Μια μεγάλη καταιγίδα πλησίασε από τα δυτικά και βροντές ακούγονταν από μακριά καθώς ο Μπέλεγκ και ο Γκουίντορ προχωρούσαν σιγά-σιγά προς το στρατόπεδο. A great storm approached from the west and thunder could be heard from afar as Beleg and Guindor slowly made their way to the camp.

Όταν είχαν πια αποκοιμηθεί όλοι, ο Μπέλεγκ έβγαλε το τόξο του και μέσα στο σκοτάδι σκότωσε τέσσερις από τους λύκους φρουρούς στη νότια πλευρά, έναν-έναν και αθόρυβα. When everyone was asleep, Beleg pulled out his bow and in the dark killed four of the wolf guards on the south side, one by one, silently. Μετά, με μεγάλο κίνδυνο, εισχώρησαν στο στρατόπεδο και βρήκαν τον Τούριν αλυσοδεμένο χειροπόδαρα σε ένα δέντρο. Then, in great danger, they entered the camp and found Turin handcuffed to a tree. Παντού γύρω του στον κορμό ήταν καρφωμένα μαχαίρια που του είχαν πετάξει οι Ορκ, αλλά δεν ήταν τραυματισμένος. All around him in the trunk were nailed knives that the Orcs had thrown at him, but he was not injured. Και είχε χαμένες τις αισθήσεις του, βυθισμένος σ' ένα ναρκωμένο λήθαργο ή σ' έναν ύπνο ολοκληρωτικής εξουθένωσης. And he had lost consciousness, immersed in a numb lethargy or in a sleep of utter exhaustion. Τότε ο Μπέλεγκ και ο Γκουίντορ έκοψαν τα δεσμά του στο δέντρο και μετέφεραν τον Τούριν έξω από το στρατόπεδο. Beleg and Guidor then severed their ties to the tree and carried Turin out of the camp. Αλλά ήταν πολύ βαρύς για να τον πάνε μακριά και δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν περισσότερο από μια συστάδα αγκαθόδεντρα ψηλά στις πλαγιές πάνω από το στρατόπεδο. But they were too heavy to carry him away, and they could not move more than a clump of thorny trees high on the slopes above the camp. Εκεί τον ξάπλωσαν κάτω. There they laid him down. Και τώρα η καταιγίδα πλησίαζε, και στα Θανγκορόντριμ άρχισαν να πέφτουν αστραπές. And now the storm was approaching, and in Thangorodrim lightning began to fall. Ο Μπέλεγκ τράβηξε το σπαθί του, το Ανγκλάχελ, και έκοψε τα δεσμά του Τούριν. Beleg drew his sword, Anglahel, and severed Turin. Αλλά η μοίρα εκείνη τη μέρα ήταν πιο δυνατή, γιατί το σπαθί του Έολ, του Σκοτεινού Ξωτικού, γλίστρησε από το χέρι του και κέντρισε τον Τούριν στο πόδι. But fate was stronger that day, because the sword of Aeolus, the Dark Elf, slipped from his hand and struck Turin in the leg.

Τότε ο Τούριν ξύπνησε ξαφνικά γεμάτος οργή και φόβο και, βλέποντας μια μορφή να σκύβει από πάνω του μέσα στο σκοτάδι με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι, πετάχτηκε πάνω με μια δυνατή κραυγή πιστεύοντας ότι είχαν έρθει πάλι οι Ορκ για να τον βασανίσουν. Then Turin woke up suddenly full of rage and fear and, seeing a figure crouching over him in the dark with a naked sword in his hand, he jumped on him with a loud cry believing that the Orcs had come again to torture him. Και παλεύοντας μαζί του μέσα στο σκοτάδι άρπαξε το Ανγκλάχελ και σκότωσε τον Μπέλεγκ Κουθάλιον νομίζοντας ότι ήταν εχθρός του. And fighting with him in the dark, he grabbed Anglahel and killed Beleg Kuthalion, thinking he was his enemy.

