5. Μέρος δεύτερο
Το ΑΓΟΡΙ πήγε στο δωμάτιο του και μάζεψε τα υπάρχοντά του. Τρεις μεγάλους μπόγους. Ετοιμαζόταν να φύγει, όταν πρόσεξε σε μια γωνία του δωματίου το δισάκι του. Τσαλακωμένο, σχεδόν αγνώριστο. Μέσα είχε ακόμη το ίδιο βιβλίο και την κάπα. Όταν έβγαλε την κάπα, με σκοπό να τη χαρίσει σε κάποιο αλητάκι, οι δυο λίθοι κύλησαν κάτω. Ο Ουρίμ και ο Τουμίμ.
Τότε το αγόρι θυμήθηκε το γέρο βασιλιά και απόρησε πώς τόσο καιρό τώρα δεν τον είχε θυμηθεί. Είχε δουλέψει ασταμάτητα έναν ολόκληρο χρόνο, με μόνη σκέψη να μαζέψει λεφτά για να γυρίσει στην Ισπανία με το κεφάλι ψηλά.
«Μην απαρνιέσαι ποτέ τα όνειρά σου», είχε πει ο γέρος βασιλιάς. «Να ακολουθήσεις τα σημάδια».
Το αγόρι μάζεψε τον Ουρίμ και τον Τουμίμ από κάτω και ένιωσε ξανά εκείνο το παράξενο αίσθημα ότι ο βασιλιάς βρισκόταν κάπου εκεί. Είχε δουλέψει σκληρά έναν ολόκληρο χρόνο και τα σημάδια έδειχναν ότι είχε φτάσει η ώρα του αποχωρισμού.
«Θα γίνω ακριβώς το ίδιο που ήμουν και πριν», σκέφτηκε το αγόρι. «Και τα πρόβατα δε μ' έμαθαν να μιλάω αραβικά».
Τα πρόβατα στο μεταξύ του είχαν μάθει κάτι πολύ πιο σημαντικό: ότι στον κόσμο υπήρχε μια γλώσσα που όλοι την καταλάβαιναν και που το αγόρι την είχε χρησιμοποιήσει όλο εκείνο το χρονικό διάστημα για τη βελτίωση του μαγαζιού. Ήταν η γλώσσα του ενθουσιασμού, των πραγμάτων που γίνονται με αγάπη και με θέληση, όταν αναζητάς κάτι που το θέλεις ή που πιστεύεις σε αυτό. Η Ταγγέρη δεν ήταν πια ξένη χώρα κι εκείνος αισθάνθηκε ότι, με τον ίδιο τρόπο που είχε κατακτήσει εκείνο τον τόπο, θα μπορούσε να κατακτήσει και τον κόσμο.
«Όταν κάποιος θέλει κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να γίνει πραγματικότητα», είχε πει ο γέρος βασιλιάς.
Ο γέρος βασιλιάς όμως δεν είχε πει τίποτε για κλέφτες, για απέραντες ερήμους, για ανθρώπους που γνωρίζουν τα όνειρά τους κι όμως αρνούνται να τα πραγματοποιήσουν. Ο γέρος βασιλιάς δεν του είχε πει ότι οι πυραμίδες ήταν μόνο ένας σωρός από πέτρες και ότι οποιοσδήποτε θα μπορούσε να συσσωρεύσει πέτρες στον κήπο του. Και είχε ξεχάσει να πει ότι, όταν έχει μαζέψει κανείς λεφτά για ν' αγοράσει ένα κοπάδι μεγαλύτερο από εκείνο που ήδη έχει, τότε πρέπει να το αγοράσει.
Το αγόρι έπιασε το δισάκι και το 'βαλε μαζί με τους άλλους μπόγους. Κατέβηκε τις σκάλες· ο γέρος εξυπηρετούσε ένα ζευγάρι ξένων, ενώ άλλοι δυο πελάτες τριγυρνούσαν στο μαγαζί πίνοντας τσάι από κρυστάλλινα ποτήρια. Καλή κίνηση για τόσο πρωί. Από κει όπου στεκόταν, πρόσεξε για πρώτη φορά ότι τα μαλλιά του εμπόρου έμοιαζαν πολύ με τα μαλλιά του γέρου βασιλιά, θυμήθηκε το χαμόγελο του ζαχαροπλάστη την πρώτη μέρα στην Ταγγέρη, όταν δεν είχε πού να πάει και τι να φάει· κι εκείνο το χαμόγελο του είχε θυμίσει το γέρο βασιλιά.
