12. Η Παράξενη Ιστορία του Τζόναθαν Σμολ (1)
Εξαιρετικά υπομονετικός άνθρωπος ήταν εκείνος ο επιθεωρητής στην άμαξα, γιατί η ώρα είχε περάσει πριν πάω να τον συναντήσω. Το πρόσωπο του συννέφιασε ολόκληρο όταν του έδειξα το άδειο κιβώτιο.
«Πάει η αμοιβή!» είπε βαρύθυμα. «Εκεί που δεν υπάρχει χρήμα δεν υπάρχει πληρωμή. Η αποψινή δουλειά θα άξιζε από ένα δεκάρι στο Σαμ Μπράουν και σε μένα αν ο θησαυρός ήταν εκεί.»
«Ο κ. Θαντέους Σόλτο είναι πλούσιος,» είπα, «θα φροντίσει να αμειφθείτε, είτε με θησαυρό είτε άνευ.»
Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι του αποκαρδιωμένα, ωστόσο.
«Είναι άσχημη δουλειά,» επανέλαβε, «και το ίδιο θα σκεφτεί κι ο κ. Άθελνυ Τζόουνς.»
Η πρόβλεψη του αποδείχτηκε σωστή, γιατί ο ντετέκτιβ έδειξε χαμένος αρκετά όταν έφτασα στην οδό Μπέϊκερ και του έδειξα το άδειο κουτί. Είχαν μόλις φτάσει, ο Χολμς, ο κρατούμενος, κι εκείνος, γιατί είχαν αλλάξει τα σχέδια τους ώστε να αναφέρουν στο τμήμα καθοδόν. Ο σύντροφος μου τεμπέλιαζε στην πολυθρόνα του με τη συνήθη απαθή του έκφραση, ενώ ο Σμολ καθόταν αδιάφορα απέναντι του με το ξύλινο πόδι του μαζεμένο πάνω από το γερό. Καθώς επέδειξα το άδειο κουτί έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και γέλασε δυνατά.
«Αυτή είναι δική σου δουλειά, Σμολ,» είπε ο Άθελνυ Τζόουνς θυμωμένα.
«Ναι, τον έκρυψα εκεί που ποτέ δεν βάλετε χέρι πάνω του,» αναφώνησε θριαμβευτικά. «Είναι ο θησαυρός μου, κι αν δεν μπορώ να έχω τη λεία μου θα φροντίζω πολύ καλά να μην την έχει κανείς. Σας λέω πως κανείς ζωντανός δεν έχει δικαίωμα πάνω του, εκτός από τους τρεις άντρες που βρίσκονται στο στρατόπεδο κατάδικων στα Andaman κι από εμένα. Γνωρίζω τώρα πως δεν μπορώ να τον χρησιμοποιήσω, και γνωρίζω πως ούτε κι εκείνοι. Ενεργούσα καθ' όλη τη διάρκεια τόσο για εκείνους όσο και για εμένα. Ήταν ανέκαθεν το σημάδι των τεσσάρων για όλους μας. Λοιπόν, γνωρίζω θα με προτιμούσαν να κάνω ότι ακριβώς έκανα, και να πετάξω το θησαυρό στον Τάμεση από το να τον αφήσω σε φίλους και συγγενείς του Σόλτο ή του Μόρσταν. Δεν ήταν για να τους κάνουμε πλούσιους αυτό που κάναμε στον Αχμέτ. Θα βρείτε το θησαυρό εκεί που είναι το κλειδί κι εκεί που βρίσκεται ο μικρός Τόνγκα. Όταν είδα πως η λάντσα σας θα μας πρόφταινε, έβαλα τη λεία σε ασφαλές μέρος. Δεν υπάρχουν ρούπιες για σας σε τούτο το ταξίδι.»
«Μας κοροϊδεύεις, Σμολ,» είπε ο Άθελνυ Τζόουνς αυστηρά· «αν ήθελες να πετάξεις τον θησαυρό στον Τάμεση θα σου ήταν ευκολότερο να είχες πετάξει το κουτί και όλα τα άλλα.»
