XVII. Ο Θάνατος του Γλάουρουνγκ (1)
Επιτέλους, ενώ η σκοτεινή νύχτα ήταν απλωμένη ακόμη πάνω στη γη, ο Τουράμπαρ και οι σύντροφοί του έφτασαν στο Κάμπεντ-εν-Άρας και χάρηκαν από τον μεγάλο αχό του νερού, γιατί, αν και προμήνυε τον κίνδυνο που διέτρεχαν από κάτω, σκέπαζε κάθε άλλο θόρυβο. Τότε ο Ντόρλας τους πήγε λίγο πιο κάτω προς τα νότια και κατέβηκαν από μια ρωγμή στις ρίζες του γκρεμού. Όμως εκεί η καρδιά του δείλιασε, γιατί υπήρχαν πολλές πέτρες και μεγάλα βράχια στο ποτάμι και το νερό έτρεχε άγριο γύρω τους, τρίζοντας τα δόντια του.
“Αυτός είναι σίγουρος δρόμος προς το θάνατο”, είπε ο Ντόρλας.
“Είναι ο μοναδικός δρόμος, είτε προς το θάνατο είτε προς τη ζωή”, είπε ο Τουράμπαρ. “Και η καθυστέρηση δεν θα τον κάνει να φανεί πιο ελπιδοφόρος. Γι' αυτό ακολουθήστε με!” Και ξεκίνησε πρώτος και, χάρη στην ικανότητα και την ανδρεία του ή εξαιτίας της μοίρας, πέρασε απέναντι και μέσα στο βαθύ σκοτάδι γύρισε για να δει αυτούς που τον ακολουθούσαν. Μια σκοτεινή μορφή στεκόταν δίπλα του.
“Ντόρλας;” είπε.
“Όχι. Εγώ είμαι”, είπε ο Χούνθορ. “ο Ντόρλας σταμάτησε στο πέρασμα νομίζω. Γιατί ένας άντρας μπορεί ν' αγαπά τον πόλεμο, αλλά μπορεί να τρέμει πολλά άλλα. Φαντάζομαι πως κάθεται τρέμοντας στην όχθη. Ας τον βρει ντροπή για τα λόγια που είπε στο συγγενή μου”.
Ο Τουράμπαρ και ο Χούνθορ αναπαύτηκαν λίγο, αλλά γρήγορα η νύχτα τους πάγωσε, καθώς και οι δύο ήταν μουσκεμένοι απ' το νερό, και άρχισαν ν' αναζητούν κάποιο δρόμο κατά μήκος της κοίτης προς βορρά, όπου ήταν ο Γκλάουρουνγκ. Εκεί το χάσμα γινόταν πιο σκοτεινό και στενό και, καθώς προχωρούσαν ψηλαφητά, έβλεπαν ένα φως να τρεμοπαίζει από πάνω σαν φωτιά που σιγοκαίει και άκουγαν το γρύλισμα του Μεγάλου Σκουληκιού στον άγρυπνο ύπνο του. Μετά άρχισαν να αναζητούν έναν τρόπο για να ανεβούν στο απότομο τοίχωμα και να φτάσουν κάτω από το χείλος. Γιατί αυτή ήταν όλη τους η ελπίδα: να πλησιάσουν τον εχθρό τους κάτω από την κεράτινη πανοπλία του. Όμως τόσο αφόρητη ήταν τώρα η δυσωδία, που είχαν ζαλιστεί και γλιστρούσαν καθώς σκαρφάλωναν και αρπάζονταν από κλαδιά δέντρων και αναγούλιαζαν ξεχνώντας μέσα στο μαρτύριό τους κάθε φόβο μπροστά στον τρόμο μην πέσουν στα δόντια του Τέιγκλιν.
Τότε ο Τουράμπαρ είπε στον Χούνθορ:
“Αναλώνουμε τις λιγοστές μας δυνάμεις χωρίς όφελος. Γιατί αν δεν είμαστε σίγουροι από πού θα περάσει ο Δράκοντας, είναι μάταιο να αναρριχηθούμε”.
“Όμως αν θα το γνωρίζουμε”, είπε ο Χούνθορ. “τότε δεν θα υπάρχει χρόνος για να αναζητήσουμε δρόμο να ανεβούμε από το χάσμα”.