«Σαν να είχε περάσει από κει και να είχε αφήσει μια σφραγίδα», σκέφτηκε. «Και ο κάθε άνθρωπος να είχε γνωρίσει εκείνο το βασιλιά κάποια στιγμή της ζωής του. Στο κάτω κάτω, είχε πει ότι εμφανίζεται πάντα σε όποιον ζει τον Προσωπικό του Μύθο».
Έφυγε χωρίς να αποχαιρετήσει τον έμπορο κρυστάλλων. Δεν ήθελε να κλάψει, μην τυχόν και τον δουν. Αλλά θα νοσταλγούσε όλο εκείνο τον περασμένο χρόνο κι όλα τα καλά που είχε μάθει. Είχε αποκτήσει πιο πολλή εμπιστοσύνη στον εαυτό του και ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο.
«Επιστρέφω στους γνωστούς μου κάμπους για να οδηγήσω ξανά τα πρόβατά μου». Κι όμως, η απόφασή του δεν τον ευχαριστούσε πια. Είχε δουλέψει έναν ολόκληρο χρόνο για να πραγματοποιήσει ένα όνειρο κι αυτό το όνειρο έχανε ολοένα και περισσότερο τη σημασία του. Ίσως επειδή δεν ήταν το όνειρό του.
«Ποιος ξέρει, ίσως να είναι καλύτερα να είσαι σαν τον έμπορο κρυστάλλων ποτέ να μην έχει πάει στη Μέκκα και να ζει με την επιθυμία να τη γνωρίσει». Κρατούσε όμως τον Ουρίμ και τον Τουμίμ στα χέρια του κι αυτοί οι λίθοι του μετέδιδαν τη δύναμη και τη θέληση του γέρου βασιλιά. Από σύμπτωση -ή ήταν σημάδι, σκέφτηκε το αγόρι- έφτασε στο καπηλειό όπου είχε μπει την πρώτη μέρα. Ο κλέφτης δεν ήταν πια εκεί και ο ιδιοκτήτης του έφερε ένα φλιτζάνι τσάι.
«Θα μπορέσω να ξαναγίνω βοσκός όποτε θελήσω», σκέφτηκε το αγόρι. «Έμαθα να φροντίζω τα πρόβατα και ποτέ δε θα ξεχάσω τη φύση τους. Μπορεί όμως να μη βρω άλλη ευκαιρία να φτάσω ως τις πυραμίδες της Αιγύπτου. Ο γέρος φορούσε ένα χρυσαφένιο κόσμημα και γνώριζε την ιστορία μου. Ήταν ένας αληθινός βασιλιάς, ένας σοφός βασιλιάς».
Το καράβι δε θα έκανε πάνω από δύο ώρες για να τον πάει στις πεδιάδες της Ανδαλουσίας, μια ολόκληρη έρημος όμως τον χώριζε από τις πυραμίδες. Το αγόρι εκτίμησε την κατάσταση ως εξής: στην πραγματικότητα βρισκόταν δυο ώρες πιο κοντά στο θησαυρό του. Ακόμη κι αν είχε χρειαστεί σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο για να διαβεί αυτές τις δύο ώρες.
«Ξέρω γιατί θέλω να ξαναγυρίσω στα πρόβατά μου. Τα πρόβατα τα γνωρίζω πια· δεν απαιτούν πολύ κόπο και είναι αξιαγάπητα. Δεν ξέρω αν θ' αγαπήσω την έρημο, εκεί όμως είναι κρυμμένος ο θησαυρός μου. Αν δεν καταφέρω να τον βρω, υπάρχει πάντα η δυνατότητα να ξαναγυρίσω σπίτι. Ξαφνικά όμως η ζωή μου πρόσφερε αρκετά λεφτά κι έχω όλο το χρόνο στη διάθεσή μου· γιατί όχι;»
Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε απέραντη χαρά. Όποτε ήθελε θα μπορούσε να ξαναγίνει βοσκός. Όποτε ήθελε θα μπορούσε να ξαναγίνει πωλητής κρυστάλλων. Μπορεί να υπήρχαν στον κόσμο κι άλλοι κρυμμένοι θησαυροί, εκείνος όμως είχε δει επανειλημμένα το ίδιο όνειρο και είχε συναντήσει ένα βασιλιά. Κάτι τέτοιο δε συνέβαινε στον καθέναν.