«Ευκολότερο για μένα να το πετάξω κι ευκολότερα για σας να βρείτε,» απάντησε με ένα δαιμόνιο, πλάγιο βλέμμα. «Ο άντρας που ήταν έξυπνος αρκετά για να με εντοπίσει είναι αρκετά έξυπνος για να ψαρέψει ένα σιδερένιο κουτί από τον πάτο ενός ποταμού. Τώρα που είναι σκορπισμένα για πάνω από πέντε μίλια ή κάπου τόσο, ίσως να αποβεί δυσκολότερη δουλειά. Μου πήγε η καρδιά να το κάνω όμως. Είχα μισοτρελαθεί όταν μας προλάβατε. Ωστόσο, δεν υπάρχει θλίψη επ' αυτού. Είχα τα πάνω μου στην ζωή μου, και είχα τα κάτω μου, όμως έμαθα να μην κλαίω πάνω από το χυμένο γάλα.»
«Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, Σμολ,» είπε ο ντετέκτιβ. «Αν είχες συνδράμει την δικαιοσύνη, αντί να την αποτρέπεις καθαυτό τον τρόπο, ίσως να είχες μια καλύτερη τύχη στην δίκη σου.»
«Δικαιοσύνη!» γρύλισε ο πρώην κατάδικος. «Ωραία δικαιοσύνη! Ποιανού λεία είναι αυτή, αν όχι δική μας; Που είναι η δικαιοσύνη στο να τα παρατήσω σε εκείνους που δεν τα κέρδισαν ποτέ; Δείτε πως τα κέρδισα! Είκοσι μακριά χρόνια σε εκείνο τον ελώδη βάλτο, όλη μέσα στην δουλειά κάτω από την μάγκλη ((Σ.τ.Μ.) νύχτα αλυσοδεμένος στις βρωμερές τρώγλες των κατάδικων, με κουνούπια να τσιμπάν, να βασανίζομαι από πυρετό, να τυραννιέμαι από κάθε καταραμένο μαύρο αστυνομικό που λάτρευε να βγάζει τα απωθημένα του στο Έτσι κέρδισα τον θησαυρό του Άνγκρα, κι εσείς μου μιλάτε για δικαιοσύνη επειδή δεν αντέχω να νοιώθω πως πλήρωσα αυτό το τίμημα μόνο και μόνο για να τα χαρεί κάποιος άλλος! Θα προτιμούσα να κρεμαστώ χίλιες φορές, ή να δεχθώ ένα από τα βέλη του Τόνγκα στο πετσί μου, παρά να ζήσω σε κελί καταδίκου και να νοιώθω πως κάποιος άλλος ζει στην άνεση σε ένα παλάτι με χρήματα που θα έπρεπε να είναι δικά μου.»
Ο Σμολ είχε ρίξει τη μάσκα της στωικότητας, και όλα αυτά έρχονταν σε ένα αγριεμένο στρόβιλο από λέξεις, ενώ τα μάτια του άστραφταν, και οι χειροπέδες χτυπούσαν από την παθιασμένη κίνηση των χεριών του. Μπορούσα να καταλάβω, καθώς είδα την οργή και το πάθος του άντρα, πως δεν επρόκειτο για αβάσιμο ή αφύσικο τρόμο που κατέλαβε τον Ταγματάρχη Σόλτο όταν αρχικά έμαθε πως ο τραυματισμένος κατάδικος βρισκόταν επί τα ίχνη του.
«Ξεχνάς πως δεν γνωρίζουμε τίποτα από όλα αυτά,» είπε ο Χολμς ήσυχα. «Δεν ακούσαμε την ιστορία σου, και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε τι βαθμό η δικαιοσύνη ίσως αρχικά να ήταν με το μέρος σου.»
«Λοιπόν, κύριε, υπήρξατε εξαιρετικά δίκαιος προς εμένα, μολονότι κατανοώ πως εσάς πρέπει να ευχαριστήσω για τούτα τα βραχιόλια γύρω από τους καρπούς μου. Ωστόσο, δεν τρέφω καμία εχθρότητα για αυτό. Δεν έχω καμία επιθυμία να αποκρύψω κάτι. Ότι λέω είναι η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, κάθε λέξη. Σας ευχαριστώ, μπορείτε να αφήσετε το ποτήρι πλάι μου εδώ, και θα ακουμπήσω τα χείλη μου πάνω του αν στεγνώσω.