Μα όπως στεκόταν εκεί, αντιλαμβανόμενος πως είναι ελεύθερος, και έτοιμος να πουλήσει ακριβά τη ζωή του ενάντια σε φανταστικούς εχθρούς, μια μεγάλη αστραπή φέγγισε από πάνω τους και με το φως της διέκρινε το πρόσωπο του Μπέλεγκ. But as he stood there, realizing that he was free, and ready to sell his life expensively against imaginary enemies, a great lightning flashed over them and with its light distinguished Beleg's face. Τότε ο Τούριν έμεινε ακίνητος σαν πέτρα και σιωπηλός, αντικρίζοντας αυτό τον τρομερό θάνατο και ξέροντας τι είχε κάνει. Then Turin stood motionless like a stone and silent, facing this terrible death and knowing what he had done. Και τόσο φοβερό ήταν το πρόσωπό του έτσι όπως φωτιζόταν από τις αστραπές που έπεφταν παντού τριγύρω, που ο Γκουίντορ ζάρωσε κάτω στο έδαφος και δεν τολμούσε να υψώσει το βλέμμα του. And his face was so awful as it was illuminated by the lightning that fell all around, that Guindor crept down to the ground and did not dare to look up.

Όμως στο στρατόπεδο οι Ορκ ξύπνησαν και από την καταιγίδα και από την κραυγή του Τούριν και ανακάλυψαν ότι ο Τούριν τους είχε ξεφύγει. But in the camp, the Orcs woke up to both the storm and Turin's scream and discovered that Turin had escaped. Δεν προσπάθησαν όμως να τον βρουν γιατί ήταν γεμάτοι τρόμο από τους κεραυνούς που έπεφταν από τα δυτικά, πιστεύοντας ότι τους έστελναν εναντίον τους οι μεγάλοι Εχθροί πέρα από τη Θάλασσα. But they did not try to find him because they were terrified by the lightning that was coming from the west, believing that the great Enemies were sending them against them across the Sea. Τότε άνεμος σηκώθηκε και έπεσαν μεγάλες βροχές και άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού από τα ύψη του Τάουρ-νου-Φούιν. Then the wind rose and it rained heavily and the waterfalls of the sky opened from the heights of Taur-no-Fuin. Και παρόλο που ο Γκουίντορ φώναζε στον Τούριν και τον προειδοποιούσε για τον τρομερό κίνδυνο που διέτρεχαν, αυτός δεν απαντούσε αλλά καθόταν ακίνητος και αδάκρυτος δίπλα στο σώμα του Μπέλεγκ Κουθάλιον, που κειτόταν στο σκοτεινό δάσος, σκοτωμένος από το χέρι του τη στιγμή που εκείνος του έκοβε τα δεσμά της δουλείας και τον ελευθέρωνε. And although Guindor shouted at Turin and warned him of the terrible danger they were in, he did not answer but sat motionless and helpless next to the body of Beleg Kuthalion, who was lying in the dark forest, killed by his own hand as he cut him the bonds of slavery and set him free.

Όταν ήρθε το πρωί, η καταιγίδα απομακρύνθηκε προς τ' ανατολικά περνώντας πάνω από το Λόθλαν και ο φθινοπωριάτικος ήλιος υψώθηκε καυτός και λαμπερός. When morning came, the storm receded to the east, passing over Lothlan, and the autumn sun rose hot and bright. Αλλά οι Ορκ, που μισούσαν το φως σχεδόν όσο και τους κεραυνούς, πιστεύοντας ότι ο Τούριν θα το έχει σκάσει μακριά από κείνο το μέρος και όλα τα ίχνη της φυγής του θα έχουν ξεπλυθεί από τη βροχή, έφυγαν βιαστικά ανυπομονώντας να φτάσουν στην Άνγκμπαντ. But the Orcs, who hated the light almost as much as the thunderbolts, believing that Turin would have blown it away from that place and all traces of his escape would have been washed away by the rain, left in a hurry, eager to reach Angbad. Από μακριά ο Γκουίντορ τους είδε να προχωρούν βόρεια πάνω από την αχνιστή άμμο του Ανφάουγκλιθ. From afar, Guindor saw them marching north over the steaming sands of Anfauglit. Έτσι είχαν τα πράγματα και οι Ορκ γύριζαν τώρα στον Μόργκοθ με άδεια χέρια και άφησαν πίσω τους το γιο του Χούριν, που καθόταν τρελός και μαρμαρωμένος στις πλαγιές του Τάουρ-νου-Φούιν, κουβαλώντας ένα φορτίο πιο βαρύ και από τα δεσμά τους. That's the case, and the Orcs now turn to Morgoth empty-handed, leaving behind their son Hurin, who is sitting madly and marbled on the slopes of Taur-nun-Fuin, carrying a load heavier than their shackles.