“Αυτό είναι αλήθεια”, είπε ο Τουράμπαρ. “Αλλά όταν όλα στηρίζονται στην τύχη, τότε την τύχη πρέπει να εμπιστευόμαστε. Έτσι σταμάτησαν και περίμεναν, και μέσα από το σκοτεινό φαράγγι παρακολουθούσαν ένα λευκό αστέρι μακριά πάνω τους να προχωρεί αργά-αργά στην αμυδρή λωρίδα του ουρανού. Και σιγά-σιγά ο Τουράμπαρ βυθίστηκε σ' ένα όνειρο στο οποίο όλη του η θέληση ήταν στραμμένη στην προσπάθεια να μείνει γραπωμένος από κει, παρόλο που μια μαύρη παλίρροια ρουφούσε και ροκάνιζε τα μέλη του.
Ξαφνικά ακούστηκε μεγάλος θόρυβος και τα τοιχώματα του χάσματος τραντάχτηκαν και αντήχησαν. Ο Τουράμπαρ ξύπνησε και είπε στον Χούνθορ:
“Σηκώνεται. Ήρθε η ώρα. Χτύπα βαθιά, γιατί τώρα πρέπει να χτυπήσουν δύο αντί για τρεις!”
Και τότε ο Γκλάουρουνγκ άρχισε την επίθεσή του κατά του Μπρέθιλ. Και όλα έγιναν όπως είχε ελπίσει ο Τουράμπαρ. Γιατί τώρα ο Δράκοντας σύρθηκε αργός και βαρύς στην άκρη του γκρεμού και δεν γύρισε να στρίψει, αλλά ετοιμάστηκε να απλώσει πάνω από το χάσμα τα μεγάλα μπροστινά του πόδια και μετά να τραβήξει τον όγκο του πίσω του. Τρόμο έφερε μαζί του. Γιατί δεν πήγε να περάσει ακριβώς από πάνω, αλλά λίγο προς τα βόρεια, και αυτοί που παρακολουθούσαν από κάτω έβλεπαν τώρα την πελώρια σκιά του κεφαλιού του να κρύβει τα άστρα. Και τα σαγόνια του έχασκαν και είχε εφτά γλώσσες από φωτιά. Τότε εξαπέλυσε μια πύρινη πνοή και όλο το φαράγγι γέμισε με κόκκινο φως και μαύρες σκιές πετάχτηκαν ανάμεσα στους βράχους. Τα δέντρα μπροστά του μαράθηκαν και χάθηκαν τυλιγμένα στον καπνό και βράχια έπεσαν μέσα στο ποτάμι. Και μετά όρμησε μπροστά και άρπαξε τον απέναντι γκρεμό με τα πανίσχυρα νύχια του και άρχισε να τραβά το σώμα του πίσω του.
Τώρα ο Τουράμπαρ και ο Χούνθορ έπρεπε να φανούν τολμηροί και γρήγοροι, γιατί, αν και είχαν ξεφύγει από την πύρινη πνοή του Γκλάουρουνγκ αφού δεν ήταν ακριβώς στο δρόμο του, έπρεπε ωστόσο να φτάσουν κοντά του πριν περάσει απέναντι, αλλιώς έχαναν κάθε ελπίδα. Έτσι, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο ξεκίνησε ο Τουράμπαρ να προχωρά κατά μήκος του γκρεμού για να βρεθεί από κάτω του. Όμως ήταν τόσο αβάσταχτη η ζέστη και η δυσωδία, που κλονίστηκε και θα είχε πέσει αν ο Χούνθορ, που ακολουθούσε γενναία από πίσω, δεν τον άρπαζε από το χέρι για να τον στηρίξει.
“Μεγάλη καρδιά!” είπε ο Τουράμπαρ. “Ευτυχής ήταν η επιλογή που σ' έφερα για βοηθό!” Όμως την ώρα που μιλούσε, ένας μεγάλος βράχος έπεσε από πάνω και χτύπησε τον Χούνθορ στο κεφάλι κι αυτός έπεσε στο νερό και έτσι σκοτώθηκε, και δεν ήταν ο λιγότερο γενναίος από τον Οίκο του Χάλεθ. Τότε ο Τουράμπαρ φώναξε:
“Αλίμονο! Είναι κακό να βαδίζει κανείς στη σκιά μου! Γιατί ζήτησα βοήθεια; Τώρα είσαι μόνος. Ω Κύριε της Μοίρας, όπως έπρεπε να το ξέρεις εξαρχής ότι πρέπει να γίνει. Και τώρα νίκα μόνος σου!”