«Είμαι από το Γουορσεστερσάιρ ο ίδιος, γεννημένος κοντά στο Πέρσορ. Τολμώ να πω ότι θα βρίσκατε ένα σωρό Σμολ να ζουν εκεί τώρα αν θα κοιτάζατε. Συχνά σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα εκεί τριγύρω, μα η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν και ποτέ το καμάρι της οικογενείας, και αμφιβάλω αν θα χαίρονταν τόσο να με δουν. Ήταν όλοι τους σταθεροί, άνθρωποι της εκκλησίας, μικροί αγρότες, ξακουστοί και σεβαστοί στην επαρχία, ενώ εγώ ήμουν ανέκαθεν κομμάτι περιπλανώμενος. Τουλάχιστον, όμως, όταν έφτασα κοντά τα δεκαοχτώ, δεν τους δημιούργησα περισσότερα προβλήματα, γιατί μπλέχτηκα σε ένα καυγά για ένα κορίτσι και μπορούσα μονάχα να ξεμπλέξω υπηρετώντας τη βασίλισσα και κατατασσόμενος στο τρίτο σώμα τυφεκιοφόρων της Βεγγάζης, που μόλις ξεκινούσαν για την Ινδία.
«Δεν ήταν γραφτό μου να κάνω πολύ στρατιωτιλίκη, ωστόσο. Είχα μόλις περάσει το βήμα της χήνας και μάθαινα να χειρίζομαι το μουσκέτο μου, όταν υπήρξα αρκετά ανόητος να πάω για κολύμπι στο Γάγγη. Ευτυχώς για μένα, ο λοχία της διμοιρίας μου, ο Τζων Χόλντερ, βρισκόταν στο νερό την ίδια ώρα, κι ήταν ένας από τους καλύτερους κολυμβητές στην υπηρεσία. Ένα κροκόδειλος με πρόφτασε μόλις στα μισά της διαδρομής και μου έκοψε το δεξί πόδι τόσο καθαρά όσο ένας χειρούργος θα το έκανε, μόλις πάνω από το γόνατο. Λίγο με το σοκ και την απώλεια αίματος, λιποθύμησα, και θα είχα πνιγεί αν ο Χόλντερ δεν με είχε γραπώσει και τσαλαβουτώντας δεν είχε τραβήξει για την όχθη. Έμεινα πέντε μήνες στο νοσοκομείο για αυτό, κι όταν τελικά κατόρθωσα κούτσα κούτσα να βγω έξω με αυτό το ξύλινο πόδι δεμένο στο κολόβωμα μου, βρέθηκα εκτός Στρατού λόγω αναπηρίας και μη ικανός για όποια ενεργή απασχόληση.
«Ήμουν, όπως μπορείτε να φανταστείτε, αρκετά στα κάτω μου από τύχη εκείνη την περίοδο, γιατί ήμουν ένας άχρηστος σακάτης, μολονότι δεν είχα πατήσει ακόμη το εικοστό μου έτος. Ωστόσο, η κακοτυχία μου σύντομα αποδείχθηκε ευτύχημα. Ένας άντρας ονόματι Άμπελ Γουάιτ, ο οποίος είχε έρθει ως εκεί για να στήσει μια φυτεία ινδικοφόρων, ήθελε έναν επιστάτη για να προσέχει τους κούληδες και να φροντίζει να κάνουν τη δουλειά τους. Έτυχε να είναι φίλος του συνταγματάρχη μας, ο οποίος είχε ενδιαφερθεί για μένα από το ατύχημα και μετά. Για να μην τα πολυλογώ, ο συνταγματάρχης με συνέστησε σθεναρά για την θέση, και, καθώς η δουλειά γινόταν κυρίως ιππεύοντας, το πόδι μου δεν αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο, γιατί μου είχε μείνει αρκετός μηρός για να έχω ένα καλό κράτημα από τη σέλλα. Αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να περιδιαβαίνω καλπάζοντας την φυτεία, να προσέχω τους άντρες καθώς εργάζονταν, και να αναφέρω τους λουφαδόρους. Η πληρωμή ήταν καλή, είχα άνετο κατάλυμα, κι από κάθε άποψη ήμουν ικανοποιημένος να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου στις φυτείες λουλακιού. Ο κ. Άμπελ Γουάιτ ήταν καλός άνθρωπος, και συχνά θα περνούσε από την μικρή μου παράγκα και θα κάπνιζε μια πίπα μαζί μου, γιατί οι λευκοί εκεί έξω νοιώθουν την καρδιά τους να ζεσταίνεται όπως δεν γίνεται ποτέ εδώ.