Αισθανόταν χαρούμενος όταν έφυγε απ' το καπηλειό. Είχε θυμηθεί ότι ένας από τους προμηθευτές του εμπόρου μετέφερε τα κρύσταλλα με καραβάνια που διέσχιζαν την έρημο. Κράτησε τον Ουρίμ και τον Τουμίμ στα χέρια- εκείνοι οι δυο λίθοι ήταν η αιτία που είχε ξαναπάρει το δρόμο προς το θησαυρό.
«Είμαι πάντα δίπλα σ' εκείνους που ζουν τον Προσωπικό τους Μύθο», είχε πει ο γέρος βασιλιάς.
Δεν είχε τίποτα να χάσει αν πήγαινε ως την αποθήκη, για να μάθει αν οι πυραμίδες ήταν πραγματικά πολύ μακριά.
Ο ΑΓΓΛΟΣ καθόταν σ' ένα κτίριο που βρομούσε από τη μυρωδιά των ζώων, τον ιδρώτα και τη σκόνη. Δεν έμοιαζε καθόλου με αποθήκη· ήταν απλώς ένα μαντρί.
«Έζησα μια ολόκληρη ζωή για να βρεθώ τώρα σ' ένα τέτοιο μέρος», σκέφτηκε ξεφυλλίζοντας αφηρημένα ένα περιοδικό χημείας. «Δέκα χρόνια μελέτης και κατέληξα σ' αυτό το μαντρί».
Έπρεπε όμως να προχωρήσει. Να πιστέψει στα σημάδια. Σ' όλη του τη ζωή, όλες οι μελέτες του είχαν ένα σκοπό, την αναζήτηση της μοναδικής γλώσσας που μιλούσε το σύμπαν. Στην αρχή είχε ενδιαφερθεί για την εσπεράντο, αργότερα για τις θρησκείες και τελικά για την αλχημεία. Μιλούσε εσπεράντο, καταλάβαινε άριστα τις διάφορες θρησκείες, αλλά δεν είχε γίνει ακόμη αλχημιστής. Είχε καταφέρει να ξεδιαλύνει σημαντικά πράγματα, είναι αλήθεια. Οι έρευνές του όμως είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. Μάταια είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με κάποιο αλχημιστή. Οι αλχημιστές ήταν παράξενοι άνθρωποι, το μόνο που σκέφτονταν ήταν ο εαυτός τους και σπάνια έδειχναν πρόθυμοι να βοηθήσουν. Ποιος ξέρει αν είχαν ανακαλύψει το μυστικό του Μεγάλου Έργου -τη λεγόμενη φιλοσοφική λίθο- και γι' αυτό κατέφευγαν στη σιωπή.
Ήδη είχε ξοδέψει ένα μέρος της περιουσίας που είχε κληρονομήσει απ' τον πατέρα του ψάχνοντας μάταια για τη φιλοσοφική λίθο. Είχε ψάξει στις καλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου και αγοράσει τα πιο σημαντικά και σπάνια βιβλία για αλχημεία. Σ' ένα απ' αυτά ανακάλυψε ότι, πριν από πολλά χρόνια, ένας διάσημος Άραβας αλχημιστής είχε επισκεφτεί την Ευρώπη. Έλεγαν ότι ήταν άνω των διακοσίων ετών, ότι είχε ανακαλύψει τη φιλοσοφική λίθο και το ελιξήριο μακροζωίας. Ο Άγγλος εντυπωσιάστηκε πολύ απ' αυτή την ιστορία. Αλλά δε θα είχε ξεπεράσει τα όρια του παραμυθιού, αν ένας φίλος του -που είχε επιστρέψει από μια αρχαιολογική αποστολή στην έρημο- δεν του είχε μιλήσει για έναν Άραβα με ασυνήθιστα προσόντα.
- Κατοικεί στην όαση Αλ-Φαγιούμ, είχε πει ο φίλος του. Ο κόσμος λέει ότι είναι διακοσίων ετών και μπορεί να μετατρέψει οποιοδήποτε μέταλλο σε χρυσάφι.