--

Τότε ο Γκουίντορ ξεσήκωσε τον Τούριν να τον βοηθήσει στην ταφή του Μπέλεγκ, κι αυτός σηκώθηκε σαν κάποιος που περπατά μέσα στον ύπνο του. Guidor then aroused Turin to assist him in Beleg's burial, and he stood up like someone walking in his sleep. Και μαζί έβαλαν τον Μπέλεγκ σ' έναν ρηχό τάφο και έβαλαν δίπλα του το Μπελθρόντινγκ, το μεγάλο τόξο του, που ήταν φτιαγμένο από μαύρο τάξο. And together they put Beleg in a shallow grave and placed next to him the Belthrotting, his large bow, which was made of a black bow. Αλλά το τρομερό σπαθί, το Ανγκλάχελ, το πήρε ο Γκουίντορ, λέγοντας ότι ήταν προτιμότερο να πάρει εκδίκηση από τους υπηρέτες του Μόργκοθ παρά να κείτεται άχρηστο μέσα στη γη. But the terrible sword, Anglahel, was taken by Guidor, saying that it was better to take revenge on Morgoth's servants than to lie useless in the ground. Και επίσης πήρε το λέμπας της Μέλιαν για να τους δίνει δύναμη μέσα στις ερημιές. And he also took Melian's lamp to give them strength in the wilderness.

Αυτό ήταν το τέλος του Μπέλεγκ του Τοξότη, του πιστότερου των φίλων, του πιο επιδέξιου απ' όλους όσοι ζούσαν στα δάση του Μπελέριαντ τις Παλαιές Ημέρες, κι ήταν ένα τέλος από το χέρι εκείνου που αγαπούσε πιο πολύ. This was the end of Beleg Sagittarius, the most loyal of friends, the most skilful of all who lived in the forests of Beleriad in the Old Days, and it was the end of the hand of the one he loved most. Και τούτη η θλίψη χαράχτηκε στο πρόσωπο του Τούριν και δεν ξεθώριασε ποτέ. And this sadness was etched on Turin's face and never faded.

--

Όμως το Ξωτικό του Νάργκοθροντ ξαναβρήκε κουράγιο και δύναμη και φεύγοντας από το Τάουρ-νου-Φούιν οδήγησε και τον Τούριν μακριά. But the Nargothrod Elf regained their courage and strength, and leaving Taur-nun-Fuin led Turin away. Όσο διάβαιναν μαζί μακριούς και δύσκολους δρόμους, ούτε μια φορά δεν μίλησε ο Τούριν και περιπλανιόταν σαν άνθρωπος χωρίς επιθυμία και σκοπό καθώς προχωρούσε η χρονιά και πλησίαζε ο χειμώνας στις βόρειες χώρες. As they walked long and difficult roads together, Turin never once spoke and wandered like a man without desire and purpose as the year progressed and winter approached the northern countries. Αλλά ο Γκουίντορ ήταν πάντα δίπλα του να τον φρουρεί και να τον οδηγεί. But Guidor was always by his side to guard and lead him. Και έτσι πέρασαν τον Σίριον προς τα δυτικά και έφτασαν τελικά στην Όμορφη Λίμνη και το Έιθελ Ίβριν, τις πηγές απ' όπου αναβλύζει ο Νάρογκ κάτω από τα Όρη της Σκιάς. And so they crossed Sirion to the west and finally reached the Beautiful Lake and Ethel Ivrin, the springs from which Narog gushes under the Mountains of Shadow. Εκεί ο Γκουίντορ μίλησε στον Τούριν και είπε: There Guidor spoke to Turin and said:

«Ξύπνα, Τούριν, γιε του Χούριν! "Wake up, Turin, son of Hurin! Στη λίμνη Ίβριν υπάρχει αστείρευτο γέλιο. There is endless laughter in Lake Ivrin. Τρέφεται από κρυστάλλινες πηγές ανεξάντλητες και τη φρουρεί από τη βεβήλωση ο Ούλμο, ο Κύριος των Υδάτων, που δημιούργησε την ομορφιά της τις αρχαίες ημέρες» It feeds on inexhaustible crystal springs and is guarded from desecration by Ulmo, the Lord of the Waters, who created its beauty in ancient times. "

Τότε ο Τούριν γονάτισε και ήπιε από το νερό. Then Turin knelt down and drank from the water. Και ξαφνικά έπεσε κάτω και τα δάκρυά του λύθηκαν επιτέλους και θεραπεύτηκε από την τρέλα του. And suddenly he fell down and his tears were finally shed and he was healed of his madness.