«Λοιπόν, ποτέ δεν έμενα στο δρόμο της τύχης για πολύ. Αναπάντεχα, δίχως ούτε μια προειδοποίηση, η μεγάλη ανταρσία έπεσε πάνω μας. Τον ένα μήνα η Ινδία αναπαυόταν τόσο ασάλευτη και γαλήνια, κατά τα φαινόμενα, όπως στο Σάρρεϋ ή το Κεντ, τον επόμενο μήνα διακόσιες χιλιάδες μαύροι διάβολοι είχαν αφεθεί ελεύθεροι, κι η χώρα είχε μεταβληθεί στην απόλυτη κόλαση. Φυσικά γνωρίζετε όλα τα σχετικά, κύριοι —πολύ περισσότερα από όσα γνωρίζω, πιθανότατα, αφού το διάβασμα δεν υπάγεται στα ενδιαφέροντα μου. Γνωρίζω μονάχα τα όσα είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Η φυτεία μας βρισκόταν σε ένα μέρος που καλείται Ματρά, κοντά στα σύνορα με τις βορειοδυτικές Επαρχίες. Τη μια νύχτα κατόπιν της άλλης ο ουρανός ολόκληρος φωτιζόταν από τις φλεγόμενες κατοικίες, και μέρα με τη μέρα βλέπαμε μικρές ομάδες Ευρωπαίων να περνάνε μέσα από την έκταση μας με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, καθοδόν προς το Άνγκρα, όπου βρίσκονταν οι πλησιέστερες στρατιωτικές μονάδες μας.
Ο κ. Άμπελ Γουάιτ ήταν πεισματάρης. Είχε βάλει στο κεφάλι του πως όλη η κατάσταση ήταν μεγαλοποιημένη, και πως θα ξεφούσκωνε τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί. Εκεί καθόταν στη βεράντα του, πίνοντας το ουίσκι του και καπνίζοντας σερούτς, καθώς η χώρα φλεγόταν ολόγυρα του Φυσικά κολλήσαμε μαζί του, εγώ κι ο Ντόουσον, ο οποίος, με τη γυναίκα του, συνήθισαν να κρατάν τα βιβλία και την διαχείριση. Το λοιπόν, μια ωραία μέρα η σύγκρουση κατέφτασε. Βρισκόμουν σε μια μακρινή φυτεία και κάλπαζα αργά προς το σπίτι μέσα στο απόγευμα, όταν το μάτι μου έπεσε πάνω σε κάτι σωριασμένο στον πάτο ενός απότομου nullah. Κατηφόρισα για να δω τι ήταν, και το ψύχος διαπέρασε την καρδιά μου όταν ανακάλυψα πως ήταν η γυναίκα του Ντόουσον, έχοντας κομματιαστεί, και μισοφαγωθεί από τσακάλια και σκυλιά της περιοχής. Λίγο μακρύτερα στο δρόμο ο Ντόουσον ο ίδιος κειτόταν πεσμένος μπρούμυτα, απολύτως νεκρός, με ένα άδειο περίστροφο στο χέρι της, και τέσσερις ινδοί επαναστάτες ((Σ.τ.Μ.) sepoys – Επαναστατικά στρατεύματα των Ινδών κατά την πρώτη τους ανταρσία έναντι των Αγγλικών αποικιοκρατικών στρατευμάτων.) κείτονταν αντικριστά μεταξύ τους απέναντι του. Τράβηξα τα χαλινάρια του αλόγου μου, διερωτώμενος προς τα πού θα έπρεπε να τραβήξω, όμως εκείνη τη στιγμή είδα πυκνό καπνό να υψώνεται από την κατοικία του Άμπελ Γουάιτ και τις φλόγες να αρχίζουν να ξεσπούν μέσα από τη στέγη. Ήξερα τότε πως καλό κανένα δεν θα μπορούσα να προσφέρω στ' αφεντικό μου, παρά μόνο θα χαράμιζα και τη δική μου ζωή αν ανακατευόμουν στην ιστορία. Από εκεί που στεκόμουν έβλεπα εκατοντάδες μαύρων εκτρωμάτων, με τα κόκκινα πανωφόρια ακόμη στις πλάτες τους, να χορεύουν και να ουρλιάζουν γύρω από το φλεγόμενο σπίτι. Μερικοί από αυτούς έδειξαν προς τα μένα, και κάνα δυο σφαίρες σφύριξαν δίπλα από το κεφάλι μου: έτσι το ‘σκασα διασχίζοντας τους ορυζώνες, και βρέθηκα αργά την νύχτα ασφαλής πίσω από τα τείχη του Άνγκρα.