Ο Άγγλος αναστατώθηκε. Αμέσως ακύρωσε όλες του τις δεσμεύσεις, μάζεψε τα πιο σημαντικά βιβλία και να
τος τώρα εκεί, σ' εκείνη την αποθήκη, ίδια με μαντρί, ενώ έξω ένα τεράστιο καραβάνι προετοιμαζόταν να διασχίσει τη Σαχάρα. Το καραβάνι θα περνούσε από την Αλ-Φαγιούμ.
«Πρέπει να γνωρίσω εκείνο τον καταραμένο αλχημιστή», σκέφτηκε ο Άγγλος. Και η δυσοσμία των ζώων έγινε πιο υποφερτή.
Ένας νεαρός Άραβας, κι εκείνος φορτωμένος με βαλίτσες, μπήκε εκεί όπου βρισκόταν ο Άγγλος και τον χαιρέτησε.
-Πού θα πάτε; ρώτησε ο νεαρός Άραβας.
-Στην έρημο, απάντησε ο Άγγλος και ξαναβυθίστηκε στη μελέτη. Δεν είχε όρεξη για συζητήσεις. Έπρεπε να ξαναφέρει στο νου του όσα είχε μάθει στο διάστημα των δέκα χρόνων, γιατί ο αλχημιστής μάλλον θα τον υπέβαλλε σε κάποιου είδους εξέταση. Ο νεαρός Άραβας έβγαλε ένα βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει. Το βιβλίο ήταν γραμμένο στα ισπανικά. «Τόσο το καλύτερο», σκέφτηκε ο Άγγλος. Μιλούσε τα ισπανικά καλύτερα από τα αραβικά και, αν το αγόρι αυτό πήγαινε μέχρι την Αλ-Φαγιούμ, θα είχε ένα συνομιλητή, όταν δε θα τον απασχολούσαν σημαντικά πράγματα. «Αστείο πράγμα», σκέφτηκε το αγόρι προσπαθώντας για άλλη μια φορά να διαβάσει τη σκηνή της κηδείας που ήταν στην αρχή του βιβλίου. «Δυο χρόνια τώρα έχω αρχίσει να το διαβάζω και δεν έχω προχωρήσει πιο πέρα απ' αυτές τις σελίδες». Ακόμη και χωρίς να τον διακόψει ένας γέρος βασιλιάς, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Δίσταζε ακόμα για την απόφασή του. Αλλά είχε καταλάβει κάτι το σημαντικό: οι αποφάσεις ήταν μόνο και μόνο μια αρχή για κάτι. Όταν κάποιος έπαιρνε μια απόφαση, στην πραγματικότητα βουτούσε σ' ένα δυνατό ρεύμα που τον παράσερνε προς έναν τόπο που δεν είχε ποτέ του φανταστεί τη στιγμή της απόφασης.
«Όταν αποφάσισα να ξεκινήσω την αναζήτηση του θησαυρού μου, ποτέ μου δεν είχα φανταστεί ότι θα δούλευα σ' ένα μαγαζί κρυστάλλων», σκέφτηκε το αγόρι, για να επιβεβαιώσει το συλλογισμό του. «Με τον ίδιο τρόπο, αυτό το καραβάνι μπορεί να είναι δική μου απόφαση, η διαδρομή του όμως θα είναι για πάντα ένα μυστήριο».
Μπροστά καθόταν ένας Ευρωπαίος διαβάζοντας κι εκείνος ένα βιβλίο. Ο Ευρωπαίος ήταν αντιπαθητικός και τον είχε περιεργαστεί περιφρονητικά όταν εκείνος μπήκε, θα μπορούσαν να είχαν γίνει καλοί φίλοι, αλλά ο Ευρωπαίος δε θέλησε να δώσει συνέχεια στη συζήτηση.
Το αγόρι έκλεισε το βιβλίο. Δεν ήθελε να κάνει τίποτε που να τον έκανε να μοιάζει μ' εκείνο τον Ευρωπαίο. Έβγαλε τον Ουρίμ και τον Τουμίμ από την τσέπη κι άρχισε να παίζει μαζί τους.