Τότε συγκέντρωσε όλη του τη θέληση και όλο του το μίσος για τον Δράκοντα και τον Κύριό του, και του φάνηκε ότι ξαφνικά βρήκε δύναμη ψυχής και σώματος που δεν είχε γνωρίσει ως τότε. Και ανέβηκε τον γκρεμό από πέτρα σε πέτρα και από ρίζα σε ρίζα μέχρι που τελικά αρπάχτηκε από ένα λεπτό δέντρο που φύτρωνε λίγο κάτω από το χείλος του χάσματος και, παρόλο που η κορυφή του είχε καεί, αυτό συγκρατιόταν ακόμη γερά στις ρίζες του. Και καθώς στηριζόταν σε μια διχάλα στα κλαδιά του, το μεσαίο μέρος του Δράκοντα ήρθε από πάνω του και χαμήλωσε από το βάρος του σχεδόν μέχρι το κεφάλι του Τουράμπαρ, πριν αρχίσει πάλι να το ανασηκώνει. Χλωμή και ρυτιδωμένη ήταν η κοιλιά του και υγρή από μια γκρίζα γλίτσα, όπου ήταν κολλημένες κάθε είδους βρομιές. Και ανάδινε μια βρόμα θανάτου. Τότε ο Τουράμπαρ τράβηξε το Μαύρο Σπαθί του Μπέλεγκ και το κάρφωσε προς τα πάνω με όλη τη δύναμη του χεριού του και του μίσους του, και η θανάσιμη λεπίδα, μακριά και άπληστη, χώθηκε μέσα στην κοιλιά μέχρι τη λαβή της.
Τότε ο Γκλάουρουνγκ, νιώθοντας το θανάσιμο χτύπημα, έβγαλε ένα ουρλιαχτό και σείστηκαν όλα τα δάση, και οι φύλακες στο Νεν Γκίριθ που το άκουσαν έμειναν άναυδοι. Ο Τουράμπαρ ζαλίστηκε σαν να είχε δεχτεί χτύπημα και γλίστρησε και το σπαθί ξέφυγε από το χέρι του κι έμεινε καρφωμένο στην κοιλιά του Δράκοντα. Γιατί ο Γκλάουρουνγκ μ' έναν μεγάλο σπασμό μάζεψε όλο τον τρεμάμενο όγκο του και πετάχτηκε πάνω από το φαράγγι κι εκεί στην απέναντι όχθη άρχισε να σφαδάζει, να ουρλιάζει, να χτυπιέται και να κουλουριάζεται μέσα στην αγωνία του, μέχρι που ισοπέδωσε μια μεγάλη έκταση γύρω του κι απόμεινε επιτέλους να κείτεται εκεί, μέσα σε καπνούς και ερείπια, ακούνητος.
Στο μεταξύ ο Τουράμπαρ ήταν πιασμένος από τις ρίζες του δέντρου, ζαλισμένος και σχεδόν λιπόθυμος. Αλλά πάλεψε να συνέλθει και συνέχισε και, πότε γλιστρώντας και πότε βαδίζοντας, κατέβηκε κάτω στο ποτάμι και αποτόλμησε πάλι το επικίνδυνο πέρασμα, προχωρώντας τώρα στα τέσσερα, με χέρια και με πόδια, σφίγγοντας τους βράχους τυφλωμένος από τα νερά, μέχρι που πέρασε επιτέλους και ανέβηκε εξαντλημένος από τη ρωγμή από την οποία είχαν κατεβεί. Έτσι έφτασε τελικά στο μέρος όπου κειτόταν ο ετοιμοθάνατος Δράκοντας και κοίταξε τον πεσμένο εχθρό του και χάρηκε.
Ο Γκλάουρουνγκ κειτόταν τώρα εκεί με τα σαγόνια ανοιχτά, αλλά όλες οι φωτιές του είχαν σβήσει και τα μοχθηρά μάτια του ήταν κλειστά. Κειτόταν φαρδύς-πλατύς στο ένα πλευρό και η λαβή του Γκούρθανγκ ξεπρόβαλλε ακόμη από την κοιλιά του. Τότε η καρδιά του Τουράμπαρ ανυψώθηκε από περηφάνια και, μολονότι ο Δράκοντας ανέπνεε ακόμη, ήθελε να πάρει το σπαθί του, που αν πρώτα το θεωρούσε πολύτιμο, τώρα άξιζε γι' αυτόν όλους τους θησαυρούς του Νάργκοθροντ. Αληθινά αποδείχτηκαν τα λόγια που είχαν ειπωθεί κατά το σφυρηλάτημά του: ότι τίποτα, μεγάλο ή μικρό, δεν θα ζούσε αν το κάρφωνε.