«Όπως αποδείχθηκε, ωστόσο, ούτε κι εκεί υπήρχε κάποια μεγαλύτερη ασφάλεια. Ολόκληρη η χώρα έμοιαζε με μελίσσι. Οπουδήποτε οι Άγγλοι κατάφερναν να συγκεντρωθούν σε μικρές ομάδες κρατούσαν μονάχα όσο έδαφος τα όπλα τους διοικούσαν. Οπουδήποτε αλλού αποτελούσαν απλώς απελπισμένους φυγάδες. Επρόκειτο για μια μάχη εκατομμυρίων ενάντια σε χιλιάδες, και το χειρότερο κομμάτι του ήταν πως εκείνοι οι άνθρωποι που αντιμαχόμασταν, πεζοί, με άλογο, και πολυβολητές, ήταν τα ίδια μας τα επίλεκτα στρατεύματα, τους οποίους είχαμε διδάξει κι εκπαιδεύσει, χρησιμοποιούσαν τα ίδια μας τα όπλα και φυσούσαν τις δικές μας σάλπιγγες. Στο Άνγκρα βρισκόταν το Τρίτο σώμα Τυφεκιοφόρων της Βεγγάζης, μερικοί Σίχ, δυο ουλαμοί ιππικού, και μια πυροβολαρχία πυροβολικού. Ένα εθελοντικό σώμα από υπαλλήλους και εμπόρους είχε σχηματισθεί, και σε αυτούς κατατάχθηκα, ξύλινο πόδι και λοιπά. Πήγαμε να συναντήσουμε τους επαναστάτες στο Σαχγκάνγκε νωρίς τον Ιούλη, και τους κρατήσαμε πίσω για ένα διάστημα, όμως το μπαρούτι μας τελείωσε, κι αναγκαστήκαμε να οπισθοχωρήσουμε στην πόλη.
«Τίποτα παρά τα χειρότερα νέα έφθαναν κοντά μας από κάθε πλευρά —για το οποίο δε χρειάζεται να απορεί κανείς, γιατί αν κοιτάξετε το χάρτη θα δείτε πως βρισκόμασταν στην καρδιά του. Το Λακνού βρίσκεται κάπου μακρύτερα από εκατό μίλια στα ανατολικά, και το Κανπούρ περίπου το ίδιο μακριά προς το νότο. Από κάθε σημείο της πυξίδας δεν υπήρχε τίποτα παρά μαρτύριο, φόνος και αίσχη.