Ο ξένος ξεφώνισε:
- Ένας Ουρίμ κι ένας Τουμίμ! Το αγόρι έβαλε αστραπιαία τους λίθους στην τσέπη.
- Δεν είναι για πούλημα, είπε.
- Δεν αξίζουν πολύ, είπε ο Άγγλος. Είναι κρύσταλλα ορυκτών, τίποτε παραπάνω. Στη γη υπάρχουν εκατομμύρια κρύσταλλα ορυκτών, αλλά για κάποιον που γνωρίζει είναι ξεκάθαρο ότι εδώ πρόκειται για τον Ουρίμ και τον Τουμίμ. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν σ' αυτά τα μέρη.
- Ήταν δώρο ενός βασιλιά, είπε το αγόρι. Ο ξένος έμεινε βουβός. Μετά έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε, τρέμοντας, δυο παρόμοιους λίθους.
- Μίλησες για ένα βασιλιά, είπε.
- Κι εσύ δεν πιστεύεις ότι οι βασιλιάδες κουβεντιάζουν με βοσκούς, είπε το αγόρι, θέλοντας τώρα να βάλει εκείνο τέρμα στη συζήτηση.
- Ίσα ίσα. Οι βοσκοί πρώτοι αναγνώρισαν ένα βασιλιά που ο κόσμος αρνιόταν ν' αναγνωρίσει. Και πρόσθεσε, φοβούμενος ότι το αγόρι δεν είχε καταλάβει.
- Το λέει η Βίβλος. Στο ίδιο βιβλίο που μ' έμαθε να χρησιμοποιώ αυτόν τον Ουρίμ κι αυτόν τον Τουμίμ. Αυτοί οι λίθοι ήταν ο μόνος επιτρεπτός από το Θεό τρόπος μαντείας. Οι ιερείς τους φορούσαν σ' ένα χρυσαφένιο κόσμημα. Το αγόρι χάρηκε που βρισκόταν σ' εκείνη την αποθήκη.
- Ίσως αυτό να είναι ένα σημάδι; είπε ο Άγγλος, σαν να σκεφτόταν φωναχτά.
- Ποιος μίλησε για σημάδια; Το ενδιαφέρον του αγοριού όλο και μεγάλωνε.
- Τα πάντα στη ζωή είναι σημάδια, είπε ο Άγγλος, κλείνοντας αυτή τη φορά το περιοδικό που διάβαζε. Το σύμπαν δημιουργήθηκε σε μια γλωσσά κατανοητή στον καθέναν, που όμως ξεχάστηκε πια. Αυτή την παγκόσμια γλώσσα ψάχνω, μεταξύ άλλων. »Γι' αυτό βρίσκομαι εδώ. Γιατί πρέπει να γνωρίσω έναν άνθρωπο που να ξέρει αυτή την παγκόσμια γλώσσα. Έναν αλχημιστή.
Η συζήτηση διακόπηκε από τον υπεύθυνο της αποθήκης.
- Είστε τυχεροί, είπε ο χοντρός Άραβας. Σήμερα το απόγευμα φεύγει ένα καραβάνι για την Αλ-Φαγιούμ.
- Μα εγώ πάω στην Αίγυπτο, είπε το αγόρι.
- Η Αλ-Φαγιούμ είναι στην Αίγυπτο, είπε ο ιδιοκτήτης. Τι σόι Άραβας είσαι; Το αγόρι είπε ότι ήταν Ισπανός. Ο Άγγλος χάρηκε: αν και ήταν ντυμένο σαν Άραβας, τουλάχιστον το αγόρι ήταν Ευρωπαίος.
- Τα σημάδια τα λέει «τύχη», είπε ο Άγγλος, μόλις έφυγε ο χοντρός Άραβας. Αν μπορούσα, θα έγραφα μια εγκυκλοπαίδεια για τις λέξεις «τύχη» και «σύμπτωση». Μ' αυτές τις λέξεις γράφεται η παγκόσμια γλώσσα. Συνεχίζοντας τα σχόλια του, είπε στο αγόρι ότι το να τον συναντήσει με τον Ουρίμ και τον Τουμίμ στα χέρια δεν ήταν «σύμπτωση». Το ρώτησε αν έψαχνε κι εκείνο για τον αλχημιστή.