Έτσι, πηγαίνοντας κοντά στον εχθρό του, έβαλε το πόδι πάνω στην κοιλιά του και, πιάνοντας τη λαβή του Γκούρθανγκ, έβαλε τη δύναμή του για να το τραβήξει. Και φώναξε χλευάζοντας τα λόγια που του είχε πει ο Γκλάουρουνγκ στο Νάργκοθροντ:
“Χαίρε. Σκουλήκι του Μόργκοθ! Καλή συνάντηση ξανά! Πέθανε τώρα και ας σε πάρει το σκοτάδι! Έτσι παίρνει εκδίκηση ο Τούριν, ο γιος του Χούριν”.
Τότε τράβηξε το σπαθί και μόλις βγήκε η λεπίδα, ένας πίδακας από μαύρο αίμα την ακολούθησε κι έπεσε πάνω στο χέρι του και η σάρκα του κάηκε από το δηλητήριο και ο ίδιος ούρλιαξε από τον πόνο. Τότε ο Γκλάουρουνγκ αναδεύτηκε κι άνοιξε τα ολέθρια μάτια του και τον κοίταξε με τέτοια κακία, που ο Τουράμπαρ αισθάνθηκε σαν να τον χτύπησε βέλος. Και απ' αυτό το βλέμμα και από τον πόνο του χεριού του έπεσε λιπόθυμος και κειτόταν σαν νεκρός δίπλα στον Δράκοντα και το σπαθί κειτόταν κι αυτό από κάτω του.
Στο μεταξύ τα ουρλιαχτά του Γκλάουρουνγκ έφτασαν σ' εκείνους που είχαν πάει στο Νεν Γκίριθ και τους γέμισαν τρόμο. Και όταν οι φρουροί είδαν από μακριά τη μεγάλη καταστροφή και την πυρκαγιά που προκάλεσε ο Δράκοντας στην επιθανάτια αγωνία του, πίστεψαν ότι ποδοπατούσε και κατέστρεφε εκείνους που του είχαν επιτεθεί. Τότε πραγματικά ευχήθηκαν να ήταν μακρύτερα τα χιλιόμετρα που τους χώριζαν. Όμως δεν τολμούσαν ν' αφήσουν το ψηλό σημείο που είχαν συγκεντρωθεί, γιατί θυμούνταν τα λόγια του Τουράμπαρ: ότι αν νικούσε ο Γκλάουρουνγκ, θα πήγαινε πρώτα στο Έφελ Μπράντιρ. Έτσι παρακολουθούσαν με φόβο για κάθε σημάδι της κίνησής του, αλλά κανείς δεν ήταν τόσο γενναίος ώστε να κατεβεί και να μάθει νέα στο μέρος της μάχης. Και η Νίνιελ ήταν καθισμένη και δεν κινιόταν, παρά μόνο έτρεμε μην μπορώντας να κρατήσει τα μέλη της ακίνητα. Γιατί, όταν άκουσε τη φωνή του Γκλάουρουνγκ, η καρδιά της πέθανε μέσα της και αισθάνθηκε το σκοτάδι να την πλησιάζει πάλι.
Έτσι τη βρήκε ο Μπράντιρ. Γιατί έφτασε επιτέλους στη γέφυρα του Κελέμπρος, αργά και κουρασμένα. Είχε περπατήσει όλον το μακρύ δρόμο κουτσαίνοντας με το μπαστούνι του, πέντε λεύγες τουλάχιστον από το σπίτι του. Ο φόβος για τη Νίνιελ τον έκανε να προχωρεί και τώρα οι ειδήσεις που έμαθε δεν ήταν χειρότερες από αυτές που έτρεμε.
"Ο Δράκοντας πέρασε το ποτάμι”, του είπαν οι άντρες. “Και το Μαύρο Σπαθί έχει σίγουρα πεθάνει και όσοι πήγαν μαζί του”. Τότε ο Μπράντιρ στάθηκε δίπλα στη Νίνιελ και κατάλαβε τη δυστυχία της και λαχταρούσε γι' αυτήν. Αλλά σκέφτηκε παρ' όλα αυτά: "Το Μαύρο Σπαθί πέθανε και η Νίνιελ ζει". Και ρίγησε, γιατί ξαφνικά έμοιαζε να κάνει κρύο δίπλα στα νερά του Νεν Γκίριθ, κι έριξε τον μανδύα του πάνω στη Νίνιελ. Αλλά δεν βρήκε λόγια να της πει, ούτε κι αυτή μιλούσε.