«Η πόλη του Άνγκρα είναι ένα μεγάλο μέρος, ξεχειλίζοντας από φανατικούς και λυσσαλέους δαιμονολάτρες όλων των ειδών. Η χούφτα των αντρών μας χανόταν καταμεσής των στενών, φιδίσιων δρόμων. Ο αρχηγός μας κινήθηκε κατά μήκους του ποταμού, επομένως, και ανέλαβε τη θέση του στο παλιό οχυρό του Άνγκρα. Δεν γνωρίζω αν κάποιος από εσάς κύριοι έχει διαβάσει κάτι σχετικό με εκείνο το παλιό οχυρό. Πρόκειται για ένα αλλόκοτο μέρος — το πλέον αλλόκοτο που βρέθηκα ποτέ, κι έχω βρεθεί σε κάποια πολύ μυστήρια μέρη. Πρώτα από όλα είναι πελώριο σε μέγεθος. Θα έλεγα πως ο εσώκλειστος χώρος πρέπει να εκτείνεται για στρέμματα ολόκληρα. Υπάρχει ένα σύγχρονο κομμάτι, το οποίο χώρεσε όλη την φρουρά μας, τις γυναίκες, τα παιδιά, τα μαγαζιά, και καθετί άλλο, με αρκετό χώρο να περισσεύει. Όμως το σύγχρονο κομμάτι δεν είναι τίποτα μπροστά στο μέγεθος του παλαιού τομέα, όπου κανείς δεν πατάει, κι ο οποίος έχει παραδοθεί στους σκορπιούς και τις σαρανταποδαρούσες. Είναι γεμάτος από μεγάλες ερημωμένες αίθουσες και φιδίσια περάσματα, και μακριούς διαδρόμους που μπαινοβγαίνουν προς κάθε κατεύθυνση, έτσι ώστε είναι αρκετά εύκολο για κάποιους να χαθούν μέσα του. Για το λόγο αυτό σπανίως κάποιος έμπαινε εκεί, μολονότι που και που κάποια ομάδα με πυρσούς ίσως να πήγαινε για εξερεύνηση.
«Ο ποταμός βρέχει την εμπρόσθια πλευρά του παλιού οχυρού, κι έτσι το προστατεύει, αλλά στα πλάγια και πίσω του υπάρχουν πολλές πόρτες, κι εκείνες έπρεπε να φυλάσσονται, φυσικά, τόσο στον παλιό τομέα όσο και σε εκείνον τον οποίο πρακτικά χρησιμοποιούταν από τα στρατεύματα μας. Είχαμε έλλειψη ατόμων, με μόλις και μετά βίας αρκετούς άντρες για να επανδρώσουμε τις πλευρές του κτιρίου και να υπηρετούν στα όπλα. Μας ήταν αδύνατον, συνεπώς, να τοποθετήσουμε ικανή φρουρά σε καθεμία από τις αναρίθμητες πύλες. Αυτό που κάναμε ήταν να οργανώσουμε ένα κεντρικό φρουραρχείο στο μέσο του οχυρού, και να αφήσουμε κάθε πύλη υπό την εποπτεία ενός λευκού και δυο ή τριών ιθαγενών. Επιλέχθηκα να αναλάβω κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων νυχτερινών ωρών μια μικρή απομονωμένη πύλη επί της νοτιοδυτικής πλευράς του κτιρίου. Δυο στρατιώτες Σιχ τέθηκαν υπό τις διαταγές μου, και διατάχθηκα αν κάτι πήγαινε στραβά να πυροβολήσω με το μουσκέτο μου, όταν ίσως να έπρεπε να βασισθώ σε βοήθεια ερχόμενη άμεσα από το κεντρικό φρουραρχείο. Καθώς η φρουρά βρισκόταν κάπου διακόσια γεμάτα μέτρα μακριά, ωστόσο, και καθώς ο χώρος μεταξύ μας διακοπτόταν από ένα λαβύρινθο περασμάτων και διαδρόμων, είχα μεγάλες αμφιβολίες σχετικά με το αν θα έφθαναν εγκαίρως για να ωφελήσουν σε περίπτωση μιας πραγματικής επίθεσης.