- Ψάχνω για ένα θησαυρό, είπε το αγόρι κι αμέσως το μετάνιωσε. Ο Άγγλος όμως δε φάνηκε να έδωσε σημασία.
- Κι εγώ, κατά κάποιο τρόπο, είπε.
- Ούτε καν ξέρω τι θα πει αλχημιστής, ολοκλήρωσε το αγόρι, όταν ο ιδιοκτήτης της αποθήκης άρχισε να τους καλεί έξω.
-ΕΙΜΑΙ ο ΑΡΧΗΓΟΣ του καραβανιού, είπε ένας κύριος με γενειάδα και μαύρα μάτια. Έχω εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στον κάθε άνθρωπο που οδηγώ. Γιατί η έρημος είναι σαν ιδιότροπη γυναίκα και καμιά φορά ξετρελαίνει τους ανθρώπους. Υπήρχαν διακόσια περίπου άτομα και διπλάσιος αριθμός ζώων: καμήλες, άλογα, γαϊδούρια, πτηνά. Υπήρχαν γυναίκες και παιδιά, ενώ αρκετοί άντρες έφεραν σπαθιά στις ζώνες τους ή τουφέκια στους ώμους τους. Ο Άγγλος κουβαλούσε μερικές βαλίτσες γεμάτες με βιβλία. Επικρατούσε απέραντη οχλαγωγία και ο αρχηγός αναγκάστηκε να επαναλάβει μερικές φορές τα λόγια του για να τον ακούσουν όλοι.
-Εδώ υπάρχουν κάθε είδους άνθρωποι με διαφορετικούς θεούς στις καρδιές τους. Αλλά για μένα ένας είναι ο Θεός, ο Αλάχ, και ορκίζομαι στο όνομα του ότι θα κάνω ό,τι είναι δυνατό και καλύτερο για να νικήσω για μια φορά ακόμη την έρημο. Θα ήθελα τώρα να ορκιστεί ο καθένας σας, στο όνομα του θεού που πιστεύει, μ' όλη του την καρδιά, ότι θα με υπακούσει σε οποιαδήποτε περίπτωση. Ανυπακοή στην έρημο σημαίνει θάνατος.
Ένα ψιθύρισμα ένωσε τα σκυμμένα κεφάλια. Ο καθένας ορκιζόταν χαμηλόφωνα στο δικό του θεό. Το αγόρι ορκίστηκε στον Ιησού Χριστό. Ο Άγγλος παρέμεινε σιωπηλός. Το ψιθύρισμα κράτησε πιο πολύ από έναν απλό όρκο· οι άνθρωποι ζητούσαν επίσης την προστασία του Ουρανού.
Ακούστηκε ένας παρατεταμένος ήχος τρομπέτας και ο καθένας ανέβηκε στο ζώο του. Το αγόρι και ο Άγγλος είχαν αγοράσει καμήλες και δυσκολεύτηκαν ν' ανέβουν. Το αγόρι λυπήθηκε την καμήλα του Άγγλου καθώς ήταν φορτωμένη με τις βαλίτσες, που ήταν γεμάτες με βιβλία.
- Δεν υπάρχουν συμπτώσεις, είπε ο Άγγλος, προσπαθώντας να συνεχίσει τη συζήτηση που είχαν ανοίξει στην αποθήκη. Ένας φίλος μ' έφερε ως εδώ, επειδή γνώριζε έναν Άραβα, που...
Το καραβάνι όμως ξεκίνησε και ήταν αδύνατο ν' ακουστούν τα λόγια του Άγγλου. Παρ' όλα αυτά το αγόρι ήξερε τι ακριβώς εννοούσε ο Άγγλος: τη μυστική αλυσίδα που σιγά σιγά ενώνει το ένα πράγμα με το άλλο, που τον είχε ωθήσει να γίνει βοσκός, να δει επανειλημμένα το ίδιο όνειρο και να βρεθεί σε μια πόλη κοντά στην Αφρική, να συναντήσει ένα βασιλιά στην πλατεία και, αφού πέσει θύμα ληστείας, να γνωρίσει έναν έμπορο κρυστάλλων, και...
«Όσο πλησιάζεις το όνειρο, τόσο πιο πολύ ο Προσωπικός Μύθος γίνεται ο αληθινός λόγος ύπαρξης», σκέφτηκε το αγόρι.