Εκεί έφτιαξε ένα τραγούδι για τον Μπέλεγκ και το ονόμασε Λάερ Κου Μπέλεγκ, το Τραγούδι του Μεγάλου Τόξου, και το τραγουδούσε δυνατά αδιαφορώντας για τον κίνδυνο. There he composed a song for Beleg and named it Laer Ku Beleg, The Song of the Big Bow, and sang it out loud, ignoring the danger. Και ο Γκουίντορ του 'δωσε στα χέρια το σπαθί Ανγκλάχελ και ο Τούριν αισθάνθηκε ότι ήταν βαρύ και δυνατό και είχε μεγάλη ισχύ. And Guidor handed him the Anglahel sword, and Turin felt it was heavy and strong and had great power. Αλλά η λεπίδα του ήταν μαύρη και θαμπή και οι κόψεις του στομωμένες. But its blade was black and dull and its edges sharpened. Τότε ο Γκουίντορ είπε: Then Guidor said:

«Αυτό είναι παράξενο σπαθί, αλλιώτικο από κάθε άλλο που έχω δει στη Μέση-γη. "This is a strange sword, different from any other I have seen in Middle-earth. Θρηνεί για τον Μπέλεγκ όπως κι εσύ. He mourns for Beleg just like you. Αλλά παρηγορήσου. But comfort me. Γιατί επιστρέφω στο Νάργκοθροντ του Οίκου του Φινάρφιν, εκεί όπου γεννήθηκα και ζούσα πριν από τη θλίψη μου. Why do I return to Finnarfin's Nargothrond, where I was born and lived before my grief. Θα έρθεις μαζί μου και θα θεραπευτείς και θα ανανεωθείς». You will come with me and you will be healed and renewed ".

«Ποιος είσαι;» είπε ο Τούριν. "Who you are;" said Turin.

«Ένα περιπλανώμενο Ξωτικό, ένας σκλάβος που διέφυγε, που τον συνάντησε και τον βοήθησε ο Μπέλεγκ», απάντησε ο Γκουίντορ. "A wandering Elf, a slave who escaped, who met him and Beleg helped him," Guidor replied. «Όμως κάποτε ήμουν ο Γκουίντορ, ο γιος του Γκουίλιν, άρχοντας του Νάργκοθροντ, μέχρι που πήγα στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και υποδουλώθηκα στην Άνγκμπαντ». "But I was once Guidor, the son of Guilin, lord of Nargothrod, until I went to Nirnaeth Arnoediad and was enslaved in Angbad."

«Τότε μήπως είδες τον Χούριν, γιο του Γκάλντορ, τον πολεμιστή του Ντορ-λόμιν;» είπε ο Τούριν. "Did you then see Hurin, son of Galdor, the warrior of Dor-lomin?" said Turin.

«Δεν τον είδα», είπε ο Γκουίντορ. "I did not see him," said Guidor. «Αλλά στην Άνγκμπαντ κυκλοφορεί η φήμη ότι ακόμη αψηφά τον Μόργκοθ. "But in Angbad there is a rumor that he still defies Morgoth. Και ο Μόργκοθ τον καταράστηκε κι αυτόν και όλη του την οικογένεια». "And Morgoth cursed him and his whole family."

«Αυτό το πιστεύω», είπε ο Τούριν. "I believe that," Turin said.

Και τότε σηκώθηκαν και φεύγοντας από το Έιθελ Ίβριν ταξίδεψαν νότια ακολουθώντας τις όχθες του Νάρογκ, μέχρι που τους έπιασαν ανιχνευτές των Ξωτικών και τους έφεραν αιχμάλωτους στο κρυφό οχυρό. And then they got up and, leaving Eithel Ybrin, traveled south following the banks of the Narog, until they were caught by Elven scouts and taken prisoner to the hidden fort.

Έτσι έφτασε ο Τούριν στο Νάργκοθροντ. That's how Turin arrived in Nargothrod.