«Το λοιπόν, ήμουν αρκετά περήφανος που μου είχε δοθεί η μικρή αυτή διοίκηση, αφού ήμουν ένας ανεκπαίδευτος νεοσύλλεκτος, και μάλιστα ένα πόδι λειψός. Για δυο νύχτες φύλαξα την βάρδια με τους Punjabees μου. Ήταν ψηλοί, αγριωποί τύποι, οι Μαχμέτ Σίνγκ και Αβντουλάχ Κχαν κατ' όνομα, και οι δυο τους παλιοί πολεμιστές, που είχε πάρει τα όπλα ενάντια μας στο Κιλιάν Γουαλά. Μιλούσαν Αγγλικά αρκετά καλά, όμως ελάχιστα έλεγαν. Προτιμούσαν να στέκονται παρέα, και να φλυαρούν όλη νύχτα στην αλλόκοτη διάλεκτο των Σιχ. Από μεριάς μου, συνήθιζα να στέκομαι έξω από την πύλη, κοιτώντας κάτω τον πλατύ, όλο καμπές ποταμό και προς τα λαμπερά φώτα της μεγάλης πόλης. Ο ήχος των τυμπάνων, το κροτάλισμα των ταμ-ταμ, και οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των επαναστατών, μεθυσμένων από όπιο και μπάγγ Πως! αρκούσαν για να μας υπενθυμίζουν όλη νύχτα τους επικίνδυνους γείτονες μας στην άλλη μεριά της κοίτης. Κάθε δυο ώρες ο νυχτερινός αξιωματικός θα έκανε το γύρο όλων των σκοπιών για να βεβαιωθεί πως όλα είχαν καλώς.
«Η τρίτη νύχτα της σκοπιάς μου ήταν σκοτεινή και μουντή, με μια μικρή καταρρακτώδη βροχή. Ήταν κουραστικό να στέκεσαι στην πύλη την μια ώρα μετά την άλλη με τέτοιο καιρό. Προσπάθησα ξανά και ξανά να κάνω τους Σιχ να μιλήσουν, όμως δίχως ιδιαίτερη επιτυχία. Στις δυο το πρωί οι περίπολοι πέρασαν και διέκοψαν για μια στιγμή την κούραση της νύχτας. Βρίσκονταν πως οι σύντροφοι μου δεν θα έπιαναν κουβέντα, έβγαλα την πίπα μου κι απόθεσα κάτω το μουσκέτο μου για να ανάψω ένα σπίρτο. Στην στιγμή οι δυο Σιχ είχαν πέσει πάνω μου. Ο ένας τους άρπαξε το μουσκέτο μου και το έφερε στο ύψος του κεφαλιού μου, ενώ ο άλλος έβαλε ένα μεγάλο μαχαίρι στο λαιμό μου κι έβρισε μέσα από τα δόντια του πως θα το ́χωνε μέσα μου αν έκανα ένα βήμα.
«Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως εκείνοι οι τύποι είχαν συμμαχήσει με τους επαναστάτες, και πως επρόκειτο για την έναρξη μιας επίθεσης. Αν η πύλη μας ερχόταν στα χέρια των sepoys το μέρος θα έπεφτε, και οι γυναίκες και τα παιδία θα είχαν την μεταχείριση που είχαν στο Κανπούρ. Ίσως εσείς κύριοι να πιστεύετε πως απλά τα βγάζω από το μυαλό μου, όμως σας δίνω τον λόγο μου πως όταν το συλλογίστηκα, παρότι ένοιωθα την κόψη του μαχαιριού στο λαιμό μου, άνοιξα το στόμα μου με την πρόθεση να βάλω μια φωνή, ακόμη κι αν ήταν η τελευταία μου, η οποία να προειδοποιούσε το κεντρικό φρουραρχείο. Ο άντρας που με κρατούσε φάνηκε να γνωρίζει τις σκέψεις μου, γιατί, ακόμη και καθώς προετοιμαζόμουν να το κάνω, ψιθύρησε: ‘Μην βγάλεις άχνα. Το οχυρό είναι αρκετά ασφαλές. Δεν υπάρχουν επαναστατικά σκυλιά απ' αυτή την πλευρά του ποταμού.' Υπήρχε ένας τόνος αλήθειας σε αυτά που είπε και ήξερα πως αν ύψωνα την φωνή μου ήμουν νεκρός. Το διέκρινα στα καφετιά μάτια του τύπου. Περίμενα, επομένως, σιωπηλά, να δω τι ήταν αυτό που ήθελαν από μένα.
«'Άκουσε με, sahib,' είπε ο ψηλότερος και πιο αγριωπός από το ζευγάρι, εκείνος τον οποίο αποκαλούσαν Αμπντουλάχ Κχαν. ‘Είτε θα έρθεις μαζί μας τώρα, ή θα σιωπήσεις παντοτινά. Το ζήτημα είναι πολύ σπουδαιότερο για να διστάσουμε. Είτε είσαι καρδιά και ψυχή μαζί μας στον όρκο σου του στο σταυρό των Χριστιανών, είτε το σώμα τούτη τη νύχτα θα πεταχτεί μέσα στο χαντάκι, και θα περάσουμε στα αδέλφια μας του επαναστατικού στρατού. Δεν υπάρχει μέση λύση. Τι θα είναι —ζωή ή θάνατος; Θα σου δώσουμε μονάχα τρία λεπτά να αποφασίσεις, γιατί ο χρόνος περνάει, και όλα πρέπει να γίνουν πριν οι περίπολοι να ‘ρθουν ξανά.'
«'Πως μπορώ να αποφασίσω;' είπα εγώ. ‘Δεν μου είπατε καν τι θέλετε από εμένα. Όμως σας το λέω αν είναι κάτι που έχει να κάνει με την ασφάλεια του οχυρού δεν θέλω να έχω σχέση, έτσι μπορείς να σπρώξεις μέσα το μαχαίρι, και ευπρόσδεκτο θα ‘ναι.'
«'Δεν έχει τίποτα να κάνει ενάντια στο οχυρό,' είπε εκείνος. ‘Σου ζητάμε μόνο να κάνεις αυτό για το οποίο οι συμπατριώτες σου έρχονται σε ετούτη τη χώρα. Σου ζητάμε να γίνεις πλούσιος. Αν έρθεις μαζί μας απόψε, θα σου ορκιστούμε πάνω στο τραβηγμένο μαχαίρι, και στον τριπλό όρκο τον οποίο κανένας Σιχ δεν πάτησε ως τώρα, πως θα λάβεις το δίκαιο μερτικό σου από το πλιάτσικο. Ένα τέταρτο του θησαυρού θα είναι δικό σου. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα δικαιότερο.'
«'Μα τι είναι λοιπόν ο θησαυρός;' Ρώτησα. ‘Είμαι τόσο έτοιμος να γίνω πλούσιος όσο κι εσείς αν μου δείξετε πως γίνεται αυτό.'
«'Θα ορκιστείς, τότε,' είπε εκείνος, ‘στα κόκαλα του πατέρα σου, στην τιμή της μητέρας στο, και στο σταυρό της πίστης σου, πως δεν θα σηκώσεις χέρι, είτε θα πεις λέξη ενάντια μας, είτε τώρα είτε μετέπειτα;»
«'Το ορκίζομαι,' απάντησα, ‘δεδομένου πως το οχυρό δεν θα κινδυνεύσει.'
«'Τότε ο σύντροφος μου κι εγώ ορκιζόμαστε πως θα έχεις το ένα τέταρτο του θησαυρού ο οποίος θα μοιραστεί εξίσου μεταξύ των τεσσάρων μας.'
«'Μα είμαστε τρεις,» είπα.
«'Όχι, ο Ντοστ Ακμπάρ πρέπει να πάρει το μερίδιο του. Θα σου αφηγηθούμε την ιστορία καθώς θα τους περιμένουμε. Στάσου στην πύλη, Μαχμέτ Σίνγκ, κι ειδοποίησε μας για τον ερχομό τους. Η ιστορία έχει ως εξής, sahib, και στο λέω επειδή γνωρίζω πως ένας όρκος είναι δεσμευτικός για έναν Feringhee, και πως μπορούμε να σε εμπιστευτούμε. Αν ήσουν ένας ψεύτης Hindoo, ακόμη κι αν είχες ορκιστεί σε όλους τους θεούς στους ψεύτικους ναούς τους, το αίμα σου θα βρισκόταν πάνω στο μαχαίρι και το σώμα σου στο νερό. Όμως οι Σιχ γνωρίζουν τον Άγγλο, κι ο Άγγλος γνωρίζει τους Σιχ. Αφουγκράσου, λοιπόν, τα όσα θα σου